.

Α.Ν. 52 της 22.6/4.8.1967
Περί κυρώσεως της μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας συμφωνίας περί αποφυγής της διπλής φορολογίας και αποτροπής της φοροδιαφυγής εν σχέσει προς τον φόρον εισοδήματος, κεφαλαίου ως και τον φόρον επιτηδεύματος. (Α'134).

Αρθρον μόνον:
Κυρούται και έχει ισχύν νόμου η εν Αθήναις υπογραφείσα την 18ην Απριλίου 1966 Συμφωνία μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας, αποσκοπούσα την αποφυγήν της διπλής φορολογίας και την θέσπισιν κανόνων αμοιβαίας διοικητικής επικουρίας, εν σχέσει προς τον φόρον εισοδήματος, τον φόρον κεφαλαίου ως και τον φόρον επιτηδεύματος ης το κείμενον έπεται εις την Ελληνικήν και Αγγλικήν γλώσσαν, αμφοτέρων των κειμένων όντων εξ ίσου των αυθεντικών. Ο παρών νόμος θέλει ισχύσει από της δημοσιεύσεως του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας περί αποφυγής της διπλής φορολογίας και αποτροπής της φοροδιαφυγής, εν σχέσει προς τον φόρον εισοδήματος, κεφαλαίου ως και του φόρου επιτηδεύματος.

Αρθρον Ι:
(1) Οι υπαγόμενοι εις την παρούσαν συμφωνίαν φόροι είναι : 1. Εν τη Ομοσπόνδω Δημοκρατία της Γερμανίας ο φόρος εισοδήματος, ο φόρος εταιριών, ο φόρος κεφαλαίου, ο φόρος επιτηδεύματος (καλούμεναι εφεξής “φόροι της ομοσπόνδου Δημοκρατίας”).

2. Εν τω Βασιλείω της Ελλάδος ο φόρος εισοδήματος επί φυσικών προσώπων και ο φόρος εισοδήματος επί νομικών προσώπων (καλούμενοι εφεξής “Ελληνικός φόρος”). (2) Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται επίσης και επί παντός ομοίου ή ουσιωδώς παρομοίου φόρου επιβληθησομένου επιπροσθέτως ή αντί των υφισταμένων φόρων.

Αρθρον ΙΙ:
(1) Εις την παρούσαν συμφωνίαν, εκτός εάν άλλως το κείμενον ορίζη : 1. Ο όρος “φόρος” σημαίνει τον φόρον της ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας ή τον ελληνικόν φόρον, ως το κείμενον ορίζη.

2. Ο όρος “πρόσωπον” περιλαμβάνει τα άτομα και τας εταιρείας”.

3. Ο όρος “εταιρία” σημαίνει πάσαν εταιρείαν ή παν νομικόν πρόσωπον δυνάμενον δια φορολογικούς σκοπούς να θεωρηθή ως εταιρεία συμφώνως προς τους νόμους της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας και τους νόμους του Βασιλείου της Ελλάδος.

4. (α) Ο όρος “κάτοικος ενός εκ των Συμβαλλομένων Κρατών” σημαίνει παν πρόσωπον όπερ συμφώνως προς τους νόμους του εν λόγω κράτους, υπόκειται εις φορολογίαν εν τω Κράτει τούτω, λόγω κατοικίας του, διαμονής, έδρας, διοικήσεως ή άλλου παρομοίου κριτηρίου.

(β) Εάν κατά τας διατάξεις της προηγουμένης παρ. άτομον τι τυγχάνει κάτοικος αμφοτέρων των συμβαλλομένων Κρατών εφαρμόζονται οι επόμενοι κανόνες : (αα) Θα θεωρήται ως κάτοικος του συμβαλλομένου Κράτους εν τω οποίω έχει εις την διάθεσίν του μόνιμον κατοικίαν εις αμφότερα τα Συμβαλλόμενα Κράτη, θα θεωρείται ως κάτοικος του Συμβαλλομένου Κράτους, εκείνου μετά του οποίου συνδέεται στενώτερον προσωπικώς και οικονομικώς (Κέντρον Ζωτικών συμφέροντων).

(ββ) Εάν το Συμβαλλόμενον Κράτος εις το οποίον έχει το κέντρον των ζωτικών του συμφερόντων δεν δύναται να καθορισθή ή εάν δεν διαθέτη μόνιμον κατοικίαν εις εν τω δύο συμβαλλομένων Κρατών θα θεωρήται ως κάτοικος εκείνου του Συμβαλλομένου Κράτους εν τω οποίω έχει συνήθη διαμονήν.

(γγ) Εάν έχη συνήθη τόπον διαμονής εις αμφότερα τα Συμβαλλόμενα Κράτη ή εις ουδέν εξ αυτών θα θεωρήται ως κάτοικος του Συμβαλλομένου Κράτους του οποίου τυγχάνει υπήκοος.

(δδ) Εάν είναι υπήκοος αμφοτέρων των Συμβαλλομένων Κρατών ή ουδενός εξ αυτών, αι αρμόδιαι αρχαί των Συμβαλλομένων Κρατών θα αποφασίζωσιν επί του ζητήματος δι αμοιβαίας συμφωνίας.

γ) Εάν κατά τας διατάξεις του προηγουμένου εδ. (α) εταιρεία τις είναι κάτοικος αμφοτέρων των Συμβαλλομένων Κρατών θα θεωρείται ως έχουσα κατοικίαν εις εκείνο το Συμβαλλόμενον Κράτος εν τω οποίω υπάρχει η έδρα της πραγματικής διοικήσεως αυτής. Η αυτή διάταξις θα εφαρμόζηται επί προσωπικών εταιριών και άλλης μορφής εταιριών, αίτινες συμφώνως προς την Εθν. Νομοθεσίαν υπό της οποίας διέπονται δεν είναι νομικά πρόσωπα.

5. Οι όροι “επιχείρησις της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας” και “Ελληνική επιχείρησις” σημαίνουσιν αντιστοίχως βιομηχανικήν ή εμπορικήν επιχείρησιν ή εργασίαν διεξαγομένην υπό κατοίκου της ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας και βιομηχανικήν ή εμπορικήν επιχείρησιν ή εργασίαν διεξαγομένην υπό κατοίκου του Ελληνικού Βασιλείου, οι δε όροι “επιχείρησις ενός εκ των συμβαλλομένων Κρατών” και “επιχείρησις του ετέρου συμβαλλομένου Κράτους” σημαίνουσιν επιχείρησιν της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας ή Ελληνικήν επιχείρησιν ως το κείμενον ορίζει.

6. Ο όρος “βιομηχανικά και εμπορικά κέρδη” περιλαμβάνει μισθώματα και δικαιώματα αφορώντα κινηματογραφικάς ταινίας.

7. (α) Ο όρος “Μόνιμος εγκατάστασις σημαίνει καθωρισμένην επαγγελματικήν εγκατάστασιν όπου αι εργασίαι της επιχειρήσεως διεξάγονται εν όλω ή εν μέρει.

(β) Ειδικώτερον η μόνιμος εγκατάστασις περιλαμβάνει : έδρα της διοικήσεως – υποκατάστημα, - γραφείον, - εργοστάσιον , - εργαστήριον, - ορυχείον, λατομείον ή άλλον τόπον εκμεταλλεύσεως φυσικών πόρων – τόπον οικοδομήσεως ή κατασκευήν ή εργασίαν συναρμολογήσεως εγκαταστάσεων διαρκείας πλέον των 12 μηνών.

(γ) Ο όρος “μόνιμος εγκατάστασις” δεν θεωρείται ως περιλαμβάνων: την χρησιμοποίησιν εγκαταστάσεων προοριζομένων μόνον δια την αποθήκευσιν, έκθεσιν ή παράδοσιν αγαθών ή εμπορευμάτων ανηκόντων εις την επιχείρησιν – την διατήρησιν αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων ανηκόντων εις την επιχείρησιν αποκλειστικώς προς τον σκοπόν αποθηκεύσεως, εκθέσεως ή παραδόσεως – την διατήρησιν αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων ανηκόντων εις την επιχείρησιν αποκλειστικώς προς τον σκοπόν επεξεργασίας υπό ετέρας επιχειρήσεως – την διατήρησιν καθωρισμένης επαγγελματικής εγκαταστάσεως αποκλειστικώς προς τον σκοπόν αγοράς αγαθών ή εμπορευμάτων ή συγκεντρώσεως πληροφοριών δια την επιχείρησιν, - την διατήρησιν καθωρισμένης επαγγελματικής εγκαταστάσεως αποκλειστικώς προς τον σκοπόν διαφημίσεως, παροχής πληροφοριών, επιστημονικής ερεύνης ή παρομοίων ενεργειών αι οποίαι έχουν προπαρασκευαστικόν ή επιβοηθητικόν χαρακτήρα, δια την επιχείρησιν.

(δ) Πρόσωπον ενεργούν εις εν εκ των Συμβαλλομένων Κρατών επ ονόματι επιχειρήσεως τινος του ετέρου συμβαλλομένου Κράτους – πλην πράκτορος ανεξαρτήτου εφ ου εφαρμόζεται το εδ. ε – θα θεωρήται ως έχον μόνιμον εγκατάστασιν εις το πρώτον Κράτος, το αναφερόμενον εν τω παρόντι εδ. εάν έχη εξουσιοδότησιν και συνήθως ενασκή ταύτην εν τω εν λόγω Κράτει προς σύναψιν συμβάσεως επ ονόματι της επιχειρήσεως, εκτός εάν η δράσις του περιορίζεται εις την αγοράν αγαθών ή εμπορευμάτων δια την επιχείρησιν.

(ε) Επιχείρησις ενός εκ των Συμβαλλομένων Κρατών δεν θεωρείται ως έχουσα μόνιμον εγκατάστασιν εις το έτερον συμβαλλόμενον Κράτος απλώς και μόνον επί τω λόγω ότι διεξάγει εργασίας εις το έτερον τούτο Κράτος δια μεσίτου, γενικού αντιπροσώπου επί προμηθεία ή άλλου ανεξαρτήτου πράκτορος, εφόσον ούτοι ενεργούσιν εν τω πλαισίω της συνήθους δραστηριότητός των.

(στ) Το γεγονός ότι εταιρεία τις είναι κάτοικος του ενός εκ των Συμβαλλομένων Κρατών και ελέγχει ή ελέγχεται υπό εταιρείας, ήτις είναι κάτοικος του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους, ή διεξάγει εργασίας εντός του ετέρου τούτου Κράτους (είτε δια μονίμου εγκαταστάσεως είτε κατ άλλον τρόπον), δεν θα καθιστά καθ εαυτό, εκατέραν των εταιρειών μόνιμον εγκατάστασιν της άλλης.

8. Ο όρος “σύνταξις” σημαίνει περιοδικάς πληρωμάς, αίτινες γίνονται δια παρασχεθείσας υπηρεσίας ή ως αποζημίωσις δια προξενηθείσας βλάβας.

9. Ο όρος “περιοδική παροχή” σημαίνει καθωρισμένον ποσόν καταβλητέον περιοδικώς εις καθωρισμένα χρονικά διαστήματα ισοβίως ή κατά την διάρκειαν καθωρισμένου ή δυναμένου να εξακριβωθή χρονικού διαστήματος.

10. Ο όρος “αρμόδιαι αρχαί” σημαίνει εις την περίπτωσιν του Βασιλείου της Ελλάδος το Υπουργείον Οικονομικών και εις την περίπτωσει της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας τον Ομοσπονδιακόν Υπουργόν των Οικονομικών

(2). Εν τη εφαρμογή των διατάξεων της παρούσης συμφωνίας υπό ενός των Συμβαλλομένων Κρατών πας όρος μη καθοριζόμενος κατ άλλον τρόπον εν τη παρούση συμφωνία θεωρείται, εκτός εάν άλλως το κείμενον ορίζη, ως έχων την έννοιαν ην έχει κατά τους ισχύοντας Νόμους εν τω εν λόγω Κράτος εν σχέσει προς τους φόρους τους αποτελούντας το αντικείμενον της παρούσης συμφωνίας.

Αρθρον ΙΙΙ
(1). Τα βιομηχανικά ή εμπορικά κέρδη επιχειρήσεως ενός των Συμβαλλομένων Κρατών θα φορολογούνται μόνον εν τω Κράτει τούτω εκτός εάν η επιχείρησις διεξάγη εμπόριον ή εργασίαν εν τω ετέρω Κράτει μέσω μονίμου εν αυτώ εγκαταστάσεως. Εάν διεξάγη εμπόριον ή εργασίαν εν τω ετέρω τούτω Κράτει δια μονίμου εν αυτώ εγκαταστάσεως, δύναται να επιβληθή φόρος επί των εν λόγω κερδών εν τω ετέρω Κράτει, αλλά μόνον επί των κερδών των προερχομένων εκ της μονίμου ταύτης εγκαταστάσεως.

(2). Εάν επιχείρησις ενός εκ των Συμβαλλομένων Κρατών διεξάγη εμπόριον ή εργασίαν εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει δια μονίμου εν αυτώ εγκαταστάσεως θα θεωρούνται ότι ανήκουν εις την μόνιμον εγκατάστασιν τα βιομηχανικά ή εμπορικά κέρδη, άτινα υπολογίζεται ότι θα επραγματοποίει εις το έτερον τούτο Κράτος εάν ήτο ανεξάρτητος επιχείρησις ασχολουμένη με την αυτήν ή παρομοίαν δραστηριότητα υπό τας αυτάς ή παρομοίας συνθήκας και ενεργούσα τελείως ανεξαρτήτως από της επιχειρήσεως της οποίας αποτελεί μόνιμον εγκατάστασιν.

(3). Κατά τον καθορισμόν των βιομηχανικών ή εμπορικών κερδών μιας μονίμου εγκαταστάσεως θα εκπίπτωνται πάντα τα ευλόγως ανήκοντα εις την μόνιμον εγκατάστασιν έξοδα περιλαμβανομένων και των ανηκόντων αυτή διοικητικών και διαχειριστικών εν γένει εξόδων.

(4). Ουδέν τμήμα οιωνδήποτε κερδών κτωμένων υπό επιχειρήσεως ενός εκ των Συμβαλλομένων Κρατών θεωρείται ότι ανήκει εις μόνιμον εγκατάστασιν ευρισκομένην εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει απλώς και μόνον λόγω αγοράς αγαθών ή εμπορευμάτων εν τω ετέρω Κράτει υπό της επιχειρήσεως.

(5) Η παρ. 1 δεν έχει την έννοιαν παρεμποδίσεως ενός εκ των συμβαλλομένων Κρατών εκ της επιβολής, συμφώνως προς την παρούσαν συμφωνίαν, φόρου επί του εισοδήματος (π.χ. μερισμάτων, ενοικίων), προερχομένου εκ πηγών ευρισκομένων εντός του εδάφους του και κτωμένου υπό κατοίκου του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους εάν το τοιούτον εισόδημα δεν ανήκει εις μόνιμον εγκατάστασιν ευρισκομένην εις το πρώτον μνημονευθέν Κράτος.

(6) Η παρ. 1 εφαρμόζεται ομοίως και επί του φόρου επιτηδεύματος (TRADE TAX) του υπολογιζομένου επί βάσεως διαφόρου εκείνης των βιομηχανικών και εμπορικών κερδών.

Αρθρο IV:
Εάν: (α) Η επιχείρησις ενός εκ των Συμβαλλομένων Κρατών μετέχη αμέσως ή εμμέσως εις την διοίκησιν, έλεγχον ή το κεφάλαιον επιχειρήσεως τινος του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους ή – (β) τα αυτά πρόσωπα μετέχουν αμέσως ή εμμέσως εις την διοίκησιν, έλεγχον ή κεφάλαιον επιχειρήσεως ενός εκ των Συμβαλλομένων Κρατών και επιχειρήσεων του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους, και εις εκατέραν των περιπτώσεων τίθενται ή επιβάλλονται μεταξύ των δύο επιχειρήσεων εις τας εμπορικάς ή οικονομικάς των σχέσεις συνθήκαι διάφοροι εκείνων, αίτινες θα υφίσταντο μεταξύ ανεξαρτήτων επιχειρήσεων, τότε παν κέρδος το οποίον εάν δεν υπήρχον οι όροι ούτοι θα επραγματοποιείτο υπό μιας εκ των επιχειρήσεων, αλλά, λόγων των όρων τούτων δεν επραγματοποιήθη δύναται να περιληφθή εις τα κέρδη της επιχειρήσεως εκείνης και να φορολογηθή αναλόγως.

Αρθρο V:
(1) Κέρδη άτινα κάτοικος του Βασιλείου της Ελλάδος κτάται εκ της εκμεταλλεύσεως πλοίων εις τας διεθνείς μεταφοράς, των οποίων ο λιμήν νηολογήσεως ευρίσκεται εν Ελλάδι φορολογούνται μόνον εις το Κράτος τούτο.

(2)Κέρδη εκ της εκμεταλλεύσεως πλοίων εις διεθνείς μεταφοράς περιερχόμενα εις κάτοικον της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας εξ επιχειρήσεως διευθυνομένης και ελεγχομένης εν τη Ομοσπόνδω Δημοκρατία της Γερμανίας, φορολογούνται μόνον εν τω Κράτι τούτω.

(3) Κέρδη εκ της εκμεταλλεύσεως αεροσκαφών εις διεθνείς μεταφοράς φορολογούνται μόνον εν τω Συμβαλλομένω Κράτει εν τω οποίω ευρίσκεται η πραγματική διεύθυνσις των εργασιών της επιχειρήσεως.

(4) Η παρ. 3 εφαρμόζεται ομοίως και επί συμμετοχών εις κοινοπραξίας (POOLS) οιασδήποτε φύσεως εκ μέρους επιχειρήσεων ασχολουμένων εις εναερίους μεταφοράς.

(5) Αι παρ. (1), (2) και (3) εφαρμόζονται ομοίως και επί του φόρου επιτηδεύματος (TRADE TAX) υπολογιζομένου επί βάσεως διαφόρου εκείνης της των βιομηχανικών και εμπορικών κερδών.

Αρθρο VI:
(1) Μερίσματα καταβαλλόμενα υπό εταιρείας κατοίκου ενός των Συμβαλλομένων Κρατών εις κάτοικον του ετέρου συμβαλλομένου Κράτους δύναται να φορολογηθούν εις το έτερον τούτο Κράτος.

(2) Εν τούτοις, τοιαύτα μερίσματα δύναται να φορολογηθούν εν τω Συμβαλλομένω Κράτει εις ο είναι κάτοικος ή καταβάλλουσα τα μερίσματα εταιρεία συμφώνως προς την νομοθεσίαν του εν λόγω Κράτους, αλλά ο ούτω επιβαλλόμενος φόρος δέον να μη υπερβαίνη το 25% του ακαθάριστου ποσού των μερισμάτων.

Η παρούσα παρ. δεν επηρεάζει την φορολογίαν της εταιρείας εν σχέσει προς τα κέρδη εξ ων καταβάλλονται τα μερίσματα.

(3) Ο όρος “Μερίσματα” ως χρησιμοποιείται εν τω παρόντι άρθ. σημαίνει τα εισοδήματα εκ μετοχών, μετοχών “επικαρπίας”, ή δικαιωμάτων “επικαρπίας” , μετοχών μεταλλείων, ιδρυτικών τίτλων ή ετέρων δικαιωμάτων, μη θεωρουμένων ως αποτελούντων απαιτήσεις, εκ χρεών δια συμμετοχήν εις κέρδη, ως και εισόδημα εξ εταιρικών δικαιωμάτων εξομοιουμένων προς το εκ μετοχών εισόδημα, δυνάμει της φορολογικής νομοθεσίας του κράτους εν τω οποίω είναι κάτοικος η ενεργούσα την διανομήν εταιρεία, εις δε την περίπτωσιν της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας, θα συμπεριλαμβάνονται διανομαί επί πιστοποιητικών δια τραστ επενδύσεων ως και εισόδημα κτώμενον υπό ετερορρύθμου εταίρου εκ της συμμετοχής του ως τοιούτου.

(4) Αι παρ. (1) και (2) δεν εφαρμόζονται εις περίπτωσιν καθ ην κάτοικος εκ των Συμβαλλομένων Κρατών διεξάγει εμπόριον ή εργασίαν εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει δια μονίμου εν αυτώ εγκαταστάσεως τα δε μερίσματα προέρχονται εκ της μονίμου αυτής εγκαταστάσεως. Εις την περίπτωσιν ταύτην εφαρμόζεται το άρθ. ΙΙΙ της παρούσης συμφωνίας.

Αρθρο VII:
(1) Τόκοι προκύπτοντες εις εν των Συμβαλλομένων Κρατών και καταβαλλόμενοι εις κάτοικον του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους δύναται να φορολογηθούν εις το έτερον τούτο Κράτος.

(2) Εν τούτοις, τοιούτοι τόκοι δύνανται να φορολογηθούν εν τω Συμβαλλομένω Κράτει εν τω οποίω ούτοι προκύπτουσι συμφώνως προς τον νόμον του Κράτους τούτου, αλλά ο ούτως επιβαλλόμενος φόρος δεν θα υπερβαίνη το 10% του ποσού των τόκων.

(3) Τόκοι προκύπτοντες εν τω Βασιλείω της Ελλάδος και καταβαλλόμενοι εις την DEUTSHE BUNDESBANK ή εις την KREDITANSTALT FUR WIEDERAUFVAU εν τη Ομοσπόνδω Δημοκρατία της Γερμανίας απαλλάσσονται του Ελληνικού φόρου.

Τόκοι προκύπτοντες εν τη Ομοσπόνδω Δημοκρατία της Γερμανίας και καταβαλλόμενοι εις την Τράπεζαν της Ελλάδος απαλλάσσονται του φόρου της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας.

(4) Ο όρος “τόκοι” ως χρησιμοποιείται εν τω παρόντι άρθ. σημαίνει εισόδημα εκ κρατικών χρεωγράφων, ομολογιών ή χρεωστικών τίτλων, ανεξαρτήτως εάν ούτοι εξασφαλίζωνται ή ου δι υποθήκης ή εχόντων ή μη δικαίωμα συμμετοχής εις κέρδη και απαιτήσεις εκ χρεών οιασδήποτε φύσεως ως και παν έτερον εισόδημα εξομοιούμεον προς εισόδημα εκ δανεισθέντων χρημάτων συμφώνως προς την φορολογικήν νομοθεσίαν του Κράτους εν τω οποίω προκύπτει το εισόδημα.

(5) Αι παρ. (1) και (2) δεν εφαρμόζονται οσάκις κάτοικος του ενός των Συμβαλλομένων Κρατών διεξάγει εμπόριον ή εργασίαν εις το έτερον Συμβαλλόμενον Κράτος δια μονίμου εν αυτώ εγκαταστάσεως και οι εν λόγω τόκοι προέρχονται εκ της ως άνω μονίμου εγκαταστάσεως. Εις την περίπτωσιν ταύτην εφαρμόζεται το άρθ. ΙΙΙ της παρούσης συμφωνίας.

(6) Τόκιο θεωρούνται προκύπτοντες εις εν των Συμβαλλομένων Κρατών εάν ο καταβάλλων είναι αυτό τούτο το Κράτος, πολιτική υποδιαίρεσις, τοπική αρχή ή κάτοικος του Κράτους τούτου. Εάν όμως ο καταβάλλων τους τόκους, είτε ούτος είναι κάτοικος ενός των Συμβαλλομένων Κρατών ή ου, έχει εν ενία των Συμβαλλομένων Κρατών μόνιμον εγκατάστασιν εν σχέσει προς την οποίαν συνήφθη η οφειλή εφ ης καταβάλλονται οι τόκοι, οι τόκοι δε ούτοι βαρύνουν την μόνιμον ταύτην εγκατάστασιν τότε οι εν λόγω τόκοι θεωρούνται προκύπτοντες εις το Συμβαλλόμενον Κράτος εις ο ευρίσκεται η μόνιμος εγκατάστασις.

(7) Εις ην περίπτωσιν λόγω ειδικής σχέσεως μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ή μεταξύ αμφοτέρων τούτων και άλλου τινός προσώπου, το ποσό των καταβαλλομένων τόκων των αφορώντων εις την απαίτησιν εκ χρέους δια την οποίαν καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσόν το οποίον θα συνεφωνείτο μεταξύ οφειλέτου και δικαιούχου ελλείψει τοιαύτης σχέσεως, αι διατάξεις του παρόντος άρθ. θα εφαρμόζωνται μόνον επί του τελευταίου μνημονευθέντος ποσού. Εν τη περιπτώσει ταύτη το υπερβάλλον μέρος του τόκου θα φορολογήται συμφώνως προς την νομοθεσίαν εκάστου Συμβαλλομένου Κράτους, λαμβανομένων δεόντως υπόψιν των λοιπών διατάξεων της παρούσης συμφωνίας.

(8) Το παρόν άρθ. δεν δύναται να ερμηνευθή ότι περιορίζει απαλλαγήν τινα, μείωσιν ή άλλην έκπτωσιν παραχωρηθείσαν ήδη ή παραχωρηθησομένην υπό των νόμων του Βασιλείου της Ελλάδος κατά τον καθορισμόν του Ελληνικού φόρου επί τόκων προκυπτόντων εν τω Βασιλείω της Ελλάδος και καταβαλλομένων εις κάτοικον της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Αρθρο VIII:
(1) Δικαιώματα προκύπτοντα εντός ενός των Συμβαλλομένων Κρατών και καταβαλλόμενα εις κάτοικον του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους, θα φορολογούνται μόνον εν τω ετέρω τούτω Κράτει.

(2) Ο όρος “δικαιώματα” , ως χρησιμοποιείται εν τω άρθ. τούτω, σημαίνει πληρωμάς πάσης φύσεως γενομένας έναντι δικαιώματος, φιλολογικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής εργασίας ευρεσιτεχνίας, εμπορικού σήματος, σχεδίου ή τύπου, μηχανικού σχεδίου, μυστικού τύπου ή διαδικασίας παραγωγής (ή δια την χρήσιν ή δικαιώματος χρήσεως), βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού ή δια πληροφορίας αφορώσας βιομηχανικήν, εμπορικήν ή επιστημονικήν εμπειρίαν.

(3) Η παρ. (1) δεν εφαρμόζεται οσάκις κάτοικος του ενός εκ των Συμβαλλομένων Κρατών διεξάγει εμπόριον ή εργασίαν, επαγγελματικάς υπηρεσίας ή άλλην τινα ανεξάρτητον δράσιν εις το έτερον Συμβαλλόμενον Κράτος δια μονίμου εν αυτώ εγκαταστάσεως ή καθωρισμένης βάσεως και τα δικαιώματα καταλογίζονται εις την μόνιμον ταύτην εγκατάστασιν ή καθωρισμένην βάσιν. Εν τοιαύτη περιπτώσει εφαρμόζεται το άρθ. ΙΙΙ ή ΧΙ της παρούσας συμφωνίας.

(4) Εις ην περίπτωσιν λόγω ειδικής σχέσεως μεταξύ του καταβάλλοντος και του λαμβάνοντος ή μεταξύ αμφοτέρων τοιούτων και άλλου τινος προσώπου, το ποσόν των καταβαλλομένων δικαιωμάτων λαμβανομένης υπόψιν της χρήσεως δικαιώματος ή πληροφοριών δια τα οποία καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσόν το οποίον ήθελε συμφωνηθή μεταξύ του καταβάλλοντος και του λαμβάνοντος εάν δεν υπήρχεν η εν λόγω σχέσις αι διατάξεις του παρόντος άρθ. εφαρμόζονται μόνον επί του τελευταίου μνημονευθέντος ποσού. Εις την περίπτωση ταύτην, το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών θα φορολογήται συμφώνως προς την νομοθεσίαν εκάστου Συμβαλλομένου Κράτους λαμβανομένων δεόντως υπόψει των λοιπών διατάξεων της παρούσης συμφωνίας.

Αρθρο ΙΧ:
(1) Κέρδη εκ της πωλήσεως μεταβιβάσεως ή ανταλλαγής παγίου κεφαλαίου κτώμενα υπό κατοίκου ενός των Συμβαλλομένων Κρατών και προερχόμενα εκ πηγών εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει, θα φορολογούνται μόνον εν τω πρώτω μνημονευθέντι Κράτει.

(2) Η παρ. (1) δεν εφαρμόζεται οσάκις κάτοικος ενός των Συμβαλλομένων Κρατών διεξάγει εμπόριον ή εργασίαν εις το έτερον Συμβαλλόμενον Κράτος μέσω μονίμου εν αυτώ εγκαταστάσεως και τα τοιαύτα κέρδη προέρχονται εκ της μονίμου ταύτης εγκαταστάσεως. Εν τοιαύτη περιπτώσει εφαρμόζεται το άρθ. ΙΙΙ της παρούσης Συμφωνίας.

Αρθρο Χ:
(1) Αμοιβαί καταβαλλόμεναι υπό του Δημοσίου του Βασιλείου της Ελλάδος ή οιασδήποτε εν γένει πολιτικής υποδιαιρέσεως αυτού δια παρούσας υπηρεσίας θα φορολογούνται μόνον εν τω Κράτει τούτω, εκτός εάν η πληρωμή γίνεται εις Γερμανόν υπήκοον, όστις δεν τυγχάνει επίσης υπήκοος του Βασιλείου της Ελλάδος.

(2) Αμοιβαί καταβαλλόμεναι υπό του Δημοσίου της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας ή των χωρών αυτής ή των πολιτικών υποδιαιρέσεων αυτών δια παρούσας υπηρεσίας θα φορολογούνται μόνον εν τω Κράτει τούτω εκτός εάν η πληρωμή γίνεται εις υπήκοον του Βασιλείου της Ελλάδος όστις δεν είναι επίσης Γερμανός υπήκοος.

(3) Αι διατάξεις των παρ. (1) και (2) δεν εφαρμόζονται επί αμοιβών έναντι υπηρεσιών συνδεομένων προς οιανδήποτε εμπορικήν επιχείρησιν ή εργασίαν διεξαγομένην εις εκάτερον των Συμβαλλομένων Κρατών ή των πολιτικών αυτών υποδιαιρέσεων επί σκοπώ κέρδους.

(4) Αι διατάξεις των παρ. (1) και (2) εφαρμόζονται ωσαύτως και επί αμοιβών καταβαλλομένων υπό της Ομοσπονδιακής Τραπέζης, των Ομοσπονδιακών Σιδηροδρόμων και της Ομοσπονδιακής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας ως και των αντιστοίχων Οργανισμών του Βασιλείου της Ελλάδος.

Αρθρο ΧΙ:
(1) Εισόδημα κτώμενον υπό κατοίκου ενός των συμβαλλομένων Κρατών έναντι επαγγελματικών υπηρεσιών ή ετέρας ανεξαρτήτου δραστηριότητος παρομοίας φύσεως, θα φορολογήται μόνον εν τω Κράτει τούτω, εκτός εάν έχη εις την διάθεσιν του κανονικώς καθορισμένην βάσιν εις το έτερον Συμβαλλόμενον Κράτος προς τον σκοπόν της ασκήσεως της δραστηριότητος του. Εάν διαθέτη τοιαύτην καθωρισμένην βάσιν το μέρος εκείνο του εισοδήματος το προερχόμενον εκ της καθωρισμένης βάσεως δύναται να φορολογηθή εν τω ετέρω Κράτει.

Ανεξαρτήτως των διαλαμβανομένων εις τας προηγουμένας διατάξεις, εισόδημα κτώμενον υπό προσώπων παρεχόντων υπηρεσίας δημοσίας ψυχαγωγίας, ήτοι καλλιτεχνών θεάτρου, κινηματογράφου, ραδιοφώνου ή τηλεοράσεως και υπό μουσικών και αθλητών, εκ της προσωπικής αυτών δράσεως ως τοιαύτης, δύναται να φορολογηθή εν τω Συμβαλλομένω Κράτει όπου διεξάγεται η τοιαύτη δράσις.

(2) Μισθοί, ημερομίσθια και άλλαι παρομοίας φύσεως αμοιβαί κτώμεναι υπό κατοίκου ενός των Συμβαλλομένων Κρατών δι έμμισθον απασχόλησιν θα φορολογούνται μόνο εν τω Κράτει τούτω, εκτός εάν η απασχόλησις ασκήται εις το έτερον Συμβαλλόμενον Κράτος. Εάν η απασχόλησις ασκήται ούτω, πάσα εξ αυτής απορρέουσα αποζημίωσις δύναται να φορολογηθή εις το έτερον τούτο Κράτος.

3. Ανεξαρτήτως των διατάξεων της ανωτέρω παρ. (2) αποζημίωσις κτωμένη υπό κατοίκου ενός των συμβαλλομένων Κρατών δι έμμισθον απασχόλησιν ασκουμένην εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει θα φορολογήται μόνον εις το πρώτον μνημονευθέν Κράτος εάν : α) ο λαμβάνων ευρίσκεται εις το έτερον τούτο Κράτος δια χρονικήν περίοδον ή περιόδους μη υπερβαινούσας συνολικώς 183 ημέρας κατά το οικείον φορολογικόν έτος και

β) Η αποζημίωσις καταβάλλεται υπό ή δια λογαριασμόν εργοδότου ο οποίος δεν είναι κάτοικος του ετέρου τούτου Κράτους και

γ) η αποζημίωσις δεν εκπίπτεται εκ των κερδών μονίμου εγκαταστάσεως ή καθωρισμένης βάσεως την οποίαν ο εργοδότης διατηρεί εν τω ετέρω τούτω Κράτει.

4. Αμοιβαί διευθυντών και παρόμοιαι πληρωμαί κτώμεναι υπό κατοίκου ενός των Συμβαλλομένων Κρατών υπό την ιδιότητα του ως μέλους Διοικητικού Συμβουλίου εταιρείας ήτις είναι κάτοικος του ετέρου συμβαλλομένου Κράτους, δύνανται να φορολογηθούν εν τω ετέρω τούτω Κράτει.

5. Αποζημίωσις δια προσωπικάς υπηρεσίας παρεχομένας επί πλοίου εις διεθνείς μεταφοράς δύναται να φορολογηθή εις το Συμβαλλόμενον Κράτος εν τω οποίω ευρίσκεται ο λιμήν νηολογήσεως του πλοίου.

6. Αποζημίωσις δια προσωπικάς υπηρεσίας παρεχομένας επί αεροσκάφους εις διεθνείς μεταφοράς δύναται να φορολογηθή εις το Συμβαλλόμενον Κράτος όπου ευρίσκεται η πραγματική διεύθυνσις των εργασιών της επιχειρήσεως ήτις απασχολεί τα παρέχοντα τας υπηρεσίας ταύτας πρόσωπα.

Αρθρο ΧΙΙ:
1. Πάσα σύνταξις και πάσα περιοδική παροχή (πλην των αναφερομένων εις τας παρ. 2 και 3 συντάξεων και παροχών) κτώμεναι υπό κατοίκου ενός των Συμβαλλομένων Κρατών εκ πηγών εντός του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους φορολογούνται μόνον εις το πρώτον μνημονευθέν Κράτος.

2. Συντάξεις και περιοδικαί παροχαί καταβαλλόμεναι υπό του Δημοσίου του Βασιλείου της Ελλάδος ή οιασδήποτε εν γένει πολιτικής υποδιαιρέσεως αυτού, θα φορολογούνται μόνον εν τω Κράτει τούτω.

3. Συντάξεις και περιοδικαί παροχαί καταβαλλόμεναι υπό του Δημοσίου της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας ή των χωρών της ή των πολιτικών υποδιαιρέσεων αυτών θα φορολογούνται μόνον εν τω Κράτει τούτω.

4. Αι διατάξεις των παρ. (2) και (3) εφαρμόζονται επίσης επί συντάξεων και περιοδικών παροχών καταβαλλομένων υπό της Ομοσπονδιακής Τραπέζης, των Ομοσπονδιακών Σιδηροδρόμων και της Ομοσπονδιακής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας ως και των αντιστοίχων οργανισμών του Βασιλείου της Ελλάδος.

5. Συντάξεις περιοδικαί παροχαί και άλλαι επαναλαμβανόμεναι ή μη αποζημιώσεις καταβαλλόμεναι υφ ενός εκ των Συμβαλλομένων Κρατών ή υπό νομικού προσώπου Δημοσίου Δικαίου ως αποζημίωσις δια τραυματισμόν ή βλάβην προξενηθείσαν λόγω εχθροπραξιών ή πολιτικού διωγμού θα φορολογούνται μόνον εν τω Κράτει τούτω.

Αρθρο ΧΙΙΙ:
(1) Εισόδημα κτώμενον υπό κατοίκου ενός εκ των Συμβαλλομένων Κρατών εξ ακινήτου ιδιοκτησίας δύναται να φορολογηθή εις το Συμβαλλόμενον Κράτος όπου ευρίσκεται η εν λόγω ιδιοκτησία.

(2) Ο όρος “ακίνητος ιδιοκτησία” θα προσδιορίζηται συμφώνως προς τους νόμους του Συμβαλλομένου Κράτους εν τω οποίω ευρίσκεται η εν λόγω ιδιοκτησία. Ο όρος ούτος θα περιλαμβάνη εν πάση περιπτώσει ιδιοκτησίαν παρεπομένην (ACCESORY) προς την ακίνητον τοιαύτην, ζώα κτηνοτροφίας και εξοπλισμόν γεωργικών και δασικών επιχειρήσεων, δικαιώματα εφ ων εφαρμόζονται αι διατάξεις της γενικής νομοθεσίας περί εγγείου ιδιοκτησίας, επικαρπίαν επί ακινήτου περιουσίας και δικαιώματος επί μεταβλητών ή παγίων καταβολών δια την επεξεργασίαν μεταλλευτικών κοιτασμάτων ή άλλου φυσικού πλούτου. Πλοία και αεροσκάφη δεν θεωρούνται ως ακίνητος ιδιοκτησία.

(3) Αι διατάξεις των ανωτέρω παρ. (1) και (2) θα εφαρμόζονται επί εισοδήματος προερχομένου εξ αμέσου χρήσεως ή εξ ενοικιάσεως ακινήτου ιδιοκτησίας ή της χρήσεως υφ οιανδήποτε ετέραν μορφήν της εν λόγω ιδιοκτησίας, περιλαμβανομένου του εισοδήματος εκ γεωργικών ή δασικών επιχειρήσεων. Ωσαύτως θα εφαρμόζονται επί κερδών προερχομένων εκ της απαλλοτριώσεως της ακινήτου ιδιοκτησίας.

(4) Αι διατάξεις των ανωτέρω παρ. (1) έως (3) θα εφαρμόζονται ωσαύτως επί του εισοδήματος εξ ακινήτου ιδιοκτησίας οιωνδήποτε επιχειρήσεων εκτός των γεωργικών ή δασικών τοιούτων ως και επί εισοδήματος εξ ακινήτου ιδιοκτησίας χρησιμοποιουμένης δια την άσκησιν επαγγελματικών υπηρεσιών.

Αρθρο ΧΙV:
Εισόδημα κτώμενον υπό καθηγητού εξ ενός εκ των συμβαλλομένων Κρατών ως αποζημίωσις έναντι διδασκαλίας ή επιστημονικής εργασίας εις Πανεπιστήμιον κατά την διάρκειαν προσωρινής παραμονής μη υπερβαινούσης τα δύο έτη εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει, δεν θα φορολογήται εν τω ετέρω τοιούτω Κράτει.

Αρθρο XV:
Χρηματικά ποσά τα οποία σπουδαστής ή μαθητευόμενος εις επάγγελμα προερχόμενος εξ ενός των Συμβαλλομένων Κρατών και διαμένων εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει αποκλειστικώς και μόνον δια τον σκοπόν της εκπαιδεύσεως του ή εξασκήσεως του , λαμβάνει δια την συντήρησίν του , εκπαίδευσιν ή εξάσκησιν του, δεν θα φορολογούνται εις το έτερον τούτο Κράτος, εφόσον τα ποσά ταύτα καταβάλλονται εις αυτόν εκ πηγών ευρισκομένων εκτός του ετέρου τούτου Κράτους.

Αρθρο ΧVI:
1. Κεφάλαιον αποτελούμενον εξ ακινήτου ιδιοκτησίας ως ορίζεται εν τη παρ. (2) του άρθ. ΧΙΙΙ της παρούσης συμφωνίας δύναται να φορολογηθή εις το Συμβαλλόμενον Κράτος εις το οποίον ευρίσκεται η εν λόγω ιδιοκτησία.

2. Τηρουμένων των διατάξεων της παρ. (1) κεφάλαιον συνιστάμενον εκ παγίων στοιχείων αποτελούντων μέρος της επιχειρηματικής περιουσίας της χρησιμοποιουμένης εν τινι μονίμω εγκαταστάσει της επιχειρήσεως ενός εκ των Συμβαλλομένων Κρατών ή εκ παγίων στοιχείων ανηκόντων εις καθωρισμένην βάσιν χρησιμοποιουμένην προς άσκησιν επαγγελματικών υπηρεσιών, δύναται να φορολογηθή εις το Συμβαλλόμενον Κράτος όπου ευρίσκεται η μόνιμος εγκατάστασις ή η καθωρισμένη βάσις.

3. Πλοία και αεροσκάφη χρησιμοποιούμενα εις διεθνείς μεταφοράς και ενεργητικά στοιχεία πλην ακινήτου ιδιοκτησίας, ανήκοντα εις την εκμετάλλευσιν των τοιούτων πλοίων και αεροσκαφών θα φορολογούνται μόνον εις το Συμβαλλόμενον Κράτος το οποίον συμφώνως προς το άρθ. V της παρούσης συμφωνίας έχει το δικαίωμα να φορολογή τα κέρδη τα προερχόμενα εκ τοιούτων πλοίων ή αεροσκαφών.

4. Πάντα τα έτερα στοιχεία κεφαλαίου τα οποία ανήκουν εις κάτοικον ενός των Συμβαλλομένων Κρατών θα φορολογούνται μόνον εις το Κράτος τούτο.

Αρθρο XVII:
1. Εις περίπτωσιν κατοίκου του Βασιλείου της Ελλάδος ο φόρος θα καθορίζηται ως ακολούθως : Τηρουμένων των διατάξεων της Ελληνικής Φορολογικής νομοθεσίας του εισοδήματος ο φόρος της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας ο καταβλητέος κατά τους νόμους της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας και συμφώνως προς την παρούσαν συμφωνίαν είτε αμέσως δια παρακρατήσεως, εν σχέσει προς το εισόδημα το προερχόμενον εκ πηγών εντός της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας, παρέχεται ως πίστωσις έναντι του Ελληνικού φόρου του καταβλητέου επί του εισοδήματος τούτου.

2. Εις περίπτωσιν κατοίκου της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας ο φόρος θα καθορίζηται ως ακολούθως: 1. Εκτός εάν εφαρμόζωνται αι διατάξεις του κατωτέρου εδ. (2) εξαιρείται της βάσεως εφ ης ο φόρος της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας επιβάλλεται παν στοιχείον εισοδήματος εκ πηγών εντός του Βασιλείου της Ελλάδος και παν στοιχείον κεφαλαίου ευρισκόμενον εντός του Βασιλείου της Ελλάδος, όπερ συμφώνως προς την παρούσαν συμφωνίαν δύναται να φορολογηθή εις το Βασίλειον της Ελλάδος. Εν τούτοις η Ομόσπονδος Δημοκρατία της Γερμανίας διατηρεί δικαίωμα να λάβη υπόψιν κατά τον καθορισμόν του συντελεστού του φόρου της τα ούτω εξαιρούμενα στοιχεία εισοδήματος και κεφαλαίου.

2. α) Θα παρέχηται ως πίστωσις έναντι του φόρου της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας του καταβλητέου επί : αα) μερισμάτων προκυπτόντων εις το Βασίλειον της Ελλάδος, ο επ αυτών καταβαλλόμενος εν Ελλάδι φόρος.

ββ) τόκων προκυπτόντων εις το Βασίλειον της Ελλάδος, ή ο επ αυτών καταβαλλόμενος εν Ελλάδι φόρος ή εάν οι εν λόγω τόκοι απαλλάσσωνται του Ελληνικού φόρου λόγω ειδικών διατάξεων της Ελληνικής νομοθεσίας δια την προώθησιν της οικονομικής αναπτύξεως του Βασιλείου της Ελλάδος 10% του ποσού των εν λόγω τόκων.

γγ) αποζημιώσεως της καταβαλλομένης υπό του Ελληνικού Δημοσίου του Βασιλείου της Ελλάδος εις Γερμανόν υπήκοοον, όστις δεν είναι επίσης υπήκοος του Βασιλείου της Ελλάδος, ο επ αυτής καταβαλλόμενος εν Ελλάδι φόρος.

δδ) αποζημιώσεως εν τη εννοία του άρθ. ΧΙ παρ. (4) και (5) προκυπτούσης εις το Βασίλειον της Ελλάδος, ο επ αυτής καταβαλλόμενος εν Ελλάδι φόρος.

β) Εν τούτοις, εις την περίπτωσιν εισοδήματος εκ μερισμάτων καταβαλλομένων εις Ανώνυμον Εταιρείαν (KAPITAL GESELLSCAFT), ούσαν κάτοικον της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας, υπό Ανωνύμου Εταιρείας, ούσης κατοίκου του Βασιλείου της Ελλάδος παρέχεται ως πίστωσις, έναντι του φόρου της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας, το ποσόν των 30% του ακαθαρίστου ποσού μερισμάτων εάν και μόνον εάν αα) τουλάχιστον τα 25% των εχουσών δικαίωμα ψήφου μετοχών της Ελληνικής ανωνύμου εταιρίας ανήκουν εις την Γερμανικήν ανώνυμον εταιρείαν (KAPITAL GESELLSCAFT) και

ββ) η Ελληνική ανώνυμος εταιρία κτάται το εισόδημά της αποκλειστικώς ή σχεδόν αποκλειστικώς εκ μεταλλείων, εκ της παραγωγής ή πωλήσεως αγαθών ή εμπορευμάτων ή εκ της παροχής υπηρεσιών ή εκ διεξαγομένων τραπεζικών ή ασφαλιστικών εργασιών ή εκ μερισμάτων καταβαλλομένων υπό άλλης Ελληνικής ανωνύμου εταιρίας ήτις κτάται το εισόδημα της αποκλειστικώς ή σχεδόν αποκλειστικώς εκ μεταλλείων, εκ της παραγωγής ή πωλήσεως αγαθών ή εμπορευμάτων, παροχής υπηρεσιών ή εκ διεξαγομένων τραπεζικών ή ασφαλιστικών εργασιών.

Αρθρο ΧVIII:
Αι διατάξεις της παρούσης συμφωνίας ουδόλως έχουσι την έννοιαν καταργήσεως ή καθ οιονδήποτε τρόπον περιορισμού του νυν απολαμβανομένου υπό των διπλωματικών και προξενικών υπαλλήλων προνομίου ετέρων ή προσθέτων απαλλαγών ή τυχόν μέλλοντος να χορηγηθή τοιούτου εις τους εν λόγω υπαλλήλους.

Αρθρο ΧΙΧ:
1. Αρμόδιαι αρχαί των συμβαλλομένων Κρατών οφείλουσιν όπως ανταλλάσσωσι τη αιτήσει των πληροφορίας (παρεχομένας συμφώνως προς τους οικείους φορολογικούς νόμους εν τη ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας) αναγκαίας δια την εφαρμογήν των διατάξεων της παρούσης συμφωνίας ή δια την παρεμπόδισιν δολίων πράξεων ή προς εφαρμογήν των κειμένων διατάξεων κατά της νομίμου φοροδιαφυγής εν σχέσει προς τους φόρους οίτινες αποτελούν το αντικείμενον της παρούσης συμφωνίας.

Πάσα πληροφορία ούτως ανταλλασσομένη δέον όπως θεωρήται απόρρητος και μη αποκαλύπτηται εις οιονδήποτε πρόσωπον πλην εκείνων άτινα είναι επιφορτισμένα με την βεβαίωσιν και την είσπραξιν των φόρων των αποτελούντων το αντικείμενον της παρούσης συμφωνίας. Ουδεμία πληροφορία δέον να ανταλλάσσηται η οποία θα απεκάλυπτεν οιονδήποτε εμπορικόν, επιχειρηματικόν, βιομηχανικόν ή επαγγελματικόν απόρρητον ή οιανδήποτε επαγγελματικήν μέθοδον.

2. Αι διατάξεις του παρόντος άρθ. εις ουδεμίαν περίπτωσιν έχουσι την έννοιαν επιβολής επί εκατέρου των Συμβαλλομένων Κρατών της υποχρεώσεως λήψεως διοικητικών μέτρων μη συμφώνων προς τους κανονισμούς και την εν τη πράξει εφαρμοζομένην διαδικασίαν εκατέρου των Συμβαλλομένων Κρατών ή αντιθέτων προς τα κυριαρχικά δικαιώματα των, ασφάλεια ή κρατικήν πολιτικήν ή παροχής στοιχείων μη παρεχομένων υπό της νομοθεσίας του εν λόγω Κράτους ή του αιτούντος τοιούτου.

Αρθρο ΧΧ :

1. Εάν κάτοικος ενός εκ των Συμβαλλομένων Κρατών αποδείξει ότι αι ενέργειαι των φορολογικών αρχών των Συμβαλλομένων Κρατών έσχον ή θα έχωσιν ως αποτέλεσμα την διπλήν φορολογίαν εν αντιθέσει προς τας διατάξεις της παρούσης συμφωνίας, δικαιούται όπως ούτος θέση υπόψιν την περίπτωσιν του ενώπιον του Κράτους του οποίου τυγχάνει κάτοικος. Εάν η αίτησις του θεωρηθή βάσιμος η αρμοδία κρατική αρχή ενώπιον της οποίας ετέθη αύτη, οφείλει να προέλθη εις συμφωνίαν μετά της αρμοδίας αρχής του ετέρου Κράτους προς τον σκοπόν της αποφυγής της διπλής φορολογίας.

2. Προς άρσιν των δυσχερειών ή αμφιβολιών εν τη ερμηνεία ή εφαρμογή της παρούσης συμφωνίας ή εν σχέσει προς τας σχετικάς διατάξεις συμφωνιών συναφθεισών μεταξύ των Συμβαλλομένων Κρατών μετά τρίτων τοιούτων, αι αρμόδιαι αρχαί των Συμβαλλομένων Κρατών δέον όπως προέλθουν εις αμοιβαίαν συμφωνίαν το ταχύτερον δυνατόν.

Αρθρο ΧΧΙ:
1. Οι υπήκοοι ενός εκ των Συμβαλλομένων Κρατών δεν υπόκεινται εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει εις οιανδήποτε φορολογίαν ή σχετικήν επιβάρυνσιν διάφορον ή επαχθεστέραν της φορολογίας και των σχετικών επιβαρύνσεων εις ας υπόκεινται ή δύνανται να υπαχθώσιν οι υπήκοοι του ετέρου τούτου Κράτους υπό τας αυτάς συνθήκας.

2. Ο όρος “υπήκοοι” σημαίνει : α) εν σχέσει προς την Ομόσπονδον Δημοκρατία της Γερμανίας.

Πάντας τους Γερμανούς εν τη εννοία του άρθ. 116 (1) του βασικού Νόμου της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας.

β) Εν σχέσει προς το Βασίλειον της Ελλάδος.

Απαντας τους Ελληνας υπηκόους.

γ) πάντα τα νομικά πρόσωπα, προσωπικάς εταιρίας και άλλης μορφής εταιρίας θεωρούμενα ως τοιαύτα κατά την ισχύουσαν νομοθεσίαν εις εν εκ των Συμβαλλομένων Κρατών.

3. Πρόσωπα άνευ εθνικότητος δεν υποβάλλονται εις εν των Συμβαλλομένων Κρατών εις οιανδήποτε φορολογίαν ή οιανδήποτε σχετικήν επιβάρυνσιν διάφορον ή επαχθεστέραν της φορολογίας και των σχετικών επιβαρύνσεων εις ας οι υπήκοοι του εν λόγω Κράτους υποβάλλονται ή δύνανται να υποβληθούν υπό τας αυτάς συνθήκας.

4. Η φορολογία επί μονίμου εγκαταστάσεως διατηρουμένης υπό επιχειρήσεως του ενός των Συμβαλλομένων Κρατών εις το έτερον Συμβαλλόμενον Κράτος δέον να μη τυγχάνη ολιγώτερον ευνοϊκή εν τω ετέρω τούτω Κράτει από την επιβαλλομένην φορολογίαν επί επιχειρήσεων του ετέρου Κράτους ασχολουμένων με την αυτήν δράσιν.

Η παρούσα διάταξις δεν δύναται να ερμηνευθή ως υποχρεώνουσα το Συμβαλλόμενον Κράτος να χορηγή εις κατοίκους του ετέρου συμβαλλομένου Κράτους οιασδήποτε προσωπικάς παραχωρήσεις, απαλλαγάς και μειώσεις φορολογικής φύσεως λόγω πολιτικής θέσεως ή οικογενειακών υποχρεώσεων τας οποίας χορηγεί εις τους ιδικούς του κατοίκους.

5. Επιχειρήσεις του ενός των Συμβαλλομένων Κρατών, των οποίων το κεφάλαιον εν όλω ή εν μέρει ανήκει ή ελέγχεται αμέσως ή εμμέσως υπό ενός ή περισσοτέρων κατοίκων του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους, δεν υποβάλλονται εις το πρώτον μνημονευθέν Συμβαλλόμενον Κράτος εις οιανδήποτε φορολογίαν ή σχετικήν επιβάρυνσιν διάφορον ή επαχθεστέραν της φορολογίας ή σχετικών επιβαρύνσεων εις ας υποβάλλονται ή δύνανται να υποβληθώσιν άλλαι παρόμοιαι επιχειρήσεις του εν λόγω πρώτου μνημονευθέντος Κράτους.

6. Εν τω παρόντι άρθ. ο όρος “φορολογία” σημαίνει φόρος παντός είδους και πάσης μορφής.

Αρθρο ΧΧΙΙ:
Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται ωσαύτως εις την Ομόσπονδον Πολιτείαν του Βερολίνου, εφόσον η Κυβέρνησις της ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν έχει υποβάλλει δήλωσιν περί του εναντίου εις την Κυβέρνησιν του Βασιλείου της Ελλάδος εντός τριών μηνών από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος της συμφωνίας.

Αρθρο ΧΧΙΙΙ:
1. Η Παρούσα συμφωνία δέον όπως κυρωθή και οι τίτλοι κυρώσεως δέον όπως ανταλλαγώσι το ταχύτερον δυνατόν εν Βόννη.

2. Η ισχύς της παρούσης συμφωνίας άρχεται μετά παρέλευσιν του επομένου μηνός από της ημερομηνίας της ανταλλαγής των τίτλων κυρώσεως και αφορά :

α) Ως προς τον Ελληνικόν φόρον, το εισόδημα το κτώμενον δια το ημερολογιακόν έτος 1964 και τα επόμενα ημερολογιακά έτη.

β) Ως προς τον φόρον της ομοσπόνδου Δημοκρατίας, τους φόρους οίτινες επιβάλλονται δια το ημερολογιακό έτος 1964 και τα επόμενα ημερολογιακά έτη.

Αρθρο ΧΧΙV:
Η παρούσα συμφωνία ισχύει επ αόριστον, αλλά έκαστον των Συμβαλλομένων Κρατών, δύναται, μέχρι και της 30ης Ιουνίου οιουδήποτε ημερολογιακού έτους μετά το έτος 1967 να επιδώση εις το έτερον Συμβαλλόμενον Κράτος ειδοποίησιν λήξεως, εν τοιαύτη δε περιπτώσει η παρούσα συμφωνία παύει ισχύουσα : α) εν σχέσει προς τον Ελληνικόν φόρον, προκειμένου περί εισοδήματος κτωμένου κατά το ημερολογιακόν έτος όπερ έπεται του έτους εντός του οποίου επεδόθη η ειδοποίησις λήξεως.

β) εν σχέσει προς τον φόρον της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας δια φόρους οίτινες επιβάλλονται κατά το ημερολογιακόν έτος όπερ έπεται του έτους εντός του οποίου επεδόθη η ειδοποίησις λήξεως.

Εις πίστωσιν των ανωτέρω οι υποφαινόμενοι δεόντως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο, υπέγραψαν την παρούσαν συμφωνίαν θέσαντες τας σφραγίδας αυτών.

Εγένοντο εις εξ πρωτότυπα εν Αθήναις την 18 Απριλίου 1966 ανά δύο εις Γερμανικήν, Ελληνικήν και Αγγλικήν γλώσσαν, των τριών κειμένων όντων εξ ίσου αυθεντικών, εν περιπτώσει δε αμφιβολίας υπερισχύει το Αγγλικόν κείμενον.