ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ PEDRO CRUZ VILLALÓN της 12ης Ιουνίου 2012 (1) Υπόθεση C-617/10 Åklagaren κατά Hans Åkerberg Fransson [αίτηση του Haparanda tingsrätt (Σουηδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] «Πεδίο εφαρμογής του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 51 του Χάρτη – Εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από τα κράτη μέλη – Εθνικό καθεστώς που προβλέπει την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεως της νομοθεσίας περί ΦΠΑ – Άρθρο 50 του Χάρτη – Ne bis in idem ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης – Σώρευση διοικητικών και ποινικών κυρώσεων – Ορισμός της “ιδίας πράξεως” – Ερμηνεία του Χάρτη υπό το φως της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Άρθρο 4 του υπ’ αριθ. 7 πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Προσδιορισμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης βάσει των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των κρατών μελών»

 

 

 

Περιεχόμενα

I –   Εισαγωγή

II – Νομικό πλαίσιο

Α –   Το νομικό πλαίσιο της Ένωσης

Β –   Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Γ –   Εθνικό νομικό πλαίσιο

III – Τα πραγματικά περιστατικά και η κύρια δίκη

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

V –   Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου

Α –   Γενική προσέγγιση

  1. Μια αφηρημένη «κατάσταση»: «εφαρμογή» του δικαίουτης Ένωσης από τα κράτη μέλη
  2. Μια ερμηνευτική πρόταση: η σχέση κανόνα και εξαιρέσεως
  3. Μια βάση: ένα ειδικό συμφέρον της Ένωσης
  4. Ένα είδος επιχειρηματολογίας: οι κατηγορίες και οι ειδικές περιπτώσεις

Β –   Η απάντηση επί του συγκεκριμένου προβλήματοςτης αρμοδιότητας

  1. Το επίμαχο θεμελιώδες δικαίωμα
  2. Ένα ιδιαίτερο πεδίο ασκήσεως της δημόσιας εξουσίας:η εξουσία επιβολής κυρώσεων
  3. Η έκταση της μεταφοράς της ευθύνης για τη διασφάλισητης αρχής ne bis in idem από τα κράτη στην Ένωση
  4. Συμπέρασμα: μια περίπτωση που δεν συνιστά κατάσταση «εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης»

VI – Τα προδικαστικά ερωτήματα

Α –   Το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα

  1. Αναδιατύπωση και παραδεκτό
  2. Ανάλυση του δευτέρου, του τρίτου και του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

α)     Το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ και η νομολογία του ΕΔΔΑ επ’ αυτού

  1. i)     Υπογραφή και κύρωση του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7της ΕΣΔΑ
  2. ii)   Η νομολογία του ΕΔΔΑ επί του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ

β)     Η αρχή ne bis in idem στο δίκαιο της Ένωσης: το άρθρο 50του Χάρτη και η ερμηνεία του υπό το πρίσμα του άρθρου 4του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ.

  1. i)     Μια εν μέρει αυτοτελής ερμηνεία του άρθρου 50 του Χάρτη: όρια μιας ερμηνείας αποκλειστικά υπό το φως της ΕΣΔΑ
  2. ii)   Το άρθρο 50 του Χάρτη και η διπλή επιβολή διοικητικών και ποινικών κυρώσεων

γ)     Το άρθρο 50 του Χάρτη εφαρμοζόμενο επί της υποθέσεωςτης κύριας δίκης

Β –   Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα

  1. Το «σαφές έρεισμα» ως κριτήριο εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από το εθνικό δικαστήριο
  2. Το «σαφές έρεισμα» ως κριτήριο εφαρμογής του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το εθνικό δικαστήριο

VII – Πρόταση

I –    Εισαγωγή

  1. Η παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, παρά τη φαινομενική απλότητα της υποθέσεως που έχει ως αντικείμενο την επιβολή κυρώσεων λόγω παραβάσεως των φορολογικών υποχρεώσεων από αλιέα που αλιεύει στον κόλπο της Botnia, μας φέρει ενώπιον δυο ιδιαιτέρως ευαίσθητων προβλημάτων, καθώς και ενώπιον μιας σχετικά περίπλοκης καταστάσεως.
  2. Το πρώτο από τα προβλήματα αυτά αφορά το παραδεκτό της, αφού, λόγω του αναμφισβήτητα εσωτερικού χαρακτήρα της καταστάσεως που αποτελεί το αντικείμενο της υποθέσεως, η κρίση περί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να επιλύσει ένα ζήτημα θεμελιωδών δικαιωμάτων απαιτεί τον χαρακτηρισμό της υποθέσεως ως περιπτώσεως εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης από το κράτος μέλος, υπό την τρέχουσα έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).
  3. Το άλλο πρόβλημα, που είναι πρόβλημα ουσίας, αφορά την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem στην περίπτωση σωρεύσεως της εξουσίας επιβολής διοικητικών κυρώσεων και του ius puniendi του κράτους μέλους προκειμένου περί κολασμού της αυτής συμπεριφοράς, πράγμα το οποίο μας επανάγει, εν τελευταία αναλύσει, στο άρθρο 50 του Χάρτη.
  4. Η περιπλοκότητα απορρέει από το πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, στο πλαίσιο του οποίου το πρόβλημα, καθαυτό θεωρούμενο, φαίνεται συγκριτικώς πιο απλό από τα προηγούμενα. Το ερώτημα αφορά την έκταση εφαρμογής της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης σε σχέση με απαίτηση εθνικού δικαστηρίου τελευταίου βαθμού περί της υπάρξεως «σαφούς» ερείσματος ή ενδείξεως προκειμένου να μην εφαρμοστεί το εθνικό δίκαιο. Η περιπλοκότητα απορρέει από το γεγονός ότι, αφενός, το «σαφές έρεισμα» που απαιτείται φαίνεται να έχει πλέον παγιωθεί στην πλέον πρόσφατη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) και, αφετέρου, η εξέλιξη αυτή δεν απλοποιεί, αλλά αντιθέτως περιπλέκει την απάντηση επί της εκτάσεως εφαρμογής της αρχής ne bis in idem στο δίκαιο της Ένωσης.
  5. Ως προς το πρόβλημα του παραδεκτού, θα προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι στερείται αρμοδιότητας, διότι το κράτος μέλος δεν προβαίνει σε εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης υπό την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Φρονώ ότι, όπως θα επιχειρήσω να καταδείξω, το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από την προσεκτική εξέταση των περιστάσεων της υποθέσεως. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό, για τον σκοπό αυτό, το Δικαστήριο να πρέπει να αποδεχθεί ορισμένες από τις αναπτύξεις που προτείνω περί αυτής της vexata quaestio. Πρέπει να ομολογήσω ότι οι αναπτύξεις αυτές αποκλίνουν από τη μέχρι τούδε νομολογία του.
  6. Επικουρικώς, για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει εαυτό αρμόδιο να απαντήσει επί της ουσίας, θα προτείνω στο Δικαστήριο μια αυτοτελή ερμηνεία της αρχής ne bis in idem στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης. Όπως θα εκθέσω εν συνεχεία, ο κανόνας του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, ήτοι η διακήρυξη ότι η έννοια και η εμβέλεια των δικαιωμάτων του Χάρτη είναι «ίδιες» με τις αντίστοιχες της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΣΔΑ), δημιουργεί, στην περίπτωση της υπό εξέταση αρχής, ιδιότυπες δυσχέρειες.
  7. Τέλος, ως προς την απαίτηση να υπάρχει «σαφές έρεισμα» στην ΕΣΔΑ και στο δίκαιο της Ένωσης, θα προτείνω μια ερμηνεία συμβατή προς την αρχή της υπεροχής.

II – Νομικό πλαίσιο

Α –     Το νομικό πλαίσιο της Ένωσης

  1. Η αρχή ne bis in idem απαντά πλέον στο άρθρο 50 του Χάρτη το οποίο ορίζει τα εξής:

«Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο.»

  1. Το άρθρο 273 της οδηγίας 2006/112/EΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας αυτού (2) προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν και άλλες υποχρεώσεις που κρίνουν αναγκαίες για τη διασφάλιση της ορθής είσπραξης του ΦΠΑ και την αποφυγή της απάτης, με την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης των εσωτερικών πράξεων και των πράξεων που πραγματοποιούνται από υποκείμενους στον φόρο μεταξύ κρατών μελών και με την προϋπόθεση ότι οι υποχρεώσεις αυτές δεν οδηγούν, στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, σε διατυπώσεις που συνδέονται με τη διέλευση συνόρων.

[…]»

Β –     Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

  1. Το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που επιγράφεται «Δικαίωμα κάθε προσώπου να μη δικάζεται ή τιμωρείται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα», ορίζει τα εξής:

«1. Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου κράτους, για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με τον νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους αυτού.

  1. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εμποδίζουν την επανάληψη της δίκης, σύμφωνα με τον νόμο και την ποινική δικονομία του οικείου κράτους, αν υπάρχουν νέα ή άρτι αποκαλυφθέντα πραγματικά περιστατικά ή η προηγηθείσα διαδικασία πάσχει ουσιώδες ελάττωμα που μπορεί να επηρεάσει την έκβαση της δίκης.
  2. Καμία απόκλιση από αυτό το άρθρο δεν επιτρέπεται με βάση το άρθρο 15 της Σύμβασης.»

Γ –     Εθνικό νομικό πλαίσιο

  1. Τα άρθρα 1 και 4 του κεφαλαίου 5 του Taxeringslagen (νόμου περί φορολογικών εσόδων, 1990:324) περιλαμβάνουν τις βασικές διατάξεις που διέπουν το καθεστώς των προσαυξήσεων φόρου στη Σουηδία:

«Άρθρο 1

Εάν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ο υποκείμενος στον φόρο παρέσχε ψευδή στοιχεία, κατ’ άλλον πλην προφορικώς τρόπο, για τους σκοπούς του, του επιβάλλεται ειδική επιβάρυνση (προσαύξηση φόρου). Το ίδιο ισχύει όταν ο υποκείμενος στον φόρο παρέσχε τέτοια στοιχεία κατά την εκδίκαση φορολογικής υποθέσεως και τα στοιχεία δεν έγιναν δεκτά μετά από εξέταση της υποθέσεως επί της ουσίας.

Ένα στοιχείο θεωρείται ψευδές αν προκύπτει σαφώς ότι το στοιχείο που παρέσχε ο υποκείμενος στον φόρο είναι ανακριβές ή ότι ο υποκείμενος στον φόρο παρέλειψε ένα στοιχείο για τους σκοπούς του προσδιορισμού του φόρου το οποίο ήταν υποχρεωμένος να παράσχει. Ωστόσο, ένα στοιχείο δεν μπορεί να θεωρηθεί ψευδές, αν το στοιχείο, μαζί με άλλα στοιχεία που παρασχέθηκαν, συνιστά επαρκή βάση για την έκδοση ορθής αποφάσεως. Ένα στοιχείο ομοίως δεν θεωρείται ψευδές, αν είναι τόσο παράλογο που προφανώς δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τη λήψη αποφάσεως.

Άρθρο 4

Εάν έχει παρασχεθεί ψευδές στοιχείο, η προσαύξηση φόρου ανέρχεται στο 40 % του φόρου που διαλαμβάνεται στο κεφάλαιο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, σημεία 1 έως 5 και ο οποίος, εάν το ψευδές στοιχείο είχε γίνει δεκτό, δεν θα είχε επιβληθεί στον υποκείμενο στον φόρο ή στον σύζυγό του. Όσον αφορά τον φόρο προστιθεμένης αξίας, η προσαύξηση φόρου είναι 20 % του φόρου που θα είχε αχρεωστήτως πιστωθεί στον υποκείμενο στο φόρο.

Η προσαύξηση φόρου ανέρχεται στο 10 % ή, όσον αφορά τον φόρο προστιθέμενης αξίας, στο 5 %, αν τα ψευδή στοιχεία έχουν διορθωθεί ή θα μπορούσαν να είχαν διορθωθεί με τη βοήθεια των στοιχείων του ελέγχου τα οποία συνήθως διαθέτει η Skatteverket, καθώς και τα οποία ήσαν διαθέσιμα στη Skatteverket πριν από το τέλος του Νοεμβρίου του φορολογικού έτους.

[...]»

  1. Τα άρθρα 2 και 4 του Skattebrottslagen (νόμου περί φορολογικών αδικημάτων, 1971:69) περιλαμβάνουν τις ποινικές διατάξεις που εφαρμόζονται επί φορολογικής απάτης και προβλέπουν τα εξής:

«Άρθρο 2

Όποιος παρέχει, κατ’ άλλον πλην προφορικώς τρόπο, εκ προθέσεως ψευδή στοιχεία στις αρχές ή παραλείπει να υποβάλει στις αρχές δηλώσεις, δηλώσεις εισοδήματος ή άλλα απαιτούμενα στοιχεία και έτσι δημιουργεί τον κίνδυνο αποφυγής καταβολής του φόρου στο Δημόσιο ή εσφαλμένης πιστώσεως φόρου ή εσφαλμένης επιστροφής φόρου σε αυτόν ή σε τρίτους, τιμωρείται για φορολογικό αδίκημα με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

Άρθρο 4

Εάν το αδίκημα που διαλαμβάνεται στο άρθρο 2 πρέπει να θεωρηθεί σοβαρό, επιβάλλεται ποινή για σοβαρό φορολογικό αδίκημα τουλάχιστον έξι μηνών και μέχρι έξι ετών.

Για να προσδιοριστεί αν το αδίκημα είναι σοβαρό, πρέπει να λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη το αν πρόκειται για πολύ μεγάλα ποσά, αν ο δράστης χρησιμοποίησε πλαστά έγγραφα ή παραπλανητικούς λογαριασμούς ή αν η συμπεριφορά αποτελούσε μέρος εγκληματικής δραστηριότητας που διαπράχθηκε συστηματικά ή ήταν μεγάλης κλίμακας ή άλλως ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη.»

III – Τα πραγματικά περιστατικά και η κύρια δίκη

  1. Ο Η. Å. Fransson είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας που έχει ως κύρια δραστηριότητά του την αλιεία και την πώληση ασπρόψαρων (coregonus albula). Η αλιευτική δραστηριότητά του πραγματοποιείται στον ποταμό Kalix, μολονότι τα αλιεύματά του διατίθενται προς πώληση τόσο στη Σουηδία όσο και στη Φινλανδία.
  2. Η σουηδική φορολογική αρχή προσάπτει στον Η. Å. Fransson ότι παρέβη τις υποχρεώσεις του περί παροχής φορολογικών στοιχείων κατά τα οικονομικά έτη 2004 και 2005, με αποτέλεσμα την απώλεια φορολογικών εσόδων προερχόμενων από διάφορους φόρους. Όσον αφορά τον υπολογισμό του ΦΠΑ για τα προαναφερθέντα οικονομικά έτη, οι σουηδικές αρχές υπολογίζουν ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Η. Å. Fransson είχαν ως συνέπεια για το σουηδικό Δημόσιο απώλεια εσόδων ύψους 60 000 σουηδικών κορωνών (SEK) κατά το οικονομικό έτος 2004, και 87 550 SEK κατά το οικονομικό έτος 2005.
  3. Στις 24 Μαΐου 2007, και κατ’ εφαρμογήν της σουηδικής φορολογικής ρυθμίσεως περί επιβολής κυρώσεων, το Skatteverket επέβαλε στον Η. Å. Fransson πρόστιμο, υπό τη μορφή επιβαρύνσεως, λόγω των διαπραχθεισών φορολογικών παραβάσεων κατά το οικονομικό έτος 2004, εκ του ποσού δε του ως άνω προστίμου ποσό 4 872 SEK αφορούν την παράβαση σχετικά με τον ΦΠΑ. Όσον αφορά το οικονομικό έτος 2005, το Skatteverket επέβαλε άλλο πρόστιμο, εκ του ποσού δε του ως άνω προστίμου ποσό 3 255 SEK αφορούν την παράβαση σχετικά με τον ΦΠΑ. Προσφυγή δεν ασκήθηκε ούτε κατά του προστίμου για το οικονομικό έτος 2004 ούτε κατ’ αυτού για το οικονομικό έτος 2005, οπότε κατέστησαν απρόσβλητα στις 31 Δεκεμβρίου 2010 και στις 31 Δεκεμβρίου 2011, αντιστοίχως.
  4. Στις 9 Ιουνίου 2009, κατόπιν αιτήματος της εισαγγελίας, το Haparanda tingsrätt άσκησε ποινική δίωξη κατά του Η. Å. Fransson. Η εισαγγελία κατηγορεί τον Η. Å. Fransson για τη διάπραξη του εγκλήματος της φοροδιαφυγής κατά τα φορολογικά έτη 2004 και 2005. Κατά την εισαγγελία, η παράβαση των υποχρεώσεων περί παροχής φορολογικών στοιχείων, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων για τον ΦΠΑ, είχε ως συνέπεια σημαντική απώλεια φορολογικών εσόδων που δικαιολογούσε την άσκηση ποινικής διώξεως. Βάσει των άρθρων 2 και 4 του Skattebrottslagen, η εγκληματική πράξη που προσάπτεται στον Η. Å. Fransson τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή έως έξι έτη.
  5. Βάσει των όσων παραθέτει το αιτούν δικαστήριο, τα γεγονότα επί των οποίων ερείδεται το κατηγορητήριο της εισαγγελικής αρχής είναι τα ίδια με αυτά επί των οποίων στηρίχθηκε η διοικητική κύρωση που επέβαλε το Skatteverket στις 24 Μαΐου 2007.
  6. Στις 23 Δεκεμβρίου 2010 η Haparanda Tingsrätt ανέστειλε την ποινική δίκη κατά του Η. Å. Fransson εκτιμώντας ότι η υπόθεση άπτεται του δικαίου της Ένωσης και, συγκεκριμένα, του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο κατοχυρώνει το θεμελιώδες δικαίωμα ne bis in idem.

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

  1. Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως του Haparanda Tinsgrätt πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Δεκεμβρίου 2010, τα δε υποβαλλόμενα ερωτήματα έχουν ως εξής:

«1.      Κατά το σουηδικό δίκαιο, η δυνατότητα εθνικού δικαστηρίου να μην εφαρμόζει εθνικές διατάξεις για τις οποίες υπάρχει υπόνοια ότι παραβιάζουν την αρχή ne bis in idem του άρθρου 4 του πρόσθετου πρωτοκόλλου αριθ. 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως, της 4ης Νοεμβρίου 1950, για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), και συνεπώς υπόνοια ότι παραβαίνουν επίσης το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαρτάται από την ύπαρξη σαφούς περί τούτου ερείσματος στην ΕΣΔΑ ή στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου [των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου]. Είναι μια τέτοια προϋπόθεση της εθνικής νομοθεσίας για τη μη εφαρμογή εθνικών διατάξεων σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα προς τις γενικές αρχές του, μεταξύ άλλων της υπεροχής και του άμεσου αποτελέσματος του δικαίου της Ένωσης;

  1. Εμπίπτει το παραδεκτό της ποινικής δίωξης για φορολογικό αδίκημα στην αρχή ne bis in idem του άρθρου 4 του πρόσθετου πρωτοκόλλου αριθ. 7 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 50 του Χάρτη, όταν συγκεκριμένη χρηματική κύρωση (επιβολή προσαύξησης φόρου) έχει προηγουμένως επιβληθεί στον κατηγορούμενο στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας για την ίδια πράξη παροχής ψευδών στοιχείων;
  2. Επηρεάζεται η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα από το γεγονός ότι πρέπει να υπάρχει συντονισμός των εν λόγω κυρώσεων κατά τρόπον ώστε τα ποινικά δικαστήρια να δύνανται να μειώσουν την ποινή στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, για τον λόγο ότι έχει επιβληθεί επίσης προσαύξηση φόρου λόγω της ίδιας πράξης παροχής ψευδών στοιχείων;
  3. Υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να επιτρέπεται, εντός του πεδίου εφαρμογής της αρχής ne bis in idem που μνημονεύθηκε στο δεύτερο ερώτημα, να αποφασισθεί η επιβολή πρόσθετων κυρώσεων στο πλαίσιο νέας διαδικασίας που αφορά την ίδια πράξη, η οποία έχει εξεταστεί και έχει οδηγήσει σε απόφαση περί επιβολής κυρώσεων στον αυτουργό. Αν στο δεύτερο ερώτημα δοθεί καταφατική απάντηση, πληρούνται οι βάσει της αρχής ne bis in idem προϋποθέσεις για την επιβολή πλειόνων κυρώσεων σε χωριστές διαδικασίες, όταν κατά τη μεταγενέστερη διαδικασία διενεργείται νέα και αυτοτελής σε σχέση με την προγενέστερη διαδικασία εξέταση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως;
  4. Το σουηδικό σύστημα της επιβολής προσαυξήσεως φόρου και της εξετάσεως της ποινικής ευθύνης για φορολογικό αδίκημα σε χωριστές διαδικασίες αιτιολογείται από μια σειρά από λόγους γενικού συμφέροντος, οι οποίοι περιγράφονται λεπτομερέστερα στη συνέχεια. Αν στο δεύτερο ερώτημα δοθεί καταφατική απάντηση, είναι ένα σύστημα όπως το σουηδικό σύμφωνο προς την αρχή ne bis in idem, σε περίπτωση που θα μπορούσε να θεσπιστεί ένα σύστημα το οποίο δεν θα ενέπιπτε στην αρχή ne bis in idem, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποκλειστεί ούτε η επιβολή προσαυξήσεως φόρου ούτε η καταδίκη για φορολογικό αδίκημα, με μεταφορά, στις περιπτώσεις που στοιχειοθετείται η ευθύνη για φορολογικό αδίκημα, της αρμοδιότητας επιβολής προσαυξήσεως φόρου από τη Skatteverket, καθώς και, κατά περίπτωση, από τα διοικητικά δικαστήρια στα ποινικά δικαστήρια, συνδέοντάς τη με την εξέταση της κατηγορίας για φορολογικό αδίκημα;»
  5. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν το Βασίλειο της Σουηδίας, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, το Βασίλειο της Δανίας, η Τσεχική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Αυστρίας και η Δημοκρατία της Ιρλανδίας, καθώς και η Επιτροπή.
  6. Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη στις 24 Ιανουαρίου 2012, ανέπτυξαν δε σε αυτήν προφορικά τις παρατηρήσεις τους οι εκπρόσωποι του Η. Å. Franssοn, οι εκπρόσωποι της Τσεχικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Δανίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Επιτροπής.

V –    Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου

  1. Τόσο τα κράτη που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις (πλην της Αυστρίας) όσο και τα κράτη που ανέπτυξαν προφορικά μόνον τις παρατηρήσεις τους (Γερμανία και Γαλλία), καθώς και η Επιτροπή, εκτιμούν, όπως και η εισαγγελική αρχή στην παρούσα υπόθεση, ότι η απάντηση στο πρόβλημα που θέτει η διασφάλιση της αρχής ne bis in idem δεν μπορεί να αναζητηθεί στο δίκαιο της Ένωσης ούτε μπορεί να ζητηθεί μια τέτοια απάντηση από το Δικαστήριο. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 50 του Χάρτη δεν έχει εφαρμογή στο επίμαχο ζήτημα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συχνά παρακάμπτεται η συζήτηση για το πρόβλημα επί της ουσίας, ήτοι αυτό που αφορά το περιεχόμενο και την έκταση εφαρμογής της εν λόγω αρχής στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, με συνέπεια την υποτυπώδη διαπραγμάτευσή του.
  2. Το ζήτημα που κυριάρχησε στη συζήτηση ήταν αναμφίβολα η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, υπό την προεκτεθείσα έννοια. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καλείται εκ νέου να εξετάσει μια προβληματική στο πλαίσιο της οποίας το αίτημα για σαφή κριτήρια δυνάμενα να οριοθετήσουν την εμβέλεια της εκφράσεως «εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από τα κράτη μέλη» μπορεί να παραλληλιστεί μόνο με τη δυσχέρεια ικανοποιήσεως του αιτήματος αυτού (3).
  3. Στις αναπτύξεις που ακολουθούν προτίθεμαι απλώς να υποβάλω στην εκτίμηση του Δικαστηρίου ορισμένες σκέψεις που συμπληρώνουν τις πολλές και ποικίλες προσεγγίσεις που έχουν διατυπωθεί εσχάτως, μεταξύ άλλων, από τους γενικούς εισαγγελείς (4). Φρονώ ότι η παρούσα υπόθεση δίδει λαβή να διατυπωθούν ορισμένα επιχειρήματα τα οποία μπορούν να συμβάλουν στο έργο μιας νομολογιακής κατασκευής που δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί εν μία νυκτί.

Α –      Γενική προσέγγιση

  1. Μια αφηρημένη «κατάσταση»: «εφαρμογή» του δικαίου της Ένωσης από τα κράτη μέλη
  2. Όπως προελέχθη, το βασικό επιχείρημα επί του οποίου συμφωνούν άπαντες οι μετέχοντες στη διαδικασία είναι ότι δεν συντρέχει η περίσταση ή η απαίτηση που διατυπώνεται πλέον κατηγορηματικά στο άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, το οποίο ορίζει ότι οι διατάξεις του απευθύνονται στα κράτη μέλη «μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης». Η σχέση της διατυπώσεως αυτής προς το μέχρι τούδε αποκλειστικά νομολογιακό έρεισμα του κανόνα αυτού καθίσταται σαφής με την αντίστοιχη εξήγηση του Χάρτη (5). Οι εξηγήσεις, όποια αξία και αν έχουν, καταδεικνύουν ότι υπάρχει συνέχεια και όχι αντίθεση μεταξύ της εν λόγω νομολογίας και της εφαρμογής της μέσω του Χάρτη. Ορθώς κατά την άποψή μου με ορισμένες όμως διευκρινήσεις.
  3. Ανεξαρτήτως τούτου, από της αρχικής διακηρύξεως του Χάρτη στη Νίκαια πληθύνθησαν οι αναλύσεις που υποστηρίζουν ότι υπάρχει αντίθεση μεταξύ αυτής της νομολογίας του Δικαστηρίου, όπως αυτή διατυπώθηκε το 2000 ή το 2007 (6), και της προπαρατεθείσας διατυπώσεως. «Εφαρμογή» (ως κατηγορία βάσει του Χάρτη) και «πεδίο εφαρμογής» (ως νομολογιακή κατηγορία) παρουσιάστηκαν ως οι έννοιες που συνοψίζουν το εν λόγω δίπολο (7).
  4. Στο σημείο αυτό φρονώ ότι θα ήταν εποικοδομητικό να εξεταστούν οι διάφορες διατυπώσεις που χρησιμοποιούνται ως μη διαφοροποιούμενες από ουσιαστικής απόψεως. Είναι σαφές ότι μεταξύ των μεν και των δε ενδέχεται να υπάρχουν ορισμένες παραλλαγές. Ωστόσο, το περίγραμμά τους εξακολουθεί να είναι ασαφές. Ειδικότερα, οι δυο προαναφερθείσες διατυπώσεις αφορούν, κατά την άποψή μου, καταστάσεις στις οποίες υφίσταται σε κάθε περίπτωση περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών και, επομένως, η ενδεχόμενη προσβολή του δικαιώματος δεν μπορεί ευλόγως να καταλογιστεί στην Ένωση, η δε παρουσία του δικαίου της Ένωσης στη δεδομένη κατάσταση είναι αρκούντως έντονη ώστε να είναι δικαιολογημένος ο έλεγχος της συμβατότητάς της προς το δίκαιο της Ένωσης και, ως εκ τούτου, από το Δικαστήριό της.
  5. Τούτο σημαίνει, προ πάντων, ότι η νομιμότητα του ελέγχου, στην περίπτωση που δεν υπάρχει διακριτική ευχέρεια (για να είμαι σαφής: η περίπτωση της υποθέσεως Bosphorus) (8), δεν τίθεται βεβαίως εν αμφιβόλω. Πρόκειται για καταστάσεις περισσότερο αναπαραγωγήςπαρά εφαρμογής.
  6. Εν πάση περιπτώσει, η κατάσταση της «εφαρμογής» είναι κατ’ ουσίαν συγκεχυμένη όσον αφορά την κατανομή αρμοδιοτήτων για την κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Άπαξ γίνει δεκτή η αρχή ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αυτοτελείςσε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό εκδηλώσεις της δημόσιας εξουσίας των κρατών μελών πρέπει να περιορίζονται από τα θεμελιώδη δικαιώματα όπως αυτά ισχύουν στην Ένωση και ερμηνεύονται αυθεντικά από το Δικαστήριο, το ζήτημα που τίθεται ευθέως είναι αυτό της εκτάσεως εφαρμογής της εν λόγω αρχής.
  7. Κατά την άποψή μου, το ερώτημα αυτό περί των περιπτώσεων στις οποίες επιβάλλεται ο «κεντρικός» έλεγχος της δράσεως των κρατών μελών, όσον αφορά τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, έχει απαντηθεί από το Δικαστήριο χωριστά σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πράγμα το οποίο παρέσχε τη δυνατότητα να προσδιοριστεί ένας μικρός αριθμός «καταστάσεων», απολύτως γνωστών, κατ’ επανάληψη σχολιασμένων, οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο διαφορετικών αξιολογήσεων (9).
  8. Εν πάση περιπτώσει, ίσως λόγω αυτής της απολύτως συγκεκριμένης αφετηρίας της νομολογίας, ουδέποτε υπήρξε μια πραγματικά στέρεη επιχειρηματολογία, δυνάμενη δηλαδή να αναπτυχθεί επί μιας θεωρητικής βάσεως. Οι λόγοι ενδέχεται να ποικίλλουν, πλην όμως δεν είναι η στιγμή να τους εξετάσω.
  9. Επίσης, δεν δόθηκαν αναλυτικότερες εξηγήσεις ούτε με την απόφαση ΕΡΤ η οποία φαίνεται ότι αποτέλεσε τη βάση μεταξύ του προσδιορισμού μιας κατά το μάλλον ή ήττον καθορισμένης «καταστάσεως» (κατάργηση των ελευθεριών) και της μεταβάσεως στη γενική προϋπόθεση που θα κατέληγε να παγιωθεί: «πεδίο», «πεδίο εφαρμογής», «εφαρμογή», πάντοτε του δικαίου της Ένωσης.
  10. Η αφηρημένη περιγραφή του υπό εξέταση φαινομένου με οδηγεί στην άποψη ότι κοινό χαρακτηριστικό των διαφόρων διατυπώσεων που χρησιμοποιούνται είναι η απαίτηση παρουσίαςτου δικαίου της Ένωσης στην αφετηρία της ασκήσεως της δημόσιας εξουσίας: παρουσία, πρέπει να συμπληρώσω, ρυθμιστική, ήτοι με δυνατότητα να προσδιορίσει ή να επηρεάσει κατά το μάλλον ή ήττον το περιεχόμενο των εν λόγω εκδηλώσεων της δημόσιας εξουσίας στο κράτος μέλος. Ωστόσο, «παρουσία» δεν σημαίνει «προκαθορισμό», στον βαθμό που δεν ανακύπτουν ζητήματα ως προς το περιεχόμενο της δεύτερης αυτής έννοιας (10).
  11. Τέλος, καμία από τις προαναφερθείσες διατυπώσεις («πεδίο», «πεδίο εφαρμογής», «εφαρμογή»), καθ’ εαυτήν λαμβανόμενη, δεν μπορεί να περιορίσει το εύρος αυτής της διακηρύξεως αρχής. Υπό το πρίσμα αυτό, ελάχιστη σχέση έχουν προς την έννοια της lex stricta, στην περίπτωση κατά την οποία η προϋπόθεση αυτή εφαρμόζεται επ’ αυτών. Αντιθέτως, συγκεντρώνουν όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κάθε ουσιαστικά ανοικτής διατυπώσεως. Επίσης το ίδιο το επίμαχο επίρρημα «μόνον» του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό: ενδεχομένως υποδηλώνει κάποιου είδους προφύλαξη έναντι μιας ερμηνείας επεκτεινόμενης προς το μέλλον, ενδεχομένως εκφράζει μια αισιόδοξη αντίληψη περί της ικανότητος σημασιολογικών υποδηλώσεων του ρήματος «εφαρμόζω».
  12. Μια ερμηνευτική πρόταση: η σχέση κανόνα και εξαιρέσεως
  13. Κατά την άποψή μου, στο πλαίσιο μιας ορθής ερμηνείας της βασικής συνταγματικής δομής του συνόλου που αποτέλεσαν η Ένωση και τα κράτη, αυτό που έχει χαρακτηριστεί ως ευρωπαϊκή «Verfassungsverbund» (11), ο έλεγχος εκείνων των πράξεων των αρχών των κρατών μελών που δεν προκαθορίζονται ως προς το περιεχόμενό τους από την ιδιότητα του οικείου κράτους ως κράτους μέλους απόκειται, κατά κανόνα, στα ίδια τα κράτη στο πλαίσιο της συνταγματικής οργανώσεώς τους και των διεθνών υποχρεώσεων που έχουν αναλάβει.
  14. Ωστόσο, ο κανόνας αυτός έχει μια εξαίρεση που έχει αποκτήσει αναμφισβήτητη βαρύτητα και έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις στις οποίες οι εθνικές αρχές προβαίνουν σε εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου όπως αυτό έχει πλέον διατυπωθεί στον Χάρτη. Η αντίληψη της διαλεκτικής σχέσεως μεταξύ των δύο περιπτώσεων υπό την έννοια του κανόνα και της εξαιρέσεως εξακολουθεί, κατά την άποψή μου, να είναι δικαιολογημένη.
  15. Η συνέπεια είναι ότι η κατοχύρωση σε επίπεδο Ένωσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων έναντι τυχόν προσβολής τους από τις αρχές των κρατών πρέπει να εξετάζεται υπό όρους μετατοπίσεως,υπό την έννοια της μεταφοράς της αρχικής ευθύνης για την κατοχύρωση των εν λόγω δικαιωμάτων από τα κράτη στην Ένωση.
  16. Βεβαίως, το περιεχόμενο του δικαίου της Ένωσης αποτελεί μια πραγματικότητα που μεταβάλλεται συν τω χρόνω, και αυτή η μεταβολή καθορίζει αναποφεύκτως και ευλόγως το εύρος της εξαιρέσεως. Ωστόσο, η αρχή, καθ’ εαυτήν θεωρούμενη και στον βαθμό που ο όρος «Verfassungsverbund» χρησιμοποιείται για τη συνταγματική περιγραφή της Ένωσης, αποτελεί, από απόψεως δομής, μια εξαίρεση σε έναν κανόνα. Τυχόν ερμηνεία της εξαιρέσεως αυτής συνεπαγόμενη δυνατότητα μετατροπής της σε κανόνα θα ερχόταν, κατά την άποψή μου, σε αντίθεση προς την προεκτεθείσα βασική ιδέα.
  17. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, φρονώ ότι η βασική, καίτοι απροσδιόριστη, ιδέα ότι τα κράτη μέλη υπόκεινται στον Χάρτη «όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης» απαιτεί στις περιπτώσεις αυτές μια συμπληρωματική προσπάθεια εξορθολογισμού εκ μέρους των δικαστηρίων της Ένωσης. Αυτή η προσπάθεια αποτελεί προ πολλού ζητούμενο, χωρίς να λείπουν προτάσεις από την επιστημονική θεωρία (12).
  18. Μια βάση: ένα ειδικό συμφέρον της Ένωσης
  19. Κατά την άποψή μου, η αρμοδιότητα της Ένωσης για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων έναντι πράξεων των κρατών μελών εφαρμοστικών του δικαίου της πρέπει να εξηγηθεί με αφετηρία το ειδικό συμφέρον της Ένωσης να προσαρμόζεται η άσκηση της εξουσίας των κρατών μελών στον τρόπο με τον οποίο η Ένωση αντιλαμβάνεται τα θεμελιώδη δικαιώματα. Το γεγονός και μόνον ότι η άσκηση αυτή πηγάζει εν τελευταία αναλύσει από το δίκαιο της Ένωσης δεν είναι καθαυτό επαρκές προκειμένου να θεωρηθεί ότι συντρέχει περίπτωση «εφαρμογής».
  20. Τέλος, θεωρώ ότι είναι θεμιτό, σε περιπτώσεις που δυσχερώς μπορούν να προσδιοριστούν εκ των προτέρων, να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα το συμφέρον της Ένωσης να ασκήσει την επιρροή της για να υπερισχύσει ο δικός της τρόπος ερμηνείας του θεμελιώδους δικαιώματος έναντι της ερμηνείας που προτείνει καθένα από τα κράτη μέλη, όπως προελέχθη. Αυτό το συμφέρον της Ένωσης στηρίζεται πρωτίστως στην παρουσία ή ακόμη και στην υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι του εθνικού δικαίου σε κάθε περίπτωση. Εν τελευταία αναλύσει, πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες η νομιμότητα της ευρωπαϊκής res publica ενδέχεται να διακυβεύεται και η εκτίμηση αυτή πρέπει να τύχει της δέουσας απαντήσεως.
  21. Ένα είδος επιχειρηματολογίας: οι κατηγορίες και οι ειδικές περιπτώσεις
  22. Ουσιαστικά, το Δικαστήριο έχει μια πρωταρχική αποστολή αιτιολογήσεως και, ειδικότερα, να προτείνει κανόνες που να υπηρετούν τη νομιμότητα κάθε δικαιοδοτικής δραστηριότητας.
  23. Επομένως, η κατηγορία «εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης» ως έρεισμα για τον έλεγχο, υπό το πρίσμα του δικαίου των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της δραστηριότητας των εθνικών αρχών απαιτεί, κατά την άποψή μου, μια νομολογία η οποία να συμπληρώνει και, σε τελευταία ανάλυση, να καθιστάσαφέστερη μια πρωτεϊκή διατύπωση όπως είναι η επίμαχη εν προκειμένω.
  24. Πιο συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η επίκληση και μόνο μιας συγκεκριμένης νομικής καταστάσεως όπως είναι αυτή της «εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης» ή η απλή διαπίστωσή της δεν φαίνεται επαρκής οφείλεται, κατά την άποψή μου, στο γεγονός ότι αυτή η κατάσταση κρύπτει την απουσία ενός στοιχείου ή ενός παράγοντα με τη βοήθεια του οποίου μπορεί να χαρακτηριστείμια κατάσταση που γίνεται αντιληπτή με τον τρόπο αυτόν. Εν τελευταία αναλύσει, η προηγούμενη εκτίμηση ισοδυναμεί με αίτημα ρητής αιτιολογήσεως, εν πάση περιπτώσει σε μεγαλύτερο βαθμό τεκμηριωμένης σε σχέση με τη μέχρι τούδε παρεχόμενη, των περιπτώσεων στις οποίες πρέπει να μεταφερθεί από τα κράτη μέλη στην Ένωση το καθήκον και η ευθύνη της διασφαλίσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
  25. Ταυτοχρόνως, έστω και αν τούτο φαίνεται παράδοξο, φρονώ ότι επιβάλλεται να ενισχυθεί εκ παραλλήλου ο έλεγχος των χαρακτηριστικών της υποθέσεως, εν τελευταία αναλύσει της ορθώς νοούμενης περιπτωσιολογίας. Συγκεκριμένα, το ζήτημα εάν μια δεδομένη κατάσταση πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει συχνά να αποτελεί το αποτέλεσμα σταθμίσεως διαφόρων παραγόντων που χαρακτηρίζουν την υπόθεση. Συναφώς, όσο περιορισμένος είναι ο νομολογιακός ορισμός των περιπτώσεων μεταφοράς ευθύνης τόσο πρέπει να αυξάνεται η προσοχή που επιδεικνύει ο δικαστής στις περιστάσεις της υποθέσεως.
  26. Εν συνόψει, φρονώ ότι η έννοια μιας τόσο ανοικτής ρήτρας όσο είναι αυτή του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη απαιτεί τον ουσιαστικό καθορισμό της εννοίας της. Τούτο πρέπει να γίνεται, πρώτον, μέσω του καθορισμού των διαφόρων καταστάσεων στις οποίες η μεταφορά της διασφαλίσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων από τα κράτη προς την Ένωση μπορεί, κατ’ αρχήν, να δικαιολογηθεί. Δεύτερον, φρονώ ότι η εκτίμηση των συγκεκριμένων περιστάσεων κάθε υποθέσεως πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα μιας τελικής και οριστικής δικανικής κρίσεως επί του κατά πόσον είναι η Ένωση ή τα κράτη που φέρουν την ευθύνη της διασφαλίσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Β       Η απάντηση επί του συγκεκριμένου προβλήματος της αρμοδιότητας

  1. Εάν επιχειρηθεί η εφαρμογή των ως άνω προτάσεων επί της υπό κρίση υποθέσεως, φρονώ ότι πρέπει να εξεταστεί κατ’ αρχάς το οικείο θεμελιώδες δικαίωμα της Ένωσης και η δράση των αρχών των κρατών, που θα πρέπει να αναλυθεί υπό το πρίσμα του εν λόγω δικαιώματος, προτού εξεταστεί ο βαθμός συνάφειας που τους συνδέει.
  2. Το επίμαχο θεμελιώδες δικαίωμα
  3. Συναφώς, προτείνω να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε μια εκτίμηση συστηματικού χαρακτήρα η οποία ωστόσο μπορεί να κατευθύνει τη συλλογιστική. Πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η αρχή ne bis in idem πηγάζει πλέον από τον Χάρτη και, συγκεκριμένα, από το άρθρο 50. Μολονότι συνυπάρχει με τα λοιπά στοιχεία που απαρτίζουν το άρθρο 6 ΣΕΕ, η κωδικοποίηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης έχει ιδιαίτερες συνέπειες. Ειδικότερα, ο Χάρτης αναδεικνύει ορισμένες «εννοιολογικές συνάφειες» (Sinnzusammenhänge) οι οποίες, στο πλαίσιο ενός συστήματος δικαιωμάτων που έχει κατ’ ουσίαν νομολογιακό χαρακτήρα, μένουν στην αφάνεια.
  4. Ακόμη πιο συγκεκριμένα, το σύστημα του Χάρτη περιπλέκει σε σημαντικό βαθμό την καθιέρωση διαφορετικής μεταχειρίσεως μεταξύ της εγγυήσεως του άρθρου 50 και των πολυάριθμων λοιπών ουσιαστικών και τυπικών εγγυήσεων που προβλέπουν τα άρθρα του τίτλου VI του Χάρτη, ήτοι τα άρθρα 47 έως 50, που επιγράφονται «Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου» (άρθρο 47), «Τεκμήρια αθωότητας και δικαιώματα της υπεράσπισης» (άρθρο 48), «Αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας αξιοποίνων πράξεων και ποινών» (άρθρο 49).
  5. Ένα ιδιαίτερο πεδίο ασκήσεως της δημόσιας εξουσίας: η εξουσία επιβολής κυρώσεων
  6. Ως αφετηρία πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο τομέας, που τόσο συχνά αναγνωρίζεται ως τέτοιος, της ασκήσεως της εξουσίας επιβολής κυρώσεων των κρατών μελών με επαρκή αιτίαστο δίκαιο της Ένωσης διαθέτει ερείσματα που δεν μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω όσον αφορά το συμφέρον της Ένωσης.
  7. Η συγκεκριμένη συνάφεια αφορά την «εξουσία επιβολής κυρώσεων» των κρατών που έχει ως πρώτη αφετηρία της το δίκαιο της Ένωσης για την οποία η νομολογία έχει διατυπώσει ουκ ολίγους κανόνες, όπως τούτο υπομνήσθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Έτσι, το Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη αποφανθεί ότι η εξουσία επιβολής κυρώσεων των κρατών μελών πρέπει να ασκείται συμφώνως προς τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, του οποίου η ερμηνεία ανήκει αποκλειστικά, όπως είναι φυσικό, στο Δικαστήριο (13). Ωστόσο, δυσκόλως μπορεί να μη θεωρηθεί ότι αυτές οι γενικές αρχές περιλαμβάνουν πλέον τα θεμελιώδη δικαιώματα όπως αυτά παρατίθενται στον Χάρτη.
  8. Η έκταση της μεταφοράς της ευθύνης για τη διασφάλιση της αρχής ne bis in idem από τα κράτη στην Ένωση
  9. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ερώτημα είναι το εξής: πρέπει να θεωρηθεί αυτό το αίτημα για τήρηση των εν λόγω αρχών, κατά την άσκηση της εξουσίας επιβολής κυρώσεων, ως διακήρυξη της γενικής μεταφοράς προς τα δικαστήρια της Ένωσης όλων των εγγυήσεων που αναφέρθηκαν αρχικώς, οι οποίες, από κοινού με την αρχή ne bis in idem, αποτελούν τον τίτλο VI του Χάρτη;
  10. Κατά την άποψή μου, η κατασταλτική δραστηριότητα των κρατών που έλκει την καταγωγή της από το δίκαιο της Ένωσης αποτελεί αρχή που νομιμοποιεί τη μεταφορά της ευθύνης για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων. Μολονότι η επιβολή κυρώσεων σε σχέση με ατομικές συμπεριφορές αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης παρέμεινε τόσο συχνά στα χέρια των κρατών μελών, ωστόσο δεν μπορεί εντεύθεν να συναχθεί ότι η ίδια η Ένωση δεν έχει συμφέρον όπως η άσκηση αυτής της εξουσίας επιβολής κυρώσεων είναι σύμφωνη προς τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν μια κοινότητα δικαίου όπως είναι η Ένωση.
  11. Τούτου λεχθέντος, η προσφάτως διακηρυχθείσα αρχή της νομιμοποιήσεως πρέπει οπωσδήποτε να συμπληρωθεί και να ολοκληρωθεί από μια σειρά επιχειρημάτων τα οποία αντλούνται από τις περιστάσεις της υποθέσεως. Φρονώ, δηλαδή, ότι η διαπίστωση και μόνον ότι η in concreto άσκηση της κρατικής εξουσίας επιβολής κυρώσεων έχει ως αρχική αφετηρία της το δίκαιο της Ένωσης δεν αρκεί, αυτή καθ’ εαυτήν, για τη μεταφορά του ελέγχου των συνταγματικών εγγυήσεων, όποιες και αν είναι αυτές που εφαρμόζονται επί της ασκήσεως της εν λόγω εξουσίας, από τον τομέα αρμοδιοτήτων των κρατών σε αυτόν της Ένωσης.
  12. Οι ανωτέρω εκτιμήσεις με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο καθορισμός της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου προκειμένου να αποφανθεί εάν η αρχή ne bis in idem τηρείται σε επαρκή βαθμό εν προκειμένω πρέπει να στηριχθεί στην εξέταση του οικείου τομέα, ήτοι στην κρατική κατασταλτική δραστηριότητα που έχει την αφετηρία της στο δίκαιο της Ένωσης που θα συνηγορούσε μόνο σε ένα αρχικό στάδιο και μόνον κατ’ αρχήν υπέρ μιας καταφατικής απαντήσεως. Εντούτοις, μόνον η εις βάθος ανάλυση τόσο του επικαλούμενου θεμελιώδους δικαιώματος όσο και των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως πρέπει να οδηγήσουν σε μια τελική απάντηση.
  13. Συμπέρασμα: μια περίπτωση που δεν συνιστά κατάσταση «εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης»
  14. Πρώτιστα, η ίδια η παρουσίαση και η επιχειρηματολογία της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου δεν μπορούν παρά να προκαλέσουν ανησυχία. Οι κρίσιμες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, όπως αυτές παρατίθενται στη διάταξη περί παραπομπής, περιορίζονται στην παράθεση των άρθρων 6 ΣΛΕΕ και 50 του Χάρτη χωρίς να επιχειρείται ούτε κατ’ ελάχιστον ο καθορισμός του δικαίου της Ένωσης στην «εφαρμογή» του οποίου πρέπει να προβεί εν τελευταία αναλύσει το κράτος. Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η παραδοχή του αιτούντος δικαστηρίου ότι το σουηδικό δίκαιο δεν θεσπίστηκε κατ’ εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης ή ότι η απάντηση μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να είναι χρήσιμη για άλλες υποθέσεις στις οποίες θα ήταν ιδιαίτερα θετικό να υπάρχει ήδη κάποια απάντηση του Δικαστηρίου (14).
  15. Πέραν των επιφυλάξεων του αιτούντος δικαστηρίου, το βασικό ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω είναι αυτό της σχέσεως μεταξύ του δικαίου της Ένωσης, ήτοι, χωρίς καμία αμφιβολία εν προκειμένω, της οδηγίας περί ΦΠΑ, και της καταστάσεως που δημιουργήθηκε στο κράτος μέλος συνεπεία της κυρίαρχης στη χώρα αυτή αντιλήψεως περί της εμβέλειας της αρχής ne bis in idem. Πράγματι, δεν πρέπει να παροράται ότι είναι ο βαθμός συνάφειας μεταξύ του «εφαρμοζόμενου» κατ’ αρχήν δικαίου της Ένωσης και της ασκήσεως της δημόσιας εξουσίας του κράτους που αποτελεί τη βάση επί της οποίας στηρίζεται η διαπίστωση ότι υπάρχει συμφέρον της Ένωσης να διασφαλίσει το θεμελιώδες δικαίωμα στην υπόθεση αυτή. Κατά την άποψή μου, η συνάφεια αυτή είναι εξαιρετικά ισχνή και, εν πάση περιπτώσει, δεν επαρκεί προκειμένου να δικαιολογήσει ένα δυνάμενο να προσδιοριστεί με σαφήνεια συμφέρον της Ένωσης να αναλάβει τη διασφάλιση αυτού του συγκεκριμένου θεμελιώδους δικαιώματος έναντι της Ένωσης.
  16. Από την οδηγία 2006/112 μπορεί να συναχθεί μόνον η υποχρέωση αποτελεσματικής εισπράξεως του ΦΠΑ (15). Είναι προφανές ότι, στις κοινωνίες μας, η καταστολή των παραβάσεων των φορολογικών υποχρεώσεων αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση της αποτελεσματικής ασκήσεως της φορολογικής εξουσίας. Συνεπώς, το κράτος πρέπει, κατά λογική συνέπεια, να θέτει το γενικό φορολογικό σύστημά του στην υπηρεσία της εισπράξεως του ΦΠΑ, περιλαμβανομένου του συστήματος επιβολής κυρώσεων, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που πρέπει επίσης να θέτει στην υπηρεσία της εν λόγω εισπράξεως τις φορολογικές αρχές του.
  17. Οι νομοθετικές διατάξεις επί των οποίων ερείδονται, αντιστοίχως, τόσο η εξουσία της διοικήσεως προς επιβολή κυρώσεων όσο και το κατά κυριολεξία ius puniendi εντάσσονται σαφώς στη λογική αυτή: στην περίπτωση αυτή, η παραποίηση των στοιχείων που δίδονται στις φορολογικές αρχές από τους φορολογουμένους επισύρει, εν γένει, την επιβολή κυρώσεων, τούτο δε αποτελεί βασική προϋπόθεση αυτού του συστήματος επιβολής κυρώσεων. Αυτό ακριβώς το μέρος του σουηδικού φορολογικού συστήματος τίθεται στην υπηρεσία της εισπράξεως του ΦΠΑ.
  18. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η περίπτωση μιας κρατικής κανονιστικής δραστηριότητας που στηρίζεται ευθέως στο δίκαιο της Ένωσης μπορεί να συγκριθεί με την υπό κρίση περίπτωση στην οποία το εθνικό δίκαιο τίθεται στην υπηρεσία των σκοπών που τάσσει το δίκαιο της Ένωσης. Συνεπώς, το ερώτημα είναι εάν οι δυο περιπτώσεις είναι συγκρίσιμες υπό το πρίσμα του ιδιαίτερου συμφέροντος της Ένωσης να αναλάβει ευθέως και ως κεντρικός φορέας τη διασφάλιση του δικαίου αυτού.
  19. Στο πλαίσιο της αναλύσεως αυτού του λεπτού ζητήματος, φρονώ ότι η διαφορά μεταξύ της κατά το μάλλον ή ήττον εγγύς causa και της απλής occasio πρέπει να είναι σαφής. Το πρόβλημα, στον βαθμό που υφίσταται, της ερμηνείας της εμβέλειας της αρχής ne bis in idem στο σουηδικό δίκαιο αποτελεί ένα γενικό πρόβλημα για την αρχιτεκτονική του συστήματός του επιβολής κυρώσεων, το οποίο υπάρχει, αυτό καθαυτό, όλως ανεξαρτήτως της εισπράξεως του ΦΠΑ, και στο πλαίσιο του οποίου η παρούσα υπόθεση του κολασμού μιας συμπεριφοράς που συνίσταται στην παραποίηση στοιχείων φαίνεται να αποτελεί μια απλή occasio.
  20. Έτσι, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν συνέπεια αυτής της occasio πρέπει να είναι ότι εν τελευταία αναλύσει το Δικαστήριο θα είναι αυτό που θα αποφαίνεται, γεγονός που θα έχει αναπόφευκτα γενικές συνέπειες, σχετικά με την εμβέλεια της αρχής ne bis in idem στη σουηδική έννομη τάξη, και δη με υπέρτερη ισχύ από αυτήν των συνταγματικών δομών της και των διεθνών υποχρεώσεών της.
  21. Κατά την άποψή μου, θα ήταν δυσανάλογο να αντληθεί από αυτή την occasio η μεταβολή της κατανομής της αρμοδιότητας για την διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών. Όπως ακριβώς θα θεωρούσα δυσανάλογο εάν το πρόβλημα που ετίθετο αφορούσε ζητήματα απτόμενα της πρόσφορης άμυνας, του επαρκούς χαρακτήρα των αποδείξεων ή άλλα που περιλαμβάνει ο τίτλος VI του Χάρτη. Εν τελευταία αναλύσει, φρονώ ότι είναι επικίνδυνο να θεωρηθεί ότι, μέσω μιας διατάξεως όπως είναι αυτή του άρθρου 273 της οδηγίας 2006/112, προκαταλαμβάνεται η μεταφορά από τα κράτη προς την Ένωση όλων των συνταγματικών εγγυήσεων που περιβάλλουν την άσκηση της εξουσίας επιβολής κυρώσεων των κρατών, περιλαμβανομένης της εισπράξεως του ΦΠΑ.
  22. Για όλους τους λόγους αυτούς, φρονώ ότι, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων, το ζήτημα το οποίο το αιτούν δικαστήριο θέτει στο Δικαστήριο δεν πρέπει να θεωρηθεί ως μια περίπτωση εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης υπό την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο να απαντήσει στην παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
  23. Εάν, αντιθέτως, το Δικαστήριο κρίνει ότι είναι αρμόδιο να αποφανθεί, προτείνω εν συνεχεία στο Δικαστήριο, επικουρικώς, να απαντήσει στα ερωτήματα του Haparanda Tinsgrätt.

VI – Τα προδικαστικά ερωτήματα

  1. Τα πέντε προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου μπορούν να συνοψιστούν σε δύο. Όπως θα εκθέσω εν συνεχεία, το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα αφορούν κατ’ ουσίαν την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem του άρθρου 50 του Χάρτη επί καταστάσεων που επισύρουν την επιβολή από τα κράτη μέλη τόσο διοικητικών όσο και ποινικών κυρώσεων. Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να απαντηθεί τελευταίο, αφορά τις προϋποθέσεις που απαιτεί το σουηδικό ανώτατο δικαστήριο για την εφαρμογή της ΕΣΔΑ και του Χάρτη από τα δικαστήρια της εν λόγω χώρας.

Α       Το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα

  1. Αναδιατύπωση και παραδεκτό
  2. Όπως προελέχθη, το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα του Haparanda Tinsgrätt αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 50 του Χάρτη. Ειδικότερα, το δεύτερο ερώτημα αφορά τον χαρακτηρισμό των ίδιων πραγματικών περιστατικών για τους σκοπούς της αρχής ne bis in idem, ήτοι τη διαπίστωση ότι κρίνονται πάλι οι αυτές συμπεριφορές. Το πέμπτο ερώτημα διατυπώνεται με περισσότερο υποθετικούς όρους, δεδομένου ότι παραπέμπει, ως σημείο αναφοράς, σε μια εναλλακτική εθνική ρύθμιση από αυτήν που ισχύει στη Σουηδία.
  3. Φρονώ ότι μπορεί να δοθεί κοινή απάντηση στο δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα. Τα τρία ερωτήματα αφορούν διαφορετικές παραμέτρους του αυτού θεμελιώδους δικαιώματος, στις οποίες θα επανέλθω εν συνεχεία, αλλά πάντοτε ως αναπόσπαστο τμήμα της αρχής ne bis in idem. Εν τελευταία αναλύσει, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν η αρχή αυτή, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη, εμποδίζει κράτος μέλος, οσάκις αυτό εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, να επιβάλλει τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.
  4. Αντιθέτως, το πέμπτο ερώτημα είναι απαράδεκτο. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν το σουηδικό σύστημα συνάδει προς το άρθρο 50 του Χάρτη υπό το πρίσμα ενός υποθετικού εναλλακτικού συστήματος (το οποίο δεν υφίσταται επί του παρόντος στη Σουηδία) προβλέποντος έναν κατά προτεραιότητα ποινικό έλεγχο. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα οδηγούσε το Δικαστήριο να αποφανθεί εμμέσως επί ανύπαρκτου στη σουηδική έννομη τάξη εθνικού μέτρου. Ο υποθετικός χαρακτήρας του ερωτήματος θα οδηγούσε σε μια απόφαση του Δικαστηρίου η οποία θα είχε περισσότερο τον χαρακτήρα γνωμοδοτήσεως παρά προδικαστικής ερμηνευτικής αποφάσεως, πράγμα το οποίο έχει απορρίψει επανειλημμένως η νομολογία (16). Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το πέμπτο ερώτημα είναι απαράδεκτο.
  5. Ανάλυση του δευτέρου, του τρίτου και του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος
  6. Το ερώτημα του Haparanda Tinsgrätt είναι ιδιαιτέρως περίπλοκο και εξίσου ακανθώδες με το ερώτημα που μόλις ανέλυσα. Αφενός, η επιβολή τόσο διοικητικών όσο και ποινικών κυρώσεων αποτελεί μια ιδιαιτέρως διαδεδομένη πρακτική στα κράτη μέλη, ιδίως σε τομείς όπως είναι η φορολογία, οι περιβαλλοντικές πολιτικές ή η δημόσια ασφάλεια. Εντούτοις, ο τρόπος σωρεύσεως των κυρώσεων παρουσιάζει μια τεράστια ποικιλία μεταξύ των εννόμων τάξεων και έχει ιδιαίτερα και χωριστά χαρακτηριστικά σε κάθε κράτος μέλος. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι ιδιαιτερότητες αυτές σκοπούν να μετριάσουν τα αποτελέσματα της διττής κυρωτικής αντιδράσεως της δημόσιας εξουσίας. Αφετέρου, όπως θα εξετάσω εν συνεχεία, το ΕΔΔΑ έχει εσχάτως αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού και έχει επιβεβαιώσει ότι, αντιθέτως προς ό,τι αρχικώς φαινόταν, οι πρακτικές αυτές ήταν αντίθετες προς το θεμελιώδες δικαίωμα του ne bis in idem του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ. Εντούτοις, η διάταξη αυτή δεν έχει κυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη, δεδομένου ότι είτε διατύπωσαν επιφυλάξεις είτε προέβησαν σε ερμηνευτικές δηλώσεις συναφώς. Επομένως, η υποχρέωση ερμηνείας του Χάρτη υπό το φως της ΕΣΔΑ και της νομολογίας του ΕΔΔΑ (άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη) καθίσταται, ούτως ειπείν, ασύμμετρη στον βαθμό που θέτει σημαντικά προβλήματα κατά την εφαρμογή της επί της συγκεκριμένης υποθέσεως.

α)     Το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ και η νομολογία του ΕΔΔΑ επ’ αυτού

  1. i)      Υπογραφή και κύρωση του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ
  2. Η αρχή ne bis in idem δεν αποτελούσε ευθύς εξ αρχής ρητώς μέρος της ΕΣΔΑ. Η ενσωμάτωσή της στην εν λόγω σύμβαση έγινε, ως γνωστόν, με το υπ’ αριθ. 7 πρωτόκολλό της, που ετέθη προς υπογραφή στις 22 Νοεμβρίου 1984 και άρχισε να ισχύει την 1η Νοεμβρίου 1988. Μεταξύ άλλων δικαιωμάτων, το άρθρο 4 κατοχυρώνει το ne bis in idem με σκοπό, βάσει των επεξηγήσεων επί του πρωτοκόλλου που παρέσχε το Συμβούλιο της Ευρώπης, να εκφράσει την αρχή δυνάμει της οποίας ουδείς μπορεί να διωχθεί ή να τιμωρηθεί ποινικώς λόγω αδικήματος για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί με αμετάκλητη απόφαση.
  3. Εν αντιθέσει προς τα λοιπά δικαιώματα που κατοχυρώνονται με την ΕΣΔΑ, το δικαίωμα που προβλέπει το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ δεν έγινε ομοφώνως δεκτό από τα κράτη τα οποία υπέγραψαν τη σύμβαση μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται διάφορα κράτη μέλη της Ένωσης. Κατά την ημερομηνία παρουσιάσεως των ανά χείρας προτάσεων, το πρωτόκολλο 7 δεν έχει ακόμη κυρωθεί από τη Γερμανία, το Βέλγιο, τις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο. Μεταξύ των κρατών που την έχουν κυρώσει, η Γαλλία διατύπωσε μια επιφύλαξη ως προς το άρθρο 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, περιορίζοντας την εφαρμογή του μόνο στις παραβάσεις που έχουν ποινικό χαρακτήρα (17). Επίσης, επ’ ευκαιρία της υπογραφής η Γερμανία, η Αυστρία, η Ιταλία και η Πορτογαλία προέβησαν σε διάφορες δηλώσεις που αφορούν την ίδια διευκρίνιση: το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 του οποίου η προστασία αφορά μόνον την επιβολή για δεύτερη φορά «ποινικών» κυρώσεων κατά την έννοια που ο όρος αυτός έχει στην εσωτερική έννομη τάξη (18).
  4. Τα προπαρατεθέντα στοιχεία καταδεικνύουν με σαφή και ανάγλυφο τρόπο ότι τα προβλήματα που θέτει η επιβολή τόσο διοικητικών όσο και ποινικών κυρώσεων προέρχονται από την έλλειψη συναινέσεως μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης. Ο προβληματικός χαρακτήρας της συνάφειας επιβεβαιώνεται εάν ληφθούν υπόψη οι διαπραγματεύσεις περί της μελλοντικής προσχωρήσεως της Ένωσης στην ΕΣΔΑ, στο πλαίσιο των οποίων τα κράτη και η Ένωση έχουν αποφασίσει να εξαιρέσουν, προς το παρόν, τα πρωτόκολλα της ΕΣΔΑ, περιλαμβανομένου του υπό εξέταση εν προκειμένω (19).
  5. Αυτή η έλλειψη συναινέσεως μπορεί να οφείλεται στη σημασία που έχουν τα μέσα διοικητικής καταστολής σε μεγάλο αριθμό κρατών μελών, καθώς και στην ιδιαίτερη έμφαση που τίθεται, σε αυτά τα κράτη μέλη, τόσο στη διαδικασία όσο και στην επιβολή ποινικών κυρώσεων. Αφενός, τα κράτη μέλη δεν επιθυμούν να απολέσουν την αποτελεσματικότητα που χαρακτηρίζει τις διοικητικές κυρώσεις, ιδίως σε τομείς στους οποίους οι δημόσιες εξουσίες ενδιαφέρονται να διασφαλίσουν την πιστή τήρηση της νομιμότητας, όπως είναι το φορολογικό δίκαιο ή το δίκαιο της δημόσιας ασφάλειας. Αφετέρου, ο εξαιρετικός χαρακτήρας της ποινικής διαδικασίας καθώς και οι εγγυήσεις που περιβάλλουν τον κατηγορούμενο κατά τη διάρκεια της δίκης οδηγούν τα κράτη μέλη να κατοχυρώνουν υπέρ εαυτών ένα περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να καθορίζουν τις συμπεριφορές που πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ποινικής διώξεως. Αυτό το διπλό ενδιαφέρον προς διατήρηση της εξουσίας επιβολής τόσο διοικητικών όσο και ποινικών κυρώσεων εξηγεί τον λόγο για τον οποίο επί του παρόντος ένας μεγάλος αριθμός κρατών μελών αρνούνται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να ασπαστούν τη νομολογία του ΕΔΔΑ η οποία, όπως θα εξετάσω ευθύς αμέσως, έχει κινηθεί προς μια κατεύθυνση που αποκλείει στην πράξη αυτόν τον δυϊσμό.
  6. ii)    Η νομολογία του ΕΔΔΑ επί του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ
  7. Η προσέγγιση των περιπτώσεων που επισύρουν τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις στο πλαίσιο του συστήματος της ΕΣΔΑ έχει εξελιχθεί σημαντικά από της ενάρξεως της ισχύος του πρωτοκόλλου 7 και περιλαμβάνει τρία στοιχεία τα οποία θα εξετάσω ευθύς αμέσως: τον ορισμό της ποινικής διαδικασίας, την ταυτότητα των χαρακτηριστικών συμπεριφορών και τη διπλή κατηγορία.
  8. Πρώτον, το ΕΔΔΑ ερμήνευσε νωρίς τον όρο «ποινική διαδικασία» χρησιμοποιώντας τα επονομαζόμενα «κριτήρια Engel» προκειμένου να επεκτείνει τις εγγυήσεις των άρθρων 6 και 7 της ΕΣΔΑ σε κυρώσεις της δημόσιας εξουσίας που χαρακτηρίζονται τύποις ως διοικητικές (20). Ως γνωστόν, από της εκδόσεως της ομώνυμης αποφάσεως το ΕΔΔΑ χρησιμοποιεί τρία κριτήρια προκειμένου να εκτιμήσει εάν μια συγκεκριμένη κύρωση έχει ποινικό χαρακτήρα για τους σκοπούς της εφαρμογής των άρθρων 6 και 7 της ΕΣΔΑ: τον νομικό χαρακτηρισμό της παραβάσεως στο εθνικό δίκαιο, τη φύση της παραβάσεως και την ένταση της κυρώσεως που επιβάλλεται στον δράστη (21). Οι προϋποθέσεις αυτές εφαρμόσθηκαν επί των φορολογικών προσαυξήσεων, περιλαμβανομένων των προσαυξήσεων που προβλέπει η επίμαχη εν προκειμένω σουηδική νομοθεσία (22), και το ΕΔΔΑ επιβεβαίωσε ότι αυτό το είδος των μέτρων εμπίπτει στην κατηγορία των κυρώσεων που έχουν «ποινικό» χαρακτήρα υπό την έννοια των άρθρων 6 και 7 της ΕΣΔΑ και, κατ’ επέκταση, του άρθρου 4 του υπ’ αριθ. 7 πρωτοκόλλου της (23).
  9. Δεύτερον, η νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, που αφορούσε ήδη άμεσα την αρχή ne bis in idem, επιβεβαίωσε, μετά από κάποιους αρχικούς δισταγμούς, ότι η απαγόρευση της καταγνώσεως διπλής ποινής αφορά αυτήν που επιβάλλεται για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και όχι για μια συμπεριφορά στην οποία προσδίδεται ο ίδιος νομικός χαρακτηρισμός από τους κανόνες που ορίζουν τις παραβάσεις. Μολονότι αυτή η δεύτερη προσέγγιση, η οποία είναι σαφώς τυπολατρική και περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ, απαντά σε διάφορες αποφάσεις που εκδόθηκαν μετά από τη θέση του σε ισχύ (24) το 2009, η ολομέλεια του ΕΔΔΑ επικύρωσε την πρώτη προσέγγιση με την απόφασή του επί της υποθέσεως Zolotuhkin κατά Ρωσίας (25). Στην εν λόγω υπόθεση το ΕΔΔΑ απεφάνθη απερίφραστα ότι το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει οποιαδήποτε δίωξη λόγω της διαπράξεως δεύτερου αδικήματος όταν το εν λόγω αδίκημα αφορά πραγματικά περιστατικά που είναι ταυτόσημα ή κατ’ ουσίαν ίδια με αυτά που αφορά το άλλο αδίκημα (26). Έτσι, το ΕΔΔΑ ασπάζεται μια προσέγγιση της διπλής κατηγορίας σύμφωνη προς αυτήν που ανέπτυξε το Δικαστήριο με τη νομολογία του επί του άρθρου 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν (27).
  10. Τρίτον, τέλος, όσον αφορά τη δικονομική διάσταση της αρχής ne bis in idem, ή αυτό που επίσης χαρακτηρίζεται συνήθως ως απαγόρευση της διπλής διώξεως, το ΕΔΔΑ διαπιστώνει ότι άπαξ διαπιστωθεί η ύπαρξη ποινής συνεπεία των ίδιων πραγματικών περιστατικών, απαγορεύεται η κίνηση οποιασδήποτε νέας διαδικασίας υπό την προϋπόθεση ότι η απόφαση περί επιβολής της πρώτης ποινής έχει καταστεί αμετάκλητη (28). Το ίδιο συμπέρασμα ισχύει για τις περιπτώσεις στις οποίες η πρώτη ποινή έχει τον χαρακτήρα διοικητικής κυρώσεως, η δε δεύτερη επιβάλλεται βάσει του ποινικού δικαίου (29), αλλά και στις περιπτώσεις στις οποίες συμβαίνει το αντίστροφο (30). Τέλος, μετά την αποστολή της παρούσας αποφάσεως με την οποία ζητείται η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το ΕΔΔΑ απεφάνθη ότι είναι απαράδεκτη η συγχώνευση της πρώτης και της δεύτερης ποινής προκειμένου να μετριαστούν τα αποτελέσματα της διπλής επιβολής κυρώσεων (31).
  11. Συνοψίζω λέγοντας ότι από την εξέλιξη της νομολογίας του ΕΔΔA συνάγεται ότι, επί του παρόντος, αντιβαίνουν στο άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 7της ΕΣΔΑ μέτρα περί διπλής επιβολής διοικητικών και ποινικών κυρώσεων για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, οπότε εμποδίζεται με τον τρόπο αυτόν η κίνηση δεύτερης διαδικασίας, είτε διοικητικής είτε ποινικής, όταν η απόφαση περί επιβολής της πρώτης ποινής έχει καταστεί αμετάκλητη. Η τρέχουσα νομολογία, ιδίως μετά από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ που ακολούθησαν την απόφαση Zolotukhin κατά Ρωσίας, καθιστά σαφές ότι το Στρασβούργο έχει διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη θεωρία. Κατ’ αρχήν, η θεωρία αυτή θα μπορούσε να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο υπερεπαρκή στοιχεία, υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ, προκειμένου να επιλύσει τη διαφορά μεταξύ Η. Å. Fransson και σουηδικού κράτους.
  12. Ωστόσο, τα προβλήματα που θέτει η ενώπιόν μας υπόθεση δεν σταματούν εδώ, αλλά αντιθέτως θα μπορούσε να λεχθεί ότι αρχίζουν. Πράγματι, όπως προελέχθη, η ισοδυναμία μεταξύ του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ και του Χάρτη, την οποία το αιτούν όργανο φαίνεται να θεωρεί δεδομένη, θέτει σοβαρά προβλήματα.

β)     Η αρχή ne bis in idem στο δίκαιο της Ένωσης: το άρθρο 50 του Χάρτη και η ερμηνεία του υπό το πρίσμα του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ.

  1. i)      Μια εν μέρει αυτοτελής ερμηνεία του άρθρου 50 του Χάρτη: όρια μιας ερμηνείας αποκλειστικά υπό το φως της ΕΣΔΑ
  2. Το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη ορίζει ότι τα δικαιώματα που αυτός κατοχυρώνει, όταν αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ, θα έχουν «έννοια και […] εμβέλεια […] ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση».
  3. Όπως θα εκθέσω εν συνεχεία, η παρούσα υπόθεση θέτει ένα άγνωστο ζήτημα το οποίο επηρεάζει τόσο την έκταση της υποχρεώσεως του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη όσο και τη διακήρυξη των δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ ως γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης. Μολονότι το άρθρο 50 του Χάρτη καθιερώνει ένα δικαίωμα αντίστοιχο προς το δικαίωμα που προβλέπει το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ (32), το βέβαιον είναι ότι η διάσταση της αρχής ne bis in idem που προβλήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας πόρρω απέχει από το να είναι διαδεδομένη και παγιωμένη στα συμβαλλόμενα κράτη της ΕΣΔΑ. Όπως εξέθεσα στο σημείο 72 των παρουσών προτάσεων, ένας σημαντικός αριθμός των κρατών μελών δεν έχει κυρώσει το πρωτόκολλο 7 της ΕΣΔΑ ή έχει διατυπώσει επιφυλάξεις ή έχει προβεί σε δηλώσεις ειδικώς ως προς το άρθρο του 4 προκειμένου να αποφύγει την επέκτασή του στις διοικητικές κυρώσεις.
  4. Όπως προελέχθη, όλα τα κράτη της Ένωσης προβλέπουν, αν και σε διαφορετικό βαθμό, τη δυνατότητα της διοικήσεως να επιβάλλει κυρώσεις. Σε μεγάλο αριθμό κρατών μελών, η δυνατότητα αυτή είναι συμβατή προς το ius puniendi και μπορεί να καταλήξει στην επιβολή διπλής ποινής, ήτοι τόσο διοικητικής όσο και ποινικής. Εντούτοις, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι τα κράτη μέλη που δέχονται τη διπλή ποινή το πράττουν βάσει μιας απολύτως διακριτικής εξουσίας. Αντιθέτως, στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι νομοθεσίες των κρατών που παρέχουν τη δυνατότητα επιβολής διπλής ποινής έχουν προβλέψει κάποιον τρόπο προκειμένου να αποτρέπεται η υποβολή υπέρμετρων κυρώσεων (33). Έτσι, στη Γαλλία το Συνταγματικό Συμβούλιο όρισε ότι το άθροισμα των δύο ποινών δεν μπορεί να υπερβαίνει την υψηλότερη ποινή που προβλέπεται για κάθε ένα από τα αδικήματα (34). Τα γερμανικά δικαστήρια εφαρμόζουν το κριτήριο της αναλογικότητας, κατά περίπτωση, προκειμένου να αποφευχθεί η υπέρμετρη σώρευση κυρώσεων (35). Άλλα κράτη έχουν προβλέψει έναν κανόνα προτεραιότητας της ποινικής δίκης που υποχρεώνει το διοικητικό δικαστήριο να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις εκδόσεως οριστικής αποφάσεως από το ποινικό δικαστήριο (36). Το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει επίσης μια λύση αυτού του είδους, π.χ., στο άρθρο 6 του δημοσιονομικού κανονισμού που αφορά την προστασία των δημοσιονομικών συμφερόντων της Ένωσης (37). Σε άλλες έννομες τάξεις, όπως είναι μάλλον η σουηδική, το ποινικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η δεύτερη δίκη μπορεί να αφαιρέσει το ποσό της διοικητικής κυρώσεως από το ποσό της ποινικής κυρώσεως.
  5. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι η διακήρυξη του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη αποκτά κατ’ ανάγκην ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, οσάκις εφαρμόζεται επί της αρχής ne bis in idem. Κατά τα λοιπά, για να επαναλάβω την έκφραση του άρθρου 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, η ΕΣΔΑ δεν «κατοχυρώνει» στην πράξη την αρχή ne bis in idem με τον ίδιο τρόπο που κατοχυρώνει τις θεμελιώδεις διατάξεις της ΕΣΔΑ που επιβάλλονται σε όλα τα συμβαλλόμενα κράτη της εν λόγω ΕΣΔΑ. Φρονώ ότι η ΕΣΔΑ, στην οποία παραπέμπει το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, είναι η Σύμβαση καθ’ εαυτήν, δηλαδή με τον συνδυασμό των επιτακτικών διατάξεών της και των διατάξεων με αβέβαιο περιεχόμενο εξαρτάται, έως έναν βαθμό, από τυχαίους παράγοντες. Η ερμηνεία των παραπομπών του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης στην ΕΣΔΑ δεν μπορεί να αγνοήσει το δεδομένο αυτό.
  6. Βάσει των ανωτέρω, φρονώ ότι η επιταγή της ερμηνείας του Χάρτη υπό το φως της ΕΣΔΑ έχει ένα ειδικότερο περιεχόμενο οσάκις το επίμαχο θεμελιώδες δικαίωμα, ή κάποια πτυχή του δικαιώματος αυτού (όπως στην περίπτωση της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ επί της διπλής διοικητικής και ποινικής κυρώσεως), δεν έχει πλήρως ενσωματωθεί από τα κράτη μέλη. Και, μολονότι υπό τις περιστάσεις αυτές το δίκαιο και η νομολογία του ΕΔΔΑ επί του ζητήματος αυτού αποτελούν πηγή έμπνευσης για το δίκαιο της Ένωσης, φρονώ ότι η υποχρέωση εξομοιώσεως του επιπέδου προστασίας του Χάρτη προς αυτό της ΕΣΔΑ στερείται της αυτής αποτελεσματικότητας.
  7. Εν τελευταία αναλύσει, η παρούσα υπόθεση συνιστά τυπικό παράδειγμα μιας περιπτώσεως κατά την οποία η έλλειψη συναινέσεως ως προς το περιεχόμενο ενός από τα δικαιώματα που κατοχυρώνει η Σύμβαση έρχεται σε σύγκρουση με την έντονη παρουσία και τα βαθιά ερείσματα των συστημάτων της διπλής επιβολής διοικητικών και ποινικών κυρώσεων. Η έκταση της εν λόγω παρουσίας και των εν λόγω ερεισμάτων θα μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί, στην περίπτωση της διπλής επιβολής διοικητικών και ποινικών κυρώσεων, ως κοινή συνταγματική παράδοση των κρατών μελών.
  8. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι το άρθρο 50 του Χάρτη απαιτεί μια εν μέρει αυτοτελή ερμηνεία (38). Προφανώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η τρέχουσα νομολογία του ΕΔΔΑ, ωστόσο το όριο προστασίας το οποίο πρέπει να θέτει το Δικαστήριο επιβάλλεται να είναι ο καρπός μιας ανεξάρτητης και θεμελιωμένης αποκλειστικώς στο περιεχόμενο και την εμβέλεια του προπαρατεθέντος άρθρου 50 ερμηνείας.
  9. ii)    Το άρθρο 50 του Χάρτη και η διπλή επιβολή διοικητικών και ποινικών κυρώσεων
  10. Η αρχή ne bis in idem έχει βαθιά ερείσματα στο δίκαιο της Ένωσης. Προτού η Σύμβαση για την εφαρμογή της Συμφωνίας του Σένγκεν και η απόφαση–πλαίσιο σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως την καθιερώσουν ως όριο στην άσκηση του ius puniendi των κρατών μελών, και πριν ακόμα από τη θέση σε ισχύ του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ, η νομολογία του Δικαστηρίου εφάρμοζε την αρχή αυτή στο πεδίο του δικαίου του ανταγωνισμού και στις δημοσιοϋπαλληλικές υποθέσεις της Ένωσης (39). Στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Gözutok και Brügge, ο γενικός εισαγγελέας D. Ruiz-Jarabo Colomer ανέλυσε ενδελεχώς την αρχή στο πλαίσιο της ιστορικής εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης (40), όπως ακριβώς έπραξε πιο πρόσφατα η γενική εισαγγελέας J. Kokott στις προτάσεις της επί της υποθέσεως Toshiba Corporation κ.λπ. (41). Δεν θα επεκταθώ στο ζήτημα αυτό και θα περιοριστώ, ως εκ τούτου, στα δύο αυτά νομοθετήματα.
  11. Στο παρόν στάδιο εξελίξεως της νομολογίας, το Δικαστήριο ερμηνεύει κατά τρόπο αρκετά ομοιόμορφο την αρχή ne bis in idem, με ορισμένες επιφυλάξεις τις οποίες θα επισημάνω εν συνεχεία (42).
  12. Ως σημείο αφετηρίας η νομολογία επέλεξε τη διασταλτική ερμηνεία της εννοίας «κύρωση», ευθυγραμμιζόμενη προς την προπαρατεθείσα απόφαση Engel του ΕΔΔΑ, προκειμένου να στηρίξει στην εν λόγω νομολογία τις κυρώσεις που επιβάλλει η Επιτροπή στον τομέα του ανταγωνισμού (43). Υπό το πρίσμα αυτό, και στην ίδια γραμμή με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, φορολογική επιβάρυνση που επιβάλλεται προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να θεωρείται ως μια ουσιαστικά «ποινική» κύρωση.
  13. Εν συνεχεία, η νομολογία του Δικαστηρίου, αν και με ορισμένες εξαιρέσεις, προέβη επίσης σε μια άκρως προστατευτική ερμηνεία στο πλαίσιο του ορισμού των στοιχείων επί των οποίων ερείδεται η διπλή κύρωση. Στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 54 της Συνθήκης Σένγκεν, καθώς και της αποφάσεως–πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ταυτότητα που απαιτεί η αρχή ne bis in idem αφορά τα «ίδια πραγματικά περιστατικά» και όχι τους ίδιους παραβάτες ή τα ίδια προστατευόμενα έννομα αγαθά (44). Η συνάφεια της παρούσας υποθέσεως αφορά την εφαρμογή από το κράτος μέλος του δικαίου της Ένωσης ακριβώς ως προς τις συνέπειες της διασταλτικότερης ερμηνείας της αρχής ne bis in idemΣυνεπώς, φρονώ ότι αυτή επίσης είναι η ενδεδειγμένη προσέγγιση επί μιας υποθέσεως όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης και την οποία επέλεξε να ακολουθεί και το ΕΔΔΑ από της προπαρατεθείσας αποφάσεώς του Zolotukhinin.
  14. Τέλος, το μόνο ερώτημα που εξακολουθεί να ζητεί απάντηση είναι εάν η προΰπαρξη διοικητικής διαδικασίας που ολοκληρώθηκε με την έκδοση οριστικής καταδικαστικής αποφάσεως εμποδίζει ή όχι την κίνηση ποινικής διαδικασίας, καθώς και την ενδεχόμενη ποινική καταδίκη, από τα κράτη μέλη.
  15. Συνοψιζόμενο ως άνω το ερώτημα, και με μια ουσιαστική διευκρίνιση που θα προσθέσω, φρονώ ότι το άρθρο 50 του Χάρτη δεν συνεπάγεται, στις περιπτώσεις αυτές, ότι η προΰπαρξη οριστικής διοικητικής κυρώσεως εμποδίζει σε κάθε περίπτωση την κάταρξη ποινικής δίκης και, ενδεχομένως, την κατάγνωση ποινής. Η διευκρίνιση στην οποία επιθυμώ να προβώ είναι ότι η αρχή της απαγορεύσεως της αυθαίρετης δράσεως, η οποία συνδέεται αναπόσπαστα προς την αρχή του κράτους δικαίου (άρθρο 2 ΣΕΕ), επιβάλλει την υποχρέωση όπως η εθνική έννομη τάξη παρέχει στον ποινικό δικαστή τη δυνατότητα να λαμβάνει υπόψη του, με κάποιον τρόπο, την προΰπαρξη διοικητικής κυρώσεως, προκειμένου να μετριάζει την ποινική κύρωση.
  16. Αφενός, από κανένα στοιχείο του άρθρου 50 του Χάρτη, εξεταζόμενο καθαυτό, δεν συνάγεται ότι σκοπός του είναι να απαγορεύσει οποιαδήποτε περίπτωση σωρεύσεως διοικητικών και ποινικών κυρώσεων για την ίδια συμπεριφορά. Υπό την έννοια αυτή, χρήζει ιδιαίτερης μνείας η επιμονή της διατυπώσεως του άρθρου 50 του Χάρτη στο επίθετο «ποινικός» εν αντιθέσει προς τη διατύπωση του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ. Τούτο αφορά τόσο τον υπέρτιτλο των αντίστοιχων διατάξεων όσο και την αναφορά στην ύπαρξη οριστικής αποφάσεως από «ποινικό» δικαστήριο, ενώ απουσιάζει η έκφραση αυτή από τη δεύτερη διάταξη. Η διαφορά αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της αναλύσεως μιας διατάξεως, όπως είναι αυτή του Χάρτη, η οποία συνετάγη αρκετά έτη μετά από το εν λόγω πρωτόκολλο.
  17. Ωστόσο, αφετέρου, η αρχή της αναλογικότητας και, σε κάθε περίπτωση, η απαγόρευση της αυθαίρετης δράσεως, όπως αυτή απορρέει από τις επιταγές του κράτους δικαίου, καθώς και από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις (45), απαγορεύουν την άσκηση της ποινικής δικαιοδοτικής λειτουργίας κατά τρόπο ώστε να παροράται τελείως το γεγονός ότι τα πραγματικά περιστατικά που έχουν αχθεί προς εκτίμηση ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου έχουν ήδη επισύρει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων.
  18. Συνεπώς, φρονώ ότι το άρθρο 50 του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη την κάταρξη δίκης ενώπιον ποινικού δικαστηρίου για τα ίδια πραγματικά περιστατικά για τα οποία έχουν ήδη επιβληθεί αμετακλήτως κυρώσεις, διά της διοικητικής οδού, υπό την προϋπόθεση ότι ο ποινικός δικαστής έχει τη δυνατότητα να συνεκτιμήσει τις προϋφιστάμενες διοικητικές κυρώσεις προκειμένου να μετριάσει την ποινή που πρέπει να επιβάλλει.

γ)     Το άρθρο 50 του Χάρτη εφαρμοζόμενο επί της υποθέσεως της κύριας δίκης

  1. Στο σημείο αυτό και βάσει των όσων έχω προτείνει μέχρι τούδε, φρονώ ότι το μόνο που πρέπει να εξετασθεί, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, είναι εάν το εθνικό δίκαιο παρέχει τη δυνατότητα στον ποινικό δικαστή να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι έχουν ήδη επιβληθεί οριστικές διοικητικές κυρώσεις προκειμένου να μην καταλήξει σε απόφαση αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας και, εν πάση περιπτώσει, αντίθετη προς την αρχή της απαγορεύσεως της αυθαίρετης δράσεως που είναι σύμφυτη προς το κράτος δικαίου.
  2. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο Η. Å. Franssοn εξόφλησε τις διοικητικές χρηματικές κυρώσεις που του επιβλήθηκαν από το Skatteverket, οι δε σχετικές αποφάσεις κατέστησαν αμετάκλητες.
  3. Περαιτέρω, και όπως διευκρίνισε ο εκπρόσωπος του Η. Å. Franssοn κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, εκκρεμεί επί του παρόντος ποινική δίκη κατά του εντολέως του για τα αδικήματα των άρθρων 2 και 4 του Skattebrottslagen τα οποία επισύρουν ποινές φυλακίσεως έως έξι έτη.
  4. Από τη δικογραφία δεν συνάγεται ότι η σουηδική νομοθεσία προβλέπει ρητώς ένα σύστημα συνεκτιμήσεως των κυρώσεων, ωστόσο η διάταξη περί παραπομπής επισημαίνει ότι τα σουηδικά δικαστήρια υποχρεούνται «να λαμβάνουν υπόψη τους» την επιβληθείσα στο παρελθόν επιβάρυνση «κατά τον προσδιορισμό των κυρώσεων λόγω φορολογικών παραβάσεων».
  5. Συνεπώς, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, και όχι στο Δικαστήριο, να αξιολογήσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συστήματος συνεκτιμήσεως των κυρώσεων που προβλέπει το σουηδικό δίκαιο είτε σε νομοθετικό επίπεδο είτε σε επίπεδο νομολογιακής πρακτικής των δικαστηρίων της εν λόγω χώρας. Εάν υφίστατο ένας μηχανισμός συνεκτιμήσεως των κυρώσεων που θα παρείχε τη δυνατότητα να ληφθεί υπόψη η πρώτη κύρωση προκειμένου να μετριαστεί η δεύτερη, φρονώ ότι η κίνηση δεύτερης διαδικασίας δεν θα αντέβαινε στο άρθρο 50 του Χάρτη. Αντιθέτως, εάν το κριτήριο που χρησιμοποιείται στη σουηδική έννομη τάξη δεν παρέχει τη δυνατότητα συνεκτιμήσεως προϋφιστάμενων κυρώσεων υπό την προεκτεθείσα έννοια, διατηρώντας έτσι τη δυνατότητα επιβολής δεύτερης κυρώσεως επί του Η. Å. Franssοn, θεωρώ ότι συντρέχει παράβαση του εν λόγω άρθρου 50 του Χάρτη.

Β –     Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα

  1. Mε το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το Haparanda Tinsgrätt διατυπώνει στο Δικαστήριο τις επιφυλάξεις του ως προς τη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης ενός κριτηρίου προβλεπόμενου από το σουηδικό δίκαιο, και συγκεκριμένα από τη νομολογία του ανώτατου δικαστηρίου της Σουηδίας, δυνάμει του οποίου η μη εφαρμογή ενός σουηδικού κανόνα δικαίου η οποία προσβάλλει τα δικαιώματα που προβλέπει ο Χάρτης και η ΕΣΔΑ απαιτεί, ως προϋπόθεση, την ύπαρξη «σαφούς ερείσματος» στις ρυθμίσεις του Χάρτη, της ΕΣΔΑ καθώς και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
  2. Το ερώτημα, όπως διατυπώνεται από το αιτούν δικαστήριο, αφορά δύο διαφορετικές καταστάσεις: πρώτον, τη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης ενός κριτηρίου εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ως διεθνούς συμφωνίας της οποίας τα δικαιώματα αποτελούν μέροςτης έννομης τάξεως της Ένωσης (άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ). Δεύτερον, ο δικαστής ερωτά το Δικαστήριο επί της συμβατότητας της επεκτάσεως αυτού του ιδίου κριτηρίου στην εφαρμογή του Χάρτη και, ως εκ τούτου, στο δίκαιο της Ένωσης.
  3. Το «σαφές έρεισμα» ως κριτήριο εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από το εθνικό δικαστήριο
  4. Το Haparanda Tinsgrätt εξέθεσε τη νομολογία του σουηδικού ανώτατου δικαστηρίου δυνάμει της οποίας απαιτείται, προτού κριθεί ανεφάρμοστος ένας σουηδικός κανόνας δικαίου που αντιβαίνει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, να υπάρχει ένα «σαφές έρεισμα», είτε στην εν λόγω Σύμβαση είτε στη νομολογία του ΕΔΔΑ. Η προϋπόθεση αυτή έχει εφαρμοστεί από το ανώτατο δικαστήριο της Σουηδίας σε διάφορες υποθέσεις που αφορούσαν την προβληματική της παρούσας υποθέσεως, και σε όλες αυτές κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η νομολογία του ΕΔΔΑ επί του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ δεν παρείχε ένα «σαφές έρεισμα». Εντούτοις, η πλέον πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ επιβεβαιώνει, όπως εξέθεσα στα σημεία 75 έως 79 των παρουσών προτάσεων, ότι η αξίωση του Η. Å. Franssοn στηρίζεται επί του παρόντος σε ένα ευνοϊκό για αυτόν «σαφές έρεισμα».
  5. Η επενεχθείσα μεταρρύθμιση από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας εξηγεί τη βάση στην οποία στηρίζεται αυτό το ερώτημα του Haparanda Tinsgrätt. Ως γνωστόν, το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ δεν συμπίπτει προς το προϊσχύσαν άρθρο 6, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Πριν από την 1η Δεκεμβρίου 2009, το εν λόγω άρθρο διακήρυσσε ότι η Ένωση «σέβεταιτα θεμελιώδη δικαιώματα όπως κατοχυρώνονται με την [ΕΣΔΑ]», ενώ η ισχύουσα διατύπωση διευκρινίζει με ποιον τρόπο τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ «αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης» (46). Συνεπώς, υπήρξε μετάβαση από τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ εκ μέρους της Ένωσης στην ενσωμάτωσή τους στο νομικό της πλαίσιο. Η αλλαγή δεν είναι άνευ σημασίας, και το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να θεωρεί ότι η ΕΣΔΑ, ανεξαρτήτως μελλοντικής προσχωρήσεως της Ένωσης σε αυτήν, έχει αποκτήσει από το 2009 ένα νέο καθεστώς στο δίκαιο της Ένωσης.
  6. Βάσει των ανωτέρω, και αφού τα δικαιώματα της ΕΣΔΑ αποτελούν μέρος του δικαίου της Ένωσης,είναι εύλογο το αιτούν δικαστήριο να διερωτάται εάν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης ένα κριτήριο, όπως αυτό που έχει αναπτύξει το ανώτατο δικαστήριο της Σουηδίας, το οποίο απαιτεί την ύπαρξη «σαφούς ερείσματος» προκειμένου να μην μπορεί να εφαρμοστεί εθνικός κανόνας δικαίου αντίθετος προς την ΕΣΔΑ.
  7. Η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα απορρέει από την πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως Kamberaj (47). Το ερώτημα που είχε τεθεί στο πλαίσιο της εν λόγω υποθέσεως ήταν εάν, σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ εθνικού κανόνα δικαίου και ΕΣΔΑ, το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ υποχρεώνει τον εθνικό δικαστή να εφαρμόσει απευθείας τις διατάξεις της ΕΣΔΑ και να αφήσει ανεφάρμοστο εθνικό κανόνα δικαίου που αντιβαίνει σε αυτήν.
  8. Το Δικαστήριο, αφού τόνισε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, μετά την τροποποίησή του από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, περιοριζόταν στην παράθεση της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου, έκρινε ότι η νέα διατύπωση του εν λόγω κανόνα δεν τροποποιούσε τη θέση της ΕΣΔΑ στο δίκαιο της Ένωσης ούτε, ως εκ τούτου, στις έννομες τάξεις των κρατών μελών (48). Ομοίως, το Δικαστήριο προσέθεσε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ δεν καθορίζει «τις συνέπειες που πρέπει να συνάγουν τα εθνικά δικαστήρια σε περίπτωση αντίθεσης ενός κανόνα του εθνικού δικαίου προς τα δικαιώματα που κατοχυρώνει η εν λόγω Σύμβαση» (49).
  9. Εν τελευταία αναλύσει, μολονότι τα δικαιώματα που αναγνωρίζει αποτελούν μέρος του δικαίου της Ένωσης ως γενικές αρχές, η ΕΣΔΑ δεν αποτελεί, αυτή καθ’ εαυτήν, ένα νομοθετικό κείμενο τύποις ενσωματωμένο στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Η κατάσταση θα μεταβληθεί όταν εκπληρωθεί η υποχρέωση του άρθρου 6, παράγραφος 2, ΣΕΕ που προβλέπει την προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ. Ωστόσο, στο παρόν στάδιο εξελίξεως της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως, τα κριτήρια εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, ιδίως δε οι αρχές του άμεσου αποτελέσματος και της υπέρτερης ισχύος, δεν εκτείνονται στην ΕΣΔΑ, όταν αυτή εφαρμόζεται από τα δικαστήρια των κρατών μελών. Έτσι, και βάσει των όσων έκρινε προσφάτως το Δικαστήριο με την απόφασή του Kamberaj, το κριτήριο του «σαφούς ερείσματος», όπως αυτό εφαρμόσθηκε από το ανώτατο δικαστήριο της Σουηδίας σε περιπτώσεις που αφορούν αποκλειστικώς την ερμηνεία και την εφαρμογή της ΕΣΔΑ, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εκτιμήσεως από το Δικαστήριο.
  10. Το «σαφές έρεισμα» ως κριτήριο εφαρμογής του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το εθνικό δικαστήριο
  11. Το Haparanda Tinsgrätt κάνει επίσης μνεία στην επέκταση του κριτηρίου του «σαφούς ερείσματος» στα δικαιώματα που προστατεύει ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ειδικότερα, στο άρθρο του 50. Εν προκειμένω, το ερώτημα δεν αφορά πλέον τις σχέσεις μεταξύ της ΕΣΔΑ και του δικαίου της Ένωσης, αλλά αποκλειστικά αυτό το τελευταίο.
  12. Συνεπώς, μπορεί να τεθεί το ερώτημα, όπως το θέτει το αιτούν δικαστήριο, εάν μια προϋπόθεση όπως είναι αυτή του «σαφούς ερείσματος» την οποία απαιτεί το ανώτατο δικαστήριο της Σουηδίας, στο πλαίσιο της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, επηρεάζει τη δικαιοδοτική λειτουργία των σουηδικών δικαστηρίων, όπως στην περίπτωση του Haparanda Tinsgrätt.
  13. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα εθνικά δικαστήρια, στα οποία έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς τους, η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης, έχουν υποχρέωση να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, χωρίς να υποχρεούνται να ζητήσουν ή να αναμένουν την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας (50). Η ίδια συλλογιστική εκτείνεται και στην εθνική νομολογία ανώτερου δικαστηρίου που εμποδίζει ή θέτει προσκόμματα στην πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης όπως συμβαίνει εν προκειμένω με την προϋπόθεση περί υπάρξεως «σαφούς ερείσματος» την οποία προβλέπει η νομολογία του ανώτατου δικαστηρίου της Σουηδίας, προκειμένου να αφήσει ανεφάρμοστo εθνικό κανόνα δικαίου αντίθετο προς τον Χάρτη.
  14. Φρονώ ότι η προϋπόθεση του «σαφούς ερείσματος» δεν αποτελεί, a priori, πρόσκομμα το οποίο εμποδίζει ή δυσχεραίνει υπέρμετρα τη μη εφαρμογή εθνικού κανόνα δικαίου ασυμβίβαστου προς τον Χάρτη. Όπως συνάγεται από τη νομολογία του ανώτατου δικαστηρίου της Σουηδίας, η κήρυξη της ασυμβατότητας ενός εσωτερικού κανόνα δικαίου πρέπει να έπεται της υπάρξεως ενός θεμελιώδους δικαιώματος αρκούντως αποκρυσταλλωμένου, προκειμένου να μπορεί το δικαιοδοτικό όργανο να αποφανθεί συναφώς. Εν τελευταία αναλύσει, η απαίτηση περί «σαφούς ερείσματος» τίθεται ως μια προϋπόθεση ελάχιστης βεβαιότητας περί του ρυθμιστικού περιεχομένου, διότι, άλλως, το δικαιοδοτικό όργανο δεν θα είχε στη διάθεσή του τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί επί του επίμαχου εθνικού κανόνα δικαίου. Δεν θα ήταν ανεδαφικό να υποστηριχθεί ότι η νομολογία του ΕΔΔΑ που προηγήθηκε της αποφάσεως Zolotukhin κατά Ρωσίας δεν διέθετε επαρκή «σαφήνεια» κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση εφαρμογής της σε μια υπόθεση όπως είναι η σουηδική που δεν είχε αποτελέσει ακόμη αντικείμενο αναλύσεως από το ΕΔΔΑ ούτε είχε κοινά σημεία προς άλλες υποθέσεις που έκρινε το ΕΔΔΑ.
  15. Αυτό το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να γίνει δεκτό είναι η μετατροπή της προϋποθέσεως του «σαφούς ερείσματος» σε μια προϋπόθεση η οποία επηρεάζει την έκταση του ελέγχου στον οποίον προβαίνουν κατά κανόνα τα εθνικά δικαστήρια κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Η απαίτηση όπως ο κανόνας που χρησιμοποιείται ως κριτήριο εκτιμήσεως είναι «σαφής» δεν μπορεί να μετατραπεί σε μια προϋπόθεση βάσει της οποίας η έλλειψη νομιμότητας του εθνικού κανόνα δικαίου είναι «πρόδηλη». Με άλλα λόγια: η προϋπόθεση της σαφήνειας του περιεχομένου ενός κανόνα του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να αποτελέσει πρόσχημα προκειμένου να συρρικνωθεί η έκταση του δικαιοδοτικού ελέγχου στον οποίον προβαίνουν τα εθνικά δικαστήρια κατά την εφαρμογή αυτής της έννομης τάξεως. Ειδάλλως, τούτο θα συνιστούσε υπέρμετρο βάρος αποδείξεως για τους διαδίκους που επικαλούνται την αντίθεση ενός εθνικού κανόνα δικαίου προς έναν κανόνα δικαίου της Ένωσης, πράγμα το οποίο θα αποτελούσε εμπόδιο στην πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων του δικαίου της Ένωσης οι οποίοι τυγχάνουν απευθείας εφαρμογής. Το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται έτι περαιτέρω, οσάκις η προϋπόθεση της «σαφήνειας» περιορίζει την έκταση του δικαιοδοτικού ελέγχου αποκλειστικά έναντι του δικαίου της Ένωσης, πλην όμως όχι έναντι των αμιγώς εσωτερικών υποθέσεων. Στην περίπτωση αυτή, τούτο όχι μόνο θα έθετε εν αμφιβόλω την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, αλλά θα συνιστούσε επίσης προσβολή της αρχής της ισοδυναμίας, όπως η αρχή αυτή έχει αναπτυχθεί από το Δικαστήριο με μια πλούσια νομολογία του (51).
  16. Εν κατακλείδι, φρονώ ότι το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν εμποδίζει εθνικό δικαστήριο, προτού αφήσει ανεφάρμοστο έναν εθνικό κανόνα δικαίου, να εξετάζει εάν μια διάταξη του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι «σαφής», υπό την προϋπόθεση ότι δεν παρεμβάλλει προσκόμματα στην άσκηση της εξουσίας ερμηνείας και μη εφαρμογής την οποία αναγνωρίζει το δίκαιο της Ένωσης στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα.

VII – Πρόταση

  1. Υπό το φως των επιχειρημάτων που εκτίθενται στα σημεία 48 έως 64 των ανά χείρας προτάσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το Haparanda tingsrätt.
  2. Επικουρικώς, στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο εκτιμήσει ότι είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της ουσίας, προτείνω να απαντήσει στα προπαρατεθέντα προδικαστικά ερωτήματα ως εξής:

«1.      Στο παρόν στάδιο εξελίξεως της διαδικασίας για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να κινούν τη διαδικασία ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων για τα ίδια πραγματικά περιστατικά για τα οποία έχουν ήδη επιβληθεί αμετακλήτως κυρώσεις, διά της διοικητικής οδού, εφόσον ο ποινικός δικαστής είναι σε θέση να συνεκτιμήσει την προϋπάρχουσα διοικητική κύρωση, προκειμένου να μετριάσει την ποινή που πρέπει να επιβάλει.

Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει εάν πρέπει, στην παρούσα υπόθεση και βάσει των εθνικών κανόνων δικαίου που ισχύουν συναφώς, να συνεκτιμηθεί η προϋπάρχουσα διοικητική κύρωση, ούτως ώστε να μετριαστεί η αυστηρότητα της αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου.

  1. Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί εάν αντιβαίνει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προϋπόθεση του σουηδικού δικαίου η οποία απαιτεί την ύπαρξη «σαφούς ερείσματος», προκειμένου τα εθνικά δικαστήρια να αφήσουν ανεφάρμοστο εσωτερικό κανόνα δικαίου.

Το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν εμποδίζει τα εθνικά δικαστήρια, προτού αφήσουν ανεφάρμοστο εθνικό κανόνα δικαίου, να εξετάζουν εάν μια διάταξη του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι «σαφής», υπό την προϋπόθεση ότι δεν παρεμβάλλει προσκόμματα στην άσκηση της εξουσίας ερμηνείας και μη εφαρμογής την οποία αναγνωρίζει το δίκαιο της Ένωσης στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα.»

1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.

2 –      Οδηγία του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2006 (ΕΕ L 347, σ. 1).

3 – Βλ., αντί πολλών, Groussot, X., Pech, L. και Petursson, G.T., «The Scope of Application of EU Fundamental Rights on Member States’ Action: In Search of Certainty in EU Adjudication», Eric Stein Working Paper1/2011.

4 –      Βλ., π.χ., τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot επί της υποθέσεως C-108/10, Scattolon (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, Συλλογή 2011, σ. Ι-7491)· τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston επί της υποθέσεως C-34/09, Ruiz Zambrano (απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, Συλλογή 2011, σ. Ι-1177)· τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. M. Poiares Maduro επί της υποθέσεως C-380/05, Centro Europa 7 (απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2008, Συλλογή 2008, σ. I-349)· ή τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs επί της υποθέσεως C-112/00, Schmidberger (απόφαση της 12ης Ιουνίου 2003, Συλλογή 2003, σ. I-5659).

5 –      Βλ. τις εξηγήσεις επί του άρθρου 51 του Προεδρείου της Συμβάσεως που επεξεργάστηκε την αναθεωρημένη μορφή του Χάρτη στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 6, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ.

6 –      Βλ., αφενός, τις αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1989, 5/88, Wachauf (Συλλογή 1989, σ. 2609), της 24ης Μαρτίου 1994, C-2/92, Bostock (Συλλογή 1994, σ. I-955), και της 12ης Ιουνίου 2003, C-112/00, Schmidberger (Συλλογή 2003, σ. I-5659)· αφετέρου, τις αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 1991, C-260/89, EΡT (Συλλογή 1991, σ. I-2925), και της 26ης Ιουνίου 1997, C-368/95, Familiapress (Συλλογή 1997, σ. I-3689)· και αντιπαράβαλέ τες προς τις αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 1996, C-144/95, Maurin (Συλλογή 1996, σ. I-2909), της 29ης Μαΐου 1997, C-299/95, Kremzow (Συλλογή 1997, σ. I-2629), και της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C-309/96, Annibaldi (Συλλογή 1997, σ. I-7493).

7–      Βλ., μεταξύ άλλων, Nusser, J., DieBindungderMigliedstaatenandieUnionsgrundrechte, εκδόσεις Mohr Siebeck, Tubingen, 2011, σ. 54 επ.· Kokott, J. και Sobotta, C., «The Charter of Fundamental Rights of the European Union after Lisbon», EUIWorkingPapers, Academy of European Law, τεύχος 2010/06· Alonso García, R., «The General Provisions of the Charter of Fundamental Rights of the European Union», EuropeanLawJournal,τεύχος 8, 2002· Groussot, X., Pech, L., Petursson, G. T., όπ.π (υποσημείωση 2)· Eeckhout, P., «The EU Charter of Fundamental Rights and the federal question», CommonMarketLawReview, τεύχος 39, 2002· Jacqué, J. P., «La Charte des droits fondamentaux de l’Union européenne: aspects juridiques généraux», REDP, τόμος 14, τεύχος 1, 2002· Egger, A., «EU-Fundamental Rights in the National Legal Order: The Obligations of Member States Revisited», YearbookofEuropeanLaw, τόμος 25, 2006· Rosas, A. και Kaila, H., «L’application de la Charte des droits fondamentaux de l’Union européenne par la Cour de justice – un premier bilan»,IlDirittodell’UnioneEuropea, 1/2011, και Weiler, J. και Lockhart, N., «Taking rights seriously” seriously: The European Court and its Fundamental Rights Jurisprudence – Part I», CommonMarketLawReview, τεύχος 32, 1995.

8 –      Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Bosphorus κατά Ιρλανδίας της 30ής Ιουνίου 2005 (υπόθεση 45036/98).

9 –      Βλ., μεταξύ πολλών άλλων, τις «καταστάσεις» των προπαρατεθεισών υποθέσεων Wachauf και ΕΡΤ, που είναι αντιπροσωπευτικές, καθώς και τα πολυάριθμα παραδείγματα που παραθέτει ο Kaila, H., «The Scope of Application of the Charter of Fundamental Rights of the European Union in the Member States» σε Cardonnel, P., Rosas, A. και Wahl, N., ConstitutionalisingtheEUJudicialSystem. Essays in Honour of Pernilla Lindh,Hart Publishers, Oxford-Portland, 2012.

10 – Βλ. Nusser, J., όπ.π.

11 – Pernice, I., «Bestandssicherung der Verfassungen: Verfassungsrechtliche Mechanismen zur Wahrung der Verfassungsordnung», σε Bieber, R. και Widmer, P., (επιμέλεια), L’espace constitutionnel européen. Der europäische Verfassungsraum. The European constitutional area, Schultess Polygraphischer Verlag, Ζυρίχη, 1995, σ. 261 επ.· και πιο πρόσφατα, του ιδίου συγγραφέα, Das Verhältnis europäischer zu nationalen Gerichten im europäischen Verfassungsverbund, εκδόσεις de Gruyter, Βερολίνο, 2006, σ. 17 επ.

12 –      Βλ., αντί πολλών, Nusser, J., όπ.π.

13 –      Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 1976, 118/75, Watson και Belmann (Συλλογή τόμος 1976, σ. 425), της 14ης Ιουλίου 1977, 8/77, Sagulo κ.λπ. (Συλλογή τόμος 1977, σ. 441), της 10ης Ιουλίου 1990, C-326/88, Hansen (Συλλογή 1990, σ. I-2911), της 2ας Οκτωβρίου 1991, C-7/90, Vandevenne κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. I-4371), της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, 68/88, Επιτροπή κατά Ελλάδος (Συλλογή 1989, σ. 2965)· αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 1997, C-177/95, Ebony Maritime και Loten Navigation (Συλλογή 1997, σ. I-1111), της 31ης Μαρτίου 2011, C-546/09, Aurubis Balgaria ( Συλλογή 2011, σ. Ι-2531), και της 9ης Φεβρουαρίου 2012, C-210/10, Urbán. Όσον αφορά ειδικότερα τις εθνικές κυρώσεις που επιβάλλονται σε εκτέλεση οδηγιών της Ένωσης, βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2001, C-262/99, Λουλουδάκη (Συλλογή 1999, σ. I-5547), της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C-13/01, Safalero (Συλλογή 2003, σ. I-8679), της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-12/02, Grilli (Συλλογή 2003, σ. I-11585), της 3ης Μαΐου 2005, C-387/02, C-391/02 και C-403/02, Berlusconi κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I-3565), και της 5ης Ιουλίου 2007, C-430/05, Ντιόνικ και Πίκουλας (Συλλογή 2007, σ. I-5835).

14 –      Βλ. το σημείο 17 της διατάξεως περί παραπομπής.

15–      Βλ. το άρθρο 273 της οδηγίας 2006/112.

16–      Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 2003, C-112/00, Schmidberger (Συλλογή 2003, σ. I-5659, σκέψη 32), της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, C-478/07, Budějovický Budvar (Συλλογή 2009, σ. I-7721, σκέψη 64), και της 11ης Μαρτίου 2010, C-384/08, Attanasio Group (Συλλογή 2010, σ. I-2055, σκέψη 28).

17 – Η επιφύλαξη η οποία κατατέθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1986 έχει την ακόλουθη διατύπωση: «Le Gouvernement de la République française déclare que seules les infractions relevant en droit français de la compétence des tribunaux statuant en matière pénale doivent être regardées comme des infractions au sens des articles 2 à 4 du présent Protocole.»

18 –      Η διατύπωση των δηλώσεων αυτών είναι σχεδόν ίδια με αυτήν της γαλλικής επιφυλάξεως με κάποιες παραλλαγές. Εντούτοις, δεν πρέπει να παροράται ότι, με την απόφαση Gradinger κατά Αυστρίας, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι είναι ανίσχυρη η αυστριακή δήλωση για το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ (σκέψεις 49 έως 51), πλην όμως για τυπικούς λόγους και βάσει της νομολογίας που άρχισε με την πασίγνωστη υπόθεση Belilos κατά Ελβετίας. Βλ., συναφώς, Cameron I. και Horn, F., «Reservations to the European Convention on Human Rights: The Belilos Case», German Yearbook of International Law, 33, 1990, και Cohen-Jonathan, G., «Les réserves à la Convention Européenne des Droits de l’Homme», Revue Générale de Droit International Public, T. XCIII, 1989.

19 –      Βλ. την έκθεση της Επιτροπής των Υπουργών περί της επεξεργασίας νομικών μέσων για την προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της 14ης Οκτωβρίου 2001, CDDH(2011)009, σ. 17, σημεία 19 επ.

20 –      Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Engel κ.λπ. κατά Κάτω Χωρών της 8ης Ιουνίου 1976 (σειρά A αριθ. 22, § 82).

21 –      Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις Öztürk κατά Γερμανίας της 21ης Φεβρουαρίου 1984 (Recueildesarrêtsetdécisions, σειρά A αριθ. 73), Lauko κατά Σλοβακίας της 2ας Σεπτεμβρίου 1998 (Recueildesarrêtsetdécisions1998-VI), και Jussila κατά Φινλανδίας της 23ης Νοεμβρίου 2006 (υπόθεση 73053/01, Recueildesarrêtsetdécisions 2006-XIV). Τα δυο τελευταία κριτήρια είναι εναλλακτικά, ωστόσο το ΕΔΔΑ μπορεί, αναλόγως των περιστάσεων της υποθέσεως, να τα εφαρμόσει σωρευτικά.

22 –      Βλ. τις αποφάσεις Västberga Taxi Aktiebolag και Vulic κατά Σουηδίας της 23ης Ιουλίου 2002 (υπόθεση 36985/97), και Janosevic κατά Σουηδίας της 23ης Ιουλίου 2002 (Recueildesarrêtsetdécisions 2002-VII).

23 –      Βλ. την απόφαση Zolutukhin κατά Ρωσίας της 10ης Φεβρουαρίου 2009 (υπόθεση 14939/03, Recueildesarrêtsetdécisions 2009).

24 –      Βλ. τις αποφάσεις Oliveira κατά Σουηδίας της 30ής Ιουλίου 1998 (Recueildesarrêtsetdécisions 1998-V, σ. 83)· Franz Fischer κατά Αυστρίας της 29ης Μαΐου 2001 (υπόθεση 37950/97), Sailer κατά Αυστρίας της 6ης Ιουνίου 2002 (υπόθεση 38237/97), και Ongun κατά Τουρκίας της 23ης Ιουνίου 2009 (υπόθεση 15737/02).

25–      Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20.

26–      Προπαρατεθείσα απόφαση Zolutukhin (σημεία 82 έως 84).

27 –      Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 11ης Φεβρουαρίου 2003, C-187/01 και C-385/01, Gözütok και Brügge (Συλλογή 2003, σ. I-1345), της 10ης Μαρτίου 2005, C-469/03, Miraglia (Συλλογή 2005, σ. I-2009), της 9ης Μαρτίου 2006, C-436/04, Van Esbroeck (Συλλογή 2006, σ. I-2333), της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, C-150/05, Van Straaten (Συλλογή 2006, σ. I-9327), της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, C-467/04, Gasparini κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I-9199), και της 11ης Δεκεμβρίου 2008, C-297/07, Bourquain (Συλλογή 2008, σ. I-9425).

28–      Βλ. τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Franz Fischer (σημείο 22) και Gradinger (σημείο 53), και την απόφαση Nitikin κατά Ρωσίας της 2ας Νοεμβρίου 2006 (υπόθεση 15969/02, σημείο 37).

29 –      Προπαρατεθείσα απόφαση Zolutukhin.

30 –      Απόφαση Ruotsalainen κατά Φινλανδίας της 16ης Ιουνίου 2009 (υπόθεση 13079/03).

31 –      Απόφαση Tomasovic κατά Κροατίας της 18ης Οκτωβρίου 2011 (υπόθεση 53785/09), η οποία είναι αντίθετη προς όσα είχε αρχικώς κρίνει η απόφαση Oliveira κατά Ελβετίας, της οποίας η λύση, που αποτέλεσε αντικείμενο σφοδρών επικρίσεων, φαίνεται ότι έχει πλέον εγκαταλειφθεί. Βλ., συναφώς, Carpio Briz, D., «Europeización y reconstitución del nonbisinidem», RevistaGeneraldeDerechoPenal, τεύχος 14, εκδόσεις Iustel, Μαδρίτη, 2010.

32 –      Αυτό επιβεβαιώνεται από τις επεξηγήσεις οι οποίες έχουν εκπονηθεί με σκοπό την παροχή κατευθύνσεων για την ερμηνεία του Χάρτη τις οποίες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους όλα τα εθνικά δικαστήρια, όπως απαιτεί το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη. Η επεξήγηση επί του άρθρου 50 ολοκληρώνεται με την εξής προσθήκη: «Όσον αφορά τις καταστάσεις τις οποίες ρυθμίζει το άρθρο 4 του υπ’ αριθ. 7 πρωτοκόλλου [της ΕΣΔΑ], για την εφαρμογή της αρχής στο εσωτερικό ενός και του αυτού κράτους μέλους, το δικαίωμα που κατοχυρώνεται έχει την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια με το αντίστοιχο δικαίωμα της ΕΣΔΑ.»

33 –      Βλ. τη συγκριτική ανάλυση του Moderne, F., «La sanction administrative. Elements d’analyse comparative», RevueFrançaisedeDroitAdministratif, τεύχος 3, 2002.

34 –      Βλ. τις αποφάσεις του Συνταγματικού Συμβουλίου της 28ης Ιουλίου 1989, αριθ. 89-260 DC, Loi relative à la sécurité et à la transparence des marchés financiers, σκέψη 22, της 30ής Δεκεμβρίου 1997, αριθ. 97-395 DC, Loi des finances pour 1998, σκέψη 41. Βλ., επί της νομολογίας αυτής, Gutmann, D., «Sanctions fiscales et Constitution», Les nouveaux Cahiers du Conseil Constitutionnel, τεύχος 33, 2011.

35 –      Βλ., π.χ. την απόφαση του OLG Celle της 6ης Αυγούστου 1970, 1Ss 164/70.

36 –      Αυτό συμβαίνει, π.χ., στην περίπτωση της Ισπανίας, της οποίας το βασιλικό διάταγμα 1398/1993, περί ρυθμίσεως της εξουσίας επιβολής κυρώσεων των δημόσιων διοικητικών αρχών, επιβάλλει, με το άρθρο του 7, την προτεραιότητα της ποινικής διαδικασίας σε σχέση προς τη διοικητική διαδικασία επιβολής κυρώσεων. Βλ., συναφώς, Queralt Jiménez, A., La interpretación de los derechos: del Tribunal de Estrasburgo al Tribunal Constitucional, εκδόσεις Centro de Estudios Políticos και Constitucionales, Μαδρίτη, 2008, σ. 263 επ., και Beltrán de Felipe, M. και Puerta Seguido, F., «Perplejidades acerca de los vaivenes en la jurisprudencia constitucional sobre el “ne bis in idem”», Revista española de derecho constitucional, τεύχος 71, 2004.

37 –      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, προβλέπει τη δυνατότητα αναστολής της διοικητικής διαδικασίας συνεπεία της κινήσεως ποινικής διαδικασίας για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Εν συνεχεία, η παράγραφος 3 προσθέτει ότι, «οσάκις ολοκληρωθεί η ποινική διαδικασία, η διοικητική διαδικασία που ανεστάλη συνεχίζεται εφόσον τούτο δεν αντιβαίνει στις γενικές αρχές του δικαίου» (η υπογράμμιση δική μου).

38 – Βλ., συναφώς, Burgorgue-Larsen, L., «Les interactions normatives en matiere de droits fondamentaux», σε Burgorgue-Larsen, Dubout, E. Maitrot de la Motte, A. και Touzé, S., Les interactions normatives. Droit de l’Union Europeenne et Droit International, εκδόσεις Pedone, 2012, Παρίσι, σ. 372 και 373.

39 –      Βλ. τις πρώτες αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1966 επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων 18/65 και 35/65, Gutmann κατά Επιτροπής της ΕΚΑΕ (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 261), επί δημοσιοϋπαλληλικής διαφοράς, και της 15ης Ιουλίου 1970, 45/69, Boehringer Mannheim κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 461), επί του πεδίου του ανταγωνισμού.

40 –      Προτάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2002 επί των υποθέσεων C-187/01 και C-385/01, Gözütok και Brügge (αποφάσεις της 11ης Φεβρουαρίου 2003, Συλλογή 2002, σ. I-1345, σημεία 47 επ.)-

41 –      Προτάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2011 επί της υποθέσεως C-17/10, Toshiba Corporation κ.λπ. (απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, σημεία 96 επ.).

42 –      Βλ., αντί πολλών, van Bockel, B., TheNeBisinIdemPrincipleinEULaw, Ed. Kluwer, Χάβρη, 2010, σ. 205 επ.

43 –      Βλ., συναφώς, την ενδελεχή ανάλυση της γενικής εισαγγελέα J. Kokott επί του ζητήματος αυτού στις προτάσεις της της 15ης Δεκεμβρίου 2011 επί της υποθέσεως C-489/10, Bonda (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, σημεία 32 επ.). Βλ. περαιτέρω τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston της 10ης Φεβρουαρίου 2011 επί της υποθέσεως C-272/09 P, KME Germany κατά Επιτροπής (απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Συλλογή 2011, σ. Ι-12789, σημείο 64), τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot της 26ης Οκτωβρίου 2010 επί των υποθέσεων C-201/09 P και C-216/09 P, ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. Ι-2239, σημείο 41), και C-352/09 P ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. Ι-2359, σημείο 49), καθώς και τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 3ης Ιουλίου 2007 επί της υποθέσεως C-280/06, ETI κ.λπ. (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2007, Συλλογή 2007, σ. I-10893, σημείο 71).

44–      Βλ. τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Van Esbroeck (σκέψεις 27, 32 και 36), Van Straaten (σκέψεις 41, 47 και 48), και την απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2010, C-261/09, Mantello (Συλλογή 2010, σ. Ι-11477, σκέψη 39). Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή απέχει από την προσέγγιση που εφαρμόζεται στον τομέα του ανταγωνισμού στο πλαίσιο του οποίου το Δικαστήριο εξακολουθεί να απαιτεί τη συνδρομή της τριπλής προϋποθέσεως της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, της ταυτότητας του παραβάτη και της ταυτότητας του προστατευόμενου έννομου συμφέροντος. Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψη 338), και Toshiba Corporation κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 41, σκέψεις 97 και 98). Συναφώς, βλ. επίσης την κριτική που ασκεί η γενική εισαγγελέας J. Kokott επ’ αυτού του ειδικού καθεστώτος που εφαρμόζεται στον τομέα του ανταγωνισμού με τις προτάσεις της επί της υποθέσεως Toshiba Corporation κ.λπ. (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 41).

45–      Βλ. Bingham, T., TheRuleofLaw, εκδόσεις Allen Lane, Λονδίνο 2010, σ. 66 επ.

46–      Η υπογράμμιση δική μου.

47–      C-571/10 (απόφαση της 24ης Απριλίου 2012).

48–      Απόφαση Kamberaj (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 45, σκέψη 61).

49–      Αυτόθι (σκέψη 62).

50–      Αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1978, 106/77, Simmenthal (Συλλογή τόμος 1978, σ. 239, σκέψη 24), και της 19ης Νοεμβρίου 2009, C-314/08, Filipiak (Συλλογή 2009, σ. I-11049, σκέψη 81).

51 –      Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, C-231/96, Deis (Συλλογή 1998, σ. I-4951, σκέψη 36), της 1ης Δεκεμβρίου 1998, C-326/96, Levez (Συλλογή 1998, σ. I-7835, σκέψη 41), της 16ης Μαΐου 2000, C-78/98, Preston κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. I-3201, σκέψη 55), και της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, C-392/04 και C-422/04, Germany και Arcor (Συλλογή 2006, σ. I-8559, σκέψη 62).