ΠΟΛ. 1173/10-7-2013

 

 

Θέμα: Τύπος και περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης φόρου κερδών υπεραξίας κεφαλαίου από τη μεταβίβαση ακινήτων και καθορισμός της διαδικασίας υποβολής αυτής

Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του και τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν.4152/2013 (ΦΕΚ 107 Α').

2. Τις διατάξεις του άρθρου 41 παρ. 1, 2, 3 εδ. α' και 4 έως 7 και του άρθρου 41α παρ. 1, 2 και 4 έως 10 του ν. 1249/1982, όπως ισχύουν.

3. Τις διατάξεις του α.ν. 1521/1950 ο οποίος κυρώθηκε, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τον ν. 1587/1950, όπως ισχύουν.

4. Τις διατάξεις των και της του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία (ν. 2961/2001).

5. Το Π.Δ. 87/2012 (ΦΕΚ 142Α') «Διορισμός Υφυπουργών».

6. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.Δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98Α').

7. Το Π.Δ. 189/2009 «Καθορισμός και ανακατανομή αρμοδιοτήτων των Υπουργείων» (ΦΕΚ 221 Λ'), όπως τροποποιήθηκε με το Π.Δ. 24/2010 (ΦΕΚ 56 Λ'/2010).

8. Τις διατάξεις της αριθ. ΥΠΟΙΚ 07927 ΕΞ/19-9-2012 (ΦΕΚ Β' 2574) κοινής απόφασης του Πρωθυπουργού και Υπουργού Οικονομικών περί «Λνάθεσης Λρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Οικονομικών Γεώργιο Μαυραγάνη».

9. Ότι με την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:


1. Ορίζουμε ότι ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης φόρου κερδών υπεραξίας κεφαλαίου από τη μεταβίβαση ακινήτων θα έχει όπως το σχετικό υπόδειγμα που επισυνάπτεται ως παράρτημα της απόφασης αυτής.

2. Αρμόδια Δ.Ο.Υ. για την παραλαβή της δήλωσης είναι η Δ.Ο.Υ. φορολογίας εισοδήματος του μεταβιβάζοντος του ακινήτου («πωλητή»). Η δήλωση υποβάλλεται σε τρία (3) αντίτυπα, από τα οποία το πρώτο παραμένει στην καθ’ ύλην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και τα άλλα δύο επιστρέφονται θεωρημένα στον πωλητή.

3. Με τη δήλωση συνυποβάλλονται τα ακόλουθα:

  • α) Για τον προσδιορισμό της αξίας κτήσης του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, αντίγραφο τίτλου κτήσης.

Σε περίπτωση που δεν προκύπτει αξία από τον τίτλο κτήσης (π.χ. δικαστική απόφαση), θα συνυποβάλλονται φύλλα υπολογισμού για την αξία κτήσης θεωρημένα από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. για την παραλαβή της δήλωσης Φόρου Μεταβίβασης Ακινήτων (Τμήμα Κεφαλαίου) με τη σημείωση πάνω στο σώμα των φύλλων αυτών ότι χορηγούνται αποκλειστικά για την υποβολή της δήλωσης φόρου υπεραξίας του άρθρου 33 Κ.Φ.Ε.
Σε περίπτωση που το μεταβιβαζόμενο ακίνητο βρίσκεται σε περιοχή όπου ισχύει το σύστημα της αγοραίας αξίας και δεν προκύπτει από τον τίτλο κτήσης η αξία κτήσης ή η αποδοχή της προσδιορισθείσας από τη Δ.Ο.Υ. προσωρινής αξίας του ακινήτου, προσκομίζονται δικαιολογητικά από τα οποία να προκύπτει η φορολογητέα αξία κατά την κτήση του ακινήτου ή η αποδοχή της προσδιορισθείσας από τη Δ.Ο.Υ. προσωρινής αξίας. Ενδεικτικά, προσκομίζεται αντίγραφο της υποβληθείσας δήλωσης φόρου μεταβίβασης ή διπλότυπο είσπραξης Φ.Μ.Α. για την καταβολή του συμπληρωματικού φόρου επί αποδοχής της προσδιορισθείσας από τη Δ.Ο.Υ. αξίας σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το διαδικασία.

  • β) Για τον προσδιορισμό της αξίας πώλησης του ακινήτου σε περιοχές όπου εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, συνυποβάλλονται αντίγραφα των οικείων φύλλων υπολογισμού της αξίας του ακινήτου, θεωρημένα από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. για την παραλαβή της δήλωσης Φόρου Μεταβίβασης Ακινήτων. Προς το σκοπό αυτό, κατά την παραλαβή της δήλωσης Φόρου Μεταβίβασης Ακινήτων θα χορηγούνται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. (Τμήμα Κεφαλαίου) αντίγραφα των οικείων φύλλων υπολογισμού με τη σημείωση πάνω στο σώμα των φύλλων αυτών ότι χορηγούνται αποκλειστικά για την υποβολή της δήλωσης φόρου υπεραξίας του άρθρου 33 Κ.Φ.Ε.
  • Σε περιοχές όπου ισχύει το σύστημα της αγοραίας αξίας (άρθρο 3 α.ν. 1521/1950), η αρμόδια Δ.Ο.Υ. για την παραλαβή της δήλωσης Φόρου Μεταβίβασης Ακινήτων (Τμήμα Κεφαλαίου) συμπληρώνει και θεωρεί στο έντυπο της δήλωσης φόρου υπεραξίας τη δηλωθείσα και την προσδιορισθείσα από τη Δ.Ο.Υ. προσωρινή αξία πώλησης.

    4. Η δήλωση φόρου υπεραξίας κεφαλαίου από τη μεταβίβαση ακινήτων μπορεί να υποβληθεί από τον υπόχρεο σε έντυπα που έχουν δημιουργηθεί και εκτυπωθεί με μηχανογραφικά μέσα ή έχουν αναπαραχθεί με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο, με την προϋπόθεση ότι πληρούν τις προδιαγραφές του εντύπου που ορίζεται με την παρούσα απόφαση.
    Τα συνυποβαλλόμενα φύλλα υπολογισμού αξίας ακινήτων μπορούν να υποβληθούν από τον υπόχρεο σε έντυπα που έχουν εκτυπωθεί ή αναπαραχθεί σε απλό χαρτί διαστάσεων A3 ή A4, με την προϋπόθεση ότι περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία που περιέχονται σε αυτά. Για οποιαδήποτε ανακρίβεια ή παράλειψη των πιο πάνω στοιχείων, επιβάλλονται οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας κυρώσεις.

    5. Η δήλωση φόρου υπεραξίας υποβάλλεται καταρχήν από τον υπόχρεο «πωλητή» αυτοπροσώπως. Υπάρχει, επίσης, η δυνατότητα υποβολής από οποιαδήποτε τρίτα πρόσωπα (και από συμβολαιογράφους) υπό την προϋπόθεση ότι προσκομίζουν ειδική προς τούτο συμβολαιογραφική ή απλή έγγραφη εξουσιοδότηση, η οποία φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του υπόχρεου. Η επικύρωση του γνησίου της υπογραφής γίνεται από οποιαδήποτε διοικητική αρχή καθώς επίσης και από τους ίδιους τους συμβολαιογράφους.

    6. Για την καταχώρηση των δηλώσεων θα τηρείται βιβλίο μεταγραφής δηλώσεων φόρου κερδών υπεραξίας κεφαλαίου από τη μεταβίβαση ακινήτων, ο τύπος και το περιεχόμενο του οποίου έχει όπως το σχετικό υπόδειγμα που επισυνάπτεται ως παράρτημα της απόφασης αυτής, σύμφωνα με το οποίο κάθε Δ.Ο.Υ. πρέπει να γραμμογραφήσει, σελιδοποιήσει και θεωρήσει σχετικό βιβλίο από τα υπάρχοντα σε αυτήν.

    7. Το ποσό του φόρου που βεβαιώνεται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. καταχωρείται στον ΚΑΕ 1218 με είδος φόρου 2213.
    Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

     

    [sws_dropcaps letter="Σ" color="356e1b"] [/sws_dropcaps] χετική νομοθεσία

     

    Α.Ν. 1521/1950 : φόρος μεταβιβάσεως ακινήτων

    Άρθρο 3,παρ.1 : Δια τον καθορισμό της αξίας του ακινήτου ή του πραγματικού δικαιώματος επί του ακινήτου ή του πλοίου λαμβάνεται υπ` όψει :

    • α) Η ημέρα σύνταξης του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, αν το οριστικό συμβόλαιο συντάσσεται μέσα σε δύο (2) χρόνια από την κατάρτιση του προσυμφώνου. Στην περίπτωση αυτή ο φόρος υπολογίζεται με βάση τους συντελεστές που ίσχυαν κατά το χρόνο σύνταξης του προσυμφώνου. Σε κάθε περίπτωση σύνταξης οριστικού συμβολαίου σε εκτέλεση προσυμφώνου και ανεξάρτητα από το χρόνο σύνταξης του προσυμφώνου ή του οριστικού συμβολαίου, στην αξία του ακινήτου δεν υπολογίζονται οι προσθήκες και βελτιώσεις που έχουν πραγματοποιηθεί από τον εκ προσυμφώνου αγοραστή μετά την υπογραφή του προσυμφώνου και πριν την κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου, με την προϋπόθεση ότι κατά τη σύνταξη του προσυμφώνου καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου το συμφωνηθέν τίμημα και παραδόθηκε στον αγοραστή, νομή και κατοχή του ακινήτου. Τα ανωτέρω ισχύουν για οριστικά συμβόλαια μεταβίβασης, τα οποία συντάσσονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ανεξάρτητα από το χρόνο κατάρτισης του προσυμφώνου,
    • β) ....................
    • γ) η ημέρα της μεταγραφής εις τας περιπτώσεις της παραγρ. 3 του άρθρου 2 του παρόντος,
    • δ) η ημέρα της εκθέσεως του πλειστηριασμού επί μεταβιβάσεως ακινήτου κλπ. ενεργουμένης κατόπιν αναγκαστικού ή εκουσίου πλειστηριασμού και
    • ε) η ημέρα της υπογραφής του οριστικού συμβολαίου εις τας λοιπάς περιπτώσεις.

    Άρθρο 3,παρ.2 : Δια τον προσδιορισμό της αξίας του ακινήτου ή του πραγματικού επί του ακινήτου δικαιώματος ή του πλοίου λαμβάνονται υπ` όψει και συνεκτιμώνται τα στοιχεία μεταβιβάσεων παρομοίων περιουσιακών στοιχείων, τα οποία προκύπτουσιν εξ ετέρων συμβολαίων ή εξ εκτιμήσεως γενομένης δια την επιβολήν του φόρου κληρονομιών, δωρεών και προικών ή εξ άλλων εκτιμήσεων. Εν περιπτώσει καθ` ην ελλείπουν τα στοιχεία ταύτα ή, κατά την κρίσιν του Οικον. Εφόρου. τα υπάρχοντα είναι ανεπαρκή ή απρόσφορα ενεργείται υπό τούτου προσδιορισμός της αξίας δια χρήσεως παντός άλλου μέσου.

    Άρθρο 3,παρ.3 : ……………………………..

    Άρθρο 3,παρ.4 : Για τον καθορισμό της αξίας της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης, της περιορισμένης προσωπικής δουλείας ή της πραγματικής δουλείας επί ακινήτου εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 15, 16 και της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών.

    Άρθρο 3,παρ.5 : Επί μεταβιβάσεως ιδανικού μεριδίου ακινήτου, διά τον υπολογισμόν του φόρου λαμβάνεται υπ' όψιν η αναλογούσα αξία του μεταβιβαζομένου μεριδίου του ακινήτου ή του εμπραγμάτου επί του ακινήτου δικαιώματος. Εάν μεταβιβάζωνται ιδανικά μερίδια υπό του αυτού πωλητού προς τον αυτόν αγοραστήν διά πλειόνων της μιας πράξεων, απεχουσών αλλήλων έλλασσον των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών, διά τον υπολογισμόν του φόρου λαμβάνεται υπ' όψιν η συνολική αγοραία αξία των διά των πράξεων τούτων μεταβιβαζομένων μεριδίων, εκπιπτομένου του διά τας προηγουμένας μεταβιβάσεις καταβληθέντος φόρου.
    Άρθρο 3,παρ.6 : Επί μεταβίβασης βάσει ειδικών διατάξεων ακινήτων του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. σε ιδιώτες ως αξία θεωρείται το τίμημα που αναγράφεται στο παραχωρητήριο ή κάθε άλλη σχετική πράξη που εκδίδεται.

    Άρθρο 8,παρ.1 : Ο φόρος μεταβιβάσεως καταβάλλεται εξ ολοκλήρου συν τη δηλώσει.

    Άρθρο 8,παρ.2 : Κατά την υποβολήν της δηλώσεως φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων και εντός προθεσμίας δυο εργασίμων ημερών, ο Οικον. Έφορος είτε αποδέχεται το δηλούμενον τίμημα ως συμπίπτον προς την αγοραίαν αξίαν του μεταβιβαζομένου ακινήτου, ότε η μεταβίβασις περαιούται οριστικώς ως ειλικρινής, είτε προσδιορίζει προσωρινώς την αγοραίαν αξίαν αύτου και αναγράφει ταύτην εις το παραδιδόμενον εις τους συμβαλλομένους αντίτυπον της δηλώσεως. Εξαιρετικώς, οσάκις συντρέχουν σοβαροί λόγοι, ο προσδιορισμός της προσωρινής αξίας δύναται να πραγματοποιηθή, τη εγκρίσει του εποπτεύοντος Επιθεωρητού, το βραδύτερον εντός δέκα πέντε (15) ημερών από της υποβολής της δηλώσεως.

    Άρθρο 8,παρ.3 : Ο βαρυνόμενος κατά τας διατάξεις του παρόντος δια του φόρου επί της τυχόν υπαρχούσης διαφοράς μεταξύ αγοραίας αξίας και τιμήματος του μεταβιβαζομένου ακινήτου, δύναται, εντός διμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της ημερομηνίας παραλαβής της δηλώσεως, να επιδώση συμπληρωματικήν δήλωσιν φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, σύμφωνον προς την υπό του Οικον. Εφόρου προσδιορισθείσαν αξίαν και να καταβάλη ταυτοχρόνως το ήμισυ του αναλογούντος επ' αυτής φόρου, άνευ προσθέτου τοιούτου ή προστίμου. Το υπόλοιπον ήμισυ του φόρου τούτου βεβαιούται αμέσως και εισπράττεται εντός του επομένου από της βεβαιώσεως μηνός.
    Εις την περίπτωσιν ταύτην και υπό τον όρον ότι άπαντα τα εν τη δηλώσει προβλεπόμενα στοιχεία τυγχάνουν ειλικρινή, η μεταβίβασις περατούται οριστικώς ως ειλικρινής.

    Άρθρο 8,παρ.4 : Εν περιπτώσει μη υποβολής δηλώσεως εντός της ως άνω προθεσμίας ενεργείται έλεγχος κατά τα εν ταις οικείαις διατάξεσι οριζόμενα, της ως άνω προσωρινής αξίας μη δεσμευούσης τον Οικον. Έφορον κατά τον βάσει ελέγχου προσδιορισμόν της αγοραίας αξίας του ακινήτου συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 3, ούτε και κατά την μεταβίβασιν έτερων πλησιοχώρων ομοειδών ακινήτων.

    Άρθρο 8,παρ.5 : Η προεκτίμησις, κατά τα εν παραγράφω 2, εχει εφαρμογήν μόνον επί υποβολής της δηλώσεως φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων απ' ευθείας εις τον αρμόδιον Οικον. Έφορον.

    Άρθρο 8,παρ.6 : Φόρος που βεβαιώνεται κατά τη διάρκεια του οικείου οικονομικού έτους ή μεταγενέστερα από τη λήξη του:

    • α) με βάση φύλλο ελέγχου, που έγινε οριστικό λόγω μη άσκησης ή εκπρόθεσμης άσκησης προσφυγής, καταβάλλεται σε έξι (6) ίσες μηνιαίες δόσεις με τον περιορισμό ότι κάθε δόση δεν είναι μικρότερη των τριακοσίων (300) ευρώ εκτός της τελευταίας. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα των μηνών που ακολουθούν.
    • β) Μετά τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και την καταβολή του ενός πέμπτου (1/5), το υπόλοιπο καταβάλλεται σε έξι (6) ίσες μηνιαίες δόσεις, με τον περιορισμό ότι κάθε δόση δεν είναι μικρότερη των τριακοσίων (300) ευρώ εκτός της τελευταίας. Η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου από την υπογραφή του πρακτικού μήνα και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα των μηνών που ακολουθούν. Αν ο υπόχρεος καταβάλλει εντός της ως άνω προθεσμίας καταβολής του ενός πέμπτου (1/5) το σύνολο του ποσού που προκύπτει συνεπεία της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, παρέχεται επί αυτού έκπτωση κατά ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%).
    • γ) Με βάση απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, καταβάλλεται σε δύο ίσες μηνιαίες δόσεις, με τον περιορισμό ότι το συνολικό ποσό του φόρου δεν είναι μικρότερο των τριακοσίων (300) ευρώ εκτός της τελευταίας. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα και η δεύτερη μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μήνα που ακολουθεί.

    Ν. 1249/1982 : Διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία, μισθολογικά θέματα και άλλες διατάξεις

    Ν. 2238/1994 : Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

    Ν. 2238/1994, Άρθρο 33 : Κέρδη υπεραξίας κεφαλαίου που προκύπτουν από τη μεταβίβαση ακινήτων

    Άρθρο 33,παρ.1 : Επί ακινήτου ή ιδανικού μεριδίου αυτού ή εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου ή ιδανικού μεριδίου αυτού που αποκτάται με οποιαδήποτε αιτία μετά την 1.1.2013 και μετά την κτήση του μεταβιβάζεται περαιτέρω με επαχθή αιτία, ο μεταβιβάζων υπόκειται σε φόρο που υπολογίζεται στη διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης αυτού και της τιμής πώλησής του. Ως κτήση του ακινήτου νοείται η αγορά ή η με άλλη αιτία κτήση του, ανεξάρτητα από τη μεταγραφή της.

    Άρθρο 33,παρ.2 : Στην έννοια του όρου μεταβίβαση για την εφαρμογή του παρόντος περιλαμβάνονται:

    • α) η μεταβίβαση της πλήρους ή ψιλής κυριότητας, καθώς και η μεταβίβαση υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση ή με τον όρο της εξώνησης,
    • β) η σύσταση επικαρπίας, οίκησης ή άλλης δουλείας των άρθρων 1188 έως 1191 του Αστικού Κώδικα,
    • γ) η παραίτηση από την κυριότητα ακινήτου ή από εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου,
    • δ) η σύσταση, η απόσβεση ή η μεταβίβαση μαζί με το δεσπόζον ακίνητο πραγματικής δουλείας των άρθρων 1118 έως 1141 του Αστικού Κώδικα,
    • ε) η μεταβίβαση του τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης,
    • στ) η παραχώρηση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επί κοινόκτητων κυρίων, βοηθητικών ή ειδικών χώρων κτισμάτων ή επί κοινόκτητου τμήματος οικοπέδου,
    • ζ) η ανάκληση απαλλοτρίωσης, η οποία έχει συντελεστεί υπέρ προσώπου υποκείμενου στο φόρο του παρόντος άρθρου,
    • η) η εκποίηση ακινήτου συνεπεία εκούσιου ή δικαστικού πλειστηριασμού.

    Άρθρο 33,παρ.3 : Δεν υπάγονται σε φόρο:

    • α) οι περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του α.ν. 1521/1950 (Α΄ 245),
    • β) η επικύρωση ανώμαλων δικαιοπραξιών,
    • γ) η αυτούσια διανομή ή συνένωση ακινήτων ή ανταλλαγή.

    Άρθρο 33,παρ.4 : Ως τιμή κτήσης του ακινήτου ή του εμπράγματου επ΄ αυτού δικαιώματος λαμβάνεται η αξία αυτού κατά το χρόνο απόκτησής του, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο
    41 παράγραφοι 1, 2, 3 εδάφιο α΄ και 4 έως 7 και στο άρθρο 41α παράγραφοι 1, 2 και 4 έως 10 του ν. 1249/1982 (Α΄ 42), όπου εφαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού, και στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950 στις λοιπές περιπτώσεις ή το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.

    Άρθρο 33,παρ.5 : Ως τιμή πώλησης του ακινήτου ή του εμπράγματου επ΄ αυτού δικαιώματος λαμβάνεται η αξία αυτού κατά το χρόνο μεταβίβασής του, ανεξάρτητα από τη μεταγραφή της πράξης μεταβίβασης, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 41 παράγραφοι 1, 2, 3 εδάφιο α΄ και 4 έως 7 και στο άρθρο 41α παράγραφοι 1, 2 και 4 έως 10 του ν. 1249/1982 (Α΄ 42), όπου εφαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού και στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950 στις λοιπές περιπτώσεις ή το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο. Σε περίπτωση μεταβίβασης ακινήτου ή εμπράγματου επ΄ αυτού δικαιώματος, το οποίο μετά την κτήση του εντάχθηκε σε σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας του, ως τιμή πώλησης λαμβάνεται η αξία που προσδιορίζεται με βάση το σύστημα αυτό ή το δηλούμενο τίμημα, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.

    Άρθρο 33,παρ.6 : Η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης του ακινήτου, η οποία υποβάλλεται σε φόρο, λαμβάνεται αποπληθωρισμένη με την εφαρμογή των ακόλουθων συντελεστών παλαιότητας:

    Έτη διακράτησης Συντελεστής παλαιότητας
    Από 1 έως 5 0,9
    Πάνω από 5 έως 10 0,8
    Πάνω από 10 έως 15 0,75
    Πάνω από 15 έως 20 0,7
    Πάνω από 20 έως 25 0,65
    Πάνω από 25 0,6

     

    Άρθρο 33,παρ.7 : Σε περιπτώσεις κτήσης του ακινήτου αιτία θανάτου, δωρεάς ή γονικής παροχής, ως χρόνος απόκτησης για τον προσδιορισμό του φόρου θεωρείται ο χρόνος επαγωγής της κληρονομίας ή ο χρόνος κατάρτισης του συμβολαίου δωρεάς ή γονικής παροχής, έστω και αν συντρέχει νόμιμος λόγος μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής ενοχής.

    Άρθρο 33,παρ.8 : Για τον καθορισμό της αξίας της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης, της περιορισμένης προσωπικής δουλείας ή της πραγματικής δουλείας επί ακινήτου εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 15, 16 και της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2961/2001(Α΄ 266).

    Άρθρο 33,παρ.9 : Τα κέρδη υπεραξίας κεφαλαίου που προκύπτουν από τη μεταβίβαση ακινήτων φορολογούνται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης. Ο δικαιούχος του κέρδους που προκύπτει από την εφαρμογή αυτού του άρθρου επιβαρύνεται με τον οικείο φόρο και καταβάλλει αυτόν εφάπαξ με την υποβολή δήλωσης στην αρμόδια φορολογική αρχή στην οποία υπάγεται πριν από τη μεταβίβαση του ακινήτου. Η σχετική δήλωση υποβάλλεται σε τρία (3) αντίτυπα από τα οποία τα δύο (2) επιστρέφονται θεωρημένα στο δικαιούχο του κέρδους.

    Άρθρο 33,παρ.10 : Στο φόρο του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται:

    • α) Το κέρδος που πραγματοποιείται από εμπορική δραστηριότητα αγοροπωλησίας ακινήτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 28, καθώς και οι υπόχρεοι της παραγράφου 1 του άρθρου 34.
    • β) Το κέρδος που πραγματοποιείται από την πώληση ακινήτου, παγίου περιουσιακού στοιχείου, νομικού προσώπου το οποίο φορολογείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 10.
    • γ) Το κέρδος μέχρι εικοσιπέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ που πραγματοποιείται από μεταβίβαση ακινήτου και εφόσον το ακίνητο αυτό έχει διακρατηθεί, για διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών. Η εξαίρεση του προηγουμένου εδαφίου δεν ισχύει για φυσικά πρόσωπα τα οποία πραγματοποιούν πέραν της μίας (1) μεταβίβασης εντός της ως άνω περιόδου διακράτησης.

    Άρθρο 33,παρ.11 : Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι δηλώσεις απόδοσης φόρου υπεραξίας από μεταβιβάσεις ακινήτων προσδιορισμού των αξιών και οι διαδικασίες για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

    Ν. 2961/2001 : Κύρωση του Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών Προικών και Κερδών από Τυχερά Παίγνια

    Ν. 2961/2001, Άρθρο 15 : Αξία επικαρπίας

    Άρθρο 15,παρ. 1 : Σε περίπτωση διαχωρισμού της επικαρπίας από την κυριότητα υπόκειται αμέσως σε φόρο η επικαρπία, με την επιφύλαξη της φορολογίας της ψιλής κυριότητας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 16. Με την επικαρπία, για την επιβολή του φόρου, εξομοιώνεται η χρήση και η οίκηση, όχι όμως και η χρήση από κοινού με τον κύριο ή η συνοίκηση με αυτόν.

    Άρθρο 15,παρ. 2 : Σε διαδοχική επικαρπία κάθε δικαιούχος αυτής υπόκειται σε φόρο, κατά το χρόνο που η επικαρπία περιέρχεται σε αυτόν.

    Άρθρο 15,παρ. 3 : Η αξία της επικαρπίας προσδιορίζεται σε ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας, κατά το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης του επικαρπωτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Σε περίπτωση που η επικαρπία, είτε με παραίτηση είτε με σύμβαση, περιέρχεται στον ψιλό κύριο, που έχει υπαχθεί σε φόρο για την ψιλή κυριότητα, επιβάλλεται φόρος στην αξία της πλήρους κυριότητας, μετά την αφαίρεση από αυτήν του τμήματος της αξίας που αναλογεί στο ποσοστό για το οποίο ο ψιλός κύριος είχε υπαχθεί σε φόρο κατά τη μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας. Σε μεταβίβαση για αόριστο χρόνο με χαριστική αιτία ή αιτία θανάτου του δικαιώματος ενάσκησης της επικαρπίας σε άλλο πρόσωπο εκτός του ψιλού κυρίου, η αξία αυτής προσδιορίζεται σε ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας κατά το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης με βάση την ηλικία του μεγαλύτερου μεταξύ του επικαρπωτή και του προσώπου που αποκτά το δικαίωμα ενάσκησης.

    Άρθρο 15,παρ. 4 : Σε ισόβια ή αόριστου χρόνου επικαρπία λαμβάνεται ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας, ανάλογα με την ηλικία του επικαρπωτή, το οποίο ορίζεται:
    στα 8/10, αν ο επικαρπωτής δεν έχει υπερβεί το 20ό έτος της ηλικίας του,
    στα 7/10, αν έχει υπερβεί το 20ό,
    στα 6/10, αν έχει υπερβεί το 30ό,
    στα 5/10, αν έχει υπερβεί το 40ό,
    στα 4/10, αν έχει υπερβεί το 50ό,
    στα 3/10, αν έχει υπερβεί το 60ό,
    στα 2/10, αν έχει υπερβεί το 70ό και
    στο 1/10, αν έχει υπερβεί το 80ό έτος της ηλικίας του.
    Σε διαδοχική ισόβια επικαρπία, το κατά τα ανωτέρω ποσοστό ορίζεται ανάλογα με την ηλικία κάθε επικαρπωτή, κατά το χρόνο που περιέρχεται σε αυτόν η επικαρπία.

    Άρθρο 15,παρ. 5 : Σε επικαρπία για ορισμένο χρόνο λαμβάνεται ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας ίσο με το 1/20 της αξίας αυτής για κάθε έτος διάρκειας. Το μέρος του έτους υπολογίζεται ως ακέραιο έτος. Η αξία της επικαρπίας αυτής δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 8/10 της αξίας της πλήρους κυριότητας.

    Άρθρο 15,παρ. 6 : Σε επικαρπία που συνιστάται αδιαίρετα υπέρ πολλών προσώπων και εξαρτάται από τη ζωή αυτών, το κατά την παράγραφο 3 ποσοστό ορίζεται ανάλογα με την ηλικία του νεότερου, όταν η επικαρπία παύει με το θάνατο και του τελευταίου των προσώπων, και του μεγαλύτερου, όταν η επικαρπία παύσει με το θάνατο οποιουδήποτε από αυτούς. Το ποσοστό αυτό της πλήρους κυριότητας, όταν η επικαρπία παύει με το θάνατο οποιουδήποτε από τους δικαιούχους, κατανέμεται εξίσου μεταξύ τους. Όταν αυτή παύει με το θάνατο και του τελευταίου, το ποσοστό επιμερίζεται μεταξύ των δικαιούχων ανάλογα με τον αριθμό που εκφράζει τον αριθμητή των κλασμάτων της παραγράφου 4, ο οποίος σχετίζεται με την ηλικία κάθε δικαιούχου. Ο φόρος υπολογίζεται στο ποσό που προκύπτει για κάθε δικαιούχο, ανάλογα με το βαθμό συγγένειας του με το διαθέτη.

    Άρθρο 15,παρ. 7 : Η αξία της επικαρπίας, όταν αυτή εξαρτάται από τη ζωή τρίτου προσώπου, προσδιορίζεται με βάση την ηλικία του μεγαλύτερου μεταξύ του επικαρπωτή και του τρίτου προσώπου.

    Άρθρο 15,παρ. 8 : Αν η επικαρπία, λόγω θανάτου του επικαρπωτή ή για άλλη αιτία που προβλέπεται από το νόμο και δεν εξαρτάται από τη βούληση των μερών, παύσει μετά πάροδο τόσου χρόνου, ώστε αν αυτή είχε ληφθεί ως επικαρπία για τον ορισμένο αυτό χρόνο, θα προέκυπτε αξία αυτής μικρότερη από αυτή που φορολογήθηκε, τότε η μικρότερη αυτή αξία λογίζεται ως η τελικώς φορολογητέα και γίνεται νέα εκκαθάριση, σύμφωνα μετά οριζόμενα στο άρθρο 100.

    Άρθρο 15,παρ. 9 : Η αξία της επικαρπίας δεν λαμβάνεται υπόψη για την επιβολή του φόρου, αν ο αιτία θανάτου επικαρπωτής μέσα σε έξι (6) μήνες από την επαγωγή της κληρονομιάς σε αυτόν παραιτηθεί από την επικαρπία υπέρ του αιτία θανάτου ψιλού κυρίου, εφόσον αυτός είναι το Δημόσιο, δήμος, κοινότητα ή νομικό πρόσωπο κοινωφελούς χαρακτήρα κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1 του α.ν. 2039/1939 (ΦΕΚ 455 Α"). Η παραίτηση γίνεται με μονομερή δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου και κοινοποιείται με απόδειξη στον ψιλό κύριο μέσα σε αυτή την εξάμηνη προθεσμία.

    Άρθρο 15,παρ. 10 :

    • α. Η αξία της πραγματικής δουλείας επί κτίσματος ορίζεται ίση με την αξία που προκύπτει από την εφαρμογή του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας αυτού.
    • β. Η αξία της πραγματικής δουλείας επί οικοπέδου ή αγροτεμαχίου ορίζεται ίση με ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15 %) της αγοραίας ή αντικειμενικής αξίας της πλήρους κυριότητας ισοδύναμης επιφάνειας οικοπέδου ή αγροτεμαχίου.
    • γ. Η αξία του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επί κοινόκτητων κύριων, βοηθητικών ή ειδικών χώρων κτισμάτων ή επί κοινόκτητου οικοπέδου ορίζεται ίση με την αξία που προκύπτει απότην εφαρμογή του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας αυτών στις εξής περιπτώσεις:
      • γ.α. χώρου στάθμευσης σε κοινόχρηστη επιφάνεια υπογείου, πυλωτής, ασκεπούς ορόφου, δώματος ή ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου,
      • γ.β. βοηθητικών ή αποθηκευτικών χώρων κοινόχρηστων κτισμάτων που δεν χρησιμοποιούνται ως χώροι κύριας χρήσης,
      • γ.γ. κοινόχρηστων αθλητικών εγκαταστάσεων,
      • γ.δ. κατοικίας ή επαγγελματικής στέγης ή ειδικών κτιρίων.
    • δ. Η αξία του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επιφάνειας επί του κοινόκτητου ασκεπούς ορόφου, δώματος ή πυλωτής της οικοδομής ή επί του κοινόκτητου ακάλυπτου χώρου οικοπέδου ή αγροτεμαχίου ορίζεται ίση με ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) της αξίας της πλήρους κυριότητας ισοδύναμης επιφάνειας οικοπέδου ή αγροτεμαχίου.

    Ν. 2961/2001, Άρθρο 16 : Αξία και τρόπος φορολογίας ψιλής κυριότητας

    Άρθρο 16,παρ. 1 : Η ψιλή κυριότητα ακινήτων υποβάλλεται σε φόρο κατά το χρόνο της συνένωσης με αυτήν της επικαρπίας και ο φόρος υπολογίζεται επί της αξίας της πλήρους κυριότητας, κατά το χρόνο αυτόν, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων της περίπτωσης ε' της παραγράφου 5. Τυχόν βελτιώσεις που έγιναν, για τις οποίες δημιουργείται υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης από τον ψιλό κύριο, δεν υπολογίζονται κατά τον καθορισμό της αξίας της πλήρους κυριότητας.

    Άρθρο 16,παρ. 2 : Αν η ψιλή κυριότητα ακινήτων μεταβιβασθεί και πάλι λόγω κληρονομίας ή κληροδοσίας, δωρεάς και γονικής παροχής πριν από την επάνοδο σε αυτήν της επικαρπίας, δεν οφείλεται φόρος για τη μεταβίβαση αυτή. Κατά τη συνένωση της επικαρπίας στην κυριότητα ο τότε ψιλός κύριος υπόκειται στο φόρο της κτήσης αιτία θανάτου, ο οποίος υπολογίζεται στην αξία της πλήρους κυριότητας κατά το χρόνο αυτόν και με βάση τη συγγενική του σχέση με τον αρχικά κληρονομηθέντα κατά το διαχωρισμό της επικαρπίας από την ψιλή κυριότητα. Στην περίπτωση, όμως, που με βάση τη συγγενική αυτού σχέση με αυτόν από τον οποίο περιήλθε η ψιλή κυριότητα αναλογεί μεγαλύτερος φόρος, τότε οφείλεται ο μεγαλύτερος αυτός φόρος. Τυχόν βελτιώσεις που έγιναν, δεν υπολογίζονται κατά τον καθορισμό της αξίας της πλήρους κυριότητας.

    Άρθρο 16,παρ. 3 : Σε περίπτωση διανομής ακινήτων που αποκτήθηκαν αιτία θανάτου, επί των οποίων έχει διαχωριστεί από τον κληρονομούμενο η επικαρπία από την κυριότητα και δεν έχει φορολογηθεί η ψιλή κυριότητα, κατ' εφαρμογή της περίπτωσης ε' της παραγράφου 5, εφόσον διατηρούνται στα ακίνητα που προέρχονται από τη διανομή τα ίδια δικαιώματα επικαρπωτή και ψιλού κυρίου,εξακολουθεί να αναβάλλεται η φορολογία μέχρι να επανέλθει η επικαρπία στην κυριότητα, με περαιτέρω εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2. Τα αυτά ισχύουν και σε ανταλλαγή οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου που αποκτήθηκε αιτία θανάτου, στο οποίο έχει διαχωρισθεί από τον κληρονομούμενο η επικαρπία από την κυριότητα και δεν έχει φορολογηθεί η ψιλή κυριότητα, εφόσον στο εισερχόμενο νέο στοιχείο στη θέση του απαλλασσόμενου κληρονομιαίου στοιχείου διατηρούνται τα ίδια δικαιώματα επικαρπωτή και ψιλού κυρίου.

    Άρθρο 16,παρ. 4 : Σε περίπτωση παραχώρησης ακινήτου με αντιπαροχή, που έχει αποκτηθεί αιτία θανάτου, επί του οποίου έχει διαχωρισθεί από τον κληρονομούμενο η επικαρπία από την κυριότητα και δεν έχει φορολογηθεί η ψιλή κυριότητα, με την επιφύλαξη της εφαρμογής της περίπτωσης ια' του άρθρου 7, διατηρούνται δε τα ίδια δικαιώματα επικαρπωτή και ψιλού κυρίου στα κτίσματα που έχουν ανεγερθεί, τα οποία αναλογούν στα ποσοστά οικοπέδου που παρακρατήθηκαν από τους κληρονόμους, εξακολουθεί να αναβάλλεται η φορολογία μέχρι την επάνοδο της επικαρπίας στην κυριότητα. Σε αυτή την περίπτωση ο τότε κύριος θα υπαχθεί σε φόρο αιτία θανάτου, που υπολογίζεται στην κατά το χρόνο αυτόν αξία της πλήρους κυριότητας των ποσοστών οικοπέδου, που παρακρατήθηκαν, με τα νέα κτίσματα που τους αναλογούν. Κατά τη διενέργεια πράξεων συνένωσης του ακινήτου με όμορα οικόπεδα για ανοικοδόμηση καθώς και μεταβιβάσεων των ποσοστών που συμφωνήθηκαν στον εργολάβο ή σε αυτούς που υποδεικνύονται από αυτόν, δεν οφείλεται φόρος κληρονομιάς.

    Άρθρο 16,παρ. 5 : H ψιλή κυριότητα ακινήτων υπόκειται σε φόρο στις εξής περιπτώσεις:

    • α) Όταν ο κληρονόμος, στον οποίο περιέρχεται η ψιλή κυριότητα, έχει ήδη την επικαρπία με ιδιαίτερο τίτλο.
    • β) Όταν περιέλθει σε άλλο κληρονόμο ή κληροδόχο, κατόπιν αποποίησης της κληρονομιάς ή κληροδοσίας από εκείνον που έχει με ιδιαίτερο τίτλο την επικαρπία.
    • γ) Όταν μεταβιβασθεί από τον ψιλό κύριο με αντάλλαγμα. Ως μεταβίβαση με αντάλλαγμα νοείται και η διανομή της ψιλής κυριότητας, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4.
    • δ) Όταν ο ψιλός κύριος αποκτήσει την ενάσκηση του δικαιώματος της επικαρπίας.
    • ε) Όταν ο ψιλός κύριος, με δήλωση που θα υποβάλει στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας οποτεδήποτε, ζητήσει την άμεση φορολόγηση της ψιλής κυριότητας. Στην περίπτωση αυτή χρόνος φορολόγησης είναι ο χρόνος υποβολής της δήλωσης. Αν το αίτημα για την άμεση φορολόγηση της ψιλής κυριότητας υποβάλλεται με την εμπρόθεσμη δήλωση, χρόνος φορολογίας είναι ο οριζόμενος στα άρθρα 6, 7 και 8.

    Άρθρο 16,παρ. 6 : Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, εφαρμόζονται και όταν τα αντικείμενα της αιτία θανάτου κτήσης είναι μετοχές, ομολογίες ή άλλοι τίτλοι κινητών αξιών, χρηματικά ποσά ή απαιτήσεις και γενικά κινητά με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    • α) Προκειμένου για μετοχές, ομολογίες ή γενικά τίτλους κινητών αξιών καθώς και χρηματικά ποσά, αν αυτά είναι κατατεθειμένα σε τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα με την επιφύλαξη του δικαιώματος επικαρπίας.
    • β) Προκειμένου για απαιτήσεις, αν δοθεί για αυτές ασφάλεια, η οποία πρέπει να είναι, κατά την κρίση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ίση τουλάχιστον με το ποσό του φόρου που αναλογεί στην αξία της πλήρους κυριότητας αυτών.

    Ο ψιλός κύριος υποχρεώνεται μέσα στη νόμιμη προθεσμία για δήλωση να καταθέσει τους τίτλους ή τα χρήματα ή να δώσει ασφάλεια για τις απαιτήσεις και να δηλώσει αυτό στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μέσα στην αυτή προθεσμία, η οποία, αν παρέλθει άπρακτη, λογίζεται ως ανατρεπτική της αναβολής της γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.
    Άρθρο 16,παρ. 7 : Σε περίπτωση παρακράτησης ή μεταβίβασης με χαριστική αιτία ή αιτία θανάτου του δικαιώματος οίκησης, ο κύριος του ακινήτου εξομοιώνεται με ψιλό κύριο.

    Ν. 2961/2001, Άρθρο 40 : Μετάθεση χρόνου γένεσης φορολογικής υποχρέωσης

    Άρθρο 40,παρ. 1 : Κατ' εξαίρεση η φορολογική υποχρέωση γεννιέται:

    • α) Κατά το χρόνο πλήρωσης της αίρεσης, όταν η δωρεά
    • ή η γονική παροχή εξαρτάται από αναβλητική και όχι καθαρά εξουσιαστική αίρεση. Αν όμως τα αντικείμενα της δωρεάς ή της γονικής παροχής περιέρχονται στην κατοχή του δωρεοδόχου ή του τέκνου πριν από την πλήρωση της αίρεσης, η φορολογική υποχρέωση γεννιέται κατά το χρόνο της περιέλευσης αυτών.
    • β) Κατά το χρόνο της με οποιονδήποτε τρόπο λήξης της επιδικίας, όταν τα αντικείμενα της δωρεάς ή της γονικής παροχής είναι επίδικα κατά το χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης της δωρεάς ή της γονικής παροχής ή του θανάτου του δωρητή, σε περίπτωση δωρεάς αιτία θανάτου, και ο δικαιούχος δεν έχει τη νομή αυτών. Αν πριν από τη λήξη της επιδικίας περιέλθουντα αντικείμενα της δωρεάς ή της γονικής παροχής στη νομή του δωρεοδόχου ή του τέκνου, η φορολογική υποχρέωση γεννιέται κατά το χρόνο της περιέλευσης.
    • γ) Κατά το χρόνο της σύνταξης του εγγράφου αποδοχής της δωρεάς ή της γονικής παροχής από το δωρεοδόχο ή το τέκνο, όταν αυτή γίνεται με ιδιαίτερο έγγραφο. Αν τα αντικείμενα δωρεάς ή γονικής παροχής παραδίδονται πριν από τη σύνταξη του εγγράφου αποδοχής αυτών, η φορολογική υποχρέωση γεννιέται κατά το χρόνο της παράδοσης αυτών.
    • δ) Κατά το χρόνο της συνένωσης της επικαρπίας με την ψιλή κυριότητα, όταν αντικείμενο της δωρεάς ή της γονικής παροχής είναι η ψιλή κυριότητα, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 16. Για την εφαρμογή της διάταξης της περίπτωσης ε' της παραγράφου 5 του άρθρου 16 σε δωρεά ή σε γονική παροχή, το αίτημα του ψιλού κυρίου καταχωρίζεται στη δήλωση που προβλέπεται από το άρθρο 85. Στην περίπτωση αυτή η δήλωση υποβάλλεται μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 86, η οποία, ως προς το αίτημα της άμεσης φορολόγησης, είναι ανατρεπτική και ο φόρος υπολογίζεται στην αξία της ψιλής κυριότητας, που εξευρίσκεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 15 και 16 και δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να είναι μικρότερη από την αξία που προκύπτει σε περίπτωση ισόβιας παρακράτησης της επικαρπίας.
    • ε) .......................................................
    • στ) Κατά το χρόνο απόδοσης από το Κράτος των κτημάτων που έχουν καταληφθεί από αυτό ως εγκαταλειμμένα, καθώς και αυτών που τελούν υπό μεσεγγύηση, ως ανήκοντα σε υπηκόους εχθρικών κρατών, εφόσον αυτά πριν από τη μεταβίβαση λόγω δωρεάς ή γονικής παροχής είχαν καταληφθεί ως εγκαταλειμμένα ή είχαν τεθεί υπό μεσεγγύηση.

    Άρθρο 40,παρ. 2 : Η φορολογική υποχρέωση μπορεί να μετατίθεται σε μεταγενέστερο χρόνο από τον κατά την παράγραφο 1, με εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 1 έως και 4 του άρθρου 8 αν:

    • α) ο δωρεοδόχος ή το τέκνο, αν και βρίσκεται στη νομή των αντικειμένων της δωρεάς ή της γονικής παροχής, δεν μπορεί να διαθέσει αυτά ελεύθερα, λόγω νομικού κωλύματος,
    • β) τα αντικείμενα της δωρεάς ή της γονικής παροχής είναι απρόσοδα ή μικρής προσόδου και για το λόγο αυτόν ο υπόχρεος στην καταβολή του φόρου δεν μπορεί να τον καταβάλει. Για περιουσιακά στοιχεία μικρής προσόδου μπορεί η κατά τα ανωτέρω επιτρεπόμενη αναβολή της φορολογίας να περιορίζεται σε μέρος ή ποσοστό αυτών.

    Ν. 4110/2013 : Ρυθμίσεις στη φορολογία εισοδήματος, ρυθμίσεις θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών και λοιπές διατάξεις

    Ν. 4110/2013, Άρθρο 5 : Κέρδη από μεταβιβάσεις ακινήτων

    Άρθρο 5,παρ.1 : Το άρθρο 33 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
    «Άρθρο 33
    Κέρδη υπεραξίας κεφαλαίου που προκύπτουν από τη μεταβίβαση ακινήτων
    1. Επί ακινήτου ή ιδανικού μεριδίου αυτού ή εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου ή ιδανικού μεριδίου αυτού που αποκτάται με οποιαδήποτε αιτία μετά την 1.1.2013 και μετά την κτήση του μεταβιβάζεται περαιτέρω με επαχθή αιτία, ο μεταβιβάζων υπόκειται σε φόρο που υπολογίζεται στη διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης αυτού και της τιμής πώλησής του. Ως κτήση του ακινήτου νοείται η αγορά ή η με άλλη αιτία κτήση του, ανεξάρτητα από τη μεταγραφή της.

    Άρθρο 5,παρ.2 : Στην έννοια του όρου μεταβίβαση για την εφαρμογή του παρόντος περιλαμβάνονται:

    • α) η μεταβίβαση της πλήρους ή ψιλής κυριότητας, καθώς και η μεταβίβαση υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση ή με τον όρο της εξώνησης,
    • β) η σύσταση επικαρπίας, οίκησης ή άλλης δουλείας των άρθρων 1188 έως 1191 του Αστικού Κώδικα,
    • γ) η παραίτηση από την κυριότητα ακινήτου ή από εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου,
    • δ) η σύσταση, η απόσβεση ή η μεταβίβαση μαζί με το δεσπόζον ακίνητο πραγματικής δουλείας των άρθρων 1118 έως 1141 του Αστικού Κώδικα,
    • ε) η μεταβίβαση του τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης,
    • στ) η παραχώρηση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επί κοινόκτητων κυρίων, βοηθητικών ή ειδικών χώρων κτισμάτων ή επί κοινόκτητου τμήματος οικοπέδου,
    • ζ) η ανάκληση απαλλοτρίωσης, η οποία έχει συντελεστεί υπέρ προσώπου υποκείμενου στο φόρο του παρόντος άρθρου,
    • η) η εκποίηση ακινήτου συνεπεία εκούσιου ή δικαστικού πλειστηριασμού.

    Άρθρο 5,παρ.3 : Δεν υπάγονται σε φόρο:

    • α) οι περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του α.ν. 1521/1950 (Α΄ 245),
    • β) η επικύρωση ανώμαλων δικαιοπραξιών,
    • γ) η αυτούσια διανομή ή συνένωση ακινήτων.

    Άρθρο 5,παρ.4 : Ως τιμή κτήσης του ακινήτου ή του εμπράγματου επ΄ αυτού δικαιώματος λαμβάνεται η αξία αυτού κατά το χρόνο απόκτησής του, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 41 παράγραφοι 1, 2, 3 εδάφιο α΄ και 4 έως 7 και στο άρθρο 41α παράγραφοι 1, 2 και 4 έως 10 του ν. 1249/1982 (Α΄ 42), όπου εφαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού, και στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950 στις λοιπές περιπτώσεις ή το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.

    Άρθρο 5,παρ.5 : Ως τιμή πώλησης του ακινήτου ή του εμπράγματου επ΄ αυτού δικαιώματος λαμβάνεται η αξία αυτού κατά το χρόνο μεταβίβασής του, ανεξάρτητα από τη μεταγραφή της πράξης μεταβίβασης, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 41 παράγραφοι 1, 2, 3 εδάφιο α΄ και 4 έως 7 και στο άρθρο 41α παράγραφοι 1, 2 και 4 έως 10 του ν. 1249/1982 (Α΄ 42), όπου εφαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού και στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950 στις λοιπές περιπτώσεις ή το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο. Σε περίπτωση μεταβίβασης ακινήτου ή εμπράγματου επ΄ αυτού δικαιώματος, το οποίο μετά την κτήση του εντάχθηκε σε σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας του, ως τιμή πώλησης λαμβάνεται η αξία που προσδιορίζεται με βάση το σύστημα αυτό ή το δηλούμενο τίμημα, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.

    Άρθρο 5,παρ.6 : Η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης του ακινήτου, η οποία υποβάλλεται σε φόρο, λαμβάνεται αποπληθωρισμένη με την εφαρμογή των ακόλουθων συντελεστών παλαιότητας:

    Έτη διακράτησης Συντελεστής παλαιότητας
    Από 1 έως 5 0,9
    Πάνω από 5 έως 10 0,8
    Πάνω από 10 έως 15 0,75
    Πάνω από 15 έως 20 0,7
    Πάνω από 20 έως 25 0,65
    Πάνω από 25 0,6

     

    Άρθρο 5,παρ.7 : Σε περιπτώσεις κτήσης του ακινήτου αιτία θανάτου, δωρεάς ή γονικής παροχής, ως χρόνος απόκτησης για τον προσδιορισμό του φόρου θεωρείται ο χρόνος επαγωγής της κληρονομίας ή ο χρόνος κατάρτισης του συμβολαίου δωρεάς ή γονικής παροχής, έστω και αν συντρέχει νόμιμος λόγος μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής ενοχής.

    Άρθρο 5,παρ.8 : Για τον καθορισμό της αξίας της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης, της περιορισμένης προσωπικής δουλείας ή της πραγματικής δουλείας επί ακινήτου εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 15, 16 και της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2961/2001(Α΄ 266).

    Άρθρο 5,παρ.9 : Τα κέρδη υπεραξίας κεφαλαίου που προκύπτουν από τη μεταβίβαση ακινήτων φορολογούνται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης.

    Άρθρο 5,παρ.10 : Στο φόρο του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται:

    • α) Το κέρδος που πραγματοποιείται από εμπορική δραστηριότητα αγοροπωλησίας ακινήτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 28, καθώς και οι υπόχρεοι της παραγράφου 1 του άρθρου 34.
    • β) Το κέρδος που πραγματοποιείται από την πώληση ακινήτου, παγίου περιουσιακού στοιχείου, νομικού προσώπου το οποίο φορολογείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 10.
    • γ) Το κέρδος μέχρι εικοσιπέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ που πραγματοποιείται από μεταβίβαση ακινήτου και εφόσον το ακίνητο αυτό έχει διακρατηθεί, για διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών. Η εξαίρεση του προηγουμένου εδαφίου δεν ισχύει για φυσικά πρόσωπα τα οποία πραγματοποιούν πέραν της μίας (1) μεταβίβασης εντός της ως άνω περιόδου διακράτησης.

    Άρθρο 5,παρ.11 : Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα έντυπα προσδιορισμού των αξιών και οι διαδικασίες για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.»

    Ν. 4152/2013 : Επείγοντα μέτρα εφαρμογής των νόμων 4046/2012, 4093/2012 και 4127/2013

    Ν. 4152/2013, Άρθρο πρώτο, παρ. Δ΄: Λοιπές διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών
    Υποπαράγραφος Δ1 : Κατάργηση φορολογικών προνομίων των εταιρειών Ο.Λ.Π. Α.Ε. και Ο.Λ.Θ. Α.Ε. και λοιπές διατάξεις
    1. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1γ του άρθρου 34 του ν. 4141/2013 (Α΄ 81) προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:
    «Το ΚΕ.ΦΟ.ΜΕ.Π. είναι αρμόδιο για την έκδοση των φύλλων ελέγχου των πράξεων προσδιορισμού του φόρου και των λοιπών καταλογιστικών πράξεων που αφορούν τις εν λόγω εκκρεμείς υποθέσεις, καθώς και για την περαιτέρω διαδικασία επίλυσης των φορολογικών διαφορών και βεβαίωσης των καταλογιζόμενων διαφορών φόρων, πρόσθετων φόρων, προσαυξήσεων, τελών, εισφορών και προστίμων κατά τις ισχύουσες διατάξεις.»

    2. Οι περιπτώσεις αα΄, ββ΄ και γγ΄ της παραγράφου 2α του άρθρου 34 του ν. 4141/2013 αντικαθίστανται ως εξής:

    • «αα) Φορολογούμενους, γενικά, με ετήσια ακαθάριστα έσοδα άνω των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) ευρώ για τη διαχειριστική περίοδο που έκλεισε εντός του έτους 2009. Ειδικά για τραπεζικές και ασφαλιστικές εταιρείες ανεξάρτητα από τη νομική μορφή με την οποία λειτουργούν, καθώς και όλες τις ανώνυμες εταιρείες με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, το όριο του προηγούμενου εδαφίου ορίζεται σε δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ.
    • ββ) Συνδεδεμένες επιχειρήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42ε του Κώδικα Ανωνύμων Εταιρειών που υποχρεούνται να καταρτίζουν ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 90 του ως άνω Κώδικα ανεξάρτητα από το ύψος των ακαθάριστων εσόδων τους εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα έστω μιας των ως άνω επιχειρήσεων υπερβαίνουν τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) ευρώ για τη διαχειριστική περίοδο που έκλεισε εντός του έτους 2009.
    • γγ) Υποθέσεις επιχειρήσεων που αφορούν ανέλεγκτες χρήσεις πριν από οποιασδήποτε μορφής μετασχηματισμό που έγινε μέχρι το έτος 2011 ανεξάρτητα από το ύψος των ακαθάριστων εσόδων τους και την κατά τόπο αρμοδιότητα ΔΟΥ για τη φορολογία του εισοδήματός τους, εφόσον η επιχείρηση ή κάποια από τις επιχειρήσεις που προήλθαν από το μετασχηματισμό υπάγονται στην ελεγκτική αρμοδιότητα του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων σύμφωνα με τα όρια της περίπτωσης αα΄.»

    3. Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 2γ του άρθρου 34 του ν. 4141/2013 αντικαθίστανται ως εξής:
    «Υποθέσεις για τις οποίες έχει αρχίσει ο έλεγχος από τις αρμόδιες υπηρεσίες, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ΑΥΟ ΠΟΛ 1039/2012 όπως ισχύει, μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος, ελέγχονται από αυτές, εκτός των υποθέσεων που μεταφέρονται στο Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου. Εξαιρετικά για τις υποθέσεις ελεγκτικής αρμοδιότητας της Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων, σύμφωνα με την εν λόγω ΑΥΟ, ο έλεγχος θα συνεχιστεί και θα ολοκληρωθεί από τον ίδιο ή τους ίδιους ελεγκτές χωρίς να απαιτείται έκδοση νέας εντολής από το ΚΕ.ΜΕ.Π.. Το ΚΕ.ΜΕ.Π. είναι αρμόδιο για τις ως άνω υποθέσεις και για τη μετ’ έλεγχο διαδικασία.»

    4. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3α του άρθρου 34 του ν. 4141/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
    «Ως προς τον έλεγχο, τα Διαπεριφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα έχουν αρμοδιότητα τακτικού (οριστικού) φορολογικού ελέγχου σε:

    • αα) Φορολογούμενους με ετήσια ακαθάριστα έσοδα άνω των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ και μέχρι είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) ευρώ για τη διαχειριστική περίοδο που έκλεισε εντός του έτους 2009, χωρικής αρμοδιότητάς τους.
    • ββ) Συνδεδεμένες επιχειρήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42ε του Κώδικα Ανωνύμων Εταιρειών που υποχρεούνται να καταρτίζουν ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 90 του ως άνω Κώδικα ανεξάρτητα από το ύψος των ακαθάριστων εσόδων τους εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα έστω μιας των ως άνω επιχειρήσεων εμπίπτουν στα όρια της ως άνω περίπτωσης αα΄.
    • γγ) Υποθέσεις επιχειρήσεων που αφορούν ανέλεγκτες χρήσεις πριν από οποιασδήποτε μορφής μετασχηματισμό που έγινε μέχρι το έτος 2011 ανεξάρτητα από το ύψος των ακαθάριστων εσόδων τους και την κατά τόπο αρμοδιότητα ΔΟΥ για τη φορολογία του εισοδήματός τους, εφόσον η επιχείρηση ή κάποια από τις επιχειρήσεις που προήλθαν από το μετασχηματισμό υπάγονται στη ελεγκτική αρμοδιότητα των ΔΕΚ σύμφωνα με τα όρια της περίπτωσης αα΄.»

    5. Οι περιπτώσεις Βi και Βiii της παραγράφου 3α του άρθρου 34 του ν. 4141/2013 αντικαθίστανται ως εξής :
    «Βi. Το Διαπεριφερειακό Ελεγκτικό Κέντρο (Δ.Ε.Κ.) Θεσσαλονίκης ανασυγκροτείται και διαρθρώνεται σε μία (1) Υποδιεύθυνση, πέντε (5) Τμήματα, από τα οποία ένα αυτοτελές και δύο Γραφεία, ως εξής:

    • α) Υποδιεύθυνση Τμήματα Ελέγχου Α΄ έως και Δ΄
    • β) Στον Προϊστάμενο του ΔΕΚ Θεσσαλονίκης υπάγονται απευθείας :
      • αα) Αυτοτελές Τμήμα Δικαστικού και Νομικής Υποστήριξης, στο οποίο λειτουργεί Γραφείο Βεβαίωσης και Είσπραξης Εσόδων.
      • ββ) Γραφείο Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης.»

    «Βiii. Η παρ. 5 του άρθρου 23 του ν. 3259/2004 (Α΄149) παύει να ισχύει δύο μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.»

    6. Η παράγραφος 6 του άρθρου 34 του ν. 4141/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
    «6. Ο χρόνος έναρξης λειτουργίας των Κέντρων Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου και Μεγάλων Επιχειρήσεων, της Υποδιεύθυνσης του ΔΕΚ Θεσσαλονίκης, καθώς και των νέων τμημάτων και γραφείων των ΔΕΚ Αθηνών και Θεσσαλονίκης και ο χρόνος παύσης λειτουργίας της Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων ορίζεται σε δύο μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.»

    7. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 34 του ν. 4141/2013 προστίθενται υποπαράγραφοι δ΄ και ε΄ ως εξής:
    «7δ. Η καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα, καθώς και η έδρα και ο τίτλος των Υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.
    ε. Η ημερομηνία έναρξης λειτουργίας συνιστώμενων οργανικών μονάδων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, καθώς και η ημερομηνία παύσης λειτουργίας καταργούμενων οργανικών μονάδων αυτής.»

    8. Τα εδάφια που έπονται του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 8β χαρακτηρίζονται ως παράγραφος 8γ.

    9. Στην παράγραφο 9β του άρθρου 34 του ν. 4141/2013 μετά από τη λέξη «συμμετοχή» προστίθενται οι λέξεις «προέδρων ή συντονιστών» και μετά από τη λέξη «τουλάχιστον» αντικαθίστανται οι βαθμοί «Γ΄ ή Δ΄» σε «Δ΄ ή Ε΄».

    10. Στην παρ. 1 του άρθρου 27Α του ν. 3130/2003 (Α΄76), το οποίο προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 4141/2013 (Α΄ 81), μετά το εδάφιο γ΄ προστίθεται εδάφιο δ΄, ως ακολούθως:
    «δ. Το Κέντρο Ελέγχου Φορολογούμενου Μεγάλου Πλούτου ( ΚΕΦΟΜΕΠ), το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕΜΕΠ) και το Διαπεριφερειακό Ελεγκτικό Κέντρο (ΔΕΚ) Αθηνών στεγάζονται σε κτίρια εντός του νομού Αττικής, το δε Διαπεριφερειακό Ελεγκτικό Κέντρο (ΔΕΚ) Θεσσαλονίκης στεγάζεται σε κτίριο εντός του νομού Θεσσαλονίκης.»
    Υποπαράγραφος Δ2 : Κατάργηση φορολογικών προνομίων των εταιρειών Ο.Λ.Π. και Ο.Λ.Θ. και λοιπές διατάξεις
    1. Με την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται:

    • α. Η παράγραφος 2 του άρθρου δεύτερου του ν. 2688/1999 (Α΄ 40).
    • β. Η παράγραφος 5 του άρθρου 5 του καταστατικού της εταιρίας Ο.Λ.Π. Α.Ε. που κυρώθηκε με το άρθρο τρίτο του ν. 2688/1999. Τυχόν υπεραξία που έχει προκύψει από συντελεσθείσες αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου της Ο.Λ.Π. Α.Ε., στο μέτρο που έχει απεικονιστεί σε ειδικό αποθεματικό, φορολογείται υπό τις προϋποθέσεις και στο μέτρο που προβλέπεται από τις γενικές διατάξεις.
    • γ. Η παράγραφος 2 του άρθρου εβδόμου του ν. 2688/1999.
    • δ. Η παράγραφος 5 του άρθρου 5 του καταστατικού της εταιρίας Ο.Λ.Θ. Α.Ε. που κυρώθηκε με το άρθρο όγδοο του ν. 2688/1999 (Α΄ 40). Τυχόν υπεραξία που έχει προκύψει από συντελεσθείσες αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου της Ο.Λ.Θ. Α.Ε., στο μέτρο που έχει απεικονιστεί σε ειδικό αποθεματικό, φορολογείται υπό τις προϋποθέσεις και στο μέτρο που προβλέπεται από τις γενικές διατάξεις.
    • ε. Η παράγραφος 10 του άρθρου δεύτερου του ν. 3755/2009 (Α΄ 52).

    2. Η κατάργηση των διατάξεων της περίπτωσης 1 της παρούσας υποπαραγράφου επηρεάζει μόνο απαιτήσεις που θα γεννηθούν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου.

    3. Η κατάργηση των διατάξεων της περίπτωσης 1 της παρούσας υποπαραγράφου δεν επηρεάζει τυχόν εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου δίκες.

    4. Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 42 του ν. 3943/2011 (Α΄ 66) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
    «Η πρώτη εταιρική χρήση αρχίζει από την ημέρα της νόμιμης σύστασης της εταιρείας και λήγει την 31.12.2013, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων.»

    5. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 43 του ν. 4111/2013 (Α΄ 18), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 45 του ν. 4141/2013 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
    «Η δια του παρόντος άρθρου προβλεπόμενη εισφορά δεν επιβάλλεται σε ημεδαπές και αλλοδαπές εταιρίες, που έχουν εγκαταστήσει γραφείο ή υποκατάστημα δυνάμει του άρθρου 25 του ν. 27/1975 και ασχολούνται με τη διαχείριση ή εκμετάλλευση πλοίων υπό ελληνική ή ξένη σημαία, καθώς και με τις λοιπές εργασίες που προβλέπονται από την εγκριτική πράξη εγκατάστασή τους.»

    6. Το εδάφιο γγ΄ της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του ν. 2238/1994 (Κ.Φ.Ε.), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 22 του άρθρου 3 του ν. 4110/2013 (Α΄ 17), αντικαθίσταται από 1.1.2013, ως εξής:
    «γγ) Οι αποσβέσεις διενεργούνται με τη μέθοδο σταθερής απόσβεσης επί της αξίας κτήσης των πάγιων περιουσιακών στοιχείων, προσαυξημένης με τις δαπάνες προσθηκών και βελτιώσεων.

    Οι συντελεστές απόσβεσης ανά πάγιο περιουσιακό στοιχείο και κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, σύμφωνα με την ταξινόμηση NACE rev2, έχουν ως εξής:
    01. Για όλους τους κλάδους:

    • Εδαφικές εκτάσεις: 0%
    • Κτιριακές εγκαταστάσεις, γραφεία, οικίες, βιομηχανοστάσια, αποθήκες σταθμοί, μη κτιριακές εγκαταστάσεις και ειδικές εγκαταστάσεις, κατασκευές, εξοπλισμός και ειδικά οχήματα φορτοεκφόρτωσης: 4%
    • Μηχανήματα, εξοπλισμός (εκτός Η/Υ και λογισμικού), μέσα μεταφοράς ατόμων, άυλα στοιχεία και δικαιώματα και λοιπά πάγια στοιχεία: 10%
    • Εξοπλισμός Η/Υ (κύριος και περιφερειακός) και λογισμικό: 20%
    • Μέσα μεταφοράς φορτίων: 12%

    02. Κατά παρέκκλιση των ανωτέρω ισχύουν τα εξής:

    • Εδαφικές εκτάσεις για τον τομέα Β (Ορυχεία-Λατομεία), πλην του Β.09 (Υποστηρικτικές δραστηριότητες εξόρυξης): 5%
    • Μέσα μεταφοράς ατόμων για τους τομείς N77.11 (Ενοικίαση και εκμίσθωση αυτοκινήτων και ελαφρών μηχανοκίνητων οχημάτων) και Ο85 (Εκπαίδευση) και μέσα μεταφοράς φορτίων για τον τομέα Ν77.12 (Ενοικίαση και εκμίσθωση φορτηγών): 20%
    • Λοιπά μέσα μεταφοράς για τους τομείς Η49.1 (Υπεραστικές σιδηροδρομικές μεταφορές επιβατών), Η49.2 (Σιδηροδρομικές μεταφορές εμπορευμάτων), Η50 (Πλωτές μεταφορές) και Η51 (Αεροπορικές μεταφορές) Για τρένα, πλοία και πλωτά μέσα και αεροσκάφη, αντιστοίχως: 5%.»

    7. Το άρθρο 34 του ν. 2937/2001 (Α΄ 169) καταργείται.

    8. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται οι λέξεις:
    «και εφόσον δεν εμπίπτει στις διατάξεις περί προσώπων που βαρύνουν τους φορολογούμενους του άρθρου 7.»

    9.α. Στο τέλος της παραγράφου 9 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 4110/2013, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
    «Ο δικαιούχος του κέρδους που προκύπτει από την εφαρμογή αυτού του άρθρου επιβαρύνεται με τον οικείο φόρο και καταβάλλει αυτόν εφάπαξ με την υποβολή δήλωσης στην αρμόδια φορολογική αρχή στην οποία υπάγεται πριν από τη μεταβίβαση του ακινήτου. Η σχετική δήλωση υποβάλλεται σε τρία (3) αντίτυπα από τα οποία τα δύο (2) επιστρέφονται θεωρημένα στο δικαιούχο του κέρδους.»
    β. Για τα κέρδη από μεταβιβάσεις ακινήτων που πραγματοποιήθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και υπάγονται στο άρθρο 33 του Κ.Φ.Ε., ο οικείος φόρος πρέπει να καταβληθεί από τον υπόχρεο μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος χωρίς τις νόμιμες κυρώσεις.

    10.α. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 81 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
    «Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται στις συμβολαιογραφικές πράξεις που συντάσσουν για τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 13, καθώς και για την υπεραξία του άρθρου 33 να μνημονεύουν το κέρδος ή την ωφέλεια που προέκυψε από τη μεταβίβαση ή την εκχώρηση των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται σε αυτές τις περιπτώσεις.»
    β. Στο τέλος της παραγράφου 8 του άρθρου 81 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
    «Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για κέρδη που προέκυψαν από ακίνητα που μεταβιβάστηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 33, από 1.1.2013 έως τη δημοσίευση του παρόντος.»

    11.α. Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 4110/2013, μετά τη λέξη «ακινήτων» προστίθενται οι λέξεις « ή ανταλλαγή».
    β. Στην παράγραφο 11 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 4110/2013 οι λέξεις «τα έντυπα» αντικαθίστανται με τις λέξεις «οι δηλώσεις απόδοσης φόρου υπεραξίας από μεταβιβάσεις ακινήτων».

    12. Οφειλές της εταιρείας «Εγνατία Οδός Α.Ε.» από δανειακές συμβάσεις που έχει συνάψει με πιστωτικά ιδρύματα, για την εξασφάλιση των οποίων έχουν συσταθεί εμπράγματα δικαιώματα επί του δικαιώματος εκμετάλλευσης της Εγνατίας Οδού, πριν από τη μεταβίβαση του δικαιώματος στο Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε. (Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ.), δύνανται να αναλαμβάνονται από τον ανάδοχο της σύμβασης αξιοποίησης. Προς το σκοπό αυτόν το Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ. επιτρέπεται, στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιοποίησης του δικαιώματος εκμετάλλευσης της Εγνατίας Οδού, να συνάπτει κάθε αναγκαία σύμβαση.
    Από την ανάληψη των οφειλών από τον ανάδοχο της σύμβασης αξιοποίησης, κατά τα οριζόμενα στα προηγούμενα εδάφια της παρούσας παραγράφου, οι κάθε είδους υποχρεώσεις της εταιρείας «Εγνατία Οδός Α.Ε.», τόσο από τις δανειακές συμβάσεις όσο και από κάθε άλλη αιτία που συνδέεται με αυτές, καθώς και οι εμπράγματες ή προσωπικές εξασφαλίσεις για τις οφειλές αυτές αποσβένονται.
    Η ανάληψη των ανωτέρω οφειλών από τον ανάδοχο της σύμβασης αξιοποίησης, κατά τα οριζόμενα στα προηγούμενα εδάφια της παρούσας παραγράφου, απαλλάσσεται από κάθε φόρο, τέλος χαρτοσήμου ή άλλο τέλος και εισφορά ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. ή οποιουδήποτε τρίτου.

    Υποπαράγραφος Δ3 : Ρυθμίσεις για το ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας
    1. Στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 1 του ν. 3864/2010 (Α΄ 119) μετά τις λέξεις «στο δημόσιο το μέα» προστίθενται οι λέξεις «ούτε στον ευρύτερο δημόσιο τομέα».

    2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010 τροποποιείται ως εξής:
    «2. Το Γενικό Συμβούλιο αποτελείται από επτά (7) μη εκτελεστικά μέλη. Πέντε εκ των μελών του, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου του, επιλέγονται μεταξύ προσώπων με διεθνή εμπειρία σε τραπεζικά θέματα. Τις θέσεις των υπολοίπων μελών του Γενικού Συμβουλίου συμπληρώνουν ένας εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών και ένα πρόσωπο που ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος.»

    3. Στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010 προστίθενται οι λέξεις «ως Παρατηρητές».

    4. Στο τέλος του στοιχείου (κ) της παραγράφου 9 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010 προστίθενται λέξεις ως εξής:
    «και τον Κανονισμό Προμηθειών αγαθών και υπηρεσιών, για κάθε σύμβαση μη εμπίπτουσα στις διατάξεις του π.δ. 60/2007.»

    5.α. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
    «10. Η Εκτελεστική Επιτροπή είναι αρμόδια για την προπαρασκευή του έργου, την εφαρμογή των αποφάσεων και την εκτέλεση των πράξεων του Ταμείου. Ειδικότερα, η Εκτελεστική Επιτροπή έχει ενδεικτικά τις ακόλουθες εξουσίες και αρμοδιότητες.»
    β. Το στοιχείο γ΄ της παρ. 10 του άρθρου 4 αντικαθίσταται ως εξής:
    «γ. να αναθέτει οποιαδήποτε εκ των εξουσιών ή αρμοδιοτήτων της σε οποιοδήποτε από τα μέλη της ή σε στελέχη του Ταμείου, σύμφωνα με τους γενικότερους όρους και προϋποθέσεις που έχουν εγκριθεί από το Γενικό Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη θέματα σύγκρουσης συμφερόντων και υπό την προϋπόθεση ότι ο Διευθύνων Σύμβουλος ασκεί πρωτίστως τις εξουσίες του σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 7.»

    6. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 11 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
    «Ο Διευθύνων Σύμβουλος ή σε περίπτωση απουσίας του το άλλο μέλος που τον αναπληρώνει, τηρεί ενήμερο το Γενικό Συμβούλιο όσο συχνά απαιτείται από αυτό και κατ’ ελάχιστο δέκα φορές ετησίως.»

    7.α. Στο τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 13 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010 οι λέξεις «πέντε (5) εργάσιμες ημέρες» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τρεις (3) εργάσιμες ημέρες».
    β. Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 13 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010 οι λέξεις «δύο (2) μελών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τεσσάρων (4) μελών».

    8. Στο τέλος της παραγράφου 14 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
    «Η Εκτελεστική Επιτροπή δύναται να συνεδριάσει μέσω ανταλλαγής εγγράφων, ηλεκτρονικών ή μη, εφόσον ο Διευθύνων Σύμβουλος το κρίνει απαραίτητο.»

    9. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 15 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
    «15. Στις συνεδριάσεις του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής δύνανται να συμμετέχουν ένας (1) εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ένας (1) εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή οι αναπληρωτές τους ως Παρατηρητές και χωρίς δικαίωμα ψήφου.»

    10. Το δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 16 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010 αντικαθίστανται ως εξής:
    «16. Το Γενικό Συμβούλιο τελεί σε απαρτία όταν είναι παρόντα τουλάχιστον τέσσερα (4) μέλη του. Για όσο χρονικό διάστημα το Γενικό Συμβούλιο αποτελείται από πέντε (5) μέλη και μέχρι το διορισμό των υπολοίπων μελών, ο οποίος θα γίνει εντός των επομένων τεσσάρων (4) μηνών, η απαρτία αποτελείται από τα τρία (3) μέλη του. Η Εκτελεστική Επιτροπή τελεί σε απαρτία όταν είναι παρόντα τουλάχιστον δύο (2) μέλη της, ένας εκ των οποίων είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος ή, σε περίπτωση απουσίας του, το μέλος που τον αντικαθιστά.»

    11. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 18 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
    «Με την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 16, καμία πράξη ή διαδικασία του Γενικού Συμβουλίου ή της Εκτελεστικής Επιτροπής δεν καθίσταται άκυρη λόγω της κένωσης θέσεως στην Εκτελεστική Επιτροπή ή θέσεων στο Γενικό Συμβούλιο.»

    12. Στην παράγραφο 19 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010, όπου αναφέρεται «Γενικό Συμβούλιο» προστίθενται και οι λέξεις «Εκτελεστική Επιτροπή».

    13. Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του ν. 3864/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
    «Οι υποχρεώσεις αποφυγής σύγκρουσης συμφερόντων και πίστεως όπως ορίζονται στο άρθρο 16Β δεσμεύουν και τους εκπροσώπους του Ταμείου στα διοικητικά συμβούλια των πιστωτικών ιδρυμάτων.»

    (Σ.Σ. Κέρδη υπεραξίας κεφαλαίου που προκύπτουν από τη μεταβίβαση ακινήτων

    Άρθρο 33,παρ.1 : Επί ακινήτου ή ιδανικού μεριδίου αυτού ή εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου ή ιδανικού μεριδίου αυτού που αποκτάται με οποιαδήποτε αιτία μετά την 1.1.2013 και μετά την κτήση του μεταβιβάζεται περαιτέρω με επαχθή αιτία, ο μεταβιβάζων υπόκειται σε φόρο που υπολογίζεται στη διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης αυτού και της τιμής πώλησής του. Ως κτήση του ακινήτου νοείται η αγορά ή η με άλλη αιτία κτήση του, ανεξάρτητα από τη μεταγραφή της.

    Άρθρο 33,παρ.2 : Στην έννοια του όρου μεταβίβαση για την εφαρμογή του παρόντος περιλαμβάνονται:

    • α) η μεταβίβαση της πλήρους ή ψιλής κυριότητας, καθώς και η μεταβίβαση υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση ή με τον όρο της εξώνησης,
    • β) η σύσταση επικαρπίας, οίκησης ή άλλης δουλείας των άρθρων 1188 έως 1191 του Αστικού Κώδικα,
    • γ) η παραίτηση από την κυριότητα ακινήτου ή από εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου,
    • δ) η σύσταση, η απόσβεση ή η μεταβίβαση μαζί με το δεσπόζον ακίνητο πραγματικής δουλείας των άρθρων 1118 έως 1141 του Αστικού Κώδικα,
    • ε) η μεταβίβαση του τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης,
    • στ) η παραχώρηση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επί κοινόκτητων κυρίων, βοηθητικών ή ειδικών χώρων κτισμάτων ή επί κοινόκτητου τμήματος οικοπέδου,
    • ζ) η ανάκληση απαλλοτρίωσης, η οποία έχει συντελεστεί υπέρ προσώπου υποκείμενου στο φόρο του παρόντος άρθρου,
    • η) η εκποίηση ακινήτου συνεπεία εκούσιου ή δικαστικού πλειστηριασμού.

    Άρθρο 33,παρ.3 : Δεν υπάγονται σε φόρο:

    • α) οι περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του α.ν. 1521/1950 (Α΄ 245),
    • β) η επικύρωση ανώμαλων δικαιοπραξιών,
    • γ) η αυτούσια διανομή ή συνένωση ακινήτων ή ανταλλαγή.

    Άρθρο 33,παρ.4 : Ως τιμή κτήσης του ακινήτου ή του εμπράγματου επ΄ αυτού δικαιώματος λαμβάνεται η αξία αυτού κατά το χρόνο απόκτησής του, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο
    41 παράγραφοι 1, 2, 3 εδάφιο α΄ και 4 έως 7 και στο άρθρο 41α παράγραφοι 1, 2 και 4 έως 10 του ν. 1249/1982 (Α΄ 42), όπου εφαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού, και στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950 στις λοιπές περιπτώσεις ή το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.

    Άρθρο 33,παρ.5 : Ως τιμή πώλησης του ακινήτου ή του εμπράγματου επ΄ αυτού δικαιώματος λαμβάνεται η αξία αυτού κατά το χρόνο μεταβίβασής του, ανεξάρτητα από τη μεταγραφή της πράξης μεταβίβασης, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 41 παράγραφοι 1, 2, 3 εδάφιο α΄ και 4 έως 7 και στο άρθρο 41α παράγραφοι 1, 2 και 4 έως 10 του ν. 1249/1982 (Α΄ 42), όπου εφαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού και στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950 στις λοιπές περιπτώσεις ή το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο. Σε περίπτωση μεταβίβασης ακινήτου ή εμπράγματου επ΄ αυτού δικαιώματος, το οποίο μετά την κτήση του εντάχθηκε σε σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας του, ως τιμή πώλησης λαμβάνεται η αξία που προσδιορίζεται με βάση το σύστημα αυτό ή το δηλούμενο τίμημα, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.

    Άρθρο 33,παρ.6 : Η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης του ακινήτου, η οποία υποβάλλεται σε φόρο, λαμβάνεται αποπληθωρισμένη με την εφαρμογή των ακόλουθων συντελεστών παλαιότητας:

    Έτη διακράτησης Συντελεστής παλαιότητας
    Από 1 έως 5 0,9
    Πάνω από 5 έως 10 0,8
    Πάνω από 10 έως 15 0,,75
    Πάνω από 15 έως 20 0,7
    Πάνω από 20 έως 25 0,65
    Πάνω από 25 0,6

     

    Άρθρο 33,παρ.7 : Σε περιπτώσεις κτήσης του ακινήτου αιτία θανάτου, δωρεάς ή γονικής παροχής, ως χρόνος απόκτησης για τον προσδιορισμό του φόρου θεωρείται ο χρόνος επαγωγής της κληρονομίας ή ο χρόνος κατάρτισης του συμβολαίου δωρεάς ή γονικής παροχής, έστω και αν συντρέχει νόμιμος λόγος μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής ενοχής.

    Άρθρο 33,παρ.8 : Για τον καθορισμό της αξίας της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης, της περιορισμένης προσωπικής δουλείας ή της πραγματικής δουλείας επί ακινήτου εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 15, 16 και της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2961/2001(Α΄ 266).

    Άρθρο 33,παρ.9 : Τα κέρδη υπεραξίας κεφαλαίου που προκύπτουν από τη μεταβίβαση ακινήτων φορολογούνται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης. Ο δικαιούχος του κέρδους που προκύπτει από την εφαρμογή αυτού του άρθρου επιβαρύνεται με τον οικείο φόρο και καταβάλλει αυτόν εφάπαξ με την υποβολή δήλωσης στην αρμόδια φορολογική αρχή στην οποία υπάγεται πριν από τη μεταβίβαση του ακινήτου. Η σχετική δήλωση υποβάλλεται σε τρία (3) αντίτυπα από τα οποία τα δύο (2) επιστρέφονται θεωρημένα στο δικαιούχο του κέρδους.

    Άρθρο 33,παρ.10 : Στο φόρο του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται:

    • α) Το κέρδος που πραγματοποιείται από εμπορική δραστηριότητα αγοροπωλησίας ακινήτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 28, καθώς και οι υπόχρεοι της παραγράφου 1 του άρθρου 34.
    • β) Το κέρδος που πραγματοποιείται από την πώληση ακινήτου, παγίου περιουσιακού στοιχείου, νομικού προσώπου το οποίο φορολογείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 10.
    • γ) Το κέρδος μέχρι εικοσιπέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ που πραγματοποιείται από μεταβίβαση ακινήτου και εφόσον το ακίνητο αυτό έχει διακρατηθεί, για διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών. Η εξαίρεση του προηγουμένου εδαφίου δεν ισχύει για φυσικά πρόσωπα τα οποία πραγματοποιούν πέραν της μίας (1) μεταβίβασης εντός της ως άνω περιόδου διακράτησης.

    Άρθρο 33,παρ.11 : Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι δηλώσεις απόδοσης φόρου υπεραξίας από μεταβιβάσεις ακινήτων προσδιορισμού των αξιών και οι διαδικασίες για την εφαρμογή του άρθρου αυτού. )

    (Σ.Σ. Κέρδη από μεταβιβάσεις ακινήτων
    Άρθρο 5,παρ.1 : Το άρθρο 33 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
    «Άρθρο 33
    Κέρδη υπεραξίας κεφαλαίου που προκύπτουν από τη μεταβίβαση ακινήτων
    1. Επί ακινήτου ή ιδανικού μεριδίου αυτού ή εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου ή ιδανικού μεριδίου αυτού που αποκτάται με οποιαδήποτε αιτία μετά την 1.1.2013 και μετά την κτήση του μεταβιβάζεται περαιτέρω με επαχθή αιτία, ο μεταβιβάζων υπόκειται σε φόρο που υπολογίζεται στη διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης αυτού και της τιμής πώλησής του. Ως κτήση του ακινήτου νοείται η αγορά ή η με άλλη αιτία κτήση του, ανεξάρτητα από τη μεταγραφή της.

    Άρθρο 5,παρ.2 : Στην έννοια του όρου μεταβίβαση για την εφαρμογή του παρόντος περιλαμβάνονται:

    • α) η μεταβίβαση της πλήρους ή ψιλής κυριότητας, καθώς και η μεταβίβαση υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση ή με τον όρο της εξώνησης,
    • β) η σύσταση επικαρπίας, οίκησης ή άλλης δουλείας των άρθρων 1188 έως 1191 του Αστικού Κώδικα,
    • γ) η παραίτηση από την κυριότητα ακινήτου ή από εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου,
    • δ) η σύσταση, η απόσβεση ή η μεταβίβαση μαζί με το δεσπόζον ακίνητο πραγματικής δουλείας των άρθρων 1118 έως 1141 του Αστικού Κώδικα,
    • ε) η μεταβίβαση του τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης,
    • στ) η παραχώρηση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επί κοινόκτητων κυρίων, βοηθητικών ή ειδικών χώρων κτισμάτων ή επί κοινόκτητου τμήματος οικοπέδου,
    • ζ) η ανάκληση απαλλοτρίωσης, η οποία έχει συντελεστεί υπέρ προσώπου υποκείμενου στο φόρο του παρόντος άρθρου,
    • η) η εκποίηση ακινήτου συνεπεία εκούσιου ή δικαστικού πλειστηριασμού.

    Άρθρο 5,παρ.3 : Δεν υπάγονται σε φόρο:

    • α) οι περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του α.ν. 1521/1950 (Α΄ 245),
    • β) η επικύρωση ανώμαλων δικαιοπραξιών,
    • γ) η αυτούσια διανομή ή συνένωση ακινήτων.

    Άρθρο 5,παρ.4 : Ως τιμή κτήσης του ακινήτου ή του εμπράγματου επ΄ αυτού δικαιώματος λαμβάνεται η αξία αυτού κατά το χρόνο απόκτησής του, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 41 παράγραφοι 1, 2, 3 εδάφιο α΄ και 4 έως 7 και στο άρθρο 41α παράγραφοι 1, 2 και 4 έως 10 του ν. 1249/1982 (Α΄ 42), όπου εφαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού, και στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950 στις λοιπές περιπτώσεις ή το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.
    Άρθρο 5,παρ.5 : Ως τιμή πώλησης του ακινήτου ή του εμπράγματου επ΄ αυτού δικαιώματος λαμβάνεται η αξία αυτού κατά το χρόνο μεταβίβασής του, ανεξάρτητα από τη μεταγραφή της πράξης μεταβίβασης, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 41 παράγραφοι 1, 2, 3 εδάφιο α΄ και 4 έως 7 και στο άρθρο 41α παράγραφοι 1, 2 και 4 έως 10 του ν. 1249/1982 (Α΄ 42), όπου εφαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού και στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950 στις λοιπές περιπτώσεις ή το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο. Σε περίπτωση μεταβίβασης ακινήτου ή εμπράγματου επ΄ αυτού δικαιώματος, το οποίο μετά την κτήση του εντάχθηκε σε σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας του, ως τιμή πώλησης λαμβάνεται η αξία που προσδιορίζεται με βάση το σύστημα αυτό ή το δηλούμενο τίμημα, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.
    Άρθρο 5,παρ.6 : Η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης του ακινήτου, η οποία υποβάλλεται σε φόρο, λαμβάνεται αποπληθωρισμένη με την εφαρμογή των ακόλουθων συντελεστών παλαιότητας:

    Έτη διακράτησης Συντελεστής παλαιότητας
    Από 1 έως 5 0,9
    Πάνω από 5 έως 10 0,8
    Πάνω από 10 έως 15 0,75
    Πάνω από 15 έως 20 0,7
    Πάνω από 20 έως 25 0,65
    Πάνω από 25 0,6

     

    Άρθρο 5,παρ.7 : Σε περιπτώσεις κτήσης του ακινήτου αιτία θανάτου, δωρεάς ή γονικής παροχής, ως χρόνος απόκτησης για τον προσδιορισμό του φόρου θεωρείται ο χρόνος επαγωγής της κληρονομίας ή ο χρόνος κατάρτισης του συμβολαίου δωρεάς ή γονικής παροχής, έστω και αν συντρέχει νόμιμος λόγος μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής ενοχής.

    Άρθρο 5,παρ.8 : Για τον καθορισμό της αξίας της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης, της περιορισμένης προσωπικής δουλείας ή της πραγματικής δουλείας επί ακινήτου εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 15, 16 και της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2961/2001(Α΄ 266).

    Άρθρο 5,παρ.9 : Τα κέρδη υπεραξίας κεφαλαίου που προκύπτουν από τη μεταβίβαση ακινήτων φορολογούνται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης

    Άρθρο 5,παρ.10 : Στο φόρο του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται:

    • α) Το κέρδος που πραγματοποιείται από εμπορική δραστηριότητα αγοροπωλησίας ακινήτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 28, καθώς και οι υπόχρεοι της παραγράφου 1 του άρθρου 34.
    • β) Το κέρδος που πραγματοποιείται από την πώληση ακινήτου, παγίου περιουσιακού στοιχείου, νομικού προσώπου το οποίο φορολογείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 10.
    • γ) Το κέρδος μέχρι εικοσιπέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ που πραγματοποιείται από μεταβίβαση ακινήτου και εφόσον το ακίνητο αυτό έχει διακρατηθεί, για διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών. Η εξαίρεση του προηγουμένου εδαφίου δεν ισχύει για φυσικά πρόσωπα τα οποία πραγματοποιούν πέραν της μίας (1) μεταβίβασης εντός της ως άνω περιόδου διακράτησης.

    Άρθρο 5,παρ.11 : Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα έντυπα προσδιορισμού των αξιών και οι διαδικασίες για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.» )

    (Σ.Σ. Κατάργηση φορολογικών προνομίων των εταιρειών Ο.Λ.Π. και Ο.Λ.Θ. και λοιπές διατάξεις :

    9.α. Στο τέλος της παραγράφου 9 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 4110/2013, προστίθεται εδάφιο ως εξής:

    «Ο δικαιούχος του κέρδους που προκύπτει από την εφαρμογή αυτού του άρθρου επιβαρύνεται με τον οικείο φόρο και καταβάλλει αυτόν εφάπαξ με την υποβολή δήλωσης στην αρμόδια φορολογική αρχή στην οποία υπάγεται πριν από τη μεταβίβαση του ακινήτου. Η σχετική δήλωση υποβάλλεται σε τρία (3) αντίτυπα από τα οποία τα δύο (2) επιστρέφονται θεωρημένα στο δικαιούχο του κέρδους.»
    β. Για τα κέρδη από μεταβιβάσεις ακινήτων που πραγματοποιήθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και υπάγονται στο άρθρο 33 του Κ.Φ.Ε., ο οικείος φόρος πρέπει να καταβληθεί από τον υπόχρεο μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος χωρίς τις νόμιμες κυρώσεις.

    10.α. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 81 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
    «Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται στις συμβολαιογραφικές πράξεις που συντάσσουν για τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 13, καθώς και για την υπεραξία του άρθρου 33 να μνημονεύουν το κέρδος ή την ωφέλεια που προέκυψε από τη μεταβίβαση ή την εκχώρηση των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται σε αυτές τις περιπτώσεις.»
    β. Στο τέλος της παραγράφου 8 του άρθρου 81 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
    «Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για κέρδη που προέκυψαν από ακίνητα που μεταβιβάστηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 33, από 1.1.2013 έως τη δημοσίευση του παρόντος.»

    11.α. Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 4110/2013, μετά τη λέξη «ακινήτων» προστίθενται οι λέξεις « ή ανταλλαγή».
    β. Στην παράγραφο 11 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 4110/2013 οι λέξεις «τα έντυπα» αντικαθίστανται με τις λέξεις «οι δηλώσεις απόδοσης φόρου υπεραξίας από μεταβιβάσεις ακινήτων». )

    Άρθρο 15,παρ. 1 : Σε περίπτωση διαχωρισμού της επικαρπίας από την κυριότητα υπόκειται αμέσως σε φόρο η επικαρπία, με την επιφύλαξη της φορολογίας της ψιλής κυριότητας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 16. Με την επικαρπία, για την επιβολή του φόρου, εξομοιώνεται η χρήση και η οίκηση, όχι όμως και η χρήση από κοινού με τον κύριο ή η συνοίκηση με αυτόν.

    Άρθρο 15,παρ. 2 : Σε διαδοχική επικαρπία κάθε δικαιούχος αυτής υπόκειται σε φόρο, κατά το χρόνο που η επικαρπία περιέρχεται σε αυτόν.

    Άρθρο 15,παρ. 3 : Η αξία της επικαρπίας προσδιορίζεται σε ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας, κατά το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης του επικαρπωτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Σε περίπτωση που η επικαρπία, είτε με παραίτηση είτε με σύμβαση, περιέρχεται στον ψιλό κύριο, που έχει υπαχθεί σε φόρο για την ψιλή κυριότητα, επιβάλλεται φόρος στην αξία της πλήρους κυριότητας, μετά την αφαίρεση από αυτήν του τμήματος της αξίας που αναλογεί στο ποσοστό για το οποίο ο ψιλός κύριος είχε υπαχθεί σε φόρο κατά τη μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας. Σε μεταβίβαση για αόριστο χρόνο με χαριστική αιτία ή αιτία θανάτου του δικαιώματος ενάσκησης της επικαρπίας σε άλλο πρόσωπο εκτός του ψιλού κυρίου, η αξία αυτής προσδιορίζεται σε ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας κατά το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης με βάση την ηλικία του μεγαλύτερου μεταξύ του επικαρπωτή και του προσώπου που αποκτά το δικαίωμα ενάσκησης.

    Άρθρο 15,παρ. 4 : Σε ισόβια ή αόριστου χρόνου επικαρπία λαμβάνεται ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας, ανάλογα με την ηλικία του επικαρπωτή, το οποίο ορίζεται:
    στα 8/10, αν ο επικαρπωτής δεν έχει υπερβεί το 20ό έτος της ηλικίας του,
    στα 7/10, αν έχει υπερβεί το 20ό,
    στα 6/10, αν έχει υπερβεί το 30ό,
    στα 5/10, αν έχει υπερβεί το 40ό,
    στα 4/10, αν έχει υπερβεί το 50ό,
    στα 3/10, αν έχει υπερβεί το 60ό,
    στα 2/10, αν έχει υπερβεί το 70ό και
    στο 1/10, αν έχει υπερβεί το 80ό έτος της ηλικίας του.
    Σε διαδοχική ισόβια επικαρπία, το κατά τα ανωτέρω ποσοστό ορίζεται ανάλογα με την ηλικία κάθε επικαρπωτή, κατά το χρόνο που περιέρχεται σε αυτόν η επικαρπία.

    Άρθρο 15,παρ. 5 : Σε επικαρπία για ορισμένο χρόνο λαμβάνεται ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας ίσο με το 1/20 της αξίας αυτής για κάθε έτος διάρκειας. Το μέρος του έτους υπολογίζεται ως ακέραιο έτος. Η αξία της επικαρπίας αυτής δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 8/10 της αξίας της πλήρους κυριότητας.

    Άρθρο 15,παρ. 6 : Σε επικαρπία που συνιστάται αδιαίρετα υπέρ πολλών προσώπων και εξαρτάται από τη ζωή αυτών, το κατά την παράγραφο 3 ποσοστό ορίζεται ανάλογα με την ηλικία του νεότερου, όταν η επικαρπία παύει με το θάνατο και του τελευταίου των προσώπων, και του μεγαλύτερου, όταν η επικαρπία παύσει με το θάνατο οποιουδήποτε από αυτούς. Το ποσοστό αυτό της πλήρους κυριότητας, όταν η επικαρπία παύει με το θάνατο οποιουδήποτε από τους δικαιούχους, κατανέμεται εξίσου μεταξύ τους. Όταν αυτή παύει με το θάνατο και του τελευταίου, το ποσοστό επιμερίζεται μεταξύ των δικαιούχων ανάλογα με τον αριθμό που εκφράζει τον αριθμητή των κλασμάτων της παραγράφου 4, ο οποίος σχετίζεται με την ηλικία κάθε δικαιούχου. Ο φόρος υπολογίζεται στο ποσό που προκύπτει για κάθε δικαιούχο, ανάλογα με το βαθμό συγγένειας του με το διαθέτη.

    Άρθρο 15,παρ. 7 : Η αξία της επικαρπίας, όταν αυτή εξαρτάται από τη ζωή τρίτου προσώπου, προσδιορίζεται με βάση την ηλικία του μεγαλύτερου μεταξύ του επικαρπωτή και του τρίτου προσώπου.

    Άρθρο 15,παρ. 8 : Αν η επικαρπία, λόγω θανάτου του επικαρπωτή ή για άλλη αιτία που προβλέπεται από το νόμο και δεν εξαρτάται από τη βούληση των μερών, παύσει μετά πάροδο τόσου χρόνου, ώστε αν αυτή είχε ληφθεί ως επικαρπία για τον ορισμένο αυτό χρόνο, θα προέκυπτε αξία αυτής μικρότερη από αυτή που φορολογήθηκε, τότε η μικρότερη αυτή αξία λογίζεται ως η τελικώς φορολογητέα και γίνεται νέα εκκαθάριση, σύμφωνα μετά οριζόμενα στο άρθρο 100.

    Άρθρο 15,παρ. 9 : Η αξία της επικαρπίας δεν λαμβάνεται υπόψη για την επιβολή του φόρου, αν ο αιτία θανάτου επικαρπωτής μέσα σε έξι (6) μήνες από την επαγωγή της κληρονομιάς σε αυτόν παραιτηθεί από την επικαρπία υπέρ του αιτία θανάτου ψιλού κυρίου, εφόσον αυτός είναι το Δημόσιο, δήμος, κοινότητα ή νομικό πρόσωπο κοινωφελούς χαρακτήρα κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1 του α.ν. 2039/1939 (ΦΕΚ 455 Α"). Η παραίτηση γίνεται με μονομερή δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου και κοινοποιείται με απόδειξη στον ψιλό κύριο μέσα σε αυτή την εξάμηνη προθεσμία.

    Άρθρο 15,παρ. 10 :

    • α. Η αξία της πραγματικής δουλείας επί κτίσματος ορίζεται ίση με την αξία που προκύπτει από την εφαρμογή του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας αυτού.
    • β. Η αξία της πραγματικής δουλείας επί οικοπέδου ή αγροτεμαχίου ορίζεται ίση με ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15 %) της αγοραίας ή αντικειμενικής αξίας της πλήρους κυριότητας ισοδύναμης επιφάνειας οικοπέδου ή αγροτεμαχίου.
    • γ. Η αξία του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επί κοινόκτητων κύριων, βοηθητικών ή ειδικών χώρων κτισμάτων ή επί κοινόκτητου οικοπέδου ορίζεται ίση με την αξία που προκύπτει απότην εφαρμογή του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας αυτών στις εξής περιπτώσεις:
      • γ.α. χώρου στάθμευσης σε κοινόχρηστη επιφάνεια υπογείου, πυλωτής, ασκεπούς ορόφου, δώματος ή ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου,
      • γ.β. βοηθητικών ή αποθηκευτικών χώρων κοινόχρηστων κτισμάτων που δεν χρησιμοποιούνται ως χώροι κύριας χρήσης,
      • γ.γ. κοινόχρηστων αθλητικών εγκαταστάσεων,
      • γ.δ. κατοικίας ή επαγγελματικής στέγης ή ειδικών κτιρίων.
    • δ. Η αξία του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επιφάνειας επί του κοινόκτητου ασκεπούς ορόφου, δώματος ή πυλωτής της οικοδομής ή επί του κοινόκτητου ακάλυπτου χώρου οικοπέδου ή αγροτεμαχίου ορίζεται ίση με ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) της αξίας της πλήρους κυριότητας ισοδύναμης επιφάνειας οικοπέδου ή αγροτεμαχίου. )
    (Σ.Σ. Αξία και τρόπος φορολογίας ψιλής κυριότητας

    Άρθρο 16,παρ. 1 : .Η ψιλή κυριότητα ακινήτων υποβάλλεται σε φόρο κατά το χρόνο της συνένωσης με αυτήν της επικαρπίας και ο φόρος υπολογίζεται επί της αξίας της πλήρους κυριότητας, κατά το χρόνο αυτόν, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων της περίπτωσης ε' της παραγράφου 5. Τυχόν βελτιώσεις που έγιναν, για τις οποίες δημιουργείται υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης από τον ψιλό κύριο, δεν υπολογίζονται κατά τον καθορισμό της αξίας της πλήρους κυριότητας.

    Άρθρο 16,παρ. 2 : Αν η ψιλή κυριότητα ακινήτων μεταβιβασθεί και πάλι λόγω κληρονομίας ή κληροδοσίας, δωρεάς και γονικής παροχής πριν από την επάνοδο σε αυτήν της επικαρπίας, δεν οφείλεται φόρος για τη μεταβίβαση αυτή. Κατά τη συνένωση της επικαρπίας στην κυριότητα ο τότε ψιλός κύριος υπόκειται στο φόρο της κτήσης αιτία θανάτου, ο οποίος υπολογίζεται στην αξία της πλήρους κυριότητας κατά το χρόνο αυτόν και με βάση τη συγγενική του σχέση με τον αρχικά κληρονομηθέντα κατά το διαχωρισμό της επικαρπίας από την ψιλή κυριότητα. Στην περίπτωση, όμως, που με βάση τη συγγενική αυτού σχέση με αυτόν από τον οποίο περιήλθε η ψιλή κυριότητα αναλογεί μεγαλύτερος φόρος, τότε οφείλεται ο μεγαλύτερος αυτός φόρος. Τυχόν βελτιώσεις που έγιναν, δεν υπολογίζονται κατά τον καθορισμό της αξίας της πλήρους κυριότητας.

    Άρθρο 16,παρ. 3 : Σε περίπτωση διανομής ακινήτων που αποκτήθηκαν αιτία θανάτου, επί των οποίων έχει διαχωριστεί από τον κληρονομούμενο η επικαρπία από την κυριότητα και δεν έχει φορολογηθεί η ψιλή κυριότητα, κατ' εφαρμογή της περίπτωσης ε' της παραγράφου 5, εφόσον διατηρούνται στα ακίνητα που προέρχονται από τη διανομή τα ίδια δικαιώματα επικαρπωτή και ψιλού κυρίου,εξακολουθεί να αναβάλλεται η φορολογία μέχρι να επανέλθει η επικαρπία στην κυριότητα, με περαιτέρω εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2. Τα αυτά ισχύουν και σε ανταλλαγή οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου που αποκτήθηκε αιτία θανάτου, στο οποίο έχει διαχωρισθεί από τον κληρονομούμενο η επικαρπία από την κυριότητα και δεν έχει φορολογηθεί η ψιλή κυριότητα, εφόσον στο εισερχόμενο νέο στοιχείο στη θέση του απαλλασσόμενου κληρονομιαίου στοιχείου διατηρούνται τα ίδια δικαιώματα επικαρπωτή και ψιλού κυρίου.

    Άρθρο 16,παρ. 4 : Σε περίπτωση παραχώρησης ακινήτου με αντιπαροχή, που έχει αποκτηθεί αιτία θανάτου, επί του οποίου έχει διαχωρισθεί από τον κληρονομούμενο η επικαρπία από την κυριότητα και δεν έχει φορολογηθεί η ψιλή κυριότητα, με την επιφύλαξη της εφαρμογής της περίπτωσης ια' του άρθρου 7, διατηρούνται δε τα ίδια δικαιώματα επικαρπωτή και ψιλού κυρίου στα κτίσματα που έχουν ανεγερθεί, τα οποία αναλογούν στα ποσοστά οικοπέδου που παρακρατήθηκαν από τους κληρονόμους, εξακολουθεί να αναβάλλεται η φορολογία μέχρι την επάνοδο της επικαρπίας στην κυριότητα. Σε αυτή την περίπτωση ο τότε κύριος θα υπαχθεί σε φόρο αιτία θανάτου, που υπολογίζεται στην κατά το χρόνο αυτόν αξία της πλήρους κυριότητας των ποσοστών οικοπέδου, που παρακρατήθηκαν, με τα νέα κτίσματα που τους αναλογούν. Κατά τη διενέργεια πράξεων συνένωσης του ακινήτου με όμορα οικόπεδα για ανοικοδόμηση καθώς και μεταβιβάσεων των ποσοστών που συμφωνήθηκαν στον εργολάβο ή σε αυτούς που υποδεικνύονται από αυτόν, δεν οφείλεται φόρος κληρονομιάς.

    Άρθρο 16,παρ. 5 : H ψιλή κυριότητα ακινήτων υπόκειται σε φόρο στις εξής περιπτώσεις:

    • α) Όταν ο κληρονόμος, στον οποίο περιέρχεται η ψιλή κυριότητα, έχει ήδη την επικαρπία με ιδιαίτερο τίτλο.
    • β) Όταν περιέλθει σε άλλο κληρονόμο ή κληροδόχο, κατόπιν αποποίησης της κληρονομιάς ή κληροδοσίας από εκείνον που έχει με ιδιαίτερο τίτλο την επικαρπία.
    • γ) Όταν μεταβιβασθεί από τον ψιλό κύριο με αντάλλαγμα. Ως μεταβίβαση με αντάλλαγμα νοείται και η διανομή της ψιλής κυριότητας, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4.
    • δ) Όταν ο ψιλός κύριος αποκτήσει την ενάσκηση του δικαιώματος της επικαρπίας.
    • ε) Όταν ο ψιλός κύριος, με δήλωση που θα υποβάλει στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας οποτεδήποτε, ζητήσει την άμεση φορολόγηση της ψιλής κυριότητας. Στην περίπτωση αυτή χρόνος φορολόγησης είναι ο χρόνος υποβολής της δήλωσης. Αν το αίτημα για την άμεση φορολόγηση της ψιλής κυριότητας υποβάλλεται με την εμπρόθεσμη δήλωση, χρόνος φορολογίας είναι ο οριζόμενος στα άρθρα 6, 7 και 8.

     

    Άρθρο 16,παρ. 6 : Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, εφαρμόζονται και όταν τα αντικείμενα της αιτία θανάτου κτήσης είναι μετοχές, ομολογίες ή άλλοι τίτλοι κινητών αξιών, χρηματικά ποσά ή απαιτήσεις και γενικά κινητά με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    • α) Προκειμένου για μετοχές, ομολογίες ή γενικά τίτλους κινητών αξιών καθώς και χρηματικά ποσά, αν αυτά είναι κατατεθειμένα σε τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα με την επιφύλαξη του δικαιώματος επικαρπίας.
    • β) Προκειμένου για απαιτήσεις, αν δοθεί για αυτές ασφάλεια, η οποία πρέπει να είναι, κατά την κρίση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ίση τουλάχιστον με το ποσό του φόρου που αναλογεί στην αξία της πλήρους κυριότητας αυτών.

    Ο ψιλός κύριος υποχρεώνεται μέσα στη νόμιμη προθεσμία για δήλωση να καταθέσει τους τίτλους ή τα χρήματα ή να δώσει ασφάλεια για τις απαιτήσεις και να δηλώσει αυτό στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μέσα στην αυτή προθεσμία, η οποία, αν παρέλθει άπρακτη, λογίζεται ως ανατρεπτική της αναβολής της γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.

    Άρθρο 16,παρ. 7 : Σε περίπτωση παρακράτησης ή μεταβίβασης με χαριστική αιτία ή αιτία θανάτου του δικαιώματος οίκησης, ο κύριος του ακινήτου εξομοιώνεται με ψιλό κύριο. )

    (Σ.Σ. Μετάθεση χρόνου γένεσης φορολογικής υποχρέωσης

    Άρθρο 40,παρ. 1 : Κατ' εξαίρεση η φορολογική υποχρέωση γεννιέται: δ) Κατά το χρόνο της συνένωσης της επικαρπίας με την ψιλή κυριότητα, όταν αντικείμενο της δωρεάς ή της γονικής παροχής είναι η ψιλή κυριότητα, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 16. Για την εφαρμογή της διάταξης της περίπτωσης ε' της παραγράφου 5 του άρθρου 16 σε δωρεά ή σε γονική παροχή, το αίτημα του ψιλού κυρίου καταχωρίζεται στη δήλωση που προβλέπεται από το άρθρο 85. Στην περίπτωση αυτή η δήλωση υποβάλλεται μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 86, η οποία, ως προς το αίτημα της άμεσης φορολόγησης, είναι ανατρεπτική και ο φόρος υπολογίζεται στην αξία της ψιλής κυριότητας, που εξευρίσκεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 15 και 16 και δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να είναι μικρότερη από την αξία που προκύπτει σε περίπτωση ισόβιας παρακράτησης της επικαρπίας. )

    (Σ.Σ.

    Άρθρο 3,παρ.1 : Δια τον καθορισμό της αξίας του ακινήτου ή του πραγματικού δικαιώματος επί του ακινήτου ή του πλοίου λαμβάνεται υπ` όψει :

    • α) Η ημέρα σύνταξης του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, αν το οριστικό συμβόλαιο συντάσσεται μέσα σε δύο (2) χρόνια από την κατάρτιση του προσυμφώνου. Στην περίπτωση αυτή ο φόρος υπολογίζεται με βάση τους συντελεστές που ίσχυαν κατά το χρόνο σύνταξης του προσυμφώνου. Σε κάθε περίπτωση σύνταξης οριστικού συμβολαίου σε εκτέλεση προσυμφώνου και ανεξάρτητα από το χρόνο σύνταξης του προσυμφώνου ή του οριστικού συμβολαίου, στην αξία του ακινήτου δεν υπολογίζονται οι προσθήκες και βελτιώσεις που έχουν πραγματοποιηθεί από τον εκ προσυμφώνου αγοραστή μετά την υπογραφή του προσυμφώνου και πριν την κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου, με την προϋπόθεση ότι κατά τη σύνταξη του προσυμφώνου καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου το συμφωνηθέν τίμημα και παραδόθηκε στον αγοραστή, νομή και κατοχή του ακινήτου. Τα ανωτέρω ισχύουν για οριστικά συμβόλαια μεταβίβασης, τα οποία συντάσσονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ανεξάρτητα από το χρόνο κατάρτισης του προσυμφώνου,
    • β) ....................
    • γ) η ημέρα της μεταγραφής εις τας περιπτώσεις της παραγρ. 3 του άρθρου 2 του παρόντος,
    • δ) η ημέρα της εκθέσεως του πλειστηριασμού επί μεταβιβάσεως ακινήτου κλπ. ενεργουμένης κατόπιν αναγκαστικού ή εκουσίου πλειστηριασμού και
    • ε) η ημέρα της υπογραφής του οριστικού συμβολαίου εις τας λοιπάς περιπτώσεις.

    Άρθρο 3,παρ.2 : Δια τον προσδιορισμό της αξίας του ακινήτου ή του πραγματικού επί του ακινήτου δικαιώματος ή του πλοίου λαμβάνονται υπ` όψει και συνεκτιμώνται τα στοιχεία μεταβιβάσεων παρομοίων περιουσιακών στοιχείων, τα οποία προκύπτουσιν εξ ετέρων συμβολαίων ή εξ εκτιμήσεως γενομένης δια την επιβολήν του φόρου κληρονομιών, δωρεών και προικών ή εξ άλλων εκτιμήσεων. Εν περιπτώσει καθ` ην ελλείπουν τα στοιχεία ταύτα ή, κατά την κρίσιν του Οικον. Εφόρου. τα υπάρχοντα είναι ανεπαρκή ή απρόσφορα ενεργείται υπό τούτου προσδιορισμός της αξίας δια χρήσεως παντός άλλου μέσου.

    Άρθρο 3,παρ.3 : ……………………………..

    Άρθρο 3,παρ.4 : Για τον καθορισμό της αξίας της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης, της περιορισμένης προσωπικής δουλείας ή της πραγματικής δουλείας επί ακινήτου εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 15, 16 και της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών.

    Άρθρο 3,παρ.5 : Επί μεταβιβάσεως ιδανικού μεριδίου ακινήτου, διά τον υπολογισμόν του φόρου λαμβάνεται υπ' όψιν η αναλογούσα αξία του μεταβιβαζομένου μεριδίου του ακινήτου ή του εμπραγμάτου επί του ακινήτου δικαιώματος. Εάν μεταβιβάζωνται ιδανικά μερίδια υπό του αυτού πωλητού προς τον αυτόν αγοραστήν διά πλειόνων της μιας πράξεων, απεχουσών αλλήλων έλλασσον των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών, διά τον υπολογισμόν του φόρου λαμβάνεται υπ' όψιν η συνολική αγοραία αξία των διά των πράξεων τούτων μεταβιβαζομένων μεριδίων, εκπιπτομένου του διά τας προηγουμένας μεταβιβάσεις καταβληθέντος φόρου.

    Άρθρο 3,παρ.6 : Επί μεταβίβασης βάσει ειδικών διατάξεων ακινήτων του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. σε ιδιώτες ως αξία θεωρείται το τίμημα που αναγράφεται στο παραχωρητήριο ή κάθε άλλη σχετική πράξη που εκδίδεται. )

    (Σ.Σ.

    Άρθρο 8,παρ.1 : Ο φόρος μεταβιβάσεως καταβάλλεται εξ ολοκλήρου συν τη δηλώσει.

    Άρθρο 8,παρ.2 : Κατά την υποβολήν της δηλώσεως φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων και εντός προθεσμίας δυο εργασίμων ημερών, ο Οικον. Έφορος είτε αποδέχεται το δηλούμενον τίμημα ως συμπίπτον προς την αγοραίαν αξίαν του μεταβιβαζομένου ακινήτου, ότε η μεταβίβασις περαιούται οριστικώς ως ειλικρινής, είτε προσδιορίζει προσωρινώς την αγοραίαν αξίαν αύτου και αναγράφει ταύτην εις το παραδιδόμενον εις τους συμβαλλομένους αντίτυπον της δηλώσεως. Εξαιρετικώς, οσάκις συντρέχουν σοβαροί λόγοι, ο προσδιορισμός της προσωρινής αξίας δύναται να πραγματοποιηθή, τη εγκρίσει του εποπτεύοντος Επιθεωρητού, το βραδύτερον εντός δέκα πέντε (15) ημερών από της υποβολής της δηλώσεως.

    Άρθρο 8,παρ.3 : Ο βαρυνόμενος κατά τας διατάξεις του παρόντος δια του φόρου επί της τυχόν υπαρχούσης διαφοράς μεταξύ αγοραίας αξίας και τιμήματος του μεταβιβαζομένου ακινήτου, δύναται, εντός διμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της ημερομηνίας παραλαβής της δηλώσεως, να επιδώση συμπληρωματικήν δήλωσιν φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, σύμφωνον προς την υπό του Οικον. Εφόρου προσδιορισθείσαν αξίαν και να καταβάλη ταυτοχρόνως το ήμισυ του αναλογούντος επ' αυτής φόρου, άνευ προσθέτου τοιούτου ή προστίμου. Το υπόλοιπον ήμισυ του φόρου τούτου βεβαιούται αμέσως και εισπράττεται εντός του επομένου από της βεβαιώσεως μηνός.
    Εις την περίπτωσιν ταύτην και υπό τον όρον ότι άπαντα τα εν τη δηλώσει προβλεπόμενα στοιχεία τυγχάνουν ειλικρινή, η μεταβίβασις περατούται οριστικώς ως ειλικρινής.

    Άρθρο 8,παρ.4 : Εν περιπτώσει μη υποβολής δηλώσεως εντός της ως άνω προθεσμίας ενεργείται έλεγχος κατά τα εν ταις οικείαις διατάξεσι οριζόμενα, της ως άνω προσωρινής αξίας μη δεσμευούσης τον Οικον. Έφορον κατά τον βάσει ελέγχου προσδιορισμόν της αγοραίας αξίας του ακινήτου συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 3, ούτε και κατά την μεταβίβασιν έτερων πλησιοχώρων ομοειδών ακινήτων.

    Άρθρο 8,παρ.5 : Η προεκτίμησις, κατά τα εν παραγράφω 2, εχει εφαρμογήν μόνον επί υποβολής της δηλώσεως φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων απ' ευθείας εις τον αρμόδιον Οικον. Έφορον.

    Άρθρο 8,παρ.6 : Φόρος που βεβαιώνεται κατά τη διάρκεια του οικείου οικονομικού έτους ή μεταγενέστερα από τη λήξη του:

    • α) με βάση φύλλο ελέγχου, που έγινε οριστικό λόγω μη άσκησης ή εκπρόθεσμης άσκησης προσφυγής, καταβάλλεται σε έξι (6) ίσες μηνιαίες δόσεις με τον περιορισμό ότι κάθε δόση δεν είναι μικρότερη των τριακοσίων (300) ευρώ εκτός της τελευταίας. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα των μηνών που ακολουθούν.
    • β) Μετά τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και την καταβολή του ενός πέμπτου (1/5), το υπόλοιπο καταβάλλεται σε έξι (6) ίσες μηνιαίες δόσεις, με τον περιορισμό ότι κάθε δόση δεν είναι μικρότερη των τριακοσίων (300) ευρώ εκτός της τελευταίας. Η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου από την υπογραφή του πρακτικού μήνα και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα των μηνών που ακολουθούν. Αν ο υπόχρεος καταβάλλει εντός της ως άνω προθεσμίας καταβολής του ενός πέμπτου (1/5) το σύνολο του ποσού που προκύπτει συνεπεία της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, παρέχεται επί αυτού έκπτωση κατά ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%).
    • γ) Με βάση απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, καταβάλλεται σε δύο ίσες μηνιαίες δόσεις, με τον περιορισμό ότι το συνολικό ποσό του φόρου δεν είναι μικρότερο των τριακοσίων (300) ευρώ εκτός της τελευταίας. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα και η δεύτερη μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μήνα που ακολουθεί. )