ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 6ης Οκτωβρίου 2005 στην υπόθεση C-291/03 (αίτηση του VAT and Duties Tribunal, Manchester για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): MyTravel plc κατά Commissioners of Customs & Excise (Έκτη οδηγία ΦΠΑ - Καθεστώς που διέπει τα πρακτορεία ταξιδίων - Ταξίδια με κατ' αποκοπή τιμή - Υπηρεσίες που αγοράστηκαν από τρίτους και υπηρεσίες που παρέχουν οι ίδιοι - Μέθοδος υπολογισμού του φόρου)
(2005/C 296/06)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Στην υπόθεση C-291/03, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το VAT and Duties Tribunal, Manchester (Ηνωμένο Βασίλειο) με απόφαση της 30ής Ιουνίου 2003, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Ιουλίου 2003, στο πλαίσιο της δίκης MyTravel plc κατά Commissioners of Customs & Excise, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet (εισηγητή), J.-P. Puissochet, S. von Bahr και U. Lõhmus, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Léger γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 6 Οκτωβρίου 2005 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
1.Το πρακτορείο ταξιδίων ή ο οργανωτής περιηγήσεων, ο οποίος υπέβαλε δηλώσεις φόρου προστιθέμενης αξίας για ένα οικονομικό έτος, βάσει της μεθόδου που προβλέπει η εθνική νομοθεσία περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών· Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, μπορεί να υπολογίσει εκ νέου το οφειλόμενο ποσό του φόρου προστιθέμενης αξίας σύμφωνα με τη μέθοδο που έκρινε το Δικαστήριο ως σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από την εθνική του νομοθεσία, οι οποίες πρέπει να σέβονται τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.
2.Το άρθρο 26 της έκτης οδηγίας 77/388 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πρακτορείο ταξιδίων ή οργανωτής περιηγήσεων ο οποίος παρέχει στους ταξιδιώτες έναντι κατ' αποκοπή τιμής υπηρεσίες που αγοράστηκαν από τρίτους και δικές του υπηρεσίες οφείλει, κατ' αρχήν, να απομονώσει το τμήμα εκείνο του πακέτου που αντιστοιχεί στις δικές του υπηρεσίες βάσει της αγοραίας τους αξίας, εφόσον η αξία αυτή μπορεί να καθοριστεί. Στην περίπτωση αυτή, ο φορολογούμενος μπορεί να χρησιμοποιήσει το κριτήριο του πραγματικού κόστους μόνον εφόσον αποδείξει ότι το κριτήριο αυτό αποδίδει πιστά την πραγματική δομή του πακέτου. Η εφαρμογή του κριτηρίου της αγοραίας αξίας δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι αποτελεί απλούστερη μέθοδο από τη μέθοδο που βασίζεται στο πραγματικό κόστος ούτε από την προϋπόθεση ότι προκύπτει ποσό οφειλόμενου ΦΠΑ ίσο ή παραπλήσιο με αυτό που θα προέκυπτε από τη χρησιμοποίηση της μεθόδου που βασίζεται στο πραγματικό κόστος. Επομένως:
—το πρακτορείο ταξιδίων ή ο οργανωτής περιηγήσεων δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει κατά διακριτική ευχέρεια τη μέθοδο που βασίζεται στην αγοραία αξία.
—η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται για τις δικές τους υπηρεσίες των οποίων η αγοραία αξία μπορεί να καθοριστεί, ακόμη και αν, στο πλαίσιο του ίδιου οικονομικού έτους, η αξία ορισμένων συνθετικών του πακέτου τα οποία παρέχουν οι ίδιοι δεν μπορεί να προσδιοριστεί στον βαθμό που ο φορολογούμενος δεν πωλεί ανάλογες υπηρεσίες εκτός πακέτου.
3.Στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να καθορίσει, ενόψει των περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης, την αγοραία αξία των αεροπορικών ταξιδιών που παρασχέθηκαν στην υπόθεση της κύριας δίκης στο πλαίσιο των πακέτων διακοπών. Το αιτούν δικαστήριο μπορεί να καθορίσει την αγοραία αυτή αξία βάσει των μέσων τιμών. Στο πλαίσιο αυτό, η αγορά που βασίζεται στις αεροπορικές θέσεις που πωλήθηκαν στους άλλους οργανωτές περιηγήσεων μπορεί να αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη αγορά.