ASTbooks - Ο καθορισμός του μισθού και ο τρόπος καταβολής αυτού

 

 

 

Καταρχήν, ο μισθός καθορίζεται με συμφωνία εργόδοτη και εργαζόμενου. Εφόσον υπάρχει κρατική παρέμβαση πρέπει να λαμβάνεται αυτή υποχρεωτικά υπόψη. Με βάση τον τρόπο συλλογικής διαπραγμάτευσης του μισθού, συνηθίζεται στις ΣΣΕ αλλά και στις ΔΑ η ρήτρα περί αναδρομικής αύξησης των μισθών και μάλιστα είθισται στις ΣΣΕ να ορίζεται μέχρι την ημέρα λήξης της προηγούμενης (ΣΣΕ) ή εναλλακτικά από την καταγγελία ή, τέλος, αν δεν υπάρχει ΣΣΕ, από τότε που άρχισαν οι διαπραγματεύσεις (ν. 1876/1990). Ανάλογα δύναται να καθοριστεί η αφετηρία της αναδρομικής ισχύος και στις ΔΑ.

Η υποχρέωση για καταβολή μισθού προκύπτει από το 649 ΑΚ, ενώ το 653 εισάγει την έννοια του ειθισμένου μισθού. Το τελευταίο άρθρο ενεργοποιείται, όταν δεν υπάρχει συμφωνία για μισθό ή και όταν δεν προβλέπεται νόμιμος μισθός. Μετά την θέση σε ισχύ της ΕΓΣΣΕ, η προσφυγή στο εν λόγω άρθρο περιορίστηκε σημαντικά και ενδιαφέρει πλέον για τις περιπτώσεις ετοιμότητας κλήσης, πρόσθετης εργασίας και προσδιορισμού μισθού ανώτερο από το νόμιμο (όπου Κουκιάδη σελ. 203).

Ο μισθός και το ύψος αυτού τελεί σε συνάρτηση, είτε με τον χρόνο απασχόλησης (χρονικός μισθός), είτε και με το αποτέλεσμα, στη δε δεύτερη περίπτωση γίνεται λόγος για μισθό κατά αποκοπή (με το κομμάτι). Ο μισθός με τον χρόνο μπορεί να ευρίσκεται, είτε με την ώρα, είτε με την εβδομάδα, είτε ακόμα και με τον μήνα. Ο ημερήσιος μισθός ευρίσκεται με την διαίρεση του μηνιαίου μισθού με τον μέσο όρο των εργάσιμων ημερών, ήτοι είκοσι πέντε (25). Ούτως το ημερομίσθιο συνίσταται στο 1/6 του 40ωρου. Το ωρομίσθιο βρίσκεται με τη διαίρεση του μισθού ανά μήνα με τις κανονικές ώρες εργασίας που αναλογούν σε εργασία 25 ημερών ή του ημερήσιου μισθού με το νόμιμο ωράριο εργασίας και πάντως σήμερα με το ωράριο που καθιερώνει η ΕΓΣΣΕ (Κουκιάδης σελ. 204). Σχηματικά το ωρομίσθιο σύμφωνα και με την ρύθμιση της ΕΓΣΣΕ του 1975 συνίσταται στην διαίρεση των 6/25 του μηνιαίου μισθού (νόμιμου ή συμφωνημένου) με τον αριθμό ωρών εργασίας κάθε εβδομάδας που είναι 40 ώρες. Δεν περιλαμβάνονται οι μέρες αργίας.

Στην περίπτωση της αμοιβής κατ΄αποκοπή, η σύμβαση δεν παύει να είναι εξαρτημένης εργασίας και δεν μετατρέπεται σε σύμβαση έργου. Το αποτέλεσμα χρησιμεύει για τον υπολογισμό του μισθού, δεν είναι, όμως, αυτό καθ΄ αυτό το βασικό αντικείμενο της σύμβασης. Η διάκριση στην πράξη από τη σύμβαση έργου δεν είναι ευχερής, πάντως οι υποχρεώσεις αλλά και τα δικαιώματα του μισθωτού διαμορφώνονται διαφορετικά στην περίπτωση που αμοίβεται με το κομμάτι. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί το συνολικό ποσό του μισθού να υπολείπεται του κατώτερου νόμιμου. Για, δε, τις περιπτώσεις που ο μισθός λαμβάνεται υπόψη σαν βάση υπολογισμού διάφορων δικαιωμάτων του μισθωτού, στην κατ΄αποκοπή αμοιβή θα ληφθεί υπόψη ο μέσος όρος των αποδοχών, μιας και ο μισθός είθισται να μην είναι σταθερός. Ούτως, οπωσδήποτε συμβαίνει αυτό στην περίπτωση του υπολογισμού των αποδοχών της ετήσιας άδειας αναψυχής και μάλιστα σημασία έχει ο μέσος όρος των ημερησίων αποδοχών που εισπράχτηκαν από τη λήξη της άδειας του προηγούμενου έτους ή όταν πρόκειται για την πρώτη άδεια, από την πρόσληψη (Α.ν. 539/1945, άρθρο 3 παρ. 2 και άρθρο 5 ΕΓΣΣΕ 1977).

Το ύψος του μισθού -ως ευνόητο- εξαρτάται και από την ειδικότητα και θέση του εργαζομένου. Ο μισθός δέον να καταβάλλεται σε χρήμα, όπως σχετικά ορίζει η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας (ΔΣΕ) υπ. αρ. 95 και ο κυρωτικός νόμος αυτής 3248/1955. Στην παραδοσιακή εκδοχή της χρηματικής καταβολής αυτού πληρώνεται “τοις μετρητοίς”. Δεν μπορεί να καταβάλλεται με συναλλαγματικές ή γραμμάτια ή τοκομερίδια. Επιτρεπτή είναι η καταβολή με επιταγή τραπεζική ή ταχυδρομική, εφόσον τον τρόπο αυτό αποδέχεται ο μισθωτός ή προβλέπεται από οικεία ΣΣΕ ή ακόμα και από τις επιχειρησιακές συνήθειες. Η εξόφληση του μισθού δεν μπορεί να γίνεται σε είδος.

Με τον νόμο 3863/2010 και 3842/2010 καθιερώθηκε μεταβολή στο παραδοσιακό τρόπο πληρωμής και πρέπει, πλέον, οι αποδοχές των μισθωτών να πιστώνονται σε τραπεζικό λογαριασμό αυτών. Η όλη διαδικασία διευκρινίζεται με ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Ομοίως προβλέπεται για τις ασφαλιστικές εισφορές και ανάλογα για το εργόσημο. Αν δεν τηρηθεί η νεοθεσπιζόμενη υποχρέωση δεν έχουμε προσήκουσα καταβολή και μπορεί να αφήσει τον εργοδότη εκτεθειμένο σε κακόβουλες ενέργειες από πλευρά των μισθωτών. Πάντως, κρίνοντας ρεαλιστικά, η ρύθμιση είναι εν μέρει καλοδεχούμενη αλλά θα αντιμετώπισει πρακτικές δυσχέρειες, ειδικά σε κατηγορίες εργοδοτών και εργαζομένων που κατά την κοινή ρήση “έχουν συνηθίσει/μάθει διαφορετικά”. Η πληρωμή τοις μετρητοίς παρά το ότι εγκυμονεί κινδύνους (λχ είσπραξη πλαστών χαρτονομισμάτων) ενέχει και ευκολίες και κυρίως ταχύτητα στην διεκπεραίωση των συναλλαγών.

Οι νόμοι 3996/2011 και 4144/2013 τροποποίησαν τον ν. 3863/2010 και έγινε πρόβλεψη για ειδικό τρόπο πληρωμής για ορισμένες κατηγορίες μισθωτών, όπως για παράδειγμα τους κατ΄ οίκον απασχολούμενους, τους κηπουρούς, το προσωπικό καθαρισμού, τους διανομείς διαφημιστικών εντύπων. Για αυτούς προβλέφτηκε, αρχικά, η πληρωμή με το λεγόμενο εργόσημο που στην ουσία αποτελεί ειδικό τύπο επιταγής με απώτερο σκοπό να καταπολεμηθεί η άδηλη εργασία, να περισταλεί η εισφοροδιαφυγή και να εξασφαλιστεί η καταβολή της νόμιμης αμοιβής. Εν συνεχεία προστέθηκε και ο τρόπος πληρωμής μέσω λογαριασμού με ειδικού τύπου έμβασμα (όπου Κουκιάδης σελ. 207).

Ως μισθός σε είδος νοείται αυτός, δια του οποίου δίνονται στον εργαζόμενο πράγματα αντί χρημάτων ή δύναται να παρέχονται υπηρεσίες προς αυτόν. Ο μισθός σε είδος συνήθως καλύπτει μόνο ένα μέρος του συνολικά οφειλόμενου μισθού. Μετά την επικύρωση με εθνικό νόμο της ΔΣΕ υπ. αρ. 95, ο μισθός σε είδος νοείται, πλέον, μόνο σαν παρεπόμενη παροχή, αφού προβλέπεται σε αυτή (την ΔΣΕ) ότι η εθνική νομοθεσία μπορεί να επιτρέψει την μερική καταβολή του μισθού σε είδος. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για την γεωργία. Πάντως, επειδή η πληρωμή σε είδος αποτελεί περιορισμό της ελευθερίας του εργαζομένου που μερικές φορές μπορεί να βρεθεί με πράγματα ή υπηρεσίες που δεν τον ενδιαφέρουν ή ακόμα και να του είναι άχρηστα για τις ανάγκες του, η ΔΣΕ έχει θεσπίσει ορισμένους όρους υπό τους οποίους και μόνο μπορεί να επιτρέπεται η καταβολή σε είδος. Έτσι δεν επιτρέπεται λχ η καταβολή του μισθού σε οινοπνευματώδη ποτά ή σε επιβλαβή φάρμακα, την υποχρεωτική αποδοχή του μισθωτού προϊόντων της επιχείρησης κοκ.

Παροχές σε είδος είναι και αυτές που δίνονται για να καλυφθούν λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης ή παροχές, όπως η παραχώρηση κατοικίας ή αυτοκινήτου. Οι παροχές αυτές δεν δίνονται για αντάλλαγμα της εργασίας αλλά, εφόσον είναι τακτικές, συνιστούν μισθό και λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των διάφορων δικαιωμάτων του εργαζομένου, ωσαν να ήταν χρηματικές πχ στην αποζημίωση λόγω καταγγελίας, στο επίδομα αδέιας κοκ. Η χρηματική αποτίμηση γίνεται με βάση το ποσό που θα δαπανούσε ο μισθωτός, για να προμηθευτεί το σχετικό είδος από την αγορά, χωρίς να ενδιαφέρει πόσο τυχόν κόστισε στον εργοδότη και, γενικά, ο τρόπος αποτίμησης μπορεί έγκυρα να ορισθεί με ΣΣΕ που μπορεί να καταλήγει και ευνοϊκή για τον εργοδότη. 

Η επιστημονική ομάδα της ASTbooks.