Ερώτηση
868ΑΑ. Θα ήθελα να σας ρωτήσω τα παρακάτω:
α) Υπάλληλος του ιδιωτικού τομέα το 2012 συνταξιοδοτήθηκε. Έλαβε την ανάλογη αποζημίωση από τον εργοδότη και επίσης από ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία έλαβε εφάπαξ ως ασφάλισμα δυνάμει του ΤΑΔΕ ομαδικού ασφαλιστιρίου διαχειρίσεως κεφαλαίου συνταξιοδοτικών παροχών. Επειδή το ποσό είναι € 22000 θα ήθελα να μάθω σε ποιο κωδικό του εντύπου Ε1 θα το καταχωρήσω;
β) Γάλλος υπήκοος που είναι έγγαμος με Ελληνίδα διανέμει μόνιμα στην Ελλάδα και υποβάλει με την σύζυγό του στην Ελλάδα δήλωση φορολογίας εισοδήματος. Έχει ένα ακίνητο στην Γαλλία και εισπράττει ενοίκιο το οποίο δηλώνεται στην Γαλλία και αποδίδει εκεί τον ανάλογο φόρο. Έχει κάποια υποχρέωση εδώ στην Ελλάδα για το παραπάνω ενοίκιο;
Ευχαριστώ.
Απάντηση
Όσον αφορά το 1ο ερώτημα:
Σύμφωνα με την ΠΟΛ.1105/6.5.2011 “ΘΕΜΑ: Η εφάπαξ παροχή, που εισέπραξαν υπάλληλοι της «Ο.Ε.Ο.Α. Αθήνα 2004», βάσει ομαδικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου της εργοδότριας εταιρείας με ασφαλιστική εταιρεία υπόκειται σε φόρο εισοδήματος.”, προβλέπονται τα εξής:
“Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε ότι σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 25/2011 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του ΝΣΚ, η οποία έγινε αποδεκτή από τον Υφυπουργό Οικονομικών, η εφάπαξ συνταξιοδοτική παροχή, που εισέπραξαν οι υπάλληλοι της «Οργανωτικής Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων – Αθήνα 2004», βάσει ομαδικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου, υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, αφενός μεν σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 45 του Ν.2238/1994, ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, κατά το μέρος αυτής, που αντιστοιχεί στα καταβληθέντα ασφάλιστρα και κατά το χρόνο που απέκτησαν το δικαίωμα είσπραξης της ασφαλιστικής παροχής και αφετέρου σύμφωνα με τη διάταξη της περ. στ’ της παρ. 1 του άρθρου 24 του Ν.2238/1994, ως εισόδημα από κινητές αξίες, αν μέρος αυτής αντιστοιχεί στην υπεραπόδοση των επενδύσεων των μαθηματικών αποθεμάτων, που σχηματίζονται για τις ασφαλίσεις ζωής, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ.400/1970.
Κατόπιν των ανωτέρω, οι υπάλληλοι της «ΟΕΟΑ Αθήνα 2004», οι οποίοι ήταν δικαιούχοιτης εν λόγω παροχής, υποχρεούνται να υποβάλουν συμπληρωματική δήλωση για το έτος (ή τα έτη) που με βάση το εδάφιο 1 της παρ. 1 του άρθρου 46 του Ν.2238/1994 απέκτησαν το εισόδημα (δηλαδή κατά το χρόνο που απέκτησαν δικαίωμα είσπραξης της ασφαλιστικής παροχής – ασφαλίσματος) με τα ποσά που εισέπραξαν κατά το μέρος που αντιστοιχούν στα καταβληθέντα ασφάλιστρα. Ωστόσο, για λόγους χρηστής διοίκησης με την παρούσα γίνεται δεκτό ότι οι συμπληρωματικές αυτές δηλώσεις μπορούν να υποβληθούν μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από την έκδοση της παρούσας χωρίς την καταβολή πρόσθετων φόρων του Ν.2523/1997.
Για τον σκοπό αυτό και δεδομένου ότι η εταιρεία «ΟΕΟΑ Αθήνα 2004» δεν υφίσταται πλέον (έχει ήδη διαγραφεί από το Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών), η ασφαλιστική εταιρεία «ALICO AIG LIFE» υποχρεούται να εκδώσει προς τους πιο πάνω υπαλλήλους βεβαίωση με τα σχετικά ποσά. Είναι αυτονόητο ότι αν μέρος της ασφαλιστικής παροχής αντιστοιχεί στην υπεραπόδοση των επενδύσεων των μαθηματικών αποθεμάτων που σχηματίζονται για τις ασφαλίσεις ζωής σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ.400/1970, η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία είχε υποχρέωση να προβεί σε παρακράτηση με συντελεστή 15% επί των σχετικών ποσών με την οποία εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων (περ. στ’ της παρ. 1 του άρθρου 24 και παρ. 2 του άρθρου 54 του Ν.2238/1994).” Ακόμη, για πληρέστερη πληροφόρισή σας, σας παραθέτουμε το σκεπτικό της εν λόγω γνωμοδότησης:
“(...)
III. ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ
Το ασφάλισμα που καταβάλλεται δυνάμει συμβολαίου ομαδικής ασφάλισης, συνιστά έσοδο των δικαιούχων προσώπων που απαρτίζεται από επιμέρους χρηματικά ποσά τα οποία, ανάλογα με τη φύση τους, δύναται να ενταχθούν σε κάποιες από τις κατηγορίες Α’ έως Ζ’ του εισοδήματος, που ορίζονται στο άρθρο 4, παρ. 2 του ΚΦΕ. Συγκεκριμένα, τα εν λόγω επιμέρους ποσά αποτελούνται αφενός μεν από τα καταβληθέντα ασφάλιστρα και αφετέρου από τις αποδόσεις των επενδύσεων που πραγματοποιεί η ασφαλιστική εταιρεία, κατά τα αναφερόμενα στην παρ. Β’. Κατά συνέπεια, η φορολογική μεταχείριση κάθε κονδυλίου που απαρτίζει το καταβαλλόμενο ασφάλισμα, πρέπει να εξεταστεί χωριστά, ανάλογα με τη φύση του, ως ακολούθως:
Α. Από τη νομολογία γίνεται παγίως δεκτό ότι από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του Α.Κ. και του άρθρου 1 της Διεθνούς Σύμβασης 95 «περί προστασίας του ημερομισθίου», που κυρώθηκε με τον Ν.3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή την οποία, σύμφωνα με τον νόμο ή τη σύμβαση, καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της εργασίας, δηλαδή όχι μόνο η κύρια παροχή (βασικός μισθός), αλλά και κάθε άλλη πρόσθετη παροχή που καταβάλλεται ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, στην περίπτωση ομαδικής ασφάλισης του προσωπικού μιας επιχείρησης από τον εργοδότη ο οποίος, συνάπτοντας γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, αναλαμβάνει να καλύπτει αυτός ολικά ή μερικά το ασφάλιστρο, η ασφάλιση αυτή, αν αποτελέσει όρο μεταξύ αυτού και των μισθωτών της εργασιακής σύμβασης, έχει χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, η οποία συνίσταται στο δικαίωμα προσδοκίας που αποκτά ο εργαζόμενος, έως ότου πληρωθούν οι προϋποθέσεις της σύμβασης ασφάλισης για την είσπραξη ενός εφάπαξ ποσού (ad hoc Α.Π.1895/2008, 1934/2008, 843/2004, 1276/2001 κ.λπ.).
Επομένως, καθίσταται σαφές ότι τα ασφάλιστρα που κατέβαλε η εργοδότρια στην ασφαλιστική εταιρεία για λογαριασμό των εργαζομένων, στην έκταση που αποτελούν μέρος του καταβληθέντος ασφαλίσματος, συνιστούν εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, κατά το άρθρο 45, παρ. 1 του ΚΦΕ, το οποίο υπόκειται σε φορολόγηση κατά τον χρόνο που οι δικαιούχοι της ασφαλιστικής παροχής (ασφαλίσματος) απόκτησαν το δικαίωμα είσπραξης αυτής (άρθρο 46, παρ. 1, εδάφιο 1 του ΚΦΕ), δηλαδή κατά τον χρόνο επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, που εν προκειμένω συνίσταται στην επιτυχή ολοκλήρωση των Ολυμπιακών Αγώνων.
Σημειωτέον ότι η διάταξη του άρθρου 34, παρ. 2, περ. β’ του Κ.Ν.2961/2001, στην οποία ορίζεται ότι θεωρούνται ως δωρεά τα ποσά ή οι συντάξεις που οφείλονται λόγω θανάτου του ασφαλισθέντος από τον ασφαλιστή σε αυτόν υπέρ του οποίου έγινε η ασφάλιση (βλ. γνωμοδότηση 683/1988 του ΝΣΚ), προδήλως δεν έχει εφαρμογή και στην υπό κρίση περίπτωση, καθόσον δεν υφίσταται ταύτιση των προϋποθέσεων εφαρμογής της εν λόγω διάταξης προς το διδόμενο ιστορικό του εξεταζόμενου ερωτήματος.
Β. Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 9 του Ν.2065/1992 προστέθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν.Δ.3323/1955 περ. στ’ (ήδη περ. στ’ του προαναφερθέντος άρθρου 24, παρ. 1 του Κ.Ν.2238/1994), σύμφωνα με την οποία το εισόδημα που αποκτούν οι ασφαλισμένοι κλάδου ζωής από την υπεραπόδοση των επενδύσεων των μαθηματικών αποθεμάτων, που σχηματίζονται από τις ασφαλιστικές εταιρείες, με βάση τις διατάξεις του Ν.Δ.400/1970 για ασφαλίσεις ζωής, αποτελεί εισόδημα από κινητές αξίες.
Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν.Δ.400/1970, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα, υποχρεούνται να σχηματίζουν μαθηματικά αποθέματα για τις ασφαλίσεις κλάδου ζωής και κεφαλαιοποίησης που πραγματοποιούν αυτές. Τα εν λόγω αποθέματα επενδύονται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 8 του πιο πάνω νομοθετικού διατάγματος, σε καταθέσεις, έντοκα γραμμάτια ή ομόλογα του Δημοσίου κ.λπ. Η απόδοση της εν λόγω επένδυσης διαιρείται σε δύο τμήματα, ήτοι στο πρώτο τμήμα που αφορά στο τεχνικό επιτόκιο, για την απόδοση του οποίου η ασφαλιστική εταιρεία εγγυάται ότι θα καταβληθεί οπωσδήποτε, και στο δεύτερο τμήμα που αφορά στο ποσό που θα καταβληθεί επιπλέον της απόδοσης που θα προκύψει με βάση το τεχνικό επιτόκιο. Το τμήμα αυτών των κερδών, που ενδέχεται να προκύψουν από τις εν
λόγω επενδύσεις, δηλαδή της απόδοσης που, ενδεχομένως, προκύπτει επιπλέον εκείνης που αντιστοιχεί στο εγγυημένο τεχνικό επιτόκιο (υπεραπόδοση), διανέμεται στους ασφαλισμένους, ανάλογα με το μαθηματικό απόθεμα κάθε ασφαλιστηρίου συμβολαίου (βλ. άρθρο 12, παρ. 2 του Ν.Δ.400/1970). Το ποσό των διανεμόμενων αυτών κερδών, το οποίο καταβάλλεται στον ασφαλισμένο, αποτελεί εισόδημα από κινητές αξίες, υποκείμενο σε φορολογία ως εισόδημα Γ’ πηγής, κατά τη διάταξη του άρθρου 24, παρ. 1, περ. στ’ του Ν.2238/1994.
Χρόνος κτήσης του εισοδήματος, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 26, παρ. 7 του Κ.Ν.2238/1994, είναι ο χρόνος καταβολής ή πίστωσης του ασφαλίσματος (εν προκειμένω, της αποκαλούμενης «συνταξιοδοτικής παροχής») στο όνομα των δικαιούχων. Μετά από την ισχύ της παρ. 11 του άρθρου 3 του Ν.2579/1998 (που αντικατέστησε την παρ. 2 του άρθρου 54 του ΚΦΕ), ενεργείται, στο προαναφερόμενο εισόδημα, παρακράτηση φόρου από την καταβάλλουσα ασφαλιστική εταιρεία με συντελεστή 15% και συγκεκριμένα στο εισόδημα που αποκτάται από την 1.1.1998 και μετά, όπως ορίζεται στην περ. β’ του άρθρου 32 του πιο πάνω νόμου (αντί του 10% που ίσχυε μέχρι τότε), με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης του δικαιούχου για το εισόδημα αυτό. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 54, παρ. 6, περ. β’ του ΚΦΕ, η παρακράτηση ενεργείται κατά την καταβολή ή εγγραφή του σχετικού ποσού σε πίστωση του δικαιούχου.
Γ. Τέλος, ως προς το ενδεχόμενο της φορολόγησης ή μη της απόδοσης που προκύπτει από το τεχνικό επιτόκιο της επένδυσης των μαθηματικών αποθεμάτων και συνίσταται στους παραγόμενους τόκους από την επένδυση που πραγματοποίησε η ασφαλιστική εταιρεία (π.χ. καταθέσεις, έντοκα γραμμάτια κ.λπ.), δεν δύναται να δοθεί απάντηση, αφενός μεν διότι δεν έχει διατυπωθεί σχετικό ερώτημα και αφετέρου διότι δεν παρατίθενται (αν συντρέχουν) τα αναγκαία προς τούτο δεδομένα.
Δ. Ενόψει των ανωτέρω, η Ολομέλεια του ΝΣΚ γνωμοδοτεί, ομόφωνα, ότι η εφάπαξ συνταξιοδοτική παροχή που εισέπραξαν οι υπάλληλοι της «ΟΕΟΑ – Αθήνα 2004», βάσει ομαδικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου, υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, αφενός μεν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 45, παρ. 1 του ΚΦΕ, ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, κατά το μέρος αυτής που αντιστοιχεί στα καταβληθέντα ασφάλιστρα, και αφετέρου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 24, παρ. 1, περ. στ’ του ΚΦΕ, ως εισόδημα από κινητές αξίες, αν μέρος αυτής αντιστοιχεί στην υπεραπόδοση των επενδύσεων των μαθηματικών αποθεμάτων που σχηματίζονται για τις ασφαλίσεις ζωής, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ.400/1970.”
Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι κατα το μέρος που αφορά εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, όπως αναλυτικά περιγράφεται παραπάνω, αναγράφεται στους κωδικούς 301, 302 του Ε1 και κατά το μέρος που αφορά την υπεραπόδοση των επενδύσεων των μαθηματικών αποθεμάτων, στους κωδικούς 659, 660.
Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ν.2238/1994 ισχύουν τα ακόλουθα:
1. Σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημά του υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα.
Σε φόρο για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας του ή της συνήθους διαμονής του.
Ως συνήθης θεωρείται η διαμονή στην Ελλάδα η οποία υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα τρεις ημέρες συνολικά μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Η διαμονή τεκμαίρεται ως συνήθης, εκτός αν ο φορολογούμενος αποδείξει διαφορετικά.
Ακόμη, με την ΠΟΛ.1142/2012 Υπουργική Απόφαση δόθηκαν οι ακόλουθες διευκρινίσεις:
Θέμα: Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12 του ν.3943/2011 (ΦΕΚ Α'66/31.03.2011), περί κατοικίας και αλλαγής κατοικίας.
1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, αντικαθίστανται οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 2 του ΚΦΕ και προσδιορίζονται τα κριτήρια για την υπαγωγή στη φορολογία των φυσικών προσώπων, κατοίκων ημεδαπής και αλλοδαπής.
Ειδικότερα, σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημά του υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα. Ως συνήθης θεωρείται η διαμονή στην Ελλάδα, η οποία υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα τρεις (183) ημέρες συνολικά μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Η διαμονή τεκμαίρεται ως συνήθης, εκτός εάν ο φορολογούμενος αποδείξει διαφορετικά.
Επίσης, τα φυσικά πρόσωπα που δεν είναι ούτε κάτοικοι Ελλάδας, ούτε συνήθως διαμένοντες στην Ελλάδα, φορολογούνται για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα.
Επομένως, ένας κάτοικος Ελλάδας ή συνήθως διαμένων στην Ελλάδα φορολογείται στη χώρα μας για το σύνολο των εισοδημάτων που αποκτά, τόσο στην ημεδαπή, όσο και στην αλλοδαπή, ενώ ο κάτοικος αλλοδαπής φορολογείται στην Ελλάδα μόνο για το εισόδημα που αποκτά από πηγές Ελλάδας.
Ακόμη, σύμφωνα με το Ν.Δ. 4386 /1964 - Σύμβασις ΕΛΛΑΔΟΣ - ΓΑΛΛΙΑΣ ισχύουν τα ακόλουθα:
Άρθρο 3
1.Το εισόδημα εξ ακινήτου περιουσίας φορολογείται υπό του συμβαλλομένου Κράτους εντός του οποίου αύτη ευρίσκεται.
2. Ο όρος «ακίνητος περιουσία» καθορίζεται συμφώνως προς τους νόμους του Συμβαλλομένου Κράτους όπου ευρίσκεται η ακίνητος περιουσία. Ο όρος ούτος περιλαμβάνει εις πάσαν περίπτωσιν τα εξαρτήματα ακινήτου περιουσίας, τα γεωργικά εργαλεία, τας γεωργικάς εγκαταστάσεις και τα ζώα των γεωργικών και δασικών επιχειρήσεων, τα δικαιώματα επί των οποίων εφαρμόζονται αι διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου αι αφορώσαι την έγγειον ιδιοκτησίαν, την επικαρπίαν επί της ακινήτου περιουσίας και τα εκ μεταβλητών ή παγίων εσόδων δικαιώματα δια την εκμετάλλευσιν μεταλλικών στρωμάτων, πηγών και ετέρων προϊόντων φυσικού πλούτου. Τα σκάφη, τα πλοία και τα αεροσκάφη δεν θεωρούνται ως ακίνητος περιουσία.
3. Αι διατάξεις των ανωτέρω παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται επί εισοδήματος προκύπτοντος εκ της αμέσου εκμεταλλεύσεως, ή εκ της μισθώσεως ή της πακτώσεως ή εκ πάσης άλλης φύσεως εκμεταλλεύσεως της ακινήτου περιουσίας, συμπεριλαμβανομένου του εισοδήματος του προερχομένου εκ γεωργικών ή δασικών επιχειρήσεων. Ωσαύτως, εφαρμόζονται και επί των κερδών των προερχομένων εκ της μεταβιβάσεως ακινήτου περιουσίας.
Άρθρο 21.
Εξυπακούεται ότι η διπλή φορολογία θα αποφευχθεί δια του ακολούθου τρόπου.
Α . Όσον αφορά την Γαλλίαν:
(... Παραλείπεται για λόγους οικονομίας χώρου)
Β . Όσον αφορά την Ελλάδα:
Ανεξαρτήτως πάσης άλλης διατάξεως της παρούσης συμβάσεως, η Ελλάς καθορίζουσα τους φόρους, οι οποίοι πλήττουν τα πρόσωπα τα οποία είναι κάτοικοι του εδάφους της, δύναται να συμπεριλάβει εις τους φόρους τοιούτους απάσας τας κατηγορίας των υποκειμένων εις φορολογίαν εισοδημάτων δυνάμει της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας, ως εάν η παρούσα σύμβασις δεν υφίσταται. Εν τούτοις, η Ελλάς θα εκπέσει εκ των ούτως υπολογισθέντων φόρων το ποσόν του γαλλικού φόρου ο οποίος πλήττει τα προκύπτοντα εν Γαλλία εισοδήματα και τα οποία υπόκεινται εις την φορολογίαν των δύο Συμβαλλομένων Κρατών, της εκπτώσεως αυτής περιοριζόμενης πάντως εις το κλάσμα του ελληνικού φόρου του αντιστοιχούντος εις την υπάρχουσαν σχέσιν μεταξύ των περί ων ο λόγος εισοδημάτων και του συνολικού εισοδήματος του φορολογουμένου εν Ελλάδι“
Άρθρο 21.
Εξυπακούεται ότι η διπλή φορολογία θα αποφευχθεί δια του ακολούθου τρόπου.
Α . Όσον αφορά την Γαλλίαν:
(... Παραλείπεται για λόγους οικονομίας χώρου)
Β . Όσον αφορά την Ελλάδα:
Ανεξαρτήτως πάσης άλλης διατάξεως της παρούσης συμβάσεως, η Ελλάς καθοριζουσα τους φόρους, οι οποίοι πλήττουν τα πρόσωπα τα οποία είναι κάτοικοι του εδάφους της, δύναται να συμπεριλάβει εις τους φόρους τοιούτους απάσας τας κατηγορίας των υποκειμένων εις φορολογίαν εισοδημάτων δυνάμει της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας, ως εάν η παρούσα σύμβασις δεν υφίσταται. Εν τούτοις, η Ελλάς θα εκπέσει εκ των ούτως υπολογισθέντων φόρων το ποσόν του γαλλικού φόρου ο οποίος πλήττει τα προκύπτοντα εν Γαλλία εισοδήματα και τα οποία υπόκεινται εις την φορολογίαν των δύο Συμβαλλομένων Κρατών, της εκπτώσεως αυτής περιοριζόμενης πάντως εις το κλάσμα του ελληνικού φόρου του αντιστοιχούντος εις την υπάρχουσαν σχέσιν μεταξύ των περί ων ο λόγος εισοδημάτων και του συνολικού εισοδήματος του φορολογουμένου εν Ελλάδι“
Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, ο εν λόγω φορολογούμενος θα πρέπει να αναγράψει το εισόδημα από το εν λόγω ακίνητο στη Γαλλία στον κωδικό 171 του Ε1 και το φόρο που κατέβαλλε στη Γαλλία, στον κωδικό 651 του ίδιου εντύπου.
Η ομάδα της ASTBOOKS.