ΠΡΩΤΟΛΟΓΙΑ

Κυρία Συνάδελφε,

Με την Επίκαιρη Ερώτησή σας επανέρχεστε σε ένα σημαντικό θέμα, το οποίο κατά καιρούς έχει απασχολήσει τη δημόσια συζήτηση.

Και για το οποίο, ορθώς, επιδεικνύεται ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Θίγετε το ζήτημα τόσο του μισθολογικού όσο και του λειτουργικού κόστους των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών, ο εξορθολογισμός του οποίου, όπως και για κάθε διάσταση λειτουργίας των δομών της Πολιτείας, συνεισφέρει στην ευρύτερη προσπάθεια για την εδραίωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, προσαρμογής και πειθαρχίας.

Όταν, μάλιστα, πρόκειται για το μισθολογικό κόστος, το ζήτημα αποκτά, πέρα από τη δημοσιονομική, και κοινωνική διάσταση.

Και αυτό διότι το ζήτημα της εφαρμογής των διατάξεων που διέπουν το νέο μισθολόγιο είναι καθοριστικό για την κοινωνική «νομιμοποίηση» της εθνικής προσπάθειας που καταβάλλεται.

Ήδη την περασμένη εβδομάδα, σε σχετική Επίκαιρη Ερώτηση Συναδέλφου, ανέπτυξα τις πρωτοβουλίες του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους αναφορικά με τη συνεχή παρακολούθηση της εφαρμογής του ενιαίου μισθολογίου.

Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι πρωτοβουλίες και κινήσεις για τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές που έχουν ληφθεί το τελευταίο έτος.

Συγκεκριμένα:

1ον. Με έγγραφο της πολιτικής ηγεσίας του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους στις 27 Φεβρουαρίου ζητήθηκε από τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές να τεκμηριώσουν την εναρμόνισή τους με τις κείμενες μισθολογικές διατάξεις (νόμοι 3845/2010, 3833/2010, 4092/2012). Σε συνέχεια του εν λόγω εγγράφου οι διοικήσεις των Αρχών απέστειλαν σχετικές απαντήσεις.

2ον. Με επιστολή του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών στις 18 Ιουνίου προς το Γενικό Διευθυντή Μισθών ζητήθηκε η άποψη και η αξιολόγηση της υπηρεσίας επί των εν λόγω απαντήσεων αναφορικά με το βαθμό εναρμόνισης των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών με τα προβλεπόμενα από το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.

Μετά από την ανάλυση των εγγράφων από τις αρμόδιες υπηρεσίες, προέκυψε πως, κατά δήλωσή τους, όλες οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές έχουν εναρμονιστεί μισθολογικά ως προς την εφαρμογή των κείμενων διατάξεων.

Ωστόσο, πλήρης εικόνα για ενδεχόμενες μισθολογικές αποκλίσεις δύναται να διαμορφωθεί μόνο μέσω διενέργειας μισθολογικών ελέγχων από τις αρμόδιες υπηρεσίες.

3ον. Με επιστολή του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών στις 30 Οκτωβρίου προς το Γενικό Διευθυντή Δημοσιονομικών Ελέγχων, και αποστολή του σχετικού φακέλου, ζητήθηκε οι αρμόδιες υπηρεσίες να προβούν, όπου κρίνουν απαραίτητο στο πλαίσιο του ελεγκτικού τους έργου, στις ενδεδειγμένες ενέργειες.

Κατόπιν αυτού η Επιτροπή Συντονισμού Ελέγχων στην 27η Συνεδρίασή της (20.11.2013) αποφάσισε την ένταξη των ανωτέρω ελέγχων στον προγραμματισμό ελέγχων από τη Γενική Διεύθυνση Δημοσιονομικών Ελέγχων κατά την επικείμενη περίοδο.

4ον. Με εντολή του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών διενεργείται, κατά την τρέχουσα περίοδο, δειγματοληπτικός έλεγχος σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων Ανεξαρτήτων Διοικητικών Αρχών, για τη διασφάλιση της ορθής και ομοιόμορφης εφαρμογής του ισχύοντος μισθολογικού πλαισίου.

 

Κυρία Συνάδελφε,

Οι κινήσεις αυτές προωθούνται για να διασφαλίσουμε ότι δεν υπάρχουν νησίδες μισθολογικής απόκλισης ούτε στις Ανεξάρτητες Αρχές, ούτε και σε άλλο φορέα της Γενικής Κυβέρνησης.

Νησίδες που, όπως σας είχα αναφέρει σε παλαιότερη σχετική Επίκαιρη Ερώτηση, υπήρξαν, αλλά αντιμετωπίστηκαν.

Και αυτό γιατί «α λα καρτ» εφαρμογή των Νόμων δεν νοείται.

Κατά τη δευτερολογία μου θα σας αναφέρω τα αποτελέσματα των πρόσφατων ελέγχων, αλλά και θα σας απαντήσω για το δεύτερο σκέλος της Ερώτησής σας, αυτό για τη στέγαση των Αρχών.

 

ΔΕΥΤΕΡΟΛΟΓΙΑ

 

Κυρία Συνάδελφε,

Θεωρώ οτι οι προσεγγίσεις μας συγκλίνουν, όπως και με τους περισσότερους συναδέλφους μέσα στην αίθουσα.

Ο στόχος είναι κοινός.

Να μην υπάρχουν περιπτώσεις μη τήρησης του σχετικού νομικού πλαισίου, οι οποίες υπονομεύουν, σε όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, την τεράστια προσπάθεια που έχει καταβάλλει η κοινωνία για να έχουμε τα σημερινά δημοσιονομικά αποτελέσματα.

Για αυτό το λόγο και αναπτύσσουμε ένα στενό πλαίσιο ελέγχου και παρακολούθησης όλων των φορέων, όπως σας προανέφερα, ώστε καινα εντοπιστούν παρελθούσες αποκλίσεις, αλλά και να μην προκύψουν νέες.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, οι δειγματοληπτικοί έλεγχοι που έγιναν πρόσφατα στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας κατέδειξαν ότι, σήμερα, δεν υπάρχει κάποιο ζήτημα όσον αφορά συνολικά τις αποδοχές του προσωπικού τους.

Και αυτό διότι φαίνεται να έχουν εφαρμόσει τις διατάξεις του νέου μισθολογίου και να έχουν κατατάξει τους υπαλλήλους στους οικείους βαθμούς και μισθολογικά κλιμάκια, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του ν. 4024/2011.

Για να υπάρχει μια εικόνα για τη μισθολογική προσαρμογή στις συγκεκριμένες Αρχές, οι οποίες απασχολούν εξειδικευμένο προσωπικό, αξίζει να αναφέρουμε ότι:

  •  Στην Επιτροπή Ανταγωνισμού το μέσο μισθολογικό κόστος μειώθηκε, την τελευταία τριετία, περίπου κατά 16%.
  •  Στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας το μέσο μισθολογικό κόστος μειώθηκε περίπου κατά 29%.

Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι 4 Ανεξάρτητες Αρχές (Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, Εθνική Αναλογιστική Αρχή, Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων) δεν έχουν ενταχθεί στο σύστημα πληρωμής της Ενιαίας Αρχής Πληρωμών.

Και δρομολογούνται κινήσεις για να ενσωματωθούν άμεσα στο εν λόγω σύστημα.

Συνεχίζεται, συνεπώς, η παρακολούθηση των Αρχών, όπως και όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης.

Αυτό, άλλωστε, επιτάσσει η προσήλωση στην κοινωνική δικαιοσύνη και στην οικονομική αποτελεσματικότητα.

 

Κυρία Συνάδελφε,

Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η Κυβέρνηση όσον αφορά και το κόστος στέγασης των δομών των Ανεξαρτήτων Διοικητικών Αρχών.

Ειδικότερα, επικεντρώνεται σε δύο άξονες.

Από τη μία πλευρά, εστιάζει στο κόστος των μισθωμάτων των κτιρίων των Αρχών (νόμοι 4002/2011 και 4081/2012).

Έτσι, την τελευταία περίοδο έχει επιτευχθεί μηνιαία εξοικονόμηση που υπερβαίνει τις 180.000 ευρώ, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις Αρχών η μείωση έφτασε και το 45% του αρχικού μισθώματος.

Από την άλλη πλευρά, εστιάζει στο ενδεχόμενο μετεγκατάστασης των δομών των Αρχών σε δημόσια κτίρια.

Όπως έχω ενημερωθεί αρμοδίως, ήδη εκπονείται πρόγραμμα εντοπισμού κατάλληλων δημόσιων κτιρίων, από τα περιλαμβανόμενα στο Μητρώο Ακίνητης Περιουσίας, το οποίο τηρείται στη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας.

Πρόκειται για μία διαδικασία η οποία δεν είναι εύκολη, πέραν των όποιων γραφειοκρατικών ζητημάτων, για δύο βασικούς λόγους:

1ος. Η τήρηση μιας σειράς από λειτουργικές και τεχνικές παραμέτρους, που συχνά σχετίζονται και με τη φύση του αντικειμένου της Αρχής, επηρεάζουν σημαντικά τους όρους κόστους - ωφέλους μίας μεταφοράς των δομών της Αρχής, καθιστώντας μη συμφέρουσες για το Δημόσιο ορισμένες κτιριακές μεταφορές.

2ος. Η μετεγκατάσταση των Αρχών σε κτίρια Ταμείων ή Ιδρυμάτων, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεσπιστεί υποχρεωτική.

Και αυτό διότι από τη μία πλευρά οι Αρχές συνιστούν αυτόνομα νομικά πρόσωπα, μη ανήκοντα στο Κράτος, με αυτόνομες διοικήσεις και προϋπολογισμό.

Και από την άλλη πλευρά, η μετεγκατάσταση σε ακίνητο ιδιοκτησίας Ταμείου, προϋποθέτει αφενός τη συναίνεση της Διοίκησής του και αφετέρου δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτονόητα επωφελής για το Δημόσιο, αφού εξυπηρετεί το σκοπό του Ταμείου που είναι η μεγιστοποίηση των εσόδων του.

Ενώ, όσον αφορά τα Ιδρύματα, χρειάζεται να γίνει διάκριση σε δύο κατηγορίες:

  •  Σε ιδρύματα που ανήκουν στην άμεση διαχείριση του Υπουργείου Οικονομικών, δηλαδή αυτά στα οποία ο κοινωφελής σκοπός που έταξε ο διαθέτης εκτελείται από το Δημόσιο.
  •  Σε ιδρύματα με αυτόνομη διοίκηση.

Και στις δύο περιπτώσεις, η εκμίσθωση ακινήτου των Ιδρυμάτων αυτών γίνεται στον προσφέροντα τη μεγαλύτερη τιμή, επ’ ωφελεία του κοινωφελούς ιδρύματος και όχι του Δημοσίου.

Πρόκειται, συνεπώς, για ένα ιδιαίτερα δύσκολο και πολύπλοκο ζήτημα, το οποίο οι αρμόδιοι, αλλά και οι εμπλεκόμενοι, το εξετάζουν κατά περίπτωση.