Ερώτηση
921ΑΑ. Επανέρχομαι στην 648ΑΑ με την οποία ζητούσα να με ενημερώσετε για επιχείρηση με βιβλία Β' κατηγορίας και απογραφή άνω των €150000. Επί σειρά ετών μέχρι και την χρήση 2012 πραγματοποιούσε απογραφές χωρίς τις εκπτώσεις επί των τιμολογίων. Παράκληση για νέα ερώτηση
- Εάν υπάρχει θέμα κύρους των βιβλίων ή λογιστικών διαφορών σε ενδεχόμενο έλεγχο.
- Εάν υποχρεωτικά στην τιμολογιακή αξία αγοράς εμπορευμάτων πρέπει να προστεθούν και οι δαπάνες μεταφοράς και αν δεν προστεθούν, επιβάλλεται πρόστιμο;
- Ποια είναι τα νέα πρόστιμα και από πότε αρχίζουν;
- Εάν με τη μέθοδο FIFO αρχίζοντας την αποτίμηση από τα τελευταία τιμολόγια αγοράς είναι νόμιμη μέθοδος και εάν ναι, γιατί δεν θεωρείται παραδεγμένη;
Ευχαριστώ για την πολύτιμη βοήθεια που μας παρέχεται.
Απάντηση
Όπως είχαμε επισημάνει και στην αρχική απάντηση της ερώτησης 648ΑΑ επειδή μας ρωτάτε για προηγούμενες χρήσεις, θεωρούμε σκόπιμο να ανατρέξουμε στην διατάξεις του ΚΒΣ
Έτσι, όσον αφορά το πρώτο σας ερώτημα, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ. Ισχύουν τα ακόλουθα:
3. Τα βιβλία και στοιχεία της δεύτερης και τρίτης κατηγορίας κρίνονται ανεπαρκή όταν ο υπόχρεος διαζευκτικά ή αθροιστικά:
α) δεν τηρεί ή δεν διαφυλάσσει το βιβλίο παραγωγής – κοστολογίου ή το βιβλίο τεχνικών προδιαγραφών ή το βιβλίο ή δελτίο ποσοτικής παραλαβής που ορίζεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του Κώδικα αυτού,
β) τηρεί ή εκδίδει ή διαφυλάσσει τα βιβλία και στοιχεία του Κώδικα αυτού κατά τρόπο που αντιβαίνει τις διατάξεις αυτού ή τηρεί βιβλία κατηγορίας κατώτερης εκείνης στην οποία εντάσσεται,
γ) λαμβάνει εικονικά ως προς τον αντισυμβαλλόμενο φορολογικά στοιχεία διακίνησης ή αξίας,
δ) εξοφλεί τιμολόγια αξίας 15.000 ευρώ και άνω με τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο. (σ.σ. το όριο των 15.000 ευρώ έχει αλλάξει σε 3.000 ευρώ ενώ από 01/01/2014 αλλάζει και πάλι σε 500 ευρώ).
ε) δεν συντάσσει και δεν καταχωρεί στο βιβλίο απογραφών τον Πίνακα Φορολογικών Αποτελεσμάτων Χρήσης, που ορίζεται από την περίπτωση Γ της παραγράφου 7 του άρθρου 7 του Κώδικα αυτού ή συντάσσει αυτόν ανακριβώς.
Οι πράξεις ή οι παρατυπίες ή οι παραλείψεις της παραγράφου αυτής τότε μόνο συνιστούν ανεπάρκεια, όταν δεν οφείλονται σε παραδρομή ή συγγνωστή πλάνη ή όταν καθιστούν αντικειμενικά αδύνατο και όχι απλώς δυσχερή το λογιστικό έλεγχο των φορολογικών υποχρεώσεων.
Δεν συνιστούν αντικειμενική αδυναμία ελέγχου οι περιπτώσεις που αναφέρονται σε διαπιστωθείσες πλημμέλειες στα τηρηθέντα βιβλία και στοιχεία, καθώς και η αδυναμία αναπαραγωγής του περιεχομένου του θεωρημένου οπτικού δίσκου του βιβλίου αποθήκης, όταν καλύπτονται από καταστάσεις ή ηλεκτρομαγνητικά μέσα ή άλλα αναλυτικά στοιχεία, τα οποία παρέχονται στο φορολογικό έλεγχο στην προθεσμία που τάσσεται από αυτόν, με την προϋπόθεση ότι προκύπτουν με σαφήνεια τα δεδομένα, ώστε να είναι δυνατές οι ελεγκτικές επαληθεύσεις και επαληθεύονται αυτά από τα βιβλία και στοιχεία.
Η ανεπάρκεια πρέπει να αναφέρεται σε αδυναμία διενέργειας συγκεκριμένων ελεγκτικών επαληθεύσεων για οικονομικά μεγέθη μεγάλης έκτασης σε σχέση με τα μεγέθη των βιβλίων και στοιχείων και να είναι αιτιολογημένη.
4. Τα βιβλία και τα στοιχεία της δεύτερης και τρίτης κατηγορίας κρίνονται ανακριβή όταν ο υπόχρεος διαζευκτικά ή αθροιστικά:
α) δεν εμφανίζει στα βιβλία του έσοδα ή έξοδα ή εμφανίζει αυτά ανακριβώς ή εμφανίζει έξοδα που δεν έχουν πραγματοποιηθεί και δεν έχει εκδοθεί φορολογικό στοιχείο,
β) δεν καταχωρεί στο βιβλίο απογραφών αποθέματα ή καταχωρεί αυτά ανακριβώς ως προς την ποσότητα,
γ) δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβή ή εικονικά ή πλαστά ως προς την ποσότητα ή την αξία ή τον αντισυμβαλλόμενο φορολογικά στοιχεία διακίνησης ή αξίας, ή λαμβάνει ανακριβή ή εικονικά ως προς την ποσότητα ή την αξία τέτοια στοιχεία,
δ) δεν εμφανίζει την πραγματική κατάσταση της επιχείρησης του, για τον επιτηδευματία της τρίτης κατηγορίας,
ε) δεν τηρεί ή δεν διαφυλάσσει ή δεν επιδεικνύει στον τακτικό φορολογικό έλεγχο τα πρόσθετα βιβλία της παραγράφου 5 του άρθρου 10 ή δεν καταχωρεί σε αυτά τις συναλλαγές ή καταχωρεί σε αυτά ανακριβώς τα στοιχεία που προσδιορίζουν το ύψος της συναλλαγής,
στ) δεν διαφυλάσσει ή δεν επιδεικνύει στον τακτικό φορολογικό έλεγχο, εντός τακτού ευλόγου χρόνου, που ορίζεται με σημείωμα της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., κατά περίπτωση το ισοζύγιο γενικού - αναλυτικών καθολικών ή τη μηνιαία κατάσταση του βιβλίου εσόδων - εξόδων επί μηχανογραφικής τήρησης των βιβλίων ή τα θεωρημένα ημερολόγια και το θεωρημένο βιβλίο εσόδων - εξόδων επί χειρόγραφης τήρησης, τα συνοδευτικά στοιχεία των αγαθών, καθώς και τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα αυτό παραστατικά, με τα οποία ενεργούνται οι πρωτογενείς εγγραφές, ανεξάρτητα από τις διαχειριστικές περιόδους στις οποίες αυτά αφορούν.
Δεν εμπίπτει στην περίπτωση αυτή η μη διαφύλαξη και επίδειξη, η οποία οφείλεται σε λόγους αποδεδειγμένης ανωτέρας βίας, εφαρμοζομένων αναλόγως των οριζομένων στις διατάξεις της παραγράφου 3,
ζ) νοθεύει τα φορολογικά στοιχεία,
η) εμφανίζει αθροιστικά λάθη στο βιβλίο εσόδων – εξόδων, στη μηνιαία κατάσταση του βιβλίου εσόδων – εξόδων, καθώς και στο βιβλίο απογραφών,
θ) δεν τηρεί κατά περίπτωση τα ημερολόγια ή το ισοζύγιο του γενικού - αναλυτικών καθολικών ή το βιβλίο εσόδων - εξόδων ή τη μηνιαία κατάσταση του βιβλίου εσόδων - εξόδων ή δεν τηρεί ή δεν διαφυλάσσει το βιβλίο αποθήκης ή τις καταστάσεις της ποσοτικής καταχώρισης των αποθεμάτων ή το βιβλίο απογραφών όταν δεν συντάσσονται τέτοιες καταστάσεις.
Οι πράξεις ή οι παραλείψεις της παραγράφου αυτής, για να συνεπάγονται εξωλογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων, πρέπει να είναι μεγάλης έκτασης, ώστε να τα επηρεάζουν σημαντικά ή να καθιστούν αντικειμενικά αδύνατο το λογιστικό έλεγχο των φορολογικών υποχρεώσεων, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των δύο τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού για τις πράξεις ή παραλείψεις των περιπτώσεων στ΄ και θ΄ της παραγράφου αυτής.
Δεν λογίζονται ως ανεπάρκεια ή ως ανακρίβεια:
α) η καταχώριση εσόδου ή εξόδου σε χρήση άλλη από εκείνη που αφορά,
β) οι πράξεις της περίπτωσης η΄ της παραγράφου αυτής, όταν από αυτές δεν μειώνεται το φορολογικό αποτέλεσμα,
γ) η αποτίμηση των αποθεμάτων με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ορίζεται με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 28 του παρόντος Κώδικα, με την προϋπόθεση ότι είναι δυνατή στο χρόνο που θα ζητηθεί από το φορολογικό έλεγχο η σύνταξη κατάστασης αποτίμησης αυτών με τον τρόπο που ορίζεται από τις προαναφερόμενες διατάξεις.
Όσον αφορά το δεύτερο και τέταρτο ερώτημα, οι διατάξεις που σας παραθέτουμε λειτουργούν συνδυαστικά ως απάντηση και για τα δύο.
Αρχικά σας επισημαίνουμε ότι η μέθοδος FIFO είναι παραδεκτή μέθοδος.
Εν συνεχεία, με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 28 του Κ.Β.Σ. ορίζονται τα ακόλουθα:
1.Τα αποθέματα, εκτός από τα υπολείμματα, τα υποπροϊόντα και τα ελαττωματικά προϊόντα, αποτιμώνται στην κατ' είδος χαμηλότερη τιμή μεταξύ της τιμής κτήσης ή του ιστορικού κόστους παραγωγής τους και της τιμής στην οποία η επιχείρηση μπορεί να τα αγοράσει ή να τα παράγει κατά την ημέρα κλεισίματος του ισολογισμού. Εάν η τελευταία αυτή τιμή είναι χαμηλότερη από την τιμή κτήσης ή το ιστορικό κόστος παραγωγής, αλλά μεγαλύτερη από την καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία, τότε η αποτίμηση γίνεται στην καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία. Τα υπολείμματα, τα υποπροϊόντα και τα ελαττωματικά προϊόντα αποτιμώνται σύμφωνα με όσα ορίζονται από τις περιπτώσεις 3, 4 και 14 της παραγράφου 2.2.205 του άρθρου 1 του π.δ. 1123/1980, αντίστοιχα.
Για την αποτίμηση των συμπαραγωγών προϊόντων λαμβάνονται υπόψη τα όσα ορίζονται από τις περιπτώσεις 11 και 12 της παραγράφου 2.2.205 του άρθρου 1 του π.δ. 1123/1980.
2.Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνονται υπόψη οι εννοιολογικοί προσδιορισμοί της τιμής κτήσης, της τρέχουσας τιμής αγοράς, του ιστορικού κόστους παραγωγής και της καθαρής ρευστοποιήσιμης αξίας που ορίζονται από τις περιπτώσεις 6, 8, 9 (εκτός του τρίτου εδαφίου) και 10 της παραγράφου 2.2.205 του άρθρου 1 του Π.Δ.1123/1980.
Όταν τα λογιστικά βιβλία τηρούνται σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (Δ.Λ.Π.), η αξία των μενόντων αποθεμάτων των ιδιοπαραχθέντων έτοιμων προϊόντων και της παραγωγής σε εξέλιξη, όπως αυτή προσδιορίζεται με βάση τα Δ.Λ.Π. δεν αναπροσαρμόζεται με τις διαφοροποιήσεις στοιχείων κόστους μεταξύ λογιστικής και φορολογικής βάσης. Οι διαφορές αυτές, εφόσον υπάρχουν, ποσοτικοποιούνται σε ετήσια συνολική βάση, ανεξάρτητα αν αποτελούν στοιχεία κόστους των πωληθέντων ή των μενόντων προϊόντων και καταχωρούνται στον Πίνακα των Φορολογικών Αποτελεσμάτων Χρήσης και στον Πίνακα Συμφωνίας Λογιστικής - Φορολογικής Βάσης (Π.Σ.Λ.Φ.Β.), που ορίζονται από τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 7 του Κώδικα αυτού.
Ειδικότερα, η τιμή κτήσης και το ιστορικό κόστος παραγωγής υπολογίζονται με βάση οποιαδήποτε από τις παραδεκτές μεθόδους, με την προϋπόθεση ότι η μέθοδος που θα επιλεγεί θα εφαρμόζεται πάγια για τα αποθέματα όλων των εγκαταστάσεων.
Για τη βελτίωση της λειτουργικότητας της επιχείρησης ή για άλλους σπουδαίους λόγους επιτρέπεται, μετά από έγκριση της Επιτροπής Λογιστικών Βιβλίων (Ε.Λ.Β.), η αλλαγή της μεθόδου προσδιορισμού της τιμής κτήσης ή του ιστορικού κόστους παραγωγής.
Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται χωρίς έγκριση της Επιτροπής Λογιστικών Βιβλίων η αλλαγή της μεθόδου προσδιορισμού της τιμής κτήσης ή του ιστορικού κόστους παραγωγής, κατά την πρώτη διαχειριστική περίοδο πλήρους εφαρμογής της αναλυτικής λογιστικής (ομάδα 9) του π.δ. 1123/1980.
Ομοίως δεν απαιτείται έγκριση της Επιτροπής Λογιστικών Βιβλίων και κατά την πρώτη αλλαγή της μεθόδου προσδιορισμού της τιμής κτήσης ή του ιστορικού κόστους παραγωγής, με την προϋπόθεση υποβολής σχετικής γνωστοποίησης στον αρμόδιο προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. μέχρι τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου που θα εφαρμοστεί η νέα μέθοδος.
Με την ερμηνευτική εγκύκλιο 3/1992 δόθηκαν οι ακόλουθες οδηγίες:
28.1.1. Εννοιολογικοί προσδιορισμοί των τιμών αποτίμησης των αποθεμάτων της απογραφής. Σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου (για την αποτίμηση, δηλαδή των αποθεμάτων) λαμβάνονται υπόψη, οι εννοιολογικοί προσδιορισμοί των τιμών αποτίμησης που ορίζονται από τις περιπτώσεις 6, 8, 9 (εκτός του τρίτου εδαφίου) και 10 του άρθρου 1 του π.δ.1123/1980 (Ε.Γ.Λ.Σ.).
Τιμή κτήσης (περίπτ. 6 παράγρ. 2.2.205):
Είναι η τιμολογιακή αξία αγοράς των αποθεμάτων, αυξημένη με τα ειδικά έξοδα αγοράς και μειωμένη με τις εκπτώσεις (άμεσο κόστος αγοράς).
Τιμολογιακή αξία είναι η αξία αγοράς που αναγράφεται στα τιμολόγια, μειωμένη κατά τις εκπτώσεις που κάθε φορά χορηγούνται από τους προμηθευτές και απαλλαγμένη από τους φόρους και τα τέλη που δε βαρύνουν, τελικά, την οικονομική μονάδα.
Ειδικά έξοδα αγοράς είναι τα άμεσα έξοδα αγοράς που γίνονται μέχρι την παραλαβή και αποθήκευση του αγαθού και ιδιαίτερα οι δασμοί και λοιποί φόροι – τέλη εισαγωγής, καθώς και τα έξοδα μεταφοράς και παραλαβής των σχετικών ειδών.
Τρέχουσα τιμή αγοράς (περίπτωση 8 παράγραφος 2.2.205):
Είναι η τιμή αντικαταστάσεως του συγκεκριμένου αποθέματος, δηλαδή η τιμή στην οποία η οικονομική μονάδα έχει τη δυνατότητα να προμηθευτεί το αγαθό, κατά την ημέρα συντάξεως της απογραφής, από τη συνήθη αγορά, με συνήθεις όρους και κάτω από κανονικές συνθήκες, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη περιπτωσιακά και προσωρινά γεγονότα που προκαλούν αδικαιολόγητες προσωρινές διακυμάνσεις τιμών. Για τον υπολογισμό της τρέχουσας τιμής αγοράς λαμβάνονται υπόψη και τα ειδικά έξοδα αγοράς.
Ιστορικό κόστος παραγωγής (περίπτωση 9 παράγραφος 2.2.205):
Είναι το άμεσο κόστος αγοράς (η τιμή κτήσεως) των πρώτων υλών και των διαφόρων υλικών που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή των αγαθών, προσαυξημένο με αναλογία γενικών (εμμέσων) εξόδων αγορών, καθώς και με τα άμεσα και έμμεσα έξοδα παραγωγής (κόστος κατεργασίας), που δαπανήθηκαν για να φτάσουν τα παραγμένα αγαθά στη θέση και κατάσταση που βρίσκονται κατά την απογραφή.
Καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία (περίπτωση 10 παράγραφος 2.2.205):
Είναι η τιμή πωλήσεως του αποθέματος, στην οποία υπολογίζεται ότι αυτό θα πωληθεί κάτω από συνθήκες ομαλής πορείας των εργασιών της οικονομικής μονάδας, μειωμένη με το κόστος ολοκληρώσεως της επεξεργασίας (όταν πρόκειται για ημιτελή αποθέματα ή αποθέματα που βρίσκονται στο στάδιο της κατεργασίας) και με τα έξοδα που υπολογίζεται ότι θα πραγματοποιηθούν για την επίτευξη της πωλήσεως.
28.1.2. Μέθοδοι προσδιορισμού τιμής κτήσης ή του ιστορικού κόστους – Αλλαγή μεθόδου. Σύμφωνα με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού η τιμή κτήσης και το ιστορικό κόστος παραγωγής υπολογίζονται με βάση οποιαδήποτε από τις παραδεκτές μεθόδους, με την προϋπόθεση ότι η μέθοδος που θα επιλεγεί εφαρμόζεται πάγια. Κατ' εξαίρεση, σύμφωνα με τις διατάξεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, για τη βελτίωση της λειτουργικότητας της επιχείρησης ή για άλλους σπουδαίους λόγους, επιτρέπεται η αλλαγή μεθόδου προσδιορισμού της τιμής κτήσης ή του ιστορικού κόστους παραγωγής, μετά από έγκριση της Επιτροπής Λογιστικών Βιβλίων.
Η έγκριση παρέχεται ύστερα από αίτηση που υποβάλλεται στον αρμόδιο προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. πέντε τουλάχιστον μήνες πριν από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, δηλαδή μέχρι 31.7. ή 31.1. κάθε έτους, για τις επιχειρήσεις που κλείνουν διαχειριστική περίοδο στις 31.12. ή 30.6, αντίστοιχα.
Η οριζόμενη προθεσμία υποβολής της αίτησης του επιτηδευματία είναι ανατρεπτική.
28.1.3. Παραδεκτές μέθοδοι υπολογισμού της τιμής κτήσεως. Κατωτέρω παρατίθενται οι βασικότερες μέθοδοι υπολογισμού της τιμής κτήσης, όπως αυτές αναφέρονται στην περίπτωση 7 της παραγράφου 2.2.205 του Ε.Γ.Λ.Σ.
α) Η μέθοδος του μέσου σταθμικού κόστους
β) Η μέθοδος του κυκλοφοριακού μέσου όρου ή των διαδοχικών υπολοίπων
γ) Η μέθοδος πρώτη εισαγωγή - πρώτη εξαγωγή (f.i.f.o.): Κατά τη μέθοδο αυτή θεωρείται ότι η πρώτη εισαγωγή (αγορά) εξάγεται πρώτη (first in-first out) και ότι τα αποθέματα της απογραφής προέρχονται από τις τελευταίες αγορές της χρήσεως και αποτιμώνται στις τιμές που αντίστοιχα αγοράστηκαν. Η αρχή του σχετικού υπολογισμού γίνεται από την τελευταία αγορά.
δ) Η μέθοδος τελευταία εισαγωγή - πρώτη εξαγωγή (l.i.f.o.):
ε) Η μέθοδος του βασικού αποθέματος: αποτίμησή της.
στ) Η μέθοδος του εξατομικευμένου κόστους
ζ) Η μέθοδος του πρότυπου κόστους
Το ιστορικό κόστος παραγωγής υπολογίζεται με μία από τις μεθόδους που υπολογίζεται και η τιμή κτήσεως, κατά τον τρόπο που ορίζεται παραπάνω.
Για το θέμα αυτό σας παραθέτουμε το ακόλουθο έγγραφο του Υπουργείου με σχετικό παράδειγμα:
1013932/93/0015/5.3.2008
Τρόπος αποτίμησης αποθεμάτων με τη μέθοδο FIFO
Με την από 25/1/2008 αίτησή σας μας γνωρίζετε ότι επιχείρηση η οποία κάνει απογραφή με τη μέθοδο FIFO απογράφει 20 παντελόνια 100% cotton. Από τον έλεγχο των τιμολογίων αγοράς διαπιστώνει ότι έχει αγοράσει στις 5/11/2007 8 παντελόνια προς 25 ευρώ με έκπτωση 20% με τελική τιμή μετά την έκπτωση 20 ευρώ και στις 5/9/2007 18 παντελόνια προς 25 ευρώ χωρίς έκπτωση.
Ερωτάτε δε αν θα απογράψει τα 8 παντελόνια προς 20 ευρώ το τεμάχιο (που είναι η τιμή του είδους κατά την τελευταία αγορά μετά την έκπτωση) και τα υπόλοιπα 12 τεμάχια προς 25 ευρώ (τα οποία δεν είχαν έκπτωση).
Σχετικά με τα προαναφερόμενα σας γνωρίζουμε τα εξής:
1. Mε τις διατάξεις του τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 28 του ΚΒΣ μεταξύ άλλων ορίζεται ότι η τιμή κτήσης υπολογίζεται με βάση οποιαδήποτε από τις παραδεκτές μεθόδους, με την προϋπόθεση ότι η μέθοδος που θα επιλεγεί θα εφαρμόζεται πάγια για τα αποθέματα όλων των εγκαταστάσεων.
2. Ακόμη στην παράγραφο 28.1.1. της 1118148/936/0015/ ΠΟΛ.3/24.11.1992 εγκυκλίου με την οποία δόθηκαν οδηγίες για την εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων διευκρινίζεται ότι:
Τιμή κτήσης είναι η τιμολογιακή αξία αγοράς των αποθεμάτων, αυξημένη με τα ειδικά έξοδα αγοράς και μειωμένη με τις εκπτώσεις (άμεσο κόστος αγοράς). Τιμολογιακή αξία είναι η αξία αγοράς που αναγράφεται στα τιμολόγια, μειωμένη κατά τις εκπτώσεις που κάθε φορά χορηγούνται από τους προμηθευτές και απαλλαγμένη από τους φόρους και τα τέλη που δε βαρύνουν, τελικά, την οικονομική μονάδα. Ειδικά έξοδα αγοράς είναι τα άμεσα έξοδα αγοράς που γίνονται μέχρι την παραλαβή και αποθήκευση του αγαθού και ιδιαίτερα οι δασμοί και λοιποί φόροι - τέλη εισαγωγής, καθώς και τα έξοδα μεταφοράς και παραλαβής των σχετικών ειδών.
3. Τέλος στην παράγραφο 28.1.3 της ίδιας ως άνω εγκυκλίου αναφέρεται ότι μεταξύ των παραδεκτών μεθόδων υπολογισμού της τιμής κτήσης είναι και η μέθοδος πρώτη εισαγωγή - πρώτη εξαγωγή (F.I.F.O).
Κατά τη μέθοδο αυτή θεωρείται ότι η πρώτη εισαγωγή (αγορά) εξάγεται πρώτη (First in First out) και ότι τα αποθέματα της απογραφής προέρχονται από τις τελευταίες αγορές της χρήσεως και αποτιμούνται στις τιμές που αντίστοιχα αγοράστηκαν. Η αρχή του σχετικού υπολογισμού γίνεται από την τελευταία αγορά.
4. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι κατά την αποτίμηση των αποθεμάτων τέλους χρήσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί παγίως οποιαδήποτε από τις παραδεκτές μεθόδους υπολογισμού της τιμής κτήσης μεταξύ των οποίων είναι και η μέθοδος FIFO σύμφωνα με την οποία τα αποθέματα της απογραφής προέρχονται από τις τελευταίες αγορές της χρήσης και αποτιμούνται στις τιμές που αντίστοιχα αγοράστηκαν και η αρχή του σχετικού υπολογισμού γίνεται από την τελευταία αγορά. Η δε τιμολογιακή αξία είναι η αξία αγοράς που αναγράφεται στα τιμολόγια μειωμένη μεταξύ άλλων κατά τις εκπτώσεις που κάθε φορά χορηγούνται από τους προμηθευτές.
Συνεπώς στην περίπτωσή σας η τιμή κτήσης των αποθεμάτων θα υπολογιστεί με τη
μέθοδο FIFO για το συγκεκριμένο είδος που αναφέρεται στην αίτησή σας (παντελόνια 100% COTTON) και εφόσον πρόκειται για ίδιο είδος σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Β.Σ. ως εξής:
Ποσότητα Αξία
8 20 ευρώ (τιμολόγιο αγοράς της 5/11/2007 μετά την έκπτωση)
12 25 ευρώ (τιμολόγιο αγοράς της 5/9/2007)
Περαιτέρω θα θέλαμε να σας επισημάνουμε πως η απο τίμηση των αποθεμάτων με τη μέθοδο FIFO παρουσιαζει κάποια πλεονεκτήματα και κάποια μειονεκτήματα:
Η παραπάνω μέθοδος απεικονίζει τα αποθέματα της απογραφής που προέρχονται από τις τελευταίες αγορές της χρήσεως και αποτιμώνται στις τιμές που αντίστοιχα αγοράστηκαν, δηλαδή σε τιμές που πλησιάζουν προς τις τρέχουσες τιμές της αγοράς και συνεπώς η αξία τους που εμφανίζεται στα βιβλία της επιχείρησης απεικονίζει όσο το δυνατόν την πραγματικότητα. Αντιθέτως,το κόστος πωληθέντων αποτιμάται με τις αρχικές τιμές άρα δεν υπάρχει ορθός συσχετισμός των εσόδων με το κόστος των πωλήσεων αφού τα τρέχοντα έσοδα από τις πωλήσεις συσχετίζονται με το κόστος πωλήσεων που αποτιμάται σε παλιότερες τιμές.
Η μέθοδος αυτή παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες κυρίως σε περιόδους πληθωρισμού, δηλαδή συνεχούς αύξησης του γενικού επιπέδου των τιμών όπου το κόστος πωληθέντων εμφανίζεται με μειωμένες τιμές και κατά συνέπεια τα έσοδα της εταιρείας εμφανίζονται αυξημένα. Τα παραπάνω έχουν σαν συνέπεια την πληρωμή αυξημένου φόρου εισοδήματος από την επιχείρηση/οικονομική μονάδα. Τα αντίθετα αποτελέσματα προκύπτουν σε περιόδους μειώσεως των τιμών.”
Όσον αφορά το τρίτο ερώτημά σας, τα νέα πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις καθώς και οι νέες τεχνικές ελέγχου, ορίζονται με το ν.4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας) με έναρξη ισχύος την 01/01/2014.
Η ομάδα της AST BOOKS.