ΠΟΛ 1170/8.7.2013
Θέμα: Κοινοποίηση διατάξεων υποπαραγράφου Α.6 του ν.4152/2013 και οδηγίες για την εφαρμογή τους.
Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις της υποπαραγράφου Α6, της παραγράφου Α, του πρώτου άρθρου του ν.4152/2013 (ΦΕΚ 107 Α΄/9.5.2013) «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής των νόμων 4046/2012, 4093/2012 και 4127/2013», που αφορούν θέματα εφαρμογής ΦΠΑ και παρέχονται οι ακόλουθες διευκρινίσεις για την ομοιόμορφη εφαρμογή τους:
1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 της ανωτέρω υποπαραγράφου, αντικαθίστανται οι διατάξεις της σχετικά με τον τρόπο βεβαίωσης και καταβολής του φόρου στην περίπτωση υποβολής περιοδικής δήλωσης.
Με τις νέες διατάξεις του δεύτερου, τρίτου, τέταρτου και πέμπτου εδαφίου, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παραγράφου 11.α της ίδιας υποπαραγράφου η χρεωστική περιοδική δήλωση μπορεί να υποβληθεί και να γίνει αποδεκτή εάν καταβληθεί ποσό τουλάχιστον δέκα ευρώ (10,00€), για τις εμπρόθεσμες περιοδικές δηλώσεις που υποβάλλονται από 1.6.13 και τις εκπρόθεσμες περιοδικές δηλώσεις που υποβάλλονται από 1.7.13. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την η καταληκτική προθεσμία για την υποβολή των χρεωστικών δηλώσεων είναι η 20η ημέρα που ακολουθεί τη φορολογική περίοδο και όχι η 26η που ήταν σε ισχύ έως σήμερα.
- α) Στην περίπτωση εμπρόθεσμης δήλωσης, το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε δύο δόσεις. Η πρώτη δόση ισούται με το πενήντα τοις εκατό (50%) του χρεωστικού υπολοίπου αφού αφαιρεθεί το ποσό που καταβλήθηκε με την υποβολή της δήλωσης και αυτή καταβάλλεται έως και την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις δημόσιες υπηρεσίες του μήνα υποβολής της δήλωσης. Η δεύτερη δόση ισούται με το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό (50%) του χρεωστικού υπολοίπου, προσαυξημένο κατά δύο τοις εκατό και καταβάλλεται έως και την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις δημόσιες υπηρεσίες του επόμενου μήνα από αυτόν που υποβλήθηκε η δήλωση. Τα ποσά των δόσεων που δεν καταβάλλονται καθίστανται ληξιπρόθεσμα την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα κατά τον οποίο είναι πληρωτέα εκάστη δόση.
Σημειώνεται ότι εφόσον με την υποβολή της δήλωσης καταβάλλεται ποσό που καλύπτει ή υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του χρεωστικού υπολοίπου δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής ποσού στο τέλος του μήνα υποβολής της δήλωσης και το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό καταβάλλεται στο τέλος του επόμενου μήνα από αυτόν που υποβλήθηκε η δήλωση προσαυξημένο κατά δύο τοις εκατό (2%).
Σημειώνεται ότι το σύνολο του οφειλόμενου φόρου βεβαιώνεται μαζί με την προσαύξηση του 2% επί της δεύτερης δόσης με την υποβολή της δήλωσης καθώς και ότι εξακολουθεί να υπάρχει υποχρέωση καταβολής της προσαύξησης που υπολογίζεται για το οφειλόμενο ποσό της δεύτερης δόσης (στο τέλος του επόμενου μήνα από αυτόν που υποβάλλεται η δήλωση), ανεξάρτητα εάν το ποσό ή μέρος αυτού καταβληθεί έως το τέλος του μήνα υποβολής της δήλωσης.
Η υποβολή της χρεωστικής δήλωσης μέσω του ειδικού δικτύου ΤΑΧΙSnet οριστικοποιείται (γίνεται αποδεκτή) κατά το χρόνο που καταβάλλεται το ποσό που αναγράφεται στην ταυτότητα πληρωμής. Μέχρι τον ανωτέρω χρόνο η δήλωση μπορεί να διαγραφεί και να υποβληθεί εκ νέου. Μετά το χρόνο αυτό οποιαδήποτε διόρθωση γίνεται με υποβολή τροποποιητικής δήλωσης. Η πιστωτική ή μηδενική δήλωση οριστικοποιείται κατά το χρόνο υποβολής της στο ειδικό δίκτυο TAXISnet.
Στην περίπτωση που το ποσό του οφειλόμενου φόρου δεν υπερβαίνει το ποσό των εκατό ευρώ (100,00€), το υπόλοιπο του μη καταβληθέντος με τη δήλωση φόρου καταβάλλεται έως την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα υποβολής της δήλωσης.
Παράδειγμα
Υποβάλλεται εμπρόθεσμη δήλωση με χρεωστικό υπόλοιπο 1.000,00€ για τη φορολογική περίοδο του Μαΐου 2013 και καταβάλλεται κατά την καταληκτική προθεσμία 20.6.13 ποσό 10,00€. Στις 20.6.13 βεβαιώνεται το ποσό των 10,00€, καθώς και δύο δόσεις για το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό, η πρώτη ποσού 490,00€ η οποία καθίσταται ληξιπρόθεσμη την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του Ιουνίου (28.6.13) και η δεύτερη ποσού 510,00€ (500€ πλέον προσαύξηση 2% επί του ποσού αυτού {10,00€}), η οποία καθίσταται ληξιπρόθεσμη την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα (31.7.13). Επισημαίνεται ότι ακόμα και στην περίπτωση που εξοφλείται το σύνολο του ποσού των δόσεων έως το τέλος του Ιουνίου, υπάρχει υποχρέωση καταβολής και του ποσού της προσαύξησης.
Εάν στην ανωτέρω περίπτωση καταβληθεί μέχρι 20.6.13 ποσό 600,00€, με την υποβολή της δήλωσης βεβαιώνεται το ποσό των 600,00€ και μία δόση ποσού 408,00€ (400€ πλέον προσαύξηση 2% επί του ποσού αυτού {8,00€}), η οποία καθίσταται ληξιπρόθεσμη στις 31.7.13. Επισημαίνεται ότι η προσαύξηση κατά 2% οφείλεται και στην περίπτωση που το ποσό των 400,00€ καταβληθεί έως το τέλος του Ιουνίου.
Στο ανωτέρω παράδειγμα, εάν το χρεωστικό υπόλοιπο είναι μέχρι 100€, το υπόλοιπο του μη καταβληθέντος με την υποβολή της δήλωσης φόρου βεβαιώνεται και καθίσταται ληξιπρόθεσμο στις 28.6.13.
- β) Στην περίπτωση εκπρόθεσμης δήλωσης το υπόλοιπο του μη καταβληθέντος με τη δήλωση φόρου βεβαιώνεται και καθίσταται ληξιπρόθεσμο έως την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα, για τον οποίο υπολογίζεται ο πρόσθετος φόρος.
Παράδειγμα
Υποβάλλεται εκπρόθεσμη δήλωση με χρεωστικό υπόλοιπο 1.000,00€ για τη φορολογική περίοδο του Απριλίου 2013 και μέχρι τις 20.7.13 καταβάλλεται ποσό 10,00€.
Με την υποβολή της δήλωσης έχει ήδη υπολογιστεί πρόσθετος φόρος εκπροθέσμου υποβολής για δύο μήνες καθυστέρησης 3 % και το οφειλόμενο ποσό ανέρχεται στο ποσό των 1.030,00 €. Το υπόλοιπο ποσό των 1.020,00 €, που δεν καταβάλλεται με την υποβολή της δήλωσης, καθίσταται ληξιπρόθεσμο την τελευταία εργάσιμη ημέρα του ίδιου μήνα (31-7-2013).
Η καταβολή του οφειλόμενου ποσού με την υποβολή της δήλωσης πραγματοποιείται στα τραπεζικά ιδρύματα και τα ΕΛ.ΤΑ, σύμφωνα με την έως σήμερα ισχύουσα διαδικασία με τη χρήση του κωδικού «ταυτότητα πληρωμής» που παρέχεται από το ειδικό δίκτυο TAXISnet, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην Η καταβολή του οφειλόμενου ποσού των δόσεων πραγματοποιείται στα πιστωτικά ιδρύματα και τα ΕΛ.ΤΑ με τη χρήση του κωδικού «ταυτότητα οφειλής», σύμφωνα με τα οριζόμενα στην
Εφόσον οι δόσεις καταστούν ληξιπρόθεσμες επιβαρύνονται για κάθε μήνα καθυστέρησης με την προσαύξηση που υπολογίζεται βάσει των διατάξεων του όπως ισχύουν, που σήμερα είναι ένα τοις εκατό (1%). Οι δόσεις που καθίστανται ληξιπρόθεσμες είναι δυνατό να υπάγονται σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στις ισχύουσες διατάξεις.
Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω ισχύουν μόνο για τις περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ, ενώ οφειλόμενα ποσά με βάση εκκαθαριστική δήλωση συνεχίζουν να καταβάλλονται εφάπαξ με την υποβολή της.
2. Με τις διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων της παρ. 2 του άρθρου 38 του Κώδικα ΦΠΑ, όπως τροποποιούνται, ορίζεται ότι, σε περίπτωση ελέγχου, εκπρόθεσμη περιοδική δήλωση είναι αποδεκτή μέχρι την ημερομηνία καταχώρησης της πράξης προσδιορισμού του φόρου στο βιβλίο της ΔΟΥ για τις περιπτώσεις των πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με τα και σε έντυπη μορφή στις Δ.Ο.Υ. έως ότου δοθεί η δυνατότητα ηλεκτρονικής υποβολής της.
Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 11.γ της υποπαραγράφου Α6, δηλαδή από 9.5.2013 και κατά συνέπεια τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν υποχρέωση υποβολής εκκαθαριστικής δήλωσης για τη διαχειριστική περίοδο που λήγει εντός του έτους 2013, εφόσον εντός του έτους διατηρούν την εγγραφή τους στο «μητρώο VIES».
4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 τροποποιούνται οι διατάξεις της παραγράφου 11 του άρθρου 38 του Κώδικα ΦΠΑ και ορίζεται ότι στην περίπτωση χορήγησης παρατάσεων της καταληκτικής προθεσμίας υποβολής της περιοδικής ή εκκαθαριστικής δήλωσης ή των ανακεφαλαιωτικών πινάκων, οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις ισχύουν από την έκδοσή τους, ανεξαρτήτως του χρόνου δημοσίευσής τους στην εφημερίδα της κυβερνήσεως.
Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 11.γ. της υποπαραγράφου Α6, δηλαδή από 9.5.2013 και αφορούν παρατάσεις που χορηγούνται από το χρόνο αυτό και εφεξής.
5. Με τις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 προστίθεται νέα παράγραφος 4α στο άρθρο 49 και νέα παράγραφος 6 στο άρθρο 50, αντίστοιχα, με τις οποίες ορίζεται ότι στην περίπτωση των πράξεων προσδιορισμού που εκδίδονται βάσει των άρθρων αυτών, δεν υφίσταται πλέον η δυνατότητα μείωσης του πρόσθετου φόρου στην περίπτωση διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού. Περαιτέρω δεν παρέχεται η δυνατότητα υπαγωγής των ποσών που προσδιορίζονται βάσει των πράξεων αυτών, σε οποιαδήποτε διευκόλυνση ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής που ισχύει για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, συμπεριλαμβανομένης της «πάγιας ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών» της Επισημαίνεται ότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν ανεξάρτητα εάν πρόκειται για τακτικό ή προσωρινό έλεγχο.
Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν για πράξεις προσδιορισμού που εκδίδονται από 1.7.2013, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 11.β. της υποπαραγράφου Α6, ανεξάρτητα από τη φορολογική ή διαχειριστική περίοδο που αφορά ο έλεγχος.
6. Με τις διατάξεις των παραγράφων 6, 7, 8 και 9 τροποποιούνται οι διατάξεις του ως προς την βεβαίωση βάσει των πράξεων προσδιορισμού του φόρου. Ειδικότερα:
Στην περίπτωση πράξεων προσδιορισμού του φόρου, βεβαιώνεται το εκατό τοις εκατό (100%) του ποσού που προκύπτει από την πράξη. Αυτονόητο είναι ότι στην περίπτωση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, βεβαιώνεται το ποσό που προκύπτει από το σχετικό πρακτικό.
Επίσης καθορίζεται ότι αναστέλλεται η είσπραξη του πενήντα τοις εκατό του ποσού που βεβαιώθηκε στην περίπτωση άσκησης εμπρόθεσμης προσφυγής κατά πράξεων τακτικού ελέγχου (άρθρο 49), έως την κοινοποίηση στην αρμόδια φορολογική αρχή της οριστικής πρωτόδικης απόφασης. Εντούτοις, ολοκληρώνεται η βεβαίωση και ταμειακώς του ποσού που τίθεται σε αναστολή.
Η ταμειακή βεβαίωση του φόρου στην περίπτωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα, εάν η οριστική πρωτόδικη απόφαση είναι εις βάρος του υποκειμένου, αυτός να καταβάλλει προσαύξηση υπολογιζόμενη βάσει των διατάξεων του Κ.Ε.Δ.Ε. (1% σήμερα) για κάθε μήνα καθυστέρησης αντί ποσοστού πρόσθετου φόρου υπολογιζόμενου βάσει των διατάξεων του που σήμερα είναι ενάμιση τοις εκατό (1,5%).
Περαιτέρω, δυνάμει των διατάξεων του άρθ. 6, παρ. 6 του Κ.Ε.Δ.Ε. χωρεί συμψηφισμός των οφειλών που τελούν σε αναστολή με τυχόν απαιτήσεις του υποκειμένου σε βάρος του Δημοσίου.
Περαιτέρω αποσαφηνίζεται ότι ο φόρος που έχει βεβαιωθεί, κατά το ποσό που δεν οφείλεται με βάση απόφαση οποιουδήποτε αρμόδιου δικαστηρίου εκπίπτεται ή επιστρέφεται.
Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν για πράξεις προσδιορισμού που εκδίδονται από 1.7.2013, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 11.β. της υποπαραγράφου Α6.
7. Με τις διατάξεις της παραγράφου 10 αντικαθίστανται οι διατάξεις του και καταργείται η δυνατότητα καταβολής του φόρου σε δόσεις στην περίπτωση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, ή δικαστικού συμβιβασμού, ή οριστικοποίησης της πράξης προσδιορισμού λόγω μη άσκησης ή εμπρόθεσμης άσκησης προσφυγής. Κατά συνέπεια, εκτός από την περίπτωση των εμπρόθεσμων περιοδικών δηλώσεων, για τις οποίες, ο φόρος καταβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 2 του Κώδικα ΦΠΑ, σε κάθε άλλη περίπτωση ο οφειλόμενος φόρος καταβάλλεται εφάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση.
Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν για πράξεις προσδιορισμού που εκδίδονται από 1.7.2013, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 11.β. της υποπαραγράφου Α6.
Παράδειγμα
Εκδίδεται πράξη προσδιορισμού στις 28.6.2013 που αφορά προσωρινό έλεγχο και καταλογίζεται κύριος φόρος 8.000,00€ και πρόσθετος φόρος 2.800,00€. Η πράξη οριστικοποιείται στις 8.7.2013 με την υπογραφή πρακτικού διοικητικής επίλυσης της διαφοράς. Ο πρόσθετος φόρος μειώνεται στα τρία πέμπτα (1.680€), βάσει των διατάξεων της καταβάλλεται το 1/5 του συνολικά οφειλόμενου ποσού με την διοικητική επίλυση της διαφοράς και το υπόλοιπο 4/5 σε 6 δόσεις. Εφόσον οι δόσεις αυτές δεν καταβληθούν εμπρόθεσμα ο υποκείμενος έχει δικαίωμα να υπαχθεί σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής αυτών, υπό προϋποθέσεις, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις σχετικές διατάξεις.
Στο ίδιο παράδειγμα εάν η πράξη προσδιορισμού εκδοθεί στις 1.7.2013 ο πρόσθετος φόρος δεν μειώνεται και καταβάλλεται το 1/5 του συνολικά οφειλόμενου φόρου με τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και το υπόλοιπο 4/5 εφάπαξ, έως την 31.8.2013. Το ποσό που βεβαιώνεται με την πράξη στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης που εφαρμόζεται για ληξιπρόθεσμες οφειλές.
8. Η ισχύς των διατάξεων ορίζεται στην παράγραφο 11 και η αναφορά σε αυτή του σχετικού άρθρου του νόμου νοείται ως αναφορά στην υποπαράγραφο Α6 του άρθρου 1 του νόμου αυτού. Για την ευχερέστερη ανάγνωση, η έναρξη ισχύος αναφέρεται στις κατ’ ιδίαν διατάξεις ανωτέρω.
Σχετική νομοθεσία :
Ν.4152/2013. : Επείγοντα μέτρα εφαρμογής των νόμων 4046/2012, 4093/2012 και 4127/2013
Ν.4152/2013.,Άρθ.1.,Υποπαράγραφος Α2. : Διαταξεις Για Την Πάγια Ρύθμιση Ληξιπρόθεσμων Οφειλών
1. Οφειλές βεβαιωμένες στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες και στα Τελωνεία του κράτους, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Κ.Ε.Δ.Ε.), δύνανται, κατόπιν αίτησης των οφειλετών και εφόσον συντρέχει πραγματική οικονομική αδυναμία και δυνατότητα τήρησης προγράμματος δόσεων, να ρυθμίζονται άπαξ και να καταβάλλονται:
Σε δύο (2) έως δώδεκα (12) ισόποσες μηνιαίες δόσεις και κατ’ εξαίρεση έως είκοσι τέσσερις (24) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, εφόσον πρόκειται για οφειλές που βεβαιώνονται από έκτακτη αιτία.
2. Σε κάθε περίπτωση και ιδιαιτέρως για ποσά βασικής οφειλής άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ χορηγείται η ρύθμιση μόνο εφόσον ο αιτών αποδεικνύει ότι μπορεί να ανταποκριθεί στο ύψος της μηνιαίας δόσης.
3. Η υπαχθείσα στη ρύθμιση βασική οφειλή επιβαρύνεται με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής οι οποίες υπολογίζονται από 1.1.2013 με βάση το ισχύον επιτόκιο αναφοράς για πράξεις αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής, πλέον οκτώ εκατοστιαίων μονάδων, ετησίως υπολογισμένο, το οποίο και παραμένει σταθερό καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης, αντί των κατά Κ.Ε.Δ.Ε. προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής.
4. Στη ρύθμιση υπάγεται υποχρεωτικά το σύνολο των βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων οφειλών που δεν έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο με αναστολή πληρωμής ή διευκόλυνση ή άλλη νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών, ενώ δύνανται να υπαχθούν μετά από επιλογή του οφειλέτη και βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές που τελούν σε διοικητική ή δικαστική αναστολή.
5. Εξαιρούνται και δεν υπάγονται στη ρύθμιση οφειλέτες που κατά το χρόνο υπαγωγής έχουν καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό για φοροδιαφυγή.
6. Για την υπαγωγή στη ρύθμιση είναι απαραίτητα: α) η αναλυτική δήλωση όλων των εισοδημάτων, περιουσιακών στοιχείων και τυχόν οφειλών προς τρίτα πρόσωπα, β) η διαπίστωση ότι έχουν υποβληθεί οι φορολογικές δηλώσεις της τελευταίας πενταετίας και γ) αν οι συνολικές βασικές οφειλές υπερβαίνουν το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, η προσκόμιση στοιχείων από τα οποία προκύπτει η πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία και η δυνατότητα τήρησης των όρων της ρύθμισης, με υπογραφή για τον έλεγχο και την πιστοποίηση αυτών από ανεξάρτητο εκτιμητή. Για συνολικές βασικές οφειλές που υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, πέραν της τήρησης των οριζόμενων στο προηγούμενο εδάφιο προϋποθέσεων απαιτείται η πρόσθετη παροχή εγγύησης ή διασφάλισης ή εμπράγματης ασφάλειας για το σύνολο αυτών. Ανεξάρτητος εκτιμητής θα προσδιορίσει την αξία της προσφερόμενης διασφάλισης.
7. Η πρώτη δόση της ρύθμισης είναι καταβλητέα μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την ημέρα υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, οι δε επόμενες δόσεις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών. Η καταβολή της οφειλής δύναται να πραγματοποιείται μέσω πάγιας εντολής στους φορείς είσπραξης. Η καθυστέρηση πληρωμής μίας δόσης συνεπάγεται την επιβάρυνση αυτής με προσαύξηση δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Η δόση αυτή με την αναλογούσα προσαύξηση πρέπει να καταβληθεί το αργότερο μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας καταβολής της επόμενης δόσης.
8. Η ρύθμιση απόλλυται με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, σύμφωνα με τα στοιχεία βεβαίωσης και την άμεση επιδίωξη της είσπραξής του με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα, τηρουμένων και των διατάξεων περί δημοσιοποίησης ληξιπρόθεσμων οφειλών του άρθρου 9 του ν. 3943/2011 (Α΄ 66), εάν ο οφειλέτης:
- α) δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα μία δόση της ρύθμισης πέραν της μίας φοράς,
- β) καθυστερήσει την καταβολή της τελευταίας δόσης της ρύθμισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός,
- γ) δεν υποβάλλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης καταβολής των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή τους,
- δ) δεν είναι ενήμερος στις οφειλές του από την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και μετά,
- ε) έχει υποβάλει ελλιπή ή αναληθή στοιχεία προκειμένου να του χορηγηθεί η ρύθμιση.
9. Η υπαγωγή στην εν λόγω ρύθμιση τμηματικής καταβολής και η συνεπής συμμόρφωση σε αυτή παρέχει στον οφειλέτη τα ακόλουθα ευεργετήματα:
- α) Χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. μηνιαίας ισχύος, σύμφωνα με τις λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 26 του ν.182/1990, όπως ισχύει και με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου.
- β) Αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.1882/1990 ή, εφόσον άρχισε η εκτέλεσή της, διακόπτεται.
- γ) Αναστέλλεται η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών ή ακινήτων με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά μόνο οφειλές που ρυθμίζονται με τις διατάξεις αυτού του άρθρου. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της ρύθμισης, εφόσον δεν πιστώνονται με άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί. Αν ο οφειλέτης απολέσει το ευεργέτη μα της ρύθμισης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.
- δ) Αναστέλλεται η εκτέλεση του μέτρου που προβλέπεται από το άρθρο 7 του ν. 2120/1993 (Α΄ 24), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 παρ. 3 του ν. 2523/1997 (Α΄ 179).
10. Το Δημόσιο προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του Δημοσίου και μέχρι του ύψους των οφειλών του, κατά τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (K.E.Δ.E.) και μετά τη συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση τμηματικής καταβολής που του χορηγήθηκε.
11. Το Δημόσιο διατηρεί το δικαίωμα και μετά τη συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση τμηματικής καταβολής που του χορηγήθηκε:
- α) να επιβάλει κατασχέσεις και να εγγράφει υποθήκες σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη των συνυπόχρεων προσώπων ή των εγγυητών, εφόσον η οφειλή δεν είναι ασφαλισμένη,
- β) να μη χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας στα πρόσωπα της προηγούμενης περίπτωσης, ακόμη και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης αυτού, εφόσον η οφειλή δεν είναι ασφαλισμένη,
- γ) να δίνει εντολή παρακράτησης μέρους ή του συνόλου της χρηματικής απαίτησης του οφειλέτη κατά τρίτων προσώπων, για την είσπραξη της οποίας ζητείται το αποδεικτικό ενημερότητας.
12. Τα ποσά που εισπράττονται από την παρακράτηση ποσοστού απαίτησης του οφειλέτη λόγω της χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων ή κατόπιν συμψηφισμού, καλύπτουν δόση ή δόσεις της χορηγηθείσας ρύθμισης.
13. Η παραγραφή των οφειλών για τις οποίες υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση αναστέλλεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση, ανεξαρτήτως καταβολής οποιουδήποτε ποσού και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα έτος από τη λήξη της τελευταίας δόσης αυτής.
14. Αρμόδιο όργανο για τη χορήγηση της ρύθμισης του άρθρου αυτού είναι ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων ο οποίος δύναται με απόφασή του να εκχωρεί την αρμοδιότητα αυτή.
15. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται: α) οι προϋποθέσεις υπαγωγής στις ανωτέρω διατάξεις και μέσω διαδικτυακής εφαρμογής της Γ.Γ.Π.Σ., β) τα είδη των οφειλών τα οποία δύνανται να υπαχθούν σε ρύθμιση άνω των δώδεκα (12) δόσεων της περίπτωσης 1 της παρούσας υποπαραγράφου, γ) τα απαιτούμενα στοιχεία, ανά ύψος βασικής οφειλής, τα οποία θα δηλώνονται ή και προσκομίζονται, καθώς και η επαγγελματική ιδιότητα των ανεξάρτητων εκτιμητών, όπου προβλέπονται, δ) οι φορολογικές υποχρεώσεις οι οποίες πρέπει να εκπληρώνονται για να μην απωλεσθεί η ρύθμιση, ε) οι περιπτώσεις για τις οποίες η φορολογική διοίκηση θα απαιτεί υποχρεωτικά την πληρωμή της ρύθμισης μέσω πάγιας εντολής στους φορείς είσπραξης, στ) επιπλέον όροι και προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να καθίσταται ενεργή η ρύθμιση και ζ) οι λεπτομέρειες και κάθε ειδικότερο θέμα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου αυτού. Με όμοια απόφαση καθορίζεται η ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας υποπαραγράφου που δεν μπορεί να είναι μεταγενέστερη της 1ης Ιουλίου 2013.
16. Από την ημερομηνία που καθορίζεται κατά την προηγούμενη περίπτωση της παρούσας υποπαραγράφου, δεν επιτρέπεται η χορήγηση διευκολύνσεων – ρυθμίσεων τμηματικής καταβολής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13 έως και 21 του ν. 2648/1998 (Α΄ 238) και του άρθρου 14 του ν. 3888/2010 (Α΄ 175).
Ν.4046/2012. : Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας.
Ν. 4093/2012. : Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016.
Ν. 4127/2013. : Έγκριση της επικαιροποίησης του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013−2016.
Ν.2859/2000. : Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
Ν.2859/2000.,Άρθ.36. : Υποχρεώσεις των υποκειμένων στο φόρο
Άρθ.36.,Παρ.1. : O υποκείμενος στο φόρο υποχρεούται να υποβάλλει τις παρακάτω δηλώσεις:
- α) δήλωση έναρξης των εργασιών του, η οποία υποβάλλεται πριν από την έναρξη των εργασιών αυτών. Ως έναρξη εργασιών θεωρείται ο χρόνος πραγματοποίησης της πρώτης συναλλαγής στα πλαίσια της επιχείρησης. Προκειμένου για νομικά πρόσωπα, ως χρόνος έναρξης θεωρείται ο χρόνος της νόμιμης σύστασης αυτών. Στην περίπτωση νομικών προσώπων, η καθυστέρηση υποβολής της δήλωσης έναρξης μέχρι τριάντα (30) ημέρες δεν συνεπάγεται την επιβολή κυρώσεων, εφόσον δεν έχουν πραγματοποιήσει καμία συναλλαγή,
- β) δήλωση μεταβολών-μετάταξης, με την οποία δηλώνει οποιαδήποτε μεταβολή, όπως αλλαγή της επωνυμίας, του τόπου επαγγελματικής του εγκατάστασης, του αντικειμένου εργασιών, την πραγματοποίηση ενδοκοινοτικών αποκτήσεων αγαθών και παραδόσεων αγαθών που απαλλάσσονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28, την ίδρυση ή κατάργηση υποκαταστημάτων, την αλλαγή των τηρούμενων βιβλίων Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και του καθεστώτος φόρου προστιθέμενης αξίας που ανήκει.
Η δήλωση αυτή υποβάλλεται εντός τριάντα (30) ημερών από το χρόνο που έγιναν οι μεταβολές αυτές,
- γ) δήλωση οριστικής παύσης εργασιών.
Η δήλωση αυτή υποβάλλεται για μεν τα φυσικά πρόσωπα εντός δέκα (10) ημερών από την οριστική παύση των εργασιών τους, για δε τα νομικά πρόσωπα και τις ενώσεις προσώπων εντός τριάντα (30) ημερών από τη λύση τους. Σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής επιχείρησης ως συνόλου, η δήλωση παύσης εργασιών υποβάλλεται από τους κληρονόμους, μέσα σε δέκα (10) ημέρες, από την ενεργό ανάμιξη τους στην κληρονομούμενη επιχείρηση και όχι πέραν των δέκα (10) ημερών από την λήξη της προθεσμίας αποποίησης, που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 1847 του Αστικού Κώδικα, σε κάθε άλλη περίπτωση.
Οι δηλώσεις των περιπτώσεων αυτών επιτρέπεται να υποβάλλονται ηλεκτρονικά.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών ή την υποχρεωτική ηλεκτρονική υποβολή, τη διαδικασία υποβολής, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
- δ) ο υποκείμενος στον φόρο υποχρεούται να δηλώνει την έναρξη ή την παύση παροχής υπηρεσιών προς υποκείμενο στον φόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος - μέλος, για τις οποίες ο τόπος δεν είναι το εσωτερικό της χώρας, σύμφωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 14,
- ε) ο υποκείμενος στον φόρο ή το μη υποκείμενο στον φόρο νομικό πρόσωπο το οποίο διαθέτει ΑΦΜ/ΦΠΑ στο εσωτερικό της χώρας υποχρεούται να δηλώνει την έναρξη ή παύση λήψης υπηρεσιών από υποκείμενο στον φόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος - μέλος, για τις οποίες ο τόπος φορολόγησης είναι το εσωτερικό της χώρας, σύμφωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 14
Άρθ.36.,Παρ.2. : Σε κάθε υποκείμενο στο φόρο χορηγείται μοναδικός αριθμός φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) ως εξής:
- α) Στα φυσικά πρόσωπα με τη δήλωση απόδοσης Α.Φ.Μ. εκτός αν έχει χορηγηθεί Α.Φ.Μ. με δήλωση φορολογίας εισοδήματος. Ο αριθμός αυτός δεν καταργείται με την οριστική παύση των εργασιών.
- β) Στα νομικά πρόσωπα και στις ενώσεις προσώπων μετά την υποβολή της δήλωσης έναρξης εργασιών. Ο αριθμός αυτός δεν καταργείται με την αλλαγή της νομικής μορφής των προσώπων αυτών, αλλά με την οριστική λύση ή διάλυση τους.
- γ) Στις υπό ίδρυση επιχειρήσεις χορηγείται Α.Φ.Μ. που παραμένει ο ίδιος για την επιχείρηση και μετά το πέρας των εργασιών της ίδρυσης.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ορίζεται κάθε διαδικαστικό θέμα, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού.
Στους υποκείμενους στο φόρο που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Α.Φ.Μ. χορηγείται με την υποβολή δήλωσης έναρξης εργασιών. Ο αριθμός αυτός δεν μεταβάλλεται σε περίπτωση ορισμού, αλλαγής ή παύσης φορολογικού αντιπροσώπου.
Άρθ.36.,Παρ.3. : Τις υποχρεώσεις των παραγράφων 1 και 2 έχουν ανεξάρτητα αν είναι υποκείμενα στο φόρο και τα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, τα οποία:
α. ιδρύουν υποκατάστημα ή αποκτούν άλλη εγκατάσταση στο εσωτερικό της χώρας, β. εγκαθιστούν γραφείο στο εσωτερικό της χώρας, γ. συμμετέχουν σε ημεδαπά νομικά πρόσωπα, εκτός από τη συμμετοχή σε ανώνυμες εταιρίες, δ. αποκτούν ακίνητο στο εσωτερικό της χώρας και ε. έχουν οποιαδήποτε δραστηριότητα στο εσωτερικό της χώρας, η οποία συνεπάγεται την υποβολή φορολογικών δηλώσεων.
Άρθ.36.,Παρ.4. : Ο υποκείμενος στο φόρο υποχρεούται επίσης:
- α) να τηρεί βιβλία και να εκδίδει στοιχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, εκτός αν είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν διαθέτει εγκατάσταση στην Ελλάδα.
Ειδικά, ο υποκείμενος στο φόρο που παραλαμβάνει ενσώματα κινητά αγαθά, τα οποία του αποστέλλονται από άλλο κράτος-μέλος από ή για λογαριασμό υποκείμενου στο φόρο που διαθέτει αριθμό φορολογικού μητρώου Φ.Π.Α. σε αυτό το άλλο κράτος-μέλος, με σκοπό την εκτέλεση υπηρεσιών πραγματογνωμοσύνης ή εργασιών σε αυτά, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι εργασίες της περίπτωσης ε της παραγράφου 2 του άρθρου 8, υποχρεούται να καταχωρεί τα σχετικά στοιχεία που επιτρέπουν την εξακρίβωση των αγαθών αυτών σε λογαριασμούς βιβλίων που τηρεί ή σε ειδικό βιβλίο,
- β) να επιδίδει τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις του άρθρου 38 δηλώσεις.
Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται προκειμένου για υποκείμενους στο φόρο που πραγματοποιούν αποκλειστικά πράξεις που απαλλάσσονται από το φόρο, χωρίς δικαίωμα έκπτωσης. Ειδικά για τη δήλωση που προβλέπεται από την παράγραφο 8 του άρθρου 38 , η υποχρέωση αυτή υφίσταται ανεξάρτητα από την ιδιότητα του προσώπου ως υποκείμενου ή μη στο φόρο,
- γ) να υποβάλλει στον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ:
- i) Ειδική δήλωση Φ.Π.Α., όταν ενεργεί πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 1 και της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 6. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται κατά το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 16. Με την υποβολή της δήλωσης αυτής, καταβάλλεται εφάπαξ ο αναλογών στην παράδοση του ακινήτου φόρος, αφού συμψηφισθεί ο φόρος εισροών κατά το ποσοστό που βαρύνει τη μεταβιβαζόμενη ιδιοκτησία, όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι τη χρονική στιγμή γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης. Η ίδια δήλωση υποβάλλεται και για τις πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 7, χωρίς την καταβολή του φόρου, ο οποίος καταβάλλεται με την περιοδική δήλωση Φ.Π.Α. της οικείας φορολογικής περιόδου.
- ii) Ειδικά έντυπα απεικόνισης του συνολικού κόστους της οικοδομής και κατανομής αυτού στις επί μέρους ιδιοκτησίες, προϋπολογιστικά και απολογιστικά.
- iii) Γνωστοποίηση για τη χρησιμοποίηση ακινήτου, το οποίο κατασκευάστηκε ως εμπορεύσιμο στοιχείο επιχείρησης, ως παγίου σε φορολογητέα δραστηριότητα, καθώς και για ακίνητο το οποίο απαλλοτριώθηκε. Η γνωστοποίηση αυτή υποβάλλεται ταυτόχρονα με την περιοδική δήλωση της φορολογικής περιόδου κατά την οποία άρχισε η χρησιμοποίηση ή πραγματοποιήθηκε η απαλλοτρίωση.
- iv) Υπεύθυνη δήλωση με την οποία γνωστοποιεί τις τυχόν αιτίες για τις οποίες πρόκειται να συνταχθεί έγγραφο με το οποίο διορθώνεται, συμπληρώνεται, τροποποιείται ή επαναλαμβάνεται άλλο έγγραφο το οποίο αφορά πράξεις της παραγράφου 1 και της περίπτωσης α' της παραγράφου 2 του άρθρου 6.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ορίζεται ο τύπος, το περιεχόμενο και η διαδικασία υποβολής της ειδικής δήλωσης και των ειδικών εντύπων, καθώς και ο χρόνος υποβολής των εντύπων αυτών και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.
- δ) να ορίζει φορολογικό αντιπρόσωπο του, πριν από την ενέργεια οποιασδήποτε φορολογητέας πράξης στο εσωτερικό της χώρας, εφόσον πρόκειται για υποκείμενο στο φόρο που δεν είναι μόνιμα εγκαταστημένος στο εσωτερικό της χώρας ή στο εσωτερικό άλλου κράτους - μέλους και για την οποία είναι ο ίδιος υπόχρεος στο φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35.
Ο ορισμός του φορολογικού αντιπροσώπου γίνεται με την κατάθεση αντιγράφου του σχετικού πληρεξούσιου εγγράφου στον προϊστάμενο Δ.Ο.Υ., που είναι αρμόδιος για τη φορολογία εισοδήματος του φορολογικού αντιπροσώπου.
Το αντίγραφο αυτό πρέπει να είναι θεωρημένο από την ελληνική προξενική αρχή του τόπου, όπου είναι εγκαταστημένος ο υποκείμενος στο φόρο, ή από την Αρχή που έχει οριστεί για τη θεώρηση, σύμφωνα με την από 5.10.1961 Σύμβαση της Χάγης.
- ε) Φορολογικό αντιπρόσωπο δύνανται να ορίζουν, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου αυτής, και οι υποκείμενοι στο φόρο που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν διαθέτουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Ο φορολογικός αντιπρόσωπος της περίπτωσης αυτής δεν υποχρεούται στην τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων για τις πράξεις που πραγματοποιεί ο εντολέας του.
- στ) να τηρεί θεωρημένο ειδικό βιβλίο όπου θα καταγράφει τα αγαθά που απέστειλε ή μετέφερε ή τα οποία απεστάλησαν ή μεταφέρθηκαν για λογαριασμό του σε άλλο κράτος-μέλος, για τις ανάγκες των πράξεων που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ', δ' και ε' της παραγράφου 3 του άρθρου 7.
Στο βιβλίο αυτό καταχωρούνται επίσης τα μετακινούμενα αγαθά από άλλο κράτος-μέλος προς το εσωτερικό της χώρας σύμφωνα με την περίπτωση γ' του άρθρου 12.
Άρθ.36.,Παρ.5. : Ο υποκείμενος στο φόρο που πραγματοποιεί ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 12, καθώς και παραδόσεις αγαθών, οι οποίες απαλλάσσονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28, υποχρεούται επίσης:
- α) να υποβάλλει ανακεφαλαιωτικό πίνακα, για τις παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιεί σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων α' και γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 28 και του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 15,
- β) να χρησιμοποιεί για τις συναλλαγές αυτές τον αριθμό φορολογικού μητρώου του με το πρόθεμα "EL" πριν απ' αυτόν, καθώς επίσης και να αναγράφει στα στοιχεία που εκδίδει τον αριθμό του φορολογικού μητρώου (Φ.Π.Α.) του συναλλασσόμενου με το ανάλογο πρόθεμα που ισχύει σε κάθε κράτος-μέλος και
- γ) να υποβάλλει στατιστική δήλωση (INTRASTAT) για τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές που πραγματοποιεί για κάθε μήνα,
- δ) να υποβάλλει ανακεφαλαιωτικό πίνακα για τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών που πραγματοποιεί μετά την 1.1.1996, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 11 και του άρθρου 12, καθώς και για τις αποκτήσεις που πραγματοποιεί και αποδεικνύει ότι έγιναν με σκοπό τη μεταγενέστερη παράδοση εντός άλλου κράτους – μέλους, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 15.
5.α. Ο υποκείμενος στον φόρο που πραγματοποιεί παροχές υπηρεσιών, για τις οποίες ο τόπος δεν είναι το εσωτερικό της χώρας, σύμφωνα με την περίπτωση α της παραγράφου 2 του άρθρου 14, και για τις οποίες ο λήπτης είναι υποκείμενο στον φόρο πρόσωπο ή μη υποκείμενο στον φόρο νομικό πρόσωπο που διαθέτει ΑΦΜ/ΦΠΑ σε άλλο κράτος - μέλος, υποχρεούται:
- α) να χρησιμοποιεί, για τις εν λόγω παροχές υπηρεσιών, τον αριθμό φορολογικού μητρώου του με το πρόθεμα «EL» πριν από αυτόν, καθώς επίσης και να αναγράφει στα στοιχεία που εκδίδει τον αριθμό του φορολογικού μητρώου (Φ.Π.Α.) του συναλλασσόμενου με το ανάλογο πρόθεμα που ισχύει σε κάθε κράτος-μέλος και
- β) να υποβάλλει ανακεφαλαιωτικό πίνακα, για τις εν λόγω παροχές υπηρεσιών.
Οι ανωτέρω υποχρεώσεις δεν ισχύουν προκειμένου για υπηρεσίες οι οποίες απαλλάσσονται από τον φόρο στο κράτος - μέλος του λήπτη των υπηρεσιών αυτών.
5.β. Ο υποκείμενος στον φόρο ή το μη υποκείμενο στον φόρο νομικό πρόσωπο που διαθέτει ΑΦΜ/ΦΠΑ στο εσωτερικό της χώρας, που λαμβάνει υπηρεσίες από υποκείμενο στον φόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος - μέλος, για τις οποίες ο τόπος είναι το εσωτερικό της χώρας, σύμφωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 14, και για τις οποίες είναι ο ίδιος υπόχρεος στον φόρο, υποχρεούται για τις εν λόγω υπηρεσίες που λαμβάνει:
- α) να χρησιμοποιεί τον αριθμό φορολογικού μητρώου του με το πρόθεμα «EL» πριν από αυτόν,
- β) να υποβάλλει ανακεφαλαιωτικό πίνακα.
Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει προκειμένου για υπηρεσίες οι οποίες απαλλάσσονται από τον φόρο στο εσωτερικό της χώρας.
5.γ. Οι πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 5, 5.α και 5.β καταχωρούνται στους ανακεφαλαιωτικούς πίνακες την ημερολογιακή περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο φόρος καθίσταται απαιτητός, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 και 18 και στην περίπτωση μείωσης της φορολογητέας αξίας μετά την πραγματοποίηση της πράξης, την ημερολογιακή περίοδο που πραγματοποιείται η μείωση.
Άρθ.36.,Παρ.6. : Ο υποκείμενος στο φόρο ο οποίος ενεργεί αποκλειστικά πράξεις για τις οποίες δεν του παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης, τα νομικά πρόσωπα που δεν υπόκεινται στο φόρο και οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος του άρθρου 41, εφόσον διενεργούν ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών, οι οποίες δεν καλύπτονται από την παρέκκλιση της παραγράφου 2 του άρθρου 11 υποχρεούνται:
- α) να υποβάλλουν τις δηλώσεις που προβλέπονται από την παράγραφο 1 και να λαμβάνουν Α.Φ.Μ., όπως προβλέπεται από την παράγραφο 2,
- β) να υποβάλλουν δήλωση, με την οποία γνωστοποιούν τη διενέργεια φορολογητέων ενδοκοινοτικών αποκτήσεων αγαθών. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται κατά το χρόνο που διαπιστώνεται η συνδρομή των προϋποθέσεων για τη φορολόγηση, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 11,
- γ) να υποβάλλουν τη δήλωση που προβλέπεται από την παράγραφο 6 του άρθρου 38,
- δ) να υποβάλλουν δήλωση με την οποία γνωστοποιούν την παύση των φορολογητέων ενδοκοινοτικών αποκτήσεων αγαθών. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται μέχρι τις 10 Ιανουαρίου του έτους κατά το οποίο δεν προβλέπεται η πραγματοποίηση φορολογητέων ενδοκοινοτικών αποκτήσεων αγαθών,
- ε) να υποβάλλουν τον ανακεφαλαιωτικό πίνακα που προβλέπεται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 5 και τη δήλωση που προβλέπεται στην περίπτωση γ΄ της ίδιας παραγράφου και να εφαρμόζουν όσα προβλέπονται στην περίπτωση β΄ αυτής.
Άρθ.36.,Παρ.7. : Τις υποχρεώσεις που προβλέπει το άρθρο αυτό έχουν κατά περίπτωση και τα εξής πρόσωπα:
- α) ο εκκαθαριστής, ο κηδεμόνας, ο προσωρινός διαχειριστής και ο μεσεγγυούχος, στις περιπτώσεις κληρονομιάς και μεσεγγύησης,
- β) ο επίτροπος, ο κηδεμόνας και ο αντιλήπτορας, στις περιπτώσεις ανηλίκων, απόντων, δικαστικά ή νόμιμα απαγορευμένων και των προσώπων που βρίσκονται υπό δικαστική αντίληψη,
- γ) ο προσωρινός ή οριστικός σύνδικος, σε περίπτωση πτώχευσης του υποκείμενου στο φόρο,
- δ) ο φορολογικός αντιπρόσωπος, στις περιπτώσεις που ορίζεται υπόχρεος στο φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35,
- ε) οι κληρονόμοι και οι δωρεοδόχοι του υποκείμενου στο φόρο για τις φορολογικές υποχρεώσεις του, μέχρι το θάνατο του ή τη σύσταση της δωρεάς εν ζωή,
- στ) κάθε πρόσωπο το οποίο, με βάση νόμο ή δικαστική απόφαση, υποκαθιστά τον υποκείμενο στο φόρο,
- ζ) ο εκπρόσωπος ή μέλος της ένωσης προσώπων, κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της φορολογίας εισοδήματος,
- η) ο ιδρυτής της επιχείρησης για τις υποχρεώσεις αυτής μέχρι το χρόνο έναρξης της λειτουργίας της επιχείρησης.
Άρθ.36.,Παρ.8. : Απαλλάσσονται από τις υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου, εκτός αν άλλως ορίζεται σ' αυτό:
- α) τα πρόσωπα, τα οποία καθίστανται υποκείμενα στο φόρο από περιστασιακή παράδοση καινούργιου μεταφορικού μέσου σε άλλο κράτος- μέλος,
- β) οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος του άρθρου 41,
- γ) τα νομικά πρόσωπα που δεν υπόκεινται στο φόρο,
- δ) τα φυσικά πρόσωπα τα οποία πραγματοποιούν απαλλασσόμενες πράξεις της περίπτωσης κστ' της παραγράφου 1 του άρθρου 22 και μόνο για τις πράξεις αυτές.
Άρθ.36.,Παρ.9. : Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται:
- α) ο τύπος, το περιεχόμενο και η διαδικασία υποβολής των δηλώσεων,
- β) ο τρόπος τήρησης και το περιεχόμενο του ειδικού βιβλίου που προβλέπεται στις περιπτώσεις α' και στ' της παραγράφου 4 αυτού του άρθρου,
- γ) ο τύπος, το περιεχόμενο και ο χρόνος υποβολής των ανακεφαλαιωτικών πινάκων, που προβλέπονται από τις διατάξεις των περιπτώσεων α' και δ' της παραγράφου 5, καθώς και των παραγράφων 5α και 5β,
- δ) ο χρόνος και ο τρόπος διαχωρισμού των ακαθαρίστων εσόδων από λιανικές πωλήσεις κατά συντελεστή φόρου,
- ε) ο τύπος και το περιεχόμενο του στοιχείου, προκειμένου για παράδοση καινούργιου μεταφορικού μέσου και
- στ) ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης έναρξης και παύσης πραγματοποίησης ενδοκοινοτικών αποκτήσεων αγαθών, ενδοκοινοτικών παραδόσεων αγαθών, ενδοκοινοτικών λήψεων υπηρεσιών και ενδοκοινοτικών παροχών υπηρεσιών,
- ζ) το χρονικό διάστημα εργασιών ίδρυσης επιχείρησης.
Άρθ.36.,Παρ.10. : Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ορίζονται τα τυχόν πρόσθετα στοιχεία του κοινοτικού εντύπου INTRASTAT, η διαδικασία και ο χρόνος υποβολής της δήλωσης που προβλέπεται στην περίπτωση γ' της παραγράφου 5.
Άρθ.36.,Παρ.11. : Οι δηλώσεις που αναφέρονται στην περίπτωση β' της παραγράφου 4, καθώς και οι ανακεφαλαιωτικοί πίνακες που αναφέρονται στις παραγράφους 5, 5α και 5β, επιτρέπεται να υποβάλλονται μέσω διαβίβασης του αρχείου με ηλεκτρονικά μέσα.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, μπορεί να ορίζεται υποχρεωτική η ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων και των πινάκων αυτών ή υποχρεωτική η διαβίβαση του αρχείου με ηλεκτρονικά μέσα και να καθορίζεται η διαδικασία και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
Ν.2859/2000.,Άρθ.38. : Δήλωση και συναφείς υποχρεώσεις
Άρθ.38.,Παρ. 1. : Οι υπόχρεοι στο φόρο, που ενεργούν φορολογητέες πράξεις ή πράξεις απαλλασσόμενες του φόρου, για τις οποίες έχουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών με βάση τις διατάξεις του άρθρου 30 , οφείλουν να υποβάλλουν στη Δ.Ο.Υ., που είναι αρμόδια για την επιβολή του φόρου εισοδήματος τους, τις πιο κάτω δηλώσεις:
- α) περιοδική δήλωση για κάθε φορολογική περίοδο που προκύπτει ποσό για καταβολή, ως εξής:
- αα) Κάθε μήνα και μέχρι την 20ή ημέρα του επόμενου μήνα, εφόσον τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Το ίδιο ισχύει και για το Δημόσιο που δεν είναι υποχρεωμένο να τηρεί βιβλία του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων όταν ασκεί δραστηριότητες για τις οποίες υπάγεται στο φόρο.
- ββ) Κάθε ημερολογιακό τρίμηνο και μέχρι την 20ή ημέρα του μήνα που ακολουθεί το τρίμηνο, εφόσον τηρούν βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
Η περιοδική δήλωση περιλαμβάνει, για κάθε φορολογική περίοδο, την αξία των φορολογητέων παραδόσεων αγαθών και παροχής υπηρεσιών, την αξία των ενδοκοινοτικών αποκτήσεων αγαθών, στα οποία περιλαμβάνονται και τα καινούργια μεταφορικά μέσα και τα αγαθά που υπάγονται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, την αξία των πράξεων παροχής υπηρεσιών, για τις οποίες οφείλεται φόρος από το λήπτη των υπηρεσιών αυτών, το φόρο που αναλογεί, την αξία των απαλλασσόμενων πράξεων, τις εκπτώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 30, 31 και 32, καθώς και τη διαφορά φόρου που προκύπτει. Περιοδική δήλωση δεν υποβάλλουν οι επιχειρήσεις που δηλώνουν ότι βρίσκονται σε αδράνεια ή αναστολή εργασιών, εφόσον υποβάλλουν την αναφερόμενη στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 36 δήλωση μεταβολών.
- β) Εκκαθαριστική δήλωση μέχρι την 25η ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, εφόσον κατά τη λήξη της περιόδου αυτής δεν τηρούσαν βιβλία ή τηρούσαν βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή μέχρι την 10η ημέρα του πέμπτου μήνα που ακολουθεί τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, εφόσον κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου τηρούσαν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
Η δήλωση αυτή περιλαμβάνει τα δεδομένα των περιοδικών δηλώσεων της διαχειριστικής περιόδου, μετά το διακανονισμό που έγινε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33.
1.α. Εφημεριδοπώλες, η δραστηριότητα των οποίων προσδιορίζεται από τις διατάξεις του ν.δ. 2943/1954 (ΦΕΚ 181 Α΄), δεδομένου ότι πραγματοποιούν πράξεις για τις οποίες δεν επιβάλλουν Φ.Π.Α., έχοντας παράλληλα δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 19, μπορούν να επιλέγουν τη μη υποβολή περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων, εφόσον με δήλωσή τους επιλέγουν τη μη διενέργεια έκπτωσης του φόρου εισροών. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. μέσα σε τριάντα ημέρες από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου και δεν μπορεί να ανακληθεί πριν την παρέλευση πενταετίας. Ειδικά κατά την πρώτη εφαρμογή για πράξεις που πραγματοποιήθηκαν από 1.7.2010, η εν λόγω δήλωση μπορεί να υποβληθεί μέχρι 31.5.2011.
Άρθ.38.,Παρ. 2. : Η διαφορά φόρου που προκύπτει με τις παραπάνω δηλώσεις, αν είναι θετική και άνω των τριών (3) ευρώ καταβάλλεται στο Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 54, αν είναι θετική μέχρι τρία (3) ευρώ μεταφέρεται για καταβολή στην επόμενη φορολογική περίοδο, και αν είναι αρνητική μεταφέρεται για έκπτωση ή επιστρέφεται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34.
Με την υποβολή περιοδικής ή εκκαθαριστικής δήλωσης καταβάλλεται το συνολικά οφειλόμενο ποσό.
Η περιοδική δήλωση, είναι αποδεκτή, και εφόσον με την υποβολή της καταβάλλεται ποσό τουλάχιστον δέκα (10) ευρώ. Στην περίπτωση αυτή ο οφειλόμενος φόρος βεβαιώνεται με την υποβολή της δήλωσης. Το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό καταβάλλεται ως εξής:
- α) Στην περίπτωση εμπρόθεσμης δήλωσης σε δύο (2) δόσεις, η πρώτη των οποίων καθίσταται ληξιπρόθεσμη την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα κατά τον οποίο υποβάλλεται η δήλωση και η οποία ισούται με το ποσό που υπολείπεται για τη συμπλήρωση του πενήντα τοις εκατό (50%) του οφειλόμενου φόρου, και η δεύτερη δόση καθίσταται ληξιπρόθεσμη την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα. Στην περίπτωση που το σύνολο του οφειλόμενου φόρου δεν υπερβαίνει το ποσό των εκατό (100) ευρώ, το υπόλοιπο του μη καταβληθέντος με τη δήλωση φόρου καθίσταται ληξιπρόθεσμο, στο σύνολό του, την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα κατά τον οποίο υποβάλλεται η δήλωση. Το ποσό που βεβαιώνεται για καταβολή στον επόμενο
μήνα προσαυξάνεται κατά δύο τοις εκατό (2%) και η προσαύξηση αυτή βεβαιώνεται με την υποβολή της δήλωσης. Στην περίπτωση που με την υποβολή της δήλωσης καταβάλλεται τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) του οφειλόμενου φόρου, δεν βεβαιώνεται προς καταβολή ποσό στο τέλος του μήνα που υποβάλλεται η δήλωση.
- β) Στην περίπτωση εκπρόθεσμης δήλωσης, καταβάλλεται εφάπαξ και καθίσταται ληξιπρόθεσμο την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα για τον οποίο ισχύει ο πρόσθετος φόρος που υπολογίσθηκε.
Ως καταβολή λογίζεται και η απόσβεση της οφειλής δια συμψηφισμού, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 83 του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε., Α΄ 90).
Εκκαθαριστική δήλωση χωρίς την καταβολή του οφειλόμενου ποσού δεν επάγει έννομα αποτελέσματα.
Εκπρόθεσμη δήλωση είναι αποδεκτή μέχρι την ημερομηνία καταχώρισης στο οικείο βιβλίο της πράξης προσδιορισμού του φόρου, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 49 και 50 παράγραφος 1 ή μέχρι την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης προσδιορισμού του φόρου που εκδίδεται κατόπιν ελέγχου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 48Α και 50 παράγραφος 2, για μη καταλογισθέντα με τις εν λόγω πράξεις επιβολής φόρου ποσά. Μετά τις ανωτέρω ημερομηνίες η υποβολή δήλωσης για καταλογισθέντα ποσά δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα.
Άρθ.38.,Παρ. 3. : Οι δηλώσεις υποβάλλονται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.. Κατ'εξαίρεση οι εποχιακές επιχειρήσεις και οι επιχειρήσεις που εδρεύουν σε νησί όπου δεν εδρεύει Δ.Ο.Υ., μπορούν να υποβάλλουν τις δηλώσεις τους σε οποιαδήποτε Δ.Ο.Υ.. Επίσης αρνητική εκκαθαριστική δήλωση μπορεί να αποσταλεί ταχυδρομικά με απόδειξη από τις επιχειρήσεις αυτές.
Άρθ.38.,Παρ. 4. : Όταν ο υποκείμενος στο φόρο διακόπτει οριστικά τις εργασίες της επιχείρησης του και αναχωρεί εκτός του εσωτερικού της χώρας ή μεταφέρει εκτός αυτού την οικονομική του δραστηριότητα, υποχρεούται, πριν από την αναχώρηση ή τη μεταφορά της δραστηριότητας του:
- α) να επιδώσει τις προβλεπόμενες από το άρθρο αυτό δηλώσεις καινά καταβάλει τον οφειλόμενο φόρο,
- β) να ορίσει στην Ελλάδα αντιπρόσωπο του φερέγγυο, που αναλαμβάνει την ευθύνη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο.
Στις παραπάνω περιπτώσεις η Φορολογική Αρχή μπορεί να ζητά κάθε αναγκαία εγγύηση, που κατά την κρίση της διασφαλίζει τα συμφέροντα του Δημοσίου.
Άρθ.38.,Παρ. 5. : Σε περίπτωση εισαγωγής αγαθών, ο υπόχρεος στο φόρο καταθέτει διασάφηση εισαγωγής ή άλλο τελωνειακό παραστατικό έγγραφο στο τελωνείο εισαγωγής, σύμφωνα με τις τελωνειακές διατάξεις.
Άρθ.38.,Παρ. 6. : Ο υποκείμενος στο φόρο, ο οποίος ενεργεί αποκλειστικά πράξεις για τις οποίες δεν του παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης, τα νομικά πρόσωπα που δεν υπάγονται στο φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 3, καθώς και οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος του άρθρου 41, που πραγματοποιούν φορολογητέες ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών ή λαμβάνουν υπηρεσίες για τις οποίες είναι υπόχρεοι για την καταβολή του φόρου, υποχρεούνται να υποβάλλουν εκκαθαριστική δήλωση και για χρήσεις που δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία από τις ανωτέρω πράξεις, καθώς και περιοδική δήλωση μόνο για τις φορολογικές περιόδους κατά τις οποίες πραγματοποιούν τις ως άνω φορολογητέες πράξεις. Οι δηλώσεις αυτές περιλαμβάνουν την αξία των ενδοκοινοτικών αποκτήσεων αγαθών και κάθε άλλης πράξης, για τις οποίες ο φόρος κατέστη απαιτητός κατά την ίδια φορολογική περίοδο, καθώς και το φόρο που αναλογεί στις πράξεις αυτές.
Άρθ.38.,Παρ. 7. : Οποιοδήποτε πρόσωπο που πραγματοποιεί ενδοκοινοτική απόκτηση καινούργιου μεταφορικού μέσου, υποχρεούται να υποβάλλει στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή ειδική δήλωση για την καταβολή του φόρου που αναλογεί στην απόκτηση αυτή.
Η δήλωση αυτή υποβάλλεται το αργότερο μέχρι τη 10η του επόμενου μήνα από εκείνον κατά τον οποίο ο φόρος κατέστη απαιτητός και πάντως πριν από την έκδοση άδειας κυκλοφορίας του μεταφορικού μέσου στο εσωτερικό της χώρας από την, κατά περίπτωση, αρμόδια αρχή.
Την υποχρέωση αυτή έχουν και τα πρόσωπα, τα οποία καλύπτονται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 11, στην περίπτωση που αποκτούν αγαθά, τα οποία υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης από άλλο κράτος-μέλος.
Προκειμένου περί μεταφορικών μέσων, υπαγόμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, η ημερομηνία υποβολής της ειδικής αυτής δήλωσης είναι εκείνη που προβλέπεται για τον ειδικό φόρο κατανάλωσης.
Άρθ.38.,Παρ. 8. : Τα πρόσωπα που καθίστανται υποκείμενα στο φόρο από περιστασιακή παράδοση καινούριου μεταφορικού μέσου υποχρεούνται να υποβάλουν έκτακτη περιοδική δήλωση, πριν από την άσκηση του δικαιώματος επιστροφής του φόρου, που προβλέπεται από το άρθρο 34.
Άρθ.38.,Παρ. 9. : ................................
Άρθ.38.,Παρ. 10. : Η ειδική δήλωση της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 36 ανακαλείται στις περιπτώσεις ματαίωσης του συμβολαίου, ύστερα από αίτηση του υποκειμένου η οποία υποβάλλεται με την ίδια αίτηση για ακύρωση της πράξης προσδιορισμού του φόρου σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 56.
Άρθ.38.,Παρ. 11. : Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών:
- α) ορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο των δηλώσεων, τα στοιχεία που υποβάλλονται με αυτές, ο τρόπος υποβολής των δηλώσεων,
- β) μπορεί να ορίζεται μεγαλύτερη ή μικρότερη φορολογική περίοδος η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός μηνός, για την υποβολή της περιοδικής δήλωσης,
- γ) μπορεί να χορηγείται διαφορετική προθεσμία για την υποβολή της περιοδικής ή εκκαθαριστικής δήλωσης, ή παράταση της προθεσμίας για την υποβολή των ανωτέρω δηλώσεων, καθώς και των ανακεφαλαιωτικών πινάκων των περιπτώσεων α΄ και δ΄ της παραγράφου 5 και των παραγράφων 5α και 5β του άρθρου 36 λόγω ειδικών συνθηκών. Η απόφαση παράτασης εκδίδεται το αργότερο μέχρι τη λήξη της προβλεπόμενης προθεσμίας και ισχύει από το χρόνο έκδοσής της,
- δ) καθορίζεται ο τρόπος άσκησης της επιλογής που αναφέρεται στην παράγραφο 1α.
Ν.2859/2000.,Άρθ.48 Α'. : Έλεγχος από το γραφείο
Άρθ.48.,Παρ.1. : Αν από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου στο φόρο, τις ήδη διαπιστωμένες παραβάσεις και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, τα δελτία πληροφοριών, τις εκθέσεις ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. και άλλων υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, τα στοιχεία και τις πληροφορίες των προσώπων που ορίζονται στο άρθρο 17 του ν. 3842/2010, καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μηχανογραφική επεξεργασία δεδομένων της Γ.Γ.Π.Σ., προκύπτει ότι ο υπόχρεος στο φόρο παρέλειψε να δηλώσει ή δήλωσε ανακριβώς τη φορολογητέα αξία ή υπολόγισε εσφαλμένα τα ποσοστά ή τις εκπτώσεις, ο προϊστάμενος της ελεγκτικής υπηρεσίας μπορεί να εκδώσει από το γραφείο μερική πράξη προσδιορισμού του φόρου για μία ή περισσότερες φορολογικές περιόδους ή και για ολόκληρη διαχειριστική περίοδο ακόμα και χωρίς έλεγχο όλων των βιβλίων και στοιχείων και χωρίς να είναι αναγκαία η διενέργεια ελέγχου σε άλλες φορολογίες.
Άρθ.48.,Παρ.2. : Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα κριτήρια και οι τεχνικές βάσει των γενικά παραδεκτών αρχών και τεχνικών της ελεγκτικής με τις οποίες προσδιορίζονται οι εκροές του ελεγχόμενου επιτηδευματία.
Ν.2859/2000.,Άρθ.49. : Πράξη Προσδιορισμού του φόρου
Άρθ.49.,Παρ.1. : Με βάση τα αποτελέσματα του ελέγχου ο Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. εκδίδει πράξη προσδιορισμού του φόρου για χρονική περίοδο που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από μία διαχειριστική περίοδο. Ο Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. δεν έχει υποχρέωση να προσδιορίζει το φόρο για κάθε μήνα ή τρίμηνο χωριστά, αν η πράξη προσδιορισμού του φόρου που εκδόθηκε αφορά περίοδο μεγαλύτερη του μήνα ή του τριμήνου.
Αν από τον έλεγχο προέκυψε διαφορά φόρου που δεν υπερβαίνει τα 3 ευρώ, εκδίδεται πράξη με την οποία περαιώνεται η υπόθεση ως ειλικρινής.
Άρθ.49.,Παρ.2. : α) Αν ο προσδιορισμός του φόρου με μία πράξη είναι δυσχερής, εκδίδεται μερική πράξη στην οποία περιλαμβάνεται η φορολογητέα ύλη για την οποία ο Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. διαθέτει τα απαιτούμενα στοιχεία.
Επίσης, μερική πράξη προσδιορισμού του φόρου εκδίδεται και στις περιπτώσεις που έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των περιπτώσεων δ' και ε' της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του Kώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Στην πράξη αυτή διατυπώνεται ρητή επιφύλαξη για την έκδοση συμπληρωματικής πράξης.
β) Μερική πράξη είναι και η πράξη που εκδίδεται επί ειδικής δήλωσης για τη μεταβίβαση ακινήτων κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 48. Η έκδοση της πράξης αυτής δεν αποκλείει την έκδοση συμπληρωματικής πράξης επί της ειδικής δήλωσης όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της υποπερίπτωσης iv της περίπτωσης γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 36.
Άρθ.49.,Παρ.3. : Πράξη προσδιορισμού του φόρου, και αν ακόμη έγινε οριστική, δεν αποκλείει την έκδοση και κοινοποίηση συμπληρωματικής πράξης, αν από συμπληρωματικά στοιχεία που περιήλθαν με οποιονδήποτε τρόπο σε γνώση του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ., μετά την έκδοση της πράξης, εξακριβώνεται ότι ο φόρος που προκύπτει είναι μεγαλύτερος απ' αυτόν που προσδιορίζεται με την αρχική πράξη ή αν η δήλωση ή τα έντυπα ή οι καταστάσεις που τη συνοδεύουν αποδεικνύονται ανακριβή.
Τα ανωτέρω ισχύουν και όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Άρθ.49.,Παρ.4. : Η αίτηση για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς ή η προσφυγή κατά της συμπληρωματικής πράξης αφορά μόνο τη φορολογητέα ύλη που προσδιορίζεται με αυτή.
4α. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του ν. 2523/1997, καθώς και των διατάξεων του ν. 2648/1998 περί διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων βεβαιωμένων οφειλών και κάθε άλλης ισχύουσας νομοθετικής ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών:
- α) σε περίπτωση διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού που αφορά πράξεις του παρόντος άρθρου δεν μειώνεται ο προβλεπόμενος πρόσθετος φόρος,
- β) οι οφειλές που βεβαιώνονται με τις πράξεις του παρόντος άρθρου δεν υπάγονται σε οποιαδήποτε διευκόλυνση ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξάρτητα εάν ο φορολογικός έλεγχος έχει πραγματοποιηθεί με τις διατάξεις του άρθρου 48 ή του άρθρου 48 Α.
Άρθ.49.,Παρ.5. : Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο των πράξεων προσδιορισμού του φόρου, καθώς και ο τρόπος της τήρησης του βιβλίου καταχώρισης των πράξεων αυτών.
Ν.2859/2000.,Άρθ.50. : Προσωρινή πράξη προσδιορισμού του φόρου
Άρθ.50.,Παρ.1. : Αν από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου στο φόρο προκύπτει ότι παρέλειψε να δηλώσει ή δήλωσε ανακριβώς τη φορολογητέα αξία που προκύπτει απ'αυτά ή υπολόγισε εσφαλμένα τα ποσοστά ή τις εκπτώσεις, ο Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. μπορεί να εκδώσει προσωρινή πράξη προσδιορισμού του φόρου για μία ή περισσότερες φορολογικές περιόδους ή και για ολόκληρη διαχειριστική περίοδο.
Άρθ.50.,Παρ.2. : Εφόσον διαπιστώνεται η μη υποβολή από τον υπόχρεο του φόρου, περιοδικής δήλωσης για κάποια φορολογική περίοδο, ο προϊστάμενος της ελεγκτικής υπηρεσίας μπορεί, χωρίς άλλη ελεγκτική ενέργεια, να εκδώσει προσωρινή πράξη προσδιορισμού του φόρου, με την οποία προβαίνει στον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας, των ποσοστών και των εκπτώσεων του φόρου με βάση τα στοιχεία των περιοδικών δηλώσεων στις οποίες έχει προβεί ο υπόχρεος κατά τις τρεις προηγούμενες φορολογικές περιόδους. Στην περίπτωση αυτή, ως φορολογητέα αξία ανά συντελεστή φόρου λαμβάνονται οι αντίστοιχοι μέσοι όροι που προκύπτουν από τις παραπάνω δηλώσεις.
Για επιχειρήσεις που λειτουργούν εποχιακά ο προσδιορισμός της φορολογητέας αξίας, των ποσοστών και των εκπτώσεων του φόρου γίνεται με βάση τα στοιχεία της αντίστοιχης περιόδου του προηγούμενου έτους, προσαυξημένα κατά δεκαπέντε τοις εκατό (15%).
Άρθ.50.,Παρ.3. : Η προσωρινή πράξη περιέχει τη φορολογητέα αξία που προκύπτει από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου, το φόρο που αναλογεί, τις εκπτώσεις του φόρου, καθώς και τον πρόσθετο φόρο.
Άρθ.50.,Παρ.4. : Κατά της προσωρινής πράξης επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής, η οποία δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και είσπραξη του φόρου. Οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται στις περιπτώσεις αυτές αποτελούν προσωρινό δεδικασμένο και δεν επηρεάζουν τα αποτελέσματα του τακτικού ελέγχου και την ενδεχόμενη κύρια δίκη.
Άρθ.50.,Παρ.5. : Από το φόρο που βεβαιώνεται οριστικά αφαιρείται ο φόρος της προσωρινής πράξης.
Άρθ.50.,Παρ.6. : Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του ν. 2523/1997, καθώς και των διατάξεων του ν. 2648/1998 περί διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων βεβαιωμένων οφειλών και κάθε άλλης ισχύουσας νομοθετικής ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών:
- α) σε περίπτωση διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού που αφορά πράξεις του παρόντος άρθρου δεν μειώνεται ο προβλεπόμενος πρόσθετος φόρος,
- β) οι οφειλές που βεβαιώνονται με τις πράξεις του παρόντος άρθρου δεν υπάγονται σε οποιαδήποτε διευκόλυνση ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών.»
Ν.2859/2000.,Άρθ.53. : Βεβαίωση του φόρου
Άρθ.53.,Παρ.1. : Ο προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. βεβαιώνει στο όνομα του υπόχρεου που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 35 τον κύριο και πρόσθετο φόρο που προκύπτει:
- α) Βάσει των δηλώσεων που υποβάλλονται.
- β) Βάσει των πράξεων προσδιορισμού του φόρου που αναφέρονται στα άρθρα 49 και 50. Στην περίπτωση πράξεων του άρθρου 49, για τις οποίες έχει ασκηθεί εμπρόθεσμη προσφυγή, η είσπραξη του 50% του ποσού που βεβαιώθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, αναστέλλεται έως την κοινοποίηση στην αρμόδια φορολογική αρχή της οριστικής πρωτόδικης απόφασης.
- γ) Βάσει οριστικών αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων ή πρακτικών δικαστικού συμβιβασμού.
- Για τη βεβαίωση του φόρου, ο προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. συντάσσει χρηματικό κατάλογο μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από τη λήξη του μήνα που αποκτήθηκε ο τίτλος βεβαίωσης και πάντως όχι αργότερα από τρία έτη από το τέλος του έτους κατά το οποίο αποκτήθηκε ο τίτλος βεβαίωσης.
Η παράλειψη βεβαίωσης του φόρου μέσα στην προθεσμία των δύο μηνών που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα, που τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.
Άρθ.53.,Παρ.2. : ...................
Άρθ.53.,Παρ.3. : Η αναστολή που χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200 έως 205 του ν. 2717/1999 και της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 δεν αποκλείει την ολοκλήρωση της διαδικασίας βεβαίωσης και ταμειακώς του αμφισβητούμενου κύριου φόρου και του πρόσθετου φόρου που βεβαιώνεται σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 1.
Άρθ.53.,Παρ.4. : Φόρος που έχει ήδη βεβαιωθεί , κατά το ποσό που δεν οφείλεται με βάση οριστική απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου, εκπίπτεται ή επιστρέφεται, κατά περίπτωση.
Άρθ.53.,Παρ.5. : Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται ο τύπος, το περιεχόμενο και ο τρόπος σύνταξης του χρηματικού καταλόγου. Με κοινές αποφάσεις του ίδιου Υπουργού και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, μπορεί να ορίζονται και άλλες, εκτός από τις Δ.Ο.Υ., αρχές ή τράπεζες για την είσπραξη του φόρου.
Ν.2859/2000.,Άρθ.54. : Τρόπος καταβολής του φόρου
Άρθ.54.,Παρ.1. : Ο φόρος που οφείλεται βάσει περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων, καταβάλλεται εφάπαξ, με την υποβολή των δηλώσεων που προβλέπουν οι διατάξεις του παρόντος νόμου, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 38.
Άρθ.54.,Παρ.2. : Ο φόρος που οφείλεται καταβάλλεται εφάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 53 μετά την αφαίρεση των ενδιάμεσων καταβολών.
Άρθ.54.,Παρ.3. : Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ορίζονται ο τρόπος καταβολής του φόρου, οι προϋποθέσεις, οι διαδικασίες και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την απόδοση του οφειλόμενου φόρου.
Νομοθετικόν Διαάταγμα Υπ'αριθ. 356 :Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων
Νομοθετικόν Διαάταγμα Υπ'αριθ. 356.,Άρθ.6. : Προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής
Άρθ.6.,Παρ.1. : Από την πρώτη εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μήνα που ακολουθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας κατά την οποία, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, γίνονται ληξιπρόθεσμα τα χρέη προς το Δημόσιο, επιβάλλονται σ' αυτά προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
Το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ορίζεται σε 1% για κάθε μήνα καθυστέρησης και η προσαύξηση δεν μπορεί να υπερβεί το 200% του οφειλόμενου κάθε φορά χρέους.
Για χρέη από συμβάσεις το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής και το ανώτατο όριο αυτής ορίζονται ως ανωτέρω, εκτός αν προβλέπεται άλλη ρύθμιση, με ρητό όρο της σύμβασης, και υπολογίζεται από την επόμενη ημέρα της προθεσμίας που πρέπει, σύμφωνα με τη σύμβαση, να καταβληθεί ή οφειλή μερικά ή ολικά.
Ειδικά, για χρέη από παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους, το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ορίζεται σε 3% για κάθε μήνα καθυστέρησης και η προσαύξηση δεν μπορεί να υπερβεί το 120% του οφειλόμενου χρέους.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις εάν η καθυστέρηση καταβολής αναφέρεται σε χρονικό διάστημα μικρότερο του μήνα, υπολογίζεται προσαύξηση εκπρόθεσμης καταβολής για ολόκληρο το μήνα.
Το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής,καθώς και το ανώτατο όριο αυτής δύνανται να αναπροσαρμόζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η αναπροσαρμογή αυτή δύναται να γίνεται είτε γενικώς για κάθε οφειλή προς το Δημόσιο, είτε κατά κατηγορίες οφειλών.
Η προσαύξηση εκπρόθεσμης καταβολής χρέους δεν μπορεί να υπερβεί το διακόσια τοις εκατό (200%) του χρέους που οφείλεται, ανεξάρτητα αν πρόκειται για χρέος από κύρια οφειλή, από τόκους ή από προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής οι οποίες βεβαιώνονται αυτοτελώς.
Άρθ.6.,Παρ.2. : Κατά την εκάστοτε είσπραξιν των δημοσίων εσόδων εισπράττεται υποχρεωτικώς και ή επί του καταβαλλομένου ποσού της οφειλής αναλογούσα προσαύξησις λόγω εκπροθέσμου καταβολής.
Άρθ.6.,Παρ.3. : Εις τας αυτάς προσαυξήσεις υπόκεινται και τα διά των Δημοσίων Ταμείων συνεισπραττόμενα μετά των Δημοσίων Εσόδων, έσοδα υπέρ Δήμων, Κοινοτήτων, Ειδικών Ταμείων και εν γένει Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου.
Άρθ.6.,Παρ.4. : Επιτρέπεται μετά από αιτιολογημένη απόφαση μερική ή ολική απαλλαγή των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και αυτών προς τους τρίτους, των οποίων η είσπραξη έχει ανατεθεί στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες, από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, εφόσον η μη εμπρόθεσμη καταβολή οφείλεται σε μη αποστολή της ειδοποίησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος. Στις περιπτώσεις που ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση ενυπόγραφα για τον τρόπο καταβολής της οφειλής, η αίτηση του είναι απαράδεκτη. Αρμόδια όργανα για την απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής είναι:
- α) Ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. μετά από γνώμη του νόμιμου αναπληρωτή του και του Προϊσταμένου του Δικαστικού Τμήματος ή του αντίστοιχου γραφείου, αν το ποσό των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ την ημέρα υποβολής της αίτησης.
- β) Ο Υπουργός Οικονομικών, μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής Παροχής Διευκολύνσεων, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Τα παραπάνω όργανα δύνανται να χορηγούν στον οφειλέτη και την οριζόμενη από ειδικές διατάξεις έκπτωση λόγω εφάπαξ πληρωμής, αν η αίτηση για την απαλλαγή κατατεθεί το αργότερο εντός διμήνου από την εκπνοή της προθεσμίας εντός της οποίας, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, παρεχόταν το δικαίωμα της καταβολής με έκπτωση και η οφειλή καταβληθεί εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία που ο οφειλέτης έλαβε αποδεδειγμένα γνώση αυτής. Κατά των αποφάσεων του προϊσταμένου δύναται να ασκηθεί ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Οικονομικών εντός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης. Η απόφαση επί της προσφυγής εκδίδεται μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής του άρθρου 9 του ν.2386/1996 (ΦΕΚ 43 Α). Ποσά που σύμφωνα με τις αποφάσεις των παραπάνω οργάνων κρίνεται ότι έχουν καταβληθεί αχρεώστητα, επιστρέφονται.
Άρθ.6.,Παρ.5. : Οι υπόλογοι της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του παρόντος Ν.Δ., απαλλάσσονται των προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής κατά τας πει Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυούσας διατάξεις, διά το μέχρι της βεβαιώσεως του χρέους των εις το Δημόσιον Ταμείον διάστημα εφ` όσον ήθελον αποδείξει ότι η παράλειψις ή το έλλειμα δεν οφείλονται εις δόλον ή βαρείαν αυτών αμέλειαν.
Άρθ.6.,Παρ.6. : Αναστολαί καταβολής χρεών προς το Δημόσιον και των μετά τούτων συνεισπραττομένων, αναστολαί λήψεως αναγκαστικών μέτρων, ως και διευκολύνσεις τμηματικής καταβολής παρεχόμεναι υπό των αρμοδίων κατά νόμον οργάνων ή δικαστηρίων, δεν απαλλάσσουν τα χρέη εκ των προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής καθ` ον χρόνον διαρκεί η παρασχεθείσα αναστολή ή η διευκόλυνσις.
Το ίδιο ισχύει και για τις αναστολές είτε του νόμιμου τίτλου είτε της ταμειακής βεβαίωσης είτε των πράξεων της διοικητικής εκτέλεσης, που χορηγούνται στα πλαίσια δικαστικής αμφισβήτησης, για το ποσό που οφείλεται τελικά με βάση τη δικαστική απόφαση.
Οι ως άνω αναστολές δεν εμποδίζουν την εφαρμογή των διατάξεων του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 8, καθώς και του άρθρου 83 του παρόντος.
Άρθ.6.,Παρ.7. : Αι πάσης φύσεως προσωπικαί οφειλαί προς το Δημόσιον και αι μετ` αυτών υπέρ τρίτων συνεισπραττόμενοι στρατευομένων, εξαιρέσει τω εξ ελλειμμάτων δημοσίας διαχειρήσεως, δεν υπόκεινται εις προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής από της πρώτης του μηνός της στρατεύσεώς των μέχρι της τριακοστής του τρίτου από της αποστρατεύσεώς των μηνός, του μηνός της αποστρατεύσεως θεωρουμένου ως πρώτου.
Αι χρονολογίαι στρατεύσεως και αποστρατεύσεως αποδεικνύονται δι` επισήμων βεβαιώσεων των οικείων στρατιωτικών Αρχών.
Ν.2523/1997. : Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις.
Ν.2523/1997.,Άρθ.1. : Πρόσθετοι φόροι
Άρθ.1.,Παρ.1. : Αν ο κατά τη φορολογική νομοθεσία υπόχρεος να υποβάλει δήλωση και ανεξάρτητα από την πρόθεση του να αποφύγει ή όχι την πληρωμή φόρου:
- α) υποβάλει εκπρόθεσμη δήλωση, υπόκειται σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί του οφειλόμενου με τη δήλωση φόρου για κάθε μήνα καθυστέρησης,
- β) υποβάλει ανακριβή δήλωση, υπόκειται σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί του φόρου την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε λόγω της ανακρίβειας, για κάθε μήνα καθυστέρησης,
- γ) δεν υποβάλει δήλωση, υπόκειται σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε ποσοστό δυόμισι τοις εκατό (2,50%) επί του φόρου την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε λόγω μη υποβολής δήλωσης, για κάθε μήνα καθυστέρησης.
Άρθ.1.,Παρ.2. : Στο φόρο προστιθέμενης αξίας, στο φόρο κύκλου εργασιών και στους παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη και εισφορές τα παραπάνω ποσοστά πρόσθετων φόρων ορίζονται σε ενάμισι τοις εκατό (1,50%) για την εκπρόθεσμη δήλωση, σε τρία τοις εκατό (3%) για την ανακριβή δήλωση και σε τριάμισι τοις εκατό (3,50%) για τη μη υποβολή δήλωσης. Οι πρόσθετοι αυτοί φόροι επιβάλλονται τόσο στην προσωρινή όσο και στην εκκαθαριστική δήλωση, καθώς και στις δηλώσεις αποθεμάτων των παραγράφων 11 και 12 των άρθρων 32 και 33 αντίστοιχα του ν. 1642/1986 (ΦΕΚ 125 Α'). Απαγορεύεται η με οποιονδήποτε τρόπο επίρριψη του πρόσθετου φόρου από τον υπόχρεο σε παρακράτηση στον πραγματικό φορολογούμενο.Ο φόρος προστιθέμενης αξίας που καταλογίζεται στα πρόσωπα του άρθρου 41 του Κώδικα Φ.Π.Α., που έτυχαν επιστροφής χωρίς να τον δικαιούνται, υπόκειται σε πρόσθετο φόρο, που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο για την ανακριβή δήλωση.
Άρθ.1.,Παρ.3. : Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και όταν από την κείμενη νομοθεσία προβλέπεται απόδοση φόρου εντός ορισμένης προθεσμίας χωρίς την υποβολή δήλωσης, οπότε ως εκπρόθεσμη δήλωση νοείται η εκπρόθεσμη απόδοση του φόρου, ως ανακριβής δήλωση νοείται η ελλιπής απόδοση του φόρου και ως μη δήλωση θεωρείται η μη απόδοση του φόρου που οφείλεται. Εξαιρετικά, οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται για τα τέλη κυκλοφορίας των οχημάτων που καταβάλλονται με ειδικό σήμα και το τέλος διενέργειας ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων.
Άρθ.1.,Παρ.4. : Ανακριβής δήλωση θεωρείται η δήλωση στην οποία μεταξύ του φόρου που προκύπτει με βάση τα όσα δηλώθηκαν με αυτή και του φόρου που καταλογίζεται υφίσταται διαφορά, ανεξάρτητα από την αιτία στην οποία οφείλεται αυτή. Στη φορολογία του ν.δ.118/1973 (ΦΕΚ 202 Α') δεν θεωρείται ανακρίβεια της δήλωσης και δεν επιβάλλεται πρόσθετος φόρος λόγω ανακρίβειας,όταν η διαφορά μεταξύ της αξίας ολόκληρης της κληρονομικής μερίδας ή κληροδοσίας που δηλώθηκε δεν είναι μεγαλύτερη του είκοσι τοις εκατό (20%) της αξίας τους που οριστικά καθορίσθηκε, μετά την έκπτωση του παθητικού. Όταν συνυπολογίζονται και προγενέστερες δωρεές, γονικές παροχές ή προίκες λαμβάνονται υπόψη και συγκρίνονται τα αθροίσματα των μερίδων των δωρεών, γονικών παροχών ή προικών, που δηλώθηκαν και οριστικά καθορίσθηκαν. Αν η αξία των δωρεών, γονικών παροχών και προικών, που συνυπολογίζονται δεν είναι οριστική, λαμβάνεται υπόψη αυτή που δηλώθηκε, με την επιφύλαξη της διενέργειας νέας εκκαθάρισης μετά την οριστικοποίηση της. Στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων και στο φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας δεν θεωρείται ανακρίβεια της δήλωσης όταν η διαφορά μεταξύ της αξίας που δηλώθηκε και αυτής που προσδιορίστηκε με βάση το σύστημα των συγκριτικών στοιχείων δεν υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20%). Σε περίπτωση ανακρίβειας των περιγραφικών στοιχείων των ακινήτων στη φορολογία κεφαλαίου γενικά και ανεξάρτητα από το σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας αυτών, η δήλωση θεωρείται πάντοτε ανακριβής και επιβάλλεται πρόσθετος φόρος έστω και αν η διαφορά φόρου δεν υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20%).
Άρθ.1.,Παρ.5. : Όταν έχει υποβληθεί εκπρόθεσμη συμπληρωματική δήλωση, ως φόρος που προκύπτει με τη δήλωση θεωρείται το συνολικό ποσό φόρου αρχικής και συμπληρωματικής δήλωσης. Σε περίπτωση καταλογισμού ποσού φόρου μετά από έλεγχο, ο πρόσθετος φόρος ανακρίβειας επιβάλλεται στη διαφορά του φόρου μεταξύ του ποσού που προκύπτει με την αρχική συν τη συμπληρωματική δήλωση και του ποσού του φόρου που από έλεγχο καταλογίζεται.
Άρθ.1.,Παρ.6. : .Σε περίπτωση μερικής διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, για τον προσδιορισμό της ανακρίβειας επί της τυχόν επιπλέον διαφοράς που προσδιορίζεται από το δικαστήριο, λαμβάνεται υπόψη η διαφορά μεταξύ του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογητέα ύλη που προσδιορίσθηκε από το δικαστήριο και του φόρου που αναλογεί στη φορολογητέα ύλη που προέκυψε από τη μερική διοικητική επίλυση της διαφοράς.
Άρθ.1.,Παρ.7. : Στη φορολογία κεφαλαίου ως παράλειψη υποβολής δήλωσης θεωρείται η μη αναγραφή περιουσιακών στοιχείων στη δήλωση που υποβλήθηκε, καθώς και η σύμβαση δωρεάς που με το συμβόλαιο χαρακτηρίσθηκε εικονικά ως αγοραπωλησία. Στην περίπτωση αυτή ο πρόσθετος φόρος υπολογίζεται επί της διαφοράς του φόρου τον οποίο ζημιώθηκε το Δημόσιο λόγω της εικονικότητας. Σε ανακρίβεια δηλωθέντων και παράλειψη δήλωσης άλλων περιουσιακών στοιχείων οι πρόσθετοι φόροι ανακρίβειας και παράλειψης υποβολής της δήλωσης υπολογίζονται επιμεριστικά
Άρθ.1.,Παρ.8. : Πρόσθετος φόρος δεν επιβάλλεται εφόσον ο φορολογούμενος:
α) ακολούθησε τις εγκυκλίους του Υπουργείου των Οικονομικών ή έγγραφες θέσεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής αναφορικά με τη φορολογική του υποχρέωση. Ο φορολογούμενος πάντως δεν μπορεί να επικαλεσθεί τις άνω εγκυκλίους ή έγγραφα, εφόσον δόθηκε από το Σ.τ.Ε. αντίθετη ερμηνεία στις σχετικές διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας. Στην τελευταία περίπτωση η φορολογική αρχή επιβάλλει πρόσθετο φόρο μετά την ανάκληση των πιο πάνω εγκυκλίων ή εγγράφων.
Ν.2523/1997.,Άρθ.2. : Χρόνος υπολογισμού των πρόσθετων φόρων - Διοικητική επίλυση της διαφοράς
Άρθ.2.,Παρ.1. : Τα ποσοστά πρόσθετων φόρων, που ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο υπολογίζονται κατ' αρχήν μέχρι την έκδοση της οικείας καταλογιστικής πράξης του φόρου.Ειδικά στην περίπτωση οριστικοποίησης της καταλογιστικής πράξης λόγω µη άσκησης ή εκπρόθεσµης άσκησης προσφυγής, τα ως άνω ποσοστά πρόσθετων φόρων υπολογίζονται µέχρι το χρόνο οριστικοποίησης της πράξης
Άρθ.2.,Παρ.2. : Όταν εκδοθεί απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου ενεργείται, με βάση τα όσα έχουν γίνει δεκτά από την πρωτόδικη απόφαση, νέα εκκαθάριση του οφειλόμενου κύριου και πρόσθετου φόρου με χρονικό σημείο αφετηρίας υπολογισμού του προσθέτου φόρου την επόμενη ημέρα εκείνης κατά την οποία έληξε η προθεσμία υποβολής της φορολογικής δήλωσης. Η αυτή διαδικασία ακολουθείται και με βάση τα όσα έχουν γίνει δεκτά με την εφετειακή απόφαση ή την απόφαση του Σ.τ.Ε. ή την απόφαση, που εκδίδεται μετά από αναίρεση.
Κατά τη διενέργεια της νέας εκκαθάρισης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα προηγούμενα εδάφια, δεν υπολογίζεται πρόσθετος φόρος επί του ποσού του οφειλόμενου κύριου φόρου που τυχόν έχει ήδη βεβαιωθεί λόγω άσκησης της προσφυγής ή εκτέλεσης προηγούμενης δικαστικής απόφασης, για το διάστημα από της ημερομηνίας βεβαίωσης μέχρι της διενέργειας της νέας εκκαθάρισης, εκτός αν κατά τις κείμενες διατάξεις έχει εκδοθεί διαταγή αναστολής εκτέλεσης της πράξης βάσει τη οποίας έγινε η βεβαίωση, με αποτέλεσμα τη μη επιβολή ταμειακών προσαυξήσεων εκ του λόγου αυτού, για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή.
Άρθ.2.,Παρ.3. : Όταν δεν υποβληθεί φορολογική δήλωση, χρονικό σημείο αφετηρίας υπολογισμού του πρόσθετου φόρου είναι η επόμενη ημέρα της ημερομηνίας κατά την οποία έληξε για το φορολογούμενο η κατά νόμο προθεσμία υποβολής της δήλωσης του. Όταν δεν υποβληθεί ή υποβληθεί ανακριβής περιοδική δήλωση Φ.Π.Α., χρόνος αφετηρίας υπολογισμού του πρόσθετου φόρου είναι η επόμενη ημέρα εκείνης κατά την οποία έληξε η κατά νόμο προθεσμία υποβολής της περιοδικής δήλωσης. Κατά τον τακτικό έλεγχο σε μια διαχειριστική περίοδο από τον οποίο προκύπτει διαφορά φόρου που δεν μπορεί να ενταχθεί σε συγκεκριμένη περιοδική δήλωση, ο χρόνος αφετηρίας υπολογισμού του πρόσθετου φόρου μη υποβολής ή ανακρίβειας είναι η επόμενη ημέρα εκείνης κατά την οποία έληξε η προθεσμία υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης.Χρόνος αφετηρίας υπολογισμού του πρόσθετου φόρου του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 1 είναι η επόμενη ημέρα εκείνης κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η επιστροφή του φόρου από την αρμόδια Δ.Ο.Υ.
Άρθ.2.,Παρ.4. : Τα ποσοστά πρόσθετων φόρων δεν μπορούν να υπερβούν: α) το εξήντα τοις εκατό για την υποβολή της εκπρόθεσμης δήλωσης και β) το εκατόν είκοσι τοις εκατό για την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή μη υποβολή δήλωσης, του φόρου την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε ο υπόχρεος ή του φόρου που έχει επιστραφεί στα πρόσωπα του άρθρου 41 του Κώδικα Φ.Π.Α. χωρίς να τον δικαιούνται.
Άρθ.2.,Παρ.5. : Στη φορολογία εισοδήματος, για την επιβολή πρόσθετου φόρου ως φόρος που οφείλεται με βάση τη δήλωση θεωρείται αυτός που προκύπτει είτε από το εισόδημα που εξευρίσκεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4, είτε από το εισόδημα που προσδιορίζεται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 15 έως και 19 του ν. 2238/1994.
Άρθ.2.,Παρ.6. : Ο πρόσθετος φόρος λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης επιβάλλεται και συμβεβαιώνεται με το φόρο της δήλωσης, ενώ στις περιπτώσεις της ανακριβούς δήλωσης, μη υποβολής της δήλωσης ή επιστροφής φόρου προστιθέμενης αξίας στα πρόσωπα του άρθρου 41 του Κώδικα Φ.Π.Α. χωρίς να τον δικαιούνται, επιβάλλεται με την καταλογιστική πράξη του φόρου. Εξαιρετικά, ο πρόσθετος φόρος λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης επιβάλλεται με καταλογιστική πράξη της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας στις περιπτώσεις που η δήλωση δεν υποβάλλεται σε δημόσια οικονομική υπηρεσία ή άλλη αρχή αρμόδια για την επιβολή πρόσθετου φόρου.
Άρθ.2.,Παρ.7. : Για την καταβολή των πρόσθετων φόρων ευθύνονται εις ολόκληρον με τους φορολογουμένους και:
- α) οι υπόχρεοι των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου 3 του άρθρου 61 του ν. 2238/1994,
- β) οι κληρονόμοι του φορολογουμένου των οποίων η ευθύνη εκτείνεται μέχρι το ποσό της κληρονομικής μερίδας καθενός,
- γ) τα πρόσωπα του άρθρου 28 του ν. 1642/1986 και
- δ) τα πρόσωπα της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του α.ν.1521/1950 (ΦΕΚ 245 Α), του άρθρου 83 του ν.δ. 11871973 και της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του ν. 2459/1997 (ΦΕΚ 17 Α).
Άρθ.2.,Παρ.8. : Όταν η διαφορά λυθεί με δικαστικό συμβιβασμό ή ολικά ή μερικά με διοικητική επίλυση, ο επιπλέον πρόσθετος φόρος υπολογίζεται για το ποσό του φόρου μέχρι το χρονικό σημείο της υπογραφής της συμβιβαστικής ή διοικητικής επίλυσης της διαφοράς και ο πρόσθετος φόρος που προκύπτει συνολικά περιορίζεται στα τρία πέμπτα (3/5) αυτού.Τα οριζόμενα στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 εφαρμόζονται και κατά την επίλυση της διαφοράς σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο.
ΠΟΛ. 1045/23-2-2012: Τύπος, περιεχόμενο, χρόνος και τρόπος υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης ΦΠΑ.
ΠΟΛ. 1267/30.12.2011: Χρόνος και τρόπος υποβολής της περιοδικής δήλωσης ΦΠΑ
ΠΟΛ. 1212/23-11-2012: Πληρωμή βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. ατομικών οφειλών σε πιστωτικά ιδρυμάτα και στα ΕΛ.ΤΑ
(Σ.Σ. Η διαφορά φόρου που προκύπτει με τις παραπάνω δηλώσεις, αν είναι θετική και άνω των τριών (3) ευρώ καταβάλλεται στο Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 54, αν είναι θετική μέχρι τρία (3) ευρώ μεταφέρεται για καταβολή στην επόμενη φορολογική περίοδο, και αν είναι αρνητική μεταφέρεται για έκπτωση ή επιστρέφεται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34.
Με την υποβολή περιοδικής ή εκκαθαριστικής δήλωσης καταβάλλεται το συνολικά οφειλόμενο ποσό.
Η περιοδική δήλωση, είναι αποδεκτή, και εφόσον με την υποβολή της καταβάλλεται ποσό τουλάχιστον δέκα (10) ευρώ. Στην περίπτωση αυτή ο οφειλόμενος φόρος βεβαιώνεται με την υποβολή της δήλωσης. Το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό καταβάλλεται ως εξής:
- α) Στην περίπτωση εμπρόθεσμης δήλωσης σε δύο (2) δόσεις, η πρώτη των οποίων καθίσταται ληξιπρόθεσμη την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα κατά τον οποίο υποβάλλεται η δήλωση και η οποία ισούται με το ποσό που υπολείπεται για τη συμπλήρωση του πενήντα τοις εκατό (50%) του οφειλόμενου φόρου, και η δεύτερη δόση καθίσταται ληξιπρόθεσμη την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα. Στην περίπτωση που το σύνολο του οφειλόμενου φόρου δεν υπερβαίνει το ποσό των εκατό (100) ευρώ, το υπόλοιπο του μη καταβληθέντος με τη δήλωση φόρου καθίσταται ληξιπρόθεσμο, στο σύνολό του, την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα κατά τον οποίο υποβάλλεται η δήλωση. Το ποσό που βεβαιώνεται για καταβολή στον επόμενο μήνα προσαυξάνεται κατά δύο τοις εκατό (2%) και η προσαύξηση αυτή βεβαιώνεται με την υποβολή της δήλωσης. Στην περίπτωση που με την υποβολή της δήλωσης καταβάλλεται τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) του οφειλόμενου φόρου, δεν βεβαιώνεται προς καταβολή ποσό στο τέλος του μήνα που υποβάλλεται η δήλωση.
- β) Στην περίπτωση εκπρόθεσμης δήλωσης, καταβάλλεται εφάπαξ και καθίσταται ληξιπρόθεσμο την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα για τον οποίο ισχύει ο πρόσθετος φόρος που υπολογίσθηκε.
Ως καταβολή λογίζεται και η απόσβεση της οφειλής δια συμψηφισμού, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 83 του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε., Α΄ 90).
Εκκαθαριστική δήλωση χωρίς την καταβολή του οφειλόμενου ποσού δεν επάγει έννομα αποτελέσματα.
Εκπρόθεσμη δήλωση είναι αποδεκτή μέχρι την ημερομηνία καταχώρισης στο οικείο βιβλίο της πράξης προσδιορισμού του φόρου, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 49 και 50 παράγραφος 1 ή μέχρι την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης προσδιορισμού του φόρου που εκδίδεται κατόπιν ελέγχου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 48Α και 50 παράγραφος 2, για μη καταλογισθέντα με τις εν λόγω πράξεις επιβολής φόρου ποσά. Μετά τις ανωτέρω ημερομηνίες η υποβολή δήλωσης για καταλογισθέντα ποσά δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα.)
(Σ.Σ. Με Θέμα την Τροποποίηση του χρόνου υποβολής της περιοδικής δήλωσης ΦΠΑ και του περιεχομένου του εντύπου 050 -ΦΠΑ ΕΚΔΟΣΗ 2η 2011, Φ2 TAXIS. και απόφαση : 1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 1 της ΑΥΟ ΠΟΛ.1267/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η περιοδική δήλωση υποβάλλεται στη Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος μέχρι: α) Την 20η ημέρα του επόμενου μήνα από τη λήξη της φορολογικής περιόδου στην οποία αφορά η δήλωση, εφόσον προκύπτει χρεωστικό υπόλοιπο.
β) Την τελευταία ημέρα του επόμενου μήνα από τη λήξη της φορολογικής περιόδου στην οποία αφορά η δήλωση, εφόσον προκύπτει μηδενικό ή πιστωτικό υπόλοιπο.».
2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 2 της ΑΥΟ ΠΟΛ.1267/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Η περιοδική δήλωση θεωρείται υποβληθείσα εφόσον με την υποβολή της καταβάλλεται στο δημόσιο το σύνολο του χρεωστικού υπολοίπου και των ενδεχόμενων φορολογικών προσαυξήσεων, ή τουλάχιστον ποσό δέκα ευρώ (10,00 €) σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 38 του Κώδικα ΦΠΑ.».
3. Σε οποιοδήποτε άλλο σημείο της ΑΥΟ ΠΟΛ.1267/2011 αναφέρεται η «26η» ημέρα αντικαθίσταται από την «20η» ημέρα.
4. Στο έντυπο της περιοδικής δήλωσης 050 - ΦΠΑ ΕΚΔΟΣΗ 2η 2011, Φ2 TAXlS γίνονται οι εξής τροποποιήσεις:
- α) Στο λεκτικό του κωδ. 400 του εντύπου ο συντελεστής «5%» αντικαθίσταται σε «3%».
- β) Το λεκτικό του κωδικού 514 «ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ ΚΩΔ. 522 Χ 2%» αντικαθίσταται ως εξής: «ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ (λόγω δόσεων)».
- γ) Το λεκτικό που αναγράφεται πάνω από τον κωδ. 521 «ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΧΡΕΩΣΤΙΚΟΥ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥ ΚΩΔ.511 (μέχρι 3 δόσεις - μόνο για εμπρόθεσμη δήλωση)» αντικαθίσταται ως εξής: «ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΧΡΕΩΣΤΙΚΟΥ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥ ΚΩΔ. 511».
- δ) Το κείμενο που αναγράφεται κάτω από τον κωδ. 522 αντικαθίσταται ως εξής: «Οι εμπρόθεσμες δηλώσεις που υποβάλλονται έως 31.5.2013 γίνονται αποδεκτές εφόσον με την υποβολή καταβάλλεται τουλάχιστον το 40% του χρεωστικού υπολοίπου. Οι εμπρόθεσμες δηλώσεις που υποβάλλονται από 1.6.2013 και οι εκπρόθεσμες που υποβάλλονται από 1.7.2013, γίνονται αποδεκτές με την καταβολή κατ’ ελάχιστον δέκα ευρώ (10 €).».
Επισημαίνεται ότι τα έντυπα της περιοδικής δήλωσης 050 - ΦΠΑ ΕΚΔΟΣΗ 2η 2011, Φ2 TAXIS τα οποία έχουν ήδη εκτυπωθεί και δεν περιλαμβάνουν τις ανωτέρω τροποποιήσεις μπορούν να χρησιμοποιούνται μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων με χειρόγραφη διόρθωση των αναφερομένων στις ανωτέρω περιπτώσεις α', β' και γ'.
5. Ως ημερομηνία για τον υπολογισμό του πρόσθετου φόρου στην περίπτωση εκπρόθεσμης, ανακριβούς ή μη υποβολής περιοδικής δήλωσης για τις οποίες η καταληκτική προθεσμία υποβολής ήταν η 26η ημέρα και για τις οποίες προκύπτει ποσό φόρου για καταβολή, λαμβάνεται εφεξής η 20η ημέρα.
6. Η παράγραφος 2 της παρούσας ισχύει για τις εμπρόθεσμες περιοδικές δηλώσεις που υποβάλλονται από 1.6.2013 και τις εκπρόθεσμες περιοδικές δηλώσεις που υποβάλλονται από 1.7.2013 και εφεξής.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.)
(Σ.Σ. Με Θέμα : Χρόνος και τρόπος υποβολής της περιοδικής δήλωσης ΦΠΑ και απόφαση :
Άρθρο 1
Χρόνος υποβολής της περιοδικής δήλωσης ΦΠΑ και καταβολής του φόρου.
«1[1]. Η περιοδική δήλωση υποβάλλεται στη Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος μέχρι:
- α) Την 20η ημέρα του επόμενου μήνα από τη λήξη της φορολογικής περιόδου στην οποία αφορά η δήλωση, εφόσον προκύπτει χρεωστικό υπόλοιπο.
- β) Την τελευταία ημέρα του επόμενου μήνα από τη λήξη της φορολογικής περιόδου στην οποία αφορά η δήλωση, εφόσον προκύπτει μηδενικό ή πιστωτικό υπόλοιπο.».
2. Ως φορολογική περίοδος ορίζεται ο ημερολογιακός μήνας για τους υποκείμενους στο φόρο που τηρούν βιβλία Γ' κατηγορίας του ΚΒΣ και το ελληνικό δημόσιο και το ημερολογιακό τρίμηνο για αυτούς που τηρούν βιβλία Β' κατηγορίας του ΚΒΣ, ή δεν είναι υπόχρεοι σε τήρηση βιβλίων.
3. Οι ανωτέρω προθεσμίες ισχύουν και για τις υπό ίδρυση επιχειρήσεις, για κάθε φορολογική περίοδο κατά τη διάρκεια του ιδρυτικού τους σταδίου.
4. Κατ’ εξαίρεση, στην περίπτωση που η δήλωση έναρξης, η δήλωση διακοπής υπαγομένων σε ΦΠΑ δραστηριοτήτων, η δήλωση οριστικής παύσης εργασιών, ή η δήλωση μεταβολών μετάταξης λόγω λύσης και θέσης σε εκκαθάριση, υποβάλλονται εμπρόθεσμα, σύμφωνα με το άρθρο 36.1.α, β και γ του Κώδικα ΦΠΑ, μετά την καταληκτική προθεσμία υποβολής της περιοδικής δήλωσης, η περιοδική δήλωση υποβάλλεται εμπρόθεσμα "μέχρι την 20η του επόμενου μήνα[3]" από την υποβολή των ανωτέρω δηλώσεων.
5. Σε περίπτωση γενικής αργίας ή τοπικής αργίας, ή τοπικά μη εργάσιμης ημέρας οι ανωτέρω καταληκτικές ημερομηνίες υποβολής μεταφέρονται την επόμενη τοπικά εργάσιμη ημέρα.
6. Σε περίπτωση θανάτου του λογιστή του υποκειμένου στο φόρο οι ανωτέρω καταληκτικές ημερομηνίες υποβολής, για τη φορολογική περίοδο εντός της οποίας επήλθε το γεγονός αυτό, μεταφέρονται για 18 ημερολογιακές ημέρες. Οι περιοδικές δηλώσεις στην περίπτωση αυτή θα υποβάλλονται αποκλειστικά στην αρμόδια ΔΟΥ σε έντυπη μορφή. Ο υποκείμενος στο φόρο υποβάλλει υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 με την οποία δηλώνει ότι είχε αναθέσει την παρακολούθηση και διαχείριση των φορολογικών του υποχρεώσεων στο θανόντα καθώς και την ημερομηνία του θανάτου αυτού.
7. Στις διατάξεις του άρθρου αυτού υπάγονται και οι εγκεκριμένοι αποθηκευτές και οι εγγεγραμμένοι παραλήπτες αγαθών που υπάγονται σε Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (ΕΦΚ). Οι επιτηδευματίες αυτοί, που για την έκπτωση του ΦΠΑ που αναλογεί στις εισροές τους εφαρμόζουν τις ΑΥΟ Δ.634/435/1993 (ΦΕΚ 343 Β'/12.5.1993) και Δ.635/436/1993 (ΦΕΚ 343Β'/12.5.1993), υποβάλλουν και περιοδική δήλωση ΦΠΑ.
Άρθρο 2
Τρόπος υποβολής της περιοδικής δήλωσης ΦΠΑ και καταβολής του φόρου.
1. Για φορολογικές περιόδους από 1.1.2012 και εφεξής οι εμπρόθεσμες περιοδικές δηλώσεις υποβάλλονται αποκλειστικά και μόνο με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet.
2. Για φορολογικές περιόδους από 1.1.2011 και εφεξής οι εκπρόθεσμες και τροποποιητικές περιοδικές δηλώσεις υποβάλλονται στην αρμόδια ΔΟΥ σε έντυπη μορφή ή μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet, ενώ οι δηλώσεις αυτές από 1.4.2012 υποβάλλονται αποκλειστικά και μόνο με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet.
3. Για φορολογικές περιόδους μέχρι 31.12.2010 οι εκπρόθεσμες και τροποποιητικές περιοδικές δηλώσεις υποβάλλονται αποκλειστικά και μόνο στην αρμόδια ΔΟΥ σε έντυπη μορφή.
«4[2]. Η περιοδική δήλωση θεωρείται υποβληθείσα εφόσον με την υποβολή της καταβάλλεται στο δημόσιο το σύνολο του χρεωστικού υπολοίπου και των ενδεχόμενων φορολογικών προσαυξήσεων, ή τουλάχιστον ποσό δέκα ευρώ (10,00€) σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 38 του Κώδικα ΦΠΑ.».
5. Ο ΦΠΑ που οφείλεται για ενδοκοινοτικές αποκτήσεις ή λήψη αγαθών ή υπηρεσιών που φορολογούνται στο εσωτερικό της χώρας, σύμφωνα με τα άρθρα 13 και 14 του Κώδικα ΦΠΑ, από υποκείμενους στο φόρο οι οποίοι δεν είναι εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της χώρας, καταβάλλεται από τον εγκατεστημένο στο εσωτερικό της χώρας υπόχρεο στο φόρο με την περιοδική δήλωση που υποβάλλεται για τη φορολογική περίοδο κατά την οποία ο φόρος καθίσταται απαιτητός, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 16 και 18 του Κώδικα ΦΠΑ. Με την ίδια περιοδική δήλωση ασκείται το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου, εφόσον και στο βαθμό που παρέχεται τέτοιο δικαίωμα.
6. Προκειμένου να αναγνωριστεί επιφύλαξη που έχει τεθεί σε περιοδική δήλωση που υποβάλλεται ηλεκτρονικά, απαιτείται η αποστολή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. εγγράφου με συστημένη επιστολή μέχρι την καταληκτική ημερομηνία υποβολής, στο οποίο αναφέρονται οι λόγοι της επιφύλαξης.
Άρθρο 3
Διαδικασία υποβολής της περιοδικής δήλωσης με ηλεκτρονική μέθοδο μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet.
1. Οι υποκείμενοι στο φόρο για να υποβάλλουν ηλεκτρονικά την περιοδική δήλωση ΦΠΑ θα πρέπει να εγγραφούν ως χρήστες των ηλεκτρονικών υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της ΑΥΟ ΠΟΛ.1178/7.12..2010 (ΦΕΚ 1916Β'/9.12.2010).
2. Για την καταβολή του χρεωστικού υπολοίπου των περιοδικών δηλώσεων που υποβάλλονται μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet, οι υποκείμενοι υποχρεούνται να δώσουν εντολή πληρωμής μέχρι την καταληκτική ημερομηνία υποβολής των εν λόγω δηλώσεων, σε Τράπεζες που έχουν συμβληθεί με το Υπουργείο Οικονομικών για να παρέχουν την υπηρεσία αυτή.
Η εντολή πληρωμής αφορά σε ανάληψη των εν λόγω ποσών από τους οικείους λογαριασμούς ή χρέωση των πιστωτικών καρτών και μεταφορά των ποσών αυτών μέσω του Διατραπεζικού συστήματος στον λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου.
Μη ύπαρξη επαρκούς υπολοίπου στον τραπεζικό λογαριασμό από τον οποίο πραγματοποιείται η καταβολή του φόρου ή επαρκούς πιστωτικού ορίου στην πιστωτική κάρτα ή εκ παραδρομής λανθασμένη εντολή ανάληψης ή χρέωσης μικρότερου του οφειλομένου ποσού, έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της δήλωσης που απεστάλη μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet.
3. Ως ημερομηνία υποβολής θεωρείται η ημερομηνία αποδοχής και επιτυχούς καταχώρησης αυτής στο σύστημα TAXISnet, με αυτόματη απόδοση στον αποστολέα - υποκείμενο μοναδικού αριθμού καταχώρησης της περιοδικής δήλωσης.
Ειδικά στην περίπτωση υποβολής χρεωστικής περιοδικής δήλωσης προκειμένου να θεωρείται η δήλωση αυτή ως υποβληθείσα απαιτείται η επιτυχής ολοκλήρωση της διαδικασίας πληρωμής μέσω Τραπέζης μέχρι την καταληκτική ημερομηνία υποβολής. Ως ημερομηνία υποβολής θεωρείται η ημερομηνία πληρωμής.
Άρθρο 4
Διαχείριση των περιοδικών δηλώσεων που έχουν υποβληθεί ηλεκτρονικά.
Η αρμόδια Δ.Ο.Υ. διαχειρίζεται τις δηλώσεις που παρελήφθησαν μέσω του συστήματος TAXISnet, όπως τις δηλώσεις που παρέλαβε σε έντυπη μορφή μηχανογραφικά μέσω TAXIS ή χειρόγραφα.
Η εκτύπωση των εν λόγω δηλώσεων υπογεγραμμένη από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ πιστοποιεί την υποβολή της δήλωσης και αποτελεί τίτλο εξόφλησης ή πίστωσης για χρήση από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή.
Στην περίπτωση που για την ίδια φορολογική περίοδο έχει καταχωρηθεί περιοδική δήλωση μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet και πριν την καταβολή του οφειλόμενου ποσού στο δημόσιο η ίδια δήλωση υποβάλλεται και στη ΔΟΥ, απορρίπτεται η καταχωρηθείσα μέσω TAXISnet δήλωση.
Άρθρο 5
Υποβολή της δήλωσης σε έντυπη μορφή στη ΔΟΥ.
1. Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2, η περιοδική δήλωση υποβάλλεται σε έντυπη μορφή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., στις εξής περιπτώσεις:
- α) Ζητείται συμψηφισμός του χρεωστικού υπολοίπου, εν όλω ή εν μέρει, με απαιτήσεις κατά του δημοσίου σύμφωνα με το άρθρο 11 του ν. 3943/2011 (ΦΕΚ 66 Α'/31.3.2011).
- β) Η περιοδική δήλωση υποβάλλεται από τους κληρονόμους θανόντος υποκείμενου στο φόρο.
- γ) Μετά από έγκριση του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ., για υποκείμενους στο φόρο που τηρούν βιβλία Β' κατηγορίας του ΚΒΣ, εφόσον κρίνεται ότι συντρέχει πραγματική αδυναμία υποβολής της δήλωσης με ηλεκτρονικό τρόπο. Πραγματική αδυναμία υποβολής ενδεικτικά συντρέχει στην περίπτωση υποκειμένων που είναι εγκατεστημένοι σε απομακρυσμένες περιοχές, μεγάλης ηλικίας ή που δεν έχουν εξοικείωση με τη χρήση του διαδικτύου.
- δ) Η περιοδική δήλωση υποβάλλεται μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet και δεν είναι δυνατό να τροποποιηθεί πριν την ημερομηνία πληρωμής του χρεωστικού υπολοίπου αυτής, μέσω των τραπεζών. Στην περίπτωση αυτή η περιοδική δήλωση μπορεί να υποβάλλεται εμπρόθεσμα μέχρι τη μεθεπόμενη τοπικά εργάσιμη ημέρα προσκομίζοντας στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. το αποδεικτικό υποβολής της αρχικής δήλωσης μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet.
- ε) Το ειδικό δίκτυο TAXISnet δεν μπορεί και για όσο χρόνο αυτό δεν είναι δυνατόν, να αναγνωρίσει ως εμπρόθεσμη την περιοδική δήλωση που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 1. Στην περίπτωση αυτή η περιοδική δήλωση μπορεί να υποβάλλεται εμπρόθεσμα μέχρι τη μεθεπόμενη τοπικά εργάσιμη ημέρα.
- στ) Εφόσον την καταληκτική ημερομηνία διαπιστώνεται ότι υπάρχει τεχνική αδυναμία του ειδικού δικτύου TAXISnet να κάνει αποδεκτή την υποβολή των περιοδικών δηλώσεων που αναγνωρίζεται από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων ή υπάρχει τεχνική αδυναμία πληρωμής αυτών μέσω των πιστωτικών ιδρυμάτων και του διατραπεζικού συστήματος ΔΙΑΣ. Στην περίπτωση αυτή και μετά από έγγραφο που αποστέλλεται σε όλες τις Δ.Ο.Υ., η περιοδική δήλωση υποβάλλεται εμπρόθεσμα μέχρι τη μεθεπόμενη τοπικά εργάσιμη ημέρα.
- ζ) Εμπρόθεσμης περιοδικής δήλωσης κατά παράταση της προθεσμίας υποβολής της, λόγω τοπικής αργίας ή τοπικά μη εργάσιμης ημέρας.
- η) Απόρριψης της περιοδικής δήλωσης που υποβλήθηκε ηλεκτρονικά, λόγω λανθασμένης απόδοσης του χρεωστικού υπολοίπου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις:
- i. η περιοδική δήλωση είχε αρχικά καταχωρηθεί εμπρόθεσμα στο ειδικό δίκτυο TAXISnet,
- ii. είχε δοθεί εμπρόθεσμα η ορθή εντολή πληρωμής στην τράπεζα,
- iii. υπήρχε τουλάχιστον το ακριβές υπόλοιπο του χρεωστικού υπολοίπου της περιοδικής δήλωσης στον τραπεζικό λογαριασμό από τον οποίο πραγματοποιήθηκε η καταβολή, την ημερομηνία πληρωμής.
Στην περίπτωση αυτή υποβάλλεται εκ νέου η απορριφθείσα περιοδική δήλωση σε έντυπη μορφή στην αρμόδια ΔΟΥ, μέχρι και την πέμπτη (5η) ημέρα του επόμενου μήνα από τη λήξη της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής, συνυποβάλλοντας τα απαραίτητα δικαιολογητικά από τα οποία πρέπει να προκύπτει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται ανωτέρω.
Η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων, μέσω του TAXISnet, ενημερώνει τον υποκείμενο και την αρμόδια ΔΟΥ, με ηλεκτρονική μέθοδο, για την απορριφθείσα δήλωση και το προς καταβολή ποσό.
2. Για την υποβολή περιοδικής δήλωσης ΦΠΑ σε έντυπη μορφή στις ΔΟΥ χρησιμοποιούνται είτε έντυπα που προεκτυπώνονται με μηχανογραφικά μέσα σύμφωνα με τις διατάξεις της ΑΥΟ ΠΟΛ.1177/1993 (ΦΕΚ 357Β'/17.5.1993), είτε τα έντυπα που αναρτώνται στις επίσημες ιστοσελίδες του Υπουργείου Οικονομικών τα οποία μπορεί να εκτυπώνονται σε έγχρωμη ή ασπρόμαυρη μορφή.
3. Στις ανωτέρω περιπτώσεις οι περιοδικές δηλώσεις υποβάλλονται σε τρία αντίτυπα.
4. Επίσης στις ανωτέρω περιπτώσεις όλα τα στοιχεία των δηλώσεων θα καταχωρούνται υποχρεωτικά από τις ΔΟΥ μέσω της εφαρμογής διαχείρισης δηλώσεων TAXIS.
Άρθρο 6
Αποδεικτικό υποβολής και καταβολής του φόρου.
1. Στην περίπτωση υποβολής περιοδικής δήλωσης σε έντυπη μορφή στη ΔΟΥ, για την οποία δεν προκύπτει ποσό για καταβολή, αποδεικτικό υποβολής αυτής αποτελεί το αντίτυπο με υπογραφή παραλαβής.
2. Όταν προκύπτει ποσό για καταβολή, αποδεικτικό καταβολής του φόρου αποτελεί :
- α) Η ίδια η περιοδική δήλωση, εάν δεν εκδίδεται μηχανογραφικά ιδιαίτερο αποδεικτικό είσπραξης και εφόσον φέρει την υπογραφή του παραλαβόντος υπαλλήλου και του Ταμία (ο οποίος θέτει την υπηρεσιακή και ατομική του σφραγίδα), ή
- β) Το ιδιαίτερο αποδεικτικό είσπραξης, εφόσον εκδίδεται μηχανογραφικά (μέσω του συστήματος TAXIS) και φέρει την υπογραφή του εκδότη και του Ταμία.
3. Στην περίπτωση ηλεκτρονικής υποβολής της περιοδικής δήλωσης μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet, απόδειξη για την υποβολή αποτελεί η εμφάνιση στην οθόνη της δήλωσης συσχετισμένης με το μοναδικό αριθμό καταχώρησης TAXIS και την ημερομηνία υποβολής της και αντίγραφο υποβολής αποτελεί η εκτύπωση αυτών μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet.
Στην περίπτωση που υπάρχει ποσό για καταβολή, η επιτυχής ολοκλήρωση της διαδικασίας πληρωμής αποδεικνύεται από σχετική αναφορά που διατίθεται μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet, η εκτύπωση της οποίας αποτελεί για τον υποκείμενο το αποδεικτικό καταβολής.
4. Η απόδειξη καταβολής του φόρου, μπορεί να αναπληρωθεί μόνο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 76 του Π.Δ. 16/89 (ΦεΚ 6 Α75.1.1989).
Άρθρο 7
Αφετηρία για την επιβολή του προστίμου και τον υπολογισμό του πρόσθετου φόρου.
1. Ως αφετηρία για το χρόνο επιβολής του προστίμου στην περίπτωση της εκπρόθεσμης υποβολής ή μη υποβολής αρχικών δηλώσεων, για τις οποίες υπάρχει σχετική υποχρέωση και δεν προκύπτει ποσό φόρου για καταβολή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α'/11.9.1997) όπως ισχύει, λαμβάνεται η επόμενη ημέρα της καταληκτικής προθεσμίας για την εμπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης.
2. Ως αφετηρία για τον υπολογισμό του πρόσθετου φόρου στην περίπτωση εκπρόθεσμης, ανακριβούς ή μη υποβολής περιοδικής δήλωσης, για τις οποίες προκύπτει ποσό φόρου για καταβολή, λαμβάνεται η επόμενη ημέρα της καταληκτικής προθεσμίας για την εμπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης.
3. Η προθεσμία κατά παράταση υποβολής εμπρόθεσμης περιοδικής δήλωσης, για οποιοδήποτε λόγο, δεν ισχύει για τις εκπρόθεσμες περιοδικές δηλώσεις, για τις οποίες λαμβάνεται υπόψη η αρχική προθεσμία υποβολής όπως καθορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1, προκειμένου να υπολογιστεί ο πρόσθετος φόρος ανάλογα με τους μήνες καθυστέρησης, ανεξάρτητα από τις συμπίπτουσες αργίες.
Άρθρο 8
Δυνατότητα υποβολής της τροποποιητικής και εκπρόθεσμης εκκαθαριστικής δήλωσης και των διορθωτικών και εκπρόθεσμων ανακεφαλαιωτικών πινάκων, μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet.
Οι υπόχρεοι στο φόρο μπορούν, από 23.12.2011, να υποβάλλουν μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet:
- α) Τις τροποποιητικές και εκπρόθεσμες εκκαθαριστικές δηλώσεις που αφορούν διαχειριστικές περιόδους που λήγουν από 1.1.2010 και εφεξής.
- β) Τους διορθωτικούς ανακεφαλαιωτικούς πίνακες που αφορούν ημερολογιακές περιόδους από 1.1.2010 και εφεξής και τους εκπρόθεσμους ανακεφαλαιωτικούς πίνακες που αφορούν ημερολογιακές περιόδους από 1.1.2011 και εφεξής.
Άρθρο 9
Κατάργηση διατάξεων.
Από 1.1.2012 καταργούνται:
- α) Το άρθρο 1 της ΑΥΟ ΠΟΛ.1005/1994.
- β) Η ΑΥΟ ΠΟΛ.1214/1994.
- γ) Η ΑΥΟ ΠΟΛ.1055/2001.
- δ) Η ΑΥΟ ΠΟΛ.1257/2001.
- ε) Tα άρθρα 1, 2, η περίπτωση ΙΙ α' της παραγράφου 2 του άρθρου 3, το άρθρο 4 εκτός της παραγράφου 4, καθώς και τα άρθρα 5 έως και 7 της ΑΥΟ ΠΟΛ.1019/2003.
- στ) Η ΑΥΟ ΠΟΛ.1003/2004.
- ζ) Η ΑΥΟ ΠΟΛ.1063/2004.
- η) Η ΑΥΟ ΠΟΛ.1060/2006.
Άρθρο 10
Έναρξης ισχύος
Η παρούσα απόφαση να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ισχύει από 1.1.2012. Ειδικά οι εκπρόθεσμες και τροποποιητικές περιοδικές δηλώσεις μπορούν να υποβάλλονται μέσω TAXISnet από 23.12.2011.)
(Σ.Σ. Με Θέμα : Πληρωμή βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. ατομικών οφειλών σε πιστωτικά ιδρυμάτα και στα ΕΛ.ΤΑ. και απόφαση : Καθορίζουμε διαδικασία πληρωμής των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. ατομικών οφειλών σε πιστωτικά ιδρύματα και στα ΕΛ.ΤΑ., ως εξής:
Άρθρο 1
1. Η πληρωμή των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. ατομικών οφειλών (φυσικών και μη προσώπων) και όσων από αυτές τελούν σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής ή νομοθετική ρύθμιση διενεργείται σε πιστωτικά ιδρύματα ή στα ΕΛ.ΤΑ., με τη χρήση μοναδικού κωδικού, ο οποίος ονομάζεται «Ταυτότητα Οφειλής» (Τ.Ο.) και «Ταυτότητα Ρυθμισμένης Οφειλής» (Τ.Ρ.Ο.) αντίστοιχα.
Σε κάθε βεβαιωμένο στις Δ.Ο.Υ. χρέος αντιστοιχεί μία Ταυτότητα Οφειλής (Τ.Ο.), η οποία μεταξύ των άλλων περιλαμβάνει τον Α.Φ.Μ. του οφειλέτη (κατά τα πρώτα 9 ψηφία) και λοιπά στοιχεία βεβαίωσης της οφειλής. Ομοίως σε κάθε Απόφαση Ρύθμισης/Διευκόλυνσης αντιστοιχεί μία Ταυτότητα Ρυθμισμένης Οφειλής (Τ.Ρ.Ο.) η οποία μεταξύ των άλλων περιλαμβάνει τον Α.Φ.Μ. του οφειλέτη (κατά τα πρώτα 9 ψηφία), τον αριθμό και λοιπά στοιχεία της Απόφασης Ρύθμισης.
Με τους ανωτέρω κωδικούς ο φορολογούμενος δύναται να καταβάλει είτε το σύνολο, είτε μέρος της οφειλής του ή των δόσεων αποπληρωμής αυτής.
Σε κάθε περίπτωση, η δυνατότητα που παρέχεται στον φορολογούμενο να καταβάλλει τμηματικά και κατ’ επιλογήν του, ποσά οφειλών, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διαδικασία, δεν τον απαλλάσσει από τον κίνδυνο απώλειας ρύθμισης, εφόσον δεν τηρούνται οι όροι αυτής, καθώς και από κάθε τυχόν άλλη συνέπεια που προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις περί μη εμπρόθεσμης πληρωμής οφειλής.
Ο εν λόγω κωδικός ακολουθεί την οφειλή μέχρι την εξόφλησή της και αντίστοιχα την ρύθμιση μέχρι την εξόφληση ή την απώλεια αυτής.
2. Ο υπόχρεος, προκειμένου να καταβάλει τις οφειλές του, επιλέγει τον φορέα είσπραξης (πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΛ.ΤΑ.) που επιθυμεί καθώς και τον τρόπο πληρωμής (πληρωμή σε κατάστημα ή χρήση των εναλλακτικών τρόπων πληρωμής που παρέχονται από τους φορείς είσπραξης).
Τα πιστωτικά ιδρύματα ή τα ΕΛ.ΤΑ. που συμμετέχουν στην είσπραξη, δεν μπορούν να αρνηθούν την είσπραξη, εάν ο υπόχρεος προς καταβολή δεν τηρεί λογαριασμό σε αυτά, ούτε να του επιβάλουν, κάποιας μορφής οικονομική επιβάρυνση.
3. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μη δυνατότητας καταβολής στις Τράπεζες ή ΕΛ.ΤΑ. δύναται η καταβολή των ανωτέρω οφειλών να διενεργείται και στις Δ.Ο.Υ. κατά την κρίση του αρμόδιου προϊσταμένου, με την υφιστάμενη διαδικασία.
Άρθρο 2
Ο υπόχρεος, προς καταβολή ενημερώνεται για τους κωδικούς Τ.Ο. και Τ.Ρ.Ο. με τους παρακάτω τρόπους:
- α) Με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας, στο διαδικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) www.gsis.gr ., παρέχεται η δυνατότητα, στον εγγεγραμμένο χρήστη, να λαμβάνει πληροφορίες για τις οφειλές και τις τυχόν ρυθμίσεις του, για τους κωδικούς Τ.Ο. και Τ.Ρ.Ο. που αντιστοιχούν σε αυτές, όπως και η δυνατότητα εκτύπωσης των κωδικών αυτών.
- β) Η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ) θα αποστείλει στους οφειλέτες ειδοποιητήριο, στο οποίο θα αναγράφονται τα στοιχεία όλων των χρεών με τους αντίστοιχους κωδικούς Τ.Ρ.Ο. και Τ.Ο. και λοιπές πληροφορίες για τον τρόπο πληρωμής.
- γ) Για κάθε νέα οφειλή, που βεβαιώνεται, για ενημέρωση του φορολογούμενου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε, εκδίδεται η ατομική ειδοποίηση από την Δ.Ο.Υ., ή τη Γ.Γ.Π.Σ., στην οποία αναγράφεται και ο κωδικός Ταυτότητας Οφειλής (Τ.Ο.).
Άρθρο 3
Με βάση την εγγραφή που καταχωρείται στο σύστημα TAXIS με την πίστωση των χρεών των οφειλέτων δημιουργείται αποδεικτικό είσπραξης το οποίο δύναται από 1/6/2013 να εκτυπωθεί με τους παρακάτω τρόπους:
1. Μέσω του διαδικτυακού τόπου της Γ.Γ.Π.Σ. από τους εγγεγραμμένους χρήστες.
2. Από τις Δ.Ο.Υ. για τους μη εγγεγραμμένους χρήστες.
Τα εν λόγω αποδεικτικά είσπραξης τηρούνται στο ηλεκτρονικό αρχείο της Δ.Ο.Υ. και δεν αρχειοθετούνται σε έντυπη μορφή.
Άρθρο 4
Η παρούσα ισχύει από τη δημοσίευση στο Φ.Ε.Κ., παράλληλα με τις πληρωμές στις Δ.Ο.Υ. Από 1/6/2013, οι πληρωμές θα διενεργούνται στις Δ.Ο.Υ. μόνο κατ’ εξαίρεση, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 της παρούσας.
«(1)Ειδικά για τις πληρωμές των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. ατομικών οφειλών (φυσικών και μη προσώπων) που τελούν σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής ή νομοθετική ρύθμιση, οι διατάξεις της παρούσας ισχύουν από 30/11/2013».
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.)
(Σ.Σ. Προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής
Άρθ.6.,Παρ.1. : Από την πρώτη εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μήνα που ακολουθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας κατά την οποία, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, γίνονται ληξιπρόθεσμα τα χρέη προς το Δημόσιο, επιβάλλονται σ' αυτά προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
Το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ορίζεται σε 1% για κάθε μήνα καθυστέρησης και η προσαύξηση δεν μπορεί να υπερβεί το 200% του οφειλόμενου κάθε φορά χρέους.
Για χρέη από συμβάσεις το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής και το ανώτατο όριο αυτής ορίζονται ως ανωτέρω, εκτός αν προβλέπεται άλλη ρύθμιση, με ρητό όρο της σύμβασης, και υπολογίζεται από την επόμενη ημέρα της προθεσμίας που πρέπει, σύμφωνα με τη σύμβαση, να καταβληθεί ή οφειλή μερικά ή ολικά.
Ειδικά, για χρέη από παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους, το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ορίζεται σε 3% για κάθε μήνα καθυστέρησης και η προσαύξηση δεν μπορεί να υπερβεί το 120% του οφειλόμενου χρέους.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις εάν η καθυστέρηση καταβολής αναφέρεται σε χρονικό διάστημα μικρότερο του μήνα, υπολογίζεται προσαύξηση εκπρόθεσμης καταβολής για ολόκληρο το μήνα.
Το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής,καθώς και το ανώτατο όριο αυτής δύνανται να αναπροσαρμόζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η αναπροσαρμογή αυτή δύναται να γίνεται είτε γενικώς για κάθε οφειλή προς το Δημόσιο, είτε κατά κατηγορίες οφειλών.
Η προσαύξηση εκπρόθεσμης καταβολής χρέους δεν μπορεί να υπερβεί το διακόσια τοις εκατό (200%) του χρέους που οφείλεται, ανεξάρτητα αν πρόκειται για χρέος από κύρια οφειλή, από τόκους ή από προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής οι οποίες βεβαιώνονται αυτοτελώς.
Άρθ.6.,Παρ.2. : Κατά την εκάστοτε είσπραξιν των δημοσίων εσόδων εισπράττεται υποχρεωτικώς και ή επί του καταβαλλομένου ποσού της οφειλής αναλογούσα προσαύξησις λόγω εκπροθέσμου καταβολής.
Άρθ.6.,Παρ.3. : Εις τας αυτάς προσαυξήσεις υπόκεινται και τα διά των Δημοσίων Ταμείων συνεισπραττόμενα μετά των Δημοσίων Εσόδων, έσοδα υπέρ Δήμων, Κοινοτήτων, Ειδικών Ταμείων και εν γένει Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου.
Άρθ.6.,Παρ.4. : Επιτρέπεται μετά από αιτιολογημένη απόφαση μερική ή ολική απαλλαγή των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και αυτών προς τους τρίτους, των οποίων η είσπραξη έχει ανατεθεί στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες, από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, εφόσον η μη εμπρόθεσμη καταβολή οφείλεται σε μη αποστολή της ειδοποίησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος. Στις περιπτώσεις που ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση ενυπόγραφα για τον τρόπο καταβολής της οφειλής, η αίτηση του είναι απαράδεκτη. Αρμόδια όργανα για την απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής είναι:
- α) Ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. μετά από γνώμη του νόμιμου αναπληρωτή του και του Προϊσταμένου του Δικαστικού Τμήματος ή του αντίστοιχου γραφείου, αν το ποσό των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ την ημέρα υποβολής της αίτησης.
- β) Ο Υπουργός Οικονομικών, μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής Παροχής Διευκολύνσεων, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Τα παραπάνω όργανα δύνανται να χορηγούν στον οφειλέτη και την οριζόμενη από ειδικές διατάξεις έκπτωση λόγω εφάπαξ πληρωμής, αν η αίτηση για την απαλλαγή κατατεθεί το αργότερο εντός διμήνου από την εκπνοή της προθεσμίας εντός της οποίας, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, παρεχόταν το δικαίωμα της καταβολής με έκπτωση και η οφειλή καταβληθεί εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία που ο οφειλέτης έλαβε αποδεδειγμένα γνώση αυτής. Κατά των αποφάσεων του προϊσταμένου δύναται να ασκηθεί ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Οικονομικών εντός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης. Η απόφαση επί της προσφυγής εκδίδεται μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής του άρθρου 9 του ν.2386/1996 (ΦΕΚ 43 Α). Ποσά που σύμφωνα με τις αποφάσεις των παραπάνω οργάνων κρίνεται ότι έχουν καταβληθεί αχρεώστητα, επιστρέφονται.
Άρθ.6.,Παρ.5. : Οι υπόλογοι της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του παρόντος Ν.Δ., απαλλάσσονται των προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής κατά τας πει Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυούσας διατάξεις, διά το μέχρι της βεβαιώσεως του χρέους των εις το Δημόσιον Ταμείον διάστημα εφ` όσον ήθελον αποδείξει ότι η παράλειψις ή το έλλειμα δεν οφείλονται εις δόλον ή βαρείαν αυτών αμέλειαν.
Άρθ.6.,Παρ.6. : Αναστολαί καταβολής χρεών προς το Δημόσιον και των μετά τούτων συνεισπραττομένων, αναστολαί λήψεως αναγκαστικών μέτρων, ως και διευκολύνσεις τμηματικής καταβολής παρεχόμεναι υπό των αρμοδίων κατά νόμον οργάνων ή δικαστηρίων, δεν απαλλάσσουν τα χρέη εκ των προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής καθ` ον χρόνον διαρκεί η παρασχεθείσα αναστολή ή η διευκόλυνσις.
Το ίδιο ισχύει και για τις αναστολές είτε του νόμιμου τίτλου είτε της ταμειακής βεβαίωσης είτε των πράξεων της διοικητικής εκτέλεσης, που χορηγούνται στα πλαίσια δικαστικής αμφισβήτησης, για το ποσό που οφείλεται τελικά με βάση τη δικαστική απόφαση.
Οι ως άνω αναστολές δεν εμποδίζουν την εφαρμογή των διατάξεων του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 8, καθώς και του άρθρου 83 του παρόντος.
Άρθ.6.,Παρ.7. : Αι πάσης φύσεως προσωπικαί οφειλαί προς το Δημόσιον και αι μετ` αυτών υπέρ τρίτων συνεισπραττόμενοι στρατευομένων, εξαιρέσει τω εξ ελλειμμάτων δημοσίας διαχειρήσεως, δεν υπόκεινται εις προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής από της πρώτης του μηνός της στρατεύσεώς των μέχρι της τριακοστής του τρίτου από της αποστρατεύσεώς των μηνός, του μηνός της αποστρατεύσεως θεωρουμένου ως πρώτου.
Αι χρονολογίαι στρατεύσεως και αποστρατεύσεως αποδεικνύονται δι` επισήμων βεβαιώσεων των οικείων στρατιωτικών Αρχών.)
(Σ.Σ.Πράξη Προσδιορισμού του φόρου
Άρθ.49.,Παρ.1. : Με βάση τα αποτελέσματα του ελέγχου ο Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. εκδίδει πράξη προσδιορισμού του φόρου για χρονική περίοδο που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από μία διαχειριστική περίοδο. Ο Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. δεν έχει υποχρέωση να προσδιορίζει το φόρο για κάθε μήνα ή τρίμηνο χωριστά, αν η πράξη προσδιορισμού του φόρου που εκδόθηκε αφορά περίοδο μεγαλύτερη του μήνα ή του τριμήνου.
Αν από τον έλεγχο προέκυψε διαφορά φόρου που δεν υπερβαίνει τα 3 ευρώ, εκδίδεται πράξη με την οποία περαιώνεται η υπόθεση ως ειλικρινής.
Άρθ.49.,Παρ.2. : α) Αν ο προσδιορισμός του φόρου με μία πράξη είναι δυσχερής, εκδίδεται μερική πράξη στην οποία περιλαμβάνεται η φορολογητέα ύλη για την οποία ο Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. διαθέτει τα απαιτούμενα στοιχεία.
Επίσης, μερική πράξη προσδιορισμού του φόρου εκδίδεται και στις περιπτώσεις που έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των περιπτώσεων δ' και ε' της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του Kώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Στην πράξη αυτή διατυπώνεται ρητή επιφύλαξη για την έκδοση συμπληρωματικής πράξης.
β) Μερική πράξη είναι και η πράξη που εκδίδεται επί ειδικής δήλωσης για τη μεταβίβαση ακινήτων κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 48. Η έκδοση της πράξης αυτής δεν αποκλείει την έκδοση συμπληρωματικής πράξης επί της ειδικής δήλωσης όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της υποπερίπτωσης iv της περίπτωσης γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 36.
Άρθ.49.,Παρ.3. : .Πράξη προσδιορισμού του φόρου, και αν ακόμη έγινε οριστική, δεν αποκλείει την έκδοση και κοινοποίηση συμπληρωματικής πράξης, αν από συμπληρωματικά στοιχεία που περιήλθαν με οποιονδήποτε τρόπο σε γνώση του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ., μετά την έκδοση της πράξης, εξακριβώνεται ότι ο φόρος που προκύπτει είναι μεγαλύτερος απ' αυτόν που προσδιορίζεται με την αρχική πράξη ή αν η δήλωση ή τα έντυπα ή οι καταστάσεις που τη συνοδεύουν αποδεικνύονται ανακριβή.
Τα ανωτέρω ισχύουν και όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Άρθ.49.,Παρ.4. : .Η αίτηση για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς ή η προσφυγή κατά της συμπληρωματικής πράξης αφορά μόνο τη φορολογητέα ύλη που προσδιορίζεται με αυτή.
4α. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του ν. 2523/1997, καθώς και των διατάξεων του ν. 2648/1998 περί διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων βεβαιωμένων οφειλών και κάθε άλλης ισχύουσας νομοθετικής ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών:
- α) σε περίπτωση διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού που αφορά πράξεις του παρόντος άρθρου δεν μειώνεται ο προβλεπόμενος πρόσθετος φόρος,
- β) οι οφειλές που βεβαιώνονται με τις πράξεις του παρόντος άρθρου δεν υπάγονται σε οποιαδήποτε διευκόλυνση ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξάρτητα εάν ο φορολογικός έλεγχος έχει πραγματοποιηθεί με τις διατάξεις του άρθρου 48 ή του άρθρου 48 Α.
Άρθ.49.,Παρ.5. : Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο των πράξεων προσδιορισμού του φόρου, καθώς και ο τρόπος της τήρησης του βιβλίου καταχώρισης των πράξεων αυτών. )
β) Μέχρι την 20η Μαΐου του επόμενου έτους, για τους υποκείμενους που κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου τηρούσαν βιβλία Γ' κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το Δημόσιο, καθώς και στην περίπτωση λήξης της διαχειριστικής περιόδου λόγω θανάτου φυσικού προσώπου.
2. Σε περίπτωση γενικής αργίας, τοπικής αργίας ή τοπικά μη εργάσιμης ημέρας οι ανωτέρω προθεσμίες μετακυλίονται στην επόμενη τοπικά εργάσιμη ημέρα.
3. Ειδικά για διαχειριστική περίοδο που έληξε από 1.1.2011 μέχρι και 31.12.2011, η εκκαθαριστική δήλωση υποβάλλεται εμπρόθεσμα σύμφωνα με τις προθεσμίες που ορίζονται στην παράγραφο 1, με την προϋπόθεση ότι δεν έχει υποβληθεί μέχρι την έκδοση της παρούσας. Οι δηλώσεις αυτές υποβάλλονται σε έντυπη μορφή στη Δ.Ο.Υ. μέχρι 29.2.2012, ενώ από την ημερομηνία αυτή και μεταγενέστερα υποβάλλονται με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet.
Άρθρο 3
Τρόπος υποβολής
1. Οι εμπρόθεσμες εκκαθαριστικές δηλώσεις υποβάλλονται αποκλειστικά και μόνο με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet.
2. Οι εκπρόθεσμες και τροποποιητικές εκκαθαριστικές δηλώσεις υποβάλλονται:
- α) Στην αρμόδια ΔΟΥ σε έντυπη μορφή εάν αφορούν διαχειριστικές περιόδους που έχουν λήξη μέχρι και 31.12.2009.
- β) Στην αρμόδια ΔΟΥ σε έντυπη μορφή ή μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet εάν αφορούν διαχειριστικές περιόδους με λήξη από 1.1.2010 και εφεξής, ενώ από 1.4.2012 οι δηλώσεις αυτές υποβάλλονται αποκλειστικά και μόνο με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet.
3. Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 1 και 2.β' η εκκαθαριστική δήλωση υποβάλλεται σε έντυπη μορφή στην αρμόδια ΔΟΥ, στις εξής περιπτώσεις:
- α) Ζητείται συμψηφισμός του χρεωστικού υπολοίπου, εν όλω ή εν μέρει, με απαιτήσεις κατά του δημοσίου σύμφωνα με το άρθρο 11 του ν. 3943/2011 (ΦΕΚ 66 Α731.3.2011).
- β) Η δήλωση υποβάλλεται από τους κληρονόμους θανόντος υποκείμενου στο φόρο.
- γ) Στην περίπτωση των υποκειμένων που υπάγονται στις διατάξεις περί μετασχηματισμού, μετατροπής, συγχώνευσης, διάσπασης ή απορρόφησης και εμφανίζονται ανεπαρκή στοιχεία στο σύστημα TAXIS για την υποβολή των περιοδικών δηλώσεων των υποκειμένων αυτών. Στις περιπτώσεις αυτές η εκκαθαριστική δήλωση υποβάλλεται στη ΔΟΥ, μέχρι τη μεθεπόμενη τοπικά εργάσιμη ημέρα της καταληκτικής.
- δ) Σε περίπτωση κατά την οποία διενεργήθηκε προσωρινός έλεγχος για φορολογική περίοδο και εμφανίζονται ανεπαρκή στοιχεία στο σύστημα TAXIS σχετικά με την υποχρέωση του υποκείμενου για υποβολή της περιοδικής δήλωσης τη συγκεκριμένη φορολογική περίοδο. Η εκκαθαριστική δήλωση στην περίπτωση αυτή υποβάλλεται εμπρόθεσμα μέχρι την μεθεπόμενη τοπικά εργάσιμη ημέρα της καταληκτικής.
- ε) Μετά από έγκριση του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ., για υποκείμενους στο φόρο που τηρούν βιβλία Β' κατηγορίας του ΚΒΣ, εφόσον κρίνεται ότι συντρέχει πραγματική αδυναμία υποβολής της δήλωσης με ηλεκτρονικό τρόπο. Πραγματική αδυναμία υποβολής ενδεικτικά συντρέχει στην περίπτωση υποκειμένων που είναι εγκατεστημένοι σε απομακρυσμένες περιοχές, μεγάλης ηλικίας ή που δεν έχουν εξοικείωση με τη χρήση του διαδικτύου.
- στ) Η δήλωση υποβάλλεται μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet και δεν είναι δυνατό να τροποποιηθεί πριν την ημερομηνία πληρωμής του χρεωστικού υπολοίπου αυτής, μέσω των τραπεζών. Στην περίπτωση αυτή η εκκαθαριστική δήλωση μπορεί να υποβάλλεται εμπρόθεσμα μέχρι τη μεθεπόμενη τοπικά εργάσιμη ημέρα της καταληκτικής προσκομίζοντας στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. το αποδεικτικό υποβολής της αρχικής δήλωσης μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet.
- ζ) Εφόσον την καταληκτική ημερομηνία διαπιστώνεται ότι υπάρχει τεχνική αδυναμία του ειδικού δικτύου TAXISnet να κάνει αποδεκτή την υποβολή των εκκαθαριστικών δηλώσεων που αναγνωρίζεται από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων ή υπάρχει τεχνική αδυναμία πληρωμής αυτών μέσω των πιστωτικών ιδρυμάτων και του διατραπεζικού συστήματος ΔΙΑΣ. Στην περίπτωση αυτή και μετά από έγγραφο που αποστέλλεται σε όλες τις Δ.Ο.Υ., η εκκαθαριστική δήλωση υποβάλλεται εμπρόθεσμα μέχρι τη μεθεπόμενη τοπικά εργάσιμη ημέρα.
- η) Εμπρόθεσμης εκκαθαριστικής δήλωσης κατά παράταση της προθεσμίας υποβολής της, λόγω τοπικής αργίας ή τοπικά μη εργάσιμης ημέρας.
- θ) Απόρριψης της εκκαθαριστικής δήλωσης που υποβλήθηκε ηλεκτρονικά, λόγω λανθασμένης απόδοσης του χρεωστικού υπολοίπου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις:
- i. η εκκαθαριστική δήλωση είχε αρχικά καταχωρηθεί εμπρόθεσμα στο ειδικό δίκτυο TAXISnet,
- ii. είχε δοθεί εμπρόθεσμα η ορθή εντολή πληρωμής στην τράπεζα,
- iii. υπήρχε τουλάχιστον το ακριβές υπόλοιπο του χρεωστικού υπολοίπου της εκκαθαριστικής δήλωσης στον τραπεζικό λογαριασμό από τον οποίο πραγματοποιήθηκε η καταβολή, την ημερομηνία πληρωμής.
Στην περίπτωση αυτή υποβάλλεται εκ νέου η απορριφθείσα εκκαθαριστική δήλωση σε έντυπη μορφή στην αρμόδια ΔΟΥ, μέχρι και την πέμπτη (5η) ημέρα του επόμενου μήνα από τη λήξη της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής, συνυποβάλλοντας τα απαραίτητα δικαιολογητικά από τα οποία πρέπει να προκύπτει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται ανωτέρω.
Η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων, μέσω του TAXISnet, ενημερώνει τον υποκείμενο και την αρμόδια ΔΟΥ, με ηλεκτρονική μέθοδο, για την απορριφθείσα δήλωση και το προς καταβολή ποσό.
4. Με την υποβολή της δήλωσης καταβάλλεται στο δημόσιο το σύνολο του χρεωστικού υπολοίπου και των ενδεχόμενων πρόσθετων φόρων. Σε αντίθετη περίπτωση η εκκαθαριστική δήλωση θεωρείται ως μη υποβληθείσα και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα.
5. Κατά την ημερομηνία υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης οι υποκείμενοι έχουν την υποχρέωση να έχουν υποβάλει όλες τις περιοδικές δηλώσεις που αφορούν τη διαχειριστική περίοδο, με εξαίρεση για τις φορολογικές περιόδους που έχουν εκδοθεί πράξεις προσδιορισμού. Σε αντίθετη περίπτωση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί η υποβολή της εκκαθαριστικής δήλωσης.
6. Στην περίπτωση που η δήλωση υποβάλλεται μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet, οι ειδικές καταστάσεις που προβλέπονται στις ΑΥΟ 1103551/8478/ Α0014/ΠΟΛ.1262/2.8.1993 (ΦΕΚ 675 Β'/2.9.1993) και 1013633/8911/1807/0014/ ΠΟΛ.1029/2.2.1995 (ΦΕΚ 105 Β'/17.2.1995) καθώς και οι λόγοι για τους οποίους η εκκαθαριστική δήλωση υποβάλλεται με επιφύλαξη, αποστέλλονται στην αρμόδια ΔΟΥ με συστημένη επιστολή έως και την πέμπτη ημέρα μετά την καταληκτική προθεσμία υποβολής.
Στην περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής της ανωτέρω επιστολής με τους λόγους της επιφύλαξης αυτή δεν αναγνωρίζεται.
7. Η έντυπη υποβολή της εκκαθαριστικής δήλωσης στην αρμόδια ΔΟΥ πραγματοποιείται σε τρία αντίτυπα.
Άρθρο 4
Λοιπά θέματα
1. Όσον αφορά τη διαδικασία υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης με ηλεκτρονική μέθοδο μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet, τη διαχείριση των εκκαθαριστικών δηλώσεων που έχουν υποβληθεί ηλεκτρονικά, το αποδεικτικό υποβολής και καταβολής του φόρου, την αφετηρία για την επιβολή του προστίμου και τον υπολογισμό του πρόσθετου φόρου καθώς και τη μορφή των εντύπων που χρησιμοποιούνται για την έντυπη υποβολή της δήλωσης, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, 5 παρ.2, 6 και 7 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1267/2011 για την υποβολή της περιοδικής δήλωσης.
2. Για τον υπολογισμό του πρόσθετου φόρου στην περίπτωση υποβολής εκπρόθεσμης εκκαθαριστικής δήλωσης λαμβάνεται υπόψη η αρχική καταληκτική ημερομηνία υποβολής για την εμπρόθεσμη δήλωση, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 της παρούσας. Ο πρόσθετος φόρος υπολογίζεται ανάλογα με τους μήνες καθυστέρησης, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη παρατάσεις που ενδεχομένως έχουν δοθεί για την εμπρόθεσμη υποβολή ή μετακύλιση της προθεσμίας εμπρόθεσμης υποβολής λόγω γενικής ή τοπικής αργίας.
Άρθρο 5
Ηλεκτρονική υποβολή εκπρόθεσμων δηλώσεων
Σε περίπτωση υποβολής εκπρόθεσμης περιοδικής ή εκκαθαριστικής δήλωσης με ηλεκτρονικό τρόπο, για τον υπολογισμό του πρόσθετου φόρου λαμβάνεται υπόψη η τελευταία εργάσιμη ημέρα πριν την ενδεχόμενη λήξη της προθεσμίας αλλαγής του ποσοστού πρόσθετου φόρου σε μη εργάσιμη ημέρα.
Άρθρο 6
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα απόφαση να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ισχύει από 1.1.2012.)
(Σ.Σ.Διαταξεις Για Την Πάγια Ρύθμιση Ληξιπρόθεσμων Οφειλών
1. Οφειλές βεβαιωμένες στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες και στα Τελωνεία του κράτους, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Κ.Ε.Δ.Ε.), δύνανται, κατόπιν αίτησης των οφειλετών και εφόσον συντρέχει πραγματική οικονομική αδυναμία και δυνατότητα τήρησης προγράμματος δόσεων, να ρυθμίζονται άπαξ και να καταβάλλονται:
Σε δύο (2) έως δώδεκα (12) ισόποσες μηνιαίες δόσεις και κατ’ εξαίρεση έως είκοσι τέσσερις (24) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, εφόσον πρόκειται για οφειλές που βεβαιώνονται από έκτακτη αιτία.
2. Σε κάθε περίπτωση και ιδιαιτέρως για ποσά βασικής οφειλής άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ χορηγείται η ρύθμιση μόνο εφόσον ο αιτών αποδεικνύει ότι μπορεί να ανταποκριθεί στο ύψος της μηνιαίας δόσης.
3. Η υπαχθείσα στη ρύθμιση βασική οφειλή επιβαρύνεται με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής οι οποίες υπολογίζονται από 1.1.2013 με βάση το ισχύον επιτόκιο αναφοράς για πράξεις αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής, πλέον οκτώ εκατοστιαίων μονάδων, ετησίως υπολογισμένο, το οποίο και παραμένει σταθερό καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης, αντί των κατά Κ.Ε.Δ.Ε. προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής.
4. Στη ρύθμιση υπάγεται υποχρεωτικά το σύνολο των βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων οφειλών που δεν έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο με αναστολή πληρωμής ή διευκόλυνση ή άλλη νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών, ενώ δύνανται να υπαχθούν μετά από επιλογή του οφειλέτη και βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές που τελούν σε διοικητική ή δικαστική αναστολή.
5. Εξαιρούνται και δεν υπάγονται στη ρύθμιση οφειλέτες που κατά το χρόνο υπαγωγής έχουν καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό για φοροδιαφυγή.
6. Για την υπαγωγή στη ρύθμιση είναι απαραίτητα: α) η αναλυτική δήλωση όλων των εισοδημάτων, περιουσιακών στοιχείων και τυχόν οφειλών προς τρίτα πρόσωπα, β) η διαπίστωση ότι έχουν υποβληθεί οι φορολογικές δηλώσεις της τελευταίας πενταετίας και γ) αν οι συνολικές βασικές οφειλές υπερβαίνουν το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, η προσκόμιση στοιχείων από τα οποία προκύπτει η πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία και η δυνατότητα τήρησης των όρων της ρύθμισης, με υπογραφή για τον έλεγχο και την πιστοποίηση αυτών από ανεξάρτητο εκτιμητή. Για συνολικές βασικές οφειλές που υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, πέραν της τήρησης των οριζόμενων στο προηγούμενο εδάφιο προϋποθέσεων απαιτείται η πρόσθετη παροχή εγγύησης ή διασφάλισης ή εμπράγματης ασφάλειας για το σύνολο αυτών. Ανεξάρτητος εκτιμητής θα προσδιορίσει την αξία της προσφερόμενης διασφάλισης.
7. Η πρώτη δόση της ρύθμισης είναι καταβλητέα μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την ημέρα υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, οι δε επόμενες δόσεις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών. Η καταβολή της οφειλής δύναται να πραγματοποιείται μέσω πάγιας εντολής στους φορείς είσπραξης. Η καθυστέρηση πληρωμής μίας δόσης συνεπάγεται την επιβάρυνση αυτής με προσαύξηση δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Η δόση αυτή με την αναλογούσα προσαύξηση πρέπει να καταβληθεί το αργότερο μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας καταβολής της επόμενης δόσης.
8. Η ρύθμιση απόλλυται με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, σύμφωνα με τα στοιχεία βεβαίωσης και την άμεση επιδίωξη της είσπραξής του με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα, τηρουμένων και των διατάξεων περί δημοσιοποίησης ληξιπρόθεσμων οφειλών του άρθρου 9 του ν. 3943/2011 (Α΄ 66), εάν ο οφειλέτης:
- α) δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα μία δόση της ρύθμισης πέραν της μίας φοράς,
- β) καθυστερήσει την καταβολή της τελευταίας δόσης της ρύθμισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός,
- γ) δεν υποβάλλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης καταβολής των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή τους,
- δ) δεν είναι ενήμερος στις οφειλές του από την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και μετά,
- ε) έχει υποβάλει ελλιπή ή αναληθή στοιχεία προκειμένου να του χορηγηθεί η ρύθμιση.
9. Η υπαγωγή στην εν λόγω ρύθμιση τμηματικής καταβολής και η συνεπής συμμόρφωση σε αυτή παρέχει στον οφειλέτη τα ακόλουθα ευεργετήματα:
- α) Χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. μηνιαίας ισχύος, σύμφωνα με τις λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 26 του ν.182/1990, όπως ισχύει και με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου.
- β) Αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.1882/1990 ή, εφόσον άρχισε η εκτέλεσή της, διακόπτεται.
- γ) Αναστέλλεται η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών ή ακινήτων με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά μόνο οφειλές που ρυθμίζονται με τις διατάξεις αυτού του άρθρου. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της ρύθμισης, εφόσον δεν πιστώνονται με άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί. Αν ο οφειλέτης απολέσει το ευεργέτη μα της ρύθμισης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.
- δ) Αναστέλλεται η εκτέλεση του μέτρου που προβλέπεται από το άρθρο 7 του ν. 2120/1993 (Α΄ 24), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 παρ. 3 του ν. 2523/1997 (Α΄ 179).
10. Το Δημόσιο προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του Δημοσίου και μέχρι του ύψους των οφειλών του, κατά τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (K.E.Δ.E.) και μετά τη συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση τμηματικής καταβολής που του χορηγήθηκε.
11. Το Δημόσιο διατηρεί το δικαίωμα και μετά τη συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση τμηματικής καταβολής που του χορηγήθηκε:
- α) να επιβάλει κατασχέσεις και να εγγράφει υποθήκες σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη των συνυπόχρεων προσώπων ή των εγγυητών, εφόσον η οφειλή δεν είναι ασφαλισμένη,
- β) να μη χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας στα πρόσωπα της προηγούμενης περίπτωσης, ακόμη και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης αυτού, εφόσον η οφειλή δεν είναι ασφαλισμένη,
- γ) να δίνει εντολή παρακράτησης μέρους ή του συνόλου της χρηματικής απαίτησης του οφειλέτη κατά τρίτων προσώπων, για την είσπραξη της οποίας ζητείται το αποδεικτικό ενημερότητας.
12. Τα ποσά που εισπράττονται από την παρακράτηση ποσοστού απαίτησης του οφειλέτη λόγω της χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων ή κατόπιν συμψηφισμού, καλύπτουν δόση ή δόσεις της χορηγηθείσας ρύθμισης.
13. Η παραγραφή των οφειλών για τις οποίες υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση αναστέλλεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση, ανεξαρτήτως καταβολής οποιουδήποτε ποσού και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα έτος από τη λήξη της τελευταίας δόσης αυτής.
14. Αρμόδιο όργανο για τη χορήγηση της ρύθμισης του άρθρου αυτού είναι ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων ο οποίος δύναται με απόφασή του να εκχωρεί την αρμοδιότητα αυτή.
15. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται: α) οι προϋποθέσεις υπαγωγής στις ανωτέρω διατάξεις και μέσω διαδικτυακής εφαρμογής της Γ.Γ.Π.Σ., β) τα είδη των οφειλών τα οποία δύνανται να υπαχθούν σε ρύθμιση άνω των δώδεκα (12) δόσεων της περίπτωσης 1 της παρούσας υποπαραγράφου, γ) τα απαιτούμενα στοιχεία, ανά ύψος βασικής οφειλής, τα οποία θα δηλώνονται ή και προσκομίζονται, καθώς και η επαγγελματική ιδιότητα των ανεξάρτητων εκτιμητών, όπου προβλέπονται, δ) οι φορολογικές υποχρεώσεις οι οποίες πρέπει να εκπληρώνονται για να μην απωλεσθεί η ρύθμιση, ε) οι περιπτώσεις για τις οποίες η φορολογική διοίκηση θα απαιτεί υποχρεωτικά την πληρωμή της ρύθμισης μέσω πάγιας εντολής στους φορείς είσπραξης, στ) επιπλέον όροι και προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να καθίσταται ενεργή η ρύθμιση και ζ) οι λεπτομέρειες και κάθε ειδικότερο θέμα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου αυτού. Με όμοια απόφαση καθορίζεται η ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας υποπαραγράφου που δεν μπορεί να είναι μεταγενέστερη της 1ης Ιουλίου 2013.
16. Από την ημερομηνία που καθορίζεται κατά την προηγούμενη περίπτωση της παρούσας υποπαραγράφου, δεν επιτρέπεται η χορήγηση διευκολύνσεων – ρυθμίσεων τμηματικής καταβολής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13 έως και 21 του ν. 2648/1998 (Α΄ 238) και του άρθρου 14 του ν. 3888/2010 (Α΄ 175). )
(Σ.Σ. Βεβαίωση του φόρου
Άρθ.53.,Παρ.1. : Ο προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. βεβαιώνει στο όνομα του υπόχρεου που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 35 τον κύριο και πρόσθετο φόρο που προκύπτει:
- α) Βάσει των δηλώσεων που υποβάλλονται.
- β) Βάσει των πράξεων προσδιορισμού του φόρου που αναφέρονται στα άρθρα 49 και 50. Στην περίπτωση πράξεων του άρθρου 49, για τις οποίες έχει ασκηθεί εμπρόθεσμη προσφυγή, η είσπραξη του 50% του ποσού που βεβαιώθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, αναστέλλεται έως την κοινοποίηση στην αρμόδια φορολογική αρχή της οριστικής πρωτόδικης απόφασης.
- γ) Βάσει οριστικών αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων ή πρακτικών δικαστικού συμβιβασμού.
Για τη βεβαίωση του φόρου, ο προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. συντάσσει χρηματικό κατάλογο μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από τη λήξη του μήνα που αποκτήθηκε ο τίτλος βεβαίωσης και πάντως όχι αργότερα από τρία έτη από το τέλος του έτους κατά το οποίο αποκτήθηκε ο τίτλος βεβαίωσης.
Η παράλειψη βεβαίωσης του φόρου μέσα στην προθεσμία των δύο μηνών που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα, που τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.
Άρθ.53.,Παρ.2. : ...................
Άρθ.53.,Παρ.3. : Η αναστολή που χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200 έως 205 του ν. 2717/1999 και της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 δεν αποκλείει την ολοκλήρωση της διαδικασίας βεβαίωσης και ταμειακώς του αμφισβητούμενου κύριου φόρου και του πρόσθετου φόρου που βεβαιώνεται σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 1.
Άρθ.53.,Παρ.4. : Φόρος που έχει ήδη βεβαιωθεί , κατά το ποσό που δεν οφείλεται με βάση οριστική απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου, εκπίπτεται ή επιστρέφεται, κατά περίπτωση.
Άρθ.53.,Παρ.5. : Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται ο τύπος, το περιεχόμενο και ο τρόπος σύνταξης του χρηματικού καταλόγου. Με κοινές αποφάσεις του ίδιου Υπουργού και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, μπορεί να ορίζονται και άλλες, εκτός από τις Δ.Ο.Υ., αρχές ή τράπεζες για την είσπραξη του φόρου.)
(Σ.Σ.Πρόσθετοι φόροι
Άρθ.1.,Παρ.1. : Αν ο κατά τη φορολογική νομοθεσία υπόχρεος να υποβάλει δήλωση και ανεξάρτητα από την πρόθεση του να αποφύγει ή όχι την πληρωμή φόρου:
- α) υποβάλει εκπρόθεσμη δήλωση, υπόκειται σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί του οφειλόμενου με τη δήλωση φόρου για κάθε μήνα καθυστέρησης,
- β) υποβάλει ανακριβή δήλωση, υπόκειται σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί του φόρου την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε λόγω της ανακρίβειας, για κάθε μήνα καθυστέρησης,
- γ) δεν υποβάλει δήλωση, υπόκειται σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε ποσοστό δυόμισι τοις εκατό (2,50%) επί του φόρου την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε λόγω μη υποβολής δήλωσης, για κάθε μήνα καθυστέρησης.
Άρθ.1.,Παρ.2. : Στο φόρο προστιθέμενης αξίας, στο φόρο κύκλου εργασιών και στους παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη και εισφορές τα παραπάνω ποσοστά πρόσθετων φόρων ορίζονται σε ενάμισι τοις εκατό (1,50%) για την εκπρόθεσμη δήλωση, σε τρία τοις εκατό (3%) για την ανακριβή δήλωση και σε τριάμισι τοις εκατό (3,50%) για τη μη υποβολή δήλωσης. Οι πρόσθετοι αυτοί φόροι επιβάλλονται τόσο στην προσωρινή όσο και στην εκκαθαριστική δήλωση, καθώς και στις δηλώσεις αποθεμάτων των παραγράφων 11 και 12 των άρθρων 32 και 33 αντίστοιχα του ν. 1642/1986 (ΦΕΚ 125 Α'). Απαγορεύεται η με οποιονδήποτε τρόπο επίρριψη του πρόσθετου φόρου από τον υπόχρεο σε παρακράτηση στον πραγματικό φορολογούμενο.Ο φόρος προστιθέμενης αξίας που καταλογίζεται στα πρόσωπα του άρθρου 41 του Κώδικα Φ.Π.Α., που έτυχαν επιστροφής χωρίς να τον δικαιούνται, υπόκειται σε πρόσθετο φόρο, που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο για την ανακριβή δήλωση.
Άρθ.1.,Παρ.3. : .Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και όταν από την κείμενη νομοθεσία προβλέπεται απόδοση φόρου εντός ορισμένης προθεσμίας χωρίς την υποβολή δήλωσης, οπότε ως εκπρόθεσμη δήλωση νοείται η εκπρόθεσμη απόδοση του φόρου, ως ανακριβής δήλωση νοείται η ελλιπής απόδοση του φόρου και ως μη δήλωση θεωρείται η μη απόδοση του φόρου που οφείλεται. Εξαιρετικά, οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται για τα τέλη κυκλοφορίας των οχημάτων που καταβάλλονται με ειδικό σήμα και το τέλος διενέργειας ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων.
Άρθ.1.,Παρ.4. : Ανακριβής δήλωση θεωρείται η δήλωση στην οποία μεταξύ του φόρου που προκύπτει με βάση τα όσα δηλώθηκαν με αυτή και του φόρου που καταλογίζεται υφίσταται διαφορά, ανεξάρτητα από την αιτία στην οποία οφείλεται αυτή. Στη φορολογία του ν.δ.118/1973 (ΦΕΚ 202 Α') δεν θεωρείται ανακρίβεια της δήλωσης και δεν επιβάλλεται πρόσθετος φόρος λόγω ανακρίβειας,όταν η διαφορά μεταξύ της αξίας ολόκληρης της κληρονομικής μερίδας ή κληροδοσίας που δηλώθηκε δεν είναι μεγαλύτερη του είκοσι τοις εκατό (20%) της αξίας τους που οριστικά καθορίσθηκε, μετά την έκπτωση του παθητικού. Όταν συνυπολογίζονται και προγενέστερες δωρεές, γονικές παροχές ή προίκες λαμβάνονται υπόψη και συγκρίνονται τα αθροίσματα των μερίδων των δωρεών, γονικών παροχών ή προικών, που δηλώθηκαν και οριστικά καθορίσθηκαν. Αν η αξία των δωρεών, γονικών παροχών και προικών, που συνυπολογίζονται δεν είναι οριστική, λαμβάνεται υπόψη αυτή που δηλώθηκε, με την επιφύλαξη της διενέργειας νέας εκκαθάρισης μετά την οριστικοποίηση της. Στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων και στο φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας δεν θεωρείται ανακρίβεια της δήλωσης όταν η διαφορά μεταξύ της αξίας που δηλώθηκε και αυτής που προσδιορίστηκε με βάση το σύστημα των συγκριτικών στοιχείων δεν υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20%). Σε περίπτωση ανακρίβειας των περιγραφικών στοιχείων των ακινήτων στη φορολογία κεφαλαίου γενικά και ανεξάρτητα από το σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας αυτών, η δήλωση θεωρείται πάντοτε ανακριβής και επιβάλλεται πρόσθετος φόρος έστω και αν η διαφορά φόρου δεν υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20%).
Άρθ.1.,Παρ.5. : Όταν έχει υποβληθεί εκπρόθεσμη συμπληρωματική δήλωση, ως φόρος που προκύπτει με τη δήλωση θεωρείται το συνολικό ποσό φόρου αρχικής και συμπληρωματικής δήλωσης. Σε περίπτωση καταλογισμού ποσού φόρου μετά από έλεγχο, ο πρόσθετος φόρος ανακρίβειας επιβάλλεται στη διαφορά του φόρου μεταξύ του ποσού που προκύπτει με την αρχική συν τη συμπληρωματική δήλωση και του ποσού του φόρου που από έλεγχο καταλογίζεται.
Άρθ.1.,Παρ.6. : .Σε περίπτωση μερικής διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, για τον προσδιορισμό της ανακρίβειας επί της τυχόν επιπλέον διαφοράς που προσδιορίζεται από το δικαστήριο, λαμβάνεται υπόψη η διαφορά μεταξύ του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογητέα ύλη που προσδιορίσθηκε από το δικαστήριο και του φόρου που αναλογεί στη φορολογητέα ύλη που προέκυψε από τη μερική διοικητική επίλυση της διαφοράς.
Άρθ.1.,Παρ.7. : Στη φορολογία κεφαλαίου ως παράλειψη υποβολής δήλωσης θεωρείται η μη αναγραφή περιουσιακών στοιχείων στη δήλωση που υποβλήθηκε, καθώς και η σύμβαση δωρεάς που με το συμβόλαιο χαρακτηρίσθηκε εικονικά ως αγοραπωλησία. Στην περίπτωση αυτή ο πρόσθετος φόρος υπολογίζεται επί της διαφοράς του φόρου τον οποίο ζημιώθηκε το Δημόσιο λόγω της εικονικότητας. Σε ανακρίβεια δηλωθέντων και παράλειψη δήλωσης άλλων περιουσιακών στοιχείων οι πρόσθετοι φόροι ανακρίβειας και παράλειψης υποβολής της δήλωσης υπολογίζονται επιμεριστικά
Άρθ.1.,Παρ.8. : Πρόσθετος φόρος δεν επιβάλλεται εφόσον ο φορολογούμενος:
α) ακολούθησε τις εγκυκλίους του Υπουργείου των Οικονομικών ή έγγραφες θέσεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής αναφορικά με τη φορολογική του υποχρέωση. Ο φορολογούμενος πάντως δεν μπορεί να επικαλεσθεί τις άνω εγκυκλίους ή έγγραφα, εφόσον δόθηκε από το Σ.τ.Ε. αντίθετη ερμηνεία στις σχετικές διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας. Στην τελευταία περίπτωση η φορολογική αρχή επιβάλλει πρόσθετο φόρο μετά την ανάκληση των πιο πάνω εγκυκλίων ή εγγράφων. )
(Σ.Σ. Τρόπος καταβολής του φόρου
Άρθ.54.,Παρ.1. : Ο φόρος που οφείλεται βάσει περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων, καταβάλλεται εφάπαξ, με την υποβολή των δηλώσεων που προβλέπουν οι διατάξεις του παρόντος νόμου, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 38.
Άρθ.54.,Παρ.2. : Ο φόρος που οφείλεται καταβάλλεται εφάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 53 μετά την αφαίρεση των ενδιάμεσων καταβολών.
Άρθ.54.,Παρ.3. : Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ορίζονται ο τρόπος καταβολής του φόρου, οι προϋποθέσεις, οι διαδικασίες και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την απόδοση του οφειλόμενου φόρου. )
(Σ.Σ. Όταν η διαφορά λυθεί με δικαστικό συμβιβασμό ή ολικά ή μερικά με διοικητική επίλυση, ο επιπλέον πρόσθετος φόρος υπολογίζεται για το ποσό του φόρου μέχρι το χρονικό σημείο της υπογραφής της συμβιβαστικής ή διοικητικής επίλυσης της διαφοράς και ο πρόσθετος φόρος που προκύπτει συνολικά περιορίζεται στα τρία πέμπτα (3/5) αυτού.Τα οριζόμενα στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 εφαρμόζονται και κατά την επίλυση της διαφοράς σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο. )