Άρειος Πάγος 1092 - 05/06/2012 

ΘΕΜΑ: Οι όροι Κανονισμού ή Οργανισμού Λειτουργίας των Υπηρεσιών του εργοδότη, με ισχύ ουσιαστικού νόμου, στον οποίο ο εργαζόμενος προσχωρεί, αποτελούν υποχρεωτικό περιεχόμενό της εργασιακής συμβάσεως.

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B1'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηλία Γιαννακάκη), Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Δημήτριο Κόμη και Ασπασία Καρέλλου (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Σπυρίδωνος Ζιάκα), Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Μαΐου 2012, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΑΕ" (ΔΕΗ), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 21-5-2012 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται.
Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Κ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Γλύκα.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-12-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2824/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4561/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23-2-2010 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 4-11-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι όροι Κανονισμού ή Οργανισμού Λειτουργίας των Υπηρεσιών του εργοδότη, με ισχύ ουσιαστικού νόμου, στον οποίο ο εργαζόμενος προσχωρεί, αποτελούν υποχρεωτικό περιεχόμενό της εργασιακής συμβάσεως (άρθρα 1 παρ. 2 ν.δ. 3789/1957, 12 παρ. 4 ν. 1767/1988, 8 παρ. 3 ν. 2224/1994).

Η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, από την 1.1.2001, έχει μετατραπεί σε ανώνυμη εταιρία υπό την επωνυμία ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΑΕ, διακριτικός τίτλος Δ.Ε.Η. ΑΕ ή Δ.Ε.Η. (άρθρα πρώτο, δεύτερο π.δ. 333/2000, 1 ν. 1468/1950, 43 ν. 2773/1999, 1 κ. ν. 2190/1920). Ο Κανονισμός Καταστάσεως Προσωπικού της Δ.Ε.Η. ΑΕ - Κ.Κ.Π./Δ.Ε.Η., καταρτίσθηκε με την από 4.10.1973 Ειδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Πρακτικό Καταθέσεως Υπ. Εργασίας 1316/5-10- 1973), δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με την 2842/442/24.10.1973 απόφαση του Υπουργού Απασχολήσεως και κυρώθηκε, αναδρομικώς, από 31.12.1973, με το άρθρο 2 ν.δ. 210/1974, έτσι, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (ΑΠΟλ. 4/2007). Στα άρθρα 1, 2, 3, 4, 5, 6, 22, 23, 25, 34, 42 του Κ.Κ.Π./Δ.Ε.Η. σε συνδυασμό προς το άρθρο 1 παρ. 1 ν.δ. 210/1974, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Με τον Κανονισμό, ρυθμίζονται, για το κάθε φύσεως προσωπικό/ μισθωτούς της εργοδότριας Δ.Ε.Η., οι όροι της συμβάσεως εργασίας, οι σχέσεις που διαμορφώνονται στην εκτέλεση της εργασίας και τα της ασκήσεως πειθαρχικής εξουσίας. Το προσωπικό συνδέεται μετά της Δ.Ε.Η., με "σχέση" εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, διακρίνεται δε, σε τακτικό και έκτακτο. Το τακτικό προσωπικό είναι αυτό που υπηρετεί σε οργανικές θέσεις και υπάγεται, αυτοδικαίως, στον Κανονισμό. Το έκτακτο προσωπικό είναι αυτό, που προσλαμβάνεται με έγγραφη σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, προς κάλυψη έκτακτων ή πρόσκαιρων αναγκών της Δ.Ε.Η. και, για όσο χρόνο παραμένει έκτακτο, δεν κατατάσσεται σε κλάδο, κατηγορία, βαθμίδα ή μισθολογικό κλιμάκιο. Επί του τακτικού προσωπικού έχουν εφαρμογή μόνο οι διατάξεις των άρθρων 10, 11, 15, 17, 18 και 19 του Κανονισμού (Αποζημιώσεις και οδοιπορικά έξοδα, ευκολίες συσσιτίου Ι Ηθικές αμοιβές προσωπικού, έκτακτες αμοιβές και παροχές / Ώρες εργασίας / Απαγόρευση άλλων έργων και ασχολιών / Υποχρεώσεις επιμέλειας, υπακοής και εχεμύθειας / Συμπεριφορά προσωπικού εσωτερική και προς τρίτους). Κατά τα λοιπά, οι σχέσεις του έκτακτου προσωπικού μετά της Δ.Ε.Η. διέπονται από τις γενικής ισχύος διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Ουδείς μισθωτός της Δ.Ε.Η. προσλαμβάνεται απευθείας, ως τακτικός. Το τακτικό προσωπικό κατατάσσεται σε κλάδους, οι κλάδοι υποδιαιρούνται σε κατηγορίες, οι κατηγορίες μπορεί να υποδιαιρεθούν σε βαθμίδες, στις οποίες αντιστοιχούν μισθολογικά κλιμάκια και αριθμός οργανικών θέσεων.
Οι κλάδοι αποτελούν γενικές διακρίσεις του προσωπικού, κατά το είδος της απασχολήσεώς του. Η κατηγορία περιλαμβάνει προσωπικό περισσοτέρων ειδικοτήτων. Κάθε τακτικός μισθωτός "εντάσσεται" (κατατάσσεται) σε μισθολογικό κλιμάκιο, βαθμίδα, κατηγορία και κλάδο σε πλήρωση κενής οργανικής θέσεως. Το έκτακτο προσωπικό μπορεί να ενταχθεί στο τακτικό προσωπικό. Η ένταξη γίνεται σε μισθολογικό κλιμάκιο της κατώτερης βαθμίδας κάθε κατηγορίας. Ο προηγηθείς της εντάξεως μισθωτού χρόνος υπηρεσίας του (προϋπηρεσία), ως έκτακτου, θεωρείται ως χρόνος δοκιμαστικής υπηρεσίας και συνυπολογίζεται στο χρόνο που, κατά τον Κανονισμό, απαιτείται για την πρώτη, μετά την ένταξη, μισθολογική προαγωγή και θεωρείται πως διανύθηκε στο μισθολογικό κλιμάκιο εντάξεως.
Στο άρθρο 9 της από 5.10.1989 Ειδικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας/Ε.Σ.Σ.Ε. μεταξύ Δ.Ε.Η. και Γενικής Ομοσπονδίας Προσωπικού Δ.Ε.Η (ΓENOΠ/Δ.Ε.H.), η οποία υπογράφηκε παρουσία του Υπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας (Πρακτικό Καταθέσεως Υπ. Εργασίας 256/15.10.1989, ΦΕΚ Β' 277, Πράξη Καταθέσεως στο Ειρηνοδικείο Αθηνών 117/7.11.1989) και άρχισε να ισχύει από 5.10.1989, ορίζεται ότι ο χρόνος πραγματικής υπηρεσίας πριν από την ένταξη, που διανύθηκε στη Δ.Ε.Η. οποτεδήποτε και με οποιασδήποτε μορφής σύμβαση εργασίας, συνεχή ή διακοπτόμενη, προσμετράται για τη μισθολογική και προαγωγική εξέλιξη του μισθωτού, εφόσον δεν έχει προσμετρηθεί με οποιονδήποτε τρόπο. Δεν προσμετράται ο πιο πάνω χρόνος πραγματικής υπηρεσίας, στις περιπτώσεις λύσεως της συμβάσεως εργασίας, λόγω αδικαιολόγητης απουσίας, επιβολής ποινής απολύσεως για πειθαρχικά παραπτώματα ή τρίτης στασιμότητας.
Ο χρόνος πραγματικής υπηρεσίας, ως άνω, "αποδεικνύεται αποκλειστικά και μόνο" από τις αντίστοιχες έγγραφες συμβάσεις εργασίας μετά της Δ.Ε.Η. και, "εν ελλείψει αυτών, αθροιστικά από υπηρεσιακές βεβαιώσεις προϋπηρεσίας, που θα αναφέρουν ρητά το είδος απασχολήσεως και βεβαιώσεις Ασφαλιστικού Οργανισμού ή ασφαλιστικά βιβλιάρια ή άλλο επίσημο αποδεικτικό στοιχείο δημόσιας Αρχής". Η προσμέτρηση του χρόνου αυτού υπηρεσίας, για τον τακτικό μισθωτό, κατά την 1.1.1986, "θα γίνεται με ανάλογη μετάθεση της ημερομηνίας χορηγήσεως του μισθολογικού κλιμακίου, που κατείχε, κατά την ως άνω χρονολογία, μετατιθεμένης αναλόγως και της ημερομηνίας χορηγήσεως και των επομένων μισθολογικών κλιμακίων, στα οποία, εν τω μεταξύ, έχει προαχθεί, ανεξαρτήτως της υπάρξεως ή όχι οργανικών θέσεων ως και της ημερομηνίας μελλοντικής κρίσεως" και εφαρμόζονται, κατά τα λοιπά, οι διατάξεις των άρθρων 4 (κλάδοι, κατηγορίας Ι ειδικότητες, βαθμίδες, προσόντα, οργανικές θέσεις προσωπικού), 22 (μισθολογικές προαγωγές) και 23 (μετατάξεις) του Κ.Κ.Π./Δ.Ε.Η. Για το μισθωτό, που εντάσσεται στο τακτικό προσωπικό, μετά την 1.1.1986, η προσμέτρηση του παραπάνω χρόνου "θα γίνεται, με μετάθεση της ημερομηνίας της πρώτης, μετά την ένταξη, προαγωγής ή της ημερομηνίας μελλοντικής κρίσεως" και εφαρμόζονται, επίσης, οι ρυθμίσεις των πιο πάνω άρθρων 4, 22 και 23 του Κ.Κ.Π./Δ.Ε.Η.
Οι σχετικές υπηρεσιακές μεταβολές θα γίνουν με πράξη του Διευθυντή Προσωπικού και οι οικονομικές συνέπειες των υπηρεσιακών αυτών μεταβολών δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να ανατρέξουν σε χρόνο πριν από την 1.1.1986.
Από τα προηγούμενα, προκύπτουν τα εξής: Κατά την ένταξη του έκτακτου προσωπικού στο τακτικό προσωπικό της Δ.Ε.Η., προσμετράται ο χρόνος πραγματικής υπηρεσίας του, που διανύθηκε στη Δ.Ε.Η., πριν από την ένταξή του, οποτεδήποτε και με οποιασδήποτε μορφής σύμβαση εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, συνεχή ή διακοπτόμενη, εκτός αν ο χρόνος αυτός έχει ήδη προσμετρηθεί, οπότε αποκλείεται η εκ νέου προσμέτρηση και δεν συντρέχει λόγος, από τους αναφερόμενους, μη συνυπολογισμού.
Άλλη προϋπόθεση δεν τίθεται, όπως, για την προσμέτρηση της προϋπηρεσίας, να πρέπει η προϋπηρεσία να έχει διανυθεί σε καθήκοντα ομοειδή με εκείνα του κλάδου και της κατηγορίας, στην οποία γίνεται η ένταξη του μισθωτού.
Για την προσμέτρηση τέτοιου χρόνου προϋπηρεσίας του μισθωτού, θεμελιώνεται ενοχικό δικαίωμα του μισθωτού (άρθρο 288 ΑΚ), που πηγάζει από την πιο πάνω Ειδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και τον Κ.Κ.Π./Δ.Ε.Η. και αντίστοιχη υποχρέωση της Δ.Ε.Η., η μη εκπλήρωση της οποίας συνιστά αθέτηση ενοχικής της υποχρεώσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι ο ήδη αναιρεσίβλητος, κάτοχος απολυτηρίου εξαταξίου γυμνασίου από το έτος 1973, απασχολείται στην ήδη αναιρεσείουσα, ως προσωπικό της, αντί μηνιαίου μισθού. Ημερομηνία προσλήψεώς του, ως έκτακτο προσωπικό, ήταν η 1.4.1978. Εντάχθηκε στο τακτικό προσωπικό της, την 1.2.1989, στον κλάδο Μισθωτοί Γενικών Υπηρεσιών, κατηγορία/ ειδικότητα ΓΥ3/Β (Φύλακες - Θυρωροί), μισθολογικό κλιμάκιο 13, βαθμίδα γ', με ταυτόχρονη μετάταξη στην κατηγορία ΔΟ2, κλάδος Διοικητικό - οικονομικοί, ειδικότητα Α (Διοικητικό - οικονομικοί Επιμελητές), μισθολογικό κλιμάκιο 12, βαθμίδα ε' και οργανική θέση στο Κέντρο Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, ήδη Διεύθυνση Πληροφορικής (169/31.1.1989 απόφαση εκκαλούσης).
Η εργασιακή του σύμβαση διέπεται από τον Κανονισμό Καταστάσεως Προσωπικού της εκκαλούσης, στον οποίο έχει προσχωρήσει. Για την ένταξή του στο τακτικό προσωπικό, ως άνω, η εκκαλούσα προσμέτρησε χρόνο πραγματικής υπηρεσίας, στο έκτακτο προσωπικό της, 4 έτη, 7 μήνες και 16 ημέρες. Εν τούτοις, προσμετρούμενο χρόνο πραγματικής υπηρεσίας στην εκκαλούσα, ως έκτακτο προσωπικό, πριν από την ένταξή του στο τακτικό προσωπικό, είχε 7 έτη, 9 μήνες και 4 ημέρες (2.829 ημέρες).
Ο εφεσίβλητος είχε δικαίωμα, κατά τον Κ.Κ.Π./Δ.Ε.Η. και την από 5.10.1989 Ε.Σ.Σ.Κ., να προσμετρήσει χρόνο πραγματικής υπηρεσίας στην εκκαλούσα, ως έκτακτο προσωπικό, πριν από την ένταξή του στο τακτικό προσωπικό, 7 έτη, 9 μήνες και 4 ημέρες. Με την προσμέτρηση αυτή, έπρεπε να κατέχει το 12ο μισθολογικό κλιμάκιο από 26.4.1981, το 11ο μισθολογικό κλιμάκιο από 26.4.1984, το 10ο μισθολογικό κλιμάκιο από 26.4.1987, το 9ο μισθολογικό κλιμάκιο από 26.4.1990, το 7ο μισθολογικό κλιμάκιο από 1.10.1991 (ανακλιμάκωση, κατά την από 28.2.1990 Ειδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πρακτικό Καταθέσεως Υπ. Εργασίας 22/22.3.1990, ΦΕΚ Β' 227, Πράξη Καταθέσεως στο Ειρηνοδικείο Αθηνών 13/28.3.1990), το 6ο μισθολογικό κλιμάκιο από 26.4.1993, το 5ο μισθολογικό κλιμάκιο από 26.4.1996, το 4ο μισθολογικό κλιμάκιο από 26.4.1999, το 3ο μισθολογικό κλιμάκιο από 26.4.2002 και το 2ο μισθολογικό κλιμάκιο από 26.4.2005. Από την κατά τα παραπάνω, ορθή ένταξη, προκύπτουν, στο χρονικό διάστημα από 1.1.2001 μέχρι, 30.11.2006, μισθολογικές διαφορές, συνολικού ποσού 12.260,89 ευρώ. Τα μισθολογικά κλιμάκια, ως άνω, που έπρεπε να κατέχει ο εφεσίβλητος, με την προσμέτρηση πραγματικής υπηρεσίας του 7 ετών, 9 μηνών και 4 ημερών, ως έκτακτο προσωπικό καθώς και οι μισθολογικές διαφορές του, κατά τον υπολογισμό τους, δεν είναι εκκληθέντα κεφάλαια.
Η αξίωση του εφεσιβλήτου προς ορθή ένταξή του στο τακτικό προσωπικό της εκκαλούσης, με την προσμέτρηση του χρόνου πραγματικής υπηρεσίας του σε αυτήν, ως έκτακτο προσωπικό, στηρίζεται στις διατάξεις του Κ.Κ.Π./Δ.Ε.Η. και στην από 5.10.1989 Ε.Σ.Σ.Ε. Καταλήγοντας το Εφετείο, δέχθηκε, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχθηκε την αγωγή, με τις ίδιες παραδοχές, δεν έσφαλε και απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας.
Κρίνοντας, έτσι το Εφετείο, του οποίου το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται σαφές και στο οποίο, όπως προαναφέρθηκε, περιλαμβάνεται, μεταξύ των άλλων, και η παραδοχή ότι η ένταξη και η μετάταξη του αναιρεσίβλητου έγιναν συγχρόνως από την αναιρεσείουσα, δίχως, κατά τον υπολογισμό των μισθολογικών κλιμακίων, να προσμετρηθεί ολόκληρη η παραπάνω πραγματική υπηρεσία του, πριν από την ένταξη και την ταυτόχρονη μετάταξή του, δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, που προαναφέρθηκαν, οι αιτιολογίες δε που έχει διαλάβει στην απόφασή του είναι πλήρεις, σαφείς και δίχως αντιφάσεις και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή εφαρμογή των ίδιων διατάξεων. Επομένως ο, περί του αντιθέτου, μοναδικός από τους αρ. 1 και 19 του ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται οι αντίστοιχες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ), στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 23-2-2010, αίτηση για την αναίρεση της 4561/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2012. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Ιουνίου 2012.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ