Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 5ης Μαρτίου 2009 [αίτηση του VAT and Duties Tribunal, London (Ηνωμένο Βασίλειο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — J D Wetherspoon PLC κατά The Commissioners of Her Majesty's Revenue & Customs (Υπόθεση C-302/07) (Πρώτη και έκτη οδηγία περί ΦΠΑ - Αρχές της φορολογικής ουδετερότητας και της αναλογικότητας - Κανόνες για τη στρογγυλοποίηση των ποσών του ΦΠΑ - Μέθοδοι και επίπεδα στρογγυλοποιήσεως)

 

 

 

2009/C 102/06

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Αιτούν δικαστήριο

VAT and Duties Tribunal, London

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

J D Wetherspoon PLC

κατά

The Commissioners of Her Majesty's Revenue & Customs

Αντικείμενο

Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — VAT and Duties Tribunal, London — Ερμηνεία των άρθρων 11, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α', 12, παράγραφος 3, στοιχείο α' και 22, παράγραφος 3, στοιχείο β', της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ: Έκτη οδηγία του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49), και του άρθρου 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της πρώτης οδηγίας 67/227/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Απριλίου 1967, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 3) — Κανόνες για τη στρογγυλοποίηση του φόρου προστιθεμένης αξίας

Διατακτικό

1) Το κοινοτικό δίκαιο, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, δεν περιέχει καμία ειδική επιταγή όσον αφορά τη μέθοδο στρογγυλοποιήσεως των ποσών του φόρου προστιθέμενης αξίας. Ελλείψει ειδικής κοινοτικής ρυθμίσεως, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν τους κανόνες και τις μεθόδους στρογγυλοποιήσεως των ποσών του φόρου προστιθέμενης αξίας, τηρώντας, κατά τον καθορισμό αυτό, τις αρχές οι οποίες διέπουν το κοινό σύστημα του φόρου αυτού, ιδίως δε τις αρχές της φορολογικής ουδετερότητας και της αναλογικότητας. Ειδικότερα, το κοινοτικό δίκαιο, αφενός, δεν εμποδίζει την εφαρμογή ενός εθνικού κανόνα επιβάλλοντος τη στρογγυλοποίηση προς τα άνω των ποσών του φόρου προστιθέμενης αξίας, όταν το κλάσμα της οικείας μικρότερης νομισματικής μονάδας είναι ίσο ή μεγαλύτερο του 0,5, και, αφετέρου, δεν επιβάλλει να επιτρέπεται στους υποκειμένους στον φόρο να στρογγυλοποιούν προς τα κάτω το ποσό του φόρου προστιθεμένης αξίας όταν το ποσό αυτό περιέχει κλάσμα της μικρότερης εθνικής νομισματικής μονάδας.

 

  Στην περίπτωση πωλήσεως σε τιμή περιλαμβάνουσα φόρο προστιθέμενης αξίας, ελλείψει ειδικής κοινοτικής ρυθμίσεως, εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να καθορίζει, εντός των ορίων του κοινοτικού δικαίου, τηρώντας ιδίως τις αρχές της φορολογικής ουδετερότητας και της αναλογικότητας, το επίπεδο στο οποίο μπορεί ή πρέπει να πραγματοποιείται η στρογγυλοποίηση του ποσού του φόρου προστιθέμενης αξίας που περιέχει κλάσμα της μικρότερης εθνικής νομισματικής μονάδας.

 

  3)Δεδομένου ότι οι επιχειρηματίες που υπολογίζουν τις τιμές των αγαθών που πωλούν και των υπηρεσιών που παρέχουν περιλαμβάνοντας τον φόρο προστιθέμενης αξίας τελούν σε διαφορετική κατάσταση σε σχέση με αυτούς που διενεργούν το ίδιο είδος πράξεων σε τιμές χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας, ο πρώτοι δεν μπορούν να επικαλεσθούν την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας για να ζητήσουν να τους επιτραπεί να πραγματοποιούν και αυτοί τη στρογγυλοποίηση προς τα κάτω, σε επίπεδο σειράς προϊόντων ή συναλλαγής, των οφειλόμενων ποσών του φόρου προστιθέμενης αξίας.