Υπό κατασκευή

Αρχές δηµοσιονοµικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωµάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) - δηµόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις

 

 

ΜΕΡΟΣ Α΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

 

Άρθρο 1
Σκοπός

Σκοπός του παρόντος νόµου είναι η ενσωµάτωση στην ελληνική έννοµη τάξη της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ του Συµβουλίου της 8ης Νοεµβρίου 2011 σχετικά µε τις απαιτήσεις για τα δηµοσιονοµικά πλαίσια των κρατών - µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE L 306/41), καθώς και η συστηµατική ένταξη σε ενιαίο κείµενο και, κατά περίπτωση, η επικαιροποίηση των ισχυουσών αρχών δηµοσιονοµικής διαχείρισης και εποπτείας και των διατάξεων του δηµόσιου λογιστικού.

 

Άρθρο 2
Σύσταση και αρµοδιότητες του Ελληνικού Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου
[άρθρα 4 (5) και (6), 5 και 6 της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

1. Συνιστάται ανεξάρτητη διοικητική αρχή µε την ονοµασία «Ελληνικό Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο» («Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο»). Το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο απολαύβει λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεν υπόκειται σε έλεγχο από κρατικούς φορείς. Εκπροσωπείται δικαστικά και εξώδικα από τον Πρόεδρό του.
2. Η έδρα του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου ορίζεται στην Αθήνα. Για το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο εφαρµόζεται αναλόγως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3051/2002 (Α΄220).
3. Ο Πρόεδρος, τα µέλη του Διοικητικού Συµβουλίου και το προσωπικό του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, δεν λαµβάνουν οδηγίες από οποιονδήποτε κυβερνητικό φορέα ή άλλον δηµόσιο ή ιδιωτικό οργανισµό. Ο Πρόεδρος και τα µέλη του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου απολαύουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας.
4. Το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο έχει τις αρµοδιότητες των ανεξαρτήτων φορέων που αναφέρονται στις παραγράφους 1(α) του άρθρου 2, στην παράγραφο 4 του άρθρου 4 και στο άρθρο 5 του Κανονισµού (ΕΕ) 473/2013 (EE L 140/11), αξιολογεί τις µακροοικονοµικές προβλέψεις µε σκοπό την υιοθέτησή τους και παρακολουθεί τη συµµόρφωση µε τους δηµοσιονοµικούς κανόνες, γνωµοδοτώντας επί αυτής.
Ειδικότερα:
α. Αξιολογεί τις µακροοικονοµικές προβλέψεις πάνω στις οποίες βασίζονται το Μεσοπρόθεσµο Πλαίσιο Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής (Μ.Π.Δ.Σ.) και το προσχέδιο και το σχέδιο για τον ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισµό, µέσω αξιολογήσεων του βασικού µακροοικονοµικού σεναρίου και των άλλων σεναρίων που χρησιµοποιούνται.
β. Παρακολουθεί τη συµµόρφωση µε: αα. τους αριθµητικούς δηµοσιονοµικούς κανόνες που ενσωµατώνονται στο εθνικό πλαίσιο δηµοσιονοµικής διαχείρισης, ώστε να επιτευχθεί ο µεσοπρόθεσµος δηµοσιονοµικός στόχος, όπως ορίζεται στο άρθρο 2α του
Κανονισµού (ΕΚ) 1466/97 (EE L 209/1), και µε ββ. τους αριθµητικούς δηµοσιονοµικούς κανόνες, όπως αναφέρονται στο άρθρο 5 της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ (EE L 306/41).
γ. Προβαίνει σε αξιολογήσεις σχετικά µε την εφαρµογή των δηµοσιονοµικών κανόνων, ιδιαίτερα σε σχέση µε: αα. τη διαπιστούµενη σηµαντική απόκλιση από το µεσοπρόθεσµο στόχο ή την πορεία προσαρµογής προς αυτόν σύµφωνα µε το άρθρο 6(2) του Κανονισµού (ΕΚ) 1466/97 και τους λόγους που οδήγησαν στην απόκλιση αυτή,
ββ. την ενεργοποίηση, στις ανωτέρω περιπτώσεις, του διορθωτικού µηχανισµού που αναφέρεται στον τίτλο ΙΙΙ του άρθρου τρίτου του ν. 4063/2012 (Α΄ 71),
γγ. την εξέλιξη της δηµοσιονοµικής διόρθωσης µε βάση το ψηφισµένο σχέδιο διορθωτικών ενεργειών σύµφωνα µε το άρθρο 40, καθώς και δδ. την οποιαδήποτε εµφάνιση ή εξάλειψη εξαιρετι-
κών περιστάσεων.
5. Μετά το δεύτερο έτος από τη σύστασή του, επιπρόσθετα προς τις αρµοδιότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο προβαίνει σε:
α. Αξιολογήσεις των µακροοικονοµικών προβλέψεων επί των οποίων βασίζονται το Μ.Π.Δ.Σ., το προσχέδιο και το σχέδιο του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού, κατόπιν σύγκρισης των προβλέψεων αυτών µε τις πλέον πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και, αν απαιτείται, και άλλων ανεξάρτητων φορέων, καθώς και σε αξιολογήσεις των µεθοδολογιών και των υποθέσεων που χρησιµοποιήθηκαν για την εκπόνηση των προβλέψεων και σε συστάσεις για τη διόρθωση τυχόν σηµαντικών µεροληψιών, κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ.
β. Αξιολογήσεις των δηµοσιονοµικών προβλέψεων σε σχέση µε το Μ.Π.Δ.Σ. και τον ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισµό και ειδικότερα µέσω:
αα. της σύγκρισης των δηµοσιονοµικών προβλέψεων µε τις πλέον επικαιροποιηµένες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και, αν κρίνεται σκόπιµο, και άλλων ανεξαρτήτων φορέων,
ββ. των αξιολογήσεων των µεθοδολογιών και των παραδοχών που χρησιµοποιήθηκαν για τις δηµοσιονοµικές προβλέψεις, και
γγ. των συστάσεων για τη διόρθωση συστηµικών µεροληψιών κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ στις δηµοσιονοµικές προβλέψεις.
γ. Αξιολογήσεις των µακροοικονοµικών και δηµοσιονοµικών προβλέψεων επί των οποίων βασίζεται ο συµπληρωµατικός Κρατικός Προϋπολογισµός, ειδικότερα µέσω συγκρίσεων µε εκείνες που περιλήφθηκαν στον Ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισµό για το οικείο έτος.
δ. Αξιολογήσεις των δηµοσιονοµικών στόχων του οικείου έτους ή των ετών που καλύπτει το Μ.Π.Δ.Σ. και ο Κρατικός Προϋπολογισµός, και της εφαρµογής της σχετικής πολιτικής, περιλαµβανοµένης και της ανάλυσης της βιωσιµότητας του χρέους.
ε. Αξιολογήσεις των δηµοσιονοµικών αποτελεσµάτων ειδικότερα µέσω της σύγκρισης µε τους δηµοσιονοµικούς στόχους που περιλαµβάνονται στο Μ.Π.Δ.Σ. και τον ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισµό. στ. Αναλύσεις των µακροοικονοµικών και δηµοσιονοµικών εξελίξεων που επηρεάζουν την οικονοµική ανάπτυξη και την απασχόληση και τα αποτελέσµατα του Κοινωνικού Προϋπολογισµού, σύµφωνα µε την περίπτωση ιδ΄ του άρθρου 53, σε σχέση µε δηµογραφικούς παράγοντες, µε δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήµατος του Υπουργικού Συµβουλίου ή της Βουλής.
ζ. Οποιαδήποτε άλλη ενέργεια είναι απαραίτητη για την υλοποίηση των αρµοδιοτήτων του, σύµφωνα µε τις παραγράφους 4 και 5, καθώς και τους Κανονισµούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν τη δηµοσιονοµική διαχείριση.
6. Το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο δηµοσιοποιεί, τουλάχιστον δύο φορές κατ’ έτος, έκθεση που επεξηγεί τα συµπεράσµατα των αξιολογήσεών του για τις µακροοικονοµικές και δηµοσιονοµικές προβλέψεις, τους δηµοσιονοµικούς στόχους και τα δηµοσιονοµικά αποτελέσµατα, όπως ορίζεται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 4 και στις περιπτώσεις α΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 5 και τη διαπίστωση της συµµόρφωσης ή µη µε τους δηµοσιονοµικούς κανόνες, όπως ορίζεται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, σε σχέση µε την έγκριση του Μ.Π.Δ.Σ. και του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού. Οι εν λόγω εκθέσεις περιλαµβάνουν επεξήγηση των µεθοδολογιών για τις εκτιµήσεις και την παρακολούθηση των στόχων. Κάθε τέσσερα (4) έτη, το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο προβαίνει στην αξιολόγηση της διαδικασίας µε βάση την οποία παράγονται οι µακροοικονοµικές προβλέψεις και δηµοσιοποιεί το αποτέλεσµα της αξιολόγησης µε ανάρτηση στην ιστοσελίδα του. Σε περίπτωση κατά την οποία το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο διαπιστώσει κατά την αξιολόγηση σηµαντικά µειονεκτήµατα στη διαδικασία κατάρτισης των µακροοικονοµικών προβλέψεων, το Υπουργείο Οικονοµικών προβαίνει στη δηµοσιοποίησή τους και εφαρµόζει µέτρα για την εξάλειψή τους. Το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο µπορεί να δηµοσιεύει και οποιαδήποτε πρόσθετη έκθεση για οποιοδήποτε θέµα που άπτεται των αρµοδιοτήτων του. Η δηµοσιοποίηση των εκθέσεων του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου πραγµατοποιείται µε ανάρτηση στην ιστοσελίδα του.
7. Για τη διευκόλυνση στην άσκηση των αρµοδιοτήτων του, το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο δύναται να συνάπτει συµφωνίες µε άλλους φορείς που διαχειρίζονται θέµατα δηµόσιων οικονοµικών.

Άρθρο 3
Μνηµόνιο Συνεργασίας
[άρθρα 4(6) και 6(1)(β) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

1. Το Διοικητικό Συµβούλιο του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου (εφεξής «Δ.Σ.») συνάπτει Μνηµόνιο Συνεργασίας µε το Υπουργείο Οικονοµικών, ώστε να προσδιορισθούν οι απαραίτητες προθεσµίες και διαδικασίες για την εκτέλεση των αρµοδιοτήτων του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου που αναφέρονται στο άρθρο 2. Ειδικότερα, το Μνηµόνιο προσδιορίζει τις προθεσµίες: (α) για την υποβολή από το Υπουργείο Οικονοµικών των µακροοικονοµικών προβλέψεων στο Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο, σύµφωνα µε την περίπτωση α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 2 και (β) για την παροχή της γνώµης του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου περί των µακροοικονοµικών και δηµοσιονοµικών προβλέψεων στο Υπουργείο Οικονοµικών.
2. Το Μνηµόνιο Συνεργασίας της προηγούµενης παραγράφου δεν προσδιορίζει τις µεθόδους µε τις οποίες το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο προβαίνει σε οποιαδήποτε εκτίµηση ή ανάλυση, ούτε επηρεάζει την αυτονοµία του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Άρθρο 4
Διοικητικό Συµβούλιο και ορισµός µελών

1. Το Δ.Σ. είναι το ανώτατο όργανο λήψης αποφάσεων του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου και είναι υπεύθυνο για την εκπλήρωση των καθηκόντων του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου που αναφέρονται στο άρθρο 2. Ειδικότερα, κάθε έκθεση του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου συζητείται και εγκρίνεται από το Δ.Σ. πριν τη δηµοσιοποίηση ή την υιοθέτησή της. Με απόφαση του Δ.Σ. καταρτίζονται όλοι οι εσωτερικοί κανονισµοί, στους οποίους συµπεριλαµβάνονται ο κανονισµός λειτουργίας, ο κανονισµός του προσωπικού και ο κανονισµός οικονοµικής διαχείρισης, καθώς επίσης και οποιοδήποτε σχέδιο δράσης του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου.
2. Το Δ.Σ. αποτελείται από τον Πρόεδρο και τέσσερα τακτικά µέλη. Ο Πρόεδρος είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Για τα µέλη του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου που δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης δεν συνιστά ασυµβίβαστο η άσκηση καθηκόντων µέλους Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύµατος, µε καθεστώς πλήρους ή µερικής απασχόλησης. Τα µέλη του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου έχουν υποχρέωση τήρησης της εµπιστευτικότητας και της εχεµύθειας. Ο Πρόεδρος είναι ο διατάκτης των δαπανών του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου και ο εκκαθαριστής των αποδοχών των µελών του Δ.Σ. και του προσωπικού.
3. Η διαδικασία επιλογής του Δ.Σ. βασίζεται σε ανοικτό διαγωνισµό. Επιτροπή που αποτελείται από τον Υπουργό Οικονοµικών, το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου καταρτίζει κατάλογο επικρατέστερων υποψηφίων, µε βάση προκαθορισµένα και αντικειµενικά κριτήρια. Ο κατάλογος των επικρατέστερων πρέπει να αποτελείται από διπλάσιο αριθµό υποψηφίων από τον αριθµό των σχετικών θέσεων και υποβάλλεται στο Υπουργικό Συµβούλιο. Σε περίπτωση που οι υποψήφιοι είναι λιγότεροι από το διπλάσιο αριθµό των θέσεων, περιλαµβάνονται όλοι οι υποψήφιοι στον εν λόγω κατάλογο. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών που δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως και αναρτάται στο διαδίκτυο σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 6 του ν. 3861/ 2010 (Α΄ 112), καθορίζεται η διαδικασία προκήρυξης του ανοικτού διαγωνισµού, η γραµµατειακή υποστήριξη της Επιτροπής, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέµα για την εφαρµογή της παρούσας παραγράφου.
4. Το Υπουργικό Συµβούλιο επιλέγει τον Πρόεδρο και τα µέλη Δ.Σ. µεταξύ των περιλαµβανόµενων στον κατάλογο της προηγούµενης παραγράφου. Το Δ.Σ. εγκρίνεται από την ειδική µόνιµη Επιτροπή Θεσµών και Διαφάνειας της Βουλής.
5. Το Δ.Σ. που επελέγη σύµφωνα µε τις προηγούµενες παραγράφους διορίζεται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών. Η λειτουργία του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου άρχεται από τη δηµοσίευση της ανωτέρω υπουργικής απόφασης.
6. Το Δ.Σ. διορίζεται µε πενταετή θητεία, η οποία δεν ανανεώνεται.
7. Κατά παρέκκλιση της προηγούµενης παραγράφου, κατά την πρώτη εφαρµογή του παρόντος για το διορισµό του πρώτου Δ.Σ. κατά τη σύσταση του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου, η θητεία του Προέδρου και ενός (1) ακόµη µέλους είναι εξαετής, για δύο (2) άλλα µέλη είναι πενταετής και για ένα µέλος είναι τετραετής, σύµφωνα µε την απόφαση του Υπουργικού Συµβουλίου.
8. Η διαδικασία για το διορισµό νέου Προέδρου ή µέλους ολοκληρώνεται πριν από την εκπνοή της θητείας του Προέδρου ή του µέλους, σύµφωνα µε τη διαδικασία των παραγράφων 3, 4 και 5. Σε περίπτωση µη ολοκλήρωσης της διαδικασίας για το διορισµό νέου Προέδρου ή µέλους κατά τα ανωτέρω, η θητεία του απερχόµενου Προέδρου και µελών παρατείνεται αυτοδικαίως µέχρι το διορισµό νέων.
9. Σε περίπτωση κένωσης της θέσης του Προέδρου ή µέλους Δ.Σ. λόγω θανάτου, παραίτησης ή παύσης, διορίζεται νέος Πρόεδρος ή µέλος, σύµφωνα µε τη διαδικασία των παραγράφων 3, 4 και 5, εντός δύο µηνών από την κένωση της θέσης, για το υπόλοιπο της θητείας. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 6, ο νέος Πρόεδρος ή το νέο µέλος δύνανται να επαναδιορισθούν για µία (1) ακόµη θητεία. Μέχρι το διορισµό νέου Προέδρου ή µέλους, η λειτουργία του Δ.Σ. δεν διακόπτεται.
10. Οι αποδοχές του Προέδρου είναι ίσες µε τις αποδοχές Γενικού Γραµµατέα Υπουργείου και των µελών του Δ.Σ. ίσες µε το εβδοµήντα τοις εκατό (70%) αυτών.
11. Για κάθε παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον παρόντα νόµο και τις πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, ο Πρόεδρος και τα µέλη του Δ.Σ. υπέχουν πειθαρχική ευθύνη. Την πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συµβουλίου της επόµενης παραγράφου κινεί το Υπουργικό Συµβούλιο ύστερα από πρόταση του Υπουργού Οικονοµικών. Το Πειθαρχικό Συµβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθµό την επιβολή των κυρώσεων που ορίζονται κατά τη διαδικασία της παραγράφου 14. Σε εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης εκδίδεται σχετική απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών.
12. Το Πειθαρχικό Συµβούλιο αποτελείται από έναν Σύµβουλο Επικρατείας, έναν Αρεοπαγίτη και έναν Καθηγητή Πανεπιστηµίου µε ειδίκευση στα οικονοµικά, µε τριετή θητεία. Καθήκοντα Προέδρου ασκεί ο αρχαιότερος των δικαστικών λειτουργών. Χρέη γραµµατέα του Συµβουλίου εκτελεί υπάλληλος του Υπουργείου Οικονοµικών. Ο Πρόεδρος, τα µέλη και ο γραµµατέας του Συµβουλίου ορίζονται µε ισάριθµους αναπληρωτές.
13. Το Πειθαρχικό Συµβούλιο συγκροτείται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών, η οποία εκδίδεται µέσα σε εξήντα ηµέρες από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η αµοιβή του Προέδρου, των µελών και του γραµµατέα καθορίζεται σύµφωνα µε το άρθρο 21 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226). Ειδικά, τα µέλη του Συµβουλίου που είναι δικαστικοί λειτουργοί, υποδεικνύονται µε απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συµβουλίου.
14. Με προεδρικό διάταγµα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονοµικών, Διοικητικής Μεταρρύθµισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων, καθορίζονται τα πειθαρχικά παραπτώµατα των µελών του Δ.Σ., η πειθαρχική διαδικασία, το είδος των επιβαλλόµενων κυρώσεων, καθώς και κάθε σχετικό θέµα.
15. Ειδικά, το πρώτο Δ.Σ. που επελέγη σύµφωνα µε τις προηγούµενες παραγράφους διορίζεται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών που εκδίδεται έως το τέλος Ιουλίου 2014.

Άρθρο 5
Κανόνες επιλογής µελών Δ.Σ.

1. Ο Πρόεδρος και τα µέλη του Δ.Σ. είναι πρόσωπα εγνωσµένου κύρους, επιστηµονικής κατάρτισης και επαγγελµατικής εµπειρίας σε τοµείς που έχουν σχέση µε τις αρµοδιότητες του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου και ιδιαίτερα στους τοµείς των οικονοµικών ή των δηµόσιων οικονοµικών. Η διεθνής εµπειρία στους τοµείς αυτούς λαµβάνεται επιπλέον υπόψη. Οι υποψήφιοι πρέπει να διαθέτουν: α) πτυχίο οικονοµικών επιστηµών Α.Ε.Ι. ή ισότιµο τίτλο σχολών της ηµεδαπής ή αλλοδαπής αντίστοιχης ειδικότητας, β) διδακτορικό τίτλο ελληνικού Α.Ε.Ι. ή αναγνωρισµένο ισότιµο της αλλοδαπής, που αποδεικνύει την επιστηµονική εξειδίκευση σε συναφή προς το σκοπό του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου γνωστικά αντικείµενα, γ) επαγγελµατική εµπειρία (σε συναφή προς το σκοπό του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου γνωστικά αντικείµενα) τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ετών και δ) άριστη γνώση τουλάχιστον µιας ξένης γλώσσας.
2. Αποκλείεται από τη θέση του Προέδρου ή µέλους του Δ.Σ. πρόσωπο αν εµπίπτει σε µια από τις ακόλουθες κατηγορίες:
α. έχει εκδοθεί σε βάρος του αµετάκλητη δικαστική απόφαση για αδίκηµα που συνεπάγεται κώλυµα διορισµού σε θέση δηµοσίου υπαλλήλου ή έκπτωση δηµοσίου υπαλλήλου, σύµφωνα µε τα άρθρα 5, 8, 9 και 149 του Κώδικα Κατάστασης Δηµοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α΄
26),
β. δεν προβεί στις απαιτούµενες γνωστοποιήσεις περί σύγκρουσης συµφερόντων κατά τα οριζόµενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 9,
γ. έχει πτωχεύσει,
δ. έχει αποκλεισθεί ή παυθεί από αρµόδια αρχή από την άσκηση ενός επαγγέλµατος ή του έχει απαγορευθεί η ανάληψη θέσης διευθυντού ή στελέχους οιουδήποτε δηµόσιου νοµικού προσώπου, λόγω σοβαρού πειθαρχικού παραπτώµατος,
ε. είναι σύζυγος ή συγγενής εξ αίµατος ή εξ αγχιστείας µέχρι δευτέρου βαθµού ή κατιών σε ευθεία γραµµή του Προέδρου ή άλλου µέλους του Δ.Σ., και στ. είναι προϊστάµενος του προσωπικού ή µέλος του
προσωπικού του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου.
3. Δεν µπορεί να οριστεί Πρόεδρος ή µέλος του Δ.Σ. πρόσωπο, το οποίο είναι ή έχει διατελέσει µέλος της Βουλής των Ελλήνων, του Ευρωκοινοβουλίου, της Κυβέρνησης ή των εκτελεστικών οργάνων πολιτικού κόµµατος. Εξαιρετικά, έως και δύο µέλη του Δ.Σ. µπορούν να διοριστούν από πρόσωπα που είχαν µία από τις ανωτέρω ιδιότητες εφόσον κατά το χρόνο διορισµού τους έχει παρέλθει τετραετία από τότε που απώλεσαν οποιαδήποτε από τις ανωτέρω ιδιότητες. Το προηγούµενο εδάφιο δεν εφαρµόζεται κατά το διορισµό του πρώτου Δ.Σ..
4. Η ιδιότητα του µέλους αναστέλλεται αν εκδοθεί αµετάκλητο παραπεµπτικό βούλευµα για αδίκηµα που συνεπάγεται κώλυµα διορισµού σε θέση δηµοσίου υπαλλήλου ή έκπτωση δηµοσίου υπαλλήλου, σύµφωνα µε τα άρθρα 8, 9 και 149 του ν. 3528/2007 και µέχρι να εκδοθεί αµετάκλητη αθωωτική απόφαση.

Άρθρο 6
Παύση και παραίτηση µελών του Δ.Σ.

1. Μέλος του Δ.Σ., περιλαµβανοµένου του Προέδρου, παύεται από το αξίωµά του µε απόφαση του Υπουργικού Συµβουλίου, αν συντρέξει στο πρόσωπό του κάποια από τις περιπτώσεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 5.
2. Μέλος του Δ.Σ., περιλαµβανοµένου του Προέδρου, παύεται από το αξίωµά του µε απόφαση του Υπουργικού Συµβουλίου, όταν εµπίπτει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι περιπτώσεις:
α. δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντα ενός τέτοιου αξιώµατος λόγω σωµατικής ή πνευµατικής αναπηρίας που διαρκεί για περισσότερους από τρεις συνεχόµενους µήνες, και
β. αν δεν έχει εκπληρώσει τα καθήκοντά του για τρεις
συνεχόµενους µήνες, χωρίς την άδεια του Δ.Σ..
3. Το Υπουργικό Συµβούλιο λαµβάνει απόφαση παύσης του Προέδρου ή µέλους του Δ.Σ., βάσει των παραγράφων 1 και 2, µόνο µετά από προηγούµενη ακρόαση από την Επιτροπή της παραγράφου 3 του άρθρου 4 και οµόφωνη κρίση αυτής ότι πληρούται ο λόγος παύσης του, σύµφωνα µε τις παραγράφους 1 και 2.
4. Ο Πρόεδρος ή µέλος του Δ.Σ. που έχει παυθεί από το αξίωµά του σύµφωνα µε τις παραγράφους 1 και 2, δύναται να προσβάλει µε προσφυγή ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας την απόφαση περί παύσεώς του.
5. Μέλος του Δ.Σ., συµπεριλαµβανοµένου του Προέδρου, που προτίθεται να παραιτηθεί από το αξίωµά του, ενηµερώνει σχετικά το Υπουργικό Συµβούλιο και το Δ.Σ. τουλάχιστον τρεις µήνες πριν την παραίτησή του.

Άρθρο 7
Ρυθµίσεις για τις συνεδριάσεις του Δ.Σ.

1. Το Δ.Σ. συνεδριάζει τουλάχιστον µία φορά το µήνα στην έδρα του και οποτεδήποτε κληθεί προς τούτο από τον Πρόεδρό του ή κατόπιν αιτήµατος δύο εκ των µελών του. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του άρθρου 9, το Δ.Σ. έχει απαρτία για να συνεδριάσει εφόσον παρίστανται ο Πρόεδρος και τρία µέλη. Κάθε µέλος, περιλαµβανόµενου του Προέδρου, διαθέτει µία ψήφο και οι αποφάσεις του Δ.Σ. λαµβάνονται µε πλειοψηφία των παρόντων µελών. Σε περίπτωση ισοψηφίας κατά τη συνεδρίαση, υπερισχύει η ψήφος του Πρόεδρου.
2. Κατά την πρώτη συνεδρίαση, για την οποία απαιτείται πλήρης απαρτία, ορίζεται µε απόφαση του Δ.Σ. το µέλος που αναπληρώνει τον Πρόεδρο κατά την απουσία του.
3. Τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Δ.Σ. τηρούνται από υπάλληλο του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου και υπογράφονται από όλα τα συµµετέχοντα µέλη.
4. Με εσωτερικό κανονισµό του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου, που καταρτίζεται κατά τα οριζόµενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 4, προσδιορίζονται οι διαδικασίες συνεδριάσεων του Δ.Σ..

Άρθρο 8
Ρυθµίσεις για το προσωπικό

1. Η υπηρεσία προσωπικού του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου λειτουργεί σε επίπεδο τµήµατος. Επιτρέπεται η πλήρωση των θέσεων του προσωπικού µε: α) διορισµό σύµφωνα µε τις διατάξεις του ν. 2190/1994, β) µε µετάταξη ή απόσπαση µόνιµων ή µε σύµβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπαλλήλων του Δηµοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. ή φορέων του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα όπως αυτός ορίζεται από το άρθρο 51 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101). Η µετάταξη και η απόσπαση διενεργούνται κατά παρέκκλιση των κείµενων διατάξεων, µε κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και του αρµόδιου κατά περίπτωση Υπουργού χωρίς προηγούµενη γνώµη υπηρεσιακών συµβουλίων, οι δε µετατασσόµενοι και αποσπασµένοι οφείλουν να συγκεντρώνουν τα προσόντα αντίστοιχου διοριζόµενου. Το προσωπικό του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου υπάγεται στις διατάξεις του ν. 4024/2011. Οι µετατασσόµενοι κατατάσσονται σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 28 και 29 του ν. 4024/2011. Για τους µετατασσόµενους σε θέσεις ειδικού επιστηµονικού προσωπικού εφαρµόζονται οι διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 4024/2011. Οι αποδοχές των µελών του προσωπικού που προέρχονται από απόσπαση δεν µπορεί να είναι χαµηλότερες από εκείνες που θα λάµβαναν στην οργανική τους θέση, τηρουµένων των σχετικών προϋποθέσεων.
2. Για τη στελέχωση του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου συνιστώνται κατ’ ανώτατο όριο είκοσι (20) θέσεις προσωπικού, εκ των οποίων οι εννέα (9) είναι θέσεις ειδικού επιστηµονικού προσωπικού τουλάχιστον µε µεταπτυχιακό τίτλο σπουδών σε κάποιον ή κάποιους εκ των τοµέων της οικονοµετρίας, των µακροοικονοµικών, της δηµοσιονοµικής πολιτικής, των χρηµαταγορών, των θεσµών ή της πολιτικής οικονοµίας, οι πέντε (5) επιστηµονικού προσωπικού κατηγορίας ΠΕ στους προαναφερόµενους γνωστικούς τοµείς και οι έξι (6) θέσεις διοικητικού προσωπικού κατηγοριών ΠΕ ή ΤΕ.
3. Το ειδικό επιστηµονικό προσωπικό προσλαµβάνεται µε σύµβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, σύµφωνα µε τις διατάξεις του ν. 2190/1994 (Α΄ 28). Η πλήρωση των θέσεων αυτών µπορεί να γίνει και µε µετάταξη ή απόσπαση, κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθµισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονοµικών, ύστερα από γνώµη του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου, καθορίζεται ο τρόπος, η διαδικασία και κάθε άλλο σχετικό µε τη δηµόσια ανακοίνωση και την υποβολή των υποψηφιοτήτων για όλες τις θέσεις προσωπικού του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου θέµα.
4. Ο προϊστάµενος του προσωπικού προέρχεται από το ειδικό επιστηµονικό προσωπικό, είναι εγνωσµένου κύρους και διαθέτει τουλάχιστον δεκαετή εµπειρία σε τοµείς που έχουν σχέση µε τις αρµοδιότητες του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου ή εξέχοντα ερευνητικά προσόντα στους εν λόγω τοµείς. Ο προϊστάµενος του προσωπικού επικουρεί το Δ.Σ. στην εκπλήρωση των καθηκόντων του και έχει την ευθύνη της διαχείρισης των θεµάτων του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου, σύµφωνα µε τους εσωτερικούς κανονισµούς του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου και τις λοιπές αποφάσεις του Δ.Σ..
5. Το Υπηρεσιακό Συµβούλιο του προσωπικού του Δη-
µοσιονοµικού Συµβουλίου συγκροτείται µε απόφαση του Προέδρου του από δύο (2) µέλη του Δ.Σ., τα οποία αναδεικνύονται µετά από κλήρωση, εκ των οποίων ένας ορίζεται Πρόεδρος, καθώς και από έναν (1) αιρετό εκπρόσωπο των υπαλλήλων.
6. Το Δευτεροβάθµιο Πειθαρχικό Συµβούλιο του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου συγκροτείται µε απόφαση του Προέδρου του, από τον Πρόεδρο του Δ.Σ., και τα δύο (2) µέλη του Δ.Σ. τα οποία δεν µετέχουν στο Υπηρεσιακό Συµβούλιο, καθώς και από δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων. Ο Πρόεδρος του Δ.Σ. προεδρεύει του Δευτεροβάθµιου Πειθαρχικού Συµβουλίου. Κατά τα λοιπά εφαρµόζονται αναλογικά οι ισχύουσες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα για τα Υπηρεσιακά Συµβούλια και το Δευτεροβάθµιο Πειθαρχικό Συµβούλιο.

Άρθρο 9
Σύγκρουση συµφερόντων

1. Ο Πρόεδρος και τα µέλη του Δ.Σ. πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αµερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρµοδιοτήτων τους. Ιδιαίτερα οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά συµµετοχή σε λήψη απόφασης ή διατύπωση γνώµης ή πρότασης εφόσον: α) η ικανοποίηση προσωπικού συµφέροντός τους συνδέεται µε την έκβαση της υπόθεσης ή β) είναι σύζυγοι ή συγγενείς εξ αίµατος ή εξ αγχιστείας, κατ΄ ευθεία µεν γραµµή απεριορίστως, εκ πλαγίου δε έως και τέταρτου βαθµού, µε κάποιον από τους ενδιαφεροµένους ή γ) έχουν ιδιαίτερο δεσµό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα µε τους ενδιαφεροµένους.
2. Ο Πρόεδρος και τα µέλη οφείλουν να υπογράψουν σύµφωνο εµπιστευτικότητας και δήλωση για τη µη ύπαρξη σύγκρουσης συµφερόντων προτού αναλάβουν τα καθήκοντά τους.
3. Όταν οποιοδήποτε θέµα που άπτεται των ιδιωτικών ή προσωπικών συµφερόντων του Προέδρου ή άλλου µέλους του Δ.Σ. τεθεί ενώπιον του Δ.Σ., το µέλος αυτό υποχρεούται να προβεί σε δήλωση σχετικά µε το λόγο που επιβάλλει την αποχή του κατά την έναρξη της συζήτησης, να µη συµµετάσχει στη συζήτηση και στη σχετική απόφαση και δεν προσµετράται για τον υπολογισµό απαρτίας. Σε περίπτωση κωλύµατος συµµετοχής περισσότερων του ενός µελών λόγω σύγκρουσης συµφερόντων, το Δ.Σ. βρίσκεται σε απαρτία και αποφασίζει νόµιµα µε τα λοιπά, µη κωλυόµενα, µέλη.
4. Με απόφαση του Δ.Σ. καταρτίζεται Κώδικας Δεοντολογίας µε τον οποίο καθορίζονται ειδικότερες λεπτοµέρειες σχετικά µε την εφαρµογή του παρόντος άρθρου για τη σύγκρουση συµφερόντων των µελών του Δ.Σ. και του προσωπικού. Η παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου και του Κώδικα Δεοντολογίας συνιστά σοβαρό πειθαρχικό παράπτωµα.
5. Τα µέλη του Δ.Σ., συµπεριλαµβανοµένου του Προέδρου, δεν επιτρέπεται, για δύο (2) έτη µετά τη λήξη της θητείας τους, µε οποιονδήποτε τρόπο, να παρέχουν υπηρεσία µε έµµισθη εντολή ή µε οποιαδήποτε έννοµη σχέση, σε εταιρία ή επιχείρηση της ηµεδαπής ή της αλλοδαπής ή σε υποκατάστηµα ή σε θυγατρική αυτής, καθώς και σε κοινοπραξία εταιριών ή επιχειρήσεων, µε αντικείµενο δραστηριότητας την καθ΄ οιοδήποτε τρόπο διενέργεια χρηµατοπιστωτικών συναλλαγών σε αγορές συναλλάγµατος, παραγώγων χρηµατοοικονοµικών προϊόντων και κρατικών οµολόγων, καθώς και σε επενδυτικά ταµεία και εταιρίες διαχείρισης επενδυτικών κεφαλαίων. Τα µέλη του Δ.Σ., συµπεριλαµβανοµένου του Προέδρου, υποχρεούνται σε δήλωση και έλεγχο της περιουσιακής τους κατάστασης σύµφωνα µε τις διατάξεις του ν. 3213/2003 (Α΄ 309), τόσο κατά τη διάρκεια της θητείας τους όσο και για (2) έτη µετά τη λήξη της θητείας τους, και υπάγονται σε κατά προτεραιότητα έλεγχο από τις φορολογικές αρχές. Σε µέλος του Συµβουλίου που παραβιάζει τις διατάξεις του προηγούµενου εδαφίου επιβάλλεται πρόστιµο ίσο µε το τριακονταπλάσιο των συνολικών αποδοχών και αποζηµιώσεων που έλαβε κατά τη διάρκεια της θητείας του, µε κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων και Οικονοµικών, µετά από εισήγηση της Επιτροπής της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του παρόντος νόµου.

Άρθρο 10
Απαγόρευση διαρροής εµπιστευτικών πληροφοριών

1. Για τους σκοπούς εφαρµογής του παρόντος άρθρου:
α. Ως «εµπιστευτική πληροφορία» νοείται η πληροφορία που χαρακτηρίζεται ως εµπιστευτική από το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο ή, στην περίπτωση πληροφοριών που παρέχονται στο Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο από τρίτο πρόσωπο, ως «εµπιστευτική πληροφορία» νοείται εκείνη που χαρακτηρίζεται ως εµπιστευτική από το εν λόγω πρόσωπο.
β. Ως «σχετική έγκριση» νοείται, στην περίπτωση πληροφοριών που χαρακτηρίζονται ως εµπιστευτικές από το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο, η έγκριση του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου, και στην περίπτωση πληροφορίας που χαρακτηρίζεται ως τέτοια από τρίτο άτοµο, ως «σχετική έγκριση» νοείται η έγκριση από το εν λόγω άτοµο.
2. Εν ενεργεία ή πρώην µέλη του Δ.Σ., περιλαµβανοµένου του Προέδρου και του προσωπικού του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου, δεν αποκαλύπτουν εµπιστευτικές πληροφορίες που έλαβαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, χωρίς σχετική έγκριση ή αν δεν προβλέπεται από διάταξη νόµου.
3. Η παράβαση της υποχρέωσης της προηγούµενης παραγράφου από τον Πρόεδρο ή µέλος του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου που διατηρεί την ιδιότητα του δηµοσίου υπαλλήλου συνιστά πειθαρχικό αδίκηµα κατά τις διατάξεις της περίπτωσης η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 107 του Κώδικα Κατάστασης Δηµοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ.
4. Η παραβίαση των υποχρεώσεων της παραγράφου 2 από τον Πρόεδρο ή άλλο µέλος του Δ.Σ., από πρόσωπο στο οποίο το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο αναθέτει την εκπόνηση µελέτης για λογαριασµό του ή από τους προστηθέντες του αναδόχου, καθώς και από πρόσωπο που συµµετέχει σε οµάδα έργου την οποία έχει συστήσει το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο, εφόσον στη σχετική σύµβαση έχει περιληφθεί ρήτρα εµπιστευτικότητας, συνιστά το αδίκηµα της παραγράφου 2 του άρθρου 252 ΠΚ. Η καταδίκη του Προέδρου ή άλλου µέλους του Δ.Σ. για το αδίκηµα αυτό αποτελεί λόγο έκπτωσης του Προέδρου ή του µέλους από το Δ.Σ..
5. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η παροχή εµπιστευτικών πληροφοριών στους Υπουργούς, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, τους Γενικούς Διευθυντές Οικονοµικών Υπηρεσιών, το Παρατηρητήριο Οικονοµικής Αυτοτέλειας των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τη Βουλή των Ελλήνων, το Γραφείο Προϋπολογισµού του Κράτους στη Βουλή, τον Οργανισµό Διαχείρισης Δηµοσίου Χρέους, το Ελεγκτικό Συνέδριο και την Ελληνική Στατιστική Αρχή.

Άρθρο 11
Παροχή πληροφοριών στο Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο

1. Το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο δύναται να ζητήσει για την εκπλήρωση των καθηκόντων του κάθε αναγκαία πληροφορία από οποιονδήποτε φορέα του δηµοσίου τοµέα ή άλλο πρόσωπο που τυγχάνει επιχορήγησης, δανείου ή εγγύησης από το Δηµόσιο, ειδικά δε από εκείνους µε τους οποίους έχει σταθερή ανταλλαγή πληροφοριών. Ο φορέας ή το άτοµο οφείλουν να παράσχουν τις ανάλογες πληροφορίες στο Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο, όταν τους ζητηθεί. Με την επιφύλαξη ειδικών νόµων που καθιερώνουν υποχρέωση εχεµύθειας, όλες οι δηµόσιες αρχές και τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να παρέχουν πληροφορίες και να συνδράµουν το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο και τους εντεταλµένους υπαλλήλους του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
2. Η άρνηση, δυστροπία ή καθυστέρηση παροχής των αιτούµενων κατά περίπτωση πληροφοριών ή η παροχή πληροφοριών ανακριβών ή ελλιπών συνιστά πειθαρχικό παράπτωµα κατά την έννοια του άρθρου 107 του
ν. 3528/2007.
3. Όταν ένα φυσικό ή νοµικό πρόσωπο δεν παρέχει τις αιτούµενες από το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο πληροφορίες σύµφωνα µε την παράγραφο 1, το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο δύναται να ανακοινώσει δηµόσια τη µη παροχή αυτών.

Άρθρο 12
Σχέσεις µε τη Βουλή και άλλες ρυθµιστικές αρχές

1. Ο Πρόεδρος του Δ.Σ. ή, σε περίπτωση απουσίας του, ο αναπληρωτής του, σε εφαρµογή της παραγράφου 6 του άρθρου 2, µετά από αίτηµα διαρκούς ή άλλης Επιτροπής της Βουλής ή κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας, καταθέτει ενώπιον Επιτροπής της Βουλής σχετικά µε θέµατα που αφορούν στις αρµοδιότητες του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου.
2. Η ποιότητα και η ακεραιότητα των λειτουργιών του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου υπόκεινται σε εξωτερική αξιολόγηση τουλάχιστον κάθε τέσσερα έτη από αντίστοιχο ανεξάρτητο φορέα κράτους - µέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από άλλο φορέα που κρίνεται κατάλληλος για τη λειτουργία αυτή. Η επιλογή του φορέα αξιολόγησης διενεργείται από την Επιτροπή της παραγράφου 3 του άρθρου 4. Τα αποτελέσµατα της εξωτερικής αξιολόγησης και οι σχετικές συστάσεις υποβάλλονται στη µόνιµη Διαρκή Επιτροπή Οικονοµικών Υποθέσεων της Βουλής και αναρτώνται στην ιστοσελίδα του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου και της Βουλής. Η εξωτερική αξιολόγηση δεν θίγει την αυτονοµία του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου.
3. Το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο συνεργάζεται µε τις ρυθµιστικές αρχές που ασκούν έλεγχο σε συγκεκριµένους τοµείς της εθνικής οικονοµίας και παρέχει τη συνδροµή του, εφόσον του ζητηθεί, στις εν λόγω αρχές, στο πλαίσιο άσκησης των αρµοδιοτήτων του.

Άρθρο 13
Πόροι, προϋπολογισµός, έλεγχος και ετήσιες εκθέσεις

1. Ο προϋπολογισµός καταρτίζεται από το ΔηµοσιονοµικόΣυµβούλιο βάσει του εκτιµώµενου κόστους λειτουργίας του και σύµφωνα µε τις αρχές των άρθρων 49 και 62 και τις αρχές της χρηστής δηµοσιονοµικής διαχείρισης και αναρτάται στην ιστοσελίδα του.

2. Οι πόροι του προϋπολογισµού του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου είναι:
α. Έσοδα από επιχορηγήσεις του Κρατικού Προϋπολογισµού για κάλυψη των αποδοχών των µελών του Διοικητικού Συµβουλίου και του προσωπικού και των λειτουργικών του δαπανών. Το ποσό της επιχορήγησης που προβλέπεται στον Κρατικό Προϋπολογισµό και το ύψος της οποίας προσδιορίζεται βάσει της παραγράφου 1, διατίθεται σε τέσσερις ισόποσες δόσεις, στην αρχή κάθε τριµήνου.
β. Έσοδα από κάθε άλλη νόµιµη αιτία.
3. Η οικονοµική διαχείριση του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου καθορίζεται από εσωτερικό κανονισµό που καταρτίζεται µε απόφαση του Δ.Σ..
4. Το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο έχει υποχρέωση να τηρεί λογαριασµούς, λογιστικά βιβλία και στοιχεία σύµφωνα µε το π.δ. της παραγράφου 2 του άρθρου 156 και, µέχρι την έκδοσή του, σύµφωνα µε το π.δ. της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, καθώς και να εκδίδει καταστάσεις αποτελεσµάτων χρήσης και ισολογισµό. Οι λογαριασµοί και οι οικονοµικές καταστάσεις του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου υπόκεινται στον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
5. Το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο υποβάλλει στη Βουλή, εντός έξι (6) µηνών από το τέλος κάθε οικονοµικού έτους, ετήσια έκθεση σχετικά µε τις δραστηριότητές του κατά το οικείο έτος, µαζί µε τις ελεγχθείσες οικονοµικές καταστάσεις, και τα αναρτά στην ιστοσελίδα του.

ΜΕΡΟΣ Β΄
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ, ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ, ΚΑΝΟΝΕΣ, ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 14
Ορισµοί
[άρθρα 2 και 6(2) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

1. Για τους σκοπούς του παρόντος νόµου, οι κάτωθι όροι έχουν την ακόλουθη έννοια:
α. Δηµόσιος τοµέας: περιλαµβάνει τη Γενική Κυβέρνηση, τα εκτός αυτής νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), καθώς και τις εκτός αυτής δηµόσιες επιχειρήσεις και οργανισµούς, κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2,3 και 6 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 (Α΄314).
β. Γενική Κυβέρνηση: περιλαµβάνει τρία υποσύνολα, εφεξής αποκαλούµενα υποτοµείς: της Κεντρικής Κυβέρνησης, των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και των Οργανισµών Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ), σύµφωνα µε τους κανόνες και τα κριτήρια του Ευρωπαϊκού Συστήµατος Λογαριασµών (ΕΣΟΛ). Οι φορείς εκτός Κεντρικής Διοίκησης, που περιλαµβάνονται στους υποτοµείς της Γενικής Κυβέρνησης (εφεξής «λοιποί φορείς της Γενικής Κυβέρνησης»), προσδιορίζονται, ανά υποτοµέα, από το Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης, που τηρείται µε ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και αποτελούν ξεχωριστά νοµικά πρόσωπα που εποπτεύονται από φορείς της Κεντρικής Διοίκησης ή από ΟΤΑ.
γ. Υποτοµέας της Κεντρικής Κυβέρνησης: περιλαµβάνει την Κεντρική Διοίκηση και τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), καθώς και τα νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που περιλαµβάνονται στη Γενική Κυβέρνηση και δεν ανήκουν στους υποτοµείς των ΟΤΑ και των ΟΚΑ.
δ. Υποτοµέας ΟΤΑ: περιλαµβάνει: (αα) τους ΟΤΑ, οι οποίοι αποτελούνται από τους Δήµους (OTA A΄ βαθµού) και τις Περιφέρειες (OTA B΄ βαθµού) και (ββ) τα νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου που ανήκουν, ελέγχονται ή χρηµατοδοτούνται από τους ΟΤΑ.
ε. Υποτοµέας OKA: περιλαµβάνει Ασφαλιστικά Ταµεία, Οργανισµούς Απασχόλησης και Οργανισµούς Παροχής Υπηρεσιών Υγείας. στ. Κεντρική Διοίκηση ή Δηµόσιο ή Κράτος: περιλαµβάνει την Προεδρία της Δηµοκρατίας, τα Υπουργεία και τις Αποκεντρωµένες Διοικήσεις, καθώς και τις Ανεξάρτητες Αρχές που δεν έχουν νοµική προσωπικότητα. Για λόγους στατιστικής ταξινόµησης, η Βουλή των Ελλήνων περιλαµβάνεται και αυτή στην Κεντρική Διοίκηση, σύµφωνα µε τον Κανονισµό της, ως προς τον προϋπολογισµό εξόδων και τον ισολογισµό-απολογισµό αυτής. Οι φορείς της Κεντρικής Διοίκησης και οι υποδιαιρέσεις τους σε ειδικούς φορείς είναι διοικητικές της µονάδες και µονάδες του προϋπολογισµού της, χωρίς αυτοτελή νοµική προσωπικότητα.
ζ. Κρατικός Προϋπολογισµός: ο προϋπολογισµός της Κεντρικής Διοίκησης που περιλαµβάνει τον Τακτικό Προϋπολογισµό και τον Προϋπολογισµό Δηµοσίων Επενδύσεων.
η. Ετήσιο διαρθρωτικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης: το έλλειµµα ή το πλεόνασµα της Γενικής Κυβέρνησης για το έτος, προσαρµοσµένο κυκλικά, χωρίς έκτακτα και προσωρινά µέτρα, εκφραζόµενο ως ποσοστό του ΑΕΠ σε τιµές αγοράς.
θ. Ως «εξαιρετικές περιστάσεις», στο πλαίσιο του Συµ-
φώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ), νοούνται: αα. ένα ασυνήθιστο συµβάν, το οποίο:
ααα. είναι εκτός του ελέγχου της Κυβέρνησης, και βββ. έχει σηµαντική επίπτωση στην οικονοµική κατά-
σταση της Γενικής Κυβέρνησης ή ββ. µία περίοδος σοβαρής οικονοµικής ύφεσης, όπως ορίζεται από το Σύµφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτραπεί, λόγω ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων, η απόκλιση από το µεσοπρόθεσµο δηµοσιονοµικό στόχο ή η απόκλιση από τον κανόνα της πορείας προσαρµογής ή η µη εφαρµογή ή η αναστολή ισχύος του σχεδίου διορθωτικών ενεργειών, όπως περιγράφονται στα επόµενα άρθρα, είναι να µην τίθεται σε κίνδυνο η δηµοσιονοµική βιωσιµότητα σε µεσοπρόθεσµη βάση.
ι. Ως «περίοδος εφαρµογής σηµαντικών διαρθρωτικών µεταρρυθµίσεων», στις οποίες συµπεριλαµβάνονται συνταξιοδοτικές µεταρρυθµίσεις, νοείται η περίοδος όπως αυτή προκύπτει από το άρθρο 5(1) του Κανονισµού (EΚ) 1466/1997, κατά την οποία δύνανται να επιτραπούν η απόκλιση από το µεσοπρόθεσµο δηµοσιονοµικό στόχο ή η απόκλιση από τον κανόνα της πορείας προσαρµογής ή η µη εφαρµογή ή η αναστολή ισχύος του σχεδίου διορθωτικών ενεργειών, όπως περιγράφονται στα επόµενα άρθρα, ύστερα από σχετική έγκριση του αρµόδιου οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπό τις εξής προϋποθέσεις: (αα) οι µεταρρυθµίσεις να έχουν άµεσες µακροπρόθεσµες θετικές δηµοσιονοµικές επιπτώσεις, περιλαµβανοµένης της αύξησης της δυνητικής βιώσιµης ανάπτυξης, και, κατά συνέπεια, επαληθεύσιµο αντίκτυπο στη µακροπρόθεσµη βιωσιµότητα των δηµόσιων οικονοµικών, (ββ) ο µεσοπρόθεσµος δηµοσιονοµικός στόχος να επιτευχθεί εντός της χρονικής διάρκειας που καλύπτει το τρέχον πρόγραµµα σταθερότητας και (γγ) να µην υπάρξει σηµαντική απόκλιση από τον Κανόνα Δηµοσιονοµικής Θέσης που αναφέρεται στο άρθρο 35 του παρόντος.
ια. Μεσοπρόθεσµος δηµοσιονοµικός στόχος: ο µεσοπρόθεσµος δηµοσιονοµικός στόχος, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 της «Συνθήκης για τη σταθερότητα, το συντονισµό και τη διακυβέρνηση στην Οικονοµική και Νοµισµατική Ένωση», η οποία κυρώθηκε µε το άρθρο τρίτο του ν. 4063/2012 (Α΄ 71).
ιβ. «Πρωτόκολλο 12»: το Πρωτόκολλο αρ.12 περί υπερβολικού ελλείµµατος που έχει προσαρτηθεί στις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. ιγ. Σύµφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης: το Αναθεωρηµένο Σύµφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, όπως ορίζεται από το Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου της 17ης Ιουνίου 1997 περί του Συµφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και τους Κανονισµούς ΕΕ και τις άλλες νοµοθετικές πράξεις που προέκυψαν από το Πρωτόκολλο 12 στον τοµέα των δηµόσιων οικονοµικών.
ιδ. Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν: το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν όπως ορίζεται από το Ευρωπαϊκό Σύστηµα Λογαριασµών (ΕΣΟΛ). ιστ. Επικεφαλής φορέων της Γενικής Κυβέρνησης είναι: για µεν τους φορείς της Κεντρικής Διοίκησης που δεν έχουν νοµική προσωπικότητα, ο εκάστοτε ανώτατος ιεραρχικώς προϊστάµενος, για δε τους λοιπούς φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, που είναι εποπτευόµενοι σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην περίπτωση β΄ της παρούσας παραγράφου και έχουν νοµική προσωπικότητα, το ανώτατο όργανο διοίκησης αυτών.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος νόµου, οι όροι «χρέος της Γενικής Κυβέρνησης», «έλλειµµα της Γενικής Κυβέρνησης» και «πλεόνασµα της Γενικής Κυβέρνησης» έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς στο άρθρο 1 του Κανονισµού (EΚ) 479/2009 (ΕΕ L 145/1).

Άρθρο 15
Συµµόρφωση µε τις υποχρεώσεις από τη διεθνή νοµοθεσία

Η Κυβέρνηση διασφαλίζει ότι η κατάρτιση, η εκτέλεση και η εφαρµογή της δηµοσιονοµικής πολιτικής και του Προϋπολογισµού της Γενικής Κυβέρνησης εναρµονίζονται µε τις ευρωπαϊκές και διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας.

Άρθρο 16
Οικονοµικό έτος

Το οικονοµικό έτος είναι η χρονική περίοδος που περιλαµβάνει τις διοικητικές πράξεις και τα γεγονότα, τα οποία σχετίζονται µε την ταµειακή διαχείριση, τις απαιτήσεις, τις υποχρεώσεις και την κίνηση της περιουσίας όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης και αποτελεί την κύρια περίοδο που καλύπτουν οι λογιστικές καταστάσεις και λοιπές χρηµατοοικονοµικές αναφορές τους. Το οικονοµικό έτος όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεµβρίου του ιδίου ηµερολογιακού έτους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΟΡΓΑΝΩΝ
Άρθρο 17
Θεσµικά Όργανα

Οι φορείς µε αρµοδιότητες επί των δηµοσίων οικονοµικών είναι, ιδίως, οι ακόλουθοι:
α. Η Βουλή των Ελλήνων
β. Το Υπουργικό Συµβούλιο
γ. Ο Υπουργός Οικονοµικών
δ. Το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους
ε. Οι Υπουργοί και λοιποί επικεφαλής της Γενικής Κυβέρνησης
στ. Ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας
ζ. Οι προϊστάµενοι οικονοµικών υπηρεσιών των Υπουργείων
η. Οι προϊστάµενοι οικονοµικών υπηρεσιών λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης
θ. Το Παρατηρητήριο Οικονοµικής Αυτοτέλειας των Ο.Τ.Α.
ι. Το Γραφείο Προϋπολογισµού του Κράτους στη Βουλή
ια. Το Ελληνικό Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο

ιβ. Ο Οργανισµός Διαχείρισης του Δηµόσιου Χρέους ιγ. Το Ελεγκτικό Συνέδριο ιδ. Η Ελληνική Στατιστική Αρχή.

Άρθρο 18
Βουλή των Ελλήνων

Στο πλαίσιο εφαρµογής του παρόντος νόµου, η Βουλή, περιλαµβανοµένων των επιτροπών της, έχει τις ακόλουθες αρµοδιότητες:
α. Συζητά και ψηφίζει το Μ.Π.Δ.Σ. και την επικαιροποί-
ησή του.
β. Συζητά και ψηφίζει τον ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισµό και, εφόσον απαιτείται, το συµπληρωµατικό προϋπολογισµό.
γ. Συζητά και ψηφίζει τον απολογισµό του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού, τον Ισολογισµό και τις λοιπές χρηµατοοικονοµικές καταστάσεις της Κεντρικής Διοίκησης.
δ. Παρακολουθεί τη διαχείριση των οικονοµικών του Δηµοσίου, ιδίως µέσω εκθέσεων που υποβάλλονται σε αυτήν.
ε. Ψηφίζει το σχέδιο διορθωτικών ενεργειών του άρθρου 39, καθώς και την αναστολή ισχύος του όταν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.

Άρθρο 19
Υπουργικό Συµβούλιο

Στο πλαίσιο εφαρµογής του παρόντος νόµου, το Υπουργικό Συµβούλιο έχει τις ακόλουθες αρµοδιότητες:
α. Εγκρίνει το Μ.Π.Δ.Σ., την επεξηγηµατική του έκθεση και την επικαιροποίησή του, που υποβάλλονται στη Βουλή, ώστε να διασφαλιστεί η συµµόρφωση µε τους δηµοσιονοµικούς κανόνες για τη διαχείριση των οικονοµικών του Δηµοσίου σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στο άρθρο 33.
β. Εγκρίνει το επικαιροποιηµένο Πρόγραµµα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο προβλέπεται στο Σύµφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
γ. Εγκρίνει τον ετήσιο και, εφόσον απαιτείται, το συµπληρωµατικό Κρατικό Προϋπολογισµό που υποβάλλονται στη Βουλή, ώστε να διασφαλιστεί η συµµόρφωση µε τους δηµοσιονοµικούς κανόνες και µε το εκάστοτε ισχύον Μ.Π.Δ.Σ..
δ. Εγκρίνει τον απολογισµό του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού, τον ισολογισµό και τις λοιπές χρηµατοοικονοµικές καταστάσεις της Κεντρικής Διοίκησης που υποβάλλονται στη Βουλή.
ε. Λαµβάνει γνώση του προγράµµατος δανεισµού και διαχείρισης του δηµοσίου χρέους, που καταρτίζεται από τον Οργανισµό Διαχείρισης Δηµοσίου Χρέους (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.), πριν εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονοµικών. στ. Εγκρίνει, το πρώτο τρίµηνο κάθε έτους, την απολογιστική έκθεση των πεπραγµένων του Ο.Δ.ΔΗ.Χ., µε αναλυτικά στοιχεία του κόστους δανεισµού και της διάρθρωσης του δηµοσίου χρέους, πριν από την υποβολή της στη Βουλή.
ζ. Εγκρίνει το σχέδιο διορθωτικών ενεργειών του άρθρου 39, πριν από την υποβολή του στη Βουλή, και εγκρίνει την πρόταση του Υπουργού Οικονοµικών περί αναστολής του ανωτέρω σχεδίου λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, σύµφωνα µε την παράγραφο 3 του άρθρου 40, πριν από την υποβολή της στη Βουλή.

Άρθρο 20
Υπουργός Οικονοµικών
[άρθρα 4(6) και 14(3) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

Στο πλαίσιο εφαρµογής του παρόντος νόµου, ο Υπουργός Οικονοµικών είναι αρµόδιος για την άσκηση της γενικής διαχείρισης των οικονοµικών της Κεντρικής Διοίκησης, για το γενικό συντονισµό και για την εποπτεία των οικονοµικών των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης. Ειδικότερα, ο Υπουργός Οικονοµικών έχει τις ακόλουθες αρµοδιότητες:
α. Παρέχει έγκαιρα στο Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο µακροοικονοµικές και δηµοσιονοµικές προβλέψεις, επεξηγήσεις µεθοδολογίας, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που ζητείται, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στο Μνηµόνιο Συνεργασίας που συνάπτεται µεταξύ του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου και του Υπουργείου Οικονοµικών, δυνάµει του άρθρου 3.
β. Εκδίδει κανονιστικές αποφάσεις και οδηγίες για την εφαρµογή προτύπων και διαδικασιών που διέπουν τη δηµοσιονοµική διαχείριση. Μεταξύ άλλων, εκδίδει οδηγίες οι οποίες αφορούν κυρίως µεθοδολογικές και άλλες κατευθύνσεις, καθώς και το συντονισµό των ενεργειών, για την κατάρτιση του Κρατικού Προϋπολογισµού και του Μ.Π.Δ.Σ..
γ. Υποβάλλει, µεταξύ άλλων, στο Υπουργικό Συµβούλιο τον ετήσιο και, εφόσον απαιτείται, το συµπληρωµατικό Κρατικό Προϋπολογισµό, το Μ.Π.Δ.Σ. και την επικαιροποίησή του, τις εκθέσεις και τις χρηµατοοικονοµικές καταστάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους δ΄ και ε΄ του παρόντος άρθρου, καθώς και στην παράγραφο στ΄ του άρθρου 19, πριν την υποβολή τους στη Βουλή.
δ. Υποβάλλει στη Βουλή, κάθε οικονοµικό έτος, το Μ.Π.Δ.Σ. και την επεξηγηµατική του έκθεση, καθώς και τυχόν επικαιροποιήσεις του.
ε. Υποβάλλει στη Βουλή το προσχέδιο και το σχέδιο του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού, την εισηγητική του έκθεση, το σχέδιο του συµπληρωµατικού Κρατικού Προϋπολογισµού, αν υπάρχει, καθώς και τον Απολογισµό του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού, τον Ισολογισµό και τις λοιπές χρηµατοοικονοµικές καταστάσεις της Κεντρικής Διοίκησης. στ. Εποπτεύει την εκτέλεση του προϋπολογισµού και την οικονοµική διαχείριση δηµοσίων επιχειρήσεων και οργανισµών που υπάγονται στο Κεφάλαιο Α΄ του ν. 3429/2005 και δεν περιλαµβάνονται στο Μητρώο Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης της ΕΛ.ΣΤΑΤ..
ζ. Εποπτεύει την εκτέλεση του Κρατικού Προϋπολογισµού και µεριµνά για τη συµµόρφωση όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης µε τους δηµοσιονοµικούς κανόνες.
η. Εντοπίζει, αναλύει και παρακολουθεί τους µακροοικονοµικούς και δηµοσιονοµικούς κινδύνους οι οποίοι µπορεί να έχουν ουσιαστικές επιπτώσεις στη δηµοσιονοµική πορεία.
θ. Υπογράφει µε τους φορείς της Κεντρικής Διοίκησης µνηµόνια συνεργασίας που περιλαµβάνουν τουλάχιστον τριµηνιαίους δηµοσιονοµικούς στόχους.
ι. Ασκεί εποπτεία και έλεγχο στη δηµοσιονοµική διαχείριση, στη διαχείριση της δηµόσιας περιουσίας, έλεγχο στη διαχείριση των εκτός Κρατικού Προϋπολογισµού φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, καθώς και στη διαχείριση των προγραµµάτων που χρηµατοδοτούνται ή επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισµό ή την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από άλλους διεθνείς οργανισµούς σύµφωνα µε τις διατάξεις που τα διέπουν. ια. Διαχειρίζεται τα διαθέσιµα του Ελληνικού Δηµοσίου και εγκρίνει το άνοιγµα σε τράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύµατα λογαριασµών φορέων της Κεντρικής Διοίκησης, σύµφωνα µε τους όρους και τις προϋποθέσεις του παρόντος νόµου. ιβ. Συµπράττει υποχρεωτικά στην έκδοση κανονιστικών διοικητικών πράξεων που προκαλούν δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισµού, του Προϋπολογισµού φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, καθώς και του προϋπολογισµού φορέων εκτός Γενικής Κυβέρνησης που επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισµό.
ιγ. Παρακολουθεί, αξιολογεί και εισηγείται αλλαγές στην είσπραξη φορολογικών και µη φορολογικών εσόδων από Υπουργεία και λοιπούς φορείς της Γενικής Κυβέρνησης. ιδ. Καταρτίζει και υποβάλλει σχέδια νόµου στη Βουλή, συνάπτει και υποβάλλει προς κύρωση στη Βουλή διεθνείς συµφωνίες µε άλλα κράτη σχετικά µε φόρους, τελωνειακά τέλη, εισφορές, πρόστιµα και άλλες χρεώσεις που επιβάλλονται από Υπουργεία και λοιπούς φορείς της Γενικής Κυβέρνησης. ιε. Υποβάλλει στο Υπουργικό Συµβούλιο και εγκρίνει το πρόγραµµα δανεισµού και διαχείρισης του Δηµοσίου χρέους, το οποίο του εισηγείται ο Ο.Δ.ΔΗ.Χ., συνάπτει τις δανειακές συµβάσεις για λογαριασµό του Δηµοσίου, περιλαµβανοµένου του προσδιορισµού των κατάλληλων όρων και των προϋποθέσεων, εγκρίνει προτάσεις για την παροχή εγγυήσεων και την ανάληψη άλλων ενδεχόµενων υποχρεώσεων για λογαριασµό του Ελληνικού Δηµοσίου σύµφωνα µε τον παρόντα νόµο, καθώς και τα άρθρα 1 έως 12 του ν. 2628/1998 (Α΄151) και 5 έως 13 του ν. 3965/2011 (Α΄ 113) και µεριµνά για τη βιωσιµότητα του δηµοσίου χρέους. ιστ. Εγκρίνει το δανεισµό κάθε φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, πλην των φορέων του υποτοµέα των ΟΤΑ, ώστε να διασφαλιστεί η συµµόρφωση µε τους δηµοσιονοµικούς κανόνες, µε το Μ.Π.Δ.Σ. και µε τον προϋπολογισµό του οικείου φορέα. ιζ. Συγκεντρώνει τα στοιχεία που απαιτούνται για την άσκηση των αρµοδιοτήτων του και τα οποία του παρέχονται υποχρεωτικά από οποιονδήποτε φορέα του Δηµόσιου Τοµέα, καθώς και από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που λαµβάνει επιχορηγήσεις, εγγυήσεις ή δάνεια από το Κράτος. ιη. Έχει την ευθύνη για την ορθότητα, την ακρίβεια και την πληρότητα των στοιχείων όλων των εγγράφων του προϋπολογισµού και των οικονοµικών και απολογιστικών εκθέσεων της Γενικής Κυβέρνησης, από κοινού µε τους συναρµόδιους Υπουργούς και τους επικεφαλής των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης. ιθ. Αναρτά στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονοµικών µηνιαίες και τριµηνιαίες εκθέσεις σχετικά µε την εκτέλεση των προϋπολογισµών του Κράτους και όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης.
κ. Υποβάλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο τον απολογισµό του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού, τον ισολογισµό και τις λοιπές χρηµατοοικονοµικές καταστάσεις της Κεντρικής Διοίκησης. κα. Υποβάλλει για γνωµοδότηση στην Ολοµέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου νοµοσχέδια που ρυθµίζουν µείζονος σπουδαιότητας θέµατα δηµοσιονοµικής διαχείρισης των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης. κβ. Καταθέτει, το πρώτο τρίµηνο κάθε έτους, στη Βουλή, για ενηµέρωση κατά το άρθρο 30 του παρόντος νόµου, την απολογιστική έκθεση που του υποβάλλει ο Ο.Δ.ΔΗ.Χ.. κγ. Είναι αρµόδιος για τη διαµόρφωση και υποστήριξη των ελληνικών θέσεων κατά τη διαδικασία κατάρτισης, έγκρισης και εκτέλεσης του γενικού προϋπολογισµού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και κατά την εξέταση από τα όργανα της Ένωσης θεµάτων δηµοσιονοµικού περιεχοµένου. κδ. Υποβάλλει στη Βουλή το σχέδιο διορθωτικών ενεργειών του άρθρου 39, αφού έχει λάβει την έγκριση του Υπουργικού Συµβουλίου, και προτείνει την αναστολή του ανωτέρω σχεδίου λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, σύµφωνα µε τη διαδικασία της παραγράφου 3 του άρθρου 40.

Άρθρο 21
Γενικό Λογιστήριο του Κράτους
[άρθρα 4(6), 13(1) και 14(3) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

Στο πλαίσιο εφαρµογής του παρόντος νόµου, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους επικουρεί τον Υπουργό Οικονοµικών στην εκτέλεση των καθηκόντων του µε την άσκηση των ακόλουθων αρµοδιοτήτων:
α. Καταρτίζει το Μ.Π.Δ.Σ. και την επεξηγηµατική του έκθεση για κάθε οικονοµικό έτος, καθώς και τις επικαιροποιήσεις του.
β. Γνωστοποιεί, κάθε έτος, µε εγκύκλιο, το χρονοδιάγραµµα κατάρτισης του προϋπολογισµού για το επόµενο οικονοµικό έτος και παρέχει οδηγίες κατάρτισης σε όλα τα Υπουργεία και στους λοιπούς φορείς της Γενικής Κυβέρνησης.
γ. Καταρτίζει τον ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισµό και
την εισηγητική του έκθεση.
δ. Παρέχει έγκαιρα, στον Υπουργό Οικονοµικών, προκειµένου να διαβιβασθούν στο Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο δηµοσιονοµικές προβλέψεις, επεξηγήσεις µεθοδολογίας, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που ζητείται, και λαµβάνει υπόψη του γνώµες και συστάσεις που παρέχονται από αυτό.
ε. Αξιολογεί τις επιπτώσεις από τις κύριες πηγές δηµοσιονοµικού κινδύνου στην επεξηγηµατική έκθεση του Μ.Π.Δ.Σ.. στ. Καταρτίζει, εφόσον απαιτείται, το συµπληρωµατικό
προϋπολογισµό.
ζ. Καταρτίζει τον απολογισµό του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού, τον Ισολογισµό και τις λοιπές χρηµατοοικονοµικές καταστάσεις της Κεντρικής Διοίκησης.
η. Παρακολουθεί και διαχειρίζεται, κατά το λόγο αρµοδιότητάς του, τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού της Κεντρικής Διοίκησης, συντονίζει τις χρηµατικές εκροές από τον κεντρικό λογαριασµό του Δηµοσίου και προγραµµατίζει την τήρηση των απαιτούµενων χρηµατικών αποθεµάτων για την πληρωµή δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισµού. Διοικεί και διαχειρίζεται το κεντρικό σύστηµα πληρωµών, καθώς και το κεντρικό σύστηµα ταµειακής διαχείρισης του Ελληνικού Δηµοσίου και υποβάλλει προτάσεις στον Υπουργό Οικονοµικών για την έγκριση ανοίγµατος τραπεζικών λογαριασµών από φορείς της Κεντρικής Διοίκησης σύµφωνα µε τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον παρόντα νόµο.
θ. Παρακολουθεί την εκτέλεση του Κρατικού Προϋπολογισµού και ασκεί έλεγχο στη δηµοσιονοµική διαχείριση. Σε περίπτωση µείωσης των δεσµευτικών ορίων ανά Υπουργείο λόγω επικαιροποίησης του Μ.Π.Δ.Σ., η οποία δεν έχει απεικονιστεί στον ετήσιο ή σε συµπληρωµατικό Κρατικό Προϋπολογισµό, µε ευθύνη του ΓΛΚ, αναπροσαρµόζονται αντίστοιχα τα ποσοστά διάθεσης των πιστώσεων.
ι. Συντονίζει την κατάρτιση των προϋπολογισµών όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, δίνει κατευθύνσεις, παρακολουθεί την εκτέλεσή τους και παρέχει οδηγίες σχετικά µε τη µεθοδολογία για την ορθή εξαγωγή στατιστικών στοιχείων και αξιόπιστων δηµοσιονοµικών εκθέσεων, ενιαίων για όλους τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης. ια. Καταρτίζει έκθεση επί των εισαγοµένων προς ψήφιση στη Βουλή νοµοθετικών ρυθµίσεων, σύµφωνα µε όσα ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 75 του Συντάγµατος. Παρακολουθεί την εφαρµογή των αρχών της δηµοσιονοµικής πρόβλεψης και αντιστάθµισης, σύµφωνα µε το άρθρο 1 του ν. 2469/1997 (Α΄ 38).
ιβ. Αναπτύσσει και διαχειρίζεται το Ολοκληρωµένο Πληροφοριακό Σύστηµα Δηµοσιονοµικής Πολιτικής για τη Γενική Κυβέρνηση.
ιγ. Διαχειρίζεται το λογιστικό σύστηµα της Γενικής Κυβέρνησης βάσει του προεδρικού διατάγµατος που εκδίδεται σύµφωνα µε το άρθρο 156 του παρόντος νόµου.
ιδ. Ασκεί έλεγχο στην οικονοµική διαχείριση των δηµόσιων επιχειρήσεων και δηµόσιων οργανισµών, των λοιπών νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου και των νοµικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο Δηµόσιο, σε Ν.Π.Δ.Δ., που επιχορηγούνται ή χρηµατοδοτούνται µε οποιονδήποτε τρόπο από τον Κρατικό Προϋπολογισµό σε ποσοστό τουλάχιστον 50% του προϋπολογισµού τους ή από τον προϋπολογισµό φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, την Ευρωπαϊκή Ένωση ή άλλους διεθνείς οργανισµούς ή είναι δηµόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2, 3, καθώς και δηµόσιοι οργανισµοί κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005, χωρίς να ισχύουν οι εξαιρέσεις του άρθρου 19 του ίδιου νόµου. Οι έλεγχοι πραγµατοποιούνται στους ανωτέρω φορείς εφόσον εµπίπτουν στο πεδίο εφαρµογής του άρθρου 3 του ν. 3492/2006 (Α΄ 210) και διενεργούνται σύµφωνα µε τις διατάξεις του νό-
µου αυτού. Για φορείς που δεν υπάγονται στο προηγούµενο εδάφιο, δύναται να διενεργηθεί έλεγχος βάσει των διατάξεων του ν. 3492/2006, ύστερα από εντολή του Υπουργού Οικονοµικών ή του Γενικού Επιθεωρητή Δηµόσιας Διοίκησης. ιε. Συγκεντρώνει στοιχεία και τυχόν διευκρινίσεις που απαιτούνται για την άσκηση των αρµοδιοτήτων του, τα οποία υποχρεωτικά παρέχονται από οποιονδήποτε φορέα του Δηµόσιου Τοµέα, συµπεριλαµβανοµένης της ΕΛ.ΣΤΑΤ., καθώς και από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που λαµβάνει επιχορηγήσεις, εγγυήσεις ή δάνεια από το Κράτος, µε την επιφύλαξη των στοιχείων που χαρακτηρίζονται ως εµπιστευτικά δυνάµει ειδικών νόµων. Αντίστοιχα, παρέχει στην ΕΛ.ΣΤΑΤ. και στο Ελληνικό Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο τα απαραίτητα στοιχεία για την άσκηση των αρµοδιοτήτων τους, µε την επιφύλαξη των στοιχείων που χαρακτηρίζονται ως εµπιστευτικά δυνάµει ειδικών νόµων. ιστ. Καταρτίζει µηνιαίες και τριµηνιαίες εκθέσεις σχετικά µε την εκτέλεση των προϋπολογισµών της Κεντρικής Διοίκησης και των λοιπών Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης. Υποβάλλει προτάσεις στον Υπουργό Οικονοµικών για την επιβολή κυρώσεων, σύµφωνα µε το έβδοµο µέρος (άρθρα 171 έως 175), σε Υπουργεία, Αποκεντρωµένες Διοικήσεις και σε άλλους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, για τη µη υποβολή στοιχείων.
ιζ. Παρακολουθεί το ύψος των εκκρεµών υποχρεώσεων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης και µεριµνά για την κατά το δυνατό µείωσή τους. ιη. Εξετάζει και αξιολογεί το συνολικό κόστος λειτουργίας των µονάδων και φορέων της Γενικής Κυβέρνησης σε σχέση µε τη δραστηριότητά τους και το προσφερόµενο έργο. Η αρµοδιότητα αυτή ασκείται ανεξάρτητα από τυχόν συντρέχουσα σχετική αρµοδιότητα των οικείων φορέων. ιθ. Ενηµερώνει το Ελεγκτικό Συνέδριο για τους φορείς εκείνους της Γενικής Κυβέρνησης που δεν συµµορφώνονται µε τις δηµοσιονοµικές αρχές και κανόνες του παρόντος νόµου.
κ. Ασκεί έλεγχο επί των δηµόσιων δαπανών κατά τις διατάξεις του άρθρου 94 και παρέχει οδηγίες για την ορθή εφαρµογή των δηµοσιολογιστικών διατάξεων από όλους τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης.

Άρθρο 22
Υπουργοί και Λοιποί Επικεφαλής Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης
[άρθρο 13(2) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

Στο πλαίσιο εφαρµογής του παρόντος νόµου, κάθε Υπουργός και κάθε επικεφαλής φορέα Γενικής Κυβέρνησης έχει τις ακόλουθες αρµοδιότητες:
α. Διαχειρίζεται και εκτελεί τον προϋπολογισµό του Υπουργείου του ή του φορέα που προΐσταται ή διοικεί σύµφωνα µε το εκάστοτε ισχύον πλαίσιο για τα δηµόσια οικονοµικά όπως αυτό καθορίζεται, ιδίως, από τον παρόντα νόµο, το Μ.Π.Δ.Σ., τον ετήσιο και τον ενδεχόµενο συµπληρωµατικό Κρατικό Προϋπολογισµό, καθώς και κάθε άλλο νόµο, κανονιστική πράξη, οδηγία και απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών, του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, και, αν πρόκειται για φορέα, και του εποπτεύοντος Υπουργείου.
β. Συµµετέχει στην προετοιµασία του Μ.Π.Δ.Σ. και της επεξηγηµατικής του έκθεσης, µε την κατάρτιση των δηµοσιονοµικών προβλέψεων σε σχέση µε το Υπουργείο ή το φορέα που προΐσταται ή διοικεί, υποβάλλοντας τα απαιτούµενα στοιχεία στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, ύστερα από διαβούλευση µε τον Υπουργό Οικονοµικών.
γ. Υποβάλλει προτάσεις για τους ετήσιους, συµπληρωµατικούς ή αναθεωρηµένους προϋπολογισµούς του Υπουργείου ή του φορέα που προΐσταται ή διοικεί και σε συµφωνία µε τους δεσµευτικούς στόχους και τα όρια που ορίζονται από το Μ.Π.Δ.Σ. και τις επικαιροποιήσεις του.
δ. Εκτελεί τον προϋπολογισµό του Υπουργείου ή του φορέα που προΐσταται ή διοικεί εντός των ορίων πιστώσεων που καθορίζονται στους ετήσιους, συµπληρωµατικούς ή αναθεωρηµένους προϋπολογισµούς, εντός των διαθεσίµων ορίων πιστώσεων που ορίζει ο Υπουργός Οικονοµικών και µε βάση τους συµφωνηµένους µηνιαίους και τριµηνιαίους στόχους για την εκτέλεση του προϋπολογισµού.
ε. Ανακατανέµει πιστώσεις του προϋπολογισµού του Υπουργείου ή του φορέα που προΐσταται ή διοικεί, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσµατική διαχείριση του προϋπολογισµού και η συµµόρφωση µε τους δηµοσιονοµικούς κανόνες και το εκάστοτε ισχύον Μ.Π.Δ.Σ..
στ. Επιµελείται της είσπραξης των εσόδων του Υπουργείου ή του φορέα που προΐσταται ή διοικεί, εφόσον ο φορέας αυτός είναι εκτός της Κεντρικής Διοίκησης.
ζ. Παρακολουθεί και καθοδηγεί τους εποπτευόµενους φορείς για την κατάρτιση των σχετικών προϋπολογισµών µέσα στα ανώτατα όρια του εκάστοτε ισχύοντος Μ.Π.Δ.Σ. και για την ορθή εκτέλεσή τους.
η. Διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία και πόρους αρµοδιότητάς του, σύµφωνα µε τις δηµοσιονοµικές αρχές και διαδικασίες.
θ. Εκπονεί και υποβάλλει εκθέσεις εκτέλεσης προϋπολογισµού του Υπουργείου του ή του φορέα που προΐσταται ή διοικεί και των εποπτευόµενων φορέων του, σύµφωνα µε τις οδηγίες και εντός του χρονικού πλαισίου που θέτει το ΓΛΚ.
ι. Εκπονεί και υποβάλλει χρηµατοοικονοµικές αναφορές του Υπουργείου του και των εποπτευόµενων φορέων του και εκθέσεις σύµφωνα µε τις οδηγίες και εντός του χρονικού πλαισίου που θέτει το ΓΛΚ.

Άρθρο 23
Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας

Στο πλαίσιο εφαρµογής του παρόντος νόµου, ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας έχει την ευθύνη για τη χάραξη της πολιτικής δηµοσίων επενδύσεων και συντονίζει και εποπτεύει την εκτέλεση του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων. Ειδικότερα, στο πλαίσιο εφαρµογής του παρόντος νόµου, ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας έχει τις ακόλουθες αρµοδιότητες:
α. Συµµετέχει, µετά από διαβούλευση µε τον Υπουργό Οικονοµικών, στην κατάρτιση του Μ.Π.Δ.Σ. και της επεξηγηµατικής του έκθεσης, µε την κατάρτιση των δηµοσιονοµικών προβλέψεων σχετικά µε τον προϋπολογισµό δηµοσίων επενδύσεων, µε την υποβολή των απαιτούµενων στοιχείων στο ΓΛΚ.
β. Υποβάλλει στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους σχέδιο για τον ετήσιο και, εφόσον απαιτείται, το συµπληρωµατικό προϋπολογισµό δηµοσίων επενδύσεων, το οποίο συµπεριλαµβάνεται στον ετήσιο ή το συµπληρωµατικό Κρατικό Προϋπολογισµό, εντός του πλαισίου των ετήσιων συνολικών ανώτατων ορίων πιστώσεων του Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων σύµφωνα µε το
Μ.Π.Δ.Σ..
γ. Παρακολουθεί την εκτέλεση του προϋπολογισµού
δηµοσίων επενδύσεων σε µηνιαία βάση.
δ. Υποβάλλει αιτήµατα για συγχρηµατοδότηση έργων δηµοσίων επενδύσεων από τα Ταµεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύµφωνα µε το θεσµικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ε. Κατανέµει τον προϋπολογισµό δηµοσίων επενδύσεων σε κάθε έργο του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων µε την έκδοση αποφάσεων (Συλλογικών Αποφάσεων), σύµφωνα µε το άρθρο 78, µετά από προτάσεις των Φορέων της Κεντρικής Διοίκησης που χρηµατοδοτούν επενδυτικές δράσεις. στ. Κατανέµει τον Προϋπολογισµό Δηµοσίων Επενδύσεων περιφερειακού επιπέδου σε κάθε έργο του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων µε την έκδοση αποφάσεων (Συλλογικών Αποφάσεων), µετά από προτάσεις των Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης (Περιφέρειες) που έχουν αρµοδιότητα να υποβάλλουν πρόταση για την υλοποίηση επενδυτικών δράσεων.
ζ. Ασκεί εποπτεία και έλεγχο στη διαχείριση των προγραµµάτων για τα οποία παρέχει χρηµατοδότηση ή επιχορήγηση από τον προϋπολογισµό δηµοσίων επενδύσεων.
η. Εκδίδει κανονιστικές πράξεις και οδηγίες που απαιτούνται για την κατάρτιση και την εκτέλεση του προϋπολογισµού δηµοσίων επενδύσεων.
θ. Συµπράττει υποχρεωτικά στην έκδοση κανονιστικών πράξεων που αφορούν σε θέµατα υλοποίησης του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων.
ι. Έχει την ευθύνη λειτουργίας του Ολοκληρωµένου Πληροφοριακού Συστήµατος του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων και µεριµνά για τη διαλειτουργικότητά του µε το Ολοκληρωµένο Πληροφοριακό Σύστηµα Δηµοσιονοµικής Πολιτικής και άλλα πληροφοριακά συστήµατα. ια. Συγκεντρώνει τις απαραίτητες πληροφορίες για την άσκηση των αρµοδιοτήτων του, από οποιονδήποτε φορέα, οργανισµό ή νοµικό πρόσωπο, οι οποίοι υποχρεούνται στην παροχή αυτών.

Άρθρο 24
Προϊστάµενοι οικονοµικών υπηρεσιών Υπουργείων
[άρθρα 13(1) και 13(2) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

1. Σε κάθε Υπουργείο συνιστάται Γενική Διεύθυνση Οικονοµικών Υπηρεσιών (ΓΔΟΥ), η οποία υπάγεται στον Γενικό Γραµµατέα του. Στη Γενική Διεύθυνση αυτή υπάγονται όλες οι υφιστάµενες οικονοµικές οργανικές µονάδες και οι αρµοδιότητες οικονοµικού ενδιαφέροντος του Υπουργείου και, εφόσον κριθεί σκόπιµο, ιδίως λόγω του περιορισµένου αντικειµένου της, και άλλες οργανικές µονάδες του Υπουργείου µε υποστηρικτικό ιδίως χαρακτήρα. Σε περιπτώσεις Γενικών Διευθύνσεων οι οποίες περιλαµβάνουν και άλλες δοµές, ο προϊστάµενος αυτών πρέπει να έχει τα προσόντα που απαιτούνται για τον Γενικό Διευθυντή Οικονοµικών Υπηρεσιών σύµφωνα µε τις κείµενες διατάξεις.
2. Οι προϊστάµενοι οικονοµικών υπηρεσιών των Υπουργείων είναι οι επικεφαλής της ΓΔΟΥ των Υπουργείων και έχουν τις αρµοδιότητες που καθορίζονται από τον παρόντα νόµο και τη σχετική κείµενη νοµοθεσία. Ο ορισµός και η αναπλήρωση των προϊσταµένων οικονοµικών υπηρεσιών διέπονται από τις κείµενες διατάξεις, εφόσον από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν προβλέπεται διαφορετική διαδικασία. Οι προϊστάµενοι οικονοµικών υπηρεσιών, µε απόφασή τους, δύνανται να εξουσιοδοτούν ιεραρχικά υφιστάµενά τους όργανα, να διενεργούν µε εντολή τους οποιαδήποτε πράξη για την εφαρµογή της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 4 και της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου. Για τους προϊσταµένους οικονοµικών υπηρεσιών και τα από αυτούς εξουσιοδοτούµενα, σύµφωνα µε το προηγούµενο εδάφιο, ιεραρχικά υφιστάµενά τους όργανα, ισχύουν οι απαγορεύσεις και τα ασυµβίβαστα που ισχύουν και για τους υπαλλήλους των ΥΔΕ.
3. Κατ’ εξαίρεση των οριζόµενων στις παραγράφους 1 και 2, ειδικά στο Υπουργείο Εθνικής Άµυνας και µέχρι τη συγκρότηση και έναρξη λειτουργίας της οικείας ΓΔΟΥ, τα καθήκοντα και τις αρµοδιότητες των παραγράφων 4 και 5 ασκεί ο Γενικός Διευθυντής Οικονοµικού Σχεδιασµού και Υποστήριξης. Επίσης, κατ’ εξαίρεση των οριζόµενων στις παραγράφους 1 και 2, τα καθήκοντα και τις αρµοδιότητες των παραγράφων 4 και 5 ασκούν ο προϊστάµενος της Γενικής Διεύθυνσης Οικονοµικών και Επιτελικού Σχεδιασµού και ο προϊστάµενος της Διεύθυνσης Οικονοµικών Υπηρεσιών, Διοικητικής Υποστήριξης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, αντίστοιχα. Στα Υπουργεία Δηµόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και Ναυτιλίας και Αιγαίου, τα καθήκοντα και οι αρµοδιότητες των παραγράφων 4 και 5 δύνανται να ασκούνται και από Ανώτατους Αξιωµατικούς των Σωµάτων, ενώ ειδικά στο Υπουργείο Εθνικής Άµυνας ασκούνται από Ανώτατους Αξιωµατικούς του Οικονοµικού Σώµατος, οι οποίοι ορίζονται και τοποθετούνται σύµφωνα µε τις κείµενες, γι’ αυτούς, διατάξεις. Οι Γενικοί Διευθυντές Εσωτερικής Λειτουργίας των Αποκεντρωµένων Διοικήσεων έχουν τις αρµοδιότητες, τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις των παραγράφων 4 και 5 και εφαρµόζονται αναλογικά για αυτούς οι παράγραφοι 6 και 7 του παρόντος άρθρου.
4. Ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών είναι υπεύθυνος για τη διασφάλιση της χρηστής δηµοσιονοµικής διαχείρισης του Υπουργείου του και των εποπτευόµενων από αυτό φορέων της Γενικής Κυβέρνησης και εποπτεύει τις διαδικασίες που αφορούν στον προϋπολογισµό και την ορθή λογιστική αποτύπωση των δραστηριοτήτων του Υπουργείου και των εποπτευόµενων φορέων του, σύµφωνα µε τις κατευθυντήριες οδηγίες του ΓΛΚ.
Ειδικότερα µεριµνά για:
α. την παροχή έγκαιρων και αξιόπιστων πληροφοριών σχετικά µε τον προϋπολογισµό του οικείου φορέα προς τον ιεραρχικά προϊστάµενο Γενικό Γραµµατέα και τον Υπουργό, τον Υπουργό Οικονοµικών και τη Βουλή,
β. την πιστή τήρηση των ανωτάτων ορίων του προϋπολογισµού και του Μ.Π.Δ.Σ. του φορέα του, των ειδικών περί ανάληψης υποχρεώσεων διατάξεων και τη διενέργεια δαπανών µόνο εφόσον υπάρχει αντίστοιχη πίστωση στον οικείο προϋπολογισµό,
γ. την παροχή υποστήριξης και την εισήγηση στον Υπουργό, µε σκοπό τη βέλτιστη κατανοµή των πόρων του
Υπουργείου και των εποπτευόµενων φορέων,
δ. την τήρηση των υποχρεωτικών οδηγιών και εγκυ-
κλίων που εκδίδει το ΓΛΚ,
ε. τη διαβίβαση στο ΓΛΚ αξιόπιστων δηµοσιονοµικών στοιχείων του Υπουργείου του, καθώς και των εποπτευόµενων από αυτό φορέων, σύµφωνα µε τις κατ` εξουσιοδότηση του παρόντος νόµου εκδιδόµενες κανονιστικές πράξεις και σχετικές εγκυκλίους,
στ. τη σύσταση και την εφαρµογή εσωτερικών δικλείδων στη δηµοσιονοµική διαχείριση του Υπουργείου του, αναφορικά τόσο µε τις δαπάνες, όσο και µε τα έσοδα.
5. Για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στην παράγραφο 4, ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών του Υπουργείου έχει τις ακόλουθες αρµοδιότητες:
α. Είναι υπεύθυνος για το συντονισµό της προετοιµασίας του Μ.Π.Δ.Σ. και του ετήσιου προϋπολογισµού του Υπουργείου του και των εποπτευόµενων από το Υπουργείο φορέων, σύµφωνα µε τις οδηγίες που παρέχονται από το ΓΛΚ, και για την υποβολή των προβλέψεων στο ΓΛΚ, µετά από έγκριση από τον αρµόδιο Υπουργό. Συντάσσει τις εκθέσεις του φορέα του της παραγράφου 3 του άρθρου 45 και της παραγράφου 12 του άρθρου 54
και µεριµνά για τη σύνταξη των εκθέσεων αυτών από τους εποπτευόµενους φορείς του Υπουργείου του. Ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών, εφόσον κρίνει ότι το Μ.Π.Δ.Σ. ή ο ετήσιος προϋπολογισµός που υποβάλλει για το Υπουργείο του παραβιάζει τις αρχές της χρηστής δηµοσιονοµικής διαχείρισης ή ότι τα προτεινόµενα ανώτατα όρια δαπανών δεν µπορούν να τηρηθούν κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του προϋπολογισµού, υποβάλλει σηµείωµα προς τον Υπουργό του και το ΓΛΚ, διατυπώνοντας τις απόψεις του. Σε κάθε περίπτωση, η κατάρτιση του Μ.Π.Δ.Σ. και του ετήσιου προϋπολογισµού του Υπουργείου του και των εποπτευόµενων από το Υπουργείο φορέων, γίνεται σύµφωνα µε τις διαδικασίες των άρθρων 45, 54, 63 και 64.
β. Οφείλει να διασφαλίζει ότι η ΓΔΟΥ καταρτίζει προβλέψεις για τις µηνιαίες ταµειακές ανάγκες και παρακολουθεί την εκτέλεση του προϋπολογισµού του Υπουργείου και των εποπτευόµενων φορέων σε µηνιαία βάση, σύµφωνα µε τους στόχους που έχουν τεθεί από τα µνηµόνια συνεργασίας µε τον Υπουργό Οικονοµικών.
γ. Είναι υπεύθυνος να πραγµατοποιεί όλες τις δηµοσιονοµικές δεσµεύσεις και να διασφαλίζει ότι η ΓΔΟΥ τηρεί ορθά το µητρώο δεσµεύσεων που προβλέπεται στο π.δ. 113/2010 για το Υπουργείο και διαβιβάζει όλες τις σχετικές πληροφορίες για τις αναληφθείσες δεσµεύσεις στο Ελεγκτικό Συνέδριο και το ΓΛΚ. Εξασφαλίζει ότι η εκτέλεση των πολυετών δεσµεύσεων είναι σύµφωνη µε την έγκριση της παραγράφου 1 του άρθρου 67. Επίσης, εξασφαλίζει ότι η ΓΔΟΥ διαθέτει τα απαραίτητα πληροφοριακά συστήµατα για την επεξεργασία, την έγκριση και την παρακολούθηση όλων των δεσµεύσεων µέχρι την αποπληρωµή των σχετικών υποχρεώσεων.
δ. Ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών έχει την ευθύνη κατάρτισης µηνιαίων προγραµµάτων εκτέλεσης του προϋπολογισµού του Υπουργείου του (τακτικού και προϋπολογισµού δηµοσίων επενδύσεων), καθορισµού των τριµηνιαίων ανωτάτων ορίων δαπανών και της παρακολούθησης της µεταβολής των απλήρωτων υποχρεώσεων. Σε περίπτωση που κρίνει ότι συντρέχει κίνδυνος µη τήρησης του προϋπολογισµού και των ανώτατων ορίων δαπανών, ενηµερώνει τον Υπουργό, τον Γενικό Γραµµατέα και το ΓΛΚ, προτείνοντας τις απαραίτητες διορθωτικές παρεµβάσεις, περιλαµβανοµένης και τυχόν ανακατανοµής πιστώσεων. Παρακολουθεί τους στόχους και την εκτέλεση των προϋπολογισµών των εποπτευόµενων από το φορέα του νοµικών προσώπων.
ε. Ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών διατυπώνει εισήγηση για κάθε σχέδιο νόµου, προεδρικού διατάγµατος, υπουργικής απόφασης, πολιτικής ή προγράµµατος που επισπεύδει ή πρότασης που διατυπώνει το Υπουργείο του, εφόσον έχει επίπτωση στο ΜΠΔΣ ή στον προϋπολογισµό του Υπουργείου ή των εποπτευόµενων φορέων. Η εν λόγω εισήγηση κοινοποιείται στον Υπουργό και τον Γενικό Γραµµατέα του Υπουργείου, καθώς και στο ΓΛΚ. στ. Ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών οφείλει να εφαρµόζει τις κατευθυντήριες γραµµές οικονοµικής διαχείρισης που καθορίζονται από το ΓΛΚ και εισηγείται υποχρεωτικές κατευθυντήριες γραµµές και οδηγίες σχετικά µε τη δηµοσιονοµική διαχείριση για θέµατα του Υπουργείου του και των εποπτευόµενων φορέων, οι οποίες εγκρίνονται από τον Υπουργό. Σε περίπτωση επικαιροποίησης του Μ.Π.Δ.Σ., ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών οφείλει να εκδίδει προς τους εποπτευόµενους φορείς υποχρεωτικές κατευθυντήριες γραµµές και οδηγίες σχετικά µε τις απαραίτητες προσαρµογές στη δηµοσιονοµική διαχείριση, για τις οποίες δεν απαιτείται έγκριση από τον Υπουργό, κατά τα ανωτέρω.
ζ. Οι προϊστάµενοι των οικονοµικών υπηρεσιών των φορέων της Κεντρικής Διοίκησης, για την εφαρµογή του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 77,αποστέλλουν στο Εθνικό Τυπογραφείο, µέχρι 31 Δεκεµβρίου κάθε έτους, κατάλογο των φορέων που θα επιχορηγηθούν από τον Κρατικό Προϋπολογισµό, κατά το αµέσως επόµενο οικονοµικό έτος.
6. α. Δικαίωµα υποβολής αίτησης υποψηφιότητας για την πλήρωση θέσης προϊσταµένου ΓΔΟΥ Υπουργείου έχουν υπάλληλοι όλων των κλάδων κατηγορίας ΠΕ όλων των Υπουργείων. Ως προϊστάµενοι της ΓΔΟΥ επιλέγονται υπάλληλοι µε πενταετή τουλάχιστον εµπειρία σε θέµατα οικονοµικής διαχείρισης ή διαχειριστικού ελέγχου. Αν δεν υπάρχουν υπάλληλοι µε τις προϋποθέσεις αυτές, επιλέγονται υπάλληλοι µε τετραετή τουλάχιστον εµπειρία στα ίδια θέµατα. Με απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθµισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονοµικών καθορίζονται τα ειδικότερα προσόντα, καθώς και η βαρύτητα αυτών.
β. Μέχρι την πλήρωση θέσης προϊσταµένου Γενικής Διεύθυνσης Οικονοµικών Υπηρεσιών, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην προηγούµενη περίπτωση, παράλληλα µε τον Γενικό Γραµµατέα που έχει οριστεί συνυπογράφουν οι Γενικοί ή Ειδικοί Γραµµατείς που υπέγραφαν µέχρι τη δηµοσίευση του ν. 3943/2011. Οι πράξεις που υπεγράφησαν µετά τη δηµοσίευση του ν. 3943/2011 έως και την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης από τους Γενικούς ή Ειδικούς Γραµµατείς που ήταν αρµόδιοι πριν από τη δηµοσίευση της παρ. 12γ του άρθρου 49 του ν. 3943/2011, είναι νόµιµες.
7. Με προεδρικό διάταγµα που εκδίδεται κατόπιν πρότασης των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθµισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονοµικών και του κατά περίπτωση αρµόδιου Υπουργού, είναι δυνατή, σε περίπτωση διάσπασης ή συγχώνευσης Υπουργείων, η σύσταση, συγχώνευση ή κατάργηση αντίστοιχου αριθµού ΓΔΟΥ και η ρύθµιση θεµάτων σχετικά µε τις αρµοδιότητες, τη διάρθρωση, τη λειτουργία τους, ζητήµατα µεταφοράς θέσεων και προσωπικού των µονάδων. Οι ως άνω αποφάσεις καλύπτουν περιπτώσεις όπου στις ΓΔΟΥ εντάσσονται και άλλες οργανικές µονάδες του Υπουργείου, σύµφωνα µε την παράγραφο 2 ή βάσει οποιασδήποτε άλλης εξουσιοδοτικής διάταξης.
8. Όλες οι υπηρεσίες του Υπουργείου ή των εποπτευόµενων από αυτό φορέων οφείλουν να παρέχουν έγκαιρα στον προϊστάµενο οικονοµικών υπηρεσιών του Υπουργείου όλες τις πληροφορίες και τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του.

Άρθρο 25
Προϊστάµενοι οικονοµικών υπηρεσιών λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης
[άρθρο 13(2) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

1. Στους λοιπούς, πλην Κεντρικής Διοίκησης, φορείς της Γενικής Κυβέρνησης οι αρµοδιότητες του παρόντος άρθρου ασκούνται από τον, σύµφωνα µε τον οικείο Οργανισµό, προϊστάµενο οικονοµικών υπηρεσιών. Ο ορισµός και η αναπλήρωσή τους διέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν για τον οικείο φορέα και, εάν υπάρχει, από το καταστατικό του φορέα, εφόσον από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν προβλέπεται διαφορετική διαδικασία. Οι προϊστάµενοι οικονοµικών υπηρεσιών, µε απόφασή τους δύνανται να εξουσιοδοτούν ιεραρχικά υφιστάµενά τους όργανα, να διενεργούν µε εντολή τους οποιαδήποτε πράξη για την εφαρµογή της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 και της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 3. Για τους προϊσταµένους οικονοµικών υπηρεσιών και τα από αυτούς εξουσιοδοτούµενα, σύµφωνα µε το προηγούµενο εδάφιο, ιεραρχικά υφιστάµενά τους όργανα, ισχύουν οι απαγορεύσεις και τα ασυµβίβαστα που ισχύουν και για τους υπαλλήλους των ΥΔΕ.
2. Ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών είναι υπεύθυνος για τη χρηστή δηµοσιονοµική διαχείριση του φορέα και εποπτεύει την οµαλή λειτουργία των οικονοµικών υπηρεσιών, την κατάρτιση και την εκτέλεση του προϋπολογισµού και τη λογιστική αποτύπωση των δραστηριοτήτων του φορέα, σύµφωνα µε τον παρόντα νόµο, τη σχετική κείµενη νοµοθεσία και τις οδηγίες του ΓΛΚ.
Ειδικότερα, µεριµνά για:
α. Την παροχή έγκαιρων και αξιόπιστων στοιχείων για τον προϋπολογισµό του φορέα, στο εποπτεύον Υπουργείο, στο ΓΛΚ και στον Υπουργό Οικονοµικών.
β. Την πιστή τήρηση των στόχων ισοζυγίου, των ανωτάτων ορίων του προϋπολογισµού και του Μ.Π.Δ.Σ. του φορέα του, καθώς και την ανάληψη υποχρεώσεων από το φορέα αυτό, ώστε να διενεργούνται δαπάνες µόνο εφόσον υπάρχει αντίστοιχη πίστωση στον οικείο προϋπολογισµό.
γ. Την παροχή υποστήριξης και την εισήγηση στο ανώτατο όργανο διοίκησης του φορέα, µε σκοπό τη βέλτιστη κατανοµή των πόρων του φορέα και των τυχόν εποπτευόµενων φορέων.
δ. Τη συµµόρφωση µε τις υποχρεωτικές οδηγίες και εγκυκλίους που εκδίδει το Υπουργείο Οικονοµικών και το ΓΛΚ.
ε. Την είσπραξη των εσόδων του φορέα.
στ. Τη σύσταση και την εφαρµογή εσωτερικών δικλείδων στη δηµοσιονοµική διαχείριση, αναφορικά τόσο µε τις δαπάνες όσο και µε τα έσοδα.
3. Για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στην παράγραφο 2, ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών έχει τις ακόλουθες αρµοδιότητες:
α. Είναι υπεύθυνος για το συντονισµό της προετοιµασίας του Μ.Π.Δ.Σ. και του ετήσιου προϋπολογισµού του φορέα, ακολουθώντας τις οδηγίες που παρέχονται από το ΓΛΚ και το εποπτεύον Υπουργείο, και για τη διαβίβαση των προβλέψεων στον προϊστάµενο οικονοµικών υπηρεσιών του εποπτεύοντος Υπουργείου, µετά την έγκρισή τους από το όργανο διοίκησης του φορέα. Συντάσσει τις εκθέσεις του φορέα του της παραγράφου 3 του άρθρου 45 και της παραγράφου 12 του άρθρου 54. Ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών, αν θεωρήσει κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του προϋπολογισµού ότι δεν µπορεί να τηρηθεί το εκάστοτε ισχύον Μ.Π.Δ.Σ. ή ο ετήσιος προϋπολογισµός του φορέα, ενηµερώνει το όργανο διοίκησης του φορέα, τον προϊστάµενο οικονοµικών υπηρεσιών και τον Γενικό Γραµµατέα του εποπτεύοντος Υπουργείου και το ΓΛΚ. Στη συνέχεια, ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών του εποπτεύοντος Υπουργείου εξετάζει από κοινού µε τους ανωτέρω τη δυνατότητα ανάληψης διορθωτικών δράσεων.
β. Καταρτίζει προβλέψεις για τις µηνιαίες ταµειακές ανάγκες και παρακολουθεί την εκτέλεση του προϋπολογισµού του φορέα σε µηνιαία βάση. Αν διαπιστώσει αποκλίσεις στην εκτέλεση του προϋπολογισµού, ενηµερώνει το όργανο διοίκησης του φορέα, τον προϊστάµενο οικονοµικών υπηρεσιών και τον Γενικό Γραµµατέα του εποπτεύοντος Υπουργείου, κάνοντας προτάσεις για διορθωτικές ενέργειες, στις οποίες περιλαµβάνεται η πιθανή ανακατανοµή πιστώσεων.
γ. Είναι υπεύθυνος για τη διενέργεια όλων των δηµοσιονοµικών δεσµεύσεων, για τη διασφάλιση της ορθής τήρησης του Μητρώου Δεσµεύσεων και για τη διαβίβαση σε µηνιαία βάση όλων των απαραίτητων στοιχείων για τις δεσµεύσεις που αναλαµβάνονται στον προϊστάµενο οικονοµικών υπηρεσιών του εποπτεύοντος φορέα. Επίσης, εξασφαλίζει ότι η εκτέλεση των πολυετών δεσµεύσεων είναι σύµφωνη µε την έγκριση της παραγράφου 1 του άρθρου 67, καθώς και ότι ο φορέας του διαθέτει τα απαραίτητα πληροφοριακά συστήµατα για την επεξεργασία, την έγκριση και την παρακολούθηση όλων των δεσµεύσεων µέχρι την αποπληρωµή των σχετικών υποχρεώσεων.
δ. Όλες οι υπηρεσίες του φορέα υποχρεούνται να παρέχουν έγκαιρα στον προϊστάµενο οικονοµικών υπηρεσιών του φορέα όλες τις πληροφορίες και τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του.
ε. Ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών υποχρεούται να εφαρµόζει τις οδηγίες οικονοµικής διαχείρισης που εκδίδονται από το ΓΛΚ και το εποπτεύον Υπουργείο και µπορεί να εισηγείται την εξειδίκευσή τους.
4. Σε περίπτωση που ο φορέας του προϊσταµένου οικονοµικών υπηρεσιών του παρόντος άρθρου, εποπτεύει άλλους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, έχει κατ’ αναλογία, ως προς τους φορείς αυτούς, τις αρµοδιότητες, τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις που έχουν και οι Γενικοί Διευθυντές Οικονοµικών Υπηρεσιών των Υπουργείων για τους εποπτευόµενους από αυτά φορείς.

Άρθρο 26
Υποχρεώσεις των προϊσταµένων οικονοµικών υπηρεσιών Υπουργείων και λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης

1. Ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών οφείλει να αρνηθεί την εκτέλεση εντολής, από οποιαδήποτε αρµόδια αρχή, αν έχει ως αποτέλεσµα την ανάληψη υποχρέωσης ή εκτέλεσης δαπάνης που υπερβαίνει τα όρια του προϋπολογισµού και των ποσοστών διάθεσης ή του Μ.Π.Δ.Σ., ενηµερώνοντας εγγράφως την εν λόγω αρχή. Αν η αρµόδια αρχή επιµείνει στην εκτέλεση της εντολής της, οφείλει να επαναλάβει εγγράφως την αντίρρησή του, µε ταυτόχρονη κοινοποίησή της στο ΓΛΚ και στο Ελεγκτικό Συνέδριο και να εκτελέσει την εντολή. Στην περίπτωση αυτή, την ευθύνη ως προς τη νοµιµότητα της ενέργειας φέρει πλέον ο εντολέας και δεν εφαρµόζεται η παράγραφος 6.
2. Αν το όργανο διοίκησης φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, που έχει νοµική προσωπικότητα, λάβει απόφαση που δεν τηρεί την ισχύουσα νοµοθεσία ή είναι αντίθετη στην οικονοµική πολιτική που ακολουθείται και στις οδηγίες του εποπτεύοντος Υπουργού και οδηγεί σε παραβίαση των δηµοσιονοµικών κανόνων ή των στόχων ισοζυγίου ή των ανώτατων ορίων δαπανών του Μ.Π.Δ.Σ. ή του προϋπολογισµού του φορέα, ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών του εποπτεύοντος Υπουργείου, καθώς και ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών του φορέα, οφείλουν, αµέσως µόλις λάβουν γνώση, να ενηµερώσουν εγγράφως τον αρµόδιο Υπουργό και το ΓΛΚ.
3. Ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών Υπουργείου ή άλλου φορέα Γενικής Κυβέρνησης πρέπει να παρέχει εγγυήσεις αµερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρµοδιοτήτων του.
4. Ιδιαίτερα οφείλει να απέχει από κάθε ενέργεια ή διαδικασία εφόσον: α) η ικανοποίηση προσωπικού συµφέροντός του συνδέεται µε την έκβαση της υπόθεσης ή β) είναι σύζυγος ή συγγενής εξ αίµατος ή εξ αγχιστείας, κατ’ ευθεία µεν γραµµή απεριορίστως, εκ πλαγίου δε έως και τέταρτου βαθµού, µε κάποιον από τους ενδιαφεροµένους ή γ) έχει ιδιαίτερο δεσµό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα µε τους ενδιαφεροµένους.
5. Όταν για οποιοδήποτε θέµα που άπτεται των ιδιωτικών ή προσωπικών συµφερόντων ενός προϊσταµένου οικονοµικών υπηρεσιών Υπουργείου ή φορέα Γενικής Κυβέρνησης απαιτείται η έγκρισή του, αυτός υποχρεούται να προβεί σε σχετική δήλωση στον Υπουργό ή στον επικεφαλής του φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, και να µην χορηγήσει την έγκριση. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση σχετικά µε τη χορήγηση της έγκρισης λαµβάνεται από τον αναπληρωτή του προϊσταµένου οικονοµικών υπηρεσιών.
6. Η παράβαση των οριζοµένων στις παραγράφους 1, 2, 3 και 5, από τον προϊστάµενο των οικονοµικών υπηρεσιών συνιστά πειθαρχικό παράπτωµα σύµφωνα µε το άρθρο 106 του ν. 3528/2007 και επισύρει την πειθαρχική ποινή της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 109 του ίδιου νόµου. Οι διατάξεις του άρθρου 104 του ν. 3528/2007, σχετικά µε τη δυνητική θέση σε αργία, εφαρµόζονται και στην προκειµένη περίπτωση, ο δε αρµόδιος Υπουργός ή ο επικεφαλής του φορέα αναστέλλει υποχρεωτικά την άσκηση των καθηκόντων του προϊσταµένου, εφαρµοζόµενης κατά τα λοιπά της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου. Επίσης, ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών υπέχει αστική ευθύνη και για κάθε ζηµία που προξένησε στον οικείο φορέα από δόλο ή βαριά αµέλεια.

Άρθρο 27
Παρατηρητήριο Οικονοµικής Αυτοτέλειας των Ο.Τ.Α.
[άρθρο 13(2) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

Στο πλαίσιο εφαρµογής του παρόντος νόµου, το Παρατηρητήριο Οικονοµικής Αυτοτέλειας των ΟΤΑ είναι αρµόδιο για την αξιολόγηση και τη διατύπωση γνώµης επί των σχεδίων των προϋπολογισµών, τη συνεχή παρακολούθηση και τη διασφάλιση της ορθής εκτέλεσης σε µηνιαία βάση του προϋπολογισµού των φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς και τη συµµόρφωσή τους µε τους δηµοσιονοµικούς κανόνες, τους στόχους και τα όρια των πιστώσεων, σύµφωνα µε το εκάστοτε ισχύον Μ.Π.Δ.Σ. και το Ολοκληρωµένο Πλαίσιο Δράσης.

Άρθρο 28
Γραφείο Προϋπολογισµού του Κράτους στη Βουλή

1. Στο πλαίσιο εφαρµογής του παρόντος νόµου, το Γραφείο Προϋπολογισµού του Κράτους στη Βουλή έχει συµβουλευτικό ρόλο και υποστηρίζει επιστηµονικά τον Πρόεδρο της Βουλής και τους Προέδρους της Ειδικής Διαρκούς Επιτροπής του Απολογισµού και του Γενικού Ισολογισµού του Κράτους και Ελέγχου της Εκτέλεσης του Προϋπολογισµού του Κράτους, καθώς και της Διαρκούς Επιτροπής Οικονοµικών Υποθέσεων της Βουλής. Η υποστήριξη που παρέχει αφορά την παρακολούθηση της εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισµού, την παρακολούθηση της εφαρµογής των δηµοσιονοµικών πολιτικών και µεταρρυθµίσεων που ψηφίζονται από τη Βουλή των Ελλήνων, την ανάλυση και αξιολόγηση των στοιχείων του προϋπολογισµού, των προβλέψεων για τα δηµόσια έσοδα και δαπάνες και τη διατηρησιµότητα των µακροχρόνιων δηµοσιονοµικών µεγεθών. Το Γραφείο λειτουργεί σύµφωνα µε το άρθρο 30Α του Κανονισµού της Βουλής (Α΄ 51) και τον κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόµενο Ειδικό Κανονισµό Εσωτερικής Λειτουργίας και Οργάνωσης του Γραφείου Προϋπολογισµού του Κράτους στη Βουλή.
2. Το Υπουργείο Οικονοµικών, τα λοιπά Υπουργεία, οι Αποκεντρωµένες Διοικήσεις και οι λοιποί φορείς της Γενικής Κυβέρνησης υποχρεούνται να παρέχουν στο Γραφείο κάθε πληροφορία που εκείνο κρίνει αναγκαία για την επιτέλεση του έργου του.

Άρθρο 29
Ελληνικό Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο

Το Ελληνικό Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή και διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 2 έως 13 του παρόντος νόµου.

Άρθρο 30
Οργανισµός Διαχείρισης Δηµόσιου Χρέους

1. Στο πλαίσιο εφαρµογής του παρόντος νόµου, ο Οργανισµός Διαχείρισης Δηµόσιου Χρέους (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.) έχει τις ακόλουθες αρµοδιότητες:
α. Καταρτίζει το πρόγραµµα δανεισµού και διαχείρισης του δηµοσίου χρέους, το οποίο υποβάλλεται για έγκριση στον Υπουργό Οικονοµικών.
β. Αναλαµβάνει, ως εντολοδόχος και για λογαριασµό του Ελληνικού Δηµοσίου, την εκτέλεση του εγκεκριµένου δανειακού προγράµµατος, µε τη σύναψη δανείων και την έκδοση τίτλων.
γ. Συµµετέχει στην κατάρτιση του Μ.Π.Δ.Σ. µε την πα-
ροχή στο ΓΛΚ των στοιχείων του δηµοσίου χρέους.
δ. Καταρτίζει τον ετήσιο προϋπολογισµό του δηµοσίου χρέους και το σχετικό µε το δηµόσιο χρέος κεφάλαιο της εισηγητικής έκθεσης του Κρατικού Προϋπολογισµού.
ε. Εξυπηρετεί το δηµόσιο χρέος. στ. Σχεδιάζει, σε συνεννόηση µε την αρµόδια Διεύθυνση του ΓΛΚ, µε βάση τις προδιαγραφές του Ολοκληρωµένου Πληροφοριακού Συστήµατος Δηµοσιονοµικής Πολιτικής, τη διαδικασία για την ορθή ενηµέρωση των κωδικών του προϋπολογισµού και των λογαριασµών λογιστικής που αφορούν το δηµόσιο χρέος.
ζ. Υπολογίζει και διενεργεί τις απαραίτητες προσαρµογές στα στοιχεία του δηµοσίου χρέους, σύµφωνα µε το Ευρωπαϊκό Σύστηµα Λογαριασµών.
η. Συντάσσει εκθέσεις προς τον Υπουργό Οικονοµικών, σε τριµηνιαία βάση ή όποτε του ζητηθεί, για την εξέλιξη του δηµοσίου χρέους και υποβάλλει προτάσεις σχετικά µε την πολιτική διαχείρισης του δηµοσίου χρέους.
θ. Συντάσσει και υποβάλλει στον Υπουργό Οικονοµικών και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, το πρώτο τρίµηνο κάθε έτους, απολογιστική έκθεση των πεπραγµένων, µε αναλυτικά στοιχεία του κόστους δανεισµού, και της διάρθρωσης του δηµοσίου χρέους, καθώς και επαρκώς αιτιολογηµένη αναφορά για την περίπτωση υπέρβασης του ανώτατου ορίου του καθαρού δανεισµού.
ι. Υποβάλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο, κατόπιν σχετικού αιτήµατος, αναλυτικά στοιχεία, συνοδευόµενα από τα απαραίτητα δικαιολογητικά για το δηµόσιο χρέος, τη διαχείριση ταµειακών διαθεσίµων του Ελληνικού Δηµοσίου, καθώς και των διαχειριστικών πράξεων παραγώγων και λοιπών χρηµατοοικονοµικών προϊόντων.
ια. Διαχείριση των ταµειακών διαθεσίµων του Ελληνι-
κού Δηµοσίου.
2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών µπορεί να ανατίθενται στον Ο.Δ.ΔΗ.Χ. και οι ακόλουθες αρµοδιότητες:
α. Παροχή συµβουλευτικών υπηρεσιών για τη σύναψη δανείων των οργανισµών και φορέων του δηµόσιου τοµέα και για τη δανειοδότηση µε εγγύηση του Ελληνικού Δηµοσίου των δηµοσίων επιχειρήσεων.
β. Σύναψη και παρακολούθηση διαχειριστικών πράξεων παραγώγων και λοιπών χρηµατοοικονοµικών προϊόντων.
γ. Παρακολούθηση και στήριξη της δευτερογενούς α-
γοράς οµολόγων.

Άρθρο 31
Ελεγκτικό Συνέδριο

Στο πλαίσιο εφαρµογής του παρόντος νόµου, το Ελεγκτικό Συνέδριο, ως Ανώτατο Δηµοσιονοµικό Δικαστήριο της χώρας:
α. Ασκεί:
αα. έλεγχο των δαπανών του Κράτους, των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νοµικών προσώπων που µε ειδική διάταξη νόµου υπάγονται κάθε φορά στον έλεγχο αυτόν,
ββ. έλεγχο νοµιµότητας στις διαδικασίες ανάθεσης συµβάσεων έργων, προµηθειών και παροχής υπηρεσιών µεγάλης οικονοµικής αξίας, που συνάπτει το Δηµόσιο ή άλλο νοµικό πρόσωπο που εξοµοιώνεται µε αυτό,
γγ. κατασταλτικό έλεγχο σε όλους τους λογαριασµούς ή απολογισµούς των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, στον εκτός Κρατικού Προϋπολογισµού «Ειδικό Λογαριασµό Εγγυήσεων Γεωργικών Προϊόντων», καθώς και κάθε φορέα που έλαβε καθ’ οιονδήποτε τρόπο χρηµατοδότηση ή επιχορήγηση από τον Κρατικό Προϋπολογισµό.
β. Συντάσσει και υποβάλλει έκθεση προς τη Βουλή για τον Απολογισµό και τον Ισολογισµό του Κράτους κατά το άρθρο 79 παρ. 7 του Συντάγµατος.
γ. Εκδικάζει ένδικα βοηθήµατα και µέσα κατά πράξεων που εκδίδονται κατά τον έλεγχο των λογαριασµών των ως άνω φορέων.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο διενεργεί και τον προβλεπόµενο από την παρ. 6 του άρθρου 10 του Κανονισµού (ΕΕ) 473/2013 έλεγχο των λογαριασµών του Κράτους και όλων των υποτοµέων της Γενικής Κυβέρνησης.

Άρθρο 32
Ελληνική Στατιστική Αρχή

Η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) έχει τις αρµοδιότητες που ορίζονται στο άρθρο 11 του ν. 3832/2010 (Α΄ 38) µε σκοπό τη συστηµατική κατάρτιση επίσηµων στατιστικών, περιλαµβανοµένων των στατιστικών σε δηµοσιονοµικούς τοµείς, καθώς και τη διενέργεια των σχετικών ερευνών και την εκπόνηση µελετών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ – ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ
Άρθρο 33
Γενικές αρχές για τη διαχείριση των οικονοµικών του Δηµοσίου

Η διαχείριση των οικονοµικών της Γενικής Κυβέρνησης διέπεται από τις ακόλουθες αρχές δηµοσιονοµικής διαχείρισης:
α. Αρχή της χρηστής δηµοσιονοµικής διαχείρισης.
Σύµφωνα µε την αρχή της χρηστής δηµοσιονοµικής διαχείρισης, η διαχείριση της περιουσίας και των υποχρεώσεων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, που περιλαµβάνει τους φυσικούς πόρους και τους δηµοσιονοµικούς κινδύνους της χώρας, πρέπει να διενεργείται µε σύνεση και µε γνώµονα την εξασφάλιση της δηµοσιονοµικής βιωσιµότητας. Ειδικότερα, η αρχή αυτή εξειδικεύεται:
αα. στην αρχή της οικονοµικότητας, σύµφωνα µε την οποία τα µέσα που χρησιµοποιούνται για την υλοποίηση των κυβερνητικών πολιτικών πρέπει να διατίθενται έγκαιρα, στην ενδεδειγµένη ποιότητα και ποσότητα, µε την ελάχιστη δηµοσιονοµική επιβάρυνση και µε τη χρήση των αναγκαίων µόνο διοικητικών πόρων,
ββ. στην αρχή της αποδοτικότητας, σύµφωνα µε την οποία πρέπει να τηρείται η βέλτιστη δυνατή σχέση µεταξύ των χρησιµοποιούµενων µέσων και των επιτυγχανόµενων αποτελεσµάτων και
γγ. στην αρχή της αποτελεσµατικότητας, σύµφωνα µε την οποία ελέγχεται η επίτευξη των συγκεκριµένων αντικειµενικών στόχων και των αποτελεσµάτων που έχουν εκ των προτέρων οριστεί.
β. Αρχή της υπευθυνότητας και της λογοδοσίας.
Σύµφωνα µε την αρχή της υπευθυνότητας και της λογοδοσίας, η Κυβέρνηση είναι υπεύθυνη και λογοδοτεί στη Βουλή για τη διαχείριση των δηµόσιων οικονοµικών της Γενικής Κυβέρνησης. Όλοι οι υπάλληλοι και οι λειτουργοί που συµµετέχουν στη δηµόσια διαχείριση σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος, ασκούν τις αρµοδιότητές τους, µε σκοπό τη διασφάλιση της σταθερότητας και της βιωσιµότητας των οικονοµικών της Γενικής Κυβέρνησης.
γ. Αρχή της διαφάνειας.
Σύµφωνα µε την αρχή της διαφάνειας, όλοι οι λειτουργοί και οι φορείς που διαχειρίζονται πόρους της Γενικής Κυβέρνησης έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν την έγκαιρη πληροφόρηση, οικονοµικής ή άλλης φύσης, που σχετίζεται µε τη διαχείριση της δηµοσιονοµικής πολιτικής, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αποτελεσµατικός δηµόσιος έλεγχος της άσκησης δηµοσιονοµικής πολιτικής και της οικονοµικής κατάστασης του Δηµοσίου, εκτός και αν η δηµοσιοποίηση των πληροφοριών θα έβλαπτε ουσιωδώς την εθνική ασφάλεια, άµυνα ή τις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας.
δ. Αρχή της ειλικρίνειας.
Σύµφωνα µε την αρχή της ειλικρίνειας, κάθε οικονοµική και δηµοσιονοµική πρόβλεψη που παρέχεται σε οποιαδήποτε έγγραφα ή εκθέσεις που καταρτίζονται σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος νόµου, πρέπει να στηρίζεται, στο βαθµό που είναι ευλόγως και πρακτικώς δυνατό, σε πραγµατικά στοιχεία, σε αποφάσεις που έχει ήδη ανακοινώσει η Κυβέρνηση, σε άλλες προβλέψεις ή εκτιµήσεις που θεωρούνται εύλογες, καθώς και να έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα ενδεχόµενα και οι κίνδυνοι που δύνανται να έχουν σηµαντικές δηµοσιονοµικές επιπτώσεις.

Άρθρο 34
Γενικές αρχές δηµοσιονοµικού σχεδιασµού
[άρθρα 5 και 7 Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

1. Για τη διατήρηση και την ενίσχυση της δηµοσιονοµικής σταθερότητας, εισάγονται γενικές αρχές που διέπουν το δηµοσιονοµικό σχεδιασµό σε πολυετή ορίζοντα, σε συµµόρφωση µε τους µεσοπρόθεσµους δηµοσιονοµικούς στόχους και άλλους δηµοσιονοµικούς κανόνες που προβλέπονται από τον παρόντα νόµο. Οι αρχές αυτές αφορούν:
α. Τον έλεγχο της εξέλιξης του δηµόσιου χρέους σύµφωνα µε τις τιµές αναφοράς που καθορίζονται από τη Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης
(«ΣΛΕΕ») και µε τους σχετικούς δηµοσιονοµικούς κανόνες που ορίζονται στα άρθρα 3 και 4 του Τίτλου ΙΙΙ της Συνθήκης για τη σταθερότητα, το συντονισµό και τη διακυβέρνηση στην Οικονοµική και Νοµισµατική Ένωση, όπως κυρώθηκε µε το άρθρο τρίτο του ν. 4063/2012 (Α΄ 71).
β. Το κατώτατο αποδεκτό όριο πρωτογενούς ισοζυγίου σύµφωνα µε τις τιµές αναφοράς που καθορίζονται από τη ΣΛΕΕ και µε τους σχετικούς δηµοσιονοµικούς κανόνες που ορίζονται στα άρθρα 3 και 4 του Τίτλου ΙΙΙ της Συνθήκης για τη σταθερότητα, το συντονισµό και τη διακυβέρνηση στην Οικονοµική και Νοµισµατική Ένωση, όπως κυρώθηκε µε το άρθρο τρίτο του ν. 4063/2012.
γ. Το κατ’ ελάχιστο αποδεκτό όριο εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ.
δ. Τον τρόπο και τη διαδικασία αναπροσαρµογής των δαπανών, ανάλογα µε την πορεία των εσόδων.
2. Ο δηµοσιονοµικός σχεδιασµός:
α. Δίνει προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση του δηµόσιου χρέους, για τη διατήρηση και την ενίσχυση της δηµοσιονοµικής και της οικονοµικής σταθερότητας.
β. Είναι ενιαίος και καλύπτει ολόκληρη τη Γενική Κυβέρνηση.
γ. Είναι µεσοπρόθεσµος και βασίζεται σε µεσοπρόθεσµες µακροοικονοµικές και δηµοσιονοµικές προβλέψεις για το έτος προϋπολογισµού και για τα επόµενα τρία τουλάχιστον χρόνια.
δ. Είναι διαφανής, υπό την έννοια ότι το δηµοσιονοµικό σχέδιο περιλαµβάνει συγκεκριµένους ποσοτικούς στόχους που αναφέρονται σε συγκεκριµένη περίοδο.
ε. Υπόκειται σε ανεξάρτητη αξιολόγηση, µε την αποτελεσµατική και έγκαιρη παρακολούθησή του και µε αξιολογήσεις, είτε συµµόρφωσης µε τους δηµοσιονοµικούς κανόνες είτε ενεργοποίησης ρητρών διαφυγής, οι οποίες πραγµατοποιούνται από το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο.

Άρθρο 35
Κανόνας δηµοσιονοµικής θέσης
[άρθρα 5, 6 και 7 Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

1. Η δηµοσιονοµική θέση της Γενικής Κυβέρνησης (κατά ΕΣΟΛ) πρέπει να είναι ισοσκελισµένη ή πλεονασµατική.
2. Ο κανόνας της παραγράφου 1 θεωρείται ότι πληρούται αν το ετήσιο διαρθρωτικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης βρίσκεται στον καθορισµένο µεσοπρόθεσµο δηµοσιονοµικό στόχο.
3. Το κατώτερο όριο του µεσοπρόθεσµου δηµοσιονοµικού στόχου είναι ετήσιο διαρθρωτικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης της τάξεως του:
α) µείον 0,5 τοις εκατό (-0,5%) του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε τιµές αγοράς ή
β) µείον 1,0 τοις εκατό (-1%) του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε τιµές αγοράς, αν ο λόγος του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε τιµές αγοράς είναι αισθητά χαµηλότερος της τιµής αναφοράς του 60% και οι κίνδυνοι από την άποψη της µακροπρόθεσµης βιωσιµότητας των δηµόσιων οικονοµικών είναι περιορισµένοι.
4. Ο µεσοπρόθεσµος δηµοσιονοµικός στόχος αναφέρεται στο Μ.Π.Δ.Σ. και στην εισηγητική έκθεση του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού και ο Υπουργός Οικονοµικών εξετάζει το επίπεδό του τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια σύµφωνα µε τις διαδικασίες του Συµφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
5. Επιτρέπεται η προσωρινή απόκλιση από το µεσοπρόθεσµο δηµοσιονοµικό στόχο µόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η απόκλιση δεν θέτει σε κίνδυνο τη δηµοσιονοµική βιωσιµότητα σε µεσοπρόθεσµο ορίζοντα ή σε περιόδους εφαρµογής σηµαντικών διαρθρωτικών µεταρρυθµίσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 14.

Άρθρο 36
Κανόνας χρέους
[άρθρα 5(1)(α) και 6(1)(α) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

Όταν ο λόγος του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε τιµές αγοράς υπερβαίνει την τιµή αναφοράς του 60% που αναφέρεται στο άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 12, η διαφορά σε σχέση µε την τιµή αναφοράς πρέπει να µειώνεται, ως κριτήριο αξιολόγησης, κατά ένα εικοστό ετησίως κατά µέσο όρο, σύµφωνα µε το άρθρο 2 του Κανονισµού του Συµβουλίου (ΕΚ) 1467/1997.

Άρθρο 37
Κανόνας πορείας προσαρµογής
[άρθρα 5, 6 και 7 Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

1. Το ετήσιο διαρθρωτικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης πρέπει να συγκλίνει προς το µεσοπρόθεσµο δηµοσιονοµικό στόχο στο χρονικό πλαίσιο που ορίζεται από το άρθρο 5 του Κανονισµού (ΕΚ) 1466/1997.
2. Κατά τον προσδιορισµό της συµµόρφωσης µε τον κανόνα της πορείας προσαρµογής, η πρόοδος προς το µεσοπρόθεσµο δηµοσιονοµικό στόχο αξιολογείται µε βάση όσα αναφέρονται στο άρθρο 5 του Κανονισµού (ΕΚ) 1466/1997.
3. Μπορεί να επιτραπεί η προσωρινή απόκλιση από τον κανόνα της πορείας προσαρµογής µόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η απόκλιση δεν θέτει σε κίνδυνο τη δηµοσιονοµική βιωσιµότητα σε µεσοπρόθεσµο ορίζοντα ή σε περιόδους εφαρµογής σηµαντικών διαρθρωτικών µεταρρυθµίσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 14.

Άρθρο 38
Ενεργοποίηση του διορθωτικού µηχανισµού
[άρθρα 6(1)(γ) και 6(2) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

1. Ο διορθωτικός µηχανισµός συνίσταται στην προετοιµασία και υιοθέτηση του σχεδίου διορθωτικών ενεργειών του άρθρου 39.
2. O διορθωτικός µηχανισµός ενεργοποιείται όταν παρατηρούνται σηµαντικές αποκλίσεις από το µεσοπρόθεσµο δηµοσιονοµικό στόχο ή από την πορεία προσαρµογής προς αυτόν µε βάση τα κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 6 του Κανονισµού (ΕΚ) 1466/1997. Ο διορθωτικός µηχανισµός δύναται να µην ενεργοποιηθεί: α) σε περίπτωση που επικρατούν εξαιρετικές περιστάσεις, µε την προϋπόθεση ότι αυτή η απόκλιση δεν θέτει σε κίνδυνο τη δηµοσιονοµική βιωσιµότητα σε µεσοπρόθεσµο ορίζοντα και β) σε περιόδους σηµαντικών διαρθρωτικών µεταρρυθµίσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 14.
3. Ο Υπουργός Οικονοµικών δύναται να ενεργοποιεί το διορθωτικό µηχανισµό, µε βάση τα κριτήρια για σηµαντικές αποκλίσεις από το δηµοσιονοµικό στόχο ή από την πορεία προσαρµογής προς αυτόν, που ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 6 του Κανονισµού (ΕΚ) 1466/1997, λαµβάνοντας υπόψη τη σχετική γνώµη του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου. Ο διορθωτικός µηχανισµός δύναται να µην ενεργοποιηθεί, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην παράγραφο 2.
4. Ο διορθωτικός µηχανισµός ενεργοποιείται αυτοµάτως σε περίπτωση που υπάρχει σχετική σύσταση του Συµβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύµφωνα µε την παράγραφο 2 του άρθρου 6 του Κανονισµού (ΕΚ) 1466/1997.

Άρθρο 39
Σχέδιο διορθωτικών ενεργειών
[άρθρο 6(1)(γ) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

1. Αν ενεργοποιηθεί ο διορθωτικός µηχανισµός του άρθρου 38, ο Υπουργός Οικονοµικών, εντός δύο (2) µηνών από την ενεργοποίηση αυτού, καταρτίζει σχέδιο διορθωτικών ενεργειών, το οποίο υποβάλλει στη Βουλή προς ψήφιση, µετά από έγκριση του Υπουργικού Συµβουλίου. Το σχέδιο αυτό:
α. Καθορίζει τη διορθωτική περίοδο εντός της οποίας
πρέπει να διορθωθούν οι αποκλίσεις.
β. Καθορίζει ετήσιους στόχους δηµοσιονοµικών δεικτών που πρέπει να επιτευχθούν προκειµένου να διορθωθούν οι αποκλίσεις, αφού ληφθεί υπόψη ότι µεγαλύτερες αποκλίσεις από το µεσοπρόθεσµο δηµοσιονοµικό στόχο ή από την πορεία προσαρµογής προς αυτόν, οδηγούν σε µεγαλύτερες διορθώσεις.
γ. Καθορίζει την έκταση και το περιεχόµενο των παρεµβάσεων για τα έσοδα και τις δαπάνες που πρέπει να ληφθούν ώστε να διορθωθούν οι αποκλίσεις, καθώς και τους υποτοµείς της Γενικής Κυβέρνησης που αυτές αφορούν.
2. Το σχέδιο διορθωτικών ενεργειών της παραγράφου 1 τηρεί:
α. Τους κανόνες του Συµφώνου Σταθερότητας και Α-
νάπτυξης.
β. Οποιεσδήποτε συστάσεις γίνονται προς τη χώρα στο πλαίσιο του Συµφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, σε σχέση µε τη διορθωτική περίοδο και την έκταση των παρεµβάσεων που πρέπει να ληφθούν στο πλαίσιο του σχεδίου διορθωτικών ενεργειών.
3. Το σχέδιο διορθωτικών ενεργειών που υποβάλλεται στη Βουλή σύµφωνα µε την παράγραφο 1 περιλαµβάνει και την επικαιροποίηση του Μ.Π.Δ.Σ., καθώς και συµπληρωµατικό Κρατικό Προϋπολογισµό.

Άρθρο 40
Παρακολούθηση και αναστολή του σχεδίου διορθωτικών ενεργειών
[άρθρο 6(1)(γ) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

1. Μετά την υιοθέτηση του σχεδίου διορθωτικών ενεργειών σύµφωνα µε την παράγραφο 1 του άρθρου 39 και για όσο διαρκεί η διορθωτική περίοδος, το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο καταρτίζει και δηµοσιεύει δύο φορές το χρόνο έκθεση προόδου σχετικά µε την εφαρµογή του σχεδίου.
2. Στην έκθεση προόδου της προηγούµενης παραγράφου αξιολογείται αν η εφαρµογή του σχεδίου διορθωτικών ενεργειών εξελίσσεται σύµφωνα µε τους στόχους του και αν είναι εφικτή η διόρθωση των σηµαντικών αποκλίσεων που εντοπίστηκαν.
3. Κατά τη διάρκεια της διορθωτικής περιόδου που έχει καθοριστεί µε το σχέδιο διορθωτικών ενεργειών της παραγράφου 1 του άρθρου 39, µπορεί να αναστέλλεται η ισχύς του σχεδίου εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Η αναστολή αποφασίζεται κατά τη διαδικασία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 39, µετά από σχετική σύσταση του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου.
4. Μετά την απόφαση αναστολής του σχεδίου της προηγούµενης παραγράφου, ο Υπουργός Οικονοµικών αξιολογεί, µετά από σχετική γνώµη του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου, σε τακτά χρονικά διαστήµατα που δεν µπορεί να είναι µεγαλύτερα των έξι µηνών, αν εξακολουθούν να συντρέχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις, αλλά και οι αποκλίσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 38 και δηµοσιοποιεί την αξιολόγησή του στη µόνιµη Διαρκή Επιτροπή Οικονοµικών Υποθέσεων της Βουλής.
5. Αν, από την ανωτέρω αξιολόγηση, ο Υπουργός Οικονοµικών κρίνει ότι οι εξαιρετικές περιστάσεις της παραγράφου 3 έπαψαν να συντρέχουν, υποβάλλει νέο σχέδιο διορθωτικών ενεργειών σύµφωνα µε την παράγραφο 1 του άρθρου 39, εκτός αν διαπιστώσει ότι δεν υφίστανται πλέον οι αποκλίσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 38.
6. Αν ο Υπουργός Οικονοµικών δεν αποδέχεται τις συστάσεις του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου που διατυπώνονται κατά το παρόν άρθρο, ενηµερώνει τη µόνιµη Διαρκή Επιτροπή Οικονοµικών Υποθέσεων της Βουλής για τους λόγους της µη αποδοχής.

Άρθρο 41
Εφαρµογή του παρόντος Κεφαλαίου σε περίοδο προγράµµατος µακροοικονοµικής προσαρµογής

Όταν στη χώρα εκτελείται πρόγραµµα µακροοικονοµικής προσαρµογής, σύµφωνα µε το άρθρο 7 του Κανονισµού (ΕΕ) 472/2013, η εφαρµογή των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου γίνεται σύµφωνα µε όσα ορίζει το ως άνω άρθρο 7 και µε το ρυθµιστικό πλαίσιο που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικότερα:
α. Οι τιµές των µεγεθών των άρθρων 35 έως και 37 που αφορούν οι δηµοσιονοµικοί κανόνες, καθώς και η πορεία προσαρµογής τους καθορίζονται και η εφαρµογή των οικείων δηµοσιονοµικών κανόνων γίνεται σύµφωνα µε το µακροοικονοµικό πρόγραµµα προσαρµογής.
β. Το σχέδιο διορθωτικών ενεργειών του άρθρου 39 ενσωµατώνεται στο µακροοικονοµικό πρόγραµµα προσαρµογής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΗ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Άρθρο 42
Μακροοικονοµικές και δηµοσιονοµικές προβλέψεις
[άρθρα 4(1), 4(5), 4(6) και 9(3) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

1. Το Μ.Π.Δ.Σ. και η κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 44 επεξηγηµατική του έκθεση, καθώς και ο Κρατικός Προϋπολογισµός και οι ενοποιηµένοι προϋπολογισµοί των υποτοµέων της Γενικής Κυβέρνησης που περιλαµβάνονται στην εισηγητική του έκθεση, βασίζονται στις πλέον πιθανές και συνεπείς µε την επίτευξη των στόχων ή και σε ακόµα πιο συντηρητικές, µακροοικονοµικές και δηµοσιονοµικές προβλέψεις.
2. Στην επεξηγηµατική έκθεση του Μ.Π.Δ.Σ., καθώς και στην εισηγητική έκθεση του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού, περιλαµβάνονται συγκρίσεις των µακροοικονοµικών και των δηµοσιονοµικών προβλέψεων στις οποίες βασίζονται το Μ.Π.Δ.Σ. και ο ετήσιος Κρατικός Προϋπολογισµός, µε τις πλέον επικαιροποιηµένες αντίστοιχες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και, κατά περίπτωση, µε αυτές άλλων ανεξάρτητων οργάνων. Οι ανωτέρω εκθέσεις περιγράφουν τυχόν σηµαντικές διαφορές µεταξύ των επιλεγµένων µακροοικονοµικών και δηµοσιονοµικών προβλέψεων και των προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τεκµηριώνοντας, ειδικότερα, αν το επίπεδο ή η εξέλιξη των εξωγενών µεταβλητών διαφέρουν σηµαντικά από τις τιµές που περιέχονται στις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
3. Αρµόδια υπηρεσία για την κατάρτιση των µακροοικονοµικών προβλέψεων, πάνω στις οποίες βασίζονται το Μ.Π.Δ.Σ. και ο ετήσιος Κρατικός Προϋπολογισµός, είναι η Διεύθυνση Μακροοικονοµικών Αναλύσεων του Υπουργείου Οικονοµικών. Αντίστοιχα, το ΓΛΚ καταρτίζει τις δηµοσιονοµικές προβλέψεις.
4. Το Μ.Π.Δ.Σ. και το σχέδιο του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού βασίζονται σε µακροοικονοµικές προβλέψεις που αξιολογούνται από το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο, µε σκοπό την υιοθέτησή τους. Η επεξηγηµατική έκθεση του Μ.Π.Δ.Σ. και η εισηγητική έκθεση του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού αναφέρουν αν οι µακροοικονοµικές και οι δηµοσιονοµικές προβλέψεις, πάνω στις οποίες βασίζονται, έχουν υιοθετηθεί από το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο.

Άρθρο 43
Μεσοπρόθεσµο Πλαίσιο Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής
[άρθρο 9(2)(α) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

1. Το Μ.Π.Δ.Σ. περιλαµβάνει:
α. Το µεσοπρόθεσµο δηµοσιονοµικό στόχο και την πορεία προσαρµογής προς αυτόν, όπως ορίζεται στα άρθρα 35 και 37, για τα επόµενα τέσσερα χρόνια.
β. Τους ενδεικτικούς ετήσιους στόχους του ελλείµµατος ή του πλεονάσµατος της Γενικής Κυβέρνησης, καθώς και του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης για τα επόµενα τέσσερα χρόνια.
γ. Τις ποσοτικές επιπτώσεις των προβλεπόµενων δηµοσιονοµικών και άλλων µέτρων οικονοµικής πολιτικής επί του ισοζυγίου της Γενικής Κυβέρνησης για τα επόµενα τέσσερα χρόνια.
δ. Τα ανώτατα όρια για τις δαπάνες των Υπουργείων και των Αποκεντρωµένων Διοικήσεων, για κυλιόµενη περίοδο των εποµένων από τη σύνταξη του Μ.Π.Δ.Σ. τεσσάρων ετών, κάθε φορά, εκ των οποίων τα δύο πρώτα χρόνια είναι δεσµευτικά.
ε. Τα ανώτατα όρια για συγκεκριµένες δαπάνες στον τοµέα της υγειονοµικής περίθαλψης, στην οποία περιλαµβάνεται η φαρµακευτική δαπάνη και τα επιδόµατα ασθένειας για κυλιόµενη περίοδο των επόµενων από τη σύνταξη του Μ.Π.Δ.Σ., τεσσάρων ετών κάθε φορά, εκ των οποίων τα δύο πρώτα χρόνια είναι δεσµευτικά.
στ. Τον ενδεικτικό στόχο ισοζυγίου του ενοποιηµένου
κοινωνικού προϋπολογισµού.
ζ. Τους στόχους ισοζυγίου των ενοποιηµένων προϋπολογισµών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, για κυλιόµενη περίοδο των εποµένων από τη σύνταξη του Μ.Π.Δ.Σ. τεσσάρων ετών, κάθε φορά, εκ των οποίων τα δύο πρώτα χρόνια είναι δεσµευτικά, οι οποίοι τίθενται στα πλαίσια της επίτευξης του µεσοπρόθεσµου δηµοσιονοµικού στόχου και της πορείας προσαρµογής προς αυτόν, όπως ορίζεται στα άρθρα 35 και 37 και µε τους οποίους είναι συνεπείς οι επιµέρους προϋπολογισµοί των άρθρων 64 και 63 αντίστοιχα.
2. Το Μ.Π.Δ.Σ. µπορεί επίσης να καθορίζει δεσµευτικούς στόχους αντί ενδεικτικών στόχων, σχετικά µε τους δηµοσιονοµικούς δείκτες που αναφέρονται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1.
Άρθρο 44 Επεξηγηµατική έκθεση του Μ.Π.Δ.Σ.
[άρθρα 4(4), 4(5), 7, 9(2)(β), 9(2)(γ), 9(2)(δ), 14(1), 14(2) και 14(3) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ] 1. Το Μ.Π.Δ.Σ. συνοδεύεται από επεξηγηµατική έκθεση που περιλαµβάνει τουλάχιστον:
α. Την περιγραφή και αξιολόγηση των µακροοικονοµικών εξελίξεων και προοπτικών, περιλαµβανοµένων των αποτελεσµάτων των τελευταίων δύο ετών και των προβλέψεων του τρέχοντος έτους, του έτους προϋπολογισµού και των τριών επόµενων ετών για τους κύριους µακροοικονοµικούς δείκτες. Αυτοί οι δείκτες περιλαµβάνουν το ΑΕΠ και τις κύριες συνιστώσες του, το δείκτη τιµών καταναλωτή, στοιχεία απασχόλησης, ανεργίας και του ισοζυγίου πληρωµών. Η αξιολόγηση των προοπτικών περιλαµβάνει σύγκριση των προβλέψεων µε τις πιο πρόσφατες αντίστοιχες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή και άλλων ανεξάρτητων φορέων, καθώς και αξιολόγηση της µεθοδολογίας και των παραδοχών που χρησιµοποιήθηκαν για τις προβλέψεις.
β. Την περιγραφή και αξιολόγηση των δηµοσιονοµικών εξελίξεων και προβλέψεων σχετικά µε τη Γενική Κυβέρνηση και τους υποτοµείς της, περιλαµβανοµένων των αποτελεσµάτων των τελευταίων δύο ετών και των προβλέψεων του τρέχοντος έτους, του έτους προϋπολογισµού και των τριών επόµενων ετών, που αναφέρονται σε:
αα. Περιγραφή των κατανοµών του προϋπολογισµού περιλαµβανοµένων των αποτελεσµάτων των τελευταίων δύο ετών µε αναφορά στα έσοδα, τις δαπάνες, το ισοζύγιο, τη χρηµατοδότηση και το χρέος σχετικά µε τη Γενική Κυβέρνηση και τον κάθε υποτοµέα της.
ββ. Πρόβλεψη, ανά υποτοµέα, των εσόδων, των δαπανών, του ισοζυγίου, καθώς και του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης, που βασίζεται στην υπόθεση ότι δεν θα υπάρξει µεταβολή στα κύρια µέτρα πολιτικής (βασικό σενάριο), σχετικά µε τον ετήσιο προϋπολογισµό και τα τρία επόµενα έτη. γγ. Πίνακα µε τις αναθεωρηµένες αποδόσεις των ισχυόντων µέτρων και πίνακα µε τα νέα µέτρα που η Κυβέρνηση σχεδιάζει να εισαγάγει στον προσεχή προϋπολογισµό και τις εκτιµήσεις της επίπτωσής τους στο ισοζύγιο και στο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης.
δδ. Πρόβλεψη των εσόδων, των δαπανών, του ισοζυγίου και του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης, µε ενσωµατωµένες τις επιπτώσεις των κύριων µέτρων πολιτικής, τα οποία η Κυβέρνηση σχεδιάζει σχετικά µε τον ετήσιο προϋπολογισµό και κατά τα τρία επόµενα έτη.
εε. Αξιολόγηση του τρόπου µε τον οποίο τα µέτρα πολιτικής που αναφέρονται στην υποπερίπτωση δδ΄, υπό το φως της άµεσης µακροπρόθεσµης επίπτωσής τους στα οικονοµικά της Γενικής Κυβέρνησης, είναι πιθανόν να επηρεάσουν τη µακροπρόθεσµη βιωσιµότητα των δηµόσιων οικονοµικών. στστ. Εκτιµήσεις των αναµενόµενων αποδόσεων των κύριων έργων δηµοσίων επενδύσεων, τα οποία έχουν σηµαντική δηµοσιονοµική επίπτωση, µε εξαίρεση τις δαπάνες του εξοπλιστικού προγράµµατος. ζζ. Ανάλυση της βιωσιµότητας του δηµόσιου χρέους.
ηη. Περιγραφή των εξελίξεων και των προοπτικών του
τρέχοντος Προγράµµατος Αποκρατικοποιήσεων.
θθ. Παραδοχές που έγιναν, ιδίως, σχετικά µε τον αριθµό των εργαζοµένων στο Δηµόσιο, των δικαιούχων παροχών και των συνταξιούχων, µε τα επιτόκια νέων και υφιστάµενων υποχρεώσεων του Δηµοσίου, µε τις ελαστικότητες, τα επίπεδα εισπραξιµότητας και φορολογικής συµµόρφωσης αναφορικά µε τις κύριες πηγές των εσόδων της Γενικής Κυβέρνησης, καθώς και τα µακροοικονοµικά µεγέθη που χρησιµοποιήθηκαν στις προβολές των µισθών, συντάξεων, παροχών, αγορών αγαθών και υπηρεσιών και επενδυτικών δαπανών.
γ. Την αναφορά των κύριων πηγών κινδύνου για τις
δηµοσιονοµικές προβλέψεις µέσω: αα. Της ανάλυσης ευαισθησίας των δηµοσιονοµικών στόχων της Κυβέρνησης και άλλων µεγεθών ως προς τις µεταβολές των κύριων οικονοµικών παραδοχών που χρησιµοποιούνται στις προβλέψεις, και
ββ. Της αξιολόγησης των δηµοσιονοµικών επιπτώσεων των κύριων πηγών δηµοσιονοµικού κινδύνου, περιλαµβανοµένων των εγγυήσεων του Δηµοσίου και άλλων ενδεχόµενων υποχρεώσεων.
δ. Το στόχο για το χρηµατικό υπόλοιπο της Γενικής Κυβέρνησης και των υποτοµέων της για το έτος προϋπολογισµού και τα επόµενα τρία έτη.
ε. Το Μεσοπρόθεσµο Πλαίσιο Δαπανών για τον Κρατι-
κό Προϋπολογισµό, που περιλαµβάνει: αα. Εκτιµήσεις τακτικών και επενδυτικών δαπανών για κάθε Υπουργείο για το έτος προϋπολογισµού και τα τρία επόµενα έτη σε συµφωνία µε τα ανώτατα όρια δαπανών ανά Υπουργείο. ββ. Εκτιµήσεις του ποσού των µεταβιβάσεων από τον Κρατικό Προϋπολογισµό προς κάθε υποτοµέα, για το έτος προϋπολογισµού και κατά τα τρία επόµενα έτη.
γγ. Ένα περιθώριο προγραµµατισµού για την κάλυψη του κόστους µελλοντικών πολιτικών και σφαλµάτων στις προβλέψεις δαπανών για τα τρία έτη µετά το έτος προϋπολογισµού, το οποίο δεν είναι χαµηλότερο από το 1% και υψηλότερο από το 2% των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισµού, µε εξαίρεση τα τοκοχρεολύσια, σε ένα δεδοµένο οικονοµικό έτος. στ. Τις εκτιµήσεις ακαθάριστων δαπανών, εσόδων και ελλείµµατος ή πλεονάσµατος των φορέων του Κοινωνικού Προϋπολογισµού για το έτος προϋπολογισµού και τα τρία επόµενα έτη, οι οποίες είναι σύµφωνες µε το στόχο του ισοζυγίου του υποτοµέα.
ζ. Τις εκτιµήσεις ακαθάριστων δαπανών, εσόδων και ελλείµµατος ή πλεονάσµατος του ενοποιηµένου προϋπολογισµού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για το έτος προϋπολογισµού και κατά τα τρία επόµενα έτη, οι οποίες είναι σύµφωνες µε το στόχο του ισοζυγίου του άρθρου 35.
η. Τις εκτιµήσεις της επίπτωσης των φορολογικών δα-
πανών στα οικονοµικά της Γενικής Κυβέρνησης.
θ. Δήλωση του Υπουργού Οικονοµικών για τη συµµόρφωση των στόχων και των ανώτατων ορίων που προτείνονται από το Μ.Π.Δ.Σ., καθώς και των προβλέψεων και των εκτιµήσεων των δηµοσιονοµικών δεικτών που παρουσιάζονται στην επεξηγηµατική έκθεση µε τους δηµοσιονοµικούς κανόνες των άρθρων 35, 36 και 37 και τις γενικές αρχές για τη διαχείριση των οικονοµικών του Δηµοσίου του άρθρου 33.
2. Η επεξηγηµατική έκθεση της παραγράφου 1 είναι σύµφωνη µε τους στόχους και τα ανώτατα όρια που προτείνονται από το Μ.Π.Δ.Σ..
3. Αν υπάρχουν φορείς της Γενικής Κυβέρνησης που δεν αποτελούν µέρος του Κρατικού ή των ενοποιηµένων Προϋπολογισµών των υποτοµέων, η επεξηγηµατική έκθεση της παραγράφου 1 προσδιορίζει αυτούς τους φορείς και παρέχει σχετικές πληροφορίες και αναλύσεις της συνολικής τους επίπτωσης στα οικονοµικά του Δηµοσίου.

Άρθρο 45 Κατάρτιση του Μ.Π.Δ.Σ.
[άρθρο 13(2) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

1. Για τους σκοπούς της κατάρτισης του Μ.Π.Δ.Σ. και της επεξηγηµατικής του έκθεσης, το ΓΛΚ εκδίδει οδηγίες σχετικά µε τις διαδικασίες, τις µεθοδολογίες και τους κανόνες για την κατάρτιση προβλέψεων εσόδων, δαπανών και άλλων οικονοµικών δεδοµένων από τα Υπουργεία και τους λοιπούς εποπτευόµενους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης. Η συλλογή και αποστολή στο ΓΛΚ των προβλέψεων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης γίνεται µέσω των ΓΔΟΥ των εποπτευόντων Υπουργείων, κατά το πρότυπο της κατάρτισης των ετήσιων προϋπολογισµών και πρέπει να έχει ολοκληρωθεί µέχρι το τέλος Φεβρουαρίου κάθε έτους. Για την κατάρτιση του ενοποιηµένου προϋπολογισµού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης λαµβάνονται υπόψη οι προτάσεις του Παρατηρητηρίου Οικονοµικής Αυτοτέλειας των Ο.Τ.Α..
2. Το ΓΛΚ µπορεί να ζητά κάθε απαραίτητη πληροφορία και στοιχείο για την κατάρτιση του Μ.Π.Δ.Σ. και της επεξηγηµατικής του έκθεσης από οποιονδήποτε φορέα της Γενικής Κυβέρνησης.
3. Οι προβλέψεις όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης για το Μ.Π.Δ.Σ. συνοδεύονται από έκθεση του οικείου προϊσταµένου οικονοµικών υπηρεσιών µε αιτιολόγηση κάθε ετήσιας απόκλισης άνω του 5% από τα πραγµατοποιηθέντα, κατά την τελευταία χρήση, έσοδα ή τα έξοδα του φορέα για την οποία υπάρχουν διαθέσιµα ετήσια οικονοµικά στοιχεία.

Άρθρο 46
Ψήφιση του Μ.Π.Δ.Σ.

Το Μ.Π.Δ.Σ. και η επεξηγηµατική του έκθεση καταρτίζονται από το ΓΛΚ και υποβάλλονται στο Υπουργικό Συµβούλιο προς έγκριση το αργότερο µέχρι την 25η Απριλίου κάθε έτους. Μετά την έγκριση του Υπουργικού Συµβουλίου και το αργότερο µέχρι τις 30 Απριλίου κάθε έτους, ο Υπουργός Οικονοµικών δηµοσιοποιεί, µε ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονοµικών, το σχέδιο του Μ.Π.Δ.Σ. και της επεξηγηµατικής έκθεσης. Το Μ.Π.Δ.Σ. υποβάλλεται από τον Υπουργό Οικονοµικών στη Βουλή προς ψήφιση µέχρι το τέλος Μαΐου κάθε έτους.

Άρθρο 47 Επικαιροποίηση του Μ.Π.Δ.Σ.
[άρθρο 11 Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

1. Αν οι µακροοικονοµικές ή οι δηµοσιονοµικές προβλέψεις στις οποίες βασίζεται το Μ.Π.Δ.Σ. και η επεξηγηµατική του έκθεση χρειάζεται να αναθεωρηθούν, λόγω ιδιαίτερα σηµαντικών και απρόβλεπτων µεταβολών σε ουσιώδη στοιχεία αυτού ή στο πλαίσιο προγράµµατος µακροοικονοµικής προσαρµογής που καθορίζεται στον Κανονισµό (ΕΕ) 472/2013 κατά τρόπο που επηρεάζει τον προϋπολογισµό που θα υποβληθεί, ο Υπουργός Οικονοµικών υποβάλλει στη Βουλή, µέχρι την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου κάθε έτους, επικαιροποιηµένο Μ.Π.Δ.Σ.. Η ψήφιση από τη Βουλή του επικαιροποιηµένου Μ.Π.Δ.Σ. πραγµατοποιείται εντός δέκα ηµερών από την κατάθεσή του.
2. Η έκθεση του επικαιροποιηµένου Μ.Π.Δ.Σ. περιλαµβάνει τουλάχιστον, τη σύγκριση των επικαιροποιηµένων στόχων, ανώτατων ορίων, εκτιµήσεων και προβλέψεων που υπόκεινται σε µεταβολές σε σχέση µε αυτούς που περιλαµβάνονται στο Μ.Π.Δ.Σ. που ισχύει.
3. Αν µετά την ψήφιση του Μ.Π.Δ.Σ. αλλά πριν την ψήφιση του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού επέλθει αλλαγή ως προς το πρόσωπο του Πρωθυπουργού, και εφόσον αυτός επιθυµεί να αναθεωρήσει τα δηµοσιονοµικά σχέδια και τις πολιτικές που καταρτίστηκαν από τον προηγούµενο Πρωθυπουργό, ο Υπουργός Οικονοµικών δύναται να υποβάλει το συντοµότερο δυνατό στη Βουλή προς ψήφιση επικαιροποιηµένο Μ.Π.Δ.Σ. µε τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 46. Η ψήφιση από τη Βουλή του επικαιροποιηµένου Μ.Π.Δ.Σ. πραγµατοποιείται εντός δέκα (10) ηµερών από την κατάθεσή του.
4. Αν ενεργοποιηθεί ο διορθωτικός µηχανισµός της παραγράφου 1 του άρθρου 38, ο Υπουργός Οικονοµικών υποβάλλει το συντοµότερο δυνατό στη Βουλή προς ψήφιση, µε τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 46, επικαιροποιηµένο Μ.Π.Δ.Σ., ως µέρος του σχεδίου διορθωτικών ενεργειών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 39. Η ψήφιση από τη Βουλή του επικαιροποιηµένου Μ.Π.Δ.Σ. πραγµατοποιείται εντός δέκα (10) ηµερών από την κατάθεσή του.

Άρθρο 48
Δεσµευτικές επιπτώσεις του Μ.Π.Δ.Σ.
(άρθρα 10 και 11 της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ)

1. Οι δεσµευτικοί στόχοι και τα ανώτατα όρια που καθορίζονται από το εκάστοτε ισχύον Μ.Π.Δ.Σ. πρέπει να τηρούνται κατά την κατάρτιση των ετήσιων και των συµπληρωµατικών Κρατικών Προϋπολογισµών, περιλαµβανοµένων των ενοποιηµένων ετήσιων προϋπολογισµών των υποτοµέων που περιλαµβάνονται στην εισηγητική έκθεση των ετήσιων και των συµπληρωµατικών Κρατικών Προϋπολογισµών, καθώς και κατά την κατάρτιση οποιωνδήποτε ετήσιων ή αναθεωρηµένων προϋπολογισµών οποιουδήποτε φορέα που ανήκει στη Γενική Κυβέρνηση.
2. Ο ετήσιος ή ο συµπληρωµατικός Κρατικός Προϋπολογισµός, οι ενοποιηµένοι ετήσιοι προϋπολογισµοί των υποτοµέων, που περιλαµβάνονται στην εισηγητική έκθεση, καθώς και οι ετήσιοι ή οι αναθεωρηµένοι προϋπολογισµοί οποιουδήποτε φορέα ανήκει στη Γενική Κυβέρνηση, εκτελούνται σε απόλυτη συµµόρφωση προς τα όρια, τους δηµοσιονοµικούς στόχους και τις προβλέψεις που αναφέρονται στο εκάστοτε ισχύον Μ.Π.Δ.Σ. και στις ενδεχόµενες επικαιροποιήσεις του.
3. Αν ο ετήσιος ή ο συµπληρωµατικός Κρατικός Προϋπολογισµός, καθώς και οι ενοποιηµένοι ετήσιοι προϋπολογισµοί των υποτοµέων, που περιλαµβάνονται στην εισηγητική έκθεση ή ο ετήσιος ή ο αναθεωρηµένος προϋπολογισµός οποιουδήποτε φορέα ανήκει στη Γενική Κυβέρνηση, υπερβαίνουν τους ενδεικτικούς στόχους ή τα ανώτατα όρια που καθορίζονται στο εκάστοτε ισχύον Μ.Π.Δ.Σ. ή βασίζονται σε προβλέψεις εσόδων ή δαπανών που δεν συνάδουν µε αυτές του εκάστοτε ισχύοντος Μ.Π.Δ.Σ. ή της επεξηγηµατικής του έκθεσης, συνοδεύονται από έκθεση που εξηγεί την αιτία της απόκλισης από τους ενδεικτικούς στόχους, τα ανώτατα όρια ή τις προβλέψεις.
4. Τα δεσµευτικά ανώτατα όρια για τις δαπάνες της Κεντρικής Διοίκησης και για τις δαπάνες υγειονοµικής περίθαλψης του έτους προϋπολογισµού και του επόµενου έτους, που καθορίζονται από το Μ.Π.Δ.Σ., δεν δύνανται να τροποποιηθούν από το επικαιροποιηµένο ή το επόµενο Μ.Π.Δ.Σ. που υποβάλλεται στη Βουλή.
5. Αν σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης, δεν τίθεται σε κίνδυνο η δηµοσιονοµική βιωσιµότητα σε µεσοπρόθεσµο ορίζοντα και δεν προκαλείται απόκλιση από τον καθορισµένο µεσοπρόθεσµο δηµοσιονοµικό στόχο, η απαγόρευση της παραγράφου 4 δεν εφαρµόζεται όταν συντρέχουν, διαζευκτικά, τα ακόλουθα:
α. Οι µακροοικονοµικές ή δηµοσιονοµικές προβλέψεις στις οποίες βασίζεται το Μ.Π.Δ.Σ. που ψηφίστηκε το προηγούµενο έτος χρειάζεται να αλλάξουν στο πλαίσιο ενός προγράµµατος µακροοικονοµικής προσαρµογής που καθορίζεται στον Κανονισµό (ΕΕ) 472/2013, µε τρόπο που επηρεάζει το Μ.Π.Δ.Σ. που πρόκειται να υποβληθεί στο τρέχον έτος.
β. Η επικαιροποίηση του Μ.Π.Δ.Σ. γίνεται λόγω αλλαγής στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού, σύµφωνα µε την παράγραφο 3 του άρθρου 47.
γ. Επικρατούν εξαιρετικές περιστάσεις ή διανύεται περίοδος εφαρµογής σηµαντικών διαρθρωτικών µεταρρυθµίσεων κατά την έννοια του άρθρου 14.
6. Όταν η πρόταση του ετήσιου ή του συµπληρωµατικού ή του αναθεωρηµένου προϋπολογισµού από οποιοδήποτε Υπουργείο ή από οποιονδήποτε άλλον φορέα της Γενικής Κυβέρνησης δεν τελεί σε συµφωνία µε τους δεσµευτικούς στόχους ή τα ανώτατα όρια του εκάστοτε ισχύοντος Μ.Π.Δ.Σ. ή δεν συνοδεύεται από ικανοποιητικές εξηγήσεις για την αιτία της απόκλισης τότε:
α. Αν υποβληθεί πρόταση από φορέα της Κεντρικής Διοίκησης, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους επιστρέφει αυτή την πρόταση προϋπολογισµού στο φορέα ή τροποποιεί την πρόταση του προϋπολογισµού για να αναπροσαρµοσθεί, σύµφωνα µε το εκάστοτε ισχύον Μ.Π.Δ.Σ..
β. Αν υποβληθεί πρόταση από οποιονδήποτε άλλο φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, ακολουθείται η διαδικασία των παραγράφων 6 έως 9 του άρθρου 54, για τα σχέδια συνοπτικών προϋπολογισµών, σύµφωνα µε τα οποία καταρτίζονται και οι αναλυτικοί προϋπολογισµοί.

ΜΕΡΟΣ Γ΄
ΕΤΗΣΙΟΙ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ – ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΕΓΚΡΙΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΓΕΝΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Άρθρο 49
Γενικές αρχές κατάρτισης των Προϋπολογισµών

Ο Κρατικός Προϋπολογισµός και οι προϋπολογισµοί των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης διέπονται από τις ακόλουθες αρχές:
1. Αρχή της ετήσιας διάρκειας
Σύµφωνα µε την αρχή της ετήσιας διάρκειας, ο Κρατικός Προϋπολογισµός και οι προϋπολογισµοί των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης αφορούν το οικονοµικό έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεµβρίου του ίδιου ηµερολογιακού έτους. Η αρχή αυτή δεν αποτρέπει: (α) την προετοιµασία των εν λόγω προϋπολογισµών εντός του Μ.Π.Δ.Σ., (β) την εκτέλεση συµπληρωµατικού η προσωρινού προϋπολογισµού και (γ) την ανάληψη και τον έλεγχο πολυετών δεσµεύσεων ή δεσµεύσεων που συνεχίζουν στο επόµενο έτος.
2. Αρχές της ενότητας και της καθολικότητας
Σύµφωνα µε τις αρχές της ενότητας και της καθολικότητας, όλα τα έσοδα και οι δαπάνες εγγράφονται και εµφανίζονται σε έναν ενιαίο προϋπολογισµό.
Τα έσοδα και οι δαπάνες του προϋπολογισµού δεν δύνανται να πραγµατοποιηθούν παρά µόνο αν αντιστοιχούν, όσον αφορά στην Κεντρική Διοίκηση και στα Ν.Π.Δ.Δ., σε Κωδικό Αριθµό Εσόδων ή Εξόδων (ΚΑΕ) του προϋπολογισµού τους, όσον αφορά στα Ν.Π.Ι.Δ., στον προϋπολογισµό τους και υπό τους λογαριασµούς λογιστικής τους (αρχή της ενότητας). Καµία δαπάνη δεν δύναται να αναληφθεί ή και να πραγµατοποιηθεί, αν υπερβαίνει, για µεν την Κεντρική Διοίκηση και τα Ν.Π.Δ.Δ. τις εγκεκριµένες πιστώσεις, για δε τα Ν.Π.Ι.Δ. τον προϋπολογισµό τους (αρχή της καθολικότητας).
Άρθρο 50
Κατάρτιση του προϋπολογισµού βάσει στόχων και συνολικών ορίων δαπανών Μ.Π.Δ.Σ.
Ο Κρατικός Προϋπολογισµός και οι προϋπολογισµοί των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης καταρτίζονται σύµφωνα µε τους δεσµευτικούς και ενδεικτικούς στόχους και τα ανώτατα όρια δαπανών, όπως κατά περίπτωση τίθενται στο εκάστοτε ισχύον Μ.Π.Δ.Σ.. Όπου έχουν εφαρµογή τα ανώτατα όρια δαπανών, οι δαπάνες των επιµέρους προϋπολογισµών των φορέων κατανέµονται εντός των ανωτάτων αυτών συνολικών ορίων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Άρθρο 51
Γενικές αρχές κατάρτισης του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού

1. Όλα τα δηµόσια έσοδα και οι δαπάνες της Κεντρικής Διοίκησης εγγράφονται και εµφανίζονται στον Κρατικό Προϋπολογισµό. Ο Κρατικός Προϋπολογισµός περιλαµβάνει και το αποθεµατικό του άρθρου 59, καθώς και τις εγγυήσεις και τις οιονεί χρηµατοοικονοµικές δραστηριότητες, σύµφωνα µε τον παρόντα νόµο. Η συµµόρφωση µε την αρχή της ενότητας και καθολικότητας κατά την κατάρτιση και την έγκριση του Προϋπολογισµού προϋποθέτει την τήρηση των δύο ακόλουθων κανόνων:
α. του µη ειδικού προορισµού των εσόδων, εκτός αν ο προορισµός επιτρέπεται από τον παρόντα νόµο ή από άλλη ειδική διάταξη, και
β. του µη συµψηφισµού των δαπανών µε έσοδα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τον παρόντα νόµο ή από απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών που εκδίδεται πριν από τη λήψη τέτοιων αποφάσεων, µετά από γνώµη της Ολοµέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπό την προϋπόθεση ότι ο διενεργούµενος συµψηφισµός βασίζεται αυστηρά σε ανάγκες λογιστικής τακτοποίησης, σύµφωνα µε τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα.
2. Σύµφωνα µε την αρχή της ειδίκευσης του προϋπολογισµού και της ειδικότητας των πιστώσεων:
α. Τα έσοδα και οι δαπάνες του Προϋπολογισµού προσδιορίζονται µε βάση την προκαθορισµένη αναλυτική κωδικοποιηµένη ταξινόµηση που ορίζεται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και επικαιροποιείται σε τακτά διαστήµατα (αρχή της ειδίκευσης του προϋπολογισµού).
β. Οι πιστώσεις δεν δύνανται να χρησιµοποιηθούν για να εκπληρώσουν άλλη ανάγκη από αυτήν που προσδιορίζεται στον Προϋπολογισµό, εκτός αν η ανακατανοµή πιστώσεων επιτρέπεται από τον παρόντα νόµο.

Άρθρο 52
Περιεχόµενα και δοµή του νόµου για τον ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισµό

1. Ο ετήσιος Κρατικός Προϋπολογισµός είναι ο νόµος στον οποίο προσδιορίζονται τα δηµόσια έσοδα που προβλέπεται να εισπραχθούν και καθορίζονται τα όρια των εξόδων του κράτους, καθώς και οι πηγές χρηµατοδότησης κάθε οικονοµικού έτους. Ο νόµος περιλαµβάνει συνοπτικούς πίνακες των εξόδων του Τακτικού Προϋπολογισµού και Δηµοσίων Επενδύσεων ανά Υπουργείο, ανά Αποκεντρωµένη Διοίκηση και ανά Περιφερειακή Υπηρεσία Υπουργείου συγκεντρωτικά, καθώς και συνοπτικό πίνακα µε τους προϋπολογισµούς φορέων που από ειδικές διατάξεις προβλέπεται η προσάρτησή τους στον Κρατικό Προϋπολογισµό.
2. Ο ετήσιος Κρατικός Προϋπολογισµός που κατατίθεται προς ψήφιση στη Βουλή διακρίνεται στον Τακτικό Προϋπολογισµό και στον Προϋπολογισµό Δηµοσίων Επενδύσεων και περιλαµβάνει:
α. Τις προβλέψεις, για το επόµενο οικονοµικό έτος, των εσόδων, αναλυτικά κατά ΚΑΕ, µετά την αφαίρεση των επιστροφών και των εξόδων, όπως ορίζεται στο άρθρο 74, κατά φορέα Κεντρικής Διοίκησης, καθώς και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κρίνεται απαραίτητο από τον Υπουργό Οικονοµικών.
β. Τα δεσµευτικά ανώτατα όρια των συνολικών δαπανών του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού όπως ορίζονται στο εκάστοτε ισχύον Μ.Π.Δ.Σ..

Άρθρο 53
Εισηγητική έκθεση του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού
[άρθρα 4(5), 14(2) και 14(3) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

Η εισηγητική έκθεση συνοδεύει το σχέδιο του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού και περιλαµβάνει τουλάχιστον:
α. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών και δηµοσιονοµικών εξελίξεων για τα τελευταία δύο έτη.
β. Επικαιροποιηµένες µακροοικονοµικές προβλέψεις για το επόµενο οικονοµικό έτος και επεξήγηση των βασικών παραδοχών και των µεθοδολογιών που χρησιµοποιούνται για τις µακροοικονοµικές προβλέψεις.
γ. Μεσοπρόθεσµους δηµοσιονοµικούς στόχους και την πορεία προσαρµογής προς αυτούς για το επόµενο οικονοµικό έτος, όπως ορίζονται από το εκάστοτε ισχύον Μ.Π.Δ.Σ..
δ. Σχέδιο διορθωτικών ενεργειών που εκπονείται σύµφωνα µε το άρθρο 39, όταν αυτό τίθεται σε ισχύ.
ε. Επικαιροποιηµένες προβλέψεις για τα έσοδα και τις δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης για κάθε υποτοµέα για το επόµενο οικονοµικό έτος, περιλαµβάνοντας τα κύρια µέτρα πολιτικής που η Κυβέρνηση προτίθεται να λάβει σχετικά µε την εκτέλεση του ετήσιου προϋπολογισµού.
στ. Περιγραφή της οικονοµικής και δηµοσιονοµικής στρατηγικής της Κυβέρνησης.
ζ. Περιγραφή των βασικών δηµοσιονοµικών και άλλων µέτρων που πρόκειται να ληφθούν σε κάθε υποτοµέα κατά το επόµενο οικονοµικό έτος, σε σύγκριση µε τις σχετικές κατευθύνσεις που δόθηκαν µε βάση το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εκτιµήσεις των µεµονωµένων και συνολικών τους επιπτώσεων στα οικονοµικά της Γενικής Κυβέρνησης.
η. Ανάλυση σχετικά µε τα έσοδα και τις δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης για το επόµενο οικονοµικό έτος, η οποία παρουσιάζεται για τους επιµέρους τοµείς πολιτικής και, ειδικότερα, σε σχέση µε τα ανάλογα δηµοσιονοµικά αποτελέσµατα του παρελθόντος.
θ. Κατάσταση του ύψους του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης και της Γενικής Κυβέρνησης, πίνακα εξέλιξης του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης, πίνακα δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης, καθώς και πίνακες των καταπτώσεων των κρατικών εγγυήσεων και του ανεξόφλητου υπολοίπου των κρατικών εγγυήσεων.
ι. Επεξήγηση των βασικών παραδοχών και µεθοδολογιών που χρησιµοποιήθηκαν για τις εκτιµήσεις των δηµοσιονοµικών µεταβλητών που αναφέρονται στην περίπτωση ε΄.
ια. Αξιολόγηση των επιπτώσεων από τις βασικές πηγές δηµοσιονοµικού κινδύνου, περιλαµβανοµένων των κρατικών εγγυήσεων και άλλων ενδεχόµενων υποχρεώσεων. ιβ. Το δεσµευτικό ανώτατο όριο καθαρού δανεισµού που ο Υπουργός Οικονοµικών δύναται, κατ’ εξουσιοδότηση της Βουλής, να αναλάβει για το κράτος κατά τη διάρκεια του επόµενου οικονοµικού έτους.
ιγ. Ανώτατο όριο για τις εγγυήσεις που δύναται ο Υπουργός Οικονοµικών να χορηγήσει εκ µέρους του κράτους κατά τη διάρκεια του επόµενου οικονοµικού έτους.
ιδ. Πίνακα του ενοποιηµένου ετήσιου Κοινωνικού Προϋπολογισµού που περιέχει προβλέψεις για το επόµενο οικονοµικό έτος για τα κάτωθι δηµοσιονοµικά µεγέθη του υποτοµέα των Οργανισµών Κοινωνικής Ασφάλισης ως εξής: αα. ακαθάριστα έσοδα επιµερισµένα σε ίδιους πόρους
και µεταβιβάσεις από τον Κρατικό Προϋπολογισµό,
ββ. ακαθάριστες δαπάνες κατανεµηµένες στις κύριες
οικονοµικές κατηγορίες,
γγ. συνολικό πλεόνασµα ή έλλειµµα, δδ. πηγές χρηµατοδότησης, εε. συνοπτικό ισολογισµό χρηµατοοικονοµικού ενερ-
γητικού και παθητικού και
στστ. σύνολο δανειακών υποχρεώσεων.
ιε. Πίνακα του ενοποιηµένου ετήσιου Προϋπολογισµού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που περιλαµβάνει τις προβλέψεις για το επόµενο οικονοµικό έτος των ακόλουθων δηµοσιονοµικών µεγεθών του υποτοµέα των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης ως εξής:
αα. ακαθάριστα έσοδα επιµερισµένα σε ίδιους πόρους, χρηµατοδότηση και µεταβιβάσεις από τον Κρατικό Προϋπολογισµό, από Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους (Κ.Α.Π.), ββ. ακαθάριστες δαπάνες κατανεµηµένες στις βασικές
οικονοµικές κατηγορίες,
γγ. συνολικό πλεόνασµα ή έλλειµµα, δδ. πηγές χρηµατοδότησης, εε. συνοπτικό ισολογισµό χρηµατοοικονοµικού ενερ-
γητικού και παθητικού και
στστ. το σύνολο των δανειακών υποχρεώσεων.
ιστ. Πίνακα του ενοποιηµένου ετήσιου προϋπολογισµού των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης που περιλαµβάνει τις προβλέψεις για το επόµενο οικονοµικό έτος για τα κάτωθι δηµοσιονοµικά µεγέθη των λοιπών φορέων που συνιστούν µέρος της Γενικής Κυβέρνησης, και δεν καλύπτονται από τον Κρατικό Προϋπολογισµό, τον ενοποιηµένο ετήσιο Κοινωνικό Προϋπολογισµό ή τον ενοποιηµένο ετήσιο Προϋπολογισµό Τοπικής Αυτοδιοίκησης ως εξής: αα. ακαθάριστα έσοδα επιµερισµένα σε ίδιους πόρους
και µεταβιβάσεις από τον Κρατικό Προϋπολογισµό,
ββ. ακαθάριστες δαπάνες κατανεµηµένες στις βασικές
οικονοµικές κατηγορίες,
γγ. συνολικό πλεόνασµα ή έλλειµµα, δδ. πηγές χρηµατοδότησης, εε. συνοπτικό ισολογισµό χρηµατοοικονοµικού ενερ-
γητικού και παθητικού και
στστ. σύνολο των δανειακών υποχρεώσεων.
ιζ. Κατάσταση των µετοχικών τίτλων που διακρατούνται από την Κεντρική Διοίκηση. ιη. Οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που κρίνεται σκόπιµο, από τον Υπουργό Οικονοµικών, να περιληφθεί προς ενηµέρωση της Βουλής.

Άρθρο 54
Διαδικασία κατάρτισης του Κρατικού Προϋπολογισµού και των ενοποιηµένων προϋπολογισµών των
υποτοµέων της Γενικής Κυβέρνησης
[άρθρο 13(2) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

1. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου έχουν εφαρµογή σε όλους τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, µε εξαίρεση τους φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Για τους φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθµού και των νοµικών τους προσώπων, δύνανται να τίθενται ειδικές προθεσµίες µε κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και Εσωτερικών.
2. Μέχρι την 31η Μαΐου κάθε έτους, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους εκδίδει εγκυκλίους που ορίζουν τους κανόνες, τις παραδοχές, τις µεθοδολογίες και τις διαδικασίες για την κατάρτιση του Κρατικού Προϋπολογισµού και το περιεχόµενο του σχεδίου των συνοπτικών προϋπολογισµών των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης. Οι προβλέψεις του προϋπολογισµού αναφορικά µε τις δαπάνες κάθε Υπουργείου και των Αποκεντρωµένων Διοικήσεων πρέπει να είναι συνεπείς µε τα δεσµευτικά ανώτατα όρια του εκάστοτε ισχύοντος Μ.Π.Δ.Σ.. Οι λοιπές δηµοσιονοµικές προβλέψεις του προϋπολογισµού των ανωτέρω και των λοιπών φορέων είναι συνεπείς µε τους στόχους, τα επιδιωκόµενα αποτελέσµατα και τα ανώτατα όρια του εκάστοτε ισχύοντος Μ.Π.Δ.Σ.. Σε περίπτωση διαφορετικού ύψους προβλέψεων, αιτιολογείται επαρκώς η απόκλιση.
3. Όταν απαιτείται, τα εποπτεύοντα Υπουργεία εκδίδουν εντός δέκα (10) ηµερών από την αποστολή των εγκυκλίων από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους σύµφωνα µε την προηγούµενη παράγραφο, εγκυκλίους που προσδιορίζουν τις λεπτοµέρειες των κανόνων, παραδοχών, µεθοδολογιών και διαδικασιών σε σχέση µε την κατάρτιση των ετήσιων προϋπολογισµών των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, σύµφωνα µε τις εγκυκλίους του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
4. Οι φορείς της Κεντρικής Διοίκησης, µε ευθύνη του προϊσταµένου οικονοµικών υπηρεσιών, υποβάλλουν στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους µέχρι την 31η Ιουλίου σχέδιο προϋπολογισµού. Οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές (Α.Δ.Α.) που ανήκουν στην Κεντρική Διοίκηση υποβάλλουν το σχέδιο στον προϊστάµενο Οικονοµικών Υπηρεσιών του φορέα στον οποίο υπάγονται ως ειδικός φορέας, χωρίς αυτό να συνιστά παραβίαση της ανεξαρτησίας τους.
5. Κάθε εποπτευόµενος φορέας της Γενικής Κυβέρνησης προετοιµάζει και υποβάλλει στη ΓΔΟΥ του εποπτεύοντος Υπουργείου, σχέδιο του συνοπτικού προϋπολογισµού του για το επόµενο έτος µέχρι την 31η Ιουλίου. Το περιεχόµενο του σχεδίου του συνοπτικού αλλά και του αναλυτικού προϋπολογισµού προσδιορίζεται µε εγκυκλίους που εκδίδονται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους σύµφωνα µε την παράγραφο 2.
6. Όταν το σχέδιο του συνοπτικού προϋπολογισµού που υποβάλλεται, σύµφωνα µε την παράγραφο 4, δεν είναι συµβατό µε το δεσµευτικό στόχο, το επιδιωκόµενο αποτέλεσµα ή το ανώτατο όριο του εκάστοτε ισχύοντος Μ.Π.Δ.Σ. ή µε εγκυκλίους του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ή του αντίστοιχου εποπτεύοντος Υπουργείου που εκδόθηκαν, σύµφωνα µε τις παραγράφους 2 ή 3, η ΓΔΟΥ του εποπτεύοντος Υπουργείου παρέχει οδηγίες για τη διόρθωση του σχεδίου του συνοπτικού προϋπολογισµού και το επιστρέφει στον εποπτευόµενο φορέα Γενικής Κυβέρνησης πλην Α.Δ.Α., µαζί µε τις οδηγίες.
7. Ακολούθως, ο φορέας της Γενικής Κυβέρνησης διορθώνει, σύµφωνα µε τις οδηγίες της προηγούµενης παραγράφου, και υποβάλλει αναθεωρηµένο σχέδιο στη ΓΔΟΥ του εποπτεύοντος Υπουργείου µέσα στην προθεσµία που προβλέπεται στις οδηγίες.
8. Όταν το σχέδιο του συνοπτικού προϋπολογισµού ή η αναθεωρηµένη του έκδοση υποβάλλεται, σύµφωνα µε την παράγραφο 5 ή 7, και είναι σύµφωνο µε τους δεσµευτικούς στόχους, τα επιδιωκόµενα αποτελέσµατα και τα ανώτατα όρια του εκάστοτε ισχύοντος Μ.Π.Δ.Σ. και µε τις εγκυκλίους που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3, η ΓΔΟΥ του εποπτεύοντος Υπουργείου το αποστέλλει στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους µέχρι την 1η Σεπτεµβρίου και ενηµερώνει το φορέα της Γενικής Κυβέρνησης.
9. Αν το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους διαπιστώσει ότι τα συνολικά µεγέθη ανά υποτοµέα των εποπτευόµενων φορέων ενός Υπουργείου αποκλίνουν από τους στόχους και τα ανώτατα όρια που έχουν τεθεί, επιστρέφει τα σχέδια των συνοπτικών προϋπολογισµών των φορέων στη ΓΔΟΥ του εποπτεύοντος Υπουργείου, για την επανάληψη εντός δέκα (10) ηµερών των διαδικασιών των παραγράφων 6, 7 και 8, ούτως ώστε να γίνουν οι απαραίτητες διορθώσεις. Στην περίπτωση των Α.Δ.Α. που αποτελούν ξεχωριστά νοµικά πρόσωπα, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους επικοινωνεί µε την Α.Δ.Α, για την πιθανή επανυποβολή του σχεδίου συνοπτικού προϋπολογισµού, σύµφωνα µε την παράγραφο 5.
10. Το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους καταρτίζει, µε βάση τους υποβληθέντες προϋπολογισµούς, τον Κρατικό Προϋπολογισµό, τον ενοποιηµένο ετήσιο Κοινωνικό Προϋπολογισµό και τον ενοποιηµένο ετήσιο Προϋπολογισµό των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, πλην του ενοποιηµένου ετήσιου Προϋπολογισµού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ο οποίος υποβάλλεται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους από τον Υπουργό Εσωτερικών.
11. Με την επιφύλαξη των προηγούµενων παραγράφων, όταν το Μ.Π.Δ.Σ. έχει ή πρόκειται να επικαιροποιηθεί, σύµφωνα µε τις παραγράφους 1, 3 ή 4 του άρθρου 47 ή απαιτείται διαρθρωτική µεταρρύθµιση των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης στο πλαίσιο του προγράµµατος µακροοικονοµικής προσαρµογής, σύµφωνα µε τον Κανονισµό (ΕΕ) αριθµ. 472/2013, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους δύναται, σε συνεννόηση µε το εποπτεύον Υπουργείο, να αναπροσαρµόσει τυχόν προθεσµίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, να ζητήσει την αναθεώρηση του σχεδίου προϋπολογισµού που υποβλήθηκε.
12. Όλα τα σχέδια προϋπολογισµού των φορέων της Κεντρικής Διοίκησης και τα συνοπτικά σχέδια προϋπολογισµού των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης συνοδεύονται από έκθεση του οικείου προϊσταµένου οικονοµικών υπηρεσιών µε αιτιολόγηση κάθε ετήσιας απόκλισης άνω του 5% από τα πραγµατοποιηθέντα, κατά την τελευταία χρήση, έσοδα ή έξοδα του φορέα για την οποία υπάρχουν διαθέσιµα ετήσια οικονοµικά στοιχεία.

Άρθρο 55
Κατηγορίες πιστώσεων και δηµοσιονοµικής ταξινόµησης

1. Πίστωση είναι το ποσό που ψηφίζεται από τη Βουλή και εγγράφεται στον ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισµό για την αντιµετώπιση συγκεκριµένης δαπάνης κατά µείζονα κατηγορία σε επίπεδο φορέα και ειδικού φορέα, η οποία περιλαµβάνεται σε ειδικούς πίνακες που συνυποβάλλονται κατά την κατάθεση του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού και η οποία κατανέµεται στη συνέχεια από τους φορείς σε αναλυτικό επίπεδο.
2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζονται οι µείζονες κατηγορίες δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισµού, τα αρµόδια όργανα και η διαδικασία κατανοµής των αναλυτικών πιστώσεων, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέµα για την εφαρµογή της παρούσας παραγράφου.
3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζονται η αναλυτική ταξινόµηση των εσόδων και των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισµού και των προϋπολογισµών των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέµα για την εφαρµογή της παρούσας παραγράφου.

Άρθρο 56
Κατάρτιση προϋπολογισµού προγραµµάτων

1. Με την επιφύλαξη των αρχών που διέπουν την κατάρτιση του προϋπολογισµού και του πλαισίου που ορίζεται από τον παρόντα νόµο και κατά παρέκκλιση των ρυθµίσεων του άρθρου 55 παράγραφος 1, ο Κρατικός Προϋπολογισµός δύναται να διαρθρωθεί κατά προγράµµατα που περιλαµβάνουν στοιχεία δαπανών τα οποία αντιστοιχούν σε σύνολο µέτρων που συµβάλλουν, µε διαρθρωµένο και συµπληρωµατικό τρόπο, στην επίτευξη ενός ή περισσοτέρων συγκεκριµένων στόχων και αφορούν µία ή περισσότερες δηµόσιες πολιτικές. Η κατάρτιση του Προϋπολογισµού κατά προγράµµατα, σύµφωνα µε την παρούσα παράγραφο, βασίζεται κυρίως στην αξιολόγηση της αποτελεσµατικότητας των δράσεων του κράτους και προϋποθέτει ένα αξιόπιστο και λειτουργικό σύστηµα µέτρησης της αποτελεσµατικότητας.
2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζονται ο προσδιορισµός οµάδων προγραµµάτων και οποιαδήποτε άλλα θέµατα που απαιτούνται για την εκτέλεση του Προϋπολογισµού που είναι διαρθρωµένος κατά προγράµµατα.

Άρθρο 57
Προϋπολογισµός Δηµοσίων Επενδύσεων

1. Τα θέµατα προϋπολογισµού του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) διέπονται από τον παρόντα νόµο και τις λοιπές κείµενες ειδικές διατάξεις.
2. Οι αναγκαίες πιστώσεις για την εκτέλεση του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων περιλαµβάνονται σε ειδικό πίνακα του Κρατικού Προϋπολογισµού και δύνανται να µεταβιβάζονται µε επιτροπικά εντάλµατα.
3. Ο ειδικός πίνακας των δαπανών για έργα δηµοσίων επενδύσεων στον Κρατικό Προϋπολογισµό που αναφέρεται στην προηγούµενη παράγραφο, περιλαµβάνει και τις πιστώσεις για την εκτέλεση έργων δηµοσίων επενδύσεων η αξία των οποίων καταβάλλεται από τρίτους.
4. Οι αναγκαίες πιστώσεις για την εκτέλεση του ΠΔΕ εγγράφονται σε Συλλογικές Αποφάσεις (ΣΑ) Φορέων άσκησης πολιτικής επενδύσεων.

Άρθρο 58
Διαδικασία για την ψήφιση του
Κρατικού Προϋπολογισµού
[άρθρο 14(3) της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

1. Την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου κάθε έτους, ο Υπουργός Οικονοµικών καταθέτει στη Βουλή περιληπτική εισηγητική έκθεση του προσχεδίου του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού. Η περιληπτική εισηγητική έκθεση του προσχεδίου του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού δηµοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονοµικών.
2. Οι µακροοικονοµικές προβλέψεις που περιλαµβάνονται στην περιληπτική εισηγητική έκθεση του προσχεδίου του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού, αξιολογούνται εγκαίρως από το Δηµοσιονοµικό Συµβούλιο, σύµφωνα µε τις διαδικασίες και το χρονοδιάγραµµα που ορίζονται στο µνηµόνιο συνεργασίας µεταξύ του Δηµοσιονοµικού Συµβουλίου και του Υπουργείου Οικονοµικών. Η υιοθέτηση των µακροοικονοµικών προβλέψεων ανακοινώνεται στην ιστοσελίδα του Συµβουλίου.
3. Ο Υπουργός Οικονοµικών εισάγει στη Βουλή το σχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισµού και την εισηγητική του έκθεση τουλάχιστον σαράντα (40) ηµέρες πριν την έναρξη του οικονοµικού έτους το οποίο αφορά.
4. Με την κατάθεση του σχεδίου νόµου του Κρατικού Προϋπολογισµού, σύµφωνα µε την παράγραφο 3, κατατίθενται στη Βουλή από τον Υπουργό Οικονοµικών και οι παρακάτω δηλώσεις και αναφορές:
α. Οι αναλυτικές εκθέσεις των Γενικών Διευθυντών, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 74 και την παράγραφο 4 του άρθρου 76, καθώς και έκθεση του Γενικού Διευθυντή Δηµόσιας Περιουσίας στην οποία αποτυπώνονται τα αποτελέσµατα της αξιοποίησης της περιουσίας του Δηµοσίου.
β. Δήλωση Συµµόρφωσης του Υπουργού Οικονοµικών, ότι οι ετήσιοι προϋπολογισµοί των υποτοµέων της Γενικής Κυβέρνησης είναι συµβατοί µε το Μ.Π.Δ.Σ. ή την τυχόν επικαιροποίησή του, για το αντίστοιχο οικονοµικό έτος. Ειδικότερα, µε τη δήλωση συµµόρφωσης προσδιορίζεται κατά πόσο η κατάρτιση του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού, του ενοποιηµένου ετήσιου Κοινωνικού Προϋπολογισµού και των ενοποιηµένων ετήσιων Προϋπολογισµών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των λοιπών φορέων είναι σύµφωνη µε το Μ.Π.Δ.Σ. ή µε τυχόν επικαιροποίησή του, που εγκρίθηκε για το αντίστοιχο οικονοµικό έτος. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει πλήρης συµφωνία µε το εκάστοτε ισχύον Μ.Π.Δ.Σ., ο Υπουργός Οικονοµικών δηλώνει εγγράφως τις τυχόν αποκλίσεις, αιτιολογώντας αυτές λεπτοµερώς, καθώς και τις παρεµβάσεις που προβλέπονται για τη διόρθωση αυτών των αποκλίσεων.
γ. Δήλωση του Υπουργού Οικονοµικών µε την οποία επιβεβαιώνεται ότι όλες οι προβλέψεις που έχουν περιληφθεί στο σχέδιο του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού και την εισηγητική έκθεση, ανταποκρίνονται στο βαθµό που είναι ευλόγως και πρακτικώς δυνατό, σε πραγµατικά στοιχεία και κόστη όλων των δηλούµενων πολιτικών της Κυβέρνησης και όλων των άλλων περιστάσεων που ενδέχεται να επηρεάσουν τις δηµοσιονοµικές προοπτικές.
5. Με την ψήφιση του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού, οι πιστώσεις που αφορούν στις δαπάνες ανά φορέα Κεντρικής Διοίκησης και µείζονες κατηγορίες, καθίστανται δεσµευτικές. Οι ανωτέρω πιστώσεις συνιστούν τα ανώτατα όρια δαπανών για το οικονοµικό έτος που αφορά ο προϋπολογισµός και δεν µεταφέρονται στο επόµενο έτος. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 59 και των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 60, καµία άλλη δαπάνη δεν µπορεί να δεσµευθεί ή να καταβληθεί πέραν των ποσών που έχουν εγγραφεί για αυτή στον ετήσιο Προϋπολογισµό ή τους σχετικούς συµπληρωµατικούς προϋπολογισµούς.

Άρθρο 59
Αποθεµατικό Κρατικού Προϋπολογισµού

1. Στον προϋπολογισµό του Υπουργείου Οικονοµικών εγγράφεται ειδική πίστωση, ως αποθεµατικό, ποσού όχι µικρότερου από 1% και όχι µεγαλύτερου από 2% των συνολικών δαπανών του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού, µε εξαίρεση τα τοκοχρεολύσια.
2. Το αποθεµατικό χρησιµοποιείται αποκλειστικά για την κάλυψη σηµαντικών, άµεσων, αναπόφευκτων και επειγουσών δαπανών, η πρόβλεψη των οποίων δεν ήταν εφικτή κατά το χρόνο ψήφισης του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού ή των συµπληρωµατικών προϋπολογισµών.
3. Η χορήγηση πίστωσης από το αποθεµατικό πραγµατοποιείται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών, µετά από αιτιολογηµένη πρόταση του αρµόδιου διατάκτη. Η πρόταση του διατάκτη διατυπώνεται κατόπιν σύµφωνης γνώµης του προϊσταµένου οικονοµικών υπηρεσιών του φορέα του και περιλαµβάνει:
α. λεπτοµερή αναφορά στους λόγους που καθιστούν
αναγκαία τη χρήση της πίστωσης του αποθεµατικού και
β. επιβεβαίωση της αδυναµίας αντιµετώπισης της ανάγκης της δαπάνης δια της ανακατανοµής πιστώσεων, σύµφωνα µε το άρθρο 71.
4. Για την παρακολούθηση του αποθεµατικού ο Υπουργός Οικονοµικών παρουσιάζει κάθε τρίµηνο στη Βουλή κατάσταση µε τους φορείς της Κεντρικής Διοίκησης που ενισχύθηκαν από το αποθεµατικό, τους λόγους που οδήγησαν στην ενίσχυση αυτή, σύµφωνα µε τα κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3, καθώς και το υπόλοιπο του αποθεµατικού που αποµένει. Η κατάσταση αυτή κοινοποιείται και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
5. Το χορηγούµενο από το αποθεµατικό ποσό χρησιµοποιείται από τον αρµόδιο φορέα, εντός του οικονοµικού έτους και αποκλειστικά για την κάλυψη της δαπάνης για την οποία χορηγήθηκε.
6. Από τις εγκεκριµένες πιστώσεις του προϋπολογισµού φορέα της Κεντρικής Διοίκησης, ο Υπουργός Οικονοµικών δύναται να µεταφέρει σε ειδικό κωδικό του προϋπολογισµού µέρος αυτών, που δεν υπερβαίνει το 5% του συνολικού του προϋπολογισµού, µε εξαίρεση τις πιστώσεις µισθοδοσίας. Οι εν λόγω πιστώσεις χρησιµοποιούνται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και µετά από πρόταση του αρµόδιου διατάκτη για την αντιµετώπιση δαπανών που δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν.

Άρθρο 60
Ψήφιση συµπληρωµατικού Κρατικού Προϋπολογισµού

1. Ο Υπουργός Οικονοµικών δύναται να υποβάλει στη Βουλή, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια του οικονοµικού έτους, πρόταση τροποποίησης των πιστώσεων του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού µε συµπληρωµατικό προϋπολογισµό.
2. Ο Υπουργός Οικονοµικών υποχρεούται να υποβάλει στη Βουλή συµπληρωµατικό προϋπολογισµό στη διάρκεια του οικονοµικού έτους, σύµφωνα µε την παράγραφο 5 του άρθρου 71, εφόσον συντρέχει µία από τις παρακάτω περιπτώσεις:
α. Αν η τριµηνιαία έκθεση εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισµού που υποβάλλεται από τον Υπουργό Οικονοµικών καταδεικνύει ότι η Κεντρική Διοίκηση ενδέχεται να υπερβεί το συνολικό ανώτατο όριο δαπανών που εγκρίθηκε από τη Βουλή για το εν λόγω οικονοµικό έτος.
β. Αν το αποθεµατικό του προϋπολογισµού έχει δεσµευθεί στο σύνολό του και αναµένεται να απαιτηθούν πρόσθετοι πόροι για την κάλυψη απρόβλεπτων δαπανών πριν το τέλος του οικονοµικού έτους.
γ. Αν για την κάλυψη των πρόσθετων δαπανών δεν είναι δυνατόν να πραγµατοποιηθούν άλλες µεταφορές ή ανακατανοµές µε την εφαρµογή των κανόνων µεταφοράς πιστώσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 71 ή µε τη χρήση του αποθεµατικού του Κρατικού Προϋπολογισµού.
δ. Αν προκύψουν µείζονες αλλαγές στη σύνθεση του προϋπολογισµού, καθώς οικονοµικές ή δηµοσιονοµικές εξελίξεις απαιτούν σηµαντική µείωση των εγκεκριµένων πιστώσεων στον Κρατικό Προϋπολογισµό.
3. Το περιεχόµενο και η διάρθρωση, καθώς και οι διαδικασίες κατάρτισης του συµπληρωµατικού Κρατικού Προϋπολογισµού µπορούν να διαφοροποιούνται από εκείνα του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισµού.
4. Κατά παρέκκλιση των προηγουµένων παραγράφων, όταν οι δαπάνες της Κεντρικής Διοίκησης για την εξυπηρέτηση του δηµοσίου χρέους υπερβαίνουν τις σχετικές πιστώσεις στον Κρατικό Προϋπολογισµό, δύνανται να εγγραφούν και να αναληφθούν πρόσθετες πιστώσεις για την εξυπηρέτηση του χρέους στον Κρατικό Προϋπολογισµό, µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών, χωρίς την ψήφιση συµπληρωµατικού προϋπολογισµού από τη Βουλή.
5. Κατά παρέκκλιση των προηγούµενων παραγράφων, ο Υπουργός Οικονοµικών δύναται να εγκρίνει δαπάνες που υπερβαίνουν τα ποσά των πιστώσεων και προκύπτουν από υποχρεώσεις που απορρέουν από διεθνείς συνθήκες, καθώς και από δαπάνες που χρηµατοδοτούνται από τον Προϋπολογισµό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και άλλες δαπάνες που προκύπτουν εκτάκτως και δηµιουργούν υποχρεώσεις προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εντός εξήντα (60) ηµερών από την ηµεροµηνία της έγκρισης δαπανών του προηγούµενου εδαφίου, ο Υπουργός Οικονοµικών υποβάλλει έκθεση στη Βουλή για τις εγκριθείσες δαπάνες.

Άρθρο 61
Προσωρινή διαχείριση εσόδων και δαπανών

1. Αν ο Κρατικός Προϋπολογισµός δεν είναι δυνατόν να ψηφιστεί λόγω της λήξης της θητείας της Βουλής, ο Προϋπολογισµός του οικονοµικού έτους που έληξε ή λήγει παρατείνεται κατά τέσσερις (4) µήνες, µε προεδρικό διάταγµα που εκδίδεται µετά από πρόταση του Υπουργικού Συµβουλίου.
2. Κατά την περίοδο της προσωρινής διαχείρισης των εσόδων και των δαπανών δυνάµει της προηγούµενης παραγράφου, δεν επιτρέπεται η πραγµατοποίηση δαπανών που σχετίζονται µε την παροχή νέων ή την επέκταση υφιστάµενων υπηρεσιών από φορείς της Κεντρικής Διοίκησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΛΟΙΠΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Άρθρο 62
Αρχές κατάρτισης προϋπολογισµών των Ν.Π.Δ.Δ.

Κατά την κατάρτιση των προϋπολογισµών Ν.Π.Δ.Δ., εφαρµόζεται η αρχή της ειδίκευσης του προϋπολογισµού και της ειδικότητας των πιστώσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 51, καθώς και οι γενικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 49.

Άρθρο 63
Έγκριση του προϋπολογισµού των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης πλην Ο.Τ.Α.
[άρθρο 13(2) της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ]

1. Οι αναλυτικοί προϋπολογισµοί των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης υιοθετούνται από το αρµόδιο όργανο διοίκησης του φορέα και εγκρίνονται από τον εποπτεύοντα Υπουργό έως την 31η Δεκεµβρίου του προηγούµενου από το έτος προϋπολογισµού, µετά από εισήγηση του οικείου Γενικού Διευθυντή Οικονοµικών Υπηρεσιών, η οποία είναι συνεπής µε το σχέδιο του συνοπτικού προϋπολογισµού που έχει ήδη υποβληθεί, κατά την ολοκλήρωση των διαδικασιών του άρθρου 54.
2. Το αρµόδιο όργανο διοίκησης των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης δεν υιοθετεί και το εποπτεύον Υπουργείο δεν εγκρίνει τους προϋπολογισµούς των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης παρά µόνον αν είναι συνεπείς µε τα σχέδια των συνοπτικών προϋπολογισµών που διαµορφώθηκαν σύµφωνα µε το άρθρο 54 και συµµορφώνονται µε τους δεσµευτικούς στόχους, τα επιδιωκόµενα αποτελέσµατα και τα ανώτατα όρια δαπανών που ορίζονται από το εκάστοτε ισχύον Μ.Π.Δ.Σ. και µε τις εγκυκλίους που εκδίδονται σύµφωνα µε τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 54. Σε περίπτωση που ο Υπουργός Οικονοµικών διαπιστώσει την υιοθέτηση ή έγκριση προϋπολογισµού που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του ανωτέρω εδαφίου, µε απόφασή του εκδίδει εντολή µη εκτέλεσης του προϋπολογισµού.
3. Όταν το ποσό των µεταβιβάσεων ή των επιχορηγήσεων από τον Κρατικό Προϋπολογισµό προς φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, που περιγράφεται στο σχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισµού, έχει µεταβληθεί στον τελικά ψηφισθέντα από τη Βουλή Κρατικό Προϋπολογισµό, ο εν λόγω φορέας της Γενικής Κυβέρνησης προχωρεί στην αναγκαία αναθεώρηση του προϋπολογισµού του µόλις αυτό είναι εφικτό. Για την αναθεώρηση των προϋπολογισµών των φορέων του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3429/2005 (Α΄ 314), ισχύουν και τα όσα ειδικότερα ορίζονται στην παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 4111/2013 (Α΄18).
4. Αν ο προϋπολογισµός φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, πλην Ο.Τ.Α., δεν εγκριθεί µέχρι την έναρξη του οικονοµικού έτους, ο λόγος της µη έγκρισης γνωστοποιείται από το εποπτεύον Υπουργείο στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Μέχρι την έγκριση του προϋπολογισµού από το εποπτεύον Υπουργείο, ο εν λόγω φορέας της Γενικής Κυβέρνησης µπορεί να προβεί σε δαπάνες που ανέρχονται στο 40% των, ανά κωδικό αριθµό εξόδου, πιστώσεων του προϋπολογισµού του προηγούµενου οικονοµικού έτους και µόνο για περίοδο µέχρι τρεΙς (3) µήνες.
5. Οι φορείς του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3429/2005 υποβάλλουν σχέδιο του αναλυτικού προϋπολογισµού τους στην αρµόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην περίπτωση α΄ της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 3429/2005. Το υποβαλλόµενο σχέδιο πρέπει να είναι συνεπές µε το σχέδιο του συνοπτικού προϋπολογισµού που διαµορφώθηκε σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 54.

Άρθρο 64
Κατάρτιση και έγκριση των προϋπολογισµών των Ο.Τ.Α.

Κατά την κατάρτιση και έγκριση των προϋπολογισµών των ΟΤΑ, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 77 και 78 του ν. 4172/2013, λαµβάνεται µέριµνα ώστε να εντάσσονται στο συνολικό πλαίσιο επίτευξης του µεσοπρόθεσµου δηµοσιονοµικού στόχου ή της πορείας προσαρµογής προς αυτόν. Η διαδικασία της κατάρτισης αρχίζει µε κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και Εσωτερικών, που εκδίδεται τον Ιούλιο κάθε έτους και µε την οποία παρέχονται, µεταξύ άλλων, οδηγίες για την κατάρτιση των προϋπολογισµών. Το Παρατηρητήριο Οικονοµικής Αυτοτέλειας των ΟΤΑ παρέχει γνώµη στους Υπουργούς Εσωτερικών και Οικονοµικών επί των σχεδίων των προϋπολογισµών, διατυπώνοντας προτάσεις, προκειµένου αυτοί να είναι σύµφωνοι µε τις γενικές αρχές για τη διαχείριση των οικονοµικών του Δηµοσίου σύµφωνα µε το άρθρο 33 και να καταστούν ρεαλιστικοί. Επίσης, το Παρατηρητήριο αξιολογεί τις προβλέψεις των εσόδων που παρουσιάζουν οι Ο.Τ.Α. στον προϋπολογισµό τους και διατυπώνει προτάσεις τροποποίησης τους, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο και ιδίως όταν τα έσοδα εµφανίζονται υπερεκτιµηµένα και µη ρεαλιστικά. Η διαδικασία ολοκληρώνεται µε την κατάρτιση προϋπολογισµών που είναι τουλάχιστον ισοσκελισµένοι.

ΜΕΡΟΣ Δ΄
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΓΕΝΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΕΣΜΕΥΣΕΩΝ
Άρθρο 65
Διατάκτης

1. Διατάκτης είναι ο Υπουργός ή το προβλεπόµενο από την κείµενη νοµοθεσία ή τις οργανικές διατάξεις όργανο κάθε φορέα της Γενικής Κυβέρνησης ή οποιοδήποτε άλλο εξουσιοδοτηµένο από αυτούς όργανο, που είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση του προϋπολογισµού του φορέα του, αναλαµβάνει υποχρεώσεις σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισµού αυτού και προσδιορίζει τις απαιτήσεις σε βάρος του. Κύριος διατάκτης είναι ο διατάκτης που αναλαµβάνει υποχρεώσεις σε βάρος των πιστώσεων, οι οποίες τίθενται στη διάθεσή του απευθείας από τον προϋπολογισµό του φορέα του, ακολουθώντας τη διαδικασία των άρθρων 66, 67 και 79. Δευτερεύων διατάκτης είναι ο διατάκτης που αναλαµβάνει υποχρεώσεις σε βάρος πιστώσεων, οι οποίες τίθενται στη διάθεσή του κατ’ εντολή του κύριου διατάκτη.
2. Τα καθήκοντα του διατάκτη είναι ασυµβίβαστα µε τα καθήκοντα του προϊσταµένου οικονοµικών υπηρεσιών. Στις περιπτώσεις όπου ο προϊστάµενος των οικονοµικών υπηρεσιών ταυτίζεται µε τον διατάκτη ή αυτός είναι αρµόδιος για οποιαδήποτε ενέργεια που τείνει στην ανάληψη υποχρέωσης σε βάρος πίστωσης της Γενικής Διεύθυνσης στην οποία προΐσταται, είναι υποχρεωµένος να εκχωρήσει την αρµοδιότητα δηµοσιονοµικής έγκρισης για δεσµεύσεις στο νόµιµο κατά τον Υπαλληλικό Κώδικα αντικαταστάτη του. Η παράβαση της υποχρέωσης του προηγούµενου εδαφίου συνιστά πειθαρχικό αδίκηµα.
3. Τα καθήκοντα του διατάκτη είναι ασυµβίβαστα µε τα καθήκοντα του δηµόσιου υπόλογου. Αν ο διατάκτης αναµιχθεί στα καθήκοντα του τελευταίου, ευθύνεται ως δηµόσιος υπόλογος.
4. Ο διατάκτης, επικουρούµενος από τον προϊστάµενο οικονοµικών υπηρεσιών, οφείλει να λαµβάνει τα απαραίτητα µέτρα για την ορθή εκτέλεση του προϋπολογισµού του φορέα του, καθώς και για την επίτευξη των στόχων του.
5. Αν ο διατάκτης διαπιστώσει ότι η ανάληψη υποχρέωσης στην οποία προτίθεται να προβεί, στοιχειοθετεί σύγκρουση συµφερόντων οφείλει να απόσχει από αυτήν και να το αναφέρει στην αρµόδια αρχή και στον Υπουργό Οικονοµικών. Σε κάθε περίπτωση, σύγκρουση συµφερόντων και παραβίαση της αρχής της αµεροληψίας στοιχειοθετείται όταν:
α. η ικανοποίηση προσωπικού του συµφέροντος συν-
δέεται µε την ανάληψη της υποχρέωσης,
β. είναι σύζυγος ή συγγενής εξ αίµατος ή εξ αγχιστείας, σε ευθεία γραµµή απεριορίστως, εκ πλαγίου µέχρι και τέταρτου βαθµού µε κάποιον από τους ενδιαφεροµένους ή
γ. έχει ιδιαίτερο δεσµό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα µε τους ενδιαφεροµένους. Παράβαση των παραπάνω υποχρεώσεων του διατάκτη συνιστά πειθαρχικό αδίκηµα και τιµωρείται µε τις πειθαρχικές ποινές του άρθρου 109 του ν. 3528/2007.
Αν ο διατάκτης είναι Υπουργός και διαπιστώσει σύγκρουση συµφερόντων στο πρόσωπό του κατά την παραπάνω έννοια, οφείλει να απόσχει από την ανάληψη υποχρέωσης και να εξουσιοδοτήσει σχετικά τον Υφυπουργό ή τον Γενικό Γραµµατέα του Υπουργείου του.

Άρθρο 66
Ανάληψη υποχρεώσεων

1. Ανάληψη υποχρέωσης είναι η διοικητική πράξη µε την οποία γεννάται ή βεβαιώνεται υποχρέωση του Δηµοσίου και των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης έναντι τρίτων (νοµική δέσµευση). Προκειµένου να αναληφθεί εγκύρως οποιαδήποτε δέσµευση ή να εκτελεσθεί οποιαδήποτε δαπάνη, εκδίδεται απόφαση ανάληψης υποχρέωσης η οποία περιέχει βεβαίωση του αρµόδιου, κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, οργάνου περί ύπαρξης και δέσµευσης της αναγκαίας πίστωσης (δηµοσιονοµική δέσµευση).
2. Η απόφαση ανάληψης υποχρέωσης υπογράφεται από τον διατάκτη και περιέχει βεβαίωση του προϊστάµενου οικονοµικών υπηρεσιών του φορέα, ότι το ποσό της δαπάνης που αφορά, βρίσκεται εντός των ορίων της σχετικής πίστωσης, και ειδικά για την Κεντρική Διοίκηση εντός του διαθέσιµου ποσοστού αυτής, και ότι έχει δεσµευθεί από τον προϋπολογισµό του φορέα. Το ποσό παραµένει δεσµευµένο µέχρι την καταβολή του ή µέχρι την ανάκληση της δέσµευσης της πίστωσης κατόπιν αιτήµατος του διατάκτη, σύµφωνα µε την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 3.
3. Για την έκδοση της απόφασης ανάληψης υποχρέωσης ακολουθείται η εξής διαδικασία:
α. Κατόπιν τεκµηριωµένου αιτήµατος του διατάκτη, ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών καταρτίζει σε δύο (2) αντίτυπα τη σχετική απόφαση ανάληψης υποχρέωσης, στην οποία περιέχεται η βεβαίωση της παραγράφου 2, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις. Επίσης, δεσµεύει το ποσό από την πίστωση του προϋπολογισµού µε ενηµέρωση των λογιστικών βιβλίων, ενηµερώνει το Μητρώο Δεσµεύσεων του φορέα και ακολούθως προωθεί τα δύο (2) αντίτυπα στον διατάκτη προς υπογραφή.
β. Μετά την υπογραφή από τον διατάκτη επιστρέφεται το ένα (1) αντίτυπο στον προϊστάµενο οικονοµικών υπηρεσιών του φορέα, ο οποίος, αν πρόκειται για φορέα της Κεντρικής Διοίκησης, αποστέλλει ένα αντίγραφο στην οικεία Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
γ. Σε περίπτωση µη υπογραφής της απόφασης από τον διατάκτη, ο τελευταίος αιτείται από τον προϊστάµενο οικονοµικών υπηρεσιών την ανάκληση της δέσµευσης της πίστωσης.
δ. Σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις παροχής της βεβαίωσης της παραγράφου 2, αλλά ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών έχει βάσιµες αµφιβολίες ως προς το ουσιαστικό µέρος της δαπάνης, παρέχει τη βεβαίωση και εκτελεί τις υπόλοιπες διαδικασίες του παρόντος άρθρου, ενηµερώνει ωστόσο εγγράφως τον διατάκτη και, εφόσον ο τελευταίος υπογράψει την απόφαση ανάληψης υποχρέωσης, ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών ενηµερώνει εγγράφως το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και, αν ο φορέας είναι εποπτευόµενος, τον προϊστάµενο οικονοµικών υπηρεσιών του εποπτεύοντος φορέα.
4. α. Οι προϊστάµενοι οικονοµικών υπηρεσιών φορέων των οποίων η οικονοµική διαχείριση εποπτεύεται από αντίστοιχη Υπηρεσία Δηµοσιονοµικού Ελέγχου (ΥΔΕ), για όσο διάστηµα δεν έχουν άµεση πρόσβαση στο Ολοκληρωµένο Πληροφοριακό Σύστηµα Δηµοσιονοµικής Πολιτικής, αποστέλλουν την απόφαση ανάληψης υποχρέωσης στην αρµόδια ΥΔΕ, η οποία δεσµεύει την πίστωση του προϋπολογισµού του φορέα, σύµφωνα µε την περίπτωση α΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του π.δ. 113/2010 (Α΄ 194), και παρέχει τη βεβαίωση της παραγράφου 2. Στη συνέχεια η ΥΔΕ επιστρέφει την απόφαση ανάληψης υποχρέωσης στον προϊστάµενο οικονοµικών υπηρεσιών προς υπογραφή, σύµφωνα µε την παράγραφο 3. Σε αυτή την περίπτωση, ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών αποστέλλει αντίγραφο της υπογεγραµµένης απόφασης ανάληψης υποχρέωσης και στην ΥΔΕ.
β. Για τους φορείς της περίπτωσης α΄, για τις πληρωµές λογαριασµών κοινής ωφελείας και τηλεφωνίας, µε εξαίρεση τις δαπάνες κινητής τηλεφωνίας, και κοινοχρήστων του κτιρίου των γραφείων, καθώς και για δαπάνες µέχρι του ποσού των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ ανά απόφαση, η βεβαίωση της παραγράφου 2 δύναται να εκδίδεται από τον προϊστάµενο των οικονοµικών υπηρεσιών, χωρίς να απαιτείται συνυπογραφή από την ΥΔΕ, η οποία στη συνέχεια ενηµερώνεται άµεσα από τον προϊστάµενο των οικονοµικών υπηρεσιών, ώστε να δεσµεύσει την πίστωση του προϋπολογισµού του φορέα.
5. Κάθε απόφαση ανάληψης υποχρέωσης κατά την έννοια των προηγούµενων παραγράφων, καθ’ υπέρβαση των εγγεγραµµένων πιστώσεων του προϋπολογισµού του φορέα και, ειδικά για την Κεντρική Διοίκηση και των ποσοστών διάθεσης αυτών, κατά παράβαση των διαδικασιών που ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 60, είναι αυτοδίκαια και απόλυτα άκυρη και ο διατάκτης και ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών του φορέα ευθύνονται ατοµικά, αλληλέγγυα και εις ολόκληρον για τη ζηµία του φορέα.
6. Για τις δαπάνες για τις οποίες από τη φύση τους δεν είναι δυνατή η τήρηση της ανωτέρω διαδικασίας (συναλλαγµατικές διαφορές, εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, δαπάνες ΔΙΑΣ κ.λπ.) αναλαµβάνεται η υποχρέωση και δεσµεύεται η απαραίτητη πίστωση αµέσως µετά την παραλαβή του σχετικού λογαριασµού, της γνωστοποίησης της εκτελεστής, κατά τις κείµενες διατάξεις, δικαστικής απόφασης ή της σχετικής ειδοποίησης ή µε την κατ’ οποιονδήποτε τρόπο γνωστοποίηση του ύψους και του χρόνου εξόφλησής τους. Για τις πληρωµές του τακτικού προϋπολογισµού που τακτοποιούνται µε την έκδοση συµψηφιστικών χρηµατικών ενταλµάτων και µέχρι την έκδοση απόφασης του Υπουργού Οικονοµικών που θα ορίζει το χρόνο έναρξης της ανάληψης υποχρέωσης αυτών µε σχετικές αποφάσεις, η εντολή πληρωµής υπέχει θέση απόφασης ανάληψης υποχρέωσης.
7. Με την έναρξη κάθε οικονοµικού έτους και πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε νέας υποχρέωσης, δεσµεύονται µε την ευθύνη των προϊστάµενων οικονοµικών υπηρεσιών στον προϋπολογισµό του φορέα, πιστώσεις ισόποσες µε το ανεξόφλητο µέρος των αναλήψεων υποχρεώσεων του προηγούµενου οικονοµικού έτους. Νέες υποχρεώσεις αναλαµβάνονται σε βάρος του εναποµένοντος υπολοίπου µετά τις κατά τα ανωτέρω δεσµεύσεις πιστώσεων.
8. Η υποχρέωση για δαπάνες τακτικών αποδοχών, συντάξεων, εξυπηρέτησης δηµόσιου χρέους, ασφαλιστικών και προνοιακών παροχών, καθώς και για δαπάνες πάγιου χαρακτήρα (ηλεκτρική ενέργεια, ύδρευση, επικοινωνίες, µισθώµατα κ.λπ.) αναλαµβάνεται για ολόκληρο το ετήσιο ποσό από την έναρξη του οικονοµικού έτους, µε Αποφάσεις Ανάληψης Υποχρέωσης. Ειδικά, για τις δαπάνες εξυπηρέτησης δηµόσιου χρέους, ο χρόνος έναρξης ισχύος του προηγούµενου εδαφίου, όσον αφορά στην έκδοση Αποφάσεων Ανάληψης Υποχρέωσης, καθορίζεται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών.
9. Οι υποχρεώσεις για δαπάνες για υπερωριακή εργασία, αµοιβή για εργασία κατά τις εξαιρέσιµες ηµέρες και νυχτερινές ώρες, ειδική αποζηµίωση για απασχόληση πλέον του πενθηµέρου την εβδοµάδα, υπερωριακή αποζηµίωση εκπαιδευτικών, αποζηµίωση εφηµεριών ιατρών Ε.Σ.Υ., που αφορούν το τελευταίο δίµηνο κάθε οικονοµικού έτους µπορούν να αναλαµβάνονται, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην παράγραφο 2, σε βάρος των αντίστοιχων πιστώσεων του προϋπολογισµού του επόµενου οικονοµικού έτους. Οι ανωτέρω υποχρεώσεις δεν αναλαµβάνονται για ολόκληρο το ετήσιο ποσό από την έναρξη του οικονοµικού έτους.
10. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρµόζονται αναλόγως και επί των δαπανών των Ενόπλων Δυνάµεων.
11. Οι αρµόδιες υπηρεσίες για την εκκαθάριση και ενταλµατοποίηση των δαπανών οφείλουν να ελέγχουν την τήρηση της ανωτέρω διαδικασίας και να µην προβαίνουν σε εκκαθάριση και ενταλµατοποίηση αυτών, εφόσον δεν πληρούν τις τιθέµενες προϋποθέσεις.
12. Ειδικά, για τις δαπάνες του ΠΔΕ, τίτλο ανάληψης υποχρέωσης αποτελεί η Συλλογική Απόφαση (ΣΑ).

Άρθρο 67
Πολυετείς υποχρεώσεις

1. Για την ανάληψη υποχρεώσεων που προβλέπεται να βαρύνουν είτε τµηµατικά είτε εξ ολοκλήρου τα επόµενα έτη του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής στις οποίες συµπεριλαµβάνονται και οι µισθώσεις ακινήτων και υπερβαίνουν ετησίως το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ κατά Κ.Α.Ε. του προϋπολογισµού, απαιτείται προηγούµενη έγκριση του Υπουργού Οικονοµικών για τους φορείς της Κεντρικής Διοίκησης.
Για τους λοιπούς φορείς της Γενικής Κυβέρνησης απαιτείται έγκριση του εποπτεύοντος Υπουργού, εφόσον η αναλαµβανόµενη υποχρέωση υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. Ειδικά, για τους Ο.Τ.Α. πρώτου και δευτέρου βαθµού και τα νοµικά πρόσωπα αυτών που συµπεριλαµβάνονται στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, η έγκριση παρέχεται µε την απόφαση του από το νόµο οριζόµενου αρµόδιου οργάνου τους, µε την οποία αναλαµβάνεται έκαστη υποχρέωση τέτοιου είδους. Η απόφαση του προηγούµενου εδαφίου κοινοποιείται στην οικεία Αυτοτελή Υπηρεσία Εποπτείας Ο.Τ.Α., προκειµένου να λαµβάνεται υπόψη κατά τον έλεγχο νοµιµότητας του προϋπολογισµού του οικονοµικού έτους που αφορά η σχετική δαπάνη.
2. Η έγκριση της ανωτέρω παραγράφου δίνεται αφού το εγκριτικό όργανο ελέγξει ότι δεν γίνεται υπέρβαση των δεσµευτικών ορίων του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής.
3. Το συνολικό ποσό και η διάρκεια της επιβάρυνσης αναφέρονται: α) στη διοικητική πράξη ανάληψης της υποχρέωσης και β) στο διαπιστωτικό έγγραφο της αρµόδιας οικονοµικής υπηρεσίας του φορέα που εξετάζει τη νοµιµότητα και κανονικότητα της δαπάνης.
Το ανωτέρω ποσό µπορεί να αναπροσαρµόζεται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρµογή για τις δαπάνες του Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων.

Άρθρο 68
Διαδικασίες ελέγχου ανάληψης υποχρεώσεων

1. Με προεδρικό διάταγµα που εκδίδεται κατόπιν πρότασης του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζονται οι διαδικασίες ελέγχου για όλες τις αναλήψεις υποχρεώσεων κατά την εκτέλεση των προϋπολογισµών της Γενικής Κυβέρνησης.
2. Στο προεδρικό διάταγµα της προηγούµενης παραγράφου περιλαµβάνεται: (α) σαφής ορισµός της ανάληψης υποχρεώσεων και των κατηγοριών τους, (β) διαδικασίες των αρµόδιων φορέων της Κεντρικής Διοίκησης και άλλων φορέων για να αναλαµβάνουν υποχρεώσεις που αφορούν στον προϋπολογισµό ενός έτους ή πολλών ετών, (γ) διαδικασίες για την ανάληψη υποχρεώσεων δαπανών σε έργα της Ε.Ε. και άλλων διεθνών υποχρεώσεων, (δ) µητρώο ανάληψης υποχρεώσεων και άλλα αντίστοιχα έντυπα για την καταγραφή, τον έλεγχο και την αναφορά των εκκρεµών υποχρεώσεων και των οφειλών σε µηνιαία βάση, (ε) διαδικασίες για τη µεταφορά στο τέλος του έτους των εκκρεµών υποχρεώσεων και οφειλών, στο επόµενο οικονοµικό έτος και την εκκαθάρισή τους, (στ) κυρώσεις για µη συµµόρφωση και (η) κάθε άλλο σχετικό θέµα µε τη διαδικασία ελέγχου ανάληψης υποχρεώσεων.
3. Οι προϊστάµενοι οικονοµικών υπηρεσιών όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης διασφαλίζουν ότι:
α. οι δεσµεύσεις που εγκρίνονται και καταχωρούνται υπόκεινται στον όρο της διαθεσιµότητας επαρκούς υπολοίπου πιστώσεων υπό το συγκεκριµένο κωδικό του προϋπολογισµού,
β. για όλες τις πολυετείς υποχρεώσεις του προϋπολο-
γισµού, έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 67,
γ. τα τιµολόγια αγαθών και υπηρεσιών εξοφλούνται ε-
γκαίρως,
δ. δεν συσσωρεύονται ληξιπρόθεσµες οφειλές και
ε. όλες οι εκκρεµείς υποχρεώσεις και τα ανεξόφλητα τιµολόγια στο τέλος του έτους µεταφέρονται στο επόµενο οικονοµικό έτος και εξοφλούνται κατά χρονική προτεραιότητα.
4. Η καταχώριση των υποχρεώσεων του Δηµοσίου προς τρίτους στο λογιστικό σύστηµα διενεργείται, σύµφωνα µε το προεδρικό διάταγµα που εκδίδεται βάσει του άρθρου 159.
5. Μέχρι την έκδοση του διατάγµατος της παραγράφου 1, εφαρµόζεται το π.δ. 113/2010 (Α΄ 194).

ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΑΠΑΝΩΝ ΚΑΙ ΕΣΟΔΩΝ
ΦΟΡΕΩΝ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
Άρθρο 69
Προληπτικός έλεγχος δαπανών και εσόδων από το Ελεγκτικό Συνέδριο

1. Οι δαπάνες του Κράτους, των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης, των λοιπών νοµικών προσώπων που µε ειδική διάταξη νόµου υπάγονται κάθε φορά στον έλεγχο αυτόν, καθώς και τα έσοδα αυτών, υπόκεινται σε έλεγχο από το Ελεγκτικό Συνέδριο, σύµφωνα µε τις διατάξεις που το διέπουν, τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα και τα ελεγκτικά πρότυπα του Διεθνούς Οργανισµού Ανωτάτων Ελεγκτικών Ιδρυµάτων.
2. Ο ασκούµενος, από το Ελεγκτικό Συνέδριο, προληπτικός έλεγχος διενεργείται, σύµφωνα µε τις παραπάνω διατάξεις, µε την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 17 του άρθρου 282 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87) και πραγµατοποιείται σε δαπάνες, το κατώτατο ύψος των οποίων προσδιορίζεται µε προεδρικό διάταγµα, που εκδίδεται µε πρόταση των Υπουργών Οικονοµικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων, ύστερα από τη σύµφωνη γνώµη της Ολοµέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

 

ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ – ΣΤΟΧΟΘΕΣΙΑ
Άρθρο 70
Μνηµόνια συνεργασίας - στοχοθεσία

1. Μεταξύ του Υπουργείου Οικονοµικών και των υπολοίπων Υπουργείων συνάπτονται ξεχωριστά µνηµόνια συνεργασίας µέχρι την 31η Δεκεµβρίου κάθε έτους, µε στόχο την οµαλή εκτέλεση του προϋπολογισµού και τη χρηστή δηµοσιονοµική διαχείριση. Στα µνηµόνια περιλαµβάνονται τουλάχιστον:
α. οι τριµηνιαίοι στόχοι εκτέλεσης του προϋπολογισµού κάθε φορέα,
β. προκαθορισµένες διορθωτικές παρεµβάσεις σε περίπτωση εµφάνισης αποκλίσεων από τους στόχους,
γ. οι επιπτώσεις στην περίπτωση µη υλοποίησης των διορθωτικών παρεµβάσεων,
δ. ο χρόνος και το είδος των δηµοσιονοµικών αναφορών που υποβάλλει ο κάθε φορέας,
ε. δεσµεύσεις ότι υφίστανται και λειτουργούν εσωτερικά συστήµατα, διαδικασίες και µηχανισµοί που να διασφαλίζουν τη χρηστή δηµοσιονοµική διαχείριση ή µέτρα που λαµβάνονται για τη βελτίωσή τους,
στ. ο ρυθµός αποδέσµευσης των εγκεκριµένων πιστώσεων του προϋπολογισµού,
ζ. οι προθεσµίες, εντός των οποίων πρέπει να ανταποκριθεί το Υπουργείο Οικονοµικών σε ερωτήµατα, διευκρινίσεις ή επιλύσεις διαφορών µεταξύ των Υπουργείων και των ΥΔΕ,
η. συγκεκριµένοι στόχοι για την τήρηση του λειτουργικού µητρώου δεσµεύσεων,
θ. δράσεις µε πιθανά δηµοσιονοµικά οφέλη.
2. Μέχρι την 31η Δεκεµβρίου κάθε έτους, µε ευθύνη του Γενικού Διευθυντή Οικονοµικών Υπηρεσιών, κάθε Υπουργείο υποβάλλει στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους µηνιαίο πρόγραµµα εκτέλεσης του προϋπολογισµού του τόσο για τα έσοδα όσο και για τις υποχρεώσεις, στη βάση του οποίου καθορίζονται τριµηνιαίοι στόχοι για τη διαφορά µεταξύ εσόδων και υποχρεώσεων, οι οποίοι µετά τη συµφωνία τους µε το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους συµπεριλαµβάνονται στο µνηµόνιο συνεργασίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1.
3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών δύναται να ρυθµίζεται κάθε θέµα σχετικό µε τη διαδικασία παρακολούθησης της εκτέλεσης των εγκεκριµένων προϋπολογισµών, καθώς και τα υποβαλλόµενα, από τους φορείς, στοιχεία.

ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ
Άρθρο 71
Ανακατανοµή πιστώσεων του Κρατικού Προϋπολογισµού

1. Οι πιστώσεις του Κρατικού Προϋπολογισµού χρησιµοποιούνται αποκλειστικά για την αντιµετώπιση των δαπανών του φορέα της Κεντρικής Διοίκησης και της συγκεκριµένης, µείζονος κατηγορίας, δαπάνης για την οποία προβλέφθηκαν (αρχή της ειδικότητας των πιστώσεων), εκτός εάν οι πιστώσεις ανακατανέµονται βάσει των περιπτώσεων του παρόντος άρθρου.
2. Ο αρµόδιος διατάκτης δύναται µε αιτιολογηµένη απόφασή του, κατόπιν σύµφωνης γνώµης του προϊστάµενου οικονοµικών υπηρεσιών του φορέα του, να µεταφέρει τις πιστώσεις εντός µείζονων κατηγοριών δαπανών του Προϋπολογισµού του, χωρίς να µεταβληθούν τα ανώτατα όρια αυτών, καθώς και από ειδικό φορέα σε ειδικό φορέα εντός της ίδιας µείζονος κατηγορίας, χωρίς να µεταβληθούν τα ανώτατα όρια του φορέα.
3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών, ύστερα από αιτιολογηµένη πρόταση του αρµόδιου διατάκτη και σύµφωνη γνώµη του προϊσταµένου οικονοµικών υπηρεσιών του φορέα του, δύναται να γίνονται µεταφορές µεταξύ µείζονων κατηγοριών δαπανών εντός του προϋπολογισµού του φορέα της Κεντρικής Διοίκησης.
4. Με απόφαση του κύριου διατάκτη του προϋπολογισµού των Υπουργείων µετά από σύµφωνη γνώµη του Προϊσταµένου οικονοµικών υπηρεσιών του Υπουργείου, είναι δυνατή η µεταφορά πιστώσεων στους προϋπολογισµούς των Αποκεντρωµένων Διοικήσεων και στους προϋπολογισµούς των περιφερειακών υπηρεσιών του για την κάλυψη αντίστοιχων µε τις πιστώσεις που µειώνονται, δραστηριοτήτων.
5. Για µεταφορά πιστώσεων από φορέα σε άλλο φορέα Κεντρικής Διοίκησης απαιτείται η έγκριση της Βουλής κατά τη διαδικασία ψήφισης του συµπληρωµατικού προϋπολογισµού του άρθρου 60. Κατ’ εξαίρεση, µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών επιτρέπεται:
α. Η µεταφορά πιστώσεων αποδοχών από ένα φορέα της Κεντρικής Διοίκησης σε άλλο φορέα της Κεντρικής Διοίκησης, πιστώσεων για επιχορήγηση φορέων και υπό κατανοµή πιστώσεων για νέες προσλήψεις, σε πιστώσεις αποδοχών άλλου φορέα της Κεντρικής Διοίκησης για κάλυψη δαπανών πρόσληψης, µετάταξης και απόσπασης προσωπικού ή για τακτοποίηση γενοµένων δαπανών µισθοδοσίας.
β. Η µεταφορά υπό κατανοµή πιστώσεων του προϋπολογισµού σε άλλες κατηγορίες δαπανών άλλων φορέων της Κεντρικής Διοίκησης για την υλοποίηση του σκοπού για τον οποίο έχουν προβλεφθεί.
γ. Η µεταφορά πιστώσεων από ένα φορέα της Κεντρικής Διοίκησης σε άλλο φορέα της Κεντρικής Διοίκησης για την κάλυψη δαπανών που πραγµατοποιούνται για λογαριασµό του φορέα στον προϋπολογισµό του οποίου έχουν αρχικά προβλεφθεί οι πιστώσεις, για την υλοποίηση προγραµµάτων που αφορούν περισσότερους από έναν φορείς της Κεντρικής Διοίκησης.
δ. Η µεταφορά πιστώσεων από ένα φορέα της Κεντρικής Διοίκησης σε άλλο φορέα της Κεντρικής Διοίκησης, για την υλοποίηση του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων, προκειµένου να αντιστοιχηθούν οι πιστώσεις του Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων στις δεσµεύσεις ανά φορέα, τοµέα και Κ.Α.Ε., µε τα οριζόµενα στις Συλλογικές Αποφάσεις Έργων και Μελετών που εκδίδονται κατά τη διάρκεια του έτους.
6. Ο Υπουργός Οικονοµικών υποβάλλει κάθε τρίµηνο στη Βουλή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο στοιχεία σχετικά µε τις αθροιστικές ανακατανοµές πιστώσεων του προϋπολογισµού που εγκρίθηκαν, σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος νόµου.
7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών που δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως δύναται να ορίζονται πιστώσεις που δεν είναι δεκτικές αυξοµειώσεων, καθώς, επίσης, και κάθε σχετικό θέµα για την εφαρµογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
8. Η παραβίαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου συνεπάγεται για τους φορείς της Κεντρικής Διοίκησης ισόποση µείωση των επιµέρους ανωτάτων ορίων πιστώσεων του έτους του προϋπολογισµού.

Άρθρο 72
Ποσοστά διάθεσης πιστώσεων - ανώτατα όρια πληρωµών

Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών ορίζεται κάθε φορά και για ορισµένη χρονική περίοδο το ποσοστό των πιστώσεων του Προϋπολογισµού που επιτρέπεται να διατεθούν από τους διατάκτες, κατά κατηγορίες ή οµάδες δαπανών, χωρίς να αποκλείεται και η εξ ολοκλήρου διάθεση ορισµένων από αυτές. Με όµοια απόφαση επιτρέπεται να ορίζονται όρια πληρωµών, εφόσον το επιβάλλουν οι δηµοσιονοµικές συνθήκες ή λόγοι σχετικοί µε την οικονοµική πολιτική.

Άρθρο 73
Διάθεση ορισµένου µέρους των πιστώσεων

1. Ποσοστό ίσο µε 10% των πιστώσεων του ετήσιου τακτικού προϋπολογισµού για ελαστικές δαπάνες, στις οποίες δεν περιλαµβάνονται οι δαπάνες:
α. για την εξυπηρέτηση του χρέους,
β. για την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν
από διεθνείς συµβάσεις ή συνθήκες,
γ. για προγράµµατα χρηµατοδοτούµενα από τον προϋ-
πολογισµό της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
δ. για αποδόσεις προς την Ευρωπαϊκή Ένωση,
ε. πάγιου χαρακτήρα για αποδοχές και συντάξεις και στ. άλλες, κατά νόµο, υποχρεωτικές ανελαστικές δα-
πάνες,
δεν διατίθεται βάσει του άρθρου 72 έως την 30ή Ιουνίου κάθε οικονοµικού έτους. Η διάθεση των πιστώσεων από την 1η Ιουλίου κάθε οικονοµικού έτους, τελεί υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει επέλθει, ούτε αναµένεται σηµαντική απόκλιση από τα δεσµευτικά όρια δαπανών και τους στόχους που αναφέρονται στις περιπτώσεις δ΄, ε΄ και ζ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 43 κατά το χρόνο της διάθεσης της εν λόγω πίστωσης.
2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών δύναται να καθορίζεται κάθε σχετικό θέµα για την εφαρµογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 74
Εγγραφή πιστώσεων κατά τη διάρκεια του οικονοµικού έτους

Κατά παρέκκλιση του κανόνα του µη ειδικού προορισµού των εσόδων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 51, ο Υπουργός Οικονοµικών δύναται, µε αποφάσεις του, να επιτρέπει κατά τη διάρκεια του οικονοµικού έτους, αύξηση πιστώσεων του προϋπολογισµού Υπουργείων και Αποκεντρωµένων Διοικήσεων κατά ποσά ίσα µε έσοδα του προϋπολογισµού που δεν είχαν προβλεφθεί και που προκύπτουν από:
α. είσπραξη ποσών από την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών σε ανεξάρτητες δηµόσιες υπηρεσίες ή επιχειρήσεις και οργανισµούς που έχουν δικό τους προϋπολογισµό, νοµικά ή φυσικά πρόσωπα του εσωτερικού ή του εξωτερικού,
β. είσπραξη ποσών που είχαν καταβληθεί αχρεώστητα,
γ. είσπραξη ποσών που προορίζονται βάσει ρητής διάταξης νόµου για την αντιµετώπιση ορισµένης δαπάνης,
δ. είσπραξη ποσών από συµφωνίες ανταλλαγής νοµισµάτων και επιτοκίων.

Άρθρο 75
Έσοδα του προϋπολογισµού

1. Βεβαιωθέντα έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισµού είναι τα ποσά που βεβαιώνονται κατά τη διάρκεια του οικονοµικού έτους, στο οποίο αναφέρεται ο προϋπολογισµός, ανεξάρτητα από τη χρονική περίοδο από την οποία προέρχονται, όπως, επίσης, και τα βεβαιωθέντα έσοδα του προϋπολογισµού του προηγούµενου οικονοµικού έτους, που δεν έχουν εισπραχθεί. Τα βεβαιωθέντα έσοδα που δεν έχουν εισπραχθεί µέχρι τη λήξη του οικονοµικού έτους, διαγράφονται από το οικονοµικό έτος στο οποίο έχουν βεβαιωθεί και επαναβεβαιώνονται ως έσοδα του προϋπολογισµού του επόµενου οικονοµικού έτους.
2. Εισπραχθέντα έσοδα του προϋπολογισµού είναι τα ποσά που εισπράττονται κατά τη διάρκεια του οικονοµικού έτους, στο οποίο αναφέρεται ο προϋπολογισµός, ανεξάρτητα από τη χρονική περίοδο από την οποία προέρχονται. Οι πληρωµές για την επιστροφή των δηµοσίων εσόδων που έχουν εισπραχθεί αχρεώστητα εµφανίζονται αφαιρετικά των εισπραχθέντων εσόδων.
3. Μέχρι το τέλος Οκτωβρίου κάθε έτους συντάσσεται έκθεση από τους Γενικούς Διευθυντές Φορολογικής Διοίκησης και Τελωνείων και Ε.Φ.Κ., επί της πορείας των δηµοσίων εσόδων, της δραστηριότητας των αρµόδιων υπηρεσιών και των αποτελεσµάτων του ελέγχου για την περιστολή της φοροδιαφυγής και του λαθρεµπορίου κατά το χρόνο που πέρασε, η οποία υποβάλλεται στον Υπουργό Οικονοµικών και το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Η έκθεση αυτή περιλαµβάνει το σχετικό νοµοθετικό έργο, επιπλέον δε στατιστικά στοιχεία σχετικά µε την επιβολή προστίµων επί παραβάσεων φορολογικής και τελωνειακής νοµοθεσίας, καθώς και πίνακες παραβατών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζεται κάθε άλλο σχετικό θέµα.

Άρθρο 76
Έξοδα προϋπολογισµού

1. Έξοδα προϋπολογισµού είναι οι πληρωµές που πραγµατοποιούνται κατά τη διάρκεια του οικονοµικού έτους στο οποίο αναφέρεται ο προϋπολογισµός, ανεξάρτητα από το χρόνο που έχει δηµιουργηθεί η υποχρέωση για πληρωµή.
2. Η πληρωµή των εξόδων του προϋπολογισµού θεωρείται ότι πραγµατοποιείται µε την εξόφληση του οικείου τίτλου του άρθρου 92.
3. Τα έξοδα του προϋπολογισµού εντέλλονται σε βάρος των κατά φορέα πιστώσεων και µέσα στα όρια των πληρωµών και ποσοστών διαθέσεως που ορίζονται κάθε φορά.
4. Μέχρι τέλος Οκτωβρίου κάθε έτους υποβάλλονται στον Υπουργό Οικονοµικών, από τους καθ' ύλην αρµόδιους Γενικούς Διευθυντές του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, εκθέσεις επί της πορείας των κρατικών δαπανών και των αποτελεσµάτων του δηµοσιονοµικού ελέγχου του προηγούµενου οικονοµικού έτους. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζεται κάθε άλλο σχετικό θέµα.

Άρθρο 77
Δηµόσιες δαπάνες
1. Δηµόσια δαπάνη είναι η χρησιµοποίηση πίστωσης για την εκπλήρωση των λειτουργικών δραστηριοτήτων ή της αποστολής της Κεντρικής Διοίκησης. Οι επιστροφές δηµοσίων εσόδων που έχουν εισπραχθεί αχρεώστητα δεν αποτελούν δηµόσια δαπάνη.
2. Ως δηµόσιες δαπάνες αναγνωρίζονται όσες προβλέπονται από διάταξη τυπικού νόµου ή κανονιστικής διοικητικής πράξης. Κατ’ εξαίρεση, αναγνωρίζονται ως δηµόσιες δαπάνες και όσες δεν προβλέπονται ρητά από διάταξη νόµου, αλλά εξυπηρετούν αιτιολογηµένα τους σκοπούς των φορέων της Κεντρικής Διοίκησης.
3. Οι δαπάνες που προκαλούνται από κανονιστικές διοικητικές πράξεις, αναγνωρίζονται και βαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισµό ή τους προϋπολογισµούς των επιχορηγούµενων από αυτόν φορέων, µόνον εφόσον αυτές εκδίδονται µε τη σύµπραξη του Υπουργού Οικονοµικών. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παρούσας παραγράφου, της περίπτωσης ιβ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 20, καθώς και κάθε άλλης ειδικής διάταξης δεν απαιτείται σύµπραξη του Υπουργού Οικονοµικών για τον καθορισµό του ύψους της επιχορήγησης φορέων από τον Κρατικό Προϋπολογισµό, για την καθιέρωση υπερωριακής απασχόλησης κατά το άρθρο 20 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226), καθώς και για τον καθορισµό αποζηµίωσης σε ιδιώτες µέλη συλλογικών οργάνων.
Η παράλειψη σύµπραξης συνιστά παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας έκδοσης της πράξης και τα αρµόδια όργανα οφείλουν να µην δηµοσιεύουν αυτή στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.
4. Οι δαπάνες δηµοσίων σχέσεων που πραγµατοποιούνται για την εξυπηρέτηση της αποστολής των φορέων της Κεντρικής Διοίκησης βαρύνουν ειδική πίστωση του προϋπολογισµού τους, µε επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που αφορούν στο Υπουργείο Εξωτερικών.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζονται
οι κατηγορίες δαπανών δηµοσίων σχέσεων, το ανώτατο όριο αυτών, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέµα για την εφαρµογή της διάταξης αυτής.
5. Οι δαπάνες δηµοσιευµάτων ή ανακοινώσεων του Δηµοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., που καταχωρούνται στον ηµερήσιο και περιοδικό τύπο και αναφέρονται σε καθαρά υπηρεσιακές ανάγκες, όπως προσκλήσεις, προκηρύξεις διαγωνισµών ή διακηρύξεις, καθώς και ανακοινώσεις σχετικά µε την κατάρτιση και εκτέλεση του Κρατικού Προϋπολογισµού, βαρύνουν τις ειδικές πιστώσεις των οικείων, κατά περίπτωση, προϋπολογισµών των Υπουργείων ή Ν.Π.Δ.Δ.. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών, κατόπιν πρότασης του Γενικού Γραµµατέα Μέσων Ενηµέρωσης, καθορίζονται και αναπροσαρµόζονται οι τιµές των δηµοσιευµάτων, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέµα.
ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ-
ΑΝΑΚΑΤΑΝΟΜΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΕΡΓΩΝ,
ΑΝΑΛΗΨΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ,
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Άρθρο 78
Ανακατανοµές πιστώσεων έργων Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων
1. Πίστωση για κάθε έργο/µελέτη του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων είναι το ποσό που έχει εγκριθεί µε τη Συλλογική Απόφαση (ΣΑ), η οποία εκδίδεται σύµφωνα µε την παράγραφο 1 του άρθρου 80, καθώς και τυχόν τροποποίησή της, περιλαµβανοµένης της προδέσµευσης πιστώσεων του προϋπολογισµού για το επόµενο οικονοµικό έτος που εγκρίνεται µε απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και το περιεχόµενο της οποίας καθορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 79. Σε κάθε περίπτωση, για τον Προϋπολογισµό Δηµοσίων Επενδύσεων το ανώτατο όριο δαπάνης είναι το συνολικό άθροισµα των ποσών του προϋπολογισµού των φορέων, όπως εγκρίνεται από τη Βουλή.
2. Η ετήσια πίστωση για κάθε έργο ή µελέτη που καθορίζεται µε τη Συλλογική Απόφαση Έργων ή Μελετών, δύναται να ανακατανέµεται στα έργα που έχουν περιληφθεί στην εν λόγω ΣΑ. Η ανακατανοµή αυτή πραγµατοποιείται µε απόφαση του αρµόδιου Υπουργού ή του αρµόδιου οργάνου των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης ή άλλου εξουσιοδοτηµένου οργάνου που ορίζεται ως διατάκτης για τη ΣΑ.
Με όµοια απόφαση είναι δυνατόν να ανακατανέµονται εγκεκριµένες πιστώσεις έργων µεταξύ ΣΑ του ίδιου διατάκτη τόσο εντός του συγχρηµατοδοτούµενου όσο και εντός του εθνικού σκέλους του ΠΔΕ, υπό την προϋπόθεση ότι δεν µεταβάλλεται το άθροισµά τους κατά κατηγορία (εθνικό / συγχρηµατοδοτούµενο).
3. Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του ΠΔΕ, δύνανται µε απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας να πραγµατοποιούνται µεταφορές του ορίου του Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων από Φορέα σε Φορέα και στη συνέχεια να µεταβάλλονται, αντίστοιχα, µε Συλλογικές Αποφάσεις οι πιστώσεις έργων ή µελετών, ανάλογα µε την πορεία υλοποίησης και το ποσοστό πραγµατοποίησης των δαπανών, µε σκοπό την απρόσκοπτη εκτέλεση του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων στο σκέλος των συνολικών δαπανών. Ανά εξάµηνο, οι εµπλεκόµενοι φορείς υποβάλλουν στην αρµόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους αίτηµα ανακατανοµής των πιστώσεων, για την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Οικονοµικών της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 71.
4. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας καθορίζονται τα κριτήρια, οι προϋποθέσεις και τα όρια για την ανακατανοµή ή/και τη µεταφορά των ορίων του Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων (ανά Γενική Γραµµατεία και ανά υποπρόγραµµα του ΠΔΕ, κ.λπ.), καθώς και οι λεπτοµέρειες της εφαρµογής των παραγράφων 2 και 3.
Άρθρο 79
Ανάληψη υποχρεώσεων για δαπάνες του
Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων - πληρωµές
1. Ανάληψη υποχρεώσεων για τον Προϋπολογισµό Δηµοσίων Επενδύσεων:
Τίτλο για την ανάληψη υποχρεώσεων σε βάρος του Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων αποτελούν οι Συλλογικές Αποφάσεις Έργων ή Μελετών που εκδίδονται, σύµφωνα µε την παράγραφο 1 του άρθρου 80.
Σε περίπτωση ανακατανοµής των αρχικών πιστώσεων, τίτλο για την ανάληψη υποχρεώσεων σε βάρος του Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων αποτελεί η αρχική απόφαση έγκρισης ή τροποποίησης της Συλλογικής Απόφασης, συνοδευόµενη από την απόφαση του διατάκτη ή του Περιφερειάρχη, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 78 και στην υποπερίπτωση ββ΄ της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 80.
2. Για τις πολυετείς υποχρεώσεις του Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων ισχύει η ακόλουθη διαδικασία:
Κάθε έτος ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, εκδίδει απόφαση περί του συνόλου των έργων του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων και της ανάληψης της συνολικής ετήσιας υποχρέωσης έναντι του Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων, καθώς και περί προέγκρισης για τη δέσµευση πιστώσεων σε βάρος του Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων του επόµενου έτους. Στην ίδια ως άνω απόφαση ορίζεται ιδίως:
α. το ποσό της υπολειπόµενης συνολικής δαπάνης για την ολοκλήρωση των συνεχιζόµενων από προηγούµενα έτη έργων,
β. οι εγκεκριµένες πιστώσεις του Προϋπολογισµού
Δηµοσίων Επενδύσεων για το τρέχον έτος,
γ. το όριο προέγκρισης ανάληψης υποχρεώσεων σε βάρος του Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων του εποµένου έτους, το οποίο δεν δύναται να υπερβαίνει συνολικά το 30% των εγκεκριµένων πιστώσεων για το τρέχον έτος.
Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, που εκδίδεται εντός του πρώτου µήνα κάθε οικονοµικού έτους κατανέµεται ανά φορέα, ειδικό φορέα ΠΔΕ και ανά Συλλογική Απόφαση (ΣΑ) το συνολικό ύψος των πιστώσεων του Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων που πρόκειται να διατεθούν κατά τη διάρκεια του έτους για την εκτέλεση συνεχιζόµενων από τα προηγούµενα έτη έργων.
Οποιαδήποτε τροποποίηση που αφορά σε συνεχιζόµενα από τα προηγούµενα έτη έργα, καθώς και η ένταξη νέων έργων στο Πρόγραµµα Δηµοσίων Επενδύσεων γίνεται µε ΣΑ που εγκρίνονται από τον Υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, εφόσον οι συνολικές πιστώσεις των έργων δεν υπερβαίνουν το σύνολο των εγκεκριµένων πιστώσεων του Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων και το όριο προέγκρισης ανάληψης υποχρέωσης έναντι του Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων του εποµένου έτους, όπως αυτό ορίζεται µε την απόφαση του εδαφίου β΄ της παρούσας παραγράφου.
Οι συνολικές ετήσιες δαπάνες του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων δεν υπερβαίνουν το συνολικό ποσό των εγκεκριµένων πιστώσεων του Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων.
Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας ρυθµίζεται κάθε σχετικό θέµα για την εφαρµογή των ως άνω διατάξεων.
3. Έκδοση ενταλµάτων πληρωµών Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων:
α. Οι πληρωµές έργων του συγχρηµατοδοτούµενου σκέλους του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων της Κεντρικής Διοίκησης πραγµατοποιούνται µε ευθύνη των αρµόδιων οικονοµικών υπηρεσιών µέσω της έκδοσης εντολών πληρωµής, µετά από έλεγχο των οριστικών και πλήρων δικαιολογητικών, ώστε να διασφαλίζεται η νοµιµότητα και κανονικότητα της δαπάνης. Η συγκέντρωση των δικαιολογητικών, και η υποβολή τους στην οικονοµική υπηρεσία γίνεται από την αρµόδια υπηρεσιακή µονάδα που υλοποιεί το έργο. Η ανωτέρω διαδικασία αφορά τόσο στις άµεσες πληρωµές για την εκτέλεση των έργων όσο και στις πληρωµές µε τις οποίες µεταφέρεται χρηµατοδότηση µε τη µορφή επιχορήγησης (έµµεσες) για την εκτέλεση συγκεκριµένου έργου σε νοµικά πρόσωπα. Οι πληρωµές αυτές υπόκεινται στον κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκτός αν ειδικές διατάξεις ορίζουν διαφορετικά.
β. Οι πληρωµές έργων δηµοσίων επενδύσεων των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου ή των νοµικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, για τα οποία ορίζονται τα ίδια τα ανωτέρω πρόσωπα διαχειριστές λογαριασµών επενδύσεων στην Τράπεζα της Ελλάδος, πραγµατοποιούνται µε ευθύνη των νοµικών προσώπων και υπόκεινται, επίσης, στον κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκτός αν ειδικές διατάξεις ορίζουν διαφορετικά.
γ. Το Υπουργείο Οικονοµικών, στο πλαίσιο των αρµοδιοτήτων του, διενεργεί για τις πληρωµές των περιπτώσεων α΄ και β΄ τους προβλεπόµενους από τις διατάξεις του ν. 3492/2006 (Α΄ 210), όπως ισχύουν, δηµοσιονοµικούς ελέγχους.
δ. Οι ΥΔΕ ή το ειδικό λογιστήριο στο Υπουργείο Εθνικής Άµυνας προβαίνουν στην ενταλµατοποίηση της δαπάνης σε σχέση µε τον Κρατικό Προϋπολογισµό, για τις ανωτέρω περιπτώσεις µε συµψηφιστικές εγγραφές που αντιστοιχούν: αα. Για τις πληρωµές της περίπτωσης α΄ ή της περίπτωσης β΄ που πραγµατοποιούνται µέσω του Κεντρικού Λογαριασµού ΕΣΠΑ, µε τις πληρωµές που έχει πραγµατοποιήσει η αρµόδια οικονοµική υπηρεσία, µε βάση τα αποδεικτικά στοιχεία πραγµατοποίησης της πληρωµής.
ββ. Για τις πληρωµές των νοµικών προσώπων της περίπτωσης β΄ που πραγµατοποιούνται εκτός Κεντρικού Λογαριασµού ΕΣΠΑ, µε τη χρηµατοδότηση των τριτοβάθµιων λογαριασµών που τηρούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος για κάθε έργο, µε αποδεικτικά την οικεία εντολή χρηµατοδότησης και το αποδεικτικό εκτέλεσης της πληρωµής από την Τράπεζα της Ελλάδος.
ε. Οι πληρωµές έργων του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων της Κεντρικής Διοίκησης, δύναται να µην πραγµατοποιούνται από τις αρµόδιες οικονοµικές υπηρεσίες, κατά παρέκκλιση των αναφεροµένων στην περίπτωση α΄, για χρονικό διάστηµα και για τις περιπτώσεις που καθορίζονται µε την υπουργική απόφαση της περίπτωσης η΄. Στις περιπτώσεις αυτές µε απόφαση του οικείου διατάκτη ή του αρµοδίως εξουσιοδοτηµένου από αυτόν οργάνου, ορίζονται φυσικά πρόσωπα ως διαχειριστές έργων του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων (υπόλογοι) είτε µόνιµοι κρατικοί υπάλληλοι ή υπάλληλοι της περιφέρειας ή υπάλληλοι ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι οποίοι πραγµατοποιούν τις πληρωµές βάσει οριστικών και πλήρων δικαιολογητικών και στη συνέχεια αποστέλλουν µε ευθύνη τους τα πλήρη δικαιολογητικά στις αρµόδιες ΥΔΕ ή στο ειδικό λογιστήριο του Υπουργείου Εθνικής Άµυνας για έλεγχο και εκκαθάριση της δαπάνης, ώστε να εκδοθούν συµψηφιστικά χρηµατικά εντάλµατα µε τα οποία εµφανίζονται οι δαπάνες στον Κρατικό Προϋπολογισµό. Οι υπόλογοι - διαχειριστές των έργων του ΠΔΕ ευθύνονται κατά τις διατάξεις του άρθρου 152 περί δηµοσίων υπολόγων. στ. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειµένου περί πληρωµής δαπανών µικρής κλίµακας, το ύψος των οποίων καθορίζεται µε την υπουργική απόφαση της περίπτωσης η΄, επιτρέπεται η ανάληψη προκαταβολών από τον διαχειριστή έργου του ΠΔΕ βάσει διαταγής του προϊσταµένου της αρµόδιας υπηρεσιακής µονάδας.
ζ. Οι πληρωµές εσωτερικού µέσω του αντίστοιχου τριτοβάθµιου λογαριασµού επενδύσεων της Τράπεζας της Ελλάδος διενεργούνται είτε µε επιταγές είτε µε ηλεκτρονικές ή έγγραφες εντολές, ενώ οι πληρωµές εξωτερικού πραγµατοποιούνται µόνο µε εντολές πληρωµής που απευθύνονται στην ίδια τράπεζα.
η. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, ορίζονται το πεδίο και ο χρόνος εφαρµογής των διαδικασιών της παρούσας παραγράφου, καθώς και ο τρόπος εκκαθάρισης, κατά περίπτωση, ο τύπος των εντολών πληρωµής και κάθε άλλο σχετικό θέµα. Με την ως άνω απόφαση ή µε όµοιες αποφάσεις ορίζονται τα δικαιολογητικά των δαπανών που ελέγχονται, κατά περίπτωση, από τα αρµόδια όργανα. Με όµοιες αποφάσεις δύναται, επίσης, να µεταβιβάζονται πιστώσεις έργων του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων (άνευ υπολόγου) σε άλλο λογαριασµό πλην δηµοσίων επενδύσεων της Τράπεζας της Ελλάδος ή σε λογαριασµό που δηµιουργείται σε άλλο χρηµατοπιστωτικό ίδρυµα σε περιπτώσεις ειδικών έργων ή προγραµµάτων, χρηµατοδοτικών εργαλείων, ταµείων και ειδικών λογαριασµών, καθώς και να καθορίζεται κάθε σχετικό θέµα.
θ. Για τις πραγµατοποιούµενες πληρωµές του Προγράµµατος Δηµοσίων Επενδύσεων, τα απαιτούµενα δικαιολογητικά υποβάλλονται στις αρµόδιες ΥΔΕ ή στο ειδικό λογιστήριο του Υπουργείου Εθνικής Άµυνας για εκκαθάριση, όπου προβλέπεται, και για την έκδοση των κατά νόµο συµψηφιστικών χρηµατικών ενταλµάτων, το αργότερο εντός µηνός από τη διενέργεια των ως άνω πληρωµών.
ι. Τα ως άνω χρηµατικά εντάλµατα εκδίδονται από τις αρµόδιες υπηρεσίες το αργότερο την 31η Μαρτίου του έτους που έπεται του έτους της πληρωµής και καταχωρούνται στα βιβλία µε ηµεροµηνία την 31η Δεκεµβρίου του έτους κατά το οποίο πραγµατοποιήθηκε η πληρωµή.
ια. Για πληρωµές προγραµµάτων δηµοσίων επενδύσεων τα οποία, για διάφορους λόγους, δεν εµφανίζονται στον απολογισµό µε την έκδοση των κατά νόµο συµψηφιστικών χρηµατικών ενταλµάτων, τα εντάλµατα πληρωµών εκδίδονται σε βάρος ειδικής πίστωσης που εγγράφεται στον εκτελούµενο ΠΔΕ µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών, ύστερα από αιτιολογηµένη πρόταση των ΥΔΕ των φορέων, και µόνο για τα δικαιολογητικά πληρωµών που εκκρεµούν σε αυτές.
Άρθρο 80
Εκτέλεση Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων
1. Με τις ΣΑ Έργων ή Μελετών, που εκδίδονται από τον Υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας µετά από εισήγηση του αρµόδιου φορέα άσκησης πολιτικής επενδύσεων, εγκρίνεται:
α. η διάθεση των συνολικών ετήσιων πιστώσεων των
έργων ή µελετών που περιλαµβάνει η κάθε ΣΑ,
β. η ένταξη κάθε έργου στο Πρόγραµµα Δηµοσίων Ε-
πενδύσεων (µε διακριτό κωδικό αριθµό και τίτλο),
γ. η ολική δαπάνη για την πραγµατοποίηση του έργου,
δ. η διάθεση των απαιτούµενων ετήσιων πιστώσεων α-
ναλυτικά για κάθε έργο που περιλαµβάνει κάθε ΣΑ,
ε. η υπολειπόµενη δαπάνη, συµπεριλαµβανοµένης της πίστωσης του τρέχοντος έτους, που επιµερίζεται στα επόµενα έτη, για την αποπεράτωση του έργου,
στ. ειδικές διατάξεις και κάθε άλλο στοιχείο που απαι-
τείται για την ένταξη του έργου στη ΣΑ,
ζ. ο φορέας υλοποίησης κάθε έργου.
2. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και του Υπουργού Οικονοµικών, δύνανται να καθορίζονται οι γενικοί κανόνες για τη διαδικασία της υλοποίησης του ΠΔΕ και κάθε σχετικό θέµα.
3. Προκειµένου για έργα που χρηµατοδοτούνται από το ΠΔΕ, αρµόδιοι για την τήρηση των διαδικασιών δηµοπράτησης και ανάληψης νοµικών δεσµεύσεων, την κανονικότητα και νοµιµότητα των δαπανών, την ορθή εφαρµογή των ειδικών συστηµάτων διαχείρισης, όπου υπάρχουν, και την τήρηση των διατάξεων της ευρωπαϊκής και ελληνικής νοµοθεσίας που διέπει την υλοποίηση των έργων, είναι οι φορείς υλοποίησης των έργων ή/και οι φορείς άσκησης επενδυτικής πολιτικής στις ΣΑ των οποίων είναι εγγεγραµµένα τα έργα.
4. Ειδικά, για το Πρόγραµµα Δηµοσίων Επενδύσεων Περιφερειακού Επιπέδου, ορίζονται τα εξής:
α. Οι πιστώσεις για το Πρόγραµµα Δηµοσίων Επενδύσεων Περιφερειακού Επιπέδου εγγράφονται στον προϋπολογισµό του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και κατανέµονται σε κάθε Περιφέρεια µε αποφάσεις του Υπουργού τόσο για το εθνικό όσο και για το συγχρηµατοδοτούµενο σκέλος.
β. Εντός των ορίων των ανωτέρω πιστώσεων οι Περιφέρειες, µε βάση το αναπτυξιακό πρόγραµµα περιφερειακού επιπέδου: αα. Προτείνουν την έκδοση των ετήσιων Συλλογικών Αποφάσεων Έργων Περιφερειακού επιπέδου (ΣΑΕΠ) που εγκρίνονται από τον Υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. ββ. Παρακολουθούν την εκτέλεση των ετήσιων Προγραµµάτων Δηµοσίων Επενδύσεων Περιφερειακού Επιπέδου και ανακατανέµουν, εφόσον απαιτείται, µε αποφάσεις του Περιφερειάρχη, στα έργα τις ετήσιες πιστώσεις που έχουν εγκριθεί για το σύνολο της κάθε ΣΑ, σύµφωνα µε την παράγραφο 2 του άρθρου 79.
γγ. Εισηγούνται οποιεσδήποτε άλλες τροποποιήσεις των ΣΑΕΠ, πέραν της υποπερίπτωσης ββ), οι οποίες εγκρίνονται από τον Υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. δδ. Προβαίνουν στην κατανοµή των χρηµατοδοτήσεων από το ΠΔΕ στα έργα των ΣΑΕΠ, µε την επιφύλαξη τυχόν ειδικότερων διατάξεων για τα συγχρηµατοδοτούµενα έργα (έργα ΕΣΠΑ κ.λπ.).
γ. Οι πιστώσεις των έργων των ΣΑΕΠ, ύστερα από την ως άνω κατανοµή, εγγράφονται στους ετήσιους προϋπολογισµούς των οικείων φορέων.
δ. Για τις πληρωµές των έργων της Περιφέρειας που πραγµατοποιούνται µέσω των Περιφερειακών Ταµείων Ανάπτυξης δεν υφίσταται η υποχρέωση της παρ. 7 του άρθρου 282 του ν. 3852/2010.
ε. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας ρυθµίζονται οι λεπτοµέρειες για την εφαρµογή των ως άνω διατάξεων.
ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΕΣΟΔΩΝ
Άρθρο 81
Όργανα και τίτλοι είσπραξης
1. Η είσπραξη των δηµοσίων εσόδων ενεργείται δυνάµει νόµιµου τίτλου από τις Δ.Ο.Υ., τα Τελωνεία, τα λοιπά όργανα είσπραξης του Δηµοσίου και τους Ειδικούς Ταµίες, στους οποίους έχει ανατεθεί η είσπραξη ειδικών εσόδων. Τίτλοι είσπραξης είναι τα παραστατικά στοιχεία που προβλέπονται από τις κείµενες διατάξεις και από τα οποία προκύπτει ο οφειλέτης του Δηµοσίου, το είδος της οφειλής και το εισπρακτέο, κατά οφειλέτη, ποσό.
2. Η είσπραξη των δηµοσίων εσόδων δύναται να ανατεθεί στις τράπεζες ή σε λοιπά πιστωτικά ιδρύµατα ή σε οργανισµούς κοινής ωφελείας ή στα Ελληνικά Ταχυδροµεία (ΕΛ.ΤΑ.) ή και σε άλλες δηµόσιες αρχές. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία της είσπραξης, ο έλεγχος των εισπράξεων, καθώς και η καταβολή προµήθειας ή αµοιβής αυτών, η οποία βαρύνει το Δηµόσιο. Στην περίπτωση αυτή, οι εκδιδόµενες, κατ' εφαρµογή του α.ν. 1819/1951 (Α΄ 149), επιταγές οπισθογραφούνται απευθείας από τις τράπεζες ή λοιπά πιστωτικά ιδρύµατα ή οργανισµούς κοινής ωφελείας ή τα Ελληνικά Ταχυδροµεία (ΕΛ.ΤΑ.) ή από τις άλλες δηµόσιες αρχές.
3. Οι εισπράξεις δηµοσίων εσόδων που πραγµατοποιούνται από τους διαχειριστές ή τους ταµίες των Δ.Ο.Υ., τους ειδικούς ταµίες ή τα πρόσωπα (φυσικά ή νοµικά) στα οποία έχει ανατεθεί η είσπραξη, καθώς και το περιεχόµενο των χρηµατοκιβωτίων των Δ.Ο.Υ. είναι ακατάσχετα.
Άρθρο 82
Αποδεικτικά είσπραξης
1. Αποδεικτικά είσπραξης είναι τα παραστατικά στοιχεία, µηχανογραφικά ή µη, που εκδίδονται από τα αρµόδια, για την είσπραξη δηµοσίων εσόδων, όργανα και αποδεικνύουν την εξόφληση της οφειλής.
Οι Δ.Ο.Υ., τα Τελωνεία, οι Ειδικοί Ταµίες και τα λοιπά επί της είσπραξης όργανα εκδίδουν για κάθε είσπραξη αποδεικτικό είσπραξης, του οποίου ο τύπος ορίζεται µε απόφαση του Γενικού Γραµµατέα Δηµοσίων Εσόδων. Η είσπραξη θεωρείται ότι δεν έγινε, αν δεν έχει εκδοθεί το νόµιµο αποδεικτικό είσπραξης.
2. Ανυπόγραφα αποδεικτικά στοιχεία χρέωσης ή πίστωσης της διαχειρίσεως του υπολόγου, που η συµπλήρωσή τους δεν είναι δυνατή λόγω θανάτου του οργάνου που τα έχει εκδώσει ή άλλης αιτίας, υπογράφονται από τα όργανα που τον έχουν διαδεχθεί στην υπηρεσία, αφού πρώτα διαπιστωθεί από επιτροπή, που ορίζεται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών, η εισαγωγή ή εξαγωγή στη διαχείρισή του των µετρητών, αξιών, ενσήµων ή υλικών, για τα οποία έχουν εκδοθεί τα αποδεικτικά.
3. Με απόφαση του Γενικού Γραµµατέα Δηµοσίων Εσόδων επιτρέπεται η είσπραξη ορισµένων δηµοσίων εσόδων µε τη διάθεση από τις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία ειδικών εντύπων, αντί της εκδόσεως των αποδεικτικών είσπραξης της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού. Με την απόφαση αυτή καθορίζεται ο τύπος των ειδικών εντύπων, η χρονολογία ενάρξεως της κυκλοφορίας τους, ο τρόπος επιστροφής τους, όταν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η στρογγυλοποίηση των πληρωτέων ποσών και κάθε σχετικό θέµα. Με όµοια απόφαση επιτρέπεται να καθορίζεται ο τρόπος διαθέσεως των ειδικών εντύπων και από νοµικά πρόσωπα δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή και από ιδιώτες.
Με την ίδια απόφαση καθορίζονται: α) Το ποσοστό της προµήθειας που εισπράττουν από τους αγοραστές, τα Ν.Π.Ι.Δ. και οι ιδιώτες, β) οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε όσους παραβαίνουν τις διατάξεις της απόφασης αυτής.
Άρθρο 83
Αρµοδιότητες των Δηµοσίων Οικονοµικών Υπηρεσιών σε θέµατα εισπράξεων
1. Οι Δ.Ο.Υ. ενεργούν: α) Την είσπραξη των εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισµού, καθώς και τη διαχείριση των ενσήµων, αξιών και κάθε υλικού η πώληση του οποίου ανατίθεται αρµοδίως σε αυτές. β) Την είσπραξη εσόδων για λογαριασµό άλλων Δ.Ο.Υ..
2. Η µεταξύ των Δ.Ο.Υ. διακίνηση χρηµάτων του Δηµοσίου καθορίζεται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών.
3. Οι Προϊστάµενοι των Δ.Ο.Υ. οφείλουν να ζητούν από τα οικεία Αστυνοµικά Τµήµατα τη φρούρηση των καταστηµάτων, καθώς και τη συνδροµή αυτών κατά τη µεταφορά χρηµάτων, ενσήµων, αξιών και υλικού.
Άρθρο 84
Λειτουργία, λογιστικό σύστηµα των Δηµόσιων
Οικονοµικών Υπηρεσιών
1. Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων µε προεδρικά διατάγµατα, που εκδίδονται µετά από πρόταση του Υπουργού Οικονοµικών, καθορίζονται:
α. Η διάρθρωση και οι κανόνες που διέπουν τη λει-
τουργία των Δ.Ο.Υ..
β. Τα καθήκοντα και οι ευθύνες των προϊσταµένων των
Δ.Ο.Υ., του προσωπικού αυτών και των υπολόγων.
γ. Το λογιστικό σύστηµα των Δ.Ο.Υ., τα τηρούµενα από αυτές λογιστικά και διαχειριστικά βιβλία και ο τρόπος τηρήσεως αυτών.
Άρθρο 85
Εισπράξεις – πληρωµές
1. Οι εισπράξεις των Δ.Ο.Υ. κατατίθενται στην Τράπεζα της Ελλάδος και σε λογαριασµούς που ορίζονται από τον Υπουργό Οικονοµικών. Σε χρέωση των λογαριασµών αυτών πραγµατοποιούνται οι αναλήψεις των χρηµατικών ποσών που απαιτούνται για την πληρωµή των δηµόσιων δαπανών.
2. Η κατάθεση των ηµερήσιων εισπράξεων και ο χρηµατικός εφοδιασµός των δηµόσιων οικονοµικών υπηρεσιών, στις οποίες δεν εδρεύει πράκτορας ή διαχειριστής της Τράπεζας της Ελλάδος, µπορεί να πραγµατοποιείται και µέσω των Εµπορικών Τραπεζών ή πιστωτικών ιδρυµάτων. Οι όροι, οι προϋποθέσεις και κάθε σχετικό θέµα για την εφαρµογή των διατάξεων του προηγούµενου εδαφίου, καθορίζονται µε αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών.
3. Τυχόν πλαστά χαρτονοµίσµατα, τα οποία διαπιστώνονται κατά την κατάθεση των εισπράξεων των Δ.Ο.Υ. στην Τράπεζα της Ελλάδος ή τις Εµπορικές Τράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύµατα, αναπληρώνονται από το Δηµόσιο, µε τη διαδικασία της περίπτωσης α΄ της παρ.10 του άρθρου 45 του ν. 4071/2012 (Α΄ 85), ύστερα από έρευνα και θετική εισήγηση του αρµόδιου κατά νόµο οργάνου.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζεται κάθε άλλο σχετικό θέµα για την εφαρµογή των προηγούµενων εδαφίων.
Οι υφιστάµενες συµβάσεις µε ιδιώτες, για τη µεταφορά των χρηµάτων των Δ.Ο.Υ. δεν θίγονται από τις διατάξεις του παρόντος νόµου, µέχρι τη λήξη της ισχύος τους.
Άρθρο 86
Υποβολή στοιχείων από τις Δηµόσιες
Οικονοµικές Υπηρεσίες
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών, καθορίζονται τα στοιχεία και οι καταστάσεις που υποβάλλουν οι Δ.Ο.Υ. στις αρµόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονοµικών, το περιεχόµενο και οι προθεσµίες υποβολής των καταστάσεων αυτών.
Τα σχετικά µε την υποβολή στο Ελεγκτικό Συνέδριο των µηνιαίων και ετησίων λογαριασµών της διαχειρίσεως των υπολόγων των Δ.Ο.Υ., καθορίζονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Άρθρο 87
Ειδικοί Ταµίες
Ειδικοί ταµίες είναι οι δηµόσιοι υπόλογοι οι εντεταλµένοι την είσπραξη ειδικών εσόδων δηµόσιων υπηρεσιών ή και πληρωµή δαπανών από τα έσοδα αυτά και εφόσον δεν λειτουργεί ιδιαίτερη Ταµειακή Υπηρεσία.
Οι αρµοδιότητες, οι υποχρεώσεις και οι ευθύνες των Ειδικών Ταµιών, καθώς και τα τηρούµενα από αυτούς βιβλία καθορίζονται από τις ειδικές διατάξεις που διέπουν αυτούς, οι οποίες δύνανται να τροποποιούνται µε προεδρικά διατάγµατα, που εκδίδονται µε πρόταση του Υπουργού Οικονοµικών και του αρµόδιου Υπουργού.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών, καθορίζεται ο χρόνος απόδοσης στο Δηµόσιο των εισπραττόµενων, από τους Ειδικούς Ταµίες, εσόδων.
Άρθρο 88
Χρηµατικό υπόλοιπο Δηµόσιων Οικονοµικών Υπηρεσιών και Ειδικών Ταµιών
Οι Προϊστάµενοι των Δ.Ο.Υ. και των Ειδικών Ταµιών, εξακριβώνουν καθηµερινά το χρηµατικό υπόλοιπο των υπολόγων και συντάσσουν σχετική πράξη.
ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΑΠΑΝΩΝ
Άρθρο 89
Υπηρεσίες Δηµοσιονοµικού Ελέγχου -
Ειδικά Λογιστήρια
1. Οι ΥΔΕ και τα Ειδικά Λογιστήρια είναι υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονοµικών (Γενικό Λογιστήριο του Κράτους), ανεξάρτητες από τους φορείς των οποίων ελέγχουν τις δαπάνες.
2. Οι υπάλληλοι των Υπηρεσιών Δηµοσιονοµικού Ελέγχου και των Ειδικών Λογιστηρίων, κατά την άσκηση των αρµοδιοτήτων τους, δεν θεωρούνται δηµόσιοι υπόλογοι και ευθύνονται µόνο για δόλο ή βαρεία αµέλεια, κατά τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.
3. Οι ΥΔΕ έχουν τις ακόλουθες γενικές αρµοδιότητες:
α. Συµµετέχουν µε εισηγήσεις στην αρµόδια διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για την κατάρτιση του προϋπολογισµού των φορέων, των οποίων ελέγχουν τις δαπάνες και παρακολουθούν την ορθή εκτέλεσή του.
β. Ελέγχουν τη νοµιµότητα και κανονικότητα και προβαίνουν στην εκκαθάριση και εντολή πληρωµής των δηµοσίων δαπανών και κάθε άλλης δαπάνης, ο έλεγχος της οποίας ανατίθεται σε αυτές µε νόµο, µε την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 91 για τις δαπάνες που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή.
γ. Υποβοηθούν και συνδράµουν τους ελέγχους που διενεργούνται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους στα επιχορηγούµενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση προγράµµατα, καθώς και τους ελέγχους που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 3492/2006 (Α΄210).
δ. Βεβαιώνουν στις πράξεις διορισµών, εντάξεων και µετατάξεων των υπαλλήλων του Δηµοσίου για την ύπαρξη σχετικών προβλέψεων στον προϋπολογισµό.
ε. Καταρτίζουν τον απολογισµό εξόδων των φορέων του Κρατικού Προϋπολογισµού για το οικονοµικό έτος που έληξε. στ. Παρέχουν στοιχεία και οποιασδήποτε φύσης πληροφορίες στη Γενική Διεύθυνση Θησαυροφυλακίου και Προϋπολογισµού του Υπουργείου Οικονοµικών σχετικά µε τις υπό πληρωµή δαπάνες.
ζ. Εξοφλούν τα χρηµατικά εντάλµατα του άρθρου 92.
η. Ασκούν κάθε άλλη αρµοδιότητα που ανατίθεται σε
αυτές µε αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών.
4. Το Ειδικό Λογιστήριο στο Υπουργείο Εθνικής Άµυνας έχει τις αρµοδιότητες των περιπτώσεων α΄, ε΄, ζ΄ και η΄ της προηγούµενης παραγράφου, όσον αφορά στις δαπάνες του Υπουργείου αυτού.
Άρθρο 90
Επιθεώρηση ΥΔΕ
1. Στις ΥΔΕ και στο Ειδικό Λογιστήριο στο Υπουργείο Εθνικής Άµυνας διενεργείται ετήσια τακτική και έκτακτη επιθεώρηση από τα κατά νόµο αρµόδια όργανα τα οποία και συντάσσουν σχετικές εκθέσεις, καθώς και τις εκθέσεις αξιολόγησης των προϊσταµένων τους.
2. Εφόσον κατά την επιθεώρηση διαπιστωθούν αξιόποινες πράξεις ή παραλείψεις, η σχετική έκθεση αποστέλλεται στον Εισαγγελέα.
Άρθρο 91
Έλεγχος και εκκαθάριση των δαπανών του Δηµοσίου
1. Οι δαπάνες του Δηµοσίου ελέγχονται και εκκαθαρίζονται από τις Υπηρεσίες Δηµοσιονοµικού Ελέγχου, βάσει νόµιµων δικαιολογητικών που αποστέλλονται από τους διατάκτες και τα οποία αποδεικνύουν την απαίτηση κατά του Δηµοσίου.
Τα απαιτούµενα, κατά κατηγορία δαπάνης, δικαιολογητικά καθορίζονται µε αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών, που δηµοσιεύονται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.
2. Ο έλεγχος επί των ανωτέρω δαπανών συνίσταται σε έλεγχο νοµιµότητας και κανονικότητας αυτών.
Νόµιµη είναι η δαπάνη εφόσον: α) προβλέπεται από διάταξη τυπικού νόµου ή κανονιστικής διοικητικής πράξης ή εξυπηρετεί τους σκοπούς του οικείου φορέα και β) υπάρχει εγγεγραµµένη στον Προϋπολογισµό σχετική πίστωση.
Κανονική είναι η δαπάνη, που έχει νόµιµα αναληφθεί, επισυνάπτονται τα νόµιµα δικαιολογητικά και η σχετική απαίτηση δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή.
Κατά τον ασκούµενο από τις ΥΔΕ έλεγχο εξετάζονται και τα παρεµπιπτόντως αναφυόµενα ζητήµατα.
3. Τον έλεγχο ακολουθεί η πράξη εκκαθάρισης, µε την οποία προσδιορίζονται τα δικαιώµατα των πιστωτών του Δηµοσίου και εκδίδεται τίτλος πληρωµής.
4. Η εκκαθάριση και εντολή πληρωµής των δαπανών του Υπουργείου Εθνικής Άµυνας ενεργείται, σύµφωνα µε τη νοµοθεσία που το διέπει.
5. Εάν, κατά την άσκηση του ελέγχου γεννηθούν βάσιµες αµφιβολίες ως προς το ουσιαστικό µέρος της δαπάνης, η υπηρεσία αναφέρει την περίπτωση στον Υπουργό Οικονοµικών και τον διατάκτη. Επί όλων των δαπανών του Δηµοσίου, καθώς και επί των δαπανών λοιπών φορέων που ελέγχονται και εκκαθαρίζονται από τις Υπηρεσίες Δηµοσιονοµικού Ελέγχου, δύναται να ασκείται και επιτόπιος έλεγχος που διατάσσεται από τον Υπουργό Οικονοµικών ή εξουσιοδοτηµένο όργανό του µε µέριµνα της αρµόδιας Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
Η άσκηση, του κατά το προηγούµενο εδάφιο, ελέγχου δεν αναστέλλει την πληρωµή των συγκεκριµένων δαπανών, εκτός αν δοθεί αντίθετη εντολή του Υπουργού Οικονοµικών µε αιτιολογηµένη απόφασή του.
Τα αρµόδια, για τον επί τόπου έλεγχο, όργανα δύνανται για ζητήµατα τεχνικής φύσης να ζητούν τη συνδροµή και τη γνώµη υπαλλήλων του Δηµοσίου ή υπαλλήλων του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα της οικείας ειδικότητας ή εµπειρίας, οι οποίοι δεν έχουν λάβει µέρος µε οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία πραγµατοποίησης της δαπάνης. Στους υπαλλήλους αυτούς, που τίθενται υποχρεωτικά στη διάθεση των ελεγκτικών οργάνων από τις υπηρεσίες που ανήκουν, δύναται να καταβάλλεται αποζηµίωση, σύµφωνα µε τις κείµενες διατάξεις.
Εφόσον, κατά το διενεργηθέντα έλεγχο διαπιστωθούν αξιόποινες πράξεις ή παραλείψεις, η σχετική έκθεση αποστέλλεται στον Εισαγγελέα από τον διατάξαντα τον έλεγχο και εφόσον διαπιστωθεί έλλειµµα, η σχετική έκθεση διαβιβάζεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
6. Με προεδρικό διάταγµα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Οικονοµικών, καθορίζονται τα όργανα και ο τρόπος άσκησης του επί τόπου ελέγχου, το περιεχόµενό του, η διαδικασία διάθεσης των εξειδικευµένων υπαλλήλων για τη συνδροµή των ελεγκτικών οργάνων, ο χρόνος απασχόλησης αυτών, οι διαδικασίες και τα αρµόδια όργανα για τον καταλογισµό των αχρεωστήτως λαβόντων, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέµα.
7. Με όµοιο προεδρικό διάταγµα καθορίζονται:
α. η διαδικασία ελέγχου, εκκαθάρισης και εντολής πληρωµής των δαπανών του Δηµοσίου, τα αρµόδια όργανα ανάλογα µε το ύψος ή τη φύση της δαπάνης, η ευθύνη αυτών, ο τύπος των ενταλµάτων, τα τηρούµενα βιβλία και στοιχεία, ως και κάθε άλλο σχετικό θέµα,
β. οι σταθερές και διαρκούς ή περιοδικού χαρακτήρα δαπάνες, καθώς και άλλες ειδικές δαπάνες που εξαιρούνται από την άσκηση ελέγχου των Υπηρεσιών Δηµοσιονοµικού Ελέγχου και πληρώνονται µε άλλους τίτλους πληρωµής, υποκείµενες στον κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ΕΚΔΟΣΗ - ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΤΙΤΛΩΝ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
Άρθρο 92
Εντολή πληρωµής των δαπανών του Δηµοσίου
1. α. Τίτλος πληρωµής είναι το χρηµατικό ένταλµα ή άλλο παραστατικό στοιχείο, που εκδίδεται από την Υπηρεσία Δηµοσιονοµικού Ελέγχου ή από άλλο αρµόδιο κατά νόµο όργανο, για την πληρωµή εκκαθαρισµένων απαιτήσεων πιστωτών του Δηµοσίου σε βάρος πιστώσεων του Κρατικού Προϋπολογισµού.
β. Χρηµατικό ένταλµα είναι η έγγραφη εντολή για την
πληρωµή εξόδων του Δηµοσίου.
γ. Τακτικό χρηµατικό ένταλµα είναι το χρηµατικό ένταλµα που εκδίδεται στο όνοµα του δικαιούχου για την πληρωµή εκκαθαρισµένων απαιτήσεων κατά του Δηµοσίου. Ειδικά, για το Υπουργείο Εθνικής Άµυνας, το τακτικό χρηµατικό ένταλµα εκδίδεται στο όνοµα του δικαιούχου ή της αρµόδιας µονάδας για την πληρωµή εκκαθαρισµένων απαιτήσεων κατά του Δηµοσίου.
2. Οι δαπάνες του Δηµοσίου πληρώνονται από τις αρµόδιες, για την πληρωµή αυτών, υπηρεσίες µε χρηµατικά εντάλµατα, που εκδίδονται από τις Υπηρεσίες Δηµοσιονοµικού Ελέγχου ή από άλλο κατά νόµο αρµόδιο όργανο, µε την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 91.
3. Κατ’ εξαίρεση, µε αποφάσεις του Υπουργού Οικονο-
µικών, επιτρέπεται να ορίζονται και άλλοι τίτλοι πληρωµής των σταθερών και διαρκούς ή περιοδικού χαρακτήρα δαπανών.
Με τις ίδιες αποφάσεις ορίζονται τα αρµόδια όργανα για την εκκαθάριση των δαπανών του προηγούµενου εδαφίου, τα απαιτούµενα δικαιολογητικά, η ευθύνη των εκκαθαριστών, των ταµειακών υπολόγων και των αδικαιολογήτως λαβόντων, ο τύπος των ανωτέρω τίτλων, ο τρόπος και τα απαιτούµενα δικαιολογητικά για την εξόφληση αυτών, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέµα.
4. α. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών επιτρέπεται η έκδοση Χρηµατικών Ενταλµάτων (Χ.Ε.) για την: αα. Τακτοποίηση λογιστικών εκκρεµοτήτων που χρονί-
ζουν στις Δ.Ο.Υ.. ββ. Τακτοποίηση εκκρεµοτήτων στο χρηµατικό υπόλοιπο των Δ.Ο.Υ., συνεπεία κατασχέσεων τρίτων και λοιπών περιπτώσεων. γγ. Απόδοση ποσών σε δικαιούχους, η οποία δεν ολοκληρώθηκε µε ευθύνη των Δ.Ο.Υ., επιφυλασσοµένων των διατάξεων των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 97.
δδ. Τακτοποίηση πραγµατοποιηθεισών κατασχέσεων
σε βάρος λογαριασµών του Ελληνικού Δηµοσίου.
Με τις ίδιες αποφάσεις καθορίζονται ο ειδικός φορέας και ο ΚΑΕ τους οποίους βαρύνει η δαπάνη, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέµα.
β. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζεται η διαδικασία εφαρµογής των ρυθµίσεων της παρούσας παραγράφου.
Άρθρο 93
Εξόφληση τίτλων πληρωµής
1. Χρηµατικό ένταλµα ή άλλος τίτλος πληρωµής εξοφλείται από το αρµόδιο όργανο, µόνο όταν φέρει όλα τα τυπικά στοιχεία που απαιτεί ο νόµος.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά εξόφλησης των τίτλων πληρωµής.
2. Προκειµένου για χρηµατικά εντάλµατα ή άλλους τίτλους πληρωµής, που δεν υπόκεινται σε έλεγχο από τις Υπηρεσίες Δηµοσιονοµικού Ελέγχου, τα αρµόδια για την πληρωµή όργανα ασκούν έλεγχο και ευθύνονται:
α. για την καθ’ υπέρβαση πληρωµή των εκκαθαρισµέ-
νων δαπανών,
β. για πληρωµές αυτών µε εντολή αναρµόδιου οργά-
νου,
γ. για την πληρωµή πέραν των ορίων της πίστωσης που έχει χορηγηθεί ή της εξουσιοδοτήσεως που έχει παρασχεθεί στους εκκαθαριστές και
δ. για την ύπαρξη των δικαιολογητικών που απαιτού-
νται για τις δαπάνες αυτές από τις ειδικές διατάξεις.
3. Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προηγούµενης παραγράφου, τα αρµόδια όργανα αρνούνται µε έγγραφο την εξόφληση των ενταλµάτων και λοιπών τίτλων πληρωµής, µπορεί όµως ο αρµόδιος διατάκτης να διατάσσει την πληρωµή µε ευθύνη του.
Στην περίπτωση αυτή, ο διατάκτης είναι ο µόνος υπεύθυνος και ο υπόλογος απαλλάσσεται.
4. Κατά την άσκηση του ελέγχου του άρθρου αυτού εφαρµόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 91.
5. Επί δαπανών του Υπουργείου Εθνικής Άµυνας, η ευθύνη για την ύπαρξη πίστωσης, καθώς και για την πληρότητα και νοµιµότητα των δικαιολογητικών εκδόσεως του τίτλου πληρωµής, βαρύνει µόνο τις οικείες οικονοµικές υπηρεσίες του Υπουργείου αυτού.
6. Οι δαπάνες του Δηµοσίου δύνανται να πληρώνονται και από τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύµατα.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζεται ο τρόπος εξοφλήσεως αυτών, η ευθύνη των αρµόδιων για την εξόφληση αυτών οργάνων, το ύψος της προµήθειας ή αµοιβής που τυχόν καταβάλλεται σε βάρος του Δηµοσίου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέµα.
7.α. Ειδικά, τα χρηµατικά εντάλµατα του τακτικού προϋπολογισµού που εκδίδονται από τις ΥΔΕ εξοφλούνται από τις Υπηρεσίες αυτές, µε πίστωση του τραπεζικού λογαριασµού του δικαιούχου, µε την επιφύλαξη των διατάξεων που διέπουν την εκτέλεση του Προϋπολογισµού Δηµοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) και των διατάξεων του άρθρου δεύτερου παρ. ιβ΄ του ν. 3845/2010 (Α΄ 65).
β. Με προεδρικό διάταγµα, που εκδίδεται µε πρόταση του Υπουργού Οικονοµικών, ρυθµίζονται ο τρόπος και η διαδικασία εξόφλησης των ανωτέρω χρηµατικών ενταλµάτων από τις ΥΔΕ και καθορίζονται τα αρµόδια όργανα, η ευθύνη αυτών, ο τύπος και ο τρόπος τήρησης των αναγκαίων λογιστικών βιβλίων και στοιχείων και η διαδικασία αποστολής των εξοφληθέντων ενταλµάτων στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζεται κάθε άλλο σχετικό θέµα για την εφαρµογή των διατάξεων της παρούσας.
Άρθρο 94
Εκτέλεση επιτροπικών ενταλµάτων πριν από την άφιξή τους
Σε περίπτωση κατεπείγουσας ανάγκης άµεσης πληρωµής δαπάνης του κράτους, επιτρέπεται στους προϊσταµένους των ΥΔΕ να εντέλλονται, µε κάθε πρόσφορο µέσο, την εκτέλεση επιτροπικών ενταλµάτων πριν από την άφιξή τους στους δευτερεύοντες διατάκτες.
Άρθρο 95
Εξόφληση τίτλων δικαιούχων που αδυνατούν να υπογράψουν
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών, που δηµοσιεύονται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθµίζονται θέµατα σχετικά µε την εξόφληση τίτλων πληρωµής δικαιούχων, που αδυνατούν για οποιονδήποτε λόγο να υπογράψουν την πράξη εξόφλησης.
Άρθρο 96
Καταλογισµοί για µη νόµιµες δαπάνες που πληρώθηκαν µε τίτλους πληρωµής - αρµόδια όργανα
1. Μη νόµιµες δαπάνες που πληρώθηκαν µε οποιονδήποτε τίτλο πληρωµής καταλογίζονται:
α. στον υπάλληλο που από δόλο ή βαρεία αµέλεια προέβη σε παράνοµες πράξεις ή παραλείψεις ή συνέπραξε στην έκδοση αυτών ή στη µη τήρηση των νόµιµων διαδικασιών πραγµατοποιήσεως της δαπάνης και
β. στον λαβόντα, εφόσον έχει συντελέσει υπαίτια στη µη νόµιµη πληρωµή και σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωµής, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα αυτού.
2. Αρµόδιο όργανο για τον καταλογισµό µη νόµιµων δαπανών, που πληρώθηκαν µε τίτλους πληρωµής που δεν εκδίδονται από τις Υπηρεσίες Δηµοσιονοµικού Ελέγχου, είναι ο διατάκτης και τα κατά νόµο αρµόδια όργανα που έχουν διαπιστώσει την παράνοµη πληρωµή και σε κάθε περίπτωση το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Οι ανωτέρω καταλογιστικές αποφάσεις προσβάλλονται µε έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Ο ανωτέρω διατάκτης είναι αρµόδιος και για τον καταλογισµό των αχρεωστήτως λαβόντων µε τίτλους πληρωµής της ΥΔΕ, εφόσον διαπιστωθεί εκ των υστέρων, βάσει νέων στοιχείων, ότι η πληρωµή έγινε µε µη νόµιµα δικαιολογητικά ή λανθασµένο υπολογισµό.
Άρθρο 97
Απώλεια αποδεικτικών είσπραξης, γραµµατίων, δικαιολογητικών πληρωµής, δαπανών και τίτλων πληρωµής
1. Σε περιπτώσεις απώλειας αποδεικτικών είσπραξης, γραµµατίων, χρηµατικών ενταλµάτων ή άλλων τίτλων πληρωµής που δεν έχουν εξοφληθεί, εκδίδονται, µε έγκριση του Υπουργού Οικονοµικών ή του οργάνου στο οποίο έχει µεταβιβασθεί η άσκηση της αρµοδιότητας αυτής, αντίγραφα αυτών, ύστερα από διαπίστωση του κατά νόµο αρµόδιου οργάνου:
α) προκειµένου για αποδεικτικά είσπραξης, της εισαγωγής ή µη στη Δ.Ο.Υ. ή στο Τελωνείο του ποσού που αναγράφεται σε αυτά και
β) προκειµένου για γραµµάτια, χρηµατικά εντάλµατα ή
άλλους τίτλους πληρωµής, της µη εξόφλησης αυτών.
2. Προκειµένου για απώλεια χρηµατικών ενταλµάτων ή άλλων τίτλων πληρωµής µετά την εξόφληση αυτών, ύστερα από διαπίστωση του αρµόδιου κατά νόµο οργάνου, εκδίδεται αντίγραφο από το αρµόδιο όργανο για υπηρεσιακή και µόνο χρήση.
3. Σε περίπτωση απώλειας δικαιολογητικών πληρωµής δηµόσιας δαπάνης πριν από την έκδοση τίτλου πληρωµής, η πληρωµή της δαπάνης αυτής µπορεί να επιτραπεί µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών, που καθορίζει και τον τρόπο δικαιολογήσεως αυτής και εφόσον µετά από διενέργεια ένορκης διοικητικής εξετάσεως από αρµόδιο επιθεωρητή διαπιστωθεί ότι η απώλεια έχει συντελεσθεί στην αρµόδια υπηρεσία ή στα Ελληνικά Ταχυδροµεία.
Άρθρο 98
Απόδοση εσόδων υπέρ τρίτων
Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζεται ο χρόνος και η διαδικασία απόδοσης των εσόδων που εισπράττονται υπέρ τρίτων.
Άρθρο 99
Πληρωµή δαπανών από προξενικές εισπράξεις
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή λόγω του επείγοντος, δαπάνες του Ελληνικού Δηµοσίου σε χώρες του εξωτερικού δύνανται να πληρωθούν από τις προξενικές εισπράξεις, δεσµευµένες ή µη, µε εντολή του Υπουργού Εξωτερικών, µετά από αιτιολογηµένη εισήγηση του αρµόδιου Υπουργού.
Στις περιπτώσεις αυτές ακολουθείται η διαδικασία της παραγράφου 5 του άρθρου 71.
ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ΠΡΟΠΛΗΡΩΜΕΣ ΤΑΚΤΙΚΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
Άρθρο 100
Έννοια, προϋποθέσεις και διαδικασία έκδοσης χρηµατικών ενταλµάτων προπληρωµής
1. Χρηµατικό Ένταλµα Προπληρωµής (Χ.Ε.Π.) είναι το χρηµατικό ένταλµα µε το οποίο προκαταβάλλεται χρηµατικό ποσό σε οριζόµενο υπόλογο, ο οποίος αποδίδει λογαριασµό σε τακτή προθεσµία µε την υποβολή των νόµιµων δικαιολογητικών.
2. Επιτρέπεται η έκδοση Χ.Ε.Π., µετά από αιτιολογηµένη απόφαση, για πραγµατοποίηση δαπανών, που λόγω της φύσεώς τους ή λόγω επείγουσας υπηρεσιακής ανάγκης, είναι δυσχερής η τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις για τη δικαιολόγησή τους, καθώς και µικροδαπανών, χωρίς αιτιολόγηση, µέχρι του ύψους των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ κατά Κ.Α.Ε., ετησίως. Το ποσό αυτό δύναται να αναπροσαρµόζεται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών.
3. Τα Χ.Ε.Π. εκδίδονται στο όνοµα µόνιµων δηµόσιων υπαλλήλων και υπαλλήλων που υπηρετούν στο Δηµόσιο µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, υπαλλήλων Ο.Τ.Α. Β΄ βαθµού, αξιωµατικών, µονάδων ή υπηρεσιών των Ενόπλων Δυνάµεων και των αξιωµατικών της Ελληνικής Αστυνοµίας, του Πυροσβεστικού και Λιµενικού Σώµατος - Ελληνικής Ακτοφυλακής που έχουν χρηµατική διαχείριση, καθώς και στο όνοµα της Τράπεζας της Ελλάδος. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ορίζεται δεύτερος υπόλογος µόνιµος δηµόσιος υπάλληλος, µονάδα ή υπηρεσία των Ενόπλων Δυνάµεων και της Ελληνικής Αστυνοµίας, του Πυροσβεστικού και Λιµενικού Σώµατος.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών δύναται να εκδίδονται Χ.Ε.Π. και στο όνοµα άλλων πιστωτικών ιδρυµάτων.
4. Τα Χ.Ε.Π. εκδίδονται, µε απόφαση του αρµόδιου διατάκτη, µέχρι τις 30 Νοεµβρίου κάθε έτους.
5. Με την απόφαση της προηγούµενης παραγράφου ορίζεται το ποσό του εντάλµατος, το είδος της δαπάνης, ο υπόλογος και η προθεσµία απόδοσης λογαριασµού.
Με όµοιες αποφάσεις επιτρέπεται να παρατείνεται η προθεσµία απόδοσης λογαριασµού, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 103.
Άρθρο 101
Περιορισµοί - Ειδικές περιπτώσεις χρηµατικών ενταλµάτων προπληρωµής
1. Δεν επιτρέπεται η έκδοση Χ.Ε.Π. στο όνοµα υπαλλήλων που υπηρετούν σε Υ.Δ.Ε. ή Δ.Ο.Υ. ή διαχειρίζονται χρήµατα και αξίες του Δηµοσίου, εκτός αν πρόκειται για δαπάνες µετακινήσεως αυτών και για έξοδα διακινήσεως του µηχανογραφικού υλικού εισπράξεων και πληρωµών.
2. Επιτρέπεται η έκδοση Χ.Ε.Π. σε υπαλλήλους του Δηµοσίου µε οποιαδήποτε σχέση, σε όργανα της Ελληνικής Αστυνοµίας, του Πυροσβεστικού και Λιµενικού Σώµατος, καθώς και σε άλλα πρόσωπα για δαπάνες µετακίνησής τους µε εντολή του Δηµοσίου.
Για δαπάνες µετακίνησης περισσότερων του ενός προσώπων, επιτρέπεται η έκδοση ενός µόνο Χ.Ε.Π., µε υπόλογο µόνιµο δηµόσιο υπάλληλο ή υπάλληλο µε σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που προκαταβάλλει τα απαιτούµενα ποσά στους µετακινουµένους.
Οι λαµβάνοντες τις προκαταβολές υπέχουν αυτοτελώς τις ευθύνες υπολόγου Χ.Ε.Π. και αποδίδουν λογαριασµό δια του υπολόγου του Χ.Ε.Π.. Ο υπόλογος του εντάλµατος, που ευθύνεται µόνο για τη νοµιµότητα των προκαταβολών που διενήργησε, συγκεντρώνει τα δικαιολογητικά απόδοσης λογαριασµού των µετακινηθέντων και τα υποβάλλει αρµοδίως µαζί µε τις αποδείξεις πληρωµής των προκαταβληθέντων ποσών.
3. Προκειµένου για δαπάνες νοσηλείας στο εξωτερικό των εν ενεργεία υπαλλήλων και των µελών των οικογενειών αυτών, καθώς και ιδιωτών που νοσηλεύονται στο εξωτερικό µε δαπάνη του Δηµοσίου, τα οικεία Χ.Ε.Π. εκδίδονται στο όνοµα της Τράπεζας της Ελλάδος, µε δεύτερο υπόλογο τον Πρόξενο της χώρας µεταβάσεως.
Για δαπάνες µετακινήσεως στο εξωτερικό προσώπων του προηγούµενου εδαφίου και των τυχόν συνοδών αυτών, τα οικεία Χ.Ε.Π. εκδίδονται στο όνοµα των ενδιαφερόµενων υπαλλήλων ή ιδιωτών.
Προκειµένου για ιατροφαρµακευτική περίθαλψη στο εσωτερικό προσώπων, των οποίων τις δαπάνες καλύπτει το Δηµόσιο, επιτρέπεται η έκδοση Χ.Ε.Π. επ’ ονόµατι µόνιµου δηµοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου µε σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
Άρθρο 102
Υποχρεώσεις και ευθύνες υπολόγων και άλλων οργάνων εξ ενταλµάτων προπληρωµής
1. Ο υπόλογος µπορεί να πραγµατοποιεί πληρωµές σε βάρος του προϊόντος Χ.Ε.Π. έως την ηµεροµηνία απόδοσης λογαριασµού και σε καµία περίπτωση πέραν της 31ης Δεκεµβρίου του έτους κατά το οποίο εκδόθηκε το Χ.Ε.Π..
Τυχόν αδιάθετο υπόλοιπο κατατίθεται στην οικεία Δ.Ο.Υ. εντός της προθεσµίας του προηγούµενου εδαφίου.
2. Οι υπόλογοι Χ.Ε.Π. ευθύνονται για δόλο ή βαρεία αµέλεια κατά την πληρωµή µη νόµιµων δαπανών.
Για τη νοµιµότητα των αποδεικτικών πληρωµής και πληρότητα των δικαιολογητικών αυτής, ευθύνονται για αµέλεια.
3. Οι τράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύµατα ως υπόλογοι ευθύνονται µόνο για την ακριβή εκτέλεση των οδηγιών που δίδονται σε αυτές κάθε φορά.
Ο δεύτερος υπόλογος είναι υπεύθυνος για τη συγκέντρωση και την εµπρόθεσµη υποβολή των δικαιολογητικών, το δε αρµόδιο όργανο που δίδει τις σχετικές οδηγίες στις τράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύµατα, ευθύνεται για τυχόν µη νόµιµη πληρωµή, εφόσον έχει ενεργήσει µε δόλο ή βαρεία αµέλεια.
Άρθρο 103
Απόδοση λογαριασµού χρηµατικών ενταλµάτων προπληρωµής
1. Η προθεσµία απόδοσης λογαριασµού δεν µπορεί να ορισθεί πέραν του ενός (1) µηνός από τη λήξη του οικονοµικού έτους κατά το οποίο εκδόθηκε το Χ.Ε.Π..
Τα δικαιολογητικά για την τακτοποίηση του Χ.Ε.Π. διαβιβάζονται από την αρµόδια υπηρεσία του διατάκτη στην αρµόδια προς εκκαθάριση υπηρεσία εντός ενός (1) µηνός από τη λήξη της προθεσµίας του προηγούµενου εδαφίου. Κατά τη διαβίβαση των δικαιολογητικών συντάσσεται ειδικό έντυπο για τη λογιστική καταγραφή.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζεται ο τύπος του ειδικού αυτού εντύπου και ρυθµίζεται κάθε σχετικό θέµα για την εφαρµογή των διατάξεων του προηγούµενου εδαφίου.
2. Με προεδρικό διάταγµα, το οποίο εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Οικονοµικών µπορεί να προβλέπονται εξαιρέσεις από τα οριζόµενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 102 και στο πρώτο εδάφιο της προηγούµενης παραγράφου.
3. Σε περίπτωση αντικειµενικής αδυναµίας απόδοσης λογαριασµού, η οποία διαπιστώνεται µετά από έρευνα αρµόδιου κατά νόµο οργάνου που ορίζεται από τον Υπουργό Οικονοµικών, ύστερα από πρόταση της Υ.Δ.Ε., η πορισµατική έκθεση δύναται να αποτελέσει παραστατικό δικαιολόγησης της δαπάνης εν όλω ή εν µέρει για την τακτοποίηση του οικείου Χ.Ε.Π..
Άρθρο 104
Χρηµατικά εντάλµατα προπληρωµής δηµοσίων επενδύσεων
1. Επιτρέπεται η έκδοση Χ.Ε.Π. µέχρι την 31η Μαρτίου του επόµενου έτους για την εµφάνιση ως εξόδων του προϋπολογισµού, πληρωµών του προγράµµατος δηµοσίων επενδύσεων που έγιναν µέχρι την 31η Δεκεµβρίου. 2. Η προθεσµία απόδοσης λογαριασµού των ενταλµάτων αυτών µπορεί να ορίζεται µέχρι 31 Μαΐου του ίδιου έτους και παρατείνεται για τις δαπάνες εξωτερικού, σύµφωνα µε το προεδρικό διάταγµα του άρθρου 103.
3. Τα ανωτέρω εντάλµατα φέρουν ηµεροµηνία έκδοσης την τρέχουσα ηµεροµηνία και εµφανίζονται την 31η Δεκεµβρίου του έτους πραγµατοποίησης των πληρωµών.
4. Κατά τα λοιπά εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 1 του άρθρου 103.
Άρθρο 105
Προσωρινά χρηµατικά εντάλµατα
1. Προσωρινό χρηµατικό ένταλµα είναι το χρηµατικό ένταλµα που εκδίδεται από τον αρµόδιο Υπουργό για επιτακτικές και επείγουσες δαπάνες του κράτους, που δεν προβλέπονται από το νόµο ή για τις οποίες δεν υπάρχει πίστωση στον προϋπολογισµό.
2. Τα Προσωρινά χρηµατικά εντάλµατα εκδίδονται, προκειµένου για δαπάνες που δεν προβλέπονται από το νόµο, ύστερα από απόφαση του Υπουργικού Συµβουλίου και προκειµένου για δαπάνες για τις οποίες δεν υπάρχει πίστωση, ύστερα από απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και του αρµόδιου Υπουργού. Με τις ανωτέρω αποφάσεις ορίζεται το ποσό του εντάλµατος, το είδος της δαπάνης, ο υπόλογος διαχειριστής και η προθεσµία απόδοσης λογαριασµού.
3. Τα Προσωρινά χρηµατικά εντάλµατα εκδίδονται στο όνοµα µόνιµων δηµοσίων υπαλλήλων, αξιωµατικών, µονάδων ή υπηρεσιών των Ενόπλων Δυνάµεων, της Ελληνικής Αστυνοµίας, του Πυροσβεστικού και του Λιµενικού Σώµατος, υπό το λογαριασµό λογιστικής «Προσωρινά χρηµατικά εντάλµατα».
4. Τα ανωτέρω εντάλµατα προ της πληρωµής τους δεν υπόκεινται στον έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 91 και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και καταχωρούνται πριν από την πληρωµή τους σε ειδικό βιβλίο που τηρείται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.
5. Τα Προσωρινά χρηµατικά εντάλµατα τακτοποιούνται µε χρηµατικά συµψηφιστικά εντάλµατα, που εκδίδονται σε βάρος των πιστώσεων του οικείου Υπουργείου, βάσει των σχετικών δικαιολογητικών, το αργότερο µέχρι τη λήξη του µεθεπόµενου οικονοµικού έτους από τη λήξη της προθεσµίας απόδοσης λογαριασµού, εγγραφοµένης υποχρεωτικώς σχετικής πίστωσης.
Άρθρο 106
Εξουσιοδοτήσεις
Με προεδρικά διατάγµατα, που εκδίδονται µετά από πρόταση του Υπουργού Οικονοµικών, ρυθµίζονται:
α. Λοιπές υποχρεώσεις και ευθύνες των υπολόγων από εντάλµατα προπληρωµής, επενδύσεων και προσωρινών.
β. Ο τρόπος τακτοποίησης των ανωτέρω ενταλµάτων και οι συνέπειες της µη εµπρόθεσµης απόδοσης λογαριασµού, οι κατά των υπολόγων κυρώσεις, τα σχετικά θέµατα µε την επίσχεση των αποδοχών, σε περίπτωση αθετήσεως των υποχρεώσεών τους, καθώς και µε τον καταλογισµό αυτών και των µη νοµίµως λαβόντων.
γ. Η καθιέρωση περιορισµών στην έκδοση ενταλµάτων προπληρωµής και προσωρινών, τα σχετικά θέµατα µε τη µεταβίβαση σε άλλους υπαλλήλους της διαχείρισης ολόκληρου ή µέρους του ποσού που έχει προκαταβληθεί στον υπόλογο, καθώς και λεπτοµέρειες εφαρµογής των διατάξεων περί προπληρωµών.
Άρθρο 107
Ευθύνες διαχειριζοµένων χρήµατα χωρίς έκδοση ενταλµάτων προπληρωµής
Οι διατάξεις που ισχύουν για τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες των υπολόγων των Χ.Ε.Π. εφαρµόζονται και σε όσους διαχειρίζονται µε οποιονδήποτε τρόπο δηµόσια χρήµατα, που προκαταβάλλονται µε την υποχρέωση απόδοσης λογαριασµού, έστω και χωρίς έκδοση Χ.Ε.Π..
Οι διατάκτες των ανωτέρω προκαταβολών έχουν τις αρµοδιότητες και υποχρεώσεις των Διατακτών Χ.Ε.Π., όσον αφορά τον ορισµό των υπολόγων, τον καθορισµό προθεσµίας απόδοσης λογαριασµού, παράταση αυτής, αντικατάσταση υπολόγων, επίσχεση αποδοχών αυτών, άρση αυτής, καθώς και τον καταλογισµό των υπολόγων.
Οι υπόλογοι των προσωρινών ενισχύσεων πάγιων προκαταβολών του άρθρου 114 περίπτωση β΄ έχουν τις ευθύνες των υπολόγων εκ Χ.Ε.Π., η δε επίσχεση αποδοχών ενεργείται από τον Υπουργό Οικονοµικών.
ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
ΠΑΓΙΕΣ ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΕΣ - ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΕΣ
Άρθρο 108
Πάγιες Προκαταβολές χρηµατικού - Έννοια - Σύσταση
1. Πάγιες Προκαταβολές χρηµατικού είναι ποσά που τίθενται στη διάθεση δηµοσίων υπηρεσιών µε χρηµατικά εντάλµατα, που εκδίδονται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους υπό ίδιο λογαριασµό της δηµόσιας ληψοδοσίας, στο όνοµα υπολόγων διαχειριστών που ορίζονται µε απόφαση του αρµόδιου Υπουργού.
2. Για την άµεση αντιµετώπιση δαπανών, η πληρωµή των οποίων λόγω της φύσης τους δεν µπορεί να αναβληθεί µέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας δικαιολόγησης αυτών, επιτρέπεται η σύσταση στις δηµόσιες υπηρεσίες, πολιτικές και στρατιωτικές, πάγιων προκαταβολών χρηµατικού µε προεδρικό διάταγµα, που εκδίδεται µε πρόταση του αρµόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονοµικών, µε αιτιολογηµένη εισήγηση της αρµόδιας Υ.Δ.Ε..
3. Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών και του αρµόδιου Υπουργού, που εκδίδονται µετά από αιτιολογηµένη γνώµη της αρµόδιας Υ.Δ.Ε., καθορίζεται το είδος και το ποσοστό κάθε δαπάνης που πληρώνεται από την πάγια προκαταβολή και προσδιορίζεται το ποσό αυτής που δεν µπορεί να είναι ανώτερο των δύο και ηµίσεως δωδεκατηµορίων των σχετικών πιστώσεων που χορηγούνται διά του προϋπολογισµού, προκειµένου για λειτουργικές δαπάνες και του ενός και ηµίσεως δωδεκατηµορίου, προκειµένου για τη µισθοδοσία του προσωπικού. Τα ποσοστά διαθέσεως των πιστώσεων, σύµφωνα µε το άρθρο 72, εφαρµόζονται και επί των ανωτέρω δαπανών.
Δαπάνες µισθοδοσίας δεν πληρώνονται σε βάρος της πάγιας προκαταβολής, παρά µόνο σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον δεν είναι δυνατή η πληρωµή αυτών κατά τη συνήθη διαδικασία.
Με αποφάσεις του αρµόδιου Υπουργού ή του εξουσιοδοτηµένου οργάνου, επιτρέπεται η κατανοµή του ποσού της πάγιας προκαταβολής σε περισσότερους του ενός διαχειριστές, που υπέχουν τις ευθύνες δηµόσιων υπολόγων για τα ποσά που διαχειρίζονται.
4. Σε περίπτωση πολέµου ή γενικής ή µερικής επιστράτευσης ή άλλης έκτακτης ανάγκης, επιτρέπεται µε όµοιες αποφάσεις η αύξηση του ποσού της προκαταβολής και των δαπανών που πληρώνονται από αυτή, µέχρι και του συνόλου των πιστώσεων του προϋπολογισµού.
5. Οι Προκαταβολές του παρόντος άρθρου χορηγούνται µε χρηµατικά εντάλµατα που εκδίδονται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους υπό το λογαριασµό «Πάγιες Προκαταβολές».
6. Η προµήθεια και οι λοιπές δαπάνες των οικείων τραπεζών και λοιπών πιστωτικών ιδρυµάτων, για τη µετατροπή από ευρώ σε συνάλλαγµα του προϊόντος των προκαταβολών του παρόντος άρθρου, βαρύνει τις πιστώσεις του Υπουργείου Οικονοµικών.
Άρθρο 109
Διαχείριση πάγιων προκαταβολών
1. Η διαχείριση των πάγιων προκαταβολών ανατίθεται, µε απόφαση του αρµόδιου Υπουργού ή του εξουσιοδοτηµένου από αυτόν οργάνου, σε µόνιµους δηµόσιους πολιτικούς υπαλλήλους ή στρατιωτικούς εν γένει, µε την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του ν. 419/1976.
Αν στην υπηρεσία όπου έχει συσταθεί πάγια προκαταβολή δεν υπηρετεί µόνιµος δηµόσιος υπάλληλος, υπόλογος διαχειριστής ορίζεται ο προϊστάµενος αυτής, εφόσον αυτός είναι µόνιµος ή µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
Σε περίπτωση απουσίας του διαχειριστή, ο αρµόδιος Υπουργός µπορεί να ορίζει αναπληρωτή διαχειριστή, ο οποίος ευθύνεται µόνο για τις διαχειριστικές πράξεις που διενεργεί κατά το χρόνο της αναπλήρωσης.
Δεν επιτρέπεται η ανάθεση της διαχείρισης πάγιων προκαταβολών σε υπαλλήλους των Υ.Δ.Ε. και των Δ.Ο.Υ..
2. Οι διαχειριστές των πάγιων προκαταβολών, που έχουν τις ευθύνες δηµόσιου υπολόγου, ενεργούν πληρωµές και υποβάλλουν στο τέλος κάθε µήνα ή και νωρίτερα τα δικαιολογητικά των σχετικών δαπανών στις αρµόδιες για τον έλεγχο και εκκαθάρισή τους υπηρεσίες, οι οποίες πρέπει µέσα σε ένα (1) µήνα να εκδίδουν τα χρηµατικά εντάλµατα για την αποκατάσταση της πάγιας προκαταβολής.
3. Προκειµένου για τις αποδοχές στρατεύσιµων οπλιτών, κληρωτών και εφέδρων, που δεν δικαιούνται αποδοχές µονίµων, τα δικαιολογητικά πληρωµής συνίστανται σε βεβαίωση των αρµόδιων οικονοµικών οργάνων για την πραγµατοποιηθείσα πληρωµή, που εκδίδεται βάσει ειδικού βιβλίου στο οποίο υπογράφουν οι δικαιούχοι.
Το περιεχόµενο της βεβαίωσης καθορίζεται µε κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Άµυνας και Οικονοµικών.
Άρθρο 110
Αποκατάσταση ελλειµµάτων πάγιων προκαταβολών
1. Κάθε πληρωµή, που πραγµατοποιείται από την πάγια προκαταβολή παρανόµως ή αχρεωστήτως, καταλογίζεται εις ολόκληρον σε βάρος του λαβόντος και των τυχόν συνυπεύθυνων οργάνων.
2. Για κάθε πληρωµή που πραγµατοποιείται από την πάγια προκαταβολή καθ’ υπέρβαση των οριζοµένων ως προς το είδος των δαπανών, στις σχετικές κοινές αποφάσεις που προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 108, καταλογίζονται τα όργανα που έχουν προκαλέσει την πληρωµή.
3. Σε κάθε περίπτωση καταλογισµού, το χρηµατικό ένταλµα αποκαταστάσεως της πάγιας προκαταβολής εκδίδεται σε βάρος των οικείων πιστώσεων του προϋπολογισµού του αρµόδιου Υπουργείου, βάσει αντιγράφου της περιληπτικής καταστάσεως βεβαίωσης ως δηµόσιου εσόδου του καταλογιζόµενου ποσού και αντιγράφου της σχετικής καταλογιστικής απόφασης και προκειµένου περί ελλειµµάτων, σε βάρος ειδικής πίστωσης του προϋπολογισµού των εξόδων του Υπουργείου Οικονοµικών. Αν απολεσθούν χρήµατα ή δικαιολογητικά, το χρηµατικό ένταλµα αποκαταστάσεως της πάγιας προκαταβολής εκδίδεται σε βάρος της ανωτέρω ειδικής πίστωσης του προϋπολογισµού του Υπουργείου Οικονοµικών, βάσει της απαλλακτικής για τον υπόλογο πράξης του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
4. Αν το ποσό της πάγιας προκαταβολής σε συνάλλαγµα µειωθεί λόγω εξαναγκασµένης µετατροπής του από το νόµισµα σύστασης στο εγχώριο, η αποκατάσταση γίνεται, βάσει πράξης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατόπιν απαλλακτικού για τον υπόλογο πορίσµατος αρµόδιου κατά το νόµο οργάνου κατά τις κείµενες διατάξεις.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρµογή και για µειώσεις του ποσού της πάγιας προκαταβολής σε συνάλλαγµα που έχουν προκύψει από την ανωτέρω αιτία, πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου.
5. Τα χρηµατικά εντάλµατα καταστάσεως αποκατάστασης της πάγιας προκαταβολής στις περιπτώσεις της προηγούµενης παραγράφου εκδίδονται σε βάρος ειδικής πίστωσης που εγγράφεται στον προϋπολογισµό του Υπουργείου Οικονοµικών.
Άρθρο 111 Υποχρεώσεις διαχειριστών πάγιων προκαταβολών
Οι διαχειριστές των πάγιων προκαταβολών:
α. Καταθέτουν απαραιτήτως τα διαθέσιµα κεφάλαια της πάγιας προκαταβολής σε τράπεζα ή πιστωτικό ίδρυ-
µα ή ελλείψει αυτών σε Δηµόσια Οικονοµική Υπηρεσία
β. Τηρούν βιβλία ηµερολογίου ταµείου και αποδεικτικών είσπραξης, θεωρηµένα και αριθµηµένα από τα αρµόδια όργανα των υπηρεσιών, που έχουν χορηγηθεί οι Προκαταβολές, στο οποίο καταχωρούνται όλες οι πραγµατοποιούµενες από αυτούς εισπράξεις και πληρωµές κατά χρονολογική σειρά.
γ. Διενεργούν τις αναγκαίες πληρωµές µε επιταγές
που εκδίδονται στο όνοµα των δικαιούχων.
Παρέκκλιση του κανόνα αυτού µπορεί να θεσπισθεί µε κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και του αρµόδιου Υπουργού.
δ. Υποβάλλουν στο τέλος κάθε τριµήνου στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, δια της προϊσταµένης τους υπηρεσίας, ισοζύγιο της πάγιας προκαταβολής για το τρίµηνο αυτό.
Αν η πάγια προκαταβολή έχει κατανεµηθεί σε περισσότερες από µία διαχειρίσεις, υποβάλλεται ενιαίο ισοζύγιο από την υπηρεσία στην οποία έχει συσταθεί η πάγια προκαταβολή.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών, καθορίζεται ο τύπος του ισοζυγίου και τα στοιχεία που πρέπει να περιλαµβάνει αυτό.
Άρθρο 112
Πάγιες Προκαταβολές υλικού ή αξιών - Σύσταση
Στις δηµόσιες αρχές, πολιτικές και στρατιωτικές, τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου και τους Ο.Τ.Α., είναι δυνατή η σύσταση, ύστερα από έγκριση της αρµόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονοµικών, πάγιων προκαταβολών παντός είδους υλικού ή αξιών, που ανανεώνονται, κάθε φορά, µε την κατάθεση ίσου ποσού σε µετρητά, βάσει απόδειξης που χορηγείται από τις ανωτέρω υπηρεσίες στο διαχειριστή των αξιών της Δ.Ο.Υ..
Οι λεπτοµέρειες εφαρµογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου καθορίζονται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών.
Άρθρο 113
Έλεγχος διαχείρισης πάγιων προκαταβολών
1. Από την αρµόδια Επιθεώρηση του Υπουργείου Οικονοµικών, ασκείται ετήσιος τακτικός έλεγχος των διαχειρίσεων των πάγιων προκαταβολών και έκτακτος, όταν κρίνεται αναγκαίο ή ζητείται από τις ενδιαφερόµενες υπηρεσίες.
Ο έλεγχος των ανωτέρω διαχειρίσεων δύναται να ανατίθεται από τον Υπουργό Οικονοµικών και σε άλλους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονοµικών.
2. Ο έλεγχος των διαχειρίσεων των πάγιων προκαταβολών των υπηρεσιών εξωτερικού ενεργείται σύµφωνα µε τις εκάστοτε ισχύουσες ειδικές διατάξεις.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών δύναται να ανατίθεται ο έλεγχος αυτός και σε υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονοµικών ή σε άλλα κατά νόµο αρµόδια όργανα.
Άρθρο 114
Προκαταβολές
Επιτρέπεται στον Υπουργό Οικονοµικών να διατάσσει την ενέργεια προκαταβολών από το λογαριασµό του Δηµοσίου, στις εξής περιπτώσεις:
α. Σε νοµικά πρόσωπα ή ειδικούς λογαριασµούς, έναντι των εισπράξεων που ενεργούνται υπέρ αυτών δια του προϋπολογισµού.
β. Για προσωρινές ενισχύσεις πάγιων προκαταβολών.
γ. Για επιδοτήσεις ή συγκεντρώσεις προϊόντων.
δ. Για νοµοθετηµένες επιχορηγήσεις.
ε. Για υποχρεώσεις προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και
τους διεθνείς οργανισµούς. στ. Για προµήθεια καταναλωτικών αγαθών.
ζ. Για την εξόφληση υποχρεώσεων του Ελληνικού Δηµοσίου προς τρίτους που προέρχονται από αποφάσεις Διεθνών Δικαστηρίων.
η. Για την εξόφληση υποχρεώσεων του Ελληνικού Δηµοσίου που προκύπτουν από καταπτώσεις εγγυήσεων σε πιστωτικά ιδρύµατα εσωτερικού ή εξωτερικού από δάνεια που χορηγήθηκαν σε δηµόσιες επιχειρήσεις και οργανισµούς, καθώς και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ή σε φυσικά πρόσωπα.
θ. Για τη συµµετοχή του Ελληνικού Δηµοσίου στις αυξήσεις µετοχικού κεφαλαίου επιχειρήσεων, στο µετοχικό κεφάλαιο των οποίων µετέχει.
ι. Για την εξόφληση υποχρεώσεων του Ελληνικού Δηµοσίου που προκύπτουν κατά τη διαδικασία αποκρατικοποίησης επιχειρήσεων σύµφωνα µε τις διατάξεις του ν. 3049/2002 (Α΄ 212). ια. Για ειδικές περιπτώσεις που οι συνθήκες επιβάλλουν την άµεση εκταµίευση ποσών ύστερα από αιτιολογηµένη απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών ή κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και των συναρµόδιων Υπουργών.
Οι ανωτέρω προκαταβολές τακτοποιούνται µε την έκδοση των οικείων συµψηφιστικών χρηµατικών ενταλµάτων ή µε την επιστροφή των ποσών που έχουν προκαταβληθεί.
Άρθρο 115
Εµφάνιση προκαταβολών και δανείων
Οι προκαταβολές και τα δάνεια που χορηγούνται από την Κεντρική Διοίκηση εµφανίζονται σε λογαριασµούς του λογιστικού σχεδίου που εισάγεται µε το εκδιδόµενο κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 159 προεδρικό διάταγµα, οι οποίοι τηρούνται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.
Η αρµοδιότητα της χορήγησης των κατά τα ανωτέρω προκαταβολών και δανείων ανήκει στον Υπουργό Οικονοµικών
ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΟΡΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Άρθρο 116
Απολήψεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.)
Οι απολήψεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση για προγράµµατα, ενέργειες, δραστηριότητες ή πρωτοβουλίες που αφορούν δηµόσιους φορείς συνιστούν έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισµού, εφόσον οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισµό, εµφανίζονται σε αυτόν κατά τα οριζόµενα από τον Υπουργό Οικονοµικών και εµπίπτουν στις γενικές διατάξεις περί εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισµού.
Άρθρο 117
Αποδόσεις προς την Ευρωπαϊκή Ένωση
Οι αποδόσεις προς την Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστούν δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισµού και εµφανίζονται σε αυτόν κατά τα οριζόµενα από τον Υπουργό Οικονοµικών.
Άρθρο 118
Χρηµατικές δοσοληψίες µε την Ευρωπαϊκή Ένωση
Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών ή µε κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών και των κατά περίπτωση αρµόδιων Υπουργών, σε συνδυασµό µε τις αντίστοιχες διατάξεις της Ένωσης, ρυθµίζεται ο τρόπος διεξαγωγής των χρηµατικών δοσοληψιών, το άνοιγµα και η κίνηση των αναγκαίων λογαριασµών και κάθε άλλο σχετικό θέµα.
Άρθρο 119
Τήρηση βιβλίων
Τα τηρούµενα βιβλία για την εξυπηρέτηση και παρακολούθηση των χρηµατικών δοσοληψιών µε την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζονται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών.
Άρθρο 120
Έλεγχος δαπανών
Στις δαπάνες των προγραµµάτων, δραστηριοτήτων ή πρωτοβουλιών που χρηµατοδοτούνται µερικά ή ολικά από πόρους της Ένωσης διενεργείται διαχειριστικός και ουσιαστικός έλεγχος από δηµοσιονοµικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονοµικών σύµφωνα µε τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.
Άρθρο 121
Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων
Χρηµατοδοτήσεις, ενισχύσεις ή επιδοτήσεις σε φυσικά ή νοµικά πρόσωπα και φορείς που καταβάλλονται στα πλαίσια πολιτικών της Ένωσης από εθνικούς πόρους ή πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναζητούνται από το Δηµόσιο, εφόσον διαπιστωθεί από τα κατά περίπτωση αρµόδια όργανα ότι έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως ή παρανόµως.
Στις διατάξεις αυτές εµπίπτουν και τα ποσά που έχουν καταβληθεί µέχρι την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόµου.
Τα ποσά που αναζητούνται για την αιτία αυτή βεβαιώνονται ως έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισµού και εισπράττονται, σύµφωνα µε τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δηµοσίων Εσόδων, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά.
Οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις που αφορούν στη λήψη διοικητικών, αναγκαστικών και δικαστικών µέτρων για την είσπραξη εσόδων του Δηµοσίου, εφαρµόζονται και στην προκείµενη περίπτωση.
Άρθρο 122
Παραγραφή απαιτήσεων του Δηµοσίου
Η αναζήτηση των χρηµατικών ποσών του προηγούµενου άρθρου υπόκειται σε παραγραφή εντός πενταετίας από την ηµεροµηνία διαπίστωσης της αχρεώστητης ή παράνοµης είσπραξης, εκτός αν προβλέπεται µεγαλύτερη παραγραφή από τις διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η παραγραφή για την είσπραξη των καταλογισθέντων ποσών του προηγούµενου εδαφίου είναι εικοσαετής, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από τις διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι διατάξεις περί αναστολής, διακοπής και συνεπειών της παραγραφής του παρόντος νόµου, που ισχύουν για τις απαιτήσεις του Δηµοσίου, εφαρµόζονται ανάλογα και για τις απαιτήσεις του άρθρου αυτού, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από τις διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 123
Διαδικασία είσπραξης αχρεωστήτως καταβληθέντων
Τα όργανα έκδοσης της καταλογιστικής πράξης, ο τρόπος βεβαίωσης του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού και απόδοσης ή επιστροφής αυτού στους δικαιούχους, το έντοκο ή µη της επιστροφής του ποσού, το ύψος του επιτοκίου, η χρονική αφετηρία υπολογισµού των τόκων, η βάση υπολογισµού των συναλλαγµατικών ισοτιµιών, εφόσον οι πληρωµές έγιναν σε συνάλλαγµα, οι απαιτούµενες διαδικασίες, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέµα καθορίζονται µε αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών ή για τα θέµατα για τα οποία συντρέχει αρµοδιότητα και άλλων Υπουργών, µε κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών και των κατά περίπτωση αρµόδιων καθ’ ύλην Υπουργών.
Άρθρο 124
Υπόλογοι διαχειριστές
Οι διαχειριστές πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεωρούνται δηµόσιοι υπόλογοι και υπόκεινται στις σχετικές διατάξεις περί δηµόσιων υπολόγων του παρόντος νόµου.
ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ - ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΔΙΑΘΕΣΙΜΩΝ
Άρθρο 125
Δάνεια - Τίτλοι
1. Ο κρατικός δανεισµός σχεδιάζεται, εγκρίνεται και υλοποιείται υπό τους περιορισµούς που προβλέπει το Μεσοπρόθεσµο Πλαίσιο Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής. Όλες οι δανειακές συµβάσεις για τη χρηµατοδότηση του Κρατικού Προϋπολογισµού υπογράφονται από τον Υπουργό Οικονοµικών εκ µέρους της Κυβέρνησης (µε εξαίρεση τους κρατικούς τίτλους που διαχειρίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος µε την καθοδήγηση και σε διαβούλευση µε το Υπουργείο Οικονοµικών). Κανένα κρατικό δάνειο δεν είναι έγκυρο χωρίς την υπογραφή του Υπουργού Οικονοµικών. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών µπορεί να µεταβιβαστεί η αρµοδιότητα σύναψης δανειακών συµβάσεων, καθώς και έκδοσης τίτλων του Ελληνικού Δηµοσίου και παραγώγων στον Οργανισµό Διαχείρισης Δηµοσίου Χρέους (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.). Ο Ο.Δ.ΔΗ.Χ. υποβάλλει στον Υπουργό Οικονοµικών, το πρώτο τρίµηνο κάθε έτους, απολογιστική έκθεση, την οποία ο Υπουργός Οικονοµικών καταθέτει στη Βουλή για ενηµέρωση.
2. Στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους τηρούνται λογαριασµοί των υποχρεώσεων της Κεντρικής Διοίκησης που προέρχονται από δάνεια, τίτλους, παράγωγα και εγγυήσεις και εντάσσονται στους λογαριασµούς λογιστικής που τηρούνται σύµφωνα µε τα οριζόµενα στο άρθρο 159.
3. Στον Ο.Δ.ΔΗ.Χ. τηρούνται λογαριασµοί των υποχρεώσεων της Κεντρικής Διοίκησης που προέρχονται από δάνεια, τίτλους και παράγωγα. Οι λογαριασµοί αυτοί τηρούνται για κάθε σύµβαση χωριστά. Από τους λογαριασµούς αυτούς πρέπει να προκύπτει:
(α) Η χρονολογία της συνοµολόγησης ή έκδοσης, η ηµεροµηνία από την οποία υπολογίζεται ο τόκος και η ηµεροµηνία λήξης.
(β) Το νόµισµα και το επιτόκιο της υποχρέωσης.
(γ) Το ύψος του αρχικού κεφαλαίου και οι µεταβολές αυτού λόγω µετατροπής, εξόφλησης, εξαγοράς ή ρύθµισης, καθώς και κάθε πληρωµή ή είσπραξη που αφορά το συγκεκριµένο λογαριασµό.
4. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών ρυθµίζονται θέµατα σχετικά µε:
(α) Τη σύναψη των δηµόσιων δανείων, τίτλων και παραγώγων.
(β) Τις δαπάνες γενικά συνοµολόγησης ή έκδοσης των δανείων, τίτλων και παραγώγων.
(γ) Την προµήθεια κάθε είδους υλικού απαραίτητου για τη σύναψη και εξυπηρέτηση των δανείων, τίτλων και παραγώγων.
(δ) Τη διαχείριση των δανείων, τίτλων και παραγώγων.
(ε) Τη διαχείριση δηµοσίων συµβάσεων προµηθειών ή παροχής υπηρεσιών µεταξύ του Ελληνικού Δηµοσίου και τρίτων.
(στ) Τις διαδικασίες τακτοποίησης, στα έσοδα και στα έξοδα του Προϋπολογισµού, των υποχρεώσεων του Ελληνικού Δηµοσίου που εξοφλούνται µε έκδοση τίτλων. Ρυθµίζονται επίσης θέµατα σχετικά µε την καταγραφή των πράξεων διαχείρισης δηµόσιου χρέους, νοµίσµατος και επιτοκίου που ανακύπτουν από την εφαρµογή του Λογιστικού Σχεδίου της Κεντρικής Διοίκησης.
ζ) Την πραγµατοποίηση και εξυπηρέτηση των δανείων, τίτλων και παραγώγων, τον τρόπο τακτοποίησης των εξόδων που πραγµατοποιούνται για τη σύναψη και εξυπηρέτησή τους και κάθε άλλο σχετικό µε τα δάνεια, τίτλους και παράγωγα του Δηµοσίου θέµα.
η) Τον προσδιορισµό των δαπανών και των εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισµού που δηµιουργούνται χωρίς ταµειακή ροή και τον καθορισµό των διαδικασιών και των δικαιολογητικών για την εµφάνιση στα έσοδα και τα έξοδα του Κρατικού Προϋπολογισµού.
5. Με τις αποφάσεις αυτές µπορεί να ορίζεται η πραγµατοποίηση των ανωτέρω δαπανών και εσόδων της παραγράφου 4, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του παρόντος νόµου.
6. Οι δαπάνες και τα έσοδα του παρόντος άρθρου εµφανίζονται στους λογαριασµούς του προϋπολογισµού (ΚΑΕ εσόδων και εξόδων) και καταγράφονται στους κατάλληλους λογαριασµούς λογιστικής που τηρούνται σύµφωνα µε τα οριζόµενα στο άρθρο 159.
Άρθρο 126
Εγγυήσεις
1. Το Υπουργείο Οικονοµικών είναι αποκλειστικά αρµόδιο για την παροχή εγγυήσεων για λογαριασµό του Δηµοσίου. Το Υπουργείο Οικονοµικών δεν παρέχει εγγυήσεις του Δηµοσίου για την κάλυψη υποχρεώσεων επιχειρήσεων του Δηµοσίου ή ιδιωτικών επιχειρήσεων που είναι εισηγµένες σε οργανωµένη αγορά, µε εξαίρεση:
α. εγγυήσεις που χορηγούνται σύµφωνα µε τις διατά-
ξεις του ν. 3723/2008 (Α΄ 20),
β. εγγυήσεις που παρέχονται στους χρηµατοπιστωτικούς οργανισµούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων κ.λπ.) και στο Ταµείο Κοινωνικής Ανάπτυξης (Τ.Κ.Α.Σ.Ε.) για δάνεια που χορηγούν σε δη-
µόσιες επιχειρήσεις και οργανισµούς και πιστωτικά ιδρύ-
µατα και µόνο για επενδυτικούς σκοπούς,
γ. εγγυήσεις που παρέχονται στην Τράπεζα της Ελλάδος προς εξασφάλιση απαιτήσεων αυτής κατά πιστωτικών ιδρυµάτων,
δ. εγγυήσεις που παρέχονται σε από εταιρείες των οποίων η πλειοψηφία το µετοχικού κεφαλαίου ανήκει στο Ελληνικό Δηµόσιο προκειµένου να διασφαλιστεί η παροχή υπηρεσιών δηµοσίου ενδιαφέροντος.
Το κατά περίπτωση ύψος της προµήθειας για τη χορήγηση των εγγυήσεων για δάνεια προς πιστωτικά ιδρύµατα των περιπτώσεων β΄ και γ΄ καθορίζεται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών, ύστερα από εισήγηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
2. Στην αρµόδια για τις εγγυήσεις του Δηµοσίου Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους τηρούνται ειδικά βιβλία παρακολούθησης των παρεχόµενων εγγυήσεων, στα οποία καταχωρούνται όλα τα στοιχεία που αφορούν την πορεία των σχέσεων του Δηµοσίου από τις εγγυήσεις αυτές.
3. Το Ελληνικό Δηµόσιο, ως εγγυητής, προβαίνει σε εξόφληση των υποχρεώσεών του, που απορρέουν από την κατάπτωση της εγγύησής του µετά από προηγούµενη βεβαίωση, ως εσόδων του, των σχετικών ποσών στην αρµόδια Δηµόσια Οικονοµική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) και µε βάση τα δικαιολογητικά που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και την πλήρη υποκατάστασή του στα δικαιώµατα του δανειστή ή πιστωτή, τόσο κατά του πρωτοφειλέτη, όσο και κατά των εγγυητών και λοιπών συνυπόχρεων.
4. Εάν η εγγύηση δεν χορηγήθηκε έγκυρα λόγω πταίσµατος του δανειστή ή πιστωτή, το Δηµόσιο ελευθερώνεται και τυχόν εντολές πληρωµής, λόγω κατάπτωσης της εγγύησης, ανακαλούνται και εκπίπτονται από τις Δηµόσιες Οικονοµικές υπηρεσίες, όπου έχουν βεβαιωθεί τα αντίστοιχα ποσά, µε µέριµνα της αρµόδιας Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
5. Τα αναγκαία δικαιολογητικά, που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και την πλήρη υποκατάσταση του Δηµοσίου στα δικαιώµατα του δανειστή ή πιστωτή, ο χρόνος και ο τρόπος βεβαίωσης, οι περιπτώσεις έκπτωσης από την αρµόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους βεβαιωµένων ήδη οφειλών και κάθε άλλο σχετικό θέµα, καθορίζονται µε αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών.
6. Οι προς είσπραξη απαιτήσεις του Δηµοσίου ως εγγυητή που υποκαταστάθηκε πλήρως στα δικαιώµατα του δανειστή ή πιστωτή, κατά του οφειλέτη, κατά του εγγυητή και κατά των λοιπών συνυπόχρεων, οι οποίες βεβαιώνονται «µε στενή έννοια» από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου στις Δ.Ο.Υ., παραγράφονται µετά την παρέλευση δέκα (10) ετών από το τέλος του οικονοµικού έτους µέσα στο οποίο, µετά την µε στενή έννοια βεβαίωσή τους, κατέστησαν ληξιπρόθεσµες.
Οι προς είσπραξη απαιτήσεις του Δηµοσίου από την ίδια ως άνω αιτία που έχουν βεβαιωθεί στις Δ.Ο.Υ. µέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου παραγράφονται µετά την παρέλευση δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους δηµοσίευσής του.
Άρθρο 127
Σύσταση και κίνηση τραπεζικών λογαριασµών
1. Απαγορεύεται η σύσταση σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύµατα οποιουδήποτε λογαριασµού του Δηµοσίου, χωρίς απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και χωρίς την εµφάνιση του λογαριασµού στη δηµόσια ληψοδοσία, κατά τα οριζόµενα µε αποφάσεις του Υπουργού αυτού.
2. Η κίνηση των λογαριασµών του Δηµοσίου σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύµατα ενεργείται µε έγγραφες εντολές του Υπουργού Οικονοµικών. Σε περίπτωση δέσµευσης λογαριασµού για ειδικούς σκοπούς του Δηµοσίου απαιτείται προηγούµενη απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών µε την οποία ρυθµίζεται κάθε σχετικό θέµα.
3. Η διαδικασία της προηγούµενης παραγράφου δεν εφαρµόζεται αν ορίζεται διαφορετικά σε νόµους ή συµβάσεις στις οποίες έχει συµπράξει ο Υπουργός Οικονοµικών. Στις περιπτώσεις αυτές οι τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύµατα υποχρεούνται να αναγγέλλουν αµέσως τη γενόµενη εγγραφή στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Για τη χρέωση των λογαριασµών αυτών απαιτείται η έγκριση του Υπουργού Οικονοµικών.
Άρθρο 128
Διαχείριση διαθεσίµων του Δηµοσίου
1. Το Ελληνικό Δηµόσιο για τα διαθέσιµά του σε ευρώ ή συνάλλαγµα δύναται:
α. να συνιστά έντοκους λογαριασµούς σε εµπορικές τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύµατα του εσωτερικού ή του εξωτερικού για την κατάθεση αυτών,
β. να αναθέτει τη διαχείριση αυτών, καθώς και τη διεξαγωγή των συναλλαγών του, στην Τράπεζα της Ελλάδος, στις εµπορικές τράπεζες ή σε οποιονδήποτε άλλο πιστωτικό ίδρυµα του εσωτερικού ή του εξωτερικού που παρέχει τα προς τούτο εχέγγυα.
Η διαχείριση των διαθεσίµων αυτών του Δηµοσίου δύναται να γίνεται και κατά οποιονδήποτε άλλον τρόπο κρίνεται αποδοτικότερος ή προσφορότερος για την προώθηση της γενικότερης οικονοµικής πολιτικής.
2. Τα πιστωτικά υπόλοιπα των λογαριασµών του Δηµοσίου σε ευρώ ή συνάλλαγµα που τηρούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και τα διαθέσιµά του στο εσωτερικό ή το εξωτερικό που κατατίθενται σε αυτή, είναι έντοκα µε επιτόκιο που ανταποκρίνεται στις συνθήκες της αγοράς.
3. Για τον προσδιορισµό του ηµερήσιου ύψους των διαθεσίµων του Ελληνικού Δηµοσίου, λαµβάνονται υπόψη και τα υπόλοιπα των λογαριασµών που τηρούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος σε συνάλλαγµα και προέρχονται από αδιάθετες χρηµατοδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η αξία σε ευρώ των υπολοίπων αυτών υπολογίζεται µε βάση την ισοτιµία µέσης τιµής Fixing ευρώ - ξένου νοµίσµατος, που διαµορφώνεται κατά την ηµέρα του υπολογισµού.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών ρυθµίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία εφαρµογής των προηγούµενων παραγράφων του παρόντος, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέµα για την εφαρµογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.
ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ
Άρθρο 129
Προϋποθέσεις σύναψης συµβάσεων
Συµβάσεις, από τις οποίες δηµιουργούνται υποχρεώσεις σε βάρος του Δηµοσίου, δεν δύναται να συνοµολογηθούν εάν δεν προβλέπονται από γενικές ή ειδικές διατάξεις ή δεν συντελούν στην εκπλήρωση των σκοπών του.
Άρθρο 130
Τύπος συµβάσεων
Για το κύρος σύµβασης του Δηµοσίου µε αντικείµενο αξίας µεγαλύτερης των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ ή που γεννά διαρκή υποχρέωση αυτού, απαιτείται η κατάρτισή της να γίνει µε ιδιωτικό τουλάχιστον έγγραφο. Το ανωτέρω ποσό µπορεί να τροποποιείται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών.
Επί σύµβασης, η αποδοχή της πρότασης δύναται να γίνει και µε χωριστό έγγραφο, η από τον αντισυµβαλλόµενο όµως του Δηµοσίου εκπλήρωση της παροχής του αίρει την εκ της έλλειψης του γραπτού τύπου της αποδοχής ακυρότητα της σύµβασης.
Άρθρο 131
Εκπροσώπηση Δηµοσίου
Επιφυλασσοµένης της ισχύος ειδικών διατάξεων, κάθε σύµβαση του Δηµοσίου καταρτίζεται µόνο από τον αρµόδιο διατάκτη ή από το ειδικά εξουσιοδοτηµένο από αυτόν Δηµόσιο όργανο.
Η εξουσιοδότηση πρέπει να είναι γραπτή και προγενέστερη του χρόνου κατάρτισης της σύµβασης.
Άρθρο 132
Διαδικασίες σύναψης συµβάσεων
1. Για κάθε σύµβαση του Δηµοσίου που συνεπάγεται έσοδο ή δαπάνη αυτού, αν δεν ορίζεται διαφορετικά µε ειδική διάταξη, προηγείται η προβλεπόµενη από τις κατά περίπτωση ισχύουσες διατάξεις διαδικασία του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισµού.
Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η σύναψη συµβάσεων προµήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτέλεσης έργων µε συνοπτική διαδικασία ή διαπραγµάτευση.
2. Κατά τα στάδια αυτών των διαδικασιών για τη σύναψη των ανωτέρω συµβάσεων, οι αναθέτουσες αρχές επιβάλλεται να αναφέρονται σε σαφή και αµερόληπτα κριτήρια επιλογής ώστε να µην υπάρχουν διακρίσεις µεταξύ των διαφόρων προσφερόντων, ανεξάρτητα από το ύψος του προϋπολογισµού, της διαδικασίας που ακολουθείται ή από τη φύση των δραστηριοτήτων της αναθέτουσας αρχής.
3. Οι διαδικασίες για τη σύναψη συµβάσεων προµηθειών προϊόντων που εντάσσονται στο ενιαίο πρόγραµµα κρατικών προµηθειών του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας ορίζονται από τις ειδικές περί προµηθειών του Δηµοσίου ισχύουσες διατάξεις.
4. Οι διαδικασίες σύναψης συµβάσεων παροχής υπηρεσιών, έργων, καθώς και των συµβάσεων προµήθειας προϊόντων που δεν εντάσσονται στο ενιαίο πρόγραµµα προµηθειών του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας ή σε άλλες ειδικές διατάξεις, ρυθµίζονται µε τις διατάξεις του παρόντος.
5. Οι διαδικασίες σύναψης συµβάσεων δηµοσίων έργων, περιλαµβανοµένων και των στρατιωτικών έργων και έργων οχυρώσεως της χώρας ορίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες ειδικές σχετικές διατάξεις.
Άρθρο 133
Διαγωνισµός - Εξαιρέσεις
1. Επιτρέπεται η µε απευθείας ανάθεση σύναψη σύµβασης προµήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτέλεσης έργων για ετήσια δαπάνη µέχρι ποσού είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.
Από το ποσό αυτό και µέχρι εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ απαιτείται διαγωνισµός µε συνοπτική διαδικασία (πρόχειρος) που διενεργείται από τριµελή επιτροπή.
Άνω του ποσού των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ απαιτείται σύναψη σύµβασης για προµήθεια προϊόντων, παροχή υπηρεσιών ή εκτέλεση έργων κατόπιν διενέργειας τακτικού διαγωνισµού (ανοικτού ή κλειστού), βάσει της ισχύουσας νοµοθεσίας.
Οι περιορισµοί των ως άνω ποσών λειτουργούν αθροιστικά για το σύνολο των ανατιθέµενων προµηθειών προϊόντων ή και παρεχόµενων υπηρεσιών, που βαρύνουν τον ίδιο ειδικό φορέα και ΚΑΕ, εντός του οικονοµικού έτους. Στα ανωτέρω ποσά αυτά δεν συµπεριλαµβάνεται ο Φ.Π.Α..
Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών τα ανωτέρω ποσά δύναται να αναπροσαρµόζονται.
Σύναψη σύµβασης παροχής υπηρεσιών µε την ίδια διαδικασία γίνεται και στην περίπτωση µικτής προµήθειας, κατά την οποία η αξία των παρεχόµενων υπηρεσιών υπερβαίνει την αξία των προϊόντων.
2. Επιτρέπεται µε έγκριση του αρµόδιου οργάνου η σύναψη σύµβασης παροχής υπηρεσιών µε διαπραγµάτευση ύστερα από δηµοσίευση σχετικής προκήρυξης:
α. Όταν κατά τη διενέργεια διαγωνισµού οι προσφορές που έχουν υποβληθεί είναι άκυρες ή απαράδεκτες και η επανάληψη του διαγωνισµού κρίνεται από το όργανο που έχει διακηρύξει το διαγωνισµό ασύµφορη για το Δηµόσιο.
Στην περίπτωση αυτή οι όροι της διακήρυξης του διεξαχθέντος διαγωνισµού επιτρέπεται να µεταβληθούν κατά την απευθείας ανάθεση, µόνο για να καταστούν πιο συµφέροντες για το Δηµόσιο.
β. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις όταν πρόκειται για υπηρεσίες που η φύση τους ή αστάθµητοι παράγοντες δεν επιτρέπουν µια προκαταρκτική συνολική τιµολόγηση.
γ. Όταν η φύση των παρεχόµενων υπηρεσιών, ιδίως δε στην περίπτωση πνευµατικών ή χρηµατοπιστωτικών υπηρεσιών, δεν παρέχει τη δυνατότητα διατύπωσης αυτών µε ακρίβεια, ούτως ώστε να συναφθεί σύµβαση µε επιλογή της καλύτερης προσφοράς.
3. Επιτρέπεται µε έγκριση του αρµόδιου οργάνου η σύναψη σύµβασης παροχής υπηρεσιών µε διαπραγµάτευση χωρίς δηµοσίευση σχετικής προκήρυξης:
α. στην περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί καµιά προσφορά ή καµία κατάλληλη προσφορά σε διαγωνισµό ανοικτό ή κλειστό,
β. στην περίπτωση που για λόγους τεχνικούς, καλλιτεχνικούς ή σχετικούς µε την προστασία αποκλειστικών δικαιωµάτων, η εκτέλεση των υπηρεσιών µπορεί να ανατεθεί µόνο σε συγκεκριµένο πρόσωπο,
γ. στην περίπτωση που η σύµβαση αποτελεί συνέχεια ενός διαγωνισµού µελετών, µε εξαίρεση µελέτες τεχνικών έργων, και σύµφωνα µε τους εφαρµοζόµενους κανόνες, πρέπει να ανατεθεί αυτή στο νικητή του διαγωνισµού ή σε έναν από αυτούς,
δ. στην περίπτωση που η έκτακτη και φανερά κατεπείγουσα ανάγκη, πλήρως αιτιολογηµένη από την αρµόδια υπηρεσία, καθιστά αδύνατη την τήρηση των διατάξεων που αφορούν τη διενέργεια διαγωνισµού µε την προϋπόθεση ότι το επείγον δεν θα απορρέει από δική της ευθύνη,
ε. στην περίπτωση συµπληρωµατικών υπηρεσιών που δεν περιλαµβάνονται στην πρώτη σύµβαση, αναγκαίων όµως λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας της αρχικής σύµβασης, όταν αυτές δεν µπορούν να διαχωριστούν από την κύρια σύµβαση ή όταν µπορούν να διαχωριστούν, είναι όµως απόλυτα αναγκαίες για την ολοκλήρωσή της.
Οι συµπληρωµατικές αυτές υπηρεσίες δεν µπορούν να υπερβαίνουν το πενήντα τοις εκατό (50%) της αξίας της κύριας σύµβασης. στ. Στην περίπτωση νέων υπηρεσιών που συνιστούν επανάληψη παρόµοιων υπηρεσιών που είχαν ανατεθεί µε τακτικό διαγωνισµό στον αρχικό ανάδοχο και αποτελούν συνέχεια ή συµπλήρωση της αρχικής σύµβασης, µε την προϋπόθεση ότι δεν έχει παρέλθει τριετία από αυτή και εξασφαλίζονται οι ίδιοι όροι και προϋποθέσεις µε δυνατότητα τιµαριθµικής αναπροσαρµογής.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 ισχύουν ανάλογα και για τη σύναψη συµβάσεων προµηθειών ή έργων, σε συνδυασµό µε τις ειδικές γι’ αυτές ισχύουσες διατάξεις.
Άρθρο 134
Προκαταβολές του Δηµοσίου
Επιτρέπεται η χορήγηση προκαταβολής µε την υπογραφή της σύµβασης προµήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτέλεσης έργων, εφόσον προβλέπεται απ` αυτήν και τις ισχύουσες διατάξεις, µέχρι ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) της συµβατικής αιτίας. Η προκαταβολή είναι έντοκη και χορηγείται µε την κατάθεση ισόποσης εγγυητικής επιστολής σύµφωνα µε τις ισχύουσες διατάξεις.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζεται το ύψος του επιτοκίου.
Άρθρο 135
Ακυρότητα συµβάσεων
Η καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 129 έως και 134 επάγεται την απόλυτη ακυρότητα της σύµβασης. Από την ακυρότητα αυτής και τη σχετική παρανοµία των οργάνων του Δηµοσίου δεν γεννάται υποχρέωση αυτού προς αποζηµίωση του αντισυµβαλλοµένου, στην περίπτωση που τα αρµόδια όργανα εκ προθέσεως παραβίασαν τις σχετικές διατάξεις και αυτός γνώριζε την παρανοµία ή συνετέλεσε στην παραβίαση των διατάξεων.
ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ, ΚΑΤΑΣΧΕΣΕΙΣ, ΕΚΧΩΡΗΣΕΙΣ
Άρθρο 136
Παραγραφή απαιτήσεων του Δηµοσίου
1. Χρηµατική απαίτηση του Δηµοσίου δεν παραγράφεται πριν να βεβαιωθεί πράγµατι προς είσπραξη ως δηµόσιο έσοδο στην αρµόδια Δ.Ο.Υ. ή το αρµόδιο Τελωνείο (βεβαίωση µε στενή έννοια), µε την επιφύλαξη των διατάξεων περί επιβολής φόρων και λοιπών δηµοσίων εσόδων που εµπίπτουν στο πεδίο εφαρµογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α΄ 170). Η ρύθµιση αυτή παραµένει σε ισχύ και στην περίπτωση που καθυστερεί η βεβαίωση µε στενή έννοια.
2. Η χρηµατική απαίτηση του Δηµοσίου µαζί µε τα πρόστιµα, τους τόκους και τις προσαυξήσεις που έχουν βεβαιωθεί παραγράφονται µετά την παρέλευση πενταετίας από τη λήξη του οικονοµικού έτους µέσα στο οποίο βεβαιώθηκε µε στενή έννοια και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσµη.
3. Χρηµατική απαίτηση του Δηµοσίου που:
α. απορρέει από σύµβαση που αυτό έχει καταρτίσει, στην οποία περιλαµβάνεται και η σύµβαση εκείνη που βασίζεται σε πρακτικό του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους περί εξωπτωχευτικής ρύθµισης του τρόπου καταβολής πτωχευτικών προς το Δηµόσιο χρεών και η οποία εξοµοιώνεται πλήρως µε την µεταπτωχευτική έννοµη σχέση του πτωχού,
β. απορρέει από τελεσίδικη απόφαση (αναγνωριστική
ή καταψηφιστική) οποιουδήποτε δικαστηρίου,
γ. γεννήθηκε συνεπεία άπιστης διαχείρισης,
δ. απορρέει από διάταξη τελευταίας βούλησης,
ε. αφορά σε περιοδικές παροχές, στ. γεννήθηκε από καταλογισµό που έγινε από οποια-
δήποτε αρµόδια δηµόσια αρχή,
ζ. γεννήθηκε από αυτοτελή πρόστιµα που επιβλήθηκαν
από διοικητικές αρχές,
η. αφορά σε απόδοση παρακρατηθέντων ή για λογαριασµό αυτού εισπραχθέντων φόρων, τελών και δικαιω-
µάτων,
θ. απορρέει από κατάπτωση εγγυήσεων τρίτων, παραγράφεται µετά εικοσαετία από τη λήξη του έτους µέσα στο οποίο έγινε η µε στενή έννοια βεβαίωση αυτής.
4. Χρηµατική απαίτηση του Δηµοσίου, που περιήλθε σε αυτό µε οποιονδήποτε τρόπο και οποιαδήποτε αιτία, υπόκειται στην προβλεπόµενη από τις κείµενες διατάξεις παραγραφή, που δεν δύναται όµως, σε κάθε περίπτωση, να συµπληρωθεί στο πρόσωπο του Δηµοσίου προ της παρόδου πέντε ετών από τη λήξη του οικονοµικού έτους µέσα στο οποίο έγινε η µε στενή έννοια βεβαίωση αυτής.
5. Απαιτήσεις του Δηµοσίου εκ δασµών, φόρων, τελών και λοιπών δικαιωµάτων η είσπραξη των οποίων έχει ανατεθεί στα Τελωνεία, εφόσον δεν έχουν βεβαιωθεί ή βεβαιώθηκαν ελλιπώς, παραγράφονται µετά την παρέλευση τριετίας από την ηµεροµηνία κατά την οποία κατέστη απαιτητή η οφειλή.
Απαιτήσεις του Δηµοσίου από δασµούς, φόρους, τέλη και λοιπά δικαιώµατα που βεβαιώθηκαν στα τελωνεία παραγράφονται µετά παρέλευση δεκαετίας από τη λήξη του οικονοµικού έτους εντός του οποίου αυτές βεβαιώθηκαν κατά τις ειδικότερες διατάξεις της τελωνειακής νοµοθεσίας.
Ως χρόνος γένεσης αξίωσης για είσπραξη δασµών, φόρων, τελών και λοιπών δικαιωµάτων επί εµπορευµάτων που βρίσκονται υπό τελωνειακή παρακολούθηση την οποία επιβάλλει η προσωρινή εναπόθεση των εµπορευµάτων αυτών ή η υπαγωγή τους σε τελωνειακό καθεστώς, το οποίο συνεπάγεται τελωνειακή παρακολούθηση, θεωρείται για την παραγραφή το χρονικό σηµείο, κατά το οποίο πραγµατοποιείται η διαφυγή του εµπορεύµατος από την τελωνειακή παρακολούθηση και όπου αυτό δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί, το χρονικό σηµείο διαπίστωσης της διαφυγής.
Άρθρο 137
Αναστολή παραγραφής απαιτήσεων του Δηµοσίου
1. Η παραγραφή των απαιτήσεων του Δηµοσίου, πλην εκείνων για τις οποίες εφαρµόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), αναστέλλεται για τους λόγους που προβλέπονται από την ισχύουσα νοµοθεσία.
2. Η παραγραφή αυτή αναστέλλεται επίσης:
α. Για χρονικό διάστηµα ίσο µε το χρόνο για τον οποίο είχε χορηγηθεί στον υπόχρεο ή σε συνυπόχρεο, κατά την τελευταία διετία της παραγραφής, αναστολή πληρωµής του χρέους του ή διευκόλυνση τµηµατικής καταβολής είτε µε νόµο είτε µε δικαστική απόφαση είτε µε πράξη της αρµόδιας αρχής, που εκδίδεται ύστερα από αίτηση του υπόχρεου, ανεξάρτητα αν έχει συµµορφωθεί ή όχι εν όλω ή εν µέρει ο υπόχρεος.
β. Για χρονικό διάστηµα ίσο µε το χρόνο κατά τον οποίο έχει εµποδιστεί το Δηµόσιο να επιδιώξει την είσπραξη του χρέους µε αναγκαστικά µέτρα, λόγω αναστολής εκτέλεσης που έχει χορηγηθεί µε διάταξη νόµου. Στις περιπτώσεις αυτές (α΄ και β΄), η παραγραφή συνεχίζεται µετά τη λήξη της αναστολής της και σε καµία περίπτωση δεν συµπληρώνεται πριν περάσει ένα (1) έτος από τη λήξη είτε της αναστολής πληρωµής ή της παραβιάσεως της υποχρέωσης τµηµατικής καταβολής, είτε της αναστολής λήψης των αναγκαστικών µέτρων αντίστοιχα.
γ. Κατά τη διάρκεια ανηλικότητας του οφειλέτη ή και δύο (2) έτη µετά την ενηλικίωση αυτού, αν η κληρονοµία στερείται ενεργητικού, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή µη κηδεµόνα ή επιτρόπου του ανηλίκου.
3. Ο χρόνος της παραγραφής κάθε απαίτησης του Δηµοσίου παρατείνεται για δύο (2) έτη, σε περίπτωση που ο οφειλέτης κατά την τελευταία διετία του χρόνου της παραγραφής διέµεινε στο εξωτερικό για χρόνο µεγαλύτερο του µηνός, συνεχόµενα ή µη.
4. Σε περίπτωση δικαστικής αµφισβήτησης από οποιονδήποτε είτε του νόµιµου τίτλου γενικά της απαίτησης του Δηµοσίου είτε της νοµιµότητας της βεβαίωσης αυτής µε στενή έννοια είτε της για οποιονδήποτε λόγο εγκυρότητας πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης προς είσπραξη απαίτησης του Δηµοσίου (διοικητικής εκτέλεσης), η προβλεπόµενη παραγραφή της απαίτησης του Δηµοσίου προς βεβαίωση (µε ευρεία έννοια) ή προς είσπραξη της βεβαιωµένης απαίτησής του αναστέλλεται µέχρι την έκδοση επί της δικαστικής αυτής διένεξης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης και δεν συµπληρώνεται σε κάθε περίπτωση πριν από την πάροδο ενός (1) έτους από την, µε επιµέλεια των αντιδίκων του Δηµοσίου, κοινοποίηση µε δικαστικό επιµελητή στον Προϊστάµενο της αρµόδιας Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου και τον Υπουργό Οικονοµικών της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης.
Σε περίπτωση ακύρωσης κατάσχεσης ή άλλης πράξης της διοικητικής εκτέλεσης, και, εντός της προθεσµίας του προηγούµενου εδαφίου, επανάληψης της ίδιας ή άλλης πράξης αναγκαστικής (διοικητικής) εκτέλεσης, επί του ιδίου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, του ιδίου ή άλλου προσώπου κατά το νόµο ευθυνοµένου, η, µε την ακυρωθείσα πράξη, επελθούσα διακοπή της παραγραφής λογίζεται ως µηδέποτε εξαλειφθείσα.
Άρθρο 138
Διακοπή παραγραφής απαιτήσεων του Δηµοσίου
1. Την παραγραφή χρηµατικής απαίτησης του Δηµοσίου, πλην εκείνων για τις οποίες εφαρµόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας
(ν. 4174/2013), διακόπτει:
α. Η κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή συνοφειλέτη ή τρίτου εγγυητή αυτών, ανεξάρτητα αν αυτή ενεργείται εις χείρας αυτών ή εις χείρας τρίτου ή αν κοινοποιήθηκε στον καθ’ ου η κατάσχεση.
β. Η έκδοση προγράµµατος πλειστηριασµού, ανεξάρτητα από την κοινοποίηση ή µη αυτού στον καθ’ ου έχει εκδοθεί το πρόγραµµα.
γ. Η αναγγελία προς επαλήθευση στην πτώχευση είτε του οφειλέτη είτε φυσικού ή νοµικού προσώπου συνυπόχρεου µε αυτόν ή για τα χρέη του οποίου ευθύνεται το πρόσωπο αυτό. Η αναγγελία στην πτώχευση επάγεται τη διακοπή, εφόσον κοινοποιείται είτε στον γραµµατέα του πτωχευτικού δικαστηρίου, είτε στο σύνδικο της πτώχευσης. Ειδικά, επί των µη προνοµιακών απαιτήσεων του Δηµοσίου, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι (6) µήνες µετά την µε επιµέλεια του οφειλέτη κοινοποίηση µε δικαστικό επιµελητή στον αρµόδιο προϊστάµενο Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείου της τελεσίδικης απόφασης περί επικύρωσης του πτωχευτικού συµβιβασµού. Η ένωση των πιστωτών ή η αποκατάσταση του πτωχού, καθώς και η ανάκληση της περί κήρυξης της πτωχεύσεως δικαστικής απόφασης ή η ακύρωση ή διάρρηξη του πτωχευτικού συµβιβασµού δεν επάγονται έναρξη εκ νέου της διακοπείσας µε την αναγγελία παραγραφής.
δ. Η αναγγελία προς κατάταξη σε πλειστηριασµό περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή των λοιπών ανωτέρω στην περίπτωση γ΄ αναφερόµενων προσώπων.
ε. Η αναγγελία στον εκκαθαριστή κληρονοµίας ή στον εκκαθαριστή διαλυθέντος νοµικού προσώπου. Εάν επί διάλυσης νοµικού προσώπου δεν υπάρχει αµέσως γνωστός εκκαθαριστής βάσει του καταστατικού αυτού ή δικαστικής απόφασης, η παραγραφή της απαίτησης του Δηµοσίου αναστέλλεται µέχρι ορισµού του εκκαθαριστή και έξι (6) µήνες µετά τον ορισµό αυτού.
στ. Η εγγραφή υποθήκης ή προσηµείωσης υποθήκης επί ακινήτου οποιουδήποτε από τα αναφερόµενα ανωτέρω στην περίπτωση γ΄ πρόσωπα. Η εξάλειψη αυτών εντός του χρόνου της νέας παραγραφής, χωρίς τη γραπτή συναίνεση του Δηµοσίου, δεν αναιρεί τη διακοπή για ένα (1) έτος µετά τη γραπτή γνωστοποίηση υπό του οφειλέτη προς την αρµόδια Δ.Ο.Υ. της γενοµένης εξάλειψης.
ζ. Κάθε πράξη της εκτέλεσης και κάθε διαδικαστική ως προς τον πίνακα κατάταξης πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την έναρξη της κατά τον Κώδικα Είσπραξης Δηµοσίων Εσόδων διοικητικής (αναγκαστικής) εκτέλεσης µέχρι να καταστεί αµετάκλητος ο πίνακας κατατάξεως δανειστών. Η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι (6) µήνες από τη µε δικαστικό επιµελητή, µε επιµέλεια των αντιδίκων, κοινοποίησης στο Δηµόσιο της επί του πίνακα κατάταξης δανειστών αµετάκλητης δικαστικής απόφασης.
η. Η κοινοποίηση ατοµικής ειδοποίησης στον οφειλέτη
ή συνοφειλέτη ή εγγυητή.
2. Η άρση της κατάσχεσης ή εξάλειψη υποθήκης ή ανάκληση άλλης εκ των ανωτέρω πράξης διοικητικής ή αναγκαστικής εκτέλεσης, από την αρµόδια Δ.Ο.Υ. ή από άλλη αρµόδια προς τούτο διοικητική αρχή, δεν εξαλείφει αναδροµικά τη διακοπή της παραγραφής, η οποία αρχίζει εκ νέου από την ηµεροµηνία της άρσης ή της εξάλειψης ή της ανάκλησης, αντίστοιχα.
3. Επί περισσότερων συνοφειλετών, που ευθύνονται διαιρετά ή εις ολόκληρον, στους οποίους περιλαµβάνεται και ο εγγυητής, η διακοπή της παραγραφής της απαίτησης του Δηµοσίου ως προς έναν από αυτούς ενεργεί και κατά των λοιπών.
4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου οι κατά τις γενικές διατάξεις λόγοι διακοπής της παραγραφής ισχύουν και για τις απαιτήσεις του Δηµοσίου.
Άρθρο 139
Συνέπειες παραγραφής απαιτήσεων του Δηµοσίου
Η απαίτηση του Δηµοσίου που έχει παραγραφεί αντιτάσσεται σε συµψηφισµό και για τρία (3) έτη µετά τη συµπλήρωση της παραγραφής. Κατά τα λοιπά η παραγραφή και επί της απαίτησης του Δηµοσίου έχει τις από την κείµενη νοµοθεσία προβλεπόµενες συνέπειες, µε την επιφύλαξη της ισχύος των διατάξεων του ν.δ. 356/1974.
Άρθρο 140
Παραγραφή απαιτήσεων κατά του Δηµοσίου
1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δηµοσίου, πλην εκείνων για τις οποίες εφαρµόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α΄ 170), παραγράφεται µετά την παρέλευση πενταετίας, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής.
2. Η κατά του Δηµοσίου απαίτηση προς επιστροφή αχρεωστήτως ή παρά το νόµο καταβληθέντος σ` αυτό χρηµατικού ποσού παραγράφεται µετά τρία (3) έτη, από την καταβολή. Για τα τελωνειακά έσοδα ισχύουν οι ειδικές διατάξεις του άρθρου 32 του Τελωνειακού Κώδικα (ν.2960/2001, Α΄ 265). Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρµόζονται και επί ποσών που εισπράττονται από το Δηµόσιο για λογαριασµό τρίτων.
3. Η απαίτηση οποιουδήποτε των µε σχέση δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δηµοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ` αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζηµιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανοµία των οργάνων του Δηµοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισµού διατάξεις παραγράφεται µετά την παρέλευση διετίας από τη γένεσή της.
4. Η παραγραφή του δικαιώµατος των περιπτώσεων της παραγράφου 3 είναι δέκα (10) ετών.
5. Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων των συνταξιούχων εν γένει και βοηθηµατούχων του Δηµοσίου, καθώς και των κληρονόµων αυτών από καθυστερούµενες συντάξεις, επιδόµατα και βοηθήµατα είναι δύο (2) ετών, έστω και αν έχουν ενταλθεί εσφαλµένα. Οι εντελλόµενες δεδουλευµένες συντάξεις, βοηθήµατα ή επιδόµατα κατά την εκτέλεση πράξεων ή αποφάσεων κανονισµού συντάξεως ή βοηθήµατος παραγράφονται σε δύο (2) χρόνια, που αρχίζουν µετά την παρέλευση τριµήνου από τη χρονολογία έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασης.
6. Χρηµατική απαίτηση κατά του Δηµοσίου, που έχει αναγνωρισθεί σύµφωνα µε τη διαδικασία που προβλέπεται από τη νοµοθεσία περί Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους ή που έχει βεβαιωθεί µε τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή για την οποία έχει εκδοθεί τίτλος πληρωµής, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, που αρχίζει από την αναγνώριση ή την τελεσιδικία ή την έκδοση του τίτλου πληρωµής, αντίστοιχα.
Άρθρο 141
Έναρξη παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δηµοσίου
Η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δηµοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονοµικού έτους µέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, µε την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του νόµου αυτού. Προκειµένου όµως περί δασµών, φόρων, τελών και λοιπών δικαιωµάτων που εισπράττονται στα Τελωνεία, η παραγραφή αρχίζει από τη βεβαίωση αυτών.
Άρθρο 142
Αναστολή παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δηµοσίου
Οι περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις των άρθρων 257 έως 259 του Αστικού Κώδικα, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόµο, εφαρµόζονται και επί απαιτήσεων κατά του Δηµοσίου. Η παραγραφή απαίτησης κατά του Δηµοσίου αναστέλλεται για όσο χρόνο ο έχων την απαίτηση λόγω ανωτέρας βίας έχει εµποδιστεί να ασκήσει την αξίωση µέσα στο τελευταίο εξάµηνο του χρόνου της παραγραφής.
Άρθρο 143
Διακοπή παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δηµοσίου
Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηµατικών απαιτήσεων κατά του Δηµοσίου διακόπτεται µόνο:
α. Με την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών.
β. Με την υποβολή στην αρµόδια δηµόσια αρχή αίτησης για την πληρωµή της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρµόδιας για την πληρωµή της απαίτησης αρχής. Αν η αρµόδια δηµόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει µετά πάροδο έξι (6) µηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή.
γ. Με την υποβολή αίτησης προς το Νοµικό Συµβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία θεώρησης ή έγκρισης του οικείου πρακτικού του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους. Αν δεν εκδοθεί πρακτικό, η παραγραφή αρχίζει µετά την πάροδο έξι (6) µηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή.
δ. Με την επίδοση επιταγής για εκτέλεση, όπου αυτή
επιτρέπεται.
ε. Με την έκδοση τίτλου πληρωµής. Η ολική ή µερική
συµψηφιστική εξόφληση δεν διακόπτει την παραγραφή.
στ. Με την αναγνώριση της απαίτησης από το Δηµόσιο µε πρακτικό του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονοµικών. Αυτό ισχύει επί οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δηµοσίου, συµπεριλαµβανοµένης και της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισµό.
Άρθρο 144
Συνέπειες παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δηµοσίου
Η παραγραφείσα απαίτηση κατά του Δηµοσίου δεν αντιτάσσεται για συµψηφισµό. Κάθε ποσό που κατέβαλε το Δηµόσιο µετά την παραγραφή της απαιτήσεως κατ’ αυτού, έστω και αν γνώριζε την παραγραφή, δικαιούται να το αναζητήσει. Παραίτηση του Δηµοσίου από τη συµπληρωµένη παραγραφή ή η µε οποιονδήποτε τρόπο αναγνώριση από αυτό της παραγεγραµµένης απαίτησης είναι άκυρη. Η παραγραφή λαµβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια.
Άρθρο 145
Κατάσχεση εις χείρας του Δηµοσίου και εκχώρηση
1. Η κατάσχεση χρηµατικής απαίτησης εις χείρας του Δηµοσίου, ως τρίτου, γίνεται, τηρουµένων και των λοιπών όρων και προϋποθέσεων, οι οποίες προβλέπονται από την κείµενη νοµοθεσία, µε κοινοποίηση του κατασχετηρίου σωρευτικά:
α. στην αρµόδια για την πληρωµή της συγκεκριµένης οφειλής του Δηµοσίου υπηρεσία ή στην οικεία χρηµατική διαχείριση,
β. στις αρµόδιες, για τη φορολογία εισοδήµατος τόσο του καθ’ ου η κατάσχεση, όσο και του κατάσχοντος, Δ.Ο.Υ..
2. Στο κατασχετήριο εις χείρας του Δηµοσίου, πρέπει αναγκαία να αναφέρεται σαφώς η ακριβής αιτία της οφειλής του Δηµοσίου, το πρόσωπο του δικαιούχου της σχετικής απαίτησης µε την ακριβή διεύθυνσή του και το ποσό αυτής, καθώς και ο αριθµός φορολογικού µητρώου τόσο του κατάσχοντος, όσο και του καθ’ ου η κατάσχεση.
3. α. Η κατάσχεση εις χείρας του Δηµοσίου ολοκληρώνεται µόνο από την ηµεροµηνία κοινοποίησης του κατασχετηρίου στην, κατά την παράγραφο 1, αρµόδια για την πληρωµή της συγκεκριµένης οφειλής του Δηµοσίου υπηρεσία, η οποία όµως, για να είναι έγκυρη, πρέπει αφενός µεν να γίνει χρονικά τελευταία από τις αναφερόµενες στην ίδια παράγραφο λοιπές κοινοποιήσεις και αφετέρου να συνοδεύεται από νόµιµα από αρµόδιο δικαστικό επιµελητή επικυρωµένα αντίγραφα των επιδοτηρίων όλων των κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου αναγκαίων προηγουµένων εγκύρων επιδόσεων του κατασχετηρίου αυτού στις ανωτέρω Δ.Ο.Υ., χωρίς να απαιτείται πρόσθετη κοινοποίηση του κατασχετηρίου στον Υπουργό Οικονοµικών (άρθρο 5 του διατάγµατος της 26.6/10.7.1944 «Περί Κώδικος των Νόµων περί Δικών του Δηµοσίου»).
β. Η προθεσµία υποβολής της, κατ’ άρθρο 985 παραγράφου 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας, δήλωσης του Δηµοσίου, ως τρίτου, είναι τριάντα (30) ηµέρες και αρχίζει από την εποµένη της επίδοσης του κατασχετηρίου στην αρµόδια για την πληρωµή της συγκεκριµένης οφειλής του Δηµοσίου υπηρεσία, ο προϊστάµενος της οποίας είναι αρµόδιος για την υποβολή της ανωτέρω δηλώσεως στη γραµµατεία του ειρηνοδικείου του τόπου όπου εδρεύει η υπηρεσία.
4. Οι διατάξεις των προηγούµενων παραγράφων εφαρµόζονται ανάλογα και επί αναγγελίας εκχώρησης απαίτησης κατά του Δηµοσίου. Η αναγγελία τέτοιας εκχώρησης πρέπει, επί ποινή ακυρότητας αυτής, να καταχωρίζεται στο κάτω µέρος του νόµιµα συντεταγµένου πρωτοτύπου ή επικυρωµένου αντιγράφου του εκχωρητηρίου εγγράφου.
5. Η µη τήρηση των διατάξεων του παρόντος άρθρου επάγεται την ακυρότητα της εις χείρας του Δηµοσίου κατάσχεσης ή της προς αυτό αναγγελίας εκχώρησης απαίτησης, λαµβανοµένων υπόψη υπό των δικαστηρίων και αυτεπάγγελτα. Επί άκυρης εις χείρας του κατάσχεσης, το Δηµόσιο δεν υποχρεούται σε καµία δήλωση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΙΠΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΓΕΝΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Άρθρο 146
Σύσταση Υπηρεσιών Δηµοσιονοµικού Ελέγχου
(Υ.Δ.Ε.) σε Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α., δηµόσιους οργανισµούς και επιχειρήσεις
1. Με προεδρικά διατάγµατα, που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονοµικών, δύνανται να συνιστώνται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, Υ.Δ.Ε. για τον έλεγχο, την εκκαθάριση και την εντολή πληρωµής δαπανών Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α., δηµοσίων επιχειρήσεων, αυτοτελών δηµοσίων υπηρεσιών διοικητικά ή οικονοµικά αποκεντρωµένων ή ανεξάρτητων κρατικών αρχών και οργανισµών κοινής ωφέλειας ή κοινωνικής ασφάλισης.
Με όµοια προεδρικά διατάγµατα µπορεί να ανατίθενται οι ανωτέρω αρµοδιότητες σε ήδη υφιστάµενες Υ.Δ.Ε..
Οι ανωτέρω Υ.Δ.Ε. είναι ανεξάρτητες από τους ανωτέρω φορείς, σύµφωνα µε το άρθρο 89.
2. Με τα προεδρικά διατάγµατα της παραγράφου 1 καθορίζεται και η σε προσωπικό σύνθεση των Υ.Δ.Ε. που συνιστώνται και είναι δυνατή η ανάλογη αύξηση των οργανικών θέσεων προσωπικού του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
3. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών οι δαπάνες προσωπικού και λειτουργίας των ανωτέρω υπηρεσιών καταβάλλονται σε βάρος των πιστώσεων του Υπουργείου Οικονοµικών (Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους) και αποδίδονται από τους φορείς της παραγράφου 1 στο Δηµόσιο.
4. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών ρυθµίζονται τα της λειτουργίας των υπηρεσιών που συνιστώνται µε τις διατάξεις του παρόντος νόµου, ανάλογα µε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των φορέων της παραγράφου 1 και καθορίζεται κάθε άλλο αναγκαίο για την εφαρµογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου θέµα.
Άρθρο 147
Μνηµόνια συνεργασίας, µηνιαίο πρόγραµµα εκτέλεσης προϋπολογισµών στους λοιπούς φορείς της Γενικής Κυβέρνησης πλην Ο.Τ.Α.
1. Μεταξύ του εποπτεύοντος Υπουργείου και των φορέων, που εποπτεύονται από αυτό, πλην Ο.Τ.Α., δύνανται να συνάπτονται µνηµόνια συνεργασίας, µε την εφαρµογή των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 70, ως προς το υποχρεωτικό, κατ’ ελάχιστον, περιεχόµενό τους. Με απόφαση του εποπτεύοντος Υπουργού δύνανται να ορίζονται και επιπλέον του κατά τα ανωτέρω ελάχιστου περιεχόµενου, στοιχεία τα οποία περιλαµβάνονται στο µνηµόνιο συνεργασίας.
2. Όλοι οι λοιποί φορείς της Γενικής Κυβέρνησης των οποίων ο προϋπολογισµός υπερβαίνει συγκεκριµένο ποσό που καθορίζεται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και δύναται να αναπροσαρµόζεται κατ’ έτος, υποβάλλουν, µέχρι την 31η Ιανουαρίου κάθε έτους, πρόγραµµα εκτέλεσης του προϋπολογισµού τους στον προϊστάµενο οικονοµικών υπηρεσιών του εποπτεύοντος Υπουργείου, ο οποίος το διαβιβάζει στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, κατ’ εφαρµογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 70.
3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών δύνανται να εξειδικεύονται τα στοιχεία που υποβάλλονται από τους φορείς και να καθορίζεται κάθε άλλο σχετικό θέµα σχετικά µε τη διαδικασία παρακολούθησης της εκτέλεσης των προϋπολογισµών που έχουν εγκριθεί.
ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ν.Π.Ι.Δ. ΚΑΙ Δ.Ε.Κ.Ο. ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Α΄ ΤΟΥ Ν. 3429/2005
Άρθρο 148
Παρακολούθηση, αναθεώρηση προϋπολογισµών του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3429/2005
1. Οι Δ.Ε.Κ.Ο. και τα Ν.Π.Ι.Δ. του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3429/2005 (Α΄ 314) υποβάλλουν στις αρµόδιες Διευθύνσεις του Γενικού Λογιστηρίου τους Κράτους τους ετήσιους προϋπολογισµούς τους, οι οποίοι πρέπει να είναι σύµφωνοι µε τους δηµοσιονοµικούς στόχους του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής, όπως τροποποιείται και ισχύει κάθε φορά, καθώς και τους τριµηνιαίους στόχους για τις βασικές κατηγορίες εσόδων και εξόδων. Πέραν των οριζοµένων στο άρθρο 7 του ν. 3429/2005, εντός ενός µηνός από την ηµεροµηνία ψήφισης του Κρατικού Προϋπολογισµού, οι ετήσιοι προϋπολογισµοί των ως άνω φορέων εξειδικεύονται σε µηνιαία και τριµηνιαία βάση από την αρµόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου τους Κράτους, σε συνεργασία µε τις διοικήσεις των φορέων, και κοινοποιούνται στις αρµόδιες υπηρεσίες των Υπουργείων που ασκούν εποπτεία και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Οι διοικήσεις των φορέων πρέπει να διασφαλίζουν ότι δεν υπάρχουν αρνητικές αποκλίσεις και να λαµβάνουν εγκαίρως όλα τα απαραίτητα µέτρα προς το σκοπό αυτόν. Η εκτέλεση των ετήσιων εγκεκριµένων προϋπολογισµών των προαναφερόµενων φορέων παρακολουθείται σε µηνιαία και τριµηνιαία βάση από τις αρµόδιες διευθύνσεις του Γενικού Λογιστηρίου τους Κράτους.
2. Ως προς τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία αναθεώρησης των προϋπολογισµών των φορέων του κεφαλαίου Α΄ του ν. 3429/2005 εφαρµόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του ν. 4111/2013.
3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών δύνανται να εξειδικεύονται οι λεπτοµέρειες σχετικά µε τη διαδικασία παρακολούθησης της εκτέλεσης των προϋπολογισµών που έχουν ήδη εγκριθεί, τα στοιχεία που υποβάλλονται από τους φορείς και κάθε άλλο σχετικό θέµα για την εφαρµογή της παρούσας παραγράφου.
ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Ο.Τ.Α.
Άρθρο 149
Παρακολούθηση της εκτέλεσης των προϋπολογισµών των Ο.Τ.Α.
1. Το Παρατηρητήριο Οικονοµικής Αυτοτέλειας των Ο.Τ.Α. ελέγχει την ορθή εκτέλεση των προϋπολογισµών και την εν γένει πορεία των οικονοµικών των Ο.Τ.Α. και των νοµικών τους προσώπων που εντάσσονται στο Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης, όπως αποτυπώνονται στο «Ολοκληρωµένο Πλαίσιο Δράσης» (Ο.Π.Δ.). Το Ο.Π.Δ. υποχρεωτικά συνοψίζει τα στοιχεία του ετήσιου προϋπολογισµού του Ο.Τ.Α. και των νοµικών του προσώπων, αποτυπώνει το οικονοµικό αποτέλεσµα και τις απλήρωτες υποχρεώσεις και εγκρίνεται από την αρµόδια, για την εποπτεία του Ο.Τ.Α., αρχή. Η αρχή αυτή υποχρεούται να αποστέλλει στο Παρατηρητήριο, σε ηλεκτρονική µορφή, το Ο.Π.Δ. που υποβάλλεται σε αυτή από τους Ο.Τ.Α. προς έγκριση, καθώς και αυτό που τελικώς εγκρίνεται από αυτήν, το οποίο αναρτάται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εσωτερικών και του οικείου Ο.Τ.Α.. Το Ο.Π.Δ. περιλαµβάνει υποχρεωτικά µηνιαίους και τριµηνιαίους στόχους σύµφωνα µε τα οριζόµενα στο άρθρο 70 και το ακριβές περιεχόµενο του καθορίζεται µε την κοινή υπουργική απόφαση της παραγράφου 3.
2. Το Παρατηρητήριο αξιολογεί τις προβλέψεις των εσόδων που παρουσιάζουν οι Ο.Τ.Α. στο Ο.Π.Δ. και διατυπώνει προτάσεις τροποποίησης τους, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο και ιδίως όταν τα έσοδα εµφανίζονται υπερεκτιµηµένα και µη ρεαλιστικά. Το Παρατηρητήριο αξιολογεί και ελέγχει την πορεία της εκτέλεσης του προϋπολογισµού µε βάση τα µηνιαία στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισµού, που παρακολουθεί η Γενική Διεύθυνση Οικονοµικών Υπηρεσιών, καθώς και µε πρόσθετα στοιχεία που παρέχει ο Ο.Τ.Α., εφόσον του ζητηθεί.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και Εσωτερικών δύναται να µετονοµάζεται το «Ολοκληρωµένο Πλαίσιο Δράσης» και να ρυθµίζονται ζητήµατα λειτουργίας του Παρατηρητηρίου, καθώς και κάθε αναγκαίο θέµα για την εφαρµογή του παρόντος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΟΛΟΓΟΙ
Άρθρο 150
Διακρίσεις και εποπτεία δηµοσίων υπολόγων
1. Δηµόσιος υπόλογος είναι όποιος διαχειρίζεται, έστω και χωρίς νόµιµη εξουσιοδότηση, χρήµατα, αξίες ή υλικό που ανήκουν στο Δηµόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και οποιοσδήποτε άλλος θεωρείται από το νόµο δηµόσιος υπόλογος.
2. Οι δηµόσιοι υπόλογοι διακρίνονται σε:
α. Υπολόγους χρηµατικών ενταλµάτων προπληρωµής
και προσωρινών.
β. Διαχειριστές πάγιων προκαταβολών.
γ. Εφοριακούς και τελωνειακούς υπολόγους.
δ. Ειδικούς ταµίες.
ε. Υπολόγους Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α..
στ. Διαχειριστές έργων του προγράµµατος δηµοσίων
επενδύσεων.
3. Οι δηµόσιοι υπόλογοι υπάγονται στον έλεγχο και εποπτεία:
α. Του Υπουργού Οικονοµικών, εξαιρουµένων των υπολόγων των διαχειρίσεων χρηµατικού και υλικού των Ενόπλων Δυνάµεων και του Υπουργείου Δηµόσιας Τάξης, και Προστασίας του Πολίτη για τους οποίους εφαρµόζονται οι ιδιαίτεροι κανονισµοί που διέπουν τις διαχειρίσεις αυτές.
β. Του οικείου διατάκτη.
γ. Του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που ασκείται σύµφωνα µε τις διατάξεις που ισχύουν γι’ αυτό.
Κατά τον έλεγχο και εποπτεία των υπολόγων των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου αυτής, εφαρµόζονται οι διατάξεις περί Οικονοµικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονοµικών.
Άρθρο 151
Ασυµβίβαστα υπολόγων διαχειριστών χρηµάτων αξιών και υλικού
Τα καθήκοντα των διαχειριστών χρηµάτων, αξιών και υλικού του Δηµοσίου είναι ασυµβίβαστα µε τα καθήκοντα του διατάκτη και του εκκαθαριστή.
Άρθρο 152
Ελλείµµατα και ευθύνες δηµοσίων υπολόγων -
Καταλογισµοί
1. Έλλειµµα δηµοσίου υπολόγου είναι οποιαδήποτε έλλειψη χρηµάτων, αξιών και υλικού που διαπιστώνεται µε τη νόµιµη διαδικασία στη διαχείρισή του, καθώς και οποιαδήποτε άλλη κατάσταση διαχείρισης που θεωρείται έλλειµµα από το νόµο.
Ως έλλειµµα θεωρείται και κάθε πληρωµή που:
α. Δεν ανάγεται στην αρµοδιότητα του υπολόγου.
β. Έγινε χωρίς τα προβλεπόµενα από τις ισχύουσες
διατάξεις δικαιολογητικά.
γ. Αφορά δαπάνες για τις οποίες δεν έχουν τηρηθεί οι
νόµιµες διαδικασίες εκ µέρους του υπολόγου.
δ. Έχει γίνει αχρεώστητα από υπαιτιότητα του υπολό-
γου.
ε. Είναι άσχετη µε το σκοπό της διαχείρισης.
2. Οποιοδήποτε έλλειµµα αναπληρώνεται από τον υπόλογο µέσα σε σαράντα οκτώ (48) ώρες, διαφορετικά αυτός αποµακρύνεται από τη διαχείριση αµέσως και καταλογίζεται µε το ποσό του ελλείµµατος που βεβαιώνεται, χωρίς αναβολή, ως δηµόσιο έσοδο, λαµβάνεται δε και κάθε άλλο απαραίτητο µέτρο για την εξασφάλιση της απαίτησης του Δηµοσίου.
Εφόσον συντρέχει περίπτωση δόλου ή βαρείας αµέλειας του υπολόγου (άπιστη διαχείριση), πέραν των προηγούµενων µέτρων, ο υπόλογος ευθύνεται και πειθαρχικά.
3. Το έλλειµµα που παρουσιάζουν οι δηµόσιοι υπόλογοι καταλογίζεται µε ειδικά αιτιολογηµένη απόφαση από τους οικείους διατάκτες που το διαπίστωσαν και τα αρµόδια όργανα για την επιθεώρηση των υπολόγων, µε την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού. Σε κάθε περίπτωση καταλογίζεται από το Ελεγκτικό Συνέδριο το αργότερο εντός δέκα (10) ετών από της υποβολής σε αυτό των δικαιολογητικών απόδοσης λογαριασµού της διαχείρισής τους.
4. Στις περιπτώσεις πληρωµής µη νόµιµων δαπανών καταλογίζεται:
α. στα υπηρεσιακά όργανα που από δόλο ή βαρεία αµέλεια έχουν εκδώσει παράνοµες διοικητικές πράξεις ή έχουν συµπράξει στη µη τήρηση των νόµιµων διαδικασιών πραγµατοποίησης της δαπάνης και
β. στους λαβόντες, εφόσον υπέχουν ευθύνη για τη µη
τήρηση των ανωτέρω διαδικασιών.
Στους λαβόντες καταλογίζεται και σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωµής.
5. Αν το έλλειµµα δεν οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αµέλεια του υπολόγου, το αρµόδιο σύµφωνα µε την παράγραφο 3 για τον καταλογισµό όργανο µπορεί να εγκρίνει την τµηµατική καταβολή µέχρι είκοσι τέσσερις (24) µηνιαίες δόσεις, χωρίς προσαύξηση εκπρόθεσµης καταβολής.
6. Επί µη νόµιµων πληρωµών, το έλλειµµα καταλογίζεται εις ολόκληρον και στους λαβόντες, τα ποσά δε που καταβάλλονται στο Δηµόσιο από τον καταλογισθέντα υπόλογο βεβαιώνονται υπέρ αυτού, µε αίτησή του, σε βάρος του λαβόντος και εισπράττονται κατά τις διατάξεις περί είσπραξης δηµοσίων εσόδων.
7. Ελλείψεις χαρτοσήµου, ενσήµων γενικά και κάθε αντικειµένου, βάσει του οποίου εισπράττεται τέλος ή δικαίωµα, καταλογίζονται σε χρήµα και στην τιµή διάθεσης που ορίζεται από τις σχετικές διατάξεις.
8. Έλλειψη κάθε είδους υλικού καταλογίζεται σε χρήµα, µε βάση την τρέχουσα τιµή κατά το χρόνο του καταλογισµού. Η τιµή αυτή προσδιορίζεται από τριµελή επιτροπή που συνιστάται από τον οικείο διατάκτη.
9. Απαγορεύεται η ανάµειξη στη διαχείριση του υπολόγου χρηµάτων ξένων προς αυτή και για κάθε χρηµατικό πλεόνασµα, που εµφανίζεται στη διαχείριση, συνιστάται δηµόσια παρακαταθήκη µέχρι να αποδειχθεί η αιτία αυτού.
10. Οι υπόλογοι είναι υπεύθυνοι για την ασφάλεια των δηµόσιων χρηµάτων, ενσήµων, αξιών και υλικού γενικά που κρατούν στη διαχείρισή τους, οφείλουν να τηρούν τους οικείους κανονισµούς ασφαλείας κατά την αποστολή και παραλαβή αυτών και ευθύνονται για κάθε ζηµία που υφίσταται το Δηµόσιο από τη µη τήρηση των ανωτέρω κανονισµών.
11. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρµόζονται ανάλογα και στην περίπτωση απώλειας ή φθοράς τίτλων και απαιτήσεων του Δηµοσίου, εφόσον αυτή έχει προκαλέσει ζηµία στο Δηµόσιο και δεν οφείλεται σε ανωτέρα βία ή απρόβλεπτα γεγονότα.
12. Οι καταλογιζόµενοι κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού µπορούν να προσβάλουν την καταλογιστική πράξη ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύµφωνα µε τις σχετικές ισχύουσες διατάξεις.
Οι καταλογιζόµενοι µπορούν, επίσης, µέσα σε προθεσµία έξι (6) µηνών από την κοινοποίηση της καταλογιστικής πράξης, να ασκήσουν και αίτηση αναθεώρησης ενώπιον του οργάνου που την έχει εκδώσει.
Λόγοι αναθεώρησης είναι οι ίδιοι για τους οποίους επιτρέπεται αναθεώρηση πράξεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύµφωνα µε τις σχετικές ισχύουσες διατάξεις.
Άρθρο 153
Βιβλία δηµοσίων υπολόγων
Τα τηρούµενα από τους υπολόγους διαχειριστικά και λογιστικά βιβλία, καθώς και ο τρόπος τήρησης και θεώρησης αυτών, ορίζονται µε κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και του αρµόδιου Υπουργού.
Προκειµένου για τους υπολόγους διαχειριστές αρµοδιότητας των Υπουργείων Εθνικής Άµυνας, πλην των Δηµοσίων Στρατιωτικών Ταµείων, καθώς και του Υπουργείου Δηµόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, τα ανωτέρω θέµατα ρυθµίζονται µε αποφάσεις των αρµόδιων Υπουργών.
Άρθρο 154
Ετήσιο κλείσιµο διαχειριστικών βιβλίων
1. Όλα γενικά τα βιβλία των υπολόγων διαχειριστών του Δηµοσίου και των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου, καθώς και των νοµικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, εφόσον επιχορηγούνται ή χρηµατοδοτούνται από το Δηµόσιο ή από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κλείνονται την 31η Δεκεµβρίου κάθε έτους, συντάσσονται δε πρωτόκολλα για τα εµφανιζόµενα στα βιβλία σύνολα χρέωσης, πίστωσης και για το υπόλοιπο της διαχείρισης.
2. Η θεώρηση του κλεισίµατος των βιβλίων των ανωτέρω διαχειρίσεων ενεργείται:
α. για τις διαχειρίσεις που υπάγονται στα Υπουργεία Εθνικής Άµυνας και Δηµόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη από αξιωµατικούς που ορίζονται µε διαταγές των αρµόδιων Υπουργείων, και
β. για τις υπόλοιπες διαχειρίσεις, από τους προϊσταµέ-
νους των υπολόγων διαχειριστών.
Σε περίπτωση σύµπτωσης του προσώπου του προϊσταµένου και του υπολόγου, η θεώρηση ενεργείται από υπάλληλο που ορίζεται από την αµέσως προϊστάµενη αυτού αρχή.
3. Ο τρόπος κλεισίµατος και θεώρησης των βιβλίων και οι λεπτοµέρειες εφαρµογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου καθορίζονται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών.
4. Ειδικά για το, κατά την 31η Δεκεµβρίου κάθε έτους, κλείσιµο βιβλίων των διαχειρίσεων υλικού και εφοδίων των Ενόπλων Δυνάµεων, της Ελληνικής Αστυνοµίας, του Πυροσβεστικού και του Λιµενικού Σώµατος, εφαρµόζονται τα οριζόµενα από τη νοµοθεσία για την οικονοµική µέριµνα αυτών.
Άρθρο 155
Λογοδοσία δηµοσίων υπολόγων στο
Ελεγκτικό Συνέδριο
1. Εντός δύο (2) µηνών από τη λήξη του οικονοµικού έτους ή από την µε οποιονδήποτε τρόπο λήξη της διαχείρισής τους, οι δηµόσιοι υπόλογοι αποδίδουν λογαριασµό στο Ελεγκτικό Συνέδριο, µε την επιφύλαξη της ισχύος ειδικών διατάξεων.
2. Το Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχει τους λογαριασµούς των υπολόγων που είναι υπόχρεοι σε λογοδοσία σε αυτό και αποφαίνεται για την ορθότητα ή µη αυτών.
Οι σχετικές µε τον ανωτέρω έλεγχο πράξεις ή αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπόκεινται στα προβλεπόµενα από τον οργανισµό αυτού ένδικα µέσα.
ΜΕΡΟΣ Ε΄
ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ – ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΓΕΝΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Άρθρο 156
Λογιστικό Σχέδιο Γενικής Κυβέρνησης
1. Με το Λογιστικό Σχέδιο της Γενικής Κυβέρνησης επιδιώκεται ο λογιστικός χειρισµός των συναλλαγών της Γενικής Κυβέρνησης µε οµοιόµορφο τρόπο, η αληθής και ορθή απεικόνιση της οικονοµικής καταστάσεως και της περιουσιακής διάρθρωσης της Γενικής Κυβέρνησης, η ορθή εκτίµηση της πιστοληπτικής ικανότητάς της, η διευκόλυνση των συναλλασσοµένων µε αυτή, η άντληση αξιόπιστων πληροφοριών κάθε φύσης για αξιοποίηση, τόσο από τις διάφορες υπηρεσίες όσο και από τους διεθνείς οργανισµούς, η απλούστευση και διευκόλυνση των κάθε µορφής ελέγχων, η αύξηση της παραγωγικότητας και η σύνδεση αυτού µε το Γενικό Λογιστικό Σχέδιο του ιδιωτικού τοµέα.
2. Με προεδρικό διάταγµα, που εκδίδεται µε πρόταση του Υπουργού Οικονοµικών, καθορίζονται οι βασικές αρχές του Λογιστικού Σχεδίου της Γενικής Κυβέρνησης και το περιεχόµενό του. Με το ίδιο προεδρικό διάταγµα καθορίζονται, µέσα στα πλαίσια του Γενικού Λογιστικού Σχεδιασµού της Γενικής Κυβέρνησης, οι επιµέρους λογαριασµοί, τα τηρούµενα βιβλία και ο τρόπος τήρησης αυτών και κάθε άλλο σχετικό θέµα.
3. Μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγµατος της προηγούµενης παραγράφου εξακολουθεί να ισχύει η εφαρµογή του διπλογραφικού συστήµατος, στη σύνταξη του Ισολογισµού, του Απολογισµού, των οικονοµικών καταστάσεων και στο σχεδιασµό γενικά της λογιστικής της Γενικής Κυβέρνησης, που καταρτίσθηκε µε:
α. το π.δ 15/2011 ( Α΄ 30) «Περί ορισµού του περιεχοµένου και του χρόνου έναρξης της Διπλογραφικής Λογιστικής Τροποποιηµένης Ταµειακής Βάσης», για την Κεντρική Διοίκηση,
β. το π.δ. 80/1997 (Α΄68) «Ορισµός του περιεχοµένου και του χρόνου ενάρξεως της εφαρµογής του Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου για τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης», για τους Οργανισµούς Κοινωνικής Ασφάλισης,
γ. το π.δ. 205/1998 (Α΄ 163) «Περί ορισµού του περιεχοµένου και του χρόνου ενάρξεως της εφαρµογής του Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου Νοµικών Προσώπων Δηµοσίου Δικαίου», για τα Νοµικά Πρόσωπα Δηµοσίου Δικαίου,
δ. το π.δ. 146/2003 (Α΄ 122) «Περί ορισµού του περιεχοµένου και του χρόνου ενάρξεως της εφαρµογής του Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου Δηµοσίων Μονάδων Υγείας» και το ν. 3697/2008 (Α΄ 194) σχετικά µε την «Ενίσχυση της διαφάνειας του Κρατικού Προϋπολογισµού, έλεγχος των δηµοσίων δαπανών, µέτρα φορολογικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις», για τα δηµόσια νοσοκο-
µεία,
ε. το π.δ. 315/1999 (Α΄ 302) «Περί του ορισµού του περιεχοµένου και του χρόνου ενάρξεως της εφαρµογής του Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου Δήµων και Κοινοτήτων (Ο.Τ.Α. Α΄ Βαθµού)», για τους Ο.Τ.Α. Α΄ βαθµού και κατ’ αναλογία για τους Ο.Τ.Α. Β΄ βαθµού.
4. Όλες οι δηµόσιες οικονοµικές συναλλαγές της Γενικής Κυβέρνησης, τόσο ως προς τα έσοδα όσο και ως προς τις δαπάνες, διαρθρώνονται και ταξινοµούνται στην ίδια κατηγοριοποίηση, τόσο για τον προϋπολογισµό όσο και για τη λογιστική απεικόνιση. Οι ταξινοµήσεις αυτές σχεδιάζονται σύµφωνα µε τα διεθνή πρότυπα και διαρθρώνονται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η περιεκτική παρουσίαση στον ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισµό όλων των εσόδων και δαπανών και όλων των πιστώσεων που εγκρίνονται από τη Βουλή.
5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζεται κάθε σχετικό θέµα για την εφαρµογή της παρούσας παραγράφου.
Άρθρο 157
Δηµοσιονοµικές αναφορές Γενικής Κυβέρνησης
[άρθρα 3(1), 3(2)(α), 3(2)(β) και 12 Οδηγίας 2011/85/ΕΕ] 1. Το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ορίζει, διαχειρίζεται και ρυθµίζει το σύστηµα χρηµατοοικονοµικών αναφορών της Γενικής Κυβέρνησης σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος νόµου και τις οδηγίες και εγκυκλίους που εκδίδονται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Το εν λόγω σύστηµα χρηµατοοικονοµικών αναφορών της Γενικής Κυβέρνησης σε ταµειακή βάση, καλύπτει όλους τους υποτοµείς της Γενικής Κυβέρνησης και περιλαµβάνει πληροφορίες που καθιστούν εφικτή την ολοκληρωµένη παρακολούθηση της εκτέλεσης του προϋπολογισµού και των εξελίξεων σε κάθε φορέα και την παραγωγή οικονοµικών στοιχείων σε δεδουλευµένη βάση όπως απαιτείται από το Ευρωπαϊκό Σύστηµα Λογαριασµών. Επιπλέον, λαµβάνει: α) όλες τις χρηµατοοικονοµικές πληροφορίες που αφορούν όλους τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης µέσω των αρµοδίων Υπουργείων και β) µε ευθύνη των προϊσταµένων οικονοµικών υπηρεσιών των φορέων, όλες τις χρηµατοοικονοµικές πληροφορίες που αποστέλλονται από τους φορείς προς την Ελληνική Στατιστική Αρχή, κατά την υποβολή αναφορών στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείµµατος (ΔΥΕ), ταυτόχρονα µε την αποστολή τους στην Ελληνική Στατιστική Αρχή. Οι Γενικές Διευθύνσεις Οικονοµικών Υπηρεσιών των Υπουργείων παρέχουν τα απαιτούµενα χρηµατοοικονοµικά στοιχεία στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους κατά τρόπο έγκαιρο, διεξοδικό και ακριβή, όπως ορίζεται στον παρόντα νόµο και στις οδηγίες και τις εγκυκλίους που εκδίδει το Υπουργείο Οικονοµικών. Ο Υπουργός Οικονοµικών δύναται να υπογράφει Μνηµόνιο Συνεργασίας µε την Τράπεζα της Ελλάδος, για την παροχή πληροφοριών από την Τράπεζα της Ελλάδος, σχετικών µε τα οριζόµενα στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
2. Κάθε φορέας της Γενικής Κυβέρνησης υποχρεούται να υποβάλει µηνιαία έκθεση στο αρµόδιο Υπουργείο µε τα χρηµατοοικονοµικά στοιχεία επί των δαπανών, των εισπραχθέντων εσόδων και της χρηµατοδότησης σε ταµειακή βάση, καθώς και των υποχρεώσεών του. Με οδηγίες και εγκυκλίους που εκδίδει το Υπουργείο Οικονοµικών καθορίζονται ο τρόπος και η προθεσµία που παρέχονται οι πληροφορίες αυτές στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Με βάση τις πληροφορίες αυτές, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους συντάσσει και αναρτά στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονοµικών τα εξής:
α. Έως το τέλος του επόµενου µήνα, ενοποιηµένες µηνιαίες αναφορές µε απολογιστικά στοιχεία των δαπανών και των εσόδων και τη σύγκρισή τους µε τις προβλέψεις που παρουσιάζονται στον ενοποιηµένο ετήσιο Κοινωνικό Προϋπολογισµό και στους ενοποιηµένους ετήσιους προϋπολογισµούς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, καθώς και µε στοιχεία των χρηµατοδοτήσεων και των υποχρεώσεων όλων των υποτοµέων της Γενικής Κυβέρνησης σε ταµειακή βάση. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζεται η µεθοδολογία κατάρτισης, καθώς και η ηµεροµηνία έναρξης δηµοσίευσης, πίνακα συµφωνίας, όπου θα παρουσιάζεται ο τρόπος µετάβασης από τα δεδοµένα ταµειακής βάσης στα στοιχεία που βασίζονται στα πρότυπα του Ευρωπαϊκού Συστήµατος Λογαριασµών.
β. Έως το τέλος του επόµενου τριµήνου, τριµηνιαίες αναφορές για την εκτέλεση των προϋπολογισµών των ΔΕΚΟ του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3429/2005 και των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης που καθορίζονται µε την υπουργική απόφαση της παραγράφου 2 του άρθρου 147. Οι τριµηνιαίες αναφορές περιέχουν απολογιστικά στοιχεία των δαπανών και των εσόδων και τη σύγκρισή τους µε τους τριµηνιαίους στόχους για την εκτέλεση του προϋπολογισµού που θεσπίζονται µε τα άρθρα 147 και 148.
γ. Έως το τέλος του επόµενου τριµήνου, τριµηνιαίες αναφορές µε απολογιστικά στοιχεία δαπανών, καθώς και την εξέλιξη των απλήρωτων υποχρεώσεων ανά φορέα της Κεντρικής Διοίκησης και τη σύγκριση των δαπανών µε: (αα) τους τριµηνιαίους στόχους για την εκτέλεση του προϋπολογισµού που θεσπίζονται δυνάµει του άρθρου 70 και (ββ) τις προβλέψεις που παρουσιάζονται στον Κρατικό Προϋπολογισµό.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζονται οι λεπτοµέρειες ως προς τον τύπο και την προετοιµασία των παραπάνω µηνιαίων και τριµηνιαίων αναφορών, καθώς και οι, επιπλέον των οριζόµενων µε τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 173, κυρώσεις που επιβάλλονται στους φορείς που δεν συµµορφώνονται µε τις υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου. Οι επιβαλλόµενες κυρώσεις δύνανται να περιλαµβάνουν τη διακοπή της χρηµατοδότησης ή της επιχορήγησης του εν λόγω φορέα.
3. Οι αναφορές της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου καταρτίζονται µε τη χρήση των ιδίων ακριβώς κατηγοριών εσόδων και δαπανών που προβλέπονται στους κωδικούς του Προϋπολογισµού, όπως καθορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 55.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Άρθρο 158
Ορισµός Διπλογραφικής Λογιστικής της Κεντρικής Διοίκησης
1. Διπλογραφική Λογιστική Τροποποιηµένης Ταµειακής Βάσης είναι το λογιστικό σύστηµα το οποίο στηρίζεται στην αρχή του δεδουλευµένου των εσόδων και εξόδων σύµφωνα µε τα οριζόµενα στο εκδιδόµενο κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 159 νόµου προεδρικό διάταγµα.
2. Ο Ισολογισµός (Κατάσταση Χρηµατοοικονοµικής Θέσης), η Κατάσταση Χρηµατοοικονοµικής Επίδοσης, η Κατάσταση Μεταβολής της Καθαρής Θέσης Πολιτών και η Κατάσταση Ταµειακών Ροών καταρτίζονται σύµφωνα µε τους κανόνες της Διπλογραφικής Λογιστικής και σύµφωνα µε τις αρχές της Λογιστικής Τροποποιηµένης Ταµειακής Βάσης.
Άρθρο 159
Λογιστικό Σχέδιο Κεντρικής Διοίκησης
1. Το Λογιστικό Σχέδιο της Κεντρικής Διοίκησης καθιερώνεται µε προεδρικό διάταγµα, που εκδίδεται µε πρόταση του Υπουργού Οικονοµικών. Στο Λογιστικό αυτό Σχέδιο καθορίζονται οι βασικές λογιστικές αρχές που το διέπουν, το σύστηµα της λογιστικής καταγραφής, οι επί µέρους λογαριασµοί, η περίοδος τακτοποιητέων λογιστικών εγγραφών, τα τηρούµενα βιβλία, ο τρόπος τήρησης αυτών και κάθε άλλο σχετικό θέµα.
2. Για τις ανάγκες της λογιστικής καταγραφής και παρακολούθησης του συνόλου των χρηµατοοικονοµικών συναλλαγών της Κεντρικής Διοίκησης, ως λογαριασµοί του Δηµοσίου νοούνται οι λογαριασµοί του Λογιστικού Σχεδίου της Κεντρικής Διοίκησης που εισάγεται µε το εκδιδόµενο µε τις διατάξεις του παρόντος άρθρου προεδρικό διάταγµα. Με απόφαση του Υπουργού των Οικονοµικών:
α. συνιστώνται, καταργούνται ή τροποποιούνται ως προς τον τίτλο και το περιεχόµενο τριτοβάθµιοι και τεταρτοβάθµιοι λογαριασµοί της Διπλογραφικής Λογιστικής Τροποποιηµένης Ταµειακής Βάσης,
β. µετά από εισήγηση της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.) συνιστώνται, καταργούνται ή τροποποιούνται ως προς τον τίτλο και το περιεχόµενο πρωτοβάθµιοι και δευτεροβάθµιοι λογαριασµοί της Διπλογραφικής Λογιστικής Τροποποιηµένης Ταµειακής.
ή παραλείπονται γνωστοποιήσεις από το Προσάρτηµα.
3. Οι λογαριασµοί λογιστικής των Δ.Ο.Υ. και δηµοσίων ταµείων εξακολουθούν να τηρούνται σε ταµειακή βάση και διακρίνονται σε λογαριασµούς που εµφανίζουν την εκτέλεση του προϋπολογισµού και σε λογαριασµούς που απεικονίζουν την εκτός προϋπολογισµού χρηµατική διαχείριση. Η κίνησή τους εισάγεται µε αντιστοίχιση στους λογαριασµούς του νέου λογιστικού σχεδίου της Κεντρικής Διοίκησης. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών συστήνονται και τροποποιούνται οι λογαριασµοί των Δ.Ο.Υ. και των δηµόσιων ταµείων και καθορίζεται ο τρόπος κίνησής τους.
4. Έως την έκδοση του προεδρικού διατάγµατος της παραγράφου 1, εξακολουθεί να ισχύει το π.δ. 15/2011 (Α΄ 30).
Άρθρο 160
Τακτοποίηση Λογαριασµών
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών τακτοποιούνται οι διαφορές που προκύπτουν στους λογαριασµούς της δηµόσιας ληψοδοσίας κατά την απογραφή στο νέο Λογιστικό Σχέδιο, καθώς και χρονίζοντα ατακτοποίητα υπόλοιπα.
Άρθρο 161
Τακτοποιητικές λογιστικές εγγραφές προϋπολογισµού
µετά τη λήξη του οικονοµικού έτους
1. Τακτοποιητικές λογιστικές εγγραφές για την εµφάνιση εσόδων και εξόδων του Κρατικού Προϋπολογισµού δύναται να διενεργούνται µέχρι τρεις (3) µήνες µετά τη λήξη του οικονοµικού έτους µε ηµεροµηνία 31 Δεκεµβρίου, για τις εισπράξεις και πληρωµές που πραγµατοποιήθηκαν µέχρι την ηµεροµηνία αυτή.
2. Οι πράξεις, που εκδίδονται για την εφαρµογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, φέρουν τρέχουσα ηµεροµηνία και εµφανίζονται στις 31 Δεκεµβρίου του έτους στο οποίο αναφέρεται ο Προϋπολογισµός.
Άρθρο 162
Λογιστικές εγγραφές της Κεντρικής Διοίκησης στην αρµοδιότητα του Τµήµατος Υπολόγου Συµψηφισµών
1. Όλες οι εγγραφές των εξόδων και των εσόδων του Προϋπολογισµού, καθώς και οι εγγραφές χρέωσης και πίστωσης των λογαριασµών της λογιστικής, που διενεργούνται µε εντολές από τις υπηρεσίες του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, παρακολουθούνται, συµφωνούνται και υποβάλλονται µε τους µηνιαίους και ετήσιους λογαριασµούς και τα σχετικά δικαιολογητικά στο Ελεγκτικό Συνέδριο, από το Τµήµα Υπολόγου Συµψηφισµών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
Τα δικαιολογητικά των εγγραφών του Τµήµατος Υπολόγου Συµψηφισµών, όπου δεν ορίζεται διαφορετικά, ορίζονται µε αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών.
2. Υπόλογος έναντι του Ελεγκτικού Συνεδρίου λογίζεται, για µεν το λάθος της εντολής προς τις τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύµατα, το όργανο που εκδίδει την εντολή, για δε τη µη σύννοµη κατά τα λοιπά συµψηφιστική εγγραφή, ο προϊστάµενος του Τµήµατος Υπολόγου Συµψηφισµών.
Άρθρο 163
Έννοια και Κατάρτιση Απολογισµού
1. Απολογισµός είναι ο νόµος στον οποίο εµφανίζονται τα αποτελέσµατα της εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισµού κάθε οικονοµικού έτους, καθώς και οι υπερβάσεις πιστώσεων που σηµειώθηκαν κατά το ίδιο έτος.
2. Ο Απολογισµός καταρτίζεται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, µε βάση τα στοιχεία που υποβάλλουν σε αυτό οι αρµόδιες υπηρεσίες, αφού ληφθούν υπόψη και οι αναγγελθείσες, µέχρι τέλος Μαΐου του έτους κατά το οποίο καταρτίζεται ο Απολογισµός, µεταβολές που έχει επιφέρει το Ελεγκτικό Συνέδριο στις διαχειριστικές πράξεις των υπολόγων.
Άρθρο 164 Περιεχόµενο Απολογισµού
1. Ο Απολογισµός εµφανίζει:
α. Όσον αφορά το έσοδα, το σύνολο κατά είδος (κωδικό αριθµό): των προϋπολογισθέντων, των βεβαιωθέντων, των διαγραφέντων, των υπολοίπων των βεβαιωθέντων µετά την αφαίρεση των διαγραφέντων, των εισπραχθέντων και των υπολοίπων που απέµειναν για είσπραξη.
β. Όσον αφορά τα έξοδα, το σύνολο κατά φορέα, ειδικό φορέα και είδος δαπάνης (κωδικό αριθµό): των πιστώσεων που έχουν προϋπολογισθεί, των πιστώσεων όπως έχουν διαµορφωθεί, των εξόδων που έχουν πληρωθεί, των πιστώσεων που δεν έχουν διατεθεί και των τυχόν υπερβάσεων από τις πιστώσεις όπως έχουν διαµορφωθεί.
2. Τα έσοδα και τα έξοδα κατατάσσονται στον Απολογισµό µε τον ίδιο τρόπο που κατατάσσονται στον Προϋπολογισµό.
Άρθρο 165
Έννοια - Κατάρτιση - Περιεχόµενο Ισολογισµού (Κατάστασης Χρηµατοοικονοµικής Θέσης) Κεντρικής Διοίκησης
1. Ισολογισµός (Κατάσταση Χρηµατοοικονοµικής Θέσης) είναι ο νόµος στον οποίο εµφανίζεται µε διαφάνεια και αξιοπιστία µία σαφής εικόνα της χρηµατοοικονοµικής θέσης της Κεντρικής Διοίκησης.
2. Ο Ισολογισµός καταρτίζεται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, βάσει των στοιχείων που υποβάλλουν σε αυτό οι αρµόδιες υπηρεσίες, αφού ληφθούν υπόψη και οι αναγγελθείσες, µέχρι το τέλος Μαΐου του έτους κατά το οποίο καταρτίζεται, µεταβολές που έχει επιφέρει το Ελεγκτικό Συνέδριο στις διαχειριστικές πράξεις των υπολόγων.
3. Ο Ισολογισµός (Κατάσταση Χρηµατοοικονοµικής Θέσης) παρέχει πληροφορίες για τη σύνθεση του ενεργητικού και του παθητικού, καθώς και για το ύψος και την δοµή του καθαρού ενεργητικού του Δηµοσίου. Οι πληροφορίες αυτές, εκτός από τις ανάγκες της λογοδοσίας, βοηθούν τους χρήστες να εκτιµήσουν την ικανότητα του Δηµοσίου να αντιµετωπίσει τις υποχρεώσεις του, αλλά και να προβλέψουν τόσο τις µελλοντικές δανειακές ανάγκες του Δηµοσίου, όσο και την ικανότητα του Δηµοσίου να αντλήσει τα απαραίτητα δανειακά κεφάλαια.
4. Για την κατάρτιση του Ισολογισµού εφαρµόζονται οι διατάξεις των άρθρων 158 και 159.
Άρθρο 166
Περιεχόµενο Λοιπών Χρηµατοοικονοµικών
Καταστάσεων
1. Εκτός από τον Απολογισµό και τον Ισολογισµό καταρτίζονται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και οι παρακάτω χρηµατοοικονοµικές καταστάσεις:
α. Κατάσταση Χρηµατοοικονοµικής Επίδοσης, µε την οποία παρέχονται πληροφορίες για τις πηγές εσόδων της Κεντρικής Διοίκησης, αλλά και τον τρόπο που διαχειρίστηκε τα έξοδα του. Εκτός από τους σκοπούς λογοδοσίας, η κατάσταση αυτή χρησιµοποιείται και για την πρόβλεψη της ικανότητας δηµιουργίας χρηµατικών διαθεσίµων.
β. Κατάσταση Μεταβολών Καθαρής Θέσης Πολιτών, µε την οποία πληροφορούνται οι χρήστες για τη συνολική µεταβολή της Καθαρής Θέσης Πολιτών, παρουσιάζοντας ξεχωριστά τη µεταβολή που προέρχεται από την Κατάσταση Χρηµατοοικονοµικής Επίδοσης, από τις µεταβολές που καταλογίσθηκαν απευθείας στην Κατάσταση Χρηµατοοικονοµικής Θέσης.
γ. Κατάσταση Ταµειακών Ροών, µε την οποία παρέχονται πληροφορίες για τις ταµειακές εισροές, τα στοιχεία για χάρη των οποίων έγιναν πληρωµές και το υπόλοιπο των χρηµατικών διαθεσίµων στο τέλος του οικονοµικού έτους. Η Κατάσταση Ταµειακών Ροών επιτρέπει στους χρήστες να εξακριβώσουν τον τρόπο µε τον οποίο αντλήθηκαν χρηµατικά διαθέσιµα που χρηµατοδότησαν τις δραστηριότητες της Κεντρικής Διοίκησης, καθώς και τον τρόπο µε τον οποίο αυτά χρησιµοποιήθηκαν.
δ. Προσάρτηµα, µε το οποίο παρέχονται όλες οι επιπλέον πληροφορίες που απαιτούνται για την κατανόηση των Χρηµατοοικονοµικών Καταστάσεων της Κεντρικής Διοίκησης.
2. Οι χρηµατοοικονοµικές καταστάσεις του παρόντος άρθρου καταρτίζονται σύµφωνα µε τα άρθρα 158 και 159 και κατατίθενται στη Βουλή µαζί µε τον Ισολογισµό της Κεντρικής Διοίκησης.
Άρθρο 167
Έλεγχος Απολογισµού, Ισολογισµού και λοιπών
Χρηµατοοικονοµικών Καταστάσεων της Κεντρικής
Διοίκησης από το Ελεγκτικό Συνέδριο και υποβολή αυτών στη Βουλή
1. Μέχρι τέλος Ιουνίου κάθε έτους, ο Απολογισµός και ο Ισολογισµός (Κατάσταση Χρηµατοοικονοµικής Θέσης) του Κράτους µαζί µε τις λοιπές χρηµατοοικονοµικές καταστάσεις αποστέλλονται από το Υπουργείο Οικονοµικών στην αρµόδια υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνέδριου, η οποία αφού ελέγξει την ορθότητα και την αξιοπιστία τους, τις επιστρέφει στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους µέσα σε δύο (2) µήνες από την αποστολή τους µαζί µε τις τυχόν παρατηρήσεις που περιλαµβάνονται στην Έκθεσή της. Επί των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου ο Υπουργός Οικονοµικών εκφράζει εγγράφως τις απόψεις και τα σχόλιά του και τα διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο εντός είκοσι (20) ηµερών από την αποστολή τους.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο λαµβάνοντας υπόψη την έκθεση της αρµόδιας Υπηρεσίας Επιτρόπου και τις διατυπωθείσες απόψεις του Υπουργού Οικονοµικών επ’ αυτής αποφαίνεται επί της ορθότητας και της αξιοπιστίας του Ισολογισµού, του Απολογισµού και των λοιπών Χρηµατοοικονοµικών Καταστάσεων του Κράτους µε Έκθεσή του (Διαδήλωση), την οποία αποστέλλει στο Υπουργείο Οικονοµικών µέχρι και τέλος Οκτωβρίου κάθε έτους.
2. Ο Απολογισµός, ο Ισολογισµός και οι λοιπές Χρηµατοοικονοµικές Καταστάσεις της Κεντρικής Διοίκησης µαζί µε την Διαδήλωση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εισάγονται από τον Υπουργό Οικονοµικών για κύρωση στη Βουλή, το αργότερο µέχρι τέλος Νοεµβρίου κάθε έτους και πάντως πριν από την κατάθεση στη Βουλή του Κρατικού Προϋπολογισµού για το νέο έτος.
ΜΕΡΟΣ ΣΤ΄
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ, ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ
ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Άρθρο 168
Εσωτερικός έλεγχος
[άρθρο 3(1) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ] 1. Εσωτερικός έλεγχος πραγµατοποιείται σε όλους τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 4 του ν. 3492/2006. Ο εσωτερικός έλεγχος ανατίθεται στις Υπηρεσίες Εσωτερικού Ελέγχου που συστήνονται µε το άρθρο 12 του ιδίου νόµου υπό την γενική καθοδήγηση και εποπτεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
2. Στα συστήµατα λογιστικών και δηµοσιονοµικών αναφορών κάθε φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, στα οποία περιλαµβάνεται κάθε φορέας της Κεντρικής Διοίκησης, καθορίζονται κατάλληλες εσωτερικές δικλείδα, που αξιολογούνται από τις Υπηρεσίες Εσωτερικού Ελέγχου κάθε φορέα της Γενικής Κυβέρνησης.
3. Οι εκθέσεις ελέγχου των Υπηρεσιών Εσωτερικού Ελέγχου των παραγράφων 1 και 2 κοινοποιούνται αµελλητί στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Άρθρο 169
Εξωτερικός έλεγχος
[άρθρο 3(1) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ] 1. Το Ελεγκτικό Συνέδριο ασκεί τον εξωτερικό έλεγχο των οικονοµικών καταστάσεων και λογαριασµών, καθώς και των συστηµάτων λογιστικών και δηµοσιονοµικών αναφορών κατά το άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ, για όλους τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης.
2. Το Ελεγκτικό Συνέδριο παρακολουθεί, ελέγχει και αξιολογεί την αποτελεσµατικότητα και την επάρκεια των Υπηρεσιών Εσωτερικού Ελέγχου και των εσωτερικών δικλίδων όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης.
Άρθρο 170
Αναφορά ετήσιων Εσόδων-Δαπανών προς τη Βουλή
[άρθρο 3(1) Οδηγίας 2011/85/ΕΕ] Οι παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου αναφορικά µε την οικονοµική διαχείριση του Κράτους που περιλαµβάνονται στην Ετήσια Έκθεση του άρθρου 67 του ν. 4129/2013 (Α΄52), κοινοποιούνται απαραιτήτως πριν από την υποβολή της Έκθεσης στον Πρόεδρο της Βουλής, στους αρµόδιους Υπουργούς µε µέριµνα του Υπουργού Οικονοµικών. Οι απαντήσεις των Υπουργών περιλαµβάνονται σε ξεχωριστό έγγραφο και αποστέλλονται, µε µέριµνα του Υπουργού Οικονοµικών, εντός δύο µηνών από τη γνωστοποίηση της έκθεσης, στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος εν συνεχεία τις διαβιβάζει στον Πρόεδρο της Βουλής µαζί µε την Ετήσια Έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η Ετήσια Έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου µαζί µε τις απαντήσεις των Διατακτών Υπουργών συνδηµοσιεύονται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.
ΜΕΡΟΣ Ζ΄
ΚΥΡΩΣΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΓΕΝΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Άρθρο 171
Επιβολή πρόσθετων προϋποθέσεων σε όλους τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης
Σε περίπτωση που διαπιστώνεται από τον αρµόδιο προϊστάµενο οικονοµικών υπηρεσιών ή τον προϊστάµενο οικονοµικών υπηρεσιών του εποπτεύοντος Υπουργείου, ότι φορέας της Γενικής Κυβέρνησης:
α. αναλαµβάνει υποχρεώσεις, προβαίνει σε δεσµεύσεις ή δαπανά καθ’ υπέρβαση των πιστώσεων του προϋπολογισµού του ή καθ’ υπέρβαση του ορίου των πιστώσεων που είναι διαθέσιµες για µια συγκεκριµένη χρονική περίοδο,
β. παραβιάζει µε υπαιτιότητά του οποιονδήποτε δεσµευτικό κανόνα, στόχο, επιδιωκόµενο αποτέλεσµα και ανώτατο όριο δαπανών που επιβάλλονται στον προϋπολογισµό του φορέα, από το Μεσοπρόθεσµο Πλαίσιο Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής ή τον ετήσιο ή συµπληρωµατικό Κρατικό Προϋπολογισµό ή από αποφάσεις, εγκυκλίους ή οδηγίες που εκδόθηκαν σχετικά,
γ. δεν υποβάλλει τις απαιτούµενες προβλέψεις, προτάσεις, στοιχεία ή πληροφορίες του ή τα υποβάλλει µε σηµαντική καθυστέρηση χωρίς επαρκή σχετική αιτιολογία,
δ. παραβιάζει οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος νόµου, των διαταγµάτων ή των οδηγιών που εκδόθηκαν σχετικά, του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής ή του ετήσιου ή συµπληρωµατικού Κρατικού Προϋπολογισµού,
το διαπιστώνον όργανο γνωστοποιεί τις ανωτέρω διαπιστώσεις στον επικεφαλής του φορέα, προκειµένου ο τελευταίος να υποβάλει στον Υπουργό Οικονοµικών προς έγκριση ένα σχέδιο δράσεων που να αποκαθιστά τις υπερβάσεις, παραβιάσεις ή αποκλίσεις.
Με σχετική απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών για τους φορείς της Κεντρικής Διοίκησης ή του προϊσταµένου οικονοµικών υπηρεσιών του εποπτεύοντος φορέα για τους εποπτευόµενους από αυτόν φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, δύναται να τίθεται ως προϋπόθεση η έγκριση από τους αρµόδιους κατά τα ανωτέρω του σχεδίου προτού εκτελεστεί δαπάνη του φορέα που έχει προϋπολογισθεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Άρθρο 172
Κυρώσεις σε φορείς της Κεντρικής Διοίκησης
Σε περίπτωση που από τα µηνιαία στοιχεία εκτέλεσης των προϋπολογισµών των Υπουργείων, τα οποία σύµφωνα µε το άρθρο 70 υποβάλλουν πρόγραµµα µηνιαίας εκτέλεσης του προϋπολογισµού τους στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, διαπιστώνεται αρνητική απόκλιση άνω του 10% από τους τριµηνιαίους δηµοσιονοµικούς στόχους για τη διαφορά µεταξύ εσόδων και υποχρεώσεων, περικόπτεται, µε απόφαση του Διευθυντή Προϋπολογισµού Γενικής Κυβέρνησης, ποσό πιστώσεων για λειτουργικές δαπάνες, ίσο µε το ποσό της υπέρβασης πέραν του ανωτέρω ποσοστού. Η διαδικασία αυτή ενεργοποιείται, εάν δεν έχουν υλοποιηθεί οι αναφερόµενες στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 70 διορθωτικές παρεµβάσεις. Εάν, βάσει των απολογιστικών στοιχείων του επόµενου τριµήνου, προκύψει ότι οι αποκλίσεις έχουν εξισορροπηθεί, το ποσό των πιστώσεων που έχει περικοπεί, δύναται να επαναδιατεθεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΙΠΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Άρθρο 173
Κυρώσεις σε λοιπούς φορείς της Γενικής Κυβέρνησης
1. Σε περίπτωση µη υποβολής στην αρµόδια υπηρεσία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, της µηνιαίας έκθεσης µε τα στοιχεία της παραγράφου 2 του άρθρου 157, οι φορείς δεν επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισµό. Μετά την παραλαβή και τον έλεγχο των στοιχείων, η αρµόδια υπηρεσία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους καταρτίζει κατάσταση µε τους φορείς που έχουν υποβάλει στοιχεία και τη δηµοσιοποιεί µέσω ανάρτησης στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονοµικών. Η κατάσταση αυτή επέχει θέση βεβαίωσης και αποτελεί δικαιολογητικό για την καταβολή επιχορήγησης.
Επίσης, σε περίπτωση µη υποβολής στοιχείων εντός των προθεσµιών που προβλέπονται σε σχετικές εγκυκλίους του Υπουργού Οικονοµικών:
α. Μετά την παρέλευση δεκαπενθηµέρου από τη λήξη της προθεσµίας, ο προϊστάµενος οικονοµικών υπηρεσιών του οικείου φορέα δύναται εντός ετέρων δεκαπέντε (15) ηµερών, να καταθέσει έγγραφες εξηγήσεις για τη µη υποβολή των στοιχείων. Μετά την παρέλευση και της προθεσµίας αυτής δύναται να επιβληθεί πρόστιµο στον προϊστάµενο οικονοµικών υπηρεσιών ίσο µε 1/25 του µηνιαίου µισθού ή της συνολικής αποζηµίωσης τους για κάθε επιπλέον ηµέρα καθυστέρησης, µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών, κατόπιν εισήγησης της αρµόδιας Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Κατά της απόφασης αυτής χωρεί προσφυγή ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
β. Μετά την παρέλευση ενός µηνός από τη λήξη της προθεσµίας το Υπουργείο Οικονοµικών δεσµεύει τυχόν έσοδα του φορέα από το Πρόγραµµα Δηµοσίων Επενδύσεων ή τον Τακτικό Προϋπολογισµό σε ποσοστό 50% του ετήσιου προβλεπόµενου ποσού µέχρι να υποβληθούν τα απαιτούµενα στοιχεία. Η παραπάνω ρύθµιση δεν αφορά έσοδα ή δαπάνες σχετικές µε την υλοποίηση προγραµµάτων που συγχρηµατοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και για τις οποίες έχουν εγκριθεί οι σχετικές προτάσεις από τα αρµόδια όργανα.
2. Σε περίπτωση µη έγκαιρης υποβολής προβλέψεων για το ΜΠΔΣ, καθώς και σχεδίων συνοπτικών και αναλυτικών ετήσιων προϋπολογισµών, καθώς και των εκθέσεων της παραγράφου 3 του άρθρου 45 και της παραγράφου 12 του άρθρου 54, εφαρµόζονται οι περιπτώσεις α΄ και β΄ της προηγούµενης παραγράφου.
3. Οι επιβαλλόµενες κυρώσεις της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 δηµοσιοποιούνται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονοµικών.
4. Σε περίπτωση που από τα µηνιαία στοιχεία εκτέλεσης των προϋπολογισµών των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, τα οποία σύµφωνα µε το άρθρο 147 υποβάλλουν πρόγραµµα µηνιαίας εκτέλεσης του προϋπολογισµού τους στις Γενικές Διευθύνσεις Οικονοµικών Υπηρεσιών των εποπτευόντων Υπουργείων, διαπιστώνεται αρνητική απόκλιση άνω του 10% από τους τριµηνιαίους δηµοσιονοµικούς στόχους για τη διαφορά µεταξύ εσόδων και υποχρεώσεων, περικόπτεται, µε απόφαση του Διευθυντή Προϋπολογισµού Γενικής Κυβέρνησης, κατόπιν εισήγησης του Γενικού Διευθυντή Οικονοµικών Υπηρεσιών του αρµόδιου Υπουργείου, επιχορήγηση ή απόδοση πόρων ή οποιασδήποτε µορφής ενίσχυση από τον Κρατικό Προϋπολογισµό, ίση µε το ποσό της υπέρβασης πέραν του ανωτέρω ποσοστού. Η διαδικασία αυτή ενεργοποιείται, εάν δεν έχουν υλοποιηθεί οι αναφερόµενες στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 70 διορθωτικές παρεµβάσεις. Εάν, βάσει των απολογιστικών στοιχείων του επόµενου τριµήνου, προκύψει ότι οι αποκλίσεις έχουν εξισορροπηθεί, το ποσό των επιχορηγήσεων ή αποδόσεων που έχει περικοπεί, δύναται να επαναδιατεθεί.
5. Σε περίπτωση που για δύο συνεχόµενα τρίµηνα διαπιστώνεται απόκλιση άνω του 10% από τους δηµοσιονοµικούς στόχους και δεν έχουν ληφθεί τα αναφερόµενα στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 70 µέτρα, ο Υπουργός Οικονοµικών ορίζει Επόπτη Οικονοµικών Υπηρεσιών σε εποπτευόµενους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, οι αρµοδιότητες και οι υποχρεώσεις του οποίου καθορίζονται µε την απόφαση ορισµού του.
6. Οι παράγραφοι 4 και 5 δεν εφαρµόζονται για τους φορείς του υποτοµέα των Ο.Τ.Α..
Άρθρο 174
Κυρώσεις σε Ο.Τ.Α.
1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονοµικών, που εκδίδεται ύστερα από αιτιολογηµένη εισήγηση της γενικής διεύθυνσης οικονοµικών υπηρεσιών του Υπουργείου Εσωτερικών, είναι δυνατόν να επιβάλλεται παρακράτηση και µη απόδοση µέρους ή του συνόλου της µηνιαίας τακτικής επιχορήγησης του Ο.Τ.Α. από τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους (ΚΑΠ), πλην των προνοιακών επιδοµάτων:
α. για όσο χρόνο καθυστερεί η ενσωµάτωση του σχεδίου και του επικυρωµένου προϋπολογισµού στην ηλεκτρονική βάση δεδοµένων που τηρείται στο Υπουργείο Εσωτερικών, καθώς και η ψήφιση και αποστολή του προϋπολογισµού προς έλεγχο στην αρµόδια, για την εποπτεία του Ο.Τ.Α., Αρχή και
β. στην περίπτωση κατάρτισης και ψήφισης προϋπολογισµού, κατά παρέκκλιση των οδηγιών των κοινών υπουργικών αποφάσεων των άρθρων 77 και 78 του
ν. 4172/2013 (Α΄ 167).
2. Αν ο Ο.Τ.Α. δεν αποστέλλει το προβλεπόµενο στο άρθρο 149 Ο.Π.Δ. εντός των προθεσµιών που ορίζονται µε την κοινή απόφαση της παραγράφου 5, µε απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, που εκδίδεται ύστερα από αιτιολογηµένη εισήγηση του Παρατηρητηρίου Οικονοµικής Αυτοτέλειας των Ο.Τ.Α., είναι δυνατόν να επιβάλλεται παρακράτηση και µη απόδοση µέρους ή του συνόλου της µηνιαίας τακτικής επιχορήγησης του Ο.Τ.Α. από τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους (Κ.Α.Π.), για όσο χρόνο καθυστερεί η αποστολή του Ο.Π.Δ..
Για όσο χρόνο καθυστερεί η αποστολή του Ο.Π.Δ. ή των επιµέρους µερών ή στοιχείων του, καθώς και η διόρθωση αυτών, ως µηνιαίοι στόχοι εκτέλεσης του προϋπολογισµού του υπόχρεου φορέα τεκµαίρονται τα ποσά που προκύπτουν από αυτόν µε βάση τη χρονική πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισµού του προηγούµενου οικονοµικού έτους, σε συνδυασµό µε την αρχή της ισοσκέλισης αυτού, ο δε βαθµός επίτευξής τους ελέγχεται από το Παρατηρητήριο σύµφωνα µε τα οριζόµενα στο παρόν. Ελλείψει εγγραφών κατά το προηγούµενο οικονοµικό έτος, ως µηνιαίοι στόχοι τεκµαίρονται τα δωδεκατηµόρια των ετήσιων προϋπολογισθέντων ποσών.
3. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί απόκλιση από τους τριµηνιαίους δηµοσιονοµικούς στόχους του Ο.Π.Δ. άνω του δέκα τοις εκατό (10%), το Παρατηρητήριο ενηµερώνει εντός ενός µηνός από τη λήξη του τριµήνου τον Ο.Τ.Α., την αρµόδια για την εποπτεία του Αρχή και το Υπουργείο Εσωτερικών, παρέχοντας οδηγίες και εισηγούµενο µεθόδους για τη διόρθωση της απόκλισης. Ο Γενικός Διευθυντής Οικονοµικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εσωτερικών αφού λάβει υπόψη τις επισηµάνσεις του Παρατηρητηρίου υποδεικνύει στους Ο.Τ.Α. τις αναγκαίες ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβούν ώστε να γίνουν οι ανωτέρω διορθώσεις.
4. Εφόσον η εκτέλεση του προϋπολογισµού του Ο.Τ.Α. εξακολουθεί να παρουσιάζει για δύο συνεχόµενα τρίµηνα απόκλιση από τους στόχους, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην παράγραφο 2 και διαπιστωθεί ότι δεν έχουν ληφθεί τα προσήκοντα µέτρα, µε απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, που εκδίδεται ύστερα από αιτιολογηµένη εισήγηση του Παρατηρητηρίου, ο Ο.Τ.Α. υπάγεται υποχρεωτικά σε Πρόγραµµα Εξυγίανσης. Ο τρόπος υλοποίησης του Προγράµµατος καθορίζεται από το Παρατηρητήριο, ενώ η ένταξη στο ανωτέρω Πρόγραµµα συνεπάγεται την υποχρέωση εφαρµογής κατά περίπτωση, µέρους ή του συνόλου, των κάτωθι παρεµβάσεων:
α. άµεση εφαρµογή των αναγκαίων µέτρων που προβλέπονται από τη νοµοθεσία προς διασφάλιση της είσπραξης των απαιτήσεων του Ο.Τ.Α. και της αντιµετώπισης της φοροδιαφυγής,
β. αναστολή προσλήψεων,
γ. επιβολή υποχρεωτικών µετατάξεων προσωπικού,
δ. πρόσβαση στο Λογαριασµό Εξυγίανσης και Αλληλεγγύης της Αυτοδιοίκησης του άρθρου 263 του ν. 3852/ 2010 (Α΄ 87), οι πόροι του οποίου διατίθενται αποκλειστικά για τη χρηµατοδότηση του προγράµµατος εξυγίανσης,
ε. αύξηση των ιδίων εσόδων από φόρους, τέλη, δικαι-
ώµατα και εισφορές,
στ. αύξηση του ανώτατου συντελεστή επιβολής του Τέλους Ακίνητης Περιουσίας για τα ακίνητα που βρίσκονται στην εδαφική περιφέρεια του δήµου σε ποσοστό µέχρι και 3‰ (τρία τοις χιλίοις) και επιβολή του τέλους υποχρεωτικά από το δήµο σύµφωνα µε το ποσοστό αυτό µέχρι την οικονοµική εξυγίανσή του. Οµοίως, αύξηση του συντελεστή επιβολής του τέλους επί των ακαθαρίστων εσόδων και παρεπιδηµούντων από 0,5% µέχρι και
2%,
ζ. περιορισµό των δαπανών µόνο σε υποχρεώσεις µισθοδοσίας και λοιπές απολύτως ανελαστικές δαπάνες.
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και Εσωτερικών δύναται να ρυθµίζεται κάθε άλλο σχετικό θέµα για την εφαρµογή του παρόντος.
Άρθρο 175 Κυρώσεις σε Ν.Π.Ι.Δ. και Δ.Ε.Κ.Ο. του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3429/2005
1. Επιπλέον των προϋποθέσεων του άρθρου 171 και των κυρώσεων του άρθρου 173, στα Ν.Π.Ι.Δ. και τις ΔΕΚΟ του κεφαλαίου Α΄του ν. 3429/2005 που εµφανίζουν στα µηνιαία στοιχεία εκτέλεσης των προϋπολογισµών τους αρνητικές αποκλίσεις µεγαλύτερες του 10% σε σχέση µε την εξειδίκευση των προϋπολογισµών σε τριµηνιαία βάση, που γίνεται σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 148, ισχύουν και τα εξής:
α. για τα Ν.Π.Ι.Δ. και ΔΕΚΟ που είναι Φορείς Γενικής Κυβέρνησης µειώνεται ισόποσα και το εγκεκριµένο ποσό ακαθάριστου δανεισµού από την αρµόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η οποία υποχρεούται να ενηµερώσει σχετικά την 25η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, αρµόδια για τις εγγυήσεις του Ελληνικού Δηµοσίου. Εάν, βάσει των τριµηνιαίων απολογιστικών στοιχείων, ο προϋπολογισµός εξισορροπηθεί και αντισταθµιστούν οι αρνητικές αποκλίσεις, τότε το ύψος της επιχορήγησης του Κρατικού Προϋπολογισµού και το εγκεκριµένο ποσό ακαθάριστου δανεισµού για το εν λόγω διάστηµα αναπροσαρµόζονται στα αρχικά εγκεκριµένα όρια και τυχόν ποσά που έχουν παρακρατηθεί από την εγκεκριµένη επιχορήγηση, αποδίδονται στον φορέα µε την επόµενη µηνιαία δόση,
β. για τα Ν.Π.Ι.Δ. και ΔΕΚΟ που δεν είναι φορείς Γενικής Κυβέρνησης και λαµβάνουν επιχορηγήσεις ή ενίσχυση οποιασδήποτε µορφής από τον Κρατικό Προϋπολογισµό, η παρακολούθηση της εκτέλεσης του προϋπολογισµού ακολουθεί τις διατάξεις της προηγούµενης περίπτωσης της παρούσας παραγράφου,
γ. για τα Ν.Π.Ι.Δ. και ΔΕΚΟ που δεν είναι φορείς Γενικής Κυβέρνησης και δεν λαµβάνουν επιχορήγηση ή ενίσχυση οποιασδήποτε µορφής από τον Κρατικό Προϋπολογισµό, σε περίπτωση τριµηνιαίας αρνητικής απόκλισης στα οικονοµικά αποτελέσµατα προ φόρων, τόκων και προβλέψεων, η αρµόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους µειώνει ισόποσα το εγκεκριµένο ποσό δανειοδότησης, ενηµερώνοντας σχετικά την 25η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Εάν, βάσει των τριµηνιαίων απολογιστικών στοιχείων ο προϋπολογισµός εξισορροπηθεί και αντισταθµιστούν οι αρνητικές αποκλίσεις, το εγκεκριµένο ποσό ακαθάριστου δανεισµού αποκαθίσταται σε εκείνο που είχε αρχικά εγκριθεί για το αναφερόµενο διάστηµα.
2. Εφόσον διαπιστωθεί αρνητική απόκλιση από τους τριµηνιαίους στόχους στα οικονοµικά αποτελέσµατα προ επιχορηγήσεων, φόρων, τόκων και προβλέψεων σε ποσοστό µεγαλύτερο από 10% σε σχέση µε τα προϋπολογισθέντα, σε φορέα της προηγούµενης παραγράφου, η καταβολή των αµοιβών των µελών του Διοικητικού Συµβουλίου αναστέλλεται έως την εξισορρόπηση του αρχικά εγκεκριµένου προϋπολογισµού και την αντιστάθµιση τυχόν αρνητικών αποκλίσεων. Εάν και τα ετήσια οικονοµικά αποτελέσµατα προ επιχορηγήσεων, φόρων, τόκων και προβλέψεων αποκλίνουν σε ποσοστό µεγαλύτερο του 10%, τότε η θητεία των εκτελεστικών µελών του Διοικητικού Συµβουλίου του συγκεκριµένου φορέα λήγει αυτοδίκαια εντός ενός µηνός από τη διαπίστωση της εν λόγω απόκλισης.
3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών δύναται να εξειδικεύεται κάθε άλλο σχετικό θέµα για την εφαρµογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
ΜΕΡΟΣ Η΄
ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ, ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 176
Προσθήκες στο ν. 4129/2013
Στην περίπτωση κη΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του
ν. 4129/2013 (Α΄ 52) προστίθεται εδάφιο τρίτο ως εξής:
«Επίσης, γνωµοδοτεί για νοµοσχέδια που ρυθµίζουν µείζονος σπουδαιότητας θέµατα δηµοσιονοµικής διαχείρισης των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, τα οποία υποβάλλονται ενώπιόν του από τον Υπουργό Οικονοµικών.»
Άρθρο 177
Καταργούµενες και µεταβατικές διατάξεις
1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου καταγούνται οι διατάξεις:
α. Των άρθρων 1 έως και 108 και του άρθρου 110 του
ν. 2362/1995.
β. Του άρθρου 2, πλην της παρ. 7 του άρθρου 3, πλην των παραγράφων 4 και 6, των παραγράφων 4, 5 και 6 του άρθρου 4, καθώς και του άρθρου 5 του ν. 4111/2013.
Οποιαδήποτε υφιστάµενη αναφορά στις καταργούµενες κατά τα ανωτέρω διατάξεις νοείται στο εξής ως αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόµου.
2. Οι κανονιστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί βάσει διατάξεων που καταργούνται δυνάµει της προηγούµενης παραγράφου του παρόντος άρθρου, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόµου, διατηρούνται σε ισχύ µέχρι την έκδοση των κανονιστικών πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του παρόντος νόµου.
Άρθρο 178 Ρύθµιση ζητηµάτων Ο.Δ.ΔΗ.Χ.
1. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 27 του ν. 4223/2013 (Α΄ 287) αντικαθίσταται ως εξής:
«7. α) Τα πιστωτικά έσοδα, καθώς και οι αναγκαίες πιστώσεις για την εξυπηρέτηση και διαχείριση του Δηµοσίου Χρέους (χρεολύσια – τόκοι - συναφείς δαπάνες) εγγράφονται στον Κρατικό Προϋπολογισµό, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Ο.Δ.ΔΗ.Χ..
Με εντολές του Ο.Δ.ΔΗ.Χ. κινούνται, στο όνοµα και για λογαριασµό του Ελληνικού Δηµοσίου, οι λογαριασµοί της Κεντρικής Διοίκησης που τηρούνται σε τράπεζες ή πιστωτικά ιδρύµατα αναφορικά µε την έκδοση, την εξυπηρέτηση και τη διαχείριση του δηµοσίου χρέους καθώς και µε τη διαχείριση των ταµειακών διαθεσίµων της Κεντρικής Διοίκησης.
Η ενηµέρωση του προϋπολογισµού και της λογιστικής της Κεντρικής Διοίκησης διενεργείται από τον Ο.Δ.ΔΗ.Χ. και µε ευθύνη του.
Η τακτοποίηση των πληρωµών του Ελληνικού Δηµοσίου που διενεργούνται κατά τις παρούσες διατάξεις γίνεται µε την έκδοση τακτικών συµψηφιστικών χρηµατικών ενταλµάτων, σύµφωνα µε τις ισχύουσες διατάξεις, κατόπιν συγκέντρωσης και υποβολής των απαραίτητων δικαιολογητικών από τον Ο.Δ.ΔΗ.Χ..
Με αποφάσεις του εποπτεύοντος τον Ο.Δ.ΔΗ.Χ. Υπουργού καθορίζονται οι λογαριασµοί της Κεντρικής Διοίκησης που δύναται να κινεί ο Ο.Δ.ΔΗ.Χ., οι απαραίτητες διαδικασίες για την εφαρµογή των διατάξεων της παρούσας περίπτωσης, καθώς και κάθε αναγκαίο σχετικό θέµα.»
2. Η διάταξη της υποπαραγράφου Γ.4 της παραγράφου
Γ΄ του άρθρου πρώτου του Κεφαλαίου Α΄ του
ν. 4254/2014 (Α΄ 85) ισχύει από την 1.3.2014.
Άρθρο 179
Ρυθµίσεις για τις ανεξόφλητες παρακαταθήκες στο Ταµείο Παρακαταθηκών και Δανείων
1. Όλες οι ανεξόφλητες χρηµατικές παρακαταθήκες, µε εξαίρεση αυτές που αφορούν αποζηµιώσεις δικαιούχων από αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, που έχουν συσταθεί στο Ταµείο Παρακαταθηκών και Δανείων πριν την 1.1.1989, παραγράφονται υπέρ αυτού µετά την παρέλευση της οριζόµενης στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 3 προθεσµίας, κατά παρέκκλιση των κειµένων σχετικών διατάξεων.
2. Όλες οι ανεξόφλητες αυτούσιες παρακαταθήκες που έχουν συσταθεί, από οποιαδήποτε αιτία, στο Ταµείο Παρακαταθηκών και Δανείων πριν την 1.1.1989 παραγράφονται υπέρ αυτού µετά την παρέλευση της οριζόµενης στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 3 προθεσµίας και εκποιούνται υπέρ αυτού, κατά παρέκκλιση των κειµένων σχετικών διατάξεων.
3. α. Εντός µηνός από τη δηµοσίευση του παρόντος νόµου, το Ταµείο δηµοσιεύει τουλάχιστον σε δύο (2) ηµερήσιες εφηµερίδες ευρείας κυκλοφορίας των Αθηνών πρόσκληση προς καθέναν που αξιώνει δικαίωµα επί των ως άνω παρακαταθηκών (χρηµατικών και αυτούσιων), να υποβάλει αίτηση προς το Τ.Π.Δ., µαζί µε όλα τα προβλεπόµενα κατά περίπτωση αποδεικτικά στοιχεία της απαίτησής του, προς απόδοση σε αυτόν της παρακαταθήκης. Η δηµοσίευση της κατά τα άνω πρόσκλησης επαναλαµβάνεται στις ίδιες εφηµερίδες µετά την παρέλευση δύο (2) µηνών από την τελευταία ως άνω δηµοσίευση.
Η ίδια πρόσκληση δηµοσιεύεται επίσης στην ιστοσελίδα του Τ.Π.Δ. και αναρτάται σε όλα τα Καταστήµατα του Ταµείου.
β. Μετά την παρέλευση άπρακτης προθεσµίας δύο (2) µηνών από τη δεύτερη δηµοσίευση στις εφηµερίδες, οι µεν χρηµατικές παρακαταθήκες παραγράφονται υπέρ του Τ.Π.Δ., οι δε αυτούσιες παρακαταθήκες παραγράφονται και εκποιούνται υπέρ του Ταµείου, σύµφωνα µε τη διαδικασία που καθορίζεται από την κατά την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών.
4. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών, που εκδίδονται µετά από πρόταση του Δ.Σ. του Ταµείου Παρακαταθηκών και Δανείων, καθορίζονται οι παρακαταθήκες που υπάγονται στις ρυθµίσεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, διακρίνονται σε ειδικότερες κατηγορίες οι αυτούσιες παρακαταθήκες και ορίζεται η διαδικασία αποσφράγισης, εκτίµησης και εκποίησής τους, καθώς και κάθε άλλο σχετικό µε την εφαρµογή της παρούσας διάταξης θέµα.
Άρθρο 180
Διάθεση ποσών από εγκληµατικές ενέργειες για τη χρηµατοδότηση προγραµµάτων ή δράσεων εκπαίδευσης, έρευνας, υγείας ή
κοινωνικής αλληλεγγύης
1. Τα ποσά που κατατίθενται στο λογαριασµό του Ελληνικού Δηµοσίου No. 200547 «Κατάθεση ποσών υπέρ του Ελληνικού Δηµοσίου, προερχόµενων από προϊόντα εγκληµατικών ενεργειών κατά του Ε.Δ.» που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος αποτελούν έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισµού κατά το οικονοµικό έτος που αυτά κατατίθενται. Στο ίδιο οικονοµικό έτος, αντίστοιχου ύψους πιστώσεις δύνανται να εγγράφονται στον Τακτικό Προϋπολογισµό για τη χρηµατοδότηση προγραµµάτων ή δράσεων, ιδίως, εκπαίδευσης, έρευνας, υγείας ή κοινωνικής αλληλεγγύης.
2. Τα Υπουργεία Παιδείας και Θρησκευµάτων, Οικονοµικών, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και Υγείας στην αρχή κάθε τριµήνου του οικονοµικού έτους υποβάλλουν στο Γ.Λ.Κ., για τη χρηµατοδότηση των δράσεων ή προγραµµάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, αναλυτικές προτάσεις µε το κόστος για καθεµία από αυτές.
3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και πριν την εγγραφή των πιστώσεων σε ύψος στους προϋπολογισµούς των φορέων της παραγράφου 2, καθορίζεται αναλυτικά το ποσό που πρόκειται να διατεθεί ανά φορέα, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέµα για την εφαρµογή του παρόντος.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών οι εγγεγραµµένες σε ύψος πιστώσεις δεσµεύονται ή µεταφέρονται σε λοιπούς φορείς της παραγράφου 2 εφόσον παραµείνουν µερικώς ή στο σύνολό τους αδιάθετες, µετά την παρέλευση τριµήνου από την ηµεροµηνία εγγραφής τους στους προϋπολογισµούς των φορέων.
Άρθρο 181
Τροποποιήσεις των νόµων 4093/2012, 4244/2014 και 3492/2006
1.α. Οι διατάξεις των περιπτώσεων 13,14 και 15 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) καταργούνται από τότε που ίσχυσαν. Με τη ρύθµιση του προηγούµενου εδαφίου δεν θίγεται η επελθούσα από 1.8.2012 παύση της αναστολής ισχύος των διατάξεων περί µισθολογικών προαγωγών και επιδόµατος χρόνου υπηρεσίας των δικαστικών λειτουργών και των µελών του κυρίου προσωπικού του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους.
β. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων καθορίζεται ο χρόνος και η διαδικασία καταβολής της διαφοράς αποδοχών που απορρέει από τη διάταξη της προηγούµενης παραγράφου, για το χρονικό διάστηµα από 1.8.2012 έως την ηµεροµηνία δηµοσίευσης του παρόντος νόµου, προς τους δικαστικούς λειτουργούς και τα µέλη του κύριου προσωπικού του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία και συνταξιούχους όλων των βαθµίδων.
2.α. Στο τέλος της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4244/2014 (Α΄60) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η ρύθµιση του προηγούµενου εδαφίου καταλαµβάνει και αξιώσεις της εταιρείας Ε.Α.Β. Α.Ε. προς επιστροφή
Φ.Π.Α..»
β. Στην περίπτωση 2 της υποπαραγράφου ΙΑ.2 της παραγράφου ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α΄ 85) προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Η Ελληνική Αεροπορική Βιοµηχανία Α.Ε. (Ε.Α.Β. Α.Ε.) από την έναρξη της ισχύος του παρόντος άρθρου µέχρι και τις 31.12.2014 απαλλάσσεται της υποχρέωσης προσκόµισης αποδεικτικού ασφαλιστικής ενηµερότητας για τα χρέη της προς το ΙΚΑ ή άλλους ασφαλιστικούς οργανισµούς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, για όλες τις πράξεις και συναλλαγές που αυτό απαιτείται, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία πλην της µεταβίβασης ακινήτου ιδιοκτησίας της.
Τυχόν ληξιπρόθεσµες οφειλές της Ε.Α.Β. Α.Ε. προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ που προέκυψαν µετά την υπαγωγή σε καθεστώς ρύθµισης του ν. 4152/2013 (Α΄ 107) εξοφλούνται χωρίς επιβαρύνσεις δια συµψηφισµού αντίστοιχης ισόποσης επιστροφής Φ.Π.Α..»
3. Η παράγραφος 5 του άρθρου 6 του ν. 3492/2006 (Α΄ 210) αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Για την πλήρωση της θέσης Προϊσταµένου της Γενικής Διεύθυνσης Δηµοσιονοµικών Ελέγχων εφαρµόζονται οι ισχύουσες για το Δηµόσιο διατάξεις και επιλέγεται υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ του κλάδου Δηµοσιονοµικών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.»
Άρθρο 182
Στο άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 4238/2014 προστίθεται εδάφιο ε΄ ως ακολούθως:
«ε. Η παροχή φαρµακευτικής περίθαλψης σε ασφαλισµένους που έχουν απωλέσει την ασφαλιστική τους ικανότητα και δεν δικαιούνται υπηρεσιών φαρµακευτικής περίθαλψης από οποιονδήποτε Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ) . Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και Υγείας καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και κάθε σχετική λεπτοµέρεια.»
Άρθρο 183
Έναρξη ισχύος
1. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόµου αρχίζει από την 1.1.2015, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε αυτές ή στην επόµενη παράγραφο.
2. Ειδικότερα:
α. Οι διατάξεις του Μέρους Α΄ ισχύουν από τη δηµοσί-
ευση του παρόντος νόµου.
β. Οι διατάξεις του Μέρους Γ΄ και του Μέρους Δ΄, αναφορικά µε τον ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισµό και τους προϋπολογισµούς των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης του έτους 2015, ισχύουν από τη δηµοσίευση του παρόντος νόµου.
γ. Οι διατάξεις του Υποκεφαλαίου 12 του Κεφαλαίου Β΄ του Μέρους Δ΄ ισχύουν για απαιτήσεις του Δηµοσίου που βεβαιώνονται προς είσπραξη µετά την 1.1.2015, καθώς και για απαιτήσεις σε βάρος του Δηµοσίου που γεννώνται µετά την ηµεροµηνία αυτή. Κατ’ εξαίρεση:
αα. οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 136 του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 137 και των περιπτώσεων α΄ και η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 138 εφαρµόζονται και για απαιτήσεις του Δηµοσίου που δεν έχουν παραγραφεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου, και
ββ. οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ του άρθρου 143 εφαρµόζονται και για ήδη υποβληθείσες αιτήσεις προς το Νοµικό Συµβούλιο του Κράτους και η σχετική προθεσµία των έξι (6) µηνών αρχίζει από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου,
γγ. οι διατάξεις του Υποκεφαλαίου 11 του Κεφαλαίου Β΄ του Μέρους Δ΄ του παρόντος ισχύουν για συµβάσεις για τις οποίες η σχετική απόφαση ανάληψης υποχρέωσης εκδίδεται µετά την 1.1.2015.
δ. Η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 178 έως και 182
αρχίζει από τη δηµοσίευση του παρόντος νόµου.
Αθήνα, 2014