ΠΟΛ.1002/3.1.2011

Παροχή διευκρινίσεων για την εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 1 έως 5 του άρθρου 16 του Ν.3888/2010 και διαβίβαση αναφορών για φορολογικά αδικήματα κατά το άρθρο 29 του Ν.3691/2008

ΠΟΛ1002/2011

Παροχή διευκρινίσεων για την εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 1 έως 5 του άρθρου 16 του Ν.3888/2010 και διαβίβαση αναφορών για φορολογικά αδικήματα κατά το άρθρο 29 του Ν.3691/2008

ΠΟΛ.1002/3.1.2011

Σε συνέχεια του υπ’ αριθ. 1130941/ΓΔ/6.10.2010 εγγράφου, με το οποίο κοινοποιήθηκαν οι διατάξεις του Ν.3888/2010 (ΦΕΚ 175/Α’) «Εκούσια κατάργηση φορολογικών διαφορών, ρύθμιση ληξιπρόθεσμων χρεών, διατάξεις για την αποτελεσματική τιμωρία της φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις», παρέχουμε τις ακόλουθες διευκρινίσεις για την εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 1 έως 5 του άρθρου 16 του νόμου αυτού, με τις οποίες τροποποιούνται ορισμένες διατάξεις του Ν.2523/1997 περί ποινικών κυρώσεων για φορολογικά αδικήματα με σκοπό την αποτελεσματικότερη τιμωρία της φοροδιαφυγής:
1. Με την παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 18 του Ν.2523/1997, η οποία αναφέρεται στο αδίκημα της μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του ΦΠΑ, του Φόρου Κύκλου Εργασιών (ΦΚΕ) και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, καθώς και στις προβλεπόμενες σχετικές ποινές. Με τις νέες διατάξεις οι προβλεπόμενες ποινές γίνονται αυστηρότερες και συγκεκριμένα ενώ με τις προϊσχύσασες διατάξεις προβλεπόταν ποινή [φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη, ανάλογα με το ύψος των ποσών] για τις περιπτώσεις μη απόδοσης κ.λπ. που τα σχετικά ποσά των κύριων φόρων, τελών ή εισφορών υπερέβαιναν τα 3.000 ευρώ σε ετήσια βάση, με τις νέες διατάξεις προβλέπεται πλέον ποινή (φυλάκιση) και για οποιουδήποτε ύψους ποσά μέχρι 3.000 ευρώ. Συγχρόνως, επαναδιατυπώνεται και αποσαφηνίζεται, προς άρση αμφιβολιών, η έννοια του παραπάνω αδικήματος και ειδικότερα ορίζεται ότι το αδίκημα αυτό διαπράττει ο φορολογούμενος ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή τους δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους ως άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας την φορολογική αρχή με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, έλαβε επιστροφή ΦΠΑ.
2. Με την παρ. 2 αντικαθίσταται η παρ. 5 του άρθρου 19 του Ν.2523/1997, όπως αυτή προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 76 του Ν.3842/2010. Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, αυξάνεται η ποινή φυλάκισης από τουλάχιστον δύο (2) μήνες σε τουλάχιστον τέσσερις (4) μήνες για τον υπόχρεο που δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβώς τα προβλεπόμενα από τον ΚΒΣ στοιχεία κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών ή δεν καταχωρεί στα πρόσθετα βιβλία της παρ. 5 του άρθρου 10 του ίδιου Κώδικα τις συναλλαγές για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί τα οικεία στοιχεία εσόδων, εφόσον εμπίπτει στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 13 του Ν.2523/1997 περί αναστολής λειτουργίας επαγγελματικών εγκαταστάσεων. Περαιτέρω, αυξάνεται επίσης η ποινή φυλάκισης από τουλάχιστον τρεις (3) μήνες σε τουλάχιστον έξι (6) μήνες για τον υπόχρεο που επαναλαμβάνει τις προαναφερόμενες παραβάσεις σε διάστημα τριών (3) ετών από την έκδοση της ΑΥΟ για αναστολή λειτουργίας των επαγγελματικών του εγκαταστάσεων (σχετ. και η ΕΥΟ ΠΟΛ.1092/14.6.2010).
3. Με την παρ. 3 αντικαθίσταται το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 21 του Ν.2523/1997, βάσει δε των νέων διατάξεων επεκτείνεται η άμεση υποβολή μηνυτήριας αναφοράς αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου των φορολογικών αρχών και σε άλλες περιπτώσεις φοροδιαφυγής πέραν των ήδη προβλεπόμενων. Ειδικότερα, η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του φορολογικού ελέγχου, με βάση τα πορίσματα αυτού, στις ακόλουθες πλέον περιπτώσεις αδικημάτων:
α) Επί μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του ΦΠΑ, του ΦΚΕ και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, εφόσον το ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς που ο υπόχρεος δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς ή συμψήφισε ή εξαπατώντας την φορολογική αρχή έλαβε ως επιστροφή ΦΠΑ υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα 75.000 ευρώ.
β) Επί περιπτώσεων της κατά τα ανωτέρω παρ. 5 του άρθρου 19 του Ν.2523/1997, δηλαδή επί παραβάσεων υπόχρεων οι οποίοι εμπίπτουν στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 13 του ίδιου νόμου, όπως αυτές ισχύουν, όταν το πλήθος των μη εκδοθέντων στοιχείων είναι πάνω από δέκα (10) ή υπερβαίνουν σε αξία τα 500 ευρώ.
γ) Επί έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων που αφορούν την ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ (η περίπτωση αυτή προϋπήρχε). Τονίζεται ότι, όπως ορίζεται από τις ανωτέρω διατάξεις, σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου.
4. Με την παρ. 4 αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 21 του Ν.2523/1997 και ορίζεται η υποχρέωση του προϊσταμένου της αρμόδιας φορολογικής αρχής σε όλες τις άλλες περιπτώσεις εκτός των αδικημάτων για τα οποία προβλέπεται ειδικό καθεστώς ως προς το χρόνο άσκησης μηνυτήριας αναφοράς (δηλαδή εκτός των αδικημάτων του άρθρου 19 του Ν.2523/1997 και περ. α’ προηγούμενης παρ. 3 της παρούσας), εφόσον ο υπόχρεος δεν έχει ασκήσει προσφυγή κατά του οικείου φύλλου ελέγχου ή πράξης και δεν έχει βεβαίως επιτευχθεί συνολικός καθοιονδήποτε τρόπο συμβιβασμός ή περαίωση της διαφοράς, να υποβάλει αμελλητί σχετική μηνυτήρια αναφορά στην αρμόδια εισαγγελική αρχή, με συνημμένα όλα τα απαραίτητα σχετικά έγγραφα (αντίγραφα της οικείας έκθεσης ελέγχου και της οικείας καταλογιστικής πράξης, καθώς και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής), για την άσκηση της κατά νόμο ποινικής δίωξης.
5. Με την παρ. 5 αντικαθίσταται η παρ. 5 του άρθρου 21 του Ν.2523/1997 και επανακαθορίζεται η αρμοδιότητα των δικαστηρίων για τα αδικήματα της φοροδιαφυγής, πλημμελήματα ή κακουργήματα.
6. Οι κατά τα ανωτέρω νέες ποινικές διατάξεις του άρθρου 16 του Ν.3888/2010 εφαρμόζονται για αδικήματα που διαπράττονται από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού δηλαδή από 30.9.2010 και μετά.
7. Κατόπιν των ανωτέρω και σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του Ν.3691/2008 «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις» (σχετ. ΕΥΟ ΠΟΛ.1127/31.8.2010), στα βασικά αδικήματα του άρθρου 3 του νόμου αυτού, όπως το άρθρο αυτό ισχύει, εντάσσεται πλέον από την ημερομηνία δημοσίευσης του Ν.3888/2010, δηλαδή από 30.9.2010, και η περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 18 του Ν.2523/1997, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει ύστερα από την αντικατάστασή της με την παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν.3888/2010 (μη απόδοση κ.λπ. ποσών ΦΠΑ κ.λπ. μέχρι 3.000 ευρώ σε ετήσια βάση). Συνεπώς, οι ΔΟΥ και τα Ελεγκτικά Κέντρα θα πρέπει πλέον να αποστέλλουν τις αναφορές που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 29 του Ν.3691/2008 και για τις νέες κατά τα ανωτέρω περιπτώσεις ποινικών αδικημάτων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΕΥΟ ΠΟΛ.1127/2010.
Υπενθυμίζεται ότι δεν διαβιβάζονται αναφορές για περιπτώσεις υποθέσεων αδικημάτων φοροδιαφυγής για τις οποίες επέρχεται συνολικός διοικητικός ή δικαστικός συμβιβασμός ή με άλλο τρόπο ολική διοικητική περαίωση της διαφοράς.
Για την διευκόλυνση των υπηρεσιών επισυνάπτεται στην παρούσα «Νέο Υπόδειγμα 2» αναφοράς Ν.3691/2008, σε αντικατάσταση του προηγούμενου, στο οποίο έχουν ενσωματωθεί και τα οριζόμενα από τις παραπάνω αναφερόμενες νέες διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν.3888/2010.