ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ JULIANE KOKOTT της 15ης Ιουνίου 2006 1(1) Υπόθεση C-220/05 Jean Auroux κ.λ.π. κατά Commune de Roanne [αίτηση του Tribunal administratif Lyon (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] «Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 93/37/ΕΚ – Έννοια της συμβάσεως δημοσίων έργων – Μελέτη και κατασκευή δημοτικού κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων – Δημόσια χωροταξική σύμβαση μεταξύ ενός δήμου και μιας επιχειρήσεως μικτής οικονομίας χωρίς προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων – Υπολογισμός της αξίας της συμβάσεως»

 

 

 

I –    Εισαγωγή

  1. Στην παρούσα υπόθεση ένα γαλλικό δικαστήριο, το Tribunal administratif Lyon (2), υπέβαλε στο Δικαστήριο ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, ζητώντας την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς που αφορά ένα κέντρο ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων στον γαλλικό δήμο Roanne, η μελέτη και η κατασκευή του οποίου ανατέθηκαν σε μια μικτής οικονομίας εταιρία πολεοδομικής αναπτύξεως, χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού. Το σχεδιαζόμενο έργο χαρακτηρίζεται ιδίως από το γεγονός ότι μεμονωμένα μόνον τμήματα των προβλεπομένων εγκαταστάσεων ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων προορίζονταν να περιέλθουν, μετά την κατασκευή τους, στον ίδιο τον δήμο, ενώ άλλα τμήματα επρόκειτο να εκχωρηθούν από την εταιρία πολεοδομικής αναπτύξεως απευθείας σε τρίτους· προβλεπόταν εν τούτοις ότι ο δήμος θα τα συγχρηματοδοτούσε, θα έφερε στο σύνολό του τον κίνδυνο οικονομικής ζημίας και τα τμήματα που κατά το πέρας του έργου δεν θα είχαν εκχωρηθεί θα περιέρχονταν στον δήμο.
  2. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ αρχάς ποιες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων μπορούν να εφαρμοστούν σε ένα τέτοιο έργο και, ιδίως, πώς πρέπει να ερμηνευτεί η έννοια της συμβάσεως δημοσίων έργων. Τίθεται, περαιτέρω, το ερώτημα κατά πόσον πρέπει να ληφθεί υπόψη, για τον καθορισμό της αξίας της συμβάσεως, το συνολικό ύψος των προβλεπομένων εργασιών ή μόνον η τιμή που θα καταβάλει η αναθέτουσα αρχή για τα τμήματα των εγκαταστάσεων που προορίζονται γι’ αυτή, συνυπολογιζομένης, ενδεχομένως, της αναληφθείσας από αυτή συμμετοχής στη συνολική χρηματοδότηση. Τέλος, πρέπει να διευκρινιστεί κατά πόσον επιτρέπεται να μην τηρηθεί η διαδικασία συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων όταν η εν λόγω σύμβαση μπορεί, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να συναφθεί μόνο με ορισμένα νομικά πρόσωπα και αυτά, με τη σειρά τους, είναι υποχρεωμένα να ακολουθήσουν τη διαδικασία συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων σε περίπτωση που ενδεχομένως συνάψουν παρεπόμενες συμβάσεις.

II – Το νομοθετικό πλαίσιο

Α – Το κοινοτικό δίκαιο

  1. Το άρθρο 1 της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1993 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (3) (στο εξής: οδηγία 93/37) έχει, αποσπασματικά, ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

α)      οι συμβάσεις δημοσίων έργων είναι συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας συναπτόμενες εγγράφως μεταξύ, αφενός, ενός εργολήπτη και, αφετέρου, μιας αναθέτουσας αρχής, όπως αυτή ορίζεται στο στοιχείο β΄, και οι οποίες έχουν ως αντικείμενο είτε την εκτέλεση, είτε τόσο την εκτέλεση όσο και μελέτη έργων που αφορούν μία από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ ή ενός έργου, όπως αυτό ορίζεται στο στοιχείο γ΄, είτε ακόμη την πραγματοποίηση, με οποιαδήποτε μέσα, ενός έργου το οποίο ανταποκρίνεται στις επακριβώς αναφερόμενες από την αναθέτουσα αρχή ανάγκες

β)      ως αναθέτουσες αρχές νοούνται το κράτος, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου και οι ενώσεις που συγκροτούνται από έναν ή περισσότερους από τους προαναφερόμενους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

Ως οργανισμός δημοσίου δικαίου νοείται κάθε οργανισμός:

–      που δημιουργήθηκε ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα και

–      που έχει νομική προσωπικότητα και

–      του οποίου, είτε η δραστηριότητα χρηματοδοτείται κατά πλειοψηφία από το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, είτε η διαχείριση υπόκειται σε έλεγχο από το κράτος ή τους οργανισμούς αυτούς, είτε άνω του ημίσεως του αριθμού των μελών του οργάνου διοίκησης, διεύθυνσης ή εποπτείας ορίζεται από το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

[…]

γ)      ως έργο νοείται το αποτέλεσμα ενός συνόλου οικοδομικών εργασιών ή εργασιών πολιτικού μηχανικού που προορίζεται να πληροί αυτό καθαυτό μια οικονομική ή τεχνική λειτουργία-

[…]»

  1. Το άρθρο 6 της οδηγίας 93/37, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52 (4), ορίζει τα εξής:

«1. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται:

α)      στις συμβάσεις δημοσίων έργων, η προϋπολογιζόμενη αξία των οποίων εκτός ΦΠΑ είναι ίση ή μεγαλύτερη από το ισόποσο σε Ecu των 5 000 000 ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων·

[…]
  1. Όταν ένα έργο υποδιαιρείται σε πολλά τμήματα, καθένα από τα οποία αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης σύμβασης, για τον υπολογισμό του ποσού που αναφέρεται στην παράγραφο 1, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αξία κάθε τμήματος. Όταν το άθροισμα της αξίας των τμημάτων φτάνει ή υπερβαίνει το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι διατάξεις αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται για όλα τα τμήματα. Ωστόσο, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή της παραγράφου 1 για τα τμήματα των οποίων η αξία, υπολογιζόμενη χωρίς το ΦΠΑ, είναι κατώτερη από 1 000 000 Ecu, εφόσον το άθροισμα του ποσού των τμημάτων αυτών δεν υπερβαίνει το 20 % του αθροίσματος της αξίας όλων των τμημάτων.
  2. Κανένα έργο και καμία σύμβαση δεν δύναται να κατατμηθεί προς αποφυγή της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.
  3. Για τον υπολογισμό του ποσού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 καθώς και στο άρθρο 7, λαμβάνεται υπόψη, εκτός από τα ποσά των συμβάσεων δημοσίων έργων, και η προϋπολογιζόμενη αξία των προμηθειών που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των έργων και τίθενται στη διάθεση του εργολήπτη από τις αναθέτουσες αρχές.
  4. Οι αναθέτουσες αρχές μεριμνούν ώστε να μην δημιουργούνται διακρίσεις μεταξύ των διαφόρων εργοληπτών.»
  5. Κατά το κρίσιμο για την υπό κρίση υπόθεση χρονικό διάστημα, το ισόποσο σε ευρώ του κατωτάτου ορίου των 5 000 000 ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων ανερχόταν σε 6 242 028 ευρώ (5).

Β – Το εθνικό δίκαιο

  1. Το άρθρο L. 300-4 του γαλλικού Code de l’urbanisme (6), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο που συνέβησαν τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης (7) (στο εξής: προϊσχύσαν άρθρο L. 300-4 του Code de l’urbanisme), όριζε τα εξής:

«Το κράτος, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης ή οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου αυτών δύνανται να αναθέτουν τη μελέτη και εκτέλεση των προβλεπομένων σ’ αυτό το βιβλίο του κώδικα μέτρων χωροταξίας σε κάθε κατάλληλο για τον σκοπό αυτό δημόσιο ή ιδιωτικό υποκείμενο δικαίου.

Εφόσον η σύμβαση συνάπτεται με οργανισμούς δημοσίου δικαίου, τοπικές εταιρίες μικτής οικονομίας, κατά την έννοια του νόμου 83‑597 της 7ης Ιουλίου 1983, ή εταιρίες μικτής οικονομίας, η πλειοψηφία του κεφαλαίου των οποίων ανήκει σε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα δημόσια υποκείμενα δικαίου: κράτος, περιφέρειες, διαμερίσματα, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή στις ενώσεις τους, μπορεί να λάβει τη μορφή δημόσιας χωροταξικής σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να ανατεθεί στον συμβαλλόμενο οργανισμό η απόκτηση μέσω απαλλοτριώσεως ή δικαιώματος προτιμήσεως καθώς και η εκτέλεση κάθε μέτρου και ενέργειας χωροταξίας και αξιοποιήσεως που συμβάλλει στο συνολικό έργο, το οποίο αποτελεί αντικείμενο της δημόσιας χωροταξικής σύμβασης.

Στους αναφερόμενους στην προηγούμενη παράγραφο οργανισμούς μπορεί να ανατεθεί η διεξαγωγή προκαταρκτικών μελετών που είναι απαραίτητες για τον καθορισμό των χαρακτηριστικών του έργου, στο πλαίσιο συμβάσεως εντολής που τους εξουσιοδοτεί να συνάπτουν, στο όνομα και για λογαριασμό των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή του συνδέσμου των οργανισμών αυτών, συμβάσεις για μελέτες.

[…]»

  1. Κατόπιν της κινήσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, διαδικασίας λόγω παραβάσεως της Συνθήκης κατά της Γαλλίας, το άρθρο L. 300-4 του Code de l’urbanisme τροποποιήθηκε ως ακολούθως με τον νόμο 2005-809 (8) (στο εξής: νέο άρθρο L. 300-4 του Code de l’urbanisme):

«Το κράτος και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης καθώς και οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου αυτών δύνανται να αναθέτουν την εκτέλεση των προβλεπομένων σ’ αυτό το βιβλίο του κώδικα μέτρων χωροταξίας σε κάθε κατάλληλο για τον σκοπό αυτό υποκείμενο δικαίου.

Οι παραχωρήσεις που αφορούν τη χωροταξία υποβάλλονται από τον παραχωρούντα σε διαδικασία δημοσιότητας που καθιστά δυνατή την υποβολή περισσότερων ανταγωνιστικών προσφορών υπό τους όρους που προβλέπει διάταγμα του Conseil d’État.

Ο παραχωρησιούχος αναλαμβάνει την επίβλεψη των εργασιών και της αξιοποιήσεως που συμβάλλουν στο προβλεπόμενο στην παραχώρηση έργο και επιμελείται της εκτέλεσης των μελετών και όλων των εργασιών που είναι απαραίτητες για την υλοποίησή τους. Είναι δυνατόν ο παραχωρών να του αναθέσει την απόκτηση των αγαθών που είναι απαραίτητα για την εκτέλεση του έργου, ενδεχομένως ακόμη και μέσω απαλλοτριώσεως ή δικαιώματος προτιμήσεως. Προβαίνει στην πώληση, εκμίσθωση ή παραχώρηση της χρήσεως των ακινήτων που βρίσκονται στην περιφέρεια που καλύπτει η παραχώρηση.»

  1. Πέραν αυτού, το άρθρο 11 του νόμου 2005-809 έχει ως εξής:

«Με την επιφύλαξη τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων, είναι έγκυρες, στο μέτρο που η νομιμότητά τους αμφισβητείται με την αιτιολογία ότι δεν προηγήθηκε του καθορισμού του προσώπου, στο οποίο ανατέθηκε η χωροταξία, διαδικασία δημοσιότητας επιτρέπουσα την υποβολή περισσοτέρων ανταγωνιστικών προσφορών:

  1. Οι παραχωρήσεις χωροταξίας, οι δημοσίου δικαίου χωροταξικές συμβάσεις και οι χωροταξικές συμβάσεις που υπογράφηκαν πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου·
[…]»

III – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαφορά της κύριας δίκης

  1. Το έτος 2002 ο γαλλικός δήμος Roanne αποφάσισε, ως μέτρο πολεοδομικής αναπτύξεως, τη δημιουργία ενός κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων. Το σχέδιο περιελάμβανε, σε μια πρώτη κατασκευαστική φάση, κυρίως ένα σύμπλεγμα κινηματογραφικών αιθουσών καθώς και τη δημιουργία εμπορικών χώρων, ένα δημόσιο χώρο σταθμεύσεως περίπου 320 θέσεων, οδούς προσβάσεως και δημόσιους χώρους. Σε μεταγενέστερη κατασκευαστική φάση προγραμματίστηκε η δημιουργία περαιτέρω εμπορικών χώρων και ενός ξενοδοχείου.
  2. Η εκτέλεση του έργου ανατέθηκε σε μια εταιρία πολεοδομικής αναπτύξεως μικτής οικονομίας, τη Société d’équipement du département de la Loire (SEDL). Προς τον σκοπό αυτό, ο δήμος Roanne συνήψε, στις 25 Νοεμβρίου 2002, με τη SEDL δημόσια χωροταξική σύμβαση (9), για την υπογραφή της οποίας το δημοτικό συμβούλιο του δήμου Roanne είχε προηγουμένως, με απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2002, εξουσιοδοτήσει τον δήμαρχο.
  3. Με τη σύμβαση αυτή ανατέθηκε στη SEDL, μεταξύ άλλων, να προβαίνει στην αγορά εγγείων ιδιοκτησιών και να εξευρίσκει κεφάλαια, να παρουσιάζει ορισμένα έγγραφα λογιστικής, να ζητεί την κατάρτιση μελετών, να οργανώνει διαγωνισμό μηχανολογικής υποστήριξης, να φροντίζει για τις κατασκευαστικές εργασίες και να αναλαμβάνει τον συντονισμό του έργου καθώς και την πληροφόρηση του δήμου.
  4. Ο δημόσιος χώρος σταθμεύσεως που επρόκειτο να κατασκευαστεί για το δημοτικό κέντρο ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων, οι οδοί προσβάσεως και οι δημόσιοι χώροι θα περιέρχονταν, σύμφωνα με τη συναφθείσα σύμβαση, στην κυριότητα του δήμου Roanne. Αντίθετα, τα λοιπά σχεδιαζόμενα έργα προορίζονταν να εκχωρηθούν σε τρίτους και εκτιμήθηκε ότι τα έσοδα της SEDL, ως φορέα του έργου, από τις μεταβιβάσεις θα μπορούσαν να ανέλθουν συνολικά σε 8 099 000 ευρώ.
  5. Για τον δημόσιο χώρο σταθμεύσεως, η σύμβαση προέβλεπε την καταβολή από τον δήμο στη SEDL αντιτίμου ύψους 2 925 000 ευρώ. Πέραν αυτού, ο δήμος όφειλε να συμβάλει στη χρηματοδότηση όλων των εγκαταστάσεων που επρόκειτο να κατασκευαστούν, με χρηματοοικονομική συμμετοχή που εκτιμήθηκε ότι θα ανέλθει, για την πρώτη κατασκευαστική φάση, σε 2 443 103 ευρώ και, για το σύνολο των εργασιών, σε 3 034 341 ευρώ (10). Εκτός αυτού, είχε προβλεφθεί ότι τα γήπεδα και οι εγκαταστάσεις, που δεν θα είχαν μεταβιβαστεί από τη SEDL σε τρίτους κατά τη λήξη της συμβάσεως, θα περιέρχονταν αυτομάτως κατά τον χρόνο αυτό στην κυριότητα του δήμου Roanne, ο οποίος θα εξασφάλιζε στο εξής την εκτέλεση των εν εξελίξει ευρισκομένων συμβάσεων, αναλαμβάνοντας τα χρέη που συνήψε μέχρι τότε η SEDL. Τέλος, ο δήμος Roanne ανέλαβε ρητώς τον συνολικό χρηματοοικονομικό κίνδυνο του σχεδιαζόμενου έργου (11).
  6. Προ της συνάψεως της δημόσιας χωροταξικής συμβάσεως με τη SEDL δεν προηγήθηκε καμμία δημοσιότητα ή προκήρυξη διαγωνισμού για το έργο.
  7. Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ανήκουν στην αντιπολίτευση του δημοτικού συμβουλίου του δήμου Roanne. Ενώπιον του Tribunal administratif της Λυών ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου της 28ης Οκτωβρίου 2002 και επικαλούνται σχετικά, μεταξύ άλλων, την παράβαση των επιταγών του κοινοτικού δικαίου περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Υποστηρίζουν ότι έπρεπε να τηρηθεί η διαδικασία συνάψεως δημοσίων συμβάσεων που προβλέπει η οδηγία 93/37.

IV – Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

  1. Με απόφαση της 7ης Απριλίου 2005, το Tribunal administratif της Λυών ανέστειλε τη διαδικασία εκδόσεως αποφάσεως και ζήτησε από το Δικαστήριο να εκδώσει προδικαστική απόφαση ως προς τα ακόλουθα τρία ερωτήματα:

1)      Συνιστά σύμβαση δημοσίων έργων, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1 της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ της 14ης Ιουνίου 1993, όπως έχει τροποποιηθεί, μια σύμβαση με την οποία η πρώτη αναθέτουσα αρχή αναθέτει στη δεύτερη αναθέτουσα αρχή την πραγματοποίηση, χάριν σκοπού γενικού συμφέροντος, ενός χωροταξικού έργου, στο πλαίσιο του οποίου η δεύτερη αυτή αναθέτουσα αρχή παραδίδει στην πρώτη έργα προοριζόμενα να καλύψουν τις ανάγκες της, μετά δε τη λήξη της η πρώτη αναθέτουσα αρχή αποκτά αυτομάτως την κυριότητα επί των άλλων γηπέδων και έργων που δεν εκχωρήθηκαν σε τρίτους;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει, για την εκτίμηση του ορίου των 5 000 000 ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων που θέτει το άρθρο 6 της ίδιας αυτής οδηγίας, να ληφθεί υπόψη μόνον το τίμημα που καταβάλλεται ως αντιπαροχή της εκχωρήσεως των έργων που παραδίδονται στην αναθέτουσα αρχή ή το άθροισμα αυτού του τιμήματος και των καταβληθέντων ποσών συμμετοχής, έστω κι αν αυτά εν μέρει μόνο διατίθενται για την πραγματοποίηση αυτών των έργων, ή, τέλος, το συνολικό ύψος των εργασιών, ενώ τα μη εκχωρηθέντα κατά τη λήξη της συμβάσεως πράγματα περιέρχονται αυτομάτως στην κυριότητα της πρώτης αναθέτουσας αρχής, η οποία και συνεχίζει τότε την εκτέλεση των σε εξέλιξη ευρισκομένων συμβάσεων, αναλαμβάνοντας τα χρέη που συνήψε η δεύτερη αναθέτουσα αρχή;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα δύο πρώτα ερωτήματα, απαλλάσσεται η πρώτη αναθέτουσα αρχή της υποχρεώσεως να ακολουθήσει τις προβλεπόμενες από την ίδια οδηγία διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων έργων, προκειμένου να συνάψει μια τέτοια σύμβαση, για τον λόγο ότι η σύμβαση αυτή μπορεί να συναφθεί μόνο με ορισμένα νομικά πρόσωπα και ότι οι ίδιες αυτές διαδικασίες θα εφαρμοσθούν από τη δεύτερη αναθέτουσα αρχή για τη σύναψη των δικών της συμβάσεων έργων;

  1. Στο πλαίσιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας υπέβαλαν γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις τόσο ο δήμος Roanne, ως καθού της κύριας δίκης, όσο και η Γαλλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν περαιτέρω η Λιθουανική, η Αυστριακή και η Πολωνική Κυβέρνηση. Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης δεν κατέθεσαν εγκαίρως γραπτές παρατηρήσεις, υπέβαλαν όμως προφορικές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου.

V –    Εκτίμηση

Α – Το παραδεκτό της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως

  1. Ο δήμος Roanne και η Γαλλική Κυβέρνηση διατυπώνουν αμφιβολίες όσον αφορά το παραδεκτό της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
  2. Ο δήμος Roanne θεωρεί, κατ’ αρχάς, ότι τα προδικαστικά ερωτήματα δεν είναι κρίσιμα για την έκδοση αποφάσεως επί της διαφοράς, διότι ο Γάλλος νομοθέτης ισχυροποίησε ρητώς, εκ των υστέρων, τις δημόσιες χωροταξικές συμβάσεις όπως η επίδικη εν προκειμένω (διαδικασία καλούμενη «validation législative»). Η νομιμότητά της δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να αμφισβητηθεί πλέον λόγω μη τηρήσεως της διαδικασίας συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων.
  3. Κατά πάγια νομολογία, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της εκάστοτε υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και η λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Η εκ μέρους του Δικαστηρίου απόρριψη αιτήσεως εθνικού δικαστηρίου είναι δυνατή μόνον εφόσον προδήλως προκύπτειότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που ζητείται δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή όταν το ζήτημα είναι αορίστου ή υποθετικού χαρακτήρα και το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (12). Με εξαίρεση τις περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου (13).
  4. Εν προκειμένω, σε καμμία περίπτωση δεν προκύπτει προδήλως ότι τα ερωτήματα που υπέβαλε το Tribunal administratif της Λυών, σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 93/37, δεν είναι κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.
  5. Ευσταθεί, πράγματι, ότι το άρθρο 11 του νόμου 2005-809 ισχυροποιεί εκ των υστέρων ορισμένες δημόσιες χωροταξικές συμβάσεις, έστω και αν έχουν συναφθεί χωρίς την τήρηση της ενδεχομένως απαιτούμενης διαδικασίας συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων.
  6. Αντικείμενο όμως της διαφοράς της κύριας δίκης δεν είναι το ζήτημα της ισχύος της συμβάσεωςπου συνήψε ο δήμος Roanne με τη SEDL, αλλά το ζήτημα της ισχύος της αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου, με την οποία εξουσιοδοτήθηκε προηγουμένως ο δήμαρχος του Roanne να υπογράψει τη σύμβαση αυτή. Πρόκειται, συνεπώς, κατ’ ουσίαν για μια εσωτερική διαφορά του δήμου που αφορά, πρωτίστως, τις εξουσίες των οργάνων του δήμου Roanne (14). Για την επίλυση της προκείμενης διαφοράς μπορεί κάλλιστα να είναι κρίσιμο ποιες επιταγές του κοινοτικού δικαίου περί συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων έπρεπε να τηρηθούν, έστω και αν προς τα έξω θα πρέπει να θεωρηθεί ισχυρή η σύμβαση που έχει συναφθεί με τη SEDL. Σε κάθε περίπτωση, δεν φαίνεται να αποκλείεται εκ των προτέρων η δυνατότητα να ακυρωθεί η απόφαση δημοτικού συμβουλίου, ακόμη και όταν αποκλείεται η δικαστική ακύρωση της ίδιας της δημόσιας χωροταξικής συμβάσεως που συνήφθη, βάσει της αποφάσεως αυτής, με εταιρία πολεοδομικής αναπτύξεως. Εξάλλου, μόνο στα εθνικά δικαστήρια απόκειται ο έλεγχος των συνεπειών που συνεπάγεται η ενδεχόμενη έλλειψη κύρους της αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου επί της ισχύος της συμβάσεως μεταξύ του δήμου Roanne και της SEDL.
  7. Είναι, συνεπώς, αβάσιμη η ένσταση περί απαραδέκτου των προδικαστικών ερωτημάτων, που προέβαλε ο δήμος Roanne.
  8. Κατά την άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως, τα προδικαστικά ερωτήματα δεν είναι, εξάλλου, κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς, διότι αναφέρονται στην περίπτωση δημόσιας χωροταξικής συμβάσεως. Στην πραγματικότητα, η δημιουργία ενός δημοτικού κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων, όπως το επίδικο στη διαφορά της κύριας δίκης, δεν αποτελεί μέτρο χωροταξίας. Κατά συνέπεια, τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο είναι καθαρώς υποθετικά.
  9. Ούτε η ένσταση αυτή είναι πειστική. Πράγματι, δεν παίζει ρόλο ο κατά το εθνικό δίκαιο χαρακτηρισμός της συμβάσεως που έχει συναφθεί με τη SEDL και το κατά πόσον ο δήμος Roanne και το αιτούν δικαστήριο ορθά δέχθηκαν ότι πρόκειται για δημόσια χωροταξική σύμβαση (15). Τούτο δε διότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο μόνο για την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, όχι όμως για την ερμηνεία διατάξεων εθνικού δικαίου, και δεν εναπόκειται σ’ αυτό να κρίνει αν η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου ερμηνεία των διατάξεων αυτών είναι ορθή (16). Όσον αφορά το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο πρέπει να αποδέχεται τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου (17).
  10. Ακόμη όμως και αν δεν θα έπρεπε στην πραγματικότητα να υπαχθεί η σύμβαση μεταξύ του δήμου Roanne και της SEDL στις δημόσιες χωροταξικές συμβάσεις, το Δικαστήριο και πάλι θα διέθετε στην προκειμένη υπόθεση επαρκή στοιχεία σχετικά με το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στης διαφοράς της κύριας δίκης, ώστε να δώσει λυσιτελή απάντηση στα ερωτήματα που του υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 93/37. Όπως προαναφέρθηκε, τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν, εξάλλου, με αφορμή συγκεκριμένη διαφορά σχετικά με το κύρος αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου του Roanne, και δεν μπορούν, συνεπώς, σε καμμία περίπτωση να θεωρηθούν υποθετικά.
  11. Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι, κατά συνέπεια, παραδεκτή.

Β – Επί της ουσίας των προδικαστικών ερωτημάτων

  1. Επί του πρώτου ερωτήματος: έννοια της συμβάσεως δημοσίων έργων
  2. Με το πρώτο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν συνιστά σύμβαση δημοσίων έργων, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 93/37, η σύμβαση με την οποία η πρώτη αναθέτουσα αρχή αναθέτει στη δεύτερη αναθέτουσα αρχή, ως μέτρο πολεοδομικής αναπτύξεως, τη μελέτη και κατασκευή ενός κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων, του οποίου μεμονωμένα μόνον τμήματα του οποίου προορίζονται να περιέλθουν, μετά την κατασκευή του, στην πρώτη αναθέτουσα αρχή, ενώ άλλα τμήματα πρόκειται να εκχωρηθούν από τη δεύτερη αναθέτουσα αρχή απευθείας σε τρίτους· προβλέπεται εν τούτοις ότι η πρώτη αναθέτουσα αρχή θα φέρει στο σύνολό του τον κίνδυνο οικονομικής ζημίας και τα τμήματα που κατά το πέρας του έργου δεν θα έχουν εκχωρηθεί θα περιέρχονται σ’ αυτήν.
  3. Από τον ορισμό στο άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/37 συνάγεται ότι η σύμβαση δημοσίων έργων αφορά συγκεκριμένες κατασκευαστικές δραστηριότητες που περιγράφονται λεπτομερέστερα σε κάθε οδηγία, για τις οποίες μια αναθέτουσα αρχή συνάπτει με εργολήπτη, εγγράφως, σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας.

Αντικείμενο της συμβάσεως: οριοθέτηση σε σχέση με τη δημόσια σύμβαση υπηρεσιών και τις λοιπές δημόσιες συμβάσεις

  1. Αντικείμενο της συμβάσεως δημοσίων έργων μπορεί να αποτελούν, σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/37, τα ακόλουθα τρία είδη κατασκευαστικών δραστηριοτήτων (18):

–       είτε η εκτέλεση είτε τόσο η εκτέλεση όσο και η μελέτη έργων που αφορούν μία από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 93/37 (19

–       είτε η εκτέλεση είτε τόσο η εκτέλεση όσο και η μελέτη έργου· ως έργο νοείται το αποτέλεσμα ενός συνόλου οικοδομικών εργασιών ή εργασιών πολιτικού μηχανικού που προορίζεται να πληροί αυτό καθαυτό μια οικονομική ή τεχνική λειτουργία (άρθρο 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 93/37)·είτε

–       η πραγματοποίηση [από τρίτους (20)], με οποιαδήποτε μέσα, ενός έργου το οποίο ανταποκρίνεται στις επακριβώς αναφερόμενες από την αναθέτουσα αρχή ανάγκες.

  1. Σύμφωνα με τα στοιχεία του αιτούντος δικαστηρίου, το δημοτικό κέντρο ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων που επρόκειτο να κατασκευαστεί στο Roanne θα περιελάμβανε ιδίως ένα σύμπλεγμα κινηματογραφικών αιθουσών και εμπορικούς χώρους, επί πλέον δε ένα δημόσιο χώρο σταθμεύσεως, οδούς προσβάσεως και δημόσιους χώρους· σε μεταγενέστερη κατασκευαστική φάση προγραμματίστηκε η δημιουργία περαιτέρω εμπορικών χώρων και ενός ξενοδοχείου.
  2. Η πραγματοποίηση ενός τέτοιου κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων απαιτεί κατασκευαστικές εργασίες και των τριών τύπων του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/37: πρώτον, πρόκειται για ένα έργο, για την εκτέλεση του οποίου απαιτείται μεγάλος αριθμός των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 93/37 (21). Δεύτερον, η SEDL υλοποιεί εν προκειμένω το κέντρο ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων με τη βοήθεια των εργασιών που παρέχουν τρίτες επιχειρήσεις, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζει λεπτομερώς ο δήμος Roanne (22) και υπό τον έλεγχο του δήμου (23). Και τρίτον, ένα κέντρο ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων, όπως το επίδικο εν προκειμένω, αποτελεί το αποτέλεσμα ενός συνόλου οικοδομικών εργασιών που πληροί, λαμβανομένης υπόψη της επιδιωκόμενης βελτίωσης των δημοτικών υποδομών (24), μια οικονομική λειτουργία (25)· κατά συνέπεια πρόκειται για έργο, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, σε συνδυασμό με το στοιχείο γ΄, της οδηγίας 93/37 (26). Καθεμία από τις τρεις αυτές πτυχές του ζητήματος οδηγεί, συνεπώς, στο συμπέρασμα ότι η κατασκευή ενός κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων, όπως αυτό που σχεδίασε ο δήμος Roanne, εμπίπτει, κατ’ αρχήν, στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/37.
  3. Στην προκειμένη πάντως περίπτωση, το αντικείμενο της δημόσιας χωροταξικής συμβάσεως που συνήψε ο δήμος Roanne με τη SEDL υπερέβαινε την απλή ανέγερσητου δημοτικού κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων. Έτσι ανατέθηκε στη SEDL, μεταξύ άλλων, να προβαίνει στην αγορά εγγείων ιδιοκτησιών και να εξευρίσκει κεφάλαια, να παρουσιάζει ορισμένα έγγραφα λογιστικής, να ζητεί την κατάρτιση μελετών, να οργανώνει διαγωνισμό μηχανολογικής υποστήριξης και να αναλαμβάνει τον συντονισμό του έργου καθώς και την πληροφόρηση του δήμου. Εκτός αυτών, της ανατέθηκε η εμπορευματοποίηση μεγάλου μέρους των εγκαταστάσεων που επρόκειτο να δημιουργηθούν.
  4. Με αυτά τα πρόσθετα καθήκοντα, η σύμβαση μεταξύ του δήμου Roanne και της SEDL περιέλαβε και στοιχεία που έχουν τον χαρακτήρα παροχής υπηρεσιών. Υπό τις συνθήκες αυτές, ανακύπτει το ζήτημα της οριοθετήσεως μεταξύ των συμβάσεων δημοσίων έργων, αφενός, και των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/50 (27), αφετέρου. Το ζήτημα αυτό επισημάνθηκε από αρκετούς ενώπιον του Δικαστηρίου.
  5. Από τα προαναφερθέντα στοιχεία που έχουν τον χαρακτήρα παροχής υπηρεσιών, μόνον η μελέτη του έργου εμπίπτει σαφώς στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/37, υπό την προϋπόθεση ότι η ανάθεση αφορά τόσοτη μελέτη όσο και την εκτέλεση του έργου (βλ. άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/37). Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση μιας δημόσιας χωροταξικής συμβάσεως, όπως αυτή που συνήψε ο δήμος Roanne με τη SEDL, δεδομένου ότι με τη σύμβαση αυτή ρητώς ανατέθηκε στη SEDL τόσο η μελέτη όσο και η εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών.
  6. Λαμβανομένων υπόψη όλων των λοιπών στοιχείων που έχουν τον χαρακτήρα παροχής υπηρεσιών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για μικτή σύμβαση, ο νομικός χαρακτηρισμός της οποίας εξαρτάται από την εκτίμηση του κύριου σημείου της συμβάσεως. Μόνον εφόσον η μελέτη και η εκτέλεση του έργου αποτελούν, σε σχέση με τα λοιπά καθήκοντα της αναδόχου, το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως, είναι δυνατόν να πρόκειται για σύμβαση δημοσίων έργων· η μελέτη και η εκτέλεση του έργου δεν πρέπει να έχουν μόνον παρεπόμενο χαρακτήρα (28).
  7. Η κρίση αυτή εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο (29). Το Δικαστήριο μπορεί όμως να παράσχει στον εθνικό δικαστή ερμηνευτικά στοιχεία, που θα διευκολύνουν την απόφασή του και προς τα οποία οφείλει να προσανατολιστεί (30).
  8. Η αξία των παροχών που συμφωνήθηκαν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποτελέσει στοιχείο για να εκτιμηθεί το κύριο αντικείμενο μικτής συμβάσεως και να κριθεί η σημασία των στοιχείων που την αποτελούν. Στο μέτρο που μπορεί να καθοριστεί χωριστή τιμή για τις επιμέρους συμφωνηθείσες παροχές, θα πρέπει, συνεπώς, να γίνει σύγκριση των εργασιών μελέτης και κατασκευής με τις λοιπές παροχές. Σε κάθε περίπτωση πρέπει, εκτός αυτού, να χωρίσει αντικειμενική θεώρηση της συμβάσεως στο σύνολό της. Τούτο δε διότι μόνον με αυτή τη βάση μπορεί να κριθεί κατά πόσον οι οικοδομικές εργασίες αποτελούν, όχι μόνον ποσοτικά αλλά και ποιοτικά, το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως (31).
  9. Στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι γνωστή η εκτίμηση της αξίας των επιμέρους παροχών της SEDL (32). Μόνη καθοριστική είναι, συνεπώς, η αντικειμενική συνολική θεώρηση της συμβάσεως: Ως μέτρο πολεοδομικής αναπτύξεως, ανατέθηκε στη SEDL η δημιουργία ενός δημοτικού κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων. Τα καθήκοντα της αγοράς εγγείων ιδιοκτησιών και της εξευρέσεως κεφαλαίων εξυπηρετούσαν απλώς την προετοιμασία του έργου αυτού. Το ίδιο ισχύει για τον διαγωνισμό μηχανολογικής υποστήριξης που έπρεπε να οργανώσει η SEDL. Όσον αφορά, περαιτέρω, το καθήκον συντονισμού του έργου και την υποχρέωση πληροφόρησης του δήμου και παρουσίασης ορισμένων εγγράφων λογιστικής, πρόκειται για καθαρώς παρεπόμενες υποχρεώσεις, οι οποίες απλώς συνοδεύουν την πραγματική μελέτη και κατασκευή του κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων από τη SEDL. Ακόμη και το καθήκον εμπορευματοποίησης μεγάλου τμήματος του κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων φαίνεται να έχει δευτερεύουσα σημασία σε σχέση με τη μελέτη και την εκτέλεση του έργου.
  10. Ορθά, συνεπώς, δέχεται το αιτούν δικαστήριο ότι, λαμβανομένων υπόψη του είδους και της σημασίας των λοιπών εργασιών, η ανέγερση εγκαταστάσεων, όπως οι επίδικες, δεν μπορεί να θεωρηθεί καθαρώς παρεπόμενου χαρακτήρα. Αντίθετα, σύμφωνα με τα στοιχεία του πραγματικού της διαφοράς της κύριας δίκης που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, η μελέτη και η κατασκευή του δημοτικού κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων αποτελεί τον πυρήνα της εντολής του δήμου Roanne προς τη SEDL.
  11. Τον χαρακτηρισμό μιας συμβάσεως, όπως η επίδικη, ως συμβάσεως δημοσίων έργων δεν κωλύει το γεγονός ότι το προς κατασκευή κέντρο ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων είχε σχεδιαστεί ως μέτρο πολεοδομικής αναπτύξεως, ούτε το γεγονός ότι μόνον ένα σχετικώς ασήμαντο τμήμα αυτού του κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων –ένας δημόσιος χώρος σταθμεύσεως, οδοί προσβάσεως και δημόσιοι χώροι– επρόκειτο, μετά την ολοκλήρωσή του, να περιέλθει στην κυριότητα του δήμου, ενώ οι λοιπές εγκαταστάσεις προορίζονταν να δοθούν σε τρίτους. Και τούτο διότι η έννοια της συμβάσεως δημοσίων έργων δεν εξαρτάται από τον σκοπό για τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί το προς εκτέλεση έργο. Έτσι το Δικαστήριο έχει, π.χ., κρίνει ότι ως συμβάσεις δημοσίων έργων δεν νοούνται μόνον αυτές που εξυπηρετούν την ικανοποίηση αναγκών γενικού συμφέροντος (33). Ομοίως, δεν ασκεί επιρροή το κατά πόσον η αναθέτουσα αρχή σκοπεύει να χρησιμοποιήσει η ίδια το εκτελεστέο έργο ή προτίθεται να το θέσει σε κοινή χρήση ή στη διάθεση τρίτων.
  12. Αντίθετα, το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/37 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των σκοπών της ρυθμίσεως αυτής (34), η οποία αποσκοπεί στην κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων, προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός εντός του τομέα αυτού (35). Οι σκοποί αυτοί μπορεί επίσης να τεθούν σε κίνδυνο όταν η αναθέτουσα αρχή αναθέτει ένα έργο που εξυπηρετεί εν μέρει ή εξ ολοκλήρου –π.χ. ως μέτρο χωροταξίας και πολεοδομικής αναπτύξεως ή για λόγους κοινωνικής πολιτικής– το γενικό σύνολο ή τρίτους ιδιώτες. Ο κίνδυνος στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, λόγω ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρηματιών σε σχέση με άλλους, υφίσταται από τη στιγμή που η αναθέτουσα αρχή αποφασίζει να αναθέσει ένα έργο σε εργολήπτη, ανεξάρτητα από τους λόγους κατασκευής του έργου, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η κατασκευή του και τον σκοπό για τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί.
  13. Επίσης, το γεγονός ότι στη SEDL έχει ανατεθεί η αγορά του γηπέδου και ότι ο δήμος Roanne θα αποκτήσει από τη SEDL τα τμήματα του κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων που προορίζονται γι’ αυτόν –δημόσιο χώρο σταθμεύσεως, οδούς προσβάσεως και δημόσιους χώρους– το πρώτον μετά την αποπεράτωσή τους (36), δεν εμποδίζει την υπαγωγή μιας δημοσίας χωροταξικής συμβάσεως, όπως η επίδικη, στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/37. Και τούτο διότι αντικείμενο της συμβάσεως μεταξύ του δήμου Roanne και της SEDL δεν αποτελεί, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, μόνον η παράδοση ενός αποπερατωμένου κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων, αλλά ρητώς και η προηγούμενη μελέτη και η εκτέλεση του έργου, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του δήμου, συμβατική υποχρέωση που ρητώς ανέλαβε η SEDL. Από την άλλη πλευρά, ο δήμος Roanne δεν αποφάσισε απλώς την αγορά ενός αποπερατωμένου έργου, αλλά ανέθεσε την κατασκευή του στη SEDL.
  14. Για τον ίδιο λόγο δεν είναι, εξάλλου, δυνατό να χαρακτηρισθεί η επίδικη σύμβαση ούτε ως σύμβαση δημόσιας προμήθειας, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/36 (37). Όπως προαναφέρθηκε, οι απαραίτητες εν προκειμένω εργασίες μελέτης και κατασκευής δεν αποτελούν, σε καμμία περίπτωση, παρεπόμενες παροχές, αλλά συνιστούν τον πυρήνα της συναφθείσας συμβάσεως. Για μια τέτοια περίπτωση, οι διατάξεις περί συμβάσεων δημοσίων έργων αποτελούν την ειδικότερη ρύθμιση (38).
  15. Τέλος, από τη δυνατότητα της SEDL να εκχωρήσει απευθείας σε τρίτους μεγάλα τμήματα του κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων δεν είναι δυνατό να συναχθεί ότι πρόκειται για παραχώρηση δημοσίων έργων, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 93/37. Η τριγωνική σχέση μεταξύ του δήμου Roanne, της SEDL και των τρίτων που αποκτούν δικαιώματα και των οποίων οι πληρωμές συνιστούν το μεγαλύτερο μέρος της αμοιβής της SEDL παραπέμπει, βέβαια, σε παραχώρηση. Η παραχώρηση δημοσίων έργων χαρακτηρίζεται όμως, επιπρόσθετα, από το γεγονός ότι ο αντισυμβαλλόμενος της αναθέτουσας αρχής φέρει τον οικονομικό κίνδυνο της συναλλαγής (39). Αυτό δεν συντρέχει εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο δήμος Roanne ανέλαβε συμβατικά την υποχρέωση να περιέλθουν σ’ αυτόν τα τμήματα του κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων που κατά το πέρας του έργου δεν θα έχουν εκχωρηθεί και περαιτέρω να φέρει τον κίνδυνο της οικονομικής ζημίας του έργου.
  16. Στο πλαίσιο αυτό, μία σύμβαση, όπως αυτή που συνήφθη μεταξύ του δήμου Roanne και της SEDL, χαρακτηρίζεται, βάσει του αντικειμένου της, ως σύμβαση δημοσίων έργων και εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/37.

Έγγραφη σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας μεταξύ ενός εργολήπτη και μιας αναθέτουσας αρχής

  1. Προϋπόθεση για να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για σύμβαση δημοσίων έργων αποτελεί περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/37, να συμφωνήθηκε η εκτέλεση των εργασιών με έγγραφη σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας μεταξύ αναθέτουσας αρχής και εργολήπτη.
  2. Ως οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης, ο δήμος Roanne αποτελεί αναθέτουσα αρχή(βλ. άρθρο 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/37). Το γεγονός ότι το κέντρο ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων ενδεχομένως θα πραγματοποιηθεί αρχικά από τη SEDL εξ ονόματός της, προτού μεταβιβαστεί –εν μέρει– στον δήμο Roanne, δεν σημαίνει ότι αναιρείται η ιδιότητα του δήμου ως αναθέτουσας αρχής ενός δημοσίου έργου (40).
  3. Η έννοια του εργολήπτηδεν ορίζεται ειδικότερα στην οδηγία 93/37. Στο δίκαιο του ανταγωνισμού, η έννοια της «επιχειρήσεως» καλύπτει κάθε φορέα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο της χρηματοδοτήσεώς του, ενώ ως οικονομική δραστηριότητα θεωρείται κάθε δραστηριότητα διαθέσεως αγαθών ή παροχής υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά (41). Αυτός ο εννοιολογικός ορισμός μπορεί να μεταφερθεί και στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τον σκοπό της οδηγίας 93/37, η οποία σκοπεί να συμβάλει στην πραγματοποίηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και να δημιουργήσει πραγματικό ανταγωνισμό στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων (42), η έννοια του εργολήπτη πρέπει και στον τομέα αυτό να ερμηνεύεται ευρέως. Αυτό επιβεβαιώνεται πλέον και από τον νομοθετικό ορισμό που προβλέπει, για μελλοντικές περιπτώσεις, το άρθρο 1, παράγραφος 8, της οδηγίας 2004/18. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ως εργολήπτης, κατά την έννοια του δικαίου περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή φορέας του δημοσίου, ή κοινοπραξία αυτών των προσώπων ή/και οργανισμών, που προσφέρει την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών ή/και έργων στην αγορά.
  4. Υφίσταται μια αγορά για τις παροχές που συνδέονται με τη μελέτη και την εκτέλεση έργων, όπως αυτές που χρειαζόταν στην προκειμένη περίπτωση ο δήμος Roanne. Στην αγορά αυτή μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες, εκτός από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, και εταιρίες πολεοδομικής αναπτύξεως που είναι εταιρίες μικτής οικονομίας. Μια τέτοια εταιρία μπορεί, συνεπώς, να είναι εργολήπτρια, κατά την έννοια της οδηγίας 93/37.
  5. Η ιδιότητα μιας εταιρίας πολεοδομικής αναπτύξεως, όπως η SEDL, ως εργολήπτριας δεν αποκλείεται εκ των προτέρων από το γεγονός ότι αυτή ενδεχομένως δεν είναι σε θέση και δεν πρόκειται να προβεί με δικά της μέσα σε μελέτη και κατασκευή των εγκαταστάσεων, αλλά θα προσφύγει με τη σειρά της, σε μεγάλη έκταση ή και εξ ολοκλήρου, στις παροχές υπεργολάβων (43). Και τούτο διότι, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, το έργο μπορεί να πραγματοποιηθεί «με οποιαδήποτε μέσα» (44). Το γεγονός ότι η διάταξη καλύπτει και τη χρησιμοποίηση υπεργολάβων καθίσταται ιδιαίτερα σαφές στο γερμανικό κείμενο της διατάξεως· στο κείμενο αυτό γίνεται λόγος για πραγματοποίηση του έργου «από τρίτους».
  6. Κατά συνέπεια, εφόσον μια εταιρία πολεοδομικής αναπτύξεως προσφέρει τη μελέτη και εκτέλεση ενός έργου, έστω και με προσφυγή σε υπεργολάβους, αποτελεί η ίδια εργολήπτρια, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/37. Σε μια τέτοια περίπτωση, η εταιρία πολεοδομικής αναπτύξεως είναι κάτι περισσότερο από απλή εντολοδόχος (γαλλικά: «mandataire») της αναθέτουσας αρχής, έχουσα απλώς βοηθητικό ρόλο κατά την αναζήτηση των κατάλληλων εργοληπτών και επιτελούσα συντονιστικό έργο. Όποιος αναλαμβάνει ο ίδιος τη μελέτη και την εκτέλεση ενός έργου (45) αποτελεί εργολήπτη, κατά την έννοια της οδηγίας 93/37.
  7. Η ιδιότητα του εργολήπτη, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/37, δεν προϋποθέτει, εξάλλου, οπωσδήποτε την ύπαρξη κερδοσκοπικού σκοπού. Αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι δημόσιες συμβάσεις μπορούν να ανατεθούν και σε αναθέτουσες αρχές (46). Ακόμη και ιδιωτικές επιχειρήσεις μπορεί, σε περιόδους μειωμένων αναθέσεων, να έχουν συμφέρον να αναλάβουν έργα, από τα οποία δεν αναμένουν κανένα ή κανένα σημαντικό κέρδος, για να μπορέσουν τουλάχιστον, με τον τρόπο αυτό, να καλύψουν καλύτερα τα πάγια έξοδά τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, ούτε το γεγονός ότι η SEDL ανέλαβε, με τη δημόσια χωροταξική σύμβαση, την υποχρέωση να επιστρέψει στον δήμο Roanne το ενδεχόμενο πλεόνασμα από την κατασκευή και διάθεση του δημοτικού κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων αποκλείει εκ των προτέρων, στην προκειμένη περίπτωση, την ιδιότητα της SEDL ως εργολήπτριας (47).
  8. Με τη χωροταξική σύμβαση της 25ηςΝοεμβρίου 2002, ο δήμος Roanne και η SEDL συνήψαν έγγραφη σύμβαση. Το γεγονός ότι η χωροταξική σύμβαση έχει δημόσιο χαρακτήρα και επιτρέπει στη SEDL την ενδεχόμενη άσκηση ορισμένων δημοσίων εξουσιών, συγκεκριμένα την εκτέλεση απαλλοτριώσεων, δεν αποκλείει το χαρακτήρα της ως συμβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/37 (48).
  9. Στην προκειμένη περίπτωση αποκλείεται εκ των προτέρων να γίνει λόγος και για in-House ανάθεσηή οιονεί in-House ανάθεση (49)κατά την έννοια της νομολογίας Teckal (50), διότι η SEDL είναι εταιρία μικτής οικονομίας και, επομένως, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης που μετέχουν στο κεφάλαιό της δεν μπορούν να ασκήσουν επ’ αυτής έλεγχο ανάλογο προς αυτόν που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες (51).
  10. Εξ επαχθούς αιτίαςσυνάπτεται μια σύμβαση όταν η αναθέτουσα αρχή οφείλει αντιπαροχή για τις παροχές του εργολήπτη (52). Σύμφωνα με τον σκοπό της οδηγίας 93/37, που έγκειται στο να ανοίξει την αγορά των συμβάσεων δημοσίων έργων και να συμβάλει στην πραγματοποίηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα αυτό (53), η έννοια της επαχθούς αιτίας πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως. Δεν καλύπτει μόνον τις χρηματικές αντιπαροχές, αλλά και κάθε είδους υποχρέωση που αναλαμβάνει η αναθέτουσα αρχή σε αντάλλαγμα για την εκτέλεση του έργου, όπως π.χ. την υποχρέωση συγκεκριμένης συμβολής στη χρηματοδότηση του έργου ή στην κάλυψη ενδεχομένων ζημιών οφειλομένων στην εκτέλεσή του.
  11. Στην προκειμένη περίπτωση, ο δήμος Roanne δεν υποχρεώθηκε μόνο να καταβάλει 2 925 000 ευρώ για την παράδοση του δημόσιου χώρου σταθμεύσεως. Πέραν αυτού, ανέλαβε την υποχρέωση να συμβάλει στη χρηματοδότηση όλων των εγκαταστάσεων που επρόκειτο να κατασκευαστούν, με χρηματοοικονομική συμμετοχή που εκτιμήθηκε ότι θα ανέλθει, για την πρώτη κατασκευαστική φάση, σε 2 443 103 ευρώ και, για το σύνολο του έργου, σε 3 034 341 ευρώ. Εκτός αυτού, είχε προβλεφθεί ότι τα γήπεδα και οι εγκαταστάσεις, που δεν θα είχαν μεταβιβαστεί σε τρίτους κατά τη λήξη της συμβάσεως, θα περιέρχονταν αυτομάτως κατά τον χρόνο αυτό στην κυριότητα του δήμου Roanne, ο οποίος θα εξασφάλιζε στο εξής την εκτέλεση των εν εξελίξει ευρισκομένων συμβάσεων, αναλαμβάνοντας τα χρέη που συνάψει μέχρι τότε η SEDL. Καθεμία από τις υποχρεώσεις αυτές έχει τον χαρακτήρα αντιπαροχής της αναθέτουσας αρχής για τη μελέτη και την κατασκευή εκ μέρους της SEDL του δημοτικού κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων. Κατά συνέπεια, μια δημόσια χωροταξική σύμβαση, όπως η προκείμενη, αποτελεί σύμβαση συναφθείσα εξ επαχθούς αιτίας.

Επιμέρους συμπέρασμα

  1. Κατά συνέπεια, μια δημόσια χωροταξική σύμβαση, όπως η επίδικη στη διαφορά της κύριας δίκης, πληροί όλες τις προϋποθέσεις της συμβάσεως δημοσίων έργων. Στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει, επομένως, να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

Η σύμβαση με την οποία η πρώτη αναθέτουσα αρχή αναθέτει στη δεύτερη αναθέτουσα αρχή, ως μέτρο πολεοδομικής αναπτύξεως, τη μελέτη και την κατασκευή ενός κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων, του οποίου μεμονωμένα μόνον τμήματα προορίζονται να περιέλθουν, μετά την κατασκευή του, στην πρώτη αναθέτουσα αρχή, ενώ άλλα τμήματα πρόκειται να εκχωρηθούν από τη δεύτερη αναθέτουσα αρχή απευθείας σε τρίτους, προβλεπομένου όμως ότι η πρώτη αναθέτουσα αρχή θα φέρει στο σύνολό του τον κίνδυνο της οικονομικής ζημίας και ότι τα τμήματα που κατά το πέρας του έργου δεν θα έχουν εκχωρηθεί θα περιέρχονται σ’ αυτή, συνιστά σύμβαση δημοσίων έργων, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 93/37.

  1. Επί του δευτέρου ερωτήματος: υπολογισμός του κατώτατου ορίου
  2. Το δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου είναι αφιερωμένο στην αξία της συμβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 6 της οδηγίας 93/37, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52.
  3. Η δυσκολία καθορισμού της αξίας της συμβάσεως οφείλεται, στην προκειμένη περίπτωση, στο γεγονός ότι τα έσοδα της SEDL από τη μελέτη και την κατασκευή του κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων συντίθενται από περισσότερα στοιχεία: πρώτον, ο δήμος Roanne της καταβάλλει το ποσό των 2 925 000 ευρώ για την κατασκευή του δημόσιου χώρου σταθμεύσεως. Δεύτερον, ο δήμος Roanne προβαίνει σε συνολική χρηματοοικονομική συμμετοχή για όλες τις εγκαταστάσεις που πρόκειται να κατασκευαστούν, η οποία εκτιμήθηκε ότι θα ανέλθει, για την πρώτη κατασκευαστική φάση, σε 2 443 103 ευρώ και, για το σύνολο του έργου, σε 3 034 341 ευρώ και, τρίτον, η SEDL εισπράττει έσοδα από την εκχώρηση σε τρίτους των τμημάτων του κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων που δεν προορίζονται για τον δήμο Roanne. Τα έσοδα που μπορεί να επιτευχθούν από τις εκχωρήσεις αυτές εκτιμώνται, στη δημόσια χωροταξική σύμβαση, σε 8 099 000 ευρώ.
  4. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν ποια από τα στοιχεία αυτά πρέπει να λάβει υπόψη για τον υπολογισμό της αξίας της συμβάσεως· από αυτό εξαρτάται, στην προκειμένη περίπτωση, κατά πόσον υπάρχει υπέρβαση του κατώτατου ορίου των 5 000 000 ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων. Το γράμμα του άρθρου 6 της οδηγίας 93/37 σιωπά ως προς το ζήτημα αυτό. Από τον σκοπό όμως της οδηγίας αυτής συνάγονται σημαντικά στοιχεία, που επηρεάζουν τον υπολογισμό της αξίας της συμβάσεως.
  5. Όπως προαναφέρθηκε, η οδηγία 93/37 σκοπεί τελικώς στο να συμβάλει στην πραγματοποίηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και να δημιουργήσει πραγματικό ανταγωνισμό στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων (54). Το κατώτατο όριο που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας αυτής εξυπηρετεί την εξατομίκευση των συμβάσεων δημοσίων έργων που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εργολήπτες από άλλα κράτη μέλη (55). Ακριβώς για την προστασία των συμφερόντων τέτοιων εργοληπτών και για την εξασφάλιση της ίσης μεταχείρισής τους με τους ημεδαπούς προσφέροντες, η οδηγία 93/37 προβλέπει την τήρηση ειδικής διαδικασίας συνάψεως των συμβάσεων (56).
  6. Κρίσιμη είναι, για τον λόγο αυτό, στο πλαίσιο του άρθρου 6 της οδηγίας 93/37, η θεώρηση από τη σκοπιά ενός ενδεχόμενου προσφέροντος. Μόνο με τον τρόπο αυτό μπορεί να εκτιμηθεί αν μια σύμβαση δημοσίων έργων μπορεί να παρουσιάσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για επιχειρήσεις αλλοδαπής προελεύσεως (57) και πρέπει, συνεπώς, να αποτελέσει, κατά την έννοια του ανοίγματος της αγοράς και του ανταγωνισμού, αντικείμενο της ειδικής διαδικασίας συνάψεως συμβάσεων που προβλέπει η εν λόγω οδηγία.
  7. Κρίσιμος, από την πλευρά των ενδεχόμενων προσφερόντων, είναι, στο πλαίσιο αυτό, ιδίως ο συνολικός όγκοςτης συμβάσεως δημοσίων έργων, δηλαδή ο συνολικός κύκλος εργασιών που μπορεί να πραγματοποιήσει ο εργολήπτης (58). Εάν η σύμβαση δημοσίων έργων προβλέπει ότι τμήματα μόνον των εγκαταστάσεων που θα κατασκευαστούν προορίζονται για την ίδια την αναθέτουσα αρχή, ενώ το υπόλοιπο έργο θα εκχωρηθεί σε τρίτους, για τον υπολογισμό της αξίας της συμβάσεως πρέπει να συνυπολογισθούν και τα τμήματα που προορίζονται σε τρίτους.
  8. Αντίθετα, δεν είναι κρίσιμο το κατά πόσον ο κύκλος εργασιών που θα πραγματοποιήσει ο εργολήπτης θα προέρχεται εν όλω ή εν μέρει από μέσα της αναθέτουσας αρχής ή κατά πόσον ένα μέρος των εσόδων θα προέρχεται απευθείας από τρίτους. Και τούτο διότι, εφόσον η αναθέτουσα αρχή ανέθεσε και χρηματοδοτεί, τουλάχιστον εν μέρει, το σύνολο του έργου, συμπεριλαμβανομένων των τμημάτων που ενδεχομένως προορίζονται για τρίτους, υφίσταται, σε σχέση με το όλο έργο, ο κίνδυνος δυσμενούς μεταχειρίσεως αλλοδαπών προσφερόντων, με αποτέλεσμα να διακυβεύεται συνολικά η πραγματοποίηση των σκοπών του ανοίγματος της αγοράς και του ανταγωνισμού.
  9. Σε μια περίπτωση όπως η προκείμενη, αυτό σημαίνει ότι σε καμμία περίπτωση δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη μόνον το αντάλλαγμα ύψους 2 925 000 ευρώ που έπρεπε να καταβάλει ο δήμος Roanne για τον δημόσιο χώρο σταθμεύσεως και η προβλεπόμενη χρηματοοικονομική συμμετοχή του, ύψους 3 034 341 ευρώ (59). Αντίθετα, έπρεπε να ληφθούν υπόψη και όλα τα έσοδα που προβλεπόταν ότι θα πραγματοποιήσει ο ανάδοχος εργολήπτης από την εκχώρηση τμημάτων του κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων σε τρίτους, δηλαδή συν 8 099 000 ευρώ. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, λόγω του ότι και τα τμήματα του κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων που προορίζονταν για τρίτους επιχορηγήθηκαν σε σημαντική έκταση από τη συνολική χρηματοοικονομική συμμετοχή του δήμου Roanne.
  10. Αντίθετα, αν οι υπολογισμοί δεν περιελάμβαναν, εκτός από τις υπό στενή έννοια υποχρεώσεις καταβολής του δήμου Roanne (60), και τα έσοδα που μπορεί να πραγματοποιηθούν από τις εκχωρήσεις σε τρίτους, ύψους 8 099 000 ευρώ, αλλά μόνον τους σχετικούς κινδύνους ευθύνης που ανέλαβε ο δήμος (61), η υπολογιζόμενη με τον τρόπο αυτό αξία της συμβάσεως δεν θα αντικατόπτριζε πλήρως τον δυνάμενο να πραγματοποιηθεί κύκλο εργασιών και, συνεπώς, το ενδιαφέρον που μπορεί να παρουσιάζει η σύμβαση δημοσίων έργων για ενδεχόμενους προσφέροντες.
  11. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα:

Για τον καθορισμό της αξίας της συμβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 6 της οδηγίας 93/37, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός όγκος της συμβάσεως, θεωρούμενος από την πλευρά του εργολήπτη. Δεν αρκεί να λαμβάνονται υπόψη μόνον η τιμή μεμονωμένων τμημάτων του έργου που περιέρχονται στην αναθέτουσα αρχή και η έκταση της χρηματοοικονομικής συμμετοχής καθώς και ενδεχόμενοι κίνδυνοι ευθύνης που αναλαμβάνει η αναθέτουσα αρχή.

  1. Επί του τρίτου ερωτήματος: δυνατότητα μη τηρήσεως της διαδικασίας συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων
  2. Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, κατά πόσον επιτρέπεται να μην τηρηθεί η προβλεπόμενη στην οδηγία 93/37 διαδικασία συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων όταν η εν λόγω σύμβαση μπορεί, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να συναφθεί μόνο με ορισμένα νομικά πρόσωπα και αυτά, με τη σειρά τους, είναι υποχρεωμένα να ακολουθήσουν τη διαδικασία συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων σε περίπτωση που, ενδεχομένως, συνάψουν παρεπόμενες συμβάσεις.
  3. Κατά πάγια νομολογία, οι οδηγίες περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έχουν εφαρμογή ακόμη και στην περίπτωση που ο εργολήπτης, στον οποίο ανατίθεται η σύμβαση, είναι και αυτός αναθέτουσα αρχή (62). Ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει, συνεπώς, να τηρηθεί κατ’ αρχήν η διαδικασία συνάψεως δημοσίων συμβάσεων.
  4. Είναι βέβαια δυνατόν ο εργολήπτης, π.χ. όταν έχει τον ρόλο του γενικού εργολήπτη, να υποχρεούται με τη σειρά του να τηρήσει τη διαδικασία συνάψεως δημοσίων συμβάσεων κατά τη μεταγενέστερη επιλογή των υπεργολάβων. Εν τούτοις, αυτές οι επόμενες διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων θα αφορούν, κατά κανόνα, μόνον μεμονωμένα τμήματα της συνολικής συμβάσεως. Εκτός αυτού, είναι δυνατόν οι συναπτόμενες με τους υπεργολάβους συμβάσεις να μην υπερβαίνουν, λόγω της μικρής αξίας του έργου που αφορούν, το ισχύον κατώτατο όριο και να μην εμπίπτουν, συνεπώς, στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Άλλωστε, με τον τρόπο αυτό, η συντονιστική λειτουργία των γενικών εργοληπτών δεν θα υπαγόταν ποτέ στην τήρηση διαδικασίας συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Η ενδεχόμενη μεταγενέστερη τήρηση της διαδικασίας συνάψεως δημοσίων συμβάσεων σε σχέση με τους υπεργολάβους δεν μπορεί, συνεπώς, να αντισταθμίσει την αρχική έλλειψη διαδικασίας συνάψεως δημοσίων συμβάσεων για την ανάθεση του έργου στον γενικό εργολήπτη.
  5. Το ίδιο συμβαίνει και εν προκειμένω: προβλέπεται βέβαια ότι, κατά τη μελέτη και την κατασκευή του δημοτικού κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων του Roanne, η SEDL θα αναθέσει ορισμένες εργασίες σε υπεργολάβους και θα τηρήσει ως προς τις αναθέσεις αυτές τη διαδικασία συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, αυτό όμως σε καμμία περίπτωση δεν συμπεριλαμβάνει όλα τα καθήκοντα που ανέλαβε με τη δημόσια χωροταξική σύμβαση η SEDL, ιδίως δεν συμπεριλαμβάνει το καθήκον συντονισμού και τη συνολική ευθύνη της κατασκευής του κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων που τη βαρύνει. Κατά συνέπεια, το αντικείμενο της δημόσιας χωροταξικής συμβάσεως μεταξύ του δήμου Roanne και της SEDL δεν ταυτίζεται με το αντικείμενο ενδεχόμενων παρεπόμενων συμβάσεων μεταξύ της SEDL και των υπεργολάβων της.
  6. Όλα αυτά συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι μια δημόσια χωροταξική σύμβαση, όπως η προκείμενη, δεν θα έπρεπε να είχε συναφθεί χωρίς προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας συνάψεως δημοσίων συμβάσεων.
  7. Η απόφαση «Σκάλα του Μιλάνου» δεν αναιρεί το ως άνω συμπέρασμα· στην υπόθεση εκείνη το Δικαστήριο θεώρησε περιττή την τήρηση της προβλεπόμενης στην οδηγία 93/37 διαδικασίας συνάψεως δημοσίων συμβάσεων εκ μέρους ενός οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης πριν την ανάθεση συμβάσεως δημοσίων έργων και δέχθηκε ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 93/37 θα διασφαλιζόταν εξίσου αν η εθνική νομοθεσία επέτρεπε στις οικείες δημοτικές αρχές να υποχρεώνουν τον φορέα του έργου και κάτοχο της άδειας, να τηρήσει εκείνος τις διαδικασίες αυτές (63).
  8. Όπως διευκρίνισε μεταγενέστερα το Δικαστήριο, ο συλλογισμός αυτός ήταν δικαιολογημένος μόνον υπό το πρίσμα των ειδικών συνθηκών της υποθέσεως «Σκάλα του Μιλάνου»· χαρακτηριστικό των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως εκείνης ήταν το γεγονός ότι ο νόμος όριζε εκ των προτέρων ως ανάδοχο της συμβάσεως δημοσίων έργων τον κύριο του γηπέδου και κάτοχο της οικοδομικής αδείας και ο δήμος, ως αναθέτουσα αρχή, δεν είχε τη δυνατότητα επιλογής ενός άλλου εργολήπτη (64).
  9. Στην προκειμένη περίπτωση τίποτα δεν υποδηλώνει ότι ο δήμος Roanne είχε τέτοιες περιορισμένες δυνατότητες επιλογής σχετικά με το πρόσωπο του αντισυμβαλλομένου του και ότι η SEDL είχε οριστεί εκ των προτέρων από τον νόμο ως ανάδοχος.
  10. Βέβαια, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, οι δημόσιες χωροταξικές συμβάσεις μπορούσαν, κατά το γαλλικό δίκαιο, να συναφθούν μόνο με περιορισμένο κύκλο προσώπων. Συγκεκριμένα, από το άρθρο L. 300-4, παράγραφος 2, του προϊσχύσαντος Code de l’urbanisme προκύπτει ότι μόνον γαλλικοί οργανισμοί δημοσίου δικαίου και ορισμένες γαλλικές εταιρίες μικτής οικονομίας μπορούσαν τότε να καταστούν αντισυμβαλλόμενοι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι –όπως στην υπόθεση «Σκάλα του Μιλάνου»– το έργο μπορούσε εκ του νόμου να ανατεθεί μόνο σε ένα εργολήπτη, ορισμένον εκ των προτέρων.
  11. Υπάρχει άλλος ένας λόγος για τον οποίο η ύπαρξη μιας διατάξεως, όπως αυτή του άρθρου L. 300-4, παράγραφος 2, του προϊσχύσαντος Code de l’urbanisme, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη τήρηση της προβλεπόμενης στην οδηγία 93/37 διαδικασίας συνάψεως δημοσίων συμβάσεων: Μια τέτοια διάταξη, περιορίζοντας τον κύκλο των πιθανών αντισυμβαλλομένων σε ολιγάριθμα νομικά πρόσωπα, που χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι είτε αποτελούν γαλλικούς οργανισμούς δημοσίου δικαίου είτε ελέγχονται από τέτοιους οργανισμούς, αποκλείει εκ των προτέρων να συνάψουν οι αναθέτουσες αρχές δημόσιες χωροταξικές συμβάσεις με αντισυμβαλλόμενους αλλοδαπούς εργολήπτες. Με τον τρόπο αυτό, θα ήταν αδύνατο το άνοιγμα της αγοράς για σειρά σημαντικών συμβάσεων δημοσίων έργων. Αυτό θα ήταν αντίθετο προς τον σκοπό της οδηγίας, που συνίσταται στην κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων, προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός εντός του τομέα αυτού (65).
  12. Μόνον το άρθρο 6 της οδηγίας 92/50 επιτρέπει τη μη τήρηση της διαδικασίας συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, όταν συνάπτονται δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών με φορέα που αποτελεί ο ίδιος αναθέτουσα αρχή, δυνάμει συγκεκριμένου αποκλειστικού δικαιώματος που του παρέχεται. Ως διάταξη που θεσπίζει εξαίρεση, η διάταξη αυτή πρέπει όμως να ερμηνεύεται στενά (66) και δεν μπορεί να μεταφερθεί, κατ’ αναλογία, σε άλλες οδηγίες περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων (67). Εξάλλου, απ’ ό,τι είναι γνωστό, οι μικτής οικονομίας εταιρίες πολεοδομικής αναπτύξεως, όπως η SEDL, δεν έχουν αποκλειστικό δικαίωμα, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, όσον αφορά τη μελέτη και την κατασκευή δημοτικών κέντρων ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων.
  13. Στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να μείνει ανοικτό το ζήτημα κατά πόσον θα μπορούσε, από το άρθρο 11 της οδηγίας 2004/18, να προκύψει κάτι διαφορετικό για το μέλλον, διότι τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης δεν εμπίπτουν στο χρονικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.
  14. Κατά συνέπεια, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

Δεν επιτρέπεται να μην τηρηθεί η προβλεπόμενη στην οδηγία 93/37 διαδικασία συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων για τον μοναδικό λόγο ότι η εν λόγω σύμβαση μπορεί, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να συναφθεί μόνο με ορισμένα νομικά πρόσωπα και αυτά, με τη σειρά τους, είναι υποχρεωμένα να ακολουθήσουν τη διαδικασία συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων σε περίπτωση που, ενδεχομένως, συνάψουν παρεπόμενες συμβάσεις.

VI – Πρόταση

  1. Βάσει των ανωτέρω σκέψεων προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο Tribunal administratif Lyon:

1)      Η σύμβαση με την οποία η πρώτη αναθέτουσα αρχή αναθέτει στη δεύτερη αναθέτουσα αρχή, ως μέτρο πολεοδομικής αναπτύξεως, τη μελέτη και την κατασκευή ενός κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων, μεμονωμένα μόνον τμήματα του οποίου προορίζονται να περιέλθουν, μετά την κατασκευή του, στην πρώτη αναθέτουσα αρχή, ενώ άλλα τμήματα πρόκειται να εκχωρηθούν από τη δεύτερη αναθέτουσα αρχή απευθείας σε τρίτους, προβλεπομένου όμως ότι η πρώτη αναθέτουσα αρχή θα φέρει στο σύνολό του τον κίνδυνο της οικονομικής ζημίας και ότι τα τμήματα που κατά το πέρας του έργου δεν θα έχουν εκχωρηθεί θα περιέρχονται σ’ αυτήν, συνιστά σύμβαση δημοσίων έργων, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1993 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων.

2)      Για τον καθορισμό της αξίας της συμβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 6 της οδηγίας 93/37, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός όγκος της συμβάσεως, θεωρούμενος από την πλευρά του εργολήπτη. Δεν αρκεί να λαμβάνονται υπόψη μόνον η τιμή μεμονωμένων τμημάτων του έργου που περιέρχονται στην αναθέτουσα αρχή και η έκταση της χρηματοοικονομικής συμμετοχής καθώς και ενδεχόμενοι κίνδυνοι ευθύνης που αναλαμβάνει η αναθέτουσα αρχή.

3)      Δεν επιτρέπεται να μην τηρηθεί η προβλεπόμενη στην οδηγία 93/37 διαδικασία συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων για μόνο το λόγο ότι η εν λόγω σύμβαση μπορεί, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να συναφθεί μόνο με ορισμένα νομικά πρόσωπα και αυτά, με τη σειρά τους, είναι υποχρεωμένα να ακολουθήσουν τη διαδικασία συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων σε περίπτωση που, ενδεχομένως, συνάψουν παρεπόμενες συμβάσεις.

1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

2 – Διοικητικό Πρωτοδικείο Lyon·(στο εξής: αιτούν δικαστήριο).

3 – ΕΕ L 199, σ. 54. Η οδηγία αυτή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με την οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 114, στο εξής: οδηγία 2004/18). Αυτή όμως η νομοθετική μεταβολή ισχύει από 31ης Ιανουαρίου 2006 και δεν είναι, συνεπώς, κρίσιμη για τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης.

4 – Οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 1997 περί τροποποιήσεως των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και συμβάσεων δημοσίων έργων, αντιστοίχως (ΕΕ L 328, σ. 1).

5 – Βλ. τη δημοσίευση των ισχυουσών από 1ης Ιανουαρίου 2002 ισοτιμιών των κατωτάτων ορίων που προβλέπονται από τις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις (ανακοίνωση της Επιτροπής, ΕΕ 2001, C 332, σ. 21, αριθ. 2, τρίτη στήλη).

6 – Πολεοδομικού Κώδικα.

7 – Αυτή η μορφή του άρθρου έχει ως έρεισμα τον νόμο 2000-1208 της 13ης Δεκεμβρίου 2000, JORF της 14ης Δεκεμβρίου 2000.

8 – Νόμος της 20ής Ιουλίου 2005, JORF της 21ης Ιουλίου 2005.

9 – Convention publique d’aménagement.

10 – Σε παράρτημα της δημόσιας χωροταξικής συμβάσεως, που προσκόμισε στο Δικαστήριο η Γαλλική Κυβέρνηση, υπάρχει επιπλέον εκτίμηση για ποσό 210 000 ευρώ, που επρόκειτο να καταβληθεί από άλλους συμβαλλόμενους (καλούμενους «partenaires du pôle d’échanges»).

11 – Έτσι αναφέρεται π.χ. στο άρθρο 25-1 της δημόσιας χωροταξικής συμβάσεως: «[…] le risque financier de l’opération est à la charge de la Collectivité Publique Cocontractante […]» («ο χρηματοοικονομικός κίνδυνος του έργου αναλαμβάνεται από τον αντισυμβαλλόμενο οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως»).

12 – Βλ., ενδεικτικώς, τις αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman (Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψεις 59 έως 61), της 18ης Νοεμβρίου 2003, C-216/01, Budéjovický Budvar (Συλλογή 2003, σ. I-13617, σκέψη 47), της 7ης Ιουνίου 2005, C-17/03, VEMW κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I-4983, σκέψη 34) και της 10ης Ιανουαρίου 2006, C-344/04, International Air Transport Association (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 24).

13 – Αποφάσεις Bosman (σκέψη 59), Budéjovický Budvar (σκέψη 47) και International Air Transport Association (σκέψη 24), που παρατίθενται στην υποσημείωση 12.

14 – Δεδομένου συνεπώς ότι η ισχύς της δημόσιας χωροταξικής συμβάσεως δεν αποτελεί αντικείμενο τη κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο δεν αντιμετώπισε ούτε το ζήτημα της μη εφαρμογής του άρθρου 11 του νόμου 2005-809 σε περίπτωση αντιθέσεώς του προς το κοινοτικό δίκαιο (ως προς την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να μην εφαρμόζουν, άνευ ετέρου, διατάξεις που είναι αντίθετες προς το κοινοτικό δίκαιο, βλ. τη νομολογία που παγιώθηκε με την απόφαση της 9ης Μαρτίου 1978, 106/77, Simmenthal, Συλλογή τόμος 1978, σ. 239, σκέψεις 21 και 24, και επιβεβαιώθηκε πρόσφατα με την απόφαση της 3ης Μαΐου 2005 επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων C-387/02, C-391/02 και C-403/02, Berlusconi κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. Ι-3565, σκέψη 72, με περαιτέρω παραπομπές).

15 – Στο ίδιο πνεύμα, βλ. και την απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2005, C-264/03, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2005, σ. Ι-8831, σκέψη 36). Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, παρέλκει η αναζήτηση του χαρακτηρισμού που προσδίδει το εθνικό δίκαιο σε συγκεκριμένη σύμβαση, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η εν λόγω σύμβαση αποτελεί δημόσια σύμβαση κατά την έννοια της οδηγίας περί συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων.

16 – Αποφάσεις της 12ης Ιανουαρίου 2006, C-246/04, Turn- und Sportunion Waldburg (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 20) και της 10ης Ιανουαρίου 2006, C-222/04, Cassa di Risparmio di Firenze (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 63).

17 – Αποφάσεις Turn- und Sportunion Waldburg (παρατίθεται στην υποσημείωση 16, σκέψη 21) και της 30ής Ιουνίου 2005, C-28/04, Tod’s und Tod’s France (Συλλογή 2005, σ. I-5781, σκέψη 14, με περαιτέρω παραπομπές).

18 – Βλ. και την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2001, C-399/98, Ordine degli Architetti delle province di Milano e Lodi κ.λπ., «Σκάλα του Μιλάνου» (Συλλογή 2001, σ. I-5409, σκέψη 58).

19 – Το παράρτημα II της οδηγίας 93/37 περιέχει έναν κατάλογο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων στον κατασκευαστικό τομέα που αντιστοιχεί στη γενική ονοματολογία των οικονομικών δραστηριοτήτων στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (NACE). Σε αυτόν περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η υποομάδα NACE 501.1 «Γενική οικοδομική εργοληπτική επιχείρηση», που ανήκει στην ομάδα NACE 501 «Ανέγερση πολυώροφων κτιρίων (κατοικιών ή άλλων)».

20 – Η ρητή προσθήκη «από τρίτους» δεν συναντάται στο κείμενο της οδηγίας σε άλλες γλώσσες.

21 – Βλ. ανωτέρω, σημείο 31 των προτάσεών μου, πρώτη περίπτωση.

22 – Βλ. ανωτέρω, σημείο 31 των προτάσεών μου, τρίτη περίπτωση. Βλ. εκτός αυτού κατωτέρω, σημεία 52 και 53 των προτάσεών μου.

23 – Στο πλαίσιο αυτό, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ιδίως ότι τα σχέδια της SEDL πρέπει να υποβάλλονται στον δήμο Roanne προς έγκριση, και περαιτέρω ότι ο δήμος Roanne μπορεί να απαιτήσει από τη SEDL να του προσκομίσει όλα τα έγγραφα, μπορεί να εποπτεύει και να επισκέπτεται τα εργοτάξια και να προβάλλει αντιρρήσεις προς τη SEDL.

24 – Στην απόφαση περί παραπομπής το σχεδιαζόμενο έργο χαρακτηρίζεται ρητώς ως μέτρο πολεοδομικής αναπτύξεως.

25 – Στο ίδιο πνεύμα –σχετικά με την κατασκευή τμημάτων αυτοκινητοδρόμων– οι αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2000, C-276/97, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2000, σ. Ι- 6251, σκέψη 32) και της 27ης Οκτωβρίου 2005 επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων C-187/04 και C-188/04, Επιτροπή κατά Ιταλίας (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 28).

26 – Βλ. ανωτέρω, σημείο 31 των προτάσεών μου, δεύτερη περίπτωση.

27 – Οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1992 για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209, σ. 1, στο εξής: οδηγία 92/50). Η οδηγία αυτή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με την οδηγία 2004/18, η οποία όμως τέθηκε σε ισχύ το πρώτον στις 31 Ιανουαρίου 2006, με αποτέλεσμα να μην έχει σημασία για τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης αυτή η νομοθετική μεταβολή.

28 – Την ίδια έννοια έχει η δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/50, το περιεχόμενο της οποίας επιβεβαιώνεται και με τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/18. Ως προς την ανάγκη εκτιμήσεως του κύριου σημείου της συμβάσεως προκειμένου να οριοθετηθεί το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/37 σε σχέση με αυτό των άλλων οδηγιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων βλ. και την απόφαση της 19ης Απριλίου 1994, C-331/92, Gestión Hotelera Internacional (Συλλογή 1994, σ. Ι‑1329, σκέψεις 26 έως 29).

29 – Απόφαση Gestión Hotelera Internacional (παρατίθεται στην υποσημείωση 28, σκέψη 28)· βλ. επίσης την απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2006, C-265/04, Bouanich (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 54).

30 – Πάγια νομολογία· βλ. π.χ. την απόφαση «Σκάλα του Μιλάνου» (παρατίθεται στην υποσημείωση 18, σκέψη 48).

31 – Ενώ η οριοθέτηση μεταξύ δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών και συμβάσεων δημοσίων προμηθειών προσανατολίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας 92/50, μόνο στην αξία των οικείων υπηρεσιών και προϊόντων (βλ. σχετικά, τελευταία, την απόφαση της 11ης Μαΐου 2006, C-340/04, Carbotermo κ.λπ., που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 31), δεν υπάρχει αντίστοιχη διάταξη για την οριοθέτηση μεταξύ δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών και συμβάσεων δημοσίων έργων. Όσον αφορά την τελευταία περίπτωση, η δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/50 προσανατολίζεται σε ποιοτικά κριτήρια (τα έργα πρέπει να «αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης»)· ακόμη σαφέστερος καθίσταται αυτός ο προσανατολισμός σε ποιοτικά κριτήρια στη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/18, όπου γίνεται λόγος για εργασίες «παρεμπίπτουσες ως προς το κύριο αντικείμενο της σύμβασης», οι οποίες «αποτελούν ενδεχόμενη συνέπεια ή συμπλήρωμα αυτού του αντικειμένου».

32 – Χωριστή τιμή έχει καθοριστεί μόνον για τον δημόσιο χώρο σταθμεύσεως που προορίζεται για τον δήμο Roanne. Κατά τα λοιπά προβλέπεται μόνο μια συνολική συμμετοχή του δήμου Roanne στη χρηματοδότηση. Ο δήμος Roanne συμφώνησε, περαιτέρω, να περιέλθουν σ’ αυτόν τα τμήματα του κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων που δεν θα έχουν εκχωρηθεί σε τρίτους κατά το πέρας του έργου και να αναλάβει τις σχετικές υφιστάμενες συμβατικές υποχρεώσεις.

33 – Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1998, C-44/96, Mannesmann Anlagenbau Austria κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I-73, σκέψη 32)· στο ίδιο πνεύμα οι αποφάσεις της 18ης Νοεμβρίου 2004, C-126/03, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2004, σ. I-11197, σκέψη 18) και της 11ης Ιανουαρίου 2005, C-26/03, Stadt Halle και RPL Lochau (Συλλογή 2005, σ. I-1, σκέψη 26).

34 – Απόφαση «Σκάλα του Μιλάνου» (παρατίθεται στην υποσημείωση 18, σκέψεις 52, 54 και 75).

35 – Βλ. ιδίως τη δεύτερη και δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/37 καθώς και τις αποφάσεις «Σκάλα του Μιλάνου» (παρατίθεται στην υποσημείωση 18, σκέψεις 52 και 75), της 27ης Νοεμβρίου 2001 επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων C-285/99 και C-286/99, Impresa Lombardini (Συλλογή 2001, σ. I-9233, σκέψεις 34 και 35), της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-470/99, Universale-Bau (Συλλογή 2002, σ. I-11617, σκέψεις 51 και 89) και της 7ης Οκτωβρίου 2004, C-247/02, Sintesi (Συλλογή 2004, σ. I-9215, σκέψη 35)· όμοια η απόφαση Carbotermo (παρατίθεται στην υποσημείωση 31, σκέψη 58).

36 – Πρόκειται για περίπτωση της «vente en l’état futur d’ achèvement» του γαλλικού δικαίου.

37 – Οδηγία 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1993 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών (ΕΕ L 199, σ. 1·στο εξής: οδηγία 93/36). Η οδηγία αυτή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με την οδηγία 2004/18, η οποία όμως τέθηκε σε ισχύ το πρώτον στις 31 Ιανουαρίου 2006, με αποτέλεσμα να μην έχει σημασία για τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης αυτή η νομοθετική μεταβολή.

38 – Άρθρο 1, στοιχείο α΄, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 93/36· βλ. επίσης την απόφαση Gestión Hotelera Internacional (παρατίθεται στην υποσημείωση 28, σκέψεις 25 και 26).

39 – Στο ίδιο πνεύμα –σχετικά με τη διάκριση μεταξύ δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών και παραχωρήσεων δημοσίων υπηρεσιών– η απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2005, C-458/03, Parking Brixen (Συλλογή 2005, σ. Ι-8585, σκέψη 40).

40 – Απόφαση «Σκάλα του Μιλάνου» (παρατίθεται στην υποσημείωση 18, σκέψη 95).

41 – Πάγια νομολογία· βλ. τελευταία τις αποφάσεις Cassa di risparmio di Firenze (παρατίθεται στην υποσημείωση 16, σκέψεις 107 και 108) και της 23ης Μαρτίου 2006, C-237/04, Enirisorse (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 28 και 29), με περαιτέρω παραπομπές του.

42 – Δεύτερη αιτιολογική σκέψη και πρώτο εδάφιο της δέκατης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 93/37. Βλ. επίσης το σημείο 43 των προτάσεών μου.

43 – Απόφαση «Σκάλα του Μιλάνου» (παρατίθεται στην υποσημείωση 18, σκέψη 90). Για τη χρησιμοποίηση υπεργολάβων βλ. επίσης –σε σχέση με δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών– τις αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 1999, C-176/98, Holst Italia (Συλλογή 1999, σ. I-8607, σκέψεις 26 επ.) και Επιτροπή κατά Γερμανίας (παρατίθεται στην υποσημείωση 33, σκέψη 18).

44 – Βλ. σχετικά και ανωτέρω, σημείο 31 των προτάσεών μου, τρίτη περίπτωση.

45 – Με τη δημόσια χωροταξική σύμβαση (βλ. το άρθρο 2, παράγραφος 4, της συμβάσεως) η SEDL ανέλαβε ρητώς η ίδια την κατασκευή των εγκαταστάσεων: «[…] l’Aménageur s’engage, pour sa part, à […] réaliser la construction des volumes, y compris les parkings, […]».

46 – Αποφάσεις της 18ης Νοεμβρίου 1999, C-107/98, Teckal (Συλλογή 1999, σ. Ι-8121, σκέψη 50, δεύτερο εδάφιο) και της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C-94/99, ARGE (Συλλογή 2000, σ. Ι-11037, σκέψη 40)· στο ίδιο πνεύμα οι αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας (παρατίθεται στην υποσημείωση 33, σκέψεις 18 και 19) και της 13ης Ιανουαρίου 2005, C-84/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2005, σ. Ι-139, σκέψεις 38 έως 40).

47 – Άρθρο 22, παράγραφος 2, της δημόσιας χωροταξικής συμβάσεως.

48 – Απόφαση «Σκάλα του Μιλάνου» (παρατίθεται στην υποσημείωση 18, σκέψη 73).

49 – Βλ. σχετικά το σημείο 2 των προτάσεών μου της 1ης Μαρτίου επί της υποθέσεως C-458/03, Parking Brixen (Συλλογή 2005, σ. Ι-8585).

50 – Αποφάσεις Teckal (παρατίθεται στην υποσημείωση 46, σκέψη 50, δεύτερο εδάφιο), της 8ης Μαΐου 2003, C-349/97, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-3851, σκέψη 204, τέταρτο εδάφιο), Stadt Halle και RPL Lochau (παρατίθεται στην υποσημείωση 33, σκέψη 49, δεύτερο εδάφιο), Επιτροπή κατά Ισπανίας της 13ης Ιανουαρίου 2005 (παρατίθεται στην υποσημείωση 46, σκέψη 38), της 10ης Νοεμβρίου 2005, C-29/04, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Συλλογή 2005, σ. Ι-9705, σκέψη 34 ) και Carbotermo (παρατίθεται στην υποσημείωση 31, σκέψη 33)· βλ. επίσης –για πραγματικά περιστατικά που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων– τις αποφάσεις Parking Brixen (παρατίθεται στην υποσημείωση 39, σκέψεις 58, 59 και 62) και της 6ης Απριλίου 2006, C-410/04, ANAV (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 24 επ.).

51 – Αποφάσεις Stadt Halle και RPL Lochau (παρατίθεται στην υποσημείωση 33, σκέψη 49) Επιτροπή κατά Αυστρίας (παρατίθεται στην υποσημείωση 50, σκέψη 46) και ANAV (παρατίθεται στην υποσημείωση 50, σκέψη 31).

52 – Στο πνεύμα αυτό η απόφαση «Σκάλα του Μιλάνου» (παρατίθεται στην υποσημείωση 18, σκέψη 77).

53 – Δεύτερη αιτιολογική σκέψη και πρώτο εδάφιο της δέκατης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 93/37. Βλ. επίσης το σημείο 43 των προτάσεών μου.

54 – Δεύτερη αιτιολογική σκέψη και πρώτο εδάφιο της δέκατης αιτιολογικής σκέψης της οδηγίας 93/37. Βλ. επίσης το σημείο 43 των προτάσεών μου.

55 – Βλ. στο πνεύμα αυτό την έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/37.

56 – Οι θεμελιώδεις ελευθερίες επιτάσσουν, βέβαια, την εξασφάλιση μιας ελάχιστης δημοσιότητας και κάτω από το κατώτατο όριο αξίας των συμβάσεων [αρχή της διαφάνειας, βλ. σχετικά τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου 2005, C-231/03, Coname (Συλλογή 2005, σ. I-7287, σκέψεις 16 έως 22), Parking Brixen (παρατίθεται στην υποσημείωση 39, σκέψεις 46 έως 50) και ANAV (παρατίθεται στην υποσημείωση 50, σκέψεις 18 έως 22)], αλλά οι απαιτήσεις είναι μικρότερες από ό,τι εντός του πεδίου εφαρμογής των οδηγιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων (βλ. σχετικά τις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Parking Brixen, που παρατίθεται στην υποσημείωση 49, σημείο 37).

57 – Αυτή την άποψη τονίζει και η απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2000, C-16/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2000, σ. I-8315, σκέψεις 44 και 46) σε σχέση με ανάλογη προβληματική στο πλαίσιο της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1993 περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ L 199, σ. 84).

58 – Σε αυτή τη βασική ιδέα στηρίζεται τελικώς και το άρθρο 6, παράγραφοι 3 έως 5, της οδηγίας 93/37. Σύμφωνα με αυτή, κρίσιμη είναι η συνολική θεώρηση του έργου ή της συμβάσεως και πρέπει να αποφεύγεται η κατάτμηση σε τμήματα, που έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάγεται το έργο ή η σύμβαση, εν όλω ή εν μέρει, στη διαδικασία συνάψεως δημοσίων συμβάσεων.

59 – Από ό,τι είναι γνωστό, εξαρχής είχε προβλεφθεί να ανατεθούν και οι δύο κατασκευαστικές φάσεις στην ίδια εργολήπτρια. Κρίσιμη είναι, συνεπώς, η χρηματοοικονομική συμμετοχή του δήμου για το σύνολο του έργου (επιχείρημα a fortiori από το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/37, σύμφωνα με το οποίο πρέπει να συνυπολογίζεται η αξία των διαφόρων τμημάτων). Εκτός αυτού, θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη και τα αναφερόμενα στην υποσημείωση 10 210 000 ευρώ που θα συνεισέφεραν άλλοι συμβαλλόμενοι.

60 – Δηλαδή 2 925 000 ευρώ για τον δημόσιο χώρο σταθμεύσεως και τη χρηματοοικονομική συμμετοχή, ύψους 3 034 341 ευρώ για το όλο έργο (βλ. υποσημείωση 59).

61 – Δηλαδή την αυτόματη περιέλευση στον δήμο Roanne των τμημάτων του κέντρου ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων που δεν θα έχουν ακόμη, κατά τη λήξη της συμβάσεως, μεταβιβαστεί σε τρίτους, καθώς και την εκ μέρους του δήμου ανάληψη όλων των υφισταμένων δεσμεύσεων.

62 – Αποφάσεις Teckal (παρατίθεται στην υποσημείωση 46, σκέψη 42, δεύτερο εδάφιο, και σκέψη 51) και ARGE (παρατίθεται στην υποσημείωση 46, σκέψη 40)· στο ίδιο πνεύμα οι αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας (παρατίθεται στην υποσημείωση 33, σκέψεις 18 και 19) και Επιτροπή κατά Ισπανίας της 13ης Ιανουαρίου 2005 (παρατίθεται στην υποσημείωση 46, σκέψεις 38 έως 40).

63 – Απόφαση Σκάλα του Μιλάνου (παρατίθεται στην υποσημείωση 18, σκέψη 100).

64 – Απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας (παρατίθεται στην υποσημείωση 15, σκέψη 57).

65 – Βλ. ιδίως τη δεύτερη και τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/37, καθώς και την απαγόρευση των διακρίσεων που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 6, της οδηγίας. Στο ίδιο πνεύμα και η απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας (παρατίθεται στην υποσημείωση 15, σκέψεις 60, 61 και 68).

66 – Ως προς την αρχή της στενής ερμηνείας των εξαιρέσεων από τις αρχές που διέπουν τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων βλ. την απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας της 13ης Ιανουαρίου 2005 (παρατίθεται στην υποσημείωση 50, σκέψη 48) καθώς και τις αποφάσεις Stadt Halle και RPL Lochau (παρατίθεται στην υποσημείωση 33, σκέψη 46) και ANAV (παρατίθεται στην υποσημείωση 50, σκέψη 26).

67 – Στο ίδιο πνεύμα οι αποφάσεις Teckal (παρατίθεται στην υποσημείωση 46, σκέψη 44) και Carbotermo (παρατίθεται στην υποσημείωση 31, σκέψη 33).