ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ 1. A. GEELHOED της 14ης Σεπτεμβρίου 2006 1(1) Υπόθεση C-156/04 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας «Παράβαση κράτους μέλους – Παράβαση του άρθρου 90 ΕΚ και της οδηγίας 83/182/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για τις φορολογικές ατέλειες που εφαρμόζονται στο εσωτερικό της Κοινότητας στις προσωρινές εισαγωγές ορισμένων μεταφορικών μέσων – Προσωρινή χρήση στο ελληνικό έδαφος οχημάτων ταξινομημένων σε άλλο κράτος μέλος – Εφαρμογή των τελωνειακών διατάξεων που ισχύουν για οχήματα προελεύσεως τρίτων χωρών»

 

 

 

I –    Εισαγωγή

  1. Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που έχει από το άρθρο 90 ΕΚ και από το άρθρο 1 της οδηγίας 83/182/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για τις φορολογικές ατέλειες που εφαρμόζονται στο εσωτερικό της Κοινότητας στις προσωρινές εισαγωγές ορισμένων μεταφορικών μέσων (στο εξής: οδηγία 83/182 ή οδηγία) (2). Με την προσφυγή της Επιτροπής επιδιώκεται να κρίνει το Δικαστήριο ότι το Ελληνικό Δημόσιο παρέβη τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το άρθρο 96 ΕΚ και από το άρθρο 1 της οδηγίας 83/182, καθόσον η ελληνική διοικητική πρακτική σχετικά με την προσωρινή εισαγωγή ορισμένων μεταφορικών μέσων συνιστά παράβαση των διατάξεων αυτών. Η πρακτική και η συγκεκριμένη υπόθεση αφορούν την προσωρινή εισαγωγή οδικών οχημάτων με κινητήρα.
  2. Η παρούσα υπόθεση ανάγεται σε σειρά καταγγελιών και αναφορών που η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έλαβαν σχετικά με τον τρόπο που οι ελληνικές αρχές διαπιστώνουν παραβάσεις και επιβάλλουν κυρώσεις όταν δεν έχουν τηρηθεί οι διατάξεις περί προσωρινής εισαγωγής οδικών οχημάτων με κινητήρα.
  3. Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά που βρίσκεται στον φακό του Δικαστηρίου η ελληνική πρακτική σχετικά με την προσωρινή εισαγωγή οδικών οχημάτων με κινητήρα (3). Ήδη το 1991 η Επιτροπή είχε κινήσει για τη διαπίστωση παραβάσεως διαδικασία η οποία κατέληξε σε καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας. Επί πλέον, από ελληνικά δικαστήρια έχουν τεθεί διάφορα προδικαστικά ερωτήματα. Ειδικότερα, στα ερωτήματα αυτά αποτελεί επαναλαμβανόμενο θέμα η αναλογικότητα του συστήματος κυρώσεων το οποίο εφαρμόζεται από τις ελληνικές αρχές όταν δεν έχουν τηρηθεί οι κείμενες διατάξεις (4).

II – Το νομικό πλαίσιο

–       Το άρθρο 90 ΕΚ

  1. Το άρθρο 90 ΕΚ ορίζει:

«Κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει άμεσα ή έμμεσα στα προϊόντα άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους οποιασδήποτε φύσεως, ανωτέρους από εκείνους που επιβαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τα ομοειδή εθνικά προϊόντα.

Κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει στα προϊόντα των άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους, η φύση των οποίων οδηγεί έμμεσα στην προστασία άλλων προϊόντων.»

Β –       Η οδηγία 83/182

  1. Η οδηγία 83/182 εκδόθηκε προκειμένου να αρθούν σε κάθε κράτος μέλος τα εμπόδια για την ελεύθερη κυκλοφορία των κατοίκων της Κοινότητας τα οποία απορρέουν από τις φορολογικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση προσωρινής εισαγωγής ορισμένων μεταφορικών μέσων για ιδιωτική ή επαγγελματική χρήση, περιλαμβανομένων των οδικών οχημάτων με κινητήρα. Βάσει της οδηγίας, τα για ιδιωτική χρήση οδικά οχήματα με κινητήρα μπορούν υπό ορισμένες προϋποθέσεις να εισαχθούν προσωρινώς σε άλλο κράτος μέλος. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη χορηγούν ατέλεια σχετικά με τον φόρο κύκλου εργασιών, τον ειδικό φόρο καταναλώσεως και τις επιβαρύνσεις τις οποίες αναφέρει παράρτημα της οδηγίας (5).
  2. Ατέλεια χορηγείται αν πληρούνται τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον, ο ιδιώτης που εισάγει τα εν λόγω μεταφορικά μέσα πρέπει να έχει τον τόπο της συνήθους διαμονής του σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο της προσωρινής εισαγωγής. Δεύτερον, τα μεταφορικά αυτά μέσα πρέπει να προορίζονται για ιδιωτική χρήση, και επομένως όχι για την άσκηση έμμισθων δραστηριοτήτων ή δραστηριοτήτων κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Τρίτον, τα μεταφορικά μέσα δεν μπορούν να μεταβιβαστούν ούτε να εκμισθωθούν εντός του κράτους μέλους της προσωρινής εισαγωγής ούτε να γίνουν το αντικείμενο χρησιδανείου σε κάτοικο του κράτους αυτού (6).
  3. Για να τύχει ατέλειας, ο ιδιώτης πρέπει να αποδείξει τον τόπο της συνήθους διαμονής του. Γενικά, εν προκειμένω αρκεί δελτίο ταυτότητας ή οποιοδήποτε άλλο έγκυρο έγγραφο. Αν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής έχουν αμφιβολίες ως προς την ορθότητα της δηλώσεως του τόπου της συνήθους διαμονής, μπορούν να ζητήσουν πρόσθετες πληροφορίες ή πρόσθετα αποδεικτικά έγγραφα (7).
  4. Οι διατάξεις της οδηγίας, κατά το μέρος που έχουν σημασία εν προκειμένω, παρατίθενται αμέσως πιο κάτω.
  5. Το άρθρο 1 ορίζει:

«1.      Τα κράτη μέλη χορηγούν ατέλεια, υπό τους όρους που καθορίζονται παρακάτω, κατά την προσωρινή εισαγωγή από ένα κράτος μέλος οδικών οχημάτων με κινητήρα –και των οχημάτων που ρυμουλκούνται από αυτά– τροχόσπιτων, σκαφών αναψυχής, ιδιωτικών αεροπλάνων, ποδηλάτων και αλόγων ιππασίας:

–        από τους φόρους κύκλου εργασιών, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και όλους τους άλλους φόρους κατανάλωσης,

–        από τους φόρους που αναφέρονται στο παράρτημα.

[…]»

  1. Το άρθρο 3 έχει ως εξής:

«Προσωρινή εισαγωγή ορισμένων μεταφορικών μέσων για ιδιωτική χρήση

Η ατέλεια από τους φόρους που αναφέρονται στο άρθρο 1 χορηγείται για συνεχές ή όχι χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ανά δωδεκάμηνο κατά την προσωρινή εισαγωγή επιβατικών οχημάτων, τροχόσπιτων, σκαφών αναψυχής, ιδιωτικών αεροπλάνων και ποδηλάτων, υπό τους ακόλουθους όρους:

α)      ο ιδιώτης που εισάγει τα αγαθά αυτά πρέπει:

αα)      να έχει τη συνήθη κατοικία του σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος της προσωρινής εισαγωγής,

ββ)      να χρησιμοποιεί αυτά τα μεταφορικά μέσα για ιδιωτική του χρήση,

β)      τα μεταφορικά μέσα δεν επιτρέπεται να μεταβιβάζονται ούτε να εκμισθώνονται μέσα στο κράτος μέλος όπου εισάγονται προσωρινά, αλλά ούτε και να αποτελέσουν αντικείμενο χρησιδανείου προς κάτοικο αυτού του κράτους μέλους. […]»

  1. Το άρθρο 7 της οδηγίας 83/182 ορίζει:

«1.      Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ως “συνήθης κατοικία” νοείται ο τόπος στον οποίο ένα άτομο διαμένει συνήθως, δηλαδή τουλάχιστον 185 ημέρες ανά ημερολογιακό έτος λόγω προσωπικών και επαγγελματικών δεσμών ή, στην περίπτωση ατόμου χωρίς επαγγελματικούς δεσμούς, λόγω προσωπικών δεσμών από τους οποίους προκύπτουν στενοί δεσμοί μεταξύ αυτού του ατόμου και του τόπου στον οποίο κατοικεί.

Εντούτοις, η συνήθης κατοικία ατόμου, του οποίου οι επαγγελματικοί δεσμοί βρίσκονται σε τόπο άλλον από τον τόπο των προσωπικών του δεσμών και το οποίο για τον λόγο αυτό υποχρεώνεται να διαμένει διαδοχικά σε διάφορους τόπους που βρίσκονται σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, θεωρείται ότι βρίσκεται στον τόπο των προσωπικών του δεσμών, με την προϋπόθεση ότι επιστρέφει τακτικά στον τόπο αυτό. Ο τελευταίος αυτός όρος δεν απαιτείται όταν το άτομο διαμένει σε ένα κράτος μέλος για την εκτέλεση αποστολής με καθορισμένη διάρκεια. Η φοίτηση σε πανεπιστήμιο ή άλλη σχολή δεν συνεπάγεται τη μεταφορά της συνήθους κατοικίας.

  1. Οι ιδιώτες αποδεικνύουν με οποιονδήποτε τρόπο τον τόπο της συνήθους κατοικίας τους, ιδίως με το δελτίο ταυτότητάς τους ή με οποιοδήποτε άλλο έγκυρο έγγραφο.
  2. Στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής αμφιβάλλουν για το κύρος της δήλωσης σχετικά με τη συνήθη κατοικία, που γίνεται σύμφωνα με την παράγραφο 2, ή με σκοπό ορισμένους ειδικούς ελέγχους, οι αρχές αυτές μπορούν να ζητούν κάθε συμπληρωματικό πληροφοριακό ή αποδεικτικό στοιχείο.»
  3. Το άρθρο 9 της οδηγίας περιέχει ορισμένους ειδικούς κανόνες. Ένας από τους κανόνες αυτούς, ο οποίος περιλαμβάνεται στην παράγραφο 1, έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν ή/και να προβλέπουν ευνοϊκότερες διατάξεις από αυτές που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Έχουν, ιδίως, τη δυνατότητα να επιτρέπουν, μετά από αίτηση του εισαγωγέα, την προσωρινή εισαγωγή για μεγαλύτερη χρονική περίοδο από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 3 και στο άρθρο 4, παράγραφος 2. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εισπράττουν τους φόρους που απαριθμούνται στο παράρτημα για τις χρονικές περιόδους που υπερβαίνουν αυτές που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. […]»

  1. Το άρθρο 10 περιέχει τις τελικές διατάξεις της οδηγίας. Η παράγραφός του 2 ορίζει:

«Όταν η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας παρουσιάζει στην πράξη δυσκολίες, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών λαμβάνουν με κοινή συμφωνία τις αναγκαίες αποφάσεις λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις συμβάσεις και τις κοινοτικές οδηγίες για αμοιβαία συνδρομή.»

Γ –       Η εφαρμοστέα ελληνική νομοθεσία

  1. Το άρθρο 137 του Τελωνειακού Κώδικα, όπως εισήχθη με τον νόμο 2960/2001, το οποίο επιγράφεται Παραβάσεις και κυρώσεις, αποτελείται από τα μέρη Α – Κοινοτικά οχήματα, Β – Οχήματα τρίτων χωρών και Γ – Οχήματα κοινοτικών και τρίτων χωρών. Οι διατάξεις των μερών Α και Γ έχουν ως εξής:

«Α.      Κοινοτικά οχήματα

  1. Η κατοχή ή η κυκλοφορία κοινοτικών οχημάτων από πρόσωπα εγκατεστημένα στην Ελλάδα, χωρίς να έχει τηρηθεί καμία από τις διατυπώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 129 και 130 του παρόντα Kώδικα, αποτελεί απλή τελωνειακή παράβαση κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 142 του παρόντα Kώδικα. Στις ανωτέρω περιπτώσεις επιβάλλεται πρόστιμο, το οποίο καθορίζεται στο ύψος των αναλογουσών στο όχημα φορολογικών επιβαρύνσεων.
  2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και όταν έχει υποβληθεί η δήλωση άφιξης του οχήματος, πλην όμως ο υπόχρεος δεν προσέρχεται στην τελωνειακή αρχή μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία που το τέλος ταξινόμησης κατέστη απαιτητό για τη νόμιμη τακτοποίηση του οχήματος.
  3. Οι διατάξεις της παραγράφου Α1 δεν εφαρμόζονται όταν, πριν από τη διαπίστωση της παραπάνω παράβασης από τις διωκτικές αρχές της χώρας, τα εν λόγω πρόσωπα προσέρχονται αυτοβούλως στην Tελωνειακή Aρχή για την τήρηση των προβλεπόμενων, κατά περίπτωση, διατυπώσεων.

Στις περιπτώσεις αυτές επιβάλλονται τα πρόστιμα της παραγράφου Α4 του παρόντος άρθρου. Αν ο ενδιαφερόμενος δεν προσκομίζει στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται η ημερομηνία άφιξης του οχήματος στη χώρα, αντί του προστίμου της περίπτωσης (δ) της παραγράφου Α4 του παρόντος άρθρου επιβάλλεται πρόστιμο χιλίων πεντακοσίων (1 500) ευρώ.

  1. Η διάπραξη των αναφερομένων παρακάτω παραβάσεων χαρακτηρίζεται ως απλή τελωνειακή παράβαση και επισύρει, κατά περίπτωση, τα ακόλουθα πρόστιμα.

α)      Για τη μη υποβολή της δήλωσης των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 129 πρόστιμο τριακοσίων (300) ευρώ για κάθε όχημα.

β)      Για την κυκλοφορία του οχήματος πέραν της προθεσμίας της παραγράφου 3 του άρθρου 129 πρόστιμο χιλίων πεντακοσίων (1 500) ευρώ, το οποίο μειώνεται στο ένα πέμπτο (1/5), αν ο ιδιοκτήτης του οχήματος είναι δικαιούχος οριστικής απαλλαγής βάσει των διατάξεων του άρθρου 132.

γ)      Για τη μη τήρηση των προϋποθέσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 136 πρόστιμο 150 ευρώ.

δ)      Για την εκπρόθεσμη υποβολή της ειδικής δήλωσης της παραγράφου 2 του άρθρου 130 του παρόντα Kώδικα, την εκπρόθεσμη επαναποστολή ή εξαγωγή ή εγκατάλειψη ή καταστροφή ή ακινητοποίηση του οχήματος, πρόστιμο για κάθε ημέρα καθυστέρησης ως εξής:

Eπιβατικά αυτοκίνητα και τύπου JEEP : – Για τα μέχρι 1600 κυβικά εκατοστά 15 ευρώ. – Για τα από 1601 κυβικά εκατοστά και μέχρι 2000 κυβικά εκατοστά 30 ευρώ. – Για τα από 2001 κυβικά εκατοστά και άνω, 60 ευρώ.

Φορτηγά αυτοκίνητα, ανεξάρτητα κυλινδρισμού, 20 ευρώ.

Μοτοσικλέτες, ανεξάρτητα κυλινδρισμού, 10 ευρώ.

ε)      Για τη μη τήρηση της προϋπόθεσης της παραγράφου 4 του άρθρου 136 του παρόντα Κώδικα ή την υπέρβαση της προθεσμίας παραμονής ή κυκλοφορίας του οχήματος που είναι εφοδιασμένο με άδεια κυκλοφορίας των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 139 του παρόντα Κώδικα, επιβάλλεται κατά περίπτωση το πρόστιμο της παραγράφου Α4 του εδαφίου (δ) του παρόντος άρθρου, για κάθε ημέρα μετά τη λήξη της προσωρινού τύπου άδειας κυκλοφορίας.

στ)      Για την εκπρόθεσμη καταβολή του τέλους ταξινόμησης το οποίο αφορά ειδική δήλωση της παραγράφου 2 του άρθρου 130 του παρόντα Κώδικα που υποβλήθηκε εμπρόθεσμα ή εκπρόθεσμα, πρόστιμο για κάθε ημέρα καθυστέρησης, όπως αυτό ορίζεται στην πιο πάνω περίπτωση (δ). Το πρόστιμο αυτό δεν επιβάλλεται όταν η εκπρόθεσμη καταβολή του τέλους ταξινόμησης δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του παραλήπτη του οχήματος.

ζ)      Όταν το όχημα που κυκλοφορεί στη χώρα, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 133 του παρόντα Κώδικα, οδηγείται από άλλο μη δικαιούχο πρόσωπο, πρόστιμο επτακοσίων (700) ευρώ, εφόσον το δικαιούχο πρόσωπο βρισκόταν στη χώρα κατά το χρόνο που συντελέστηκε η παράβαση. Η οδήγηση του παραπάνω οχήματος από άλλο μη δικαιούχο πρόσωπο συνιστά έξοδο του οχήματος από το καθεστώς της παραγράφου 2 του άρθρου 133 του παρόντα Κώδικα, αν κατά το χρόνο που διαπιστώνεται η παράβαση το δικαιούχο πρόσωπο δεν βρίσκεται στη χώρα και εφαρμόζονται κατά του μη δικαιούχου προσώπου οι διατάξεις της παραγράφου Α1 του παρόντος άρθρου. Όλα τα επιβαλλόμενα πρόστιμα της παραγράφου Α4 του παρόντος άρθρου δεν δύνανται να υπερβαίνουν το ύψος των αναλογουσών στο όχημα φορολογικών επιβαρύνσεων.

  1. Το βάρος της απόδειξης, προς τις Τελωνειακές Αρχές, της συνδρομής των προϋποθέσεων για την άσκηση των ευεργετημάτων των άρθρων 132 και 133 του παρόντα Κώδικα, φέρουν οι ενδιαφερόμενοι.

Β.      Οχήματα τρίτων χωρών

[…]

Γ.      Οχήματα κοινοτικών και τρίτων χωρών

  1. Πέρα από την επιβολή των προστίμων που αναφέρονται στις παραπάνω παραγράφους Α1, Α4, Β4, Β5, τα οχήματα υπόκεινται και σε προσωρινή συντηρητική δέσμευση με πράξη της Τελωνειακής Αρχής που διαπίστωσε την παράβαση, η δε απόδοσή τους γίνεται μετά από την καταβολή των οφειλόμενων προστίμων και τυχόν άλλων προβλεπόμενων επιβαρύνσεων.

Αν το όχημα δεν παραληφθεί μέσα σε τρεις (3) μήνες από την οριστικοποίηση της καταλογιστικής πράξης επιβολής των προστίμων, περιέρχεται αυτοδικαίως στην κυριότητα του Δημοσίου και διαγράφεται το σύνολο του επιβληθέντος προστίμου.

  1. Σε περίπτωση κυκλοφορίας των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 του άρθρου 125 του παρόντα Κώδικα οχημάτων, πριν από την καταβολή του οφειλόμενου τέλους ταξινόμησης, επιβάλλεται από την αρμόδια Τελωνειακή Αρχή στους ιδιοκτήτες ή κατόχους αυτών πρόστιμο ίσο με το πενταπλάσιο των τελών κυκλοφορίας που τα βαρύνουν.
  2. Οι διατάξεις περί τελωνειακών παραβάσεων και λαθρεμπορίας των άρθρων 142 και επόμενα του παρόντα Κώδικα εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις δήλωσης ψευδών στοιχείων ή παραποίησης των κατατιθέμενων παραστατικών, από τα οποία προσδιορίζεται το έτος πρώτης κυκλοφορίας των αυτοκινήτων ή η αντιρρυπαντική τεχνολογία αυτών, με αποτέλεσμα τη μη είσπραξη ή την είσπραξη μειωμένου τέλους ταξινόμησης.
  3. Οι παραβάσεις των περιπτώσεων (η) και (θ) της παραγράφου 2 του άρθρου 155 του παρόντα Κώδικα εφαρμόζονται ανάλογα και για το τέλος ταξινόμησης και τιμωρούνται με τις περί λαθρεμπορίας διατάξεις αυτού.
  4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή και για τις παραβάσεις που διαπιστώθηκαν μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του παρόντα Κώδικα και εκκρεμούν στα Ποινικά ή Διοικητικά Δικαστήρια ή στις Τελωνειακές και λοιπές Διωκτικές Αρχές, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι υποβάλουν αίτηση για υπαγωγή στις παρούσες διατάξεις, εντός έξι (6) μηνών από της παραλαβής σχετικής υπηρεσιακής κλήσης, παραιτηθούν των ενδίκων μέσων και καταβάλουν τα προβλεπόμενα, από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, οφειλόμενα πρόστιμα ή πολλαπλά τέλη.
  5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να καθορίζονται πρόσθετα μέτρα ελέγχου στο εσωτερικό της χώρας που κρίνονται αναγκαία για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του τέταρτου μέρους του παρόντα Κώδικα.»

III – Η διαδικασία προ της ασκήσεως προσφυγής

  1. Η Επιτροπή δέχθηκε διάφορες καταγγελίες οι οποίες αφορούν μέτρα που οι ελληνικές αρχές έλαβαν σχετικά με προσωρινώς εισαχθέντα αυτοκίνητα από άλλο κράτος μέλος. Ειδικότερα, οι καταγγελίες αυτές αφορούν:

–        κατασχέσεις οχημάτων από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, ακολουθούμενες από δημεύσεις·

–        βαριά πρόστιμα για παραβάσεις σχετικά με τη χρήση προσωρινώς εισαχθέντων αυτοκινήτων, όπου απαιτείται η άμεση καταβολή επιβαρύνσεων που κανονικά εισπράττονται σε περίπτωση οριστικής εισαγωγής·

–        την κίνηση ποινικών διαδικασιών στο πλαίσιο των οποίων άτομα διώκονται για το αδίκημα της λαθρεμπορίας· στην περίπτωση αυτή, μπορούν να επιβληθούν ποινές πολυετούς φυλακίσεως·

–        τη χρησιμοποίηση του τεκμηρίου ότι η ιθαγένεια των ατόμων καθορίζει τον τόπο κατοικίας τους· οι ελληνικές αρχές επιβάλλουν σε άτομα ελληνικής ιθαγένειας το δυσανάλογο βάρος αποδείξεως του ότι είναι κάτοικοι άλλου κράτους μέλους.

  1. Σε συνέχεια των προαναφερθεισών καταγγελιών, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία, στις 17 Μαΐου 1999, προειδοποιητική επιστολή με την οποία ισχυρίστηκε ότι το πιο πάνω κράτος μέλος δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που έχει από το άρθρο 90 ΕΚ και την οδηγία 83/192. Οι ελληνικές αρχές απάντησαν την 1η Σεπτεμβρίου 1999.
  2. Θεωρώντας ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για να δώσει τέλος στην παράβαση, η Επιτροπή της απέστειλε στις 29 Νοεμβρίου 2000 αιτιολογημένη γνώμη. Με την από 21 Φεβρουαρίου 2001 γραπτή απάντησή της, η Ελληνική Κυβέρνηση διευκρίνισε την εξέλιξη της ελληνικής νομοθεσίας και της διοικητικής πρακτικής.
  3. Κατόπιν σχετικής έρευνας και λαμβανομένης υπόψη της σχετικής ελληνικής νομοθεσίας, όπως τροποποιήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό εξέταση προσφυγή με την οποία εμμένει σε μερικές από τις αιτιάσεις που διατυπώθηκαν με την αιτιολογημένη γνώμη.
  4. Η Επιτροπή και η Ελληνική Κυβέρνηση ανέπτυξαν προφορικώς τους ισχυρισμούς τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Ιουνίου 2006.

IV – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

  1. Το υπόβαθρο της προσφυγής της Επιτροπής αποτελείται από σειρά καταγγελιών και αναφορών που η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έλαβαν σχετικά με τις παρανομίες που τελέστηκαν στην Ελλάδα. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή τόνισε ότι θέλει να αποδείξει ότι εδώ πρόκειται για γενικότερη πρακτική και όχι για αυτοτελή συμβάντα. Επομένως, ζητεί από το Δικαστήριο να μην αποφανθεί επί των ατομικών περιπτώσεων, αλλά επί των προβλημάτων που εξακολουθούν να ανακύπτουν στην ελληνική διοικητική πρακτική κατά την εφαρμογή της τελωνειακής της ρυθμίσεως.
  2. Η Ελληνική Κυβέρνηση αντιτάσσεται στην πιο πάνω προσέγγιση της Επιτροπής. Η ύπαρξη αντίθετης προς την οδηγία διοικητικής πρακτικής δεν μπορεί να αποδειχθεί βάσει ορισμένων καταγγελιών ιδιωτών τις οποίες έλαβε η Επιτροπή. Η τελευταία δεν μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί ατομικών διαφορών. Ούτως ή άλλως, ισχυρίζεται η Ελληνική Δημοκρατία, η κρίση επί των πραγματικών περιστατικών ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των αρμοδίων εθνικών αρχών κάθε κράτους μέλους, υπό τον έλεγχο των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων. Επί πλέον, η Ελληνική Κυβέρνηση αμφισβητεί την αντιπροσωπευτικότητα των παραδειγμάτων που επικαλείται η Επιτροπή.
  3. Με το να διαμορφώσει κατ’ αυτόν τον τρόπο την προσφυγή της, η Επιτροπή θέλει να κριθεί ότι, γενικά και ως εκ της φύσεώς της, η διοικητική πρακτική που ακολουθείται στην Ελλάδα δεν συνάδει με το αποτέλεσμα που επιδιώκει η οδηγία. Έτσι, η Επιτροπή φαίνεται να ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί κατ’ αναλογία με την απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, η οποία αφορούσε την τήρηση της οδηγίας περί αποβλήτων (8).
  4. Για να εκδώσει το Δικαστήριο απόφαση όπως εκείνη την οποία επιθυμεί η Επιτροπή, πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας. Κατά το Δικαστήριο, πρέπει να αποδειχθεί ότι πρόκειται για αντίθετη προς τις διατάξεις μιας οδηγίας, επαναλαμβανόμενη και σταθερή πρακτική των αρχών κράτους μέλους (9). Πρώτα, πρέπει να πρόκειται για γενικότερη πρακτική ή τάση μη συμμορφώσεως που είναι πιθανό ότι θα συνεχίσει να ακολουθείται. Μετά, η κατάσταση μη συμμορφώσεως πρέπει να διήρκεσε επί μακρόν από τότε που άρχισε να ισχύει η σχετική κοινοτική υποχρέωση. Τέλος, η μη συμμόρφωση πρέπει να έχει αρνητικές συνέπειες όσον αφορά την επίτευξη των σκοπών του κοινοτικού μέτρου (10). Οι περιπτώσεις που επικαλείται η Επιτροπή πρέπει να αποτελούν επαρκή βάση για να διαπιστωθεί ότι η μη συμμόρφωση έχει διαρθρωτικό χαρακτήρα.
  5. Για να εκτιμηθούν τα προβαλλόμενα από την Επιτροπή πραγματικά περιστατικά με τα οποία προσπαθεί να αποδείξει την ύπαρξη διοικητικής πρακτικής, πρέπει να ληφθεί υπόψη και το ότι η υπό εξέταση προσφυγή της Επιτροπής δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Πλείστες όσες φορές ζητήθηκε να αποφανθεί το Δικαστήριο επί ομοίων διοικητικών πρακτικών. Από τις αποφάσεις αυτές προκύπτει ότι το ελληνικό καθεστώς και η ελληνική πρακτική εφαρμογής και διατηρήσεώς του δεν είναι ανεπίληπτα από τη σκοπιά του σχετικού κλάδου του κοινοτικού δικαίου (βλ. το σημείο 3 των προτάσεών μου).
  6. Η προσφυγή της Επιτροπής περιλαμβάνει στην ουσία τις τέσσερις αιτιάσεις που παρατίθενται αμέσως πιο κάτω και θα εξεταστούν με τη σειρά αυτή:

–        τα προβλήματα ως προς τον καθορισμό του τόπου της συνήθους διαμονής·

–        τις δυσανάλογες κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων·

–        τη συστηματική είσπραξη, σε περίπτωση δεύτερης κλοπής προσωρινώς εισαχθέντων οχημάτων, των επιβαρύνσεων που προβλέπονται για την οριστική εισαγωγή οχημάτων·

–        τα προβλήματα ως προς την εφαρμογή της οδηγίας 83/182.

V –    Εκτίμηση

A –       Η απόδειξη του τόπου της συνήθους διαμονής

  1. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η ελληνική πρακτική αντίκειται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 83/182 και στο τεκμήριο αθωότητας, καθόσον επιβάλλεται αυξημένο βάρος αποδείξεως του τόπου της συνήθους διαμονής. Οι ελληνικές αρχές θεωρούν εκ συστήματος ότι οι κύριοι ταξινομημένων σε άλλο κράτος μέλος οχημάτων είναι Έλληνες κάτοικοι ημεδαπής έχοντες τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα. Ειδικότερα, για τους Έλληνες που είναι κάτοικοι άλλου κράτους μέλους είναι ιδιαιτέρως επαχθές να αποδείξουν ότι ο τόπος της συνήθους διαμονής τους δεν βρίσκεται στην Ελλάδα. Επί πλέον, η Επιτροπή έχει λάβει διάφορες καταγγελίες ιδιωτών οι οποίοι δεν έχουν την ελληνική ιθαγένεια και οι οποίοι, και αυτοί, συνάντησαν δυσκολίες για να αποδείξουν τον τόπο της συνήθους διαμονής τους. Μεταξύ άλλων, πιστοποιητικά διοικητικών αρχών άλλων κρατών μελών δεν έγιναν δεκτά ως απόδειξη του τόπου της συνήθους διαμονής.
  2. Η Ελληνική Κυβέρνηση αμφισβητεί ότι οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν βάρος αποδείξεως επαχθέστερο από εκείνο που επιτρέπει η οδηγία 83/182. Ούτε, στην πράξη, αντιστρέφεται το βάρος αποδείξεως ούτε παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας. Οι αρμόδιες αρχές απλώς ασκούν δικαιολογημένα τις δυνατότητες που το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας παρέχει σχετικά με το βάρος αποδείξεως. Σε περίπτωση αμφιβολίας –π.χ. όταν πρόκειται για άτομα ελληνικής ιθαγενείας τα οποία έχουν στενούς δεσμούς με την Ελλάδα– οι αρμόδιες αρχές δύνανται βάσει της πιο πάνω διατάξεως να ζητήσουν πρόσθετες πληροφορίες ή πρόσθετα αποδεικτικά έγγραφα.
  3. Από το σύστημα του άρθρου 7 προκύπτει ότι κατ’ αρχήν οι εθνικές αρχές πρέπει να αρκούνται στα έγγραφα της παραγράφου 2. Μόνο στις περιπτώσεις που πρόκειται για εύλογη αμφιβολία η οποία απορρέει από αντικειμενικά γεγονότα, μπορούν να ζητήσουν περαιτέρω αποδεικτικά έγγραφα. Με άλλα λόγια, οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να εκκινούν από το τεκμήριο ότι είναι ανεπαρκή τα αποδεικτικά έγγραφα που προσκομίστηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2. Συγκεκριμένα, το άρθρο 7 στηρίζεται στην αρχή ότι πρέπει να δίνεται πίστη στη δήλωση των αρμοδίων αρχών άλλου κράτους μέλους. Αν τα πράγματα δεν είχαν έτσι, τότε θα εμποδιζόταν σοβαρά η κυκλοφορία προσώπων, υπηρεσιών και εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών. Ως εκ τούτου, για την άσκηση της δυνατότητας που προβλέπεται από το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 83/182 πρέπει να τεθεί η αυστηρή προϋπόθεση να πρόκειται για εύλογη αμφιβολία που απορρέει από αντικειμενικά γεγονότα.
  4. Τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται η Επιτροπή οδηγούν στη διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο της ελληνικής πρακτικής σαφώς όσον αφορά τα άτομα ελληνικής ιθαγενείας, επιβάλλεται κατά το μάλλον ή ήττον εκ συστήματος το αυξημένο βάρος αποδείξεως που προβλέπεται από το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 83/182. Επί πλέον, δεν γίνονται δεκτά ως απόδειξη αποδεικτικά έγγραφα αρμοδίων αρχών άλλων κρατών μελών. Εν προκειμένω, οι περιπτώσεις που αναφέρει η Επιτροπή είναι διαφωτιστικές.
  5. Παράδειγμα αποτελούν η περίπτωση του κ. Λουλουδάκη και αυτή του κ. Μοδινού. Κατά τη διάρκεια ελέγχου, τα αυτοκίνητά τους κατασχέθηκαν ως λαθραία, καθόσον η αρμόδια υπηρεσία θεώρησε ότι είχαν τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα. Επί πλέον, τους επιβλήθηκαν πρόστιμα, τα οποία στην περίπτωση του κ. Μοδινού ανήλθαν στο ποσό των 147 000 ευρώ. Και στις δύο περιπτώσεις ουδόλως έγιναν δεκτά αποδεικτικά έγγραφα από τα οποία προέκυπτε ότι δεν είχαν στην Ελλάδα τη συνήθη διαμονή τους. Ο κ. Λουλουδάκης είχε προσκομίσει, μεταξύ άλλων, αποδεικτικά έγγραφα από την Ιταλία με πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του ιδίου και της οικογενείας του όσον αφορά την εργασία και κατοικία. Οι αρμόδιες ελληνικές αρχές δεν έδωσαν προσοχή στα έγγραφα αυτά. Και ο κ. Μοδινός, ο οποίος γεννήθηκε στην Κύπρο, είναι Βρετανός υπήκοος και κατά τον χρόνο των επίμαχων συμβάντων ήταν κάτοικος Γερμανίας, δεν μπόρεσε να πείσει τις αρμόδιες ελληνικές αρχές ότι ο τόπος κατοικίας του δεν βρισκόταν στην Ελλάδα.
  6. Μεταξύ άλλων, η καταγγελία και η αναφορά του κ. Λουλουδάκη και η καταγγελία του κ. Μοδινού μαρτυρούν μια πρακτική στο πλαίσιο της οποίας οι ελληνικές αρχές εκκινούν από το τεκμήριο ότι η ιθαγένεια των ατόμων ή των μελών της οικογενείας τους καθορίζει τον τόπο κατοικίας τους. Έτσι, οι ελληνικές αρχές επιβάλλουν δυσανάλογο βάρος αποδείξεως.
  7. Κατά συνέπεια, η υπό εξέταση αιτίαση της Επιτροπής είναι βάσιμη.

B –       Το σύστημα κυρώσεων

  1. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι είναι δυσανάλογο το σύνολο των κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεως του δημιουργημένου από την οδηγία συστήματος προσωρινής εισαγωγής. Από τις καταγγελίες που έλαβε προκύπτει ότι επιβάλλονται πρόστιμα που μπορούν να ανέλθουν σε δεκάδες χιλιάδες ευρώ. Κατά συνέπεια, η έκταση των κυρώσεων είναι δυσανάλογη αν ληφθεί υπόψη η σοβαρότητα της παραβάσεως, δηλαδή μιας παραβάσεως στον τομέα της προσωρινής εισαγωγής οδικών οχημάτων με κινητήρα.
  2. Περαιτέρω, τα σχετικά οχήματα τελούν υπό κατάσχεση μέχρις ότου πληρωθούν τα πρόστιμα. Τούτο μπορεί να διαρκέσει χρόνια αν εκκρεμεί διαδικασία ενώπιον των διοικητικών ή ποινικών δικαστηρίων ή ενώπιον των τελωνειακών ή άλλων αρμοδίων αρχών. Αυτό είναι ανεπίτρεπτο κατά την Επιτροπή και αντίκειται στο θεμελιώδες δικαίωμα ιδιοκτησίας.
  3. Στη συνέχεια, η Επιτροπή επικρίνει το γεγονός ότι κατά την επιβολή κυρώσεων δεν λαμβάνεται υπόψη η καλή πίστη του παραβάτη.
  4. Τέλος, η Επιτροπή βάλλει κατά του άρθρου 137, Γ, παράγραφος 5, του Τελωνειακού Κώδικα, όπως εισήχθη με τον νόμο 2960/2001, όπου ορίζεται ότι για τις παραβάσεις που διαπιστώθηκαν πριν από την ημερομηνία δημοσιεύσεως του νόμου 2960/2001 και είναι εκκρεμείς ενώπιον των διοικητικών ή ποινικών δικαστηρίων ή των τελωνειακών ή άλλων αρμοδίων αρχών μπορεί να εφαρμοστεί το ελαφρύτερο καθεστώς κυρώσεων εφόσον ο αιτών παραιτηθεί των ενδίκων μέσων. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τούτο αντίκειται στην αρχή της πραγματικής δικαστικής προστασίας.
  5. Η Ελληνική Κυβέρνηση αντιτάσσει ότι, ελλείψει εναρμονίσεως στον τομέα αυτόν, τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να καθορίζουν το ύψος των προστίμων. Τα κράτη μέλη, όταν ένας κοινοτικός κανονισμός δεν προβλέπει συγκεκριμένη κύρωση για μια παράβαση, είναι ελεύθερα να επιλέγουν τις επιβλητέες ποινές.
  6. Η Ελληνική Κυβέρνηση θεωρεί περαιτέρω ότι οι κυρώσεις δεν αντίκεινται στην αρχή της αναλογικότητας. Οι αυστηρές κυρώσεις είναι αναγκαίες για να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή. Κατά την κυβέρνηση αυτή, τα τέλη ταξινομήσεως στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλά σε σύγκριση με άλλα κράτη μέλη, οπότε υπάρχει ο κίνδυνος οχήματα, που εισάγονται βάσει της οδηγίας, να διαφύγουν φόρους και άλλες επιβαρύνσεις. Κατά συνέπεια, αυστηρά πρόστιμα δικαιολογούνται για την καταπολέμηση πρακτικών φοροδιαφυγής.
  7. Στο τωρινό στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, τα κράτη μέλη έχουν την εξουσία να θεσπίζουν κατάλληλες ρυθμίσεις σχετικά με τις κυρώσεις για παραβάσεις κατά την εισαγωγή, και τούτο ιδίως για να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή. Ωστόσο, πρέπει να ασκούν την εξουσία αυτή με σεβασμό προς το κοινοτικό δίκαιο και τις γενικές αρχές του (11). Το Δικαστήριο έχει εκδώσει ορισμένες αποφάσεις στις οποίες τα διοικητικά ή ποινικά μέτρα πρέπει να ανταποκρίνονται αν θέλουν να μη γίνουν εμπόδιο για τις ελευθερίες που προβλέπει η Συνθήκη (12).
  8. Η νομολογία του Δικαστηρίου πρέπει κατ’ εμέ να νοηθεί ως ακολούθως. Όταν πρόκειται για απλώς και μόνον διοικητικές διατάξεις –π.χ. σχετικά με την υποβολή δηλώσεων και τις προθεσμίες– που ακουσίως δεν τηρήθηκαν, η επιβλητέα κύρωση πρέπει να είναι ανάλογη με τη σχετικά μικρή σοβαρότητα της παραβάσεως αυτής. Μόνον αν είναι σαφές ότι οι διατάξεις αυτές επίτηδες δεν τηρήθηκαν με τον προφανή σκοπό να καταστρατηγηθεί η εθνική φορολογική νομοθεσία, τότε είναι δυνατές βαρύτερες κυρώσεις.
  9. Από την υπάρχουσα νομολογία προκύπτει και ότι το σύστημα κυρώσεων πρέπει να είναι διαφανές. Τούτο σημαίνει ότι η σώρευση κυρώσεων, κάθε μία από τις οποίες είναι, αυτή καθ’ εαυτήν, σχετικώς ελαφρά, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα η ποινή που τελικά επιβλήθηκε να είναι δυσανάλογη με τη σοβαρότητα της παραβάσεως.
  10. Τέλος, από τη νομολογία προκύπτει ότι η αντιμετώπιση των διαπιστωμένων ελαφρότερων παραβάσεων πρέπει να γίνεται με τέτοια ενεργητικότητα ώστε οι ιδιώτες να μπορούν μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα να βρεθούν σε μια νομιμοποιημένη κατάσταση, η οποία τους παρέχει επαρκείς εγγυήσεις σχετικά με τα δικαιώματα που μπορούν να στηρίξουν στο κοινοτικό δίκαιο.
  11. Πρέπει να εξεταστεί αν, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, οι κυρώσεις που επιβάλλονται από τις ελληνικές αρχές είναι τόσο δυσανάλογες με τη σοβαρότητα της παραβάσεως ώστε να μπορούν να θίξουν τη ρύθμιση περί προσωρινής εισαγωγής οχημάτων.
  12. Το σύνολο των κυρώσεων περιλαμβάνει ειδικότερα:

–        ένα πρόστιμο που καθορίζεται κατ’ αποκοπή (13),

–        ένα πρόστιμο βάσει του κυλινδρισμού του οχήματος (14),

–        μια αυξημένη επιβάρυνση που μπορεί να φθάσει στο πενταπλάσιο των σχετικών τελών ταξινομήσεως (15).

  1. Παράλληλα με την επιβολή των προστίμων αυτών, γίνεται προσωρινή συντηρητική δέσμευση των οχημάτων από την τελωνειακή αρχή που διαπίστωσε την παράβαση. Το όχημα αποδίδεται μετά την πληρωμή των οφειλομένων προστίμων και τυχόν άλλων επιβαρύνσεων (16).
  2. Αυτός καθ’ εαυτόν ο τρόπος που έχει διαμορφωθεί το σύστημα κυρώσεων δεν δείχνει ότι πρόκειται για εμπόδιο των ελευθεριών που προβλέπει η Συνθήκη. Ωστόσο, από τις καταγγελίες που επικαλείται η Επιτροπή προκύπτει ότι στην πράξη οι πιο πάνω διατάξεις χρησιμοποιούνται κατά τέτοιον τρόπο ώστε στην εφαρμογή τους να είναι δυσανάλογες. Οι κύριοι των αυτοκινήτων μόλις έχουν την ευκαιρία να αποδείξουν την αθωότητά τους και την καλή πίστη τους. Με τεκμήρια εκτίθενται αμέσως σε παντοία μέτρα, όπως στην κατάσχεση του αυτοκινήτου τους. Επί πλέον, το τελικό ποσό του προστίμου είναι εξαιρετικά υψηλό, καθόσον στην πράξη γίνεται σώρευση κυρώσεων. Τέλος, υπάρχει μακροχρόνια αβεβαιότητα ως προς την έκβαση της διαδικασίας και τα αυτοκίνητα, άπαξ κατασχεθούν, πολύ αργά αποδίδονται (17). Προ πάντων, τέτοια σώρευση κυρώσεων γίνεται στις περιπτώσεις που πρόκειται για απλές διοικητικές παραβάσεις.
  3. Επί πλέον, οι πολλαπλές καταγγελίες σχετικά με τις δυσανάλογες κυρώσεις δείχνουν ότι στην ελληνική πρακτική κατά τον καθορισμό της διοικητικής κυρώσεως δεν λαμβάνεται υπόψη η καλή πίστη των προσώπων που ασκούν την ελευθερία κυκλοφορίας. Πάντως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι κατά τον καθορισμό της κυρώσεως που πράγματι επιβάλλεται στον παραβάτη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η καλή πίστη του όταν ο καθορισμός της εφαρμοστέας ρυθμίσεως δημιούργησε δυσκολίες (18).
  4. Τέλος, πρέπει να εξεταστεί αν το άρθρο 137, Γ, παράγραφος 5, του Τελωνειακού Κώδικα, όπως εισήχθη με τον νόμο 2960/2001, ικανοποιεί τις απαιτήσεις που το κοινοτικό δίκαιο θέτει σχετικά με την πραγματική δικαστική προστασία.
  5. Η αρχή της πραγματικής δικαστικής προστασίας είναι γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου (19). Η αρχή αυτή, από τη μια πλευρά, θέτει την απαίτηση ότι η δικαστική προστασία πρέπει να εξασφαλίζεται από ανεξάρτητο, αμερόληπτο και διά νόμου δημιουργημένο δικαιοδοτικό όργανο σε μια έντιμη και δημόσια δίκη και, από την άλλη πλευρά, υποχρεώνει τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα να συμβάλλουν στην εξασφάλιση της δικαστικής αυτής προστασίας.
  6. Το άρθρο 137, Γ, παράγραφος 5, του Τελωνειακού Κώδικα δεν ικανοποιεί την απαίτηση να υπάρχει δικαστικός έλεγχος, καθόσον ο ιδιώτης δεν διαθέτει πια ένδικα μέσα. Η διάταξη ορίζει ότι για τις παραβάσεις που διαπιστώθηκαν πριν από την ημερομηνία δημοσιεύσεως του νόμου 2960/2001 και εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών ή ποινικών δικαστηρίων ή των τελωνειακών ή άλλων αρμοδίων αρχών, μπορεί να εφαρμοστεί το ελαφρύτερο καθεστώς κυρώσεων εφόσον ο αιτών παραιτηθεί των ενδίκων μέσων. Η διάταξη αυτή θέτει τον ιδιώτη προ του διλήμματος αν θα υπαχθεί στο υπάρχον καθεστώς κυρώσεων που είναι δυσανάλογο ή αν θα παραιτηθεί των ενδίκων μέσων του, οπότε στην ουσία θα απεμπολήσει κάθε πραγματική δικαστική προστασία. Σε όποια επιλογή και να προβεί, και στις δύο περιπτώσεις η εφαρμογή των σχετικών κανόνων του ελληνικού δικαίου οδηγεί σε παράβαση του κοινοτικού δικαίου.
  7. Κατά συνέπεια, η υπό εξέταση αιτίαση της Επιτροπής είναι βάσιμη.

Γ –       Η συστηματική είσπραξη, σε περίπτωση δεύτερης κλοπής προσωρινώς εισαχθέντων οχημάτων, της επιβαρύνσεως που προβλέπεται για την οριστική εισαγωγή οχημάτων

  1. Η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Κυβέρνηση ότι πρόσωπα που είναι θύματα δεύτερης κλοπής προσωρινώς εισαχθέντων οχημάτων οφείλουν να καταβάλουν τέλη ταξινομήσεως ως εάν τα οχήματα είχαν εισαχθεί οριστικώς. Κατά την Επιτροπή, τούτο αντίκειται στο άρθρο 90 ΕΚ. Πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση υπό ποιες συνθήκες έλαβε χώρα η κλοπή του οχήματος. Τότε, μια ενδεχόμενη επιβάρυνση θα μπορεί να στοιχεί καλύτερα με την πραγματική κατάσταση.
  2. Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Ελληνική Κυβέρνηση εκθέτει ότι ένα τέτοιο μέτρο εφαρμόζεται όχι μόνον επί εισαγομένων αγαθών, αλλά επί όλων των αγαθών που τελούν υπό καθεστώς αναστολής του φόρου. Σε περίπτωση κλοπής ενός –ανεξαρτήτως του αν εισήχθη– οχήματος για το οποίο καταβλήθηκε φόρος και το οποίο ταξινομήθηκε στην Ελλάδα, δεν απαιτείται φόρος, καθόσον αυτός έχει ήδη καταβληθεί. Για αγαθά για τα οποία δεν έχει ακόμα πληρωθεί φόρος και τα οποία εκλάπησαν επί ελληνικού εδάφους, δεν χορηγείται φοροαπαλλαγή.
  3. Η Ελληνική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η οδηγία 83/182 δεν προβλέπει μόνιμη ατέλεια σε περίπτωση κλοπής. Κατά συνέπεια, οι ελληνικές αρχές θα μπορούσαν να απαιτούν την καταβολή τελών ταξινομήσεως με την πρώτη κλοπή, αλλά το πράττουν μόνο σε περίπτωση δεύτερης κλοπής. Εδώ δεν πρόκειται για άνιση μεταχείριση κοινοτικών υπηκόων, αλλά για προληπτικό μέτρο με σκοπό την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
  4. Η επίμαχη εν προκειμένω διάταξη είναι το άρθρο 12, παράγραφος 1, της υπουργικής αποφάσεως Δ. 247/1988, το οποίο έχει ως εξής:

«Το δικαιούχο πρόσωπο που δηλώνει ότι εκλάπη το επιβατικό όχημα που παρέλαβε με το καθεστώς της προσωρινής εισαγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης ή με τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 18 της απόφασης αυτής, δεν υποχρεούται στην καταβολή των δασμών και λοιπών φόρων που αναλογούν στο επιβατικό όχημα που εκλάπη και δεν εφαρμόζονται κατ’ αυτού τα αναγκαστικά μέτρα του Ν.Δ. 356/74, με την επιφύλαξη ότι δεν θα διαπιστωθεί στο μέλλον συμμετοχή του δικαιούχου προσώπου σε παράνομη διάθεση του επιβατικού οχήματος στην Ελλάδα και εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις.

[…]

δ)      Το δικαιούχο πρόσωπο δεν έχει δηλώσει στο παρελθόν κλοπή και άλλου επιβατικού οχήματος που είχε παραλάβει με το καθεστώς της προσωρινής εισαγωγής.»

  1. Από τις παρατηρήσεις των διαδίκων προκύπτει ότι το υπόβαθρο της διατάξεως αυτής είναι το εξής: στην περίπτωση που δηλώνεται δεύτερη κλοπή οδικού οχήματος με κινητήρα, λαμβάνεται ως αφετηρία ότι πρόκειται για φοροδιαφυγή. Υποτίθεται ότι στην περίπτωση αυτή σκόπιμα αποφεύγεται η καταβολή τελών ταξινομήσεως και λοιπών επιβαρύνσεων. Η υπόθεση αυτή την οποία διατυπώνουν οι ελληνικές αρχές έχει ως συνέπεια ότι πρέπει να καταβληθούν τελωνειακοί δασμοί και λοιπές επιβαρύνσεις σχετικά με το κλεμμένο αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως.
  2. Αυτά καθ’ εαυτά, εύλογα μέτρα των κρατών μελών δικαιολογούνται για την αποτροπή της φοροδιαφυγής. Ωστόσο τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να είναι τέτοια ώστε να δημιουργήσουν για τα εντελώς καλής πίστεως πρόσωπα ένα εμπόδιο στο να ασκήσουν την ελευθερία κυκλοφορίας. Η έλλειψη δυνατότητας του ιδιώτη να αποδείξει την καλή πίστη του αποτελεί εμπόδιο. Κάποιος του οποίου το αυτοκίνητο κάποτε εκλάπη στην Ελλάδα –μπορεί κανείς να λάβει ως αφετηρία ότι στην Ελλάδα η κλοπή αυτοκινήτων δεν είναι λιγότερο συχνή απ’ ό,τι σε άλλο κράτος μέλος– δεν θα μετακινηθεί τόσο εύκολα ξανά στην ελληνική επικράτεια με ταξινομημένο αλλού στην Κοινότητα αυτοκίνητο, καθόσον στην περίπτωση που ξαναγίνει κλοπή όχι μόνον θα χάσει το αυτοκίνητό του αλλά και θα πρέπει να πληρώσει ολόκληρους τους ελληνικούς τελωνειακούς δασμούς και ολόκληρες τις λοιπές επιβαρύνσεις. Επομένως, με την έλλειψη εύλογης δυνατότητας απενοχοποιήσεως εμποδίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία.
  3. Κατά συνέπεια, η υπό εξέταση αιτίαση της Επιτροπής είναι βάσιμη.

Οι ελληνικές αρχές δεν εφαρμόζουν την οδηγία 83/182

  1. Η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Κυβέρνηση ότι σε οχήματα που είναι ταξινομημένα σε άλλα κράτη μέλη εφαρμόζει τις διατάξεις περί προσωρινής εισαγωγής οχημάτων τρίτων χωρών αντί των διατάξεων της οδηγίας 83/182. Προς στήριξη της αιτιάσεώς της η Επιτροπή παραπέμπει στο άρθρο 133, παράγραφος 2, του ελληνικού φορολογικού κώδικα.
  2. Η Ελληνική Κυβέρνηση αμφισβητεί τον ισχυρισμό της Επιτροπής. Διατείνεται ότι το ευνοϊκό καθεστώς που έχει εφαρμογή για τα κοινοτικά οχήματα εκτείνεται στα οχήματα τρίτων χωρών. Κατά συνέπεια, και στις δύο περιπτώσεις ισχύει για την προσωρινή εισαγωγή οχημάτων το καθεστώς που προβλέπεται από την οδηγία 83/182.
  3. Πρώτα πρέπει να γίνει παραπομπή στο άρθρο 133, παράγραφος 2, του ελληνικού φορολογικού κώδικα, το οποίο ορίζει τα εξής:

«Τα κοινοτικά οχήματα δύνανται να παραμένουν προσωρινά στο εσωτερικό της χώρας χωρίς να απαιτείται η καταβολή του τέλους ταξινόμησης και του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ). Για τη χορήγηση της προσωρινής αυτής απαλλαγής από την καταβολή του τέλους ταξινόμησης και του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) εφαρμόζονται ανάλογα οι όροι και οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του τελωνειακού καθεστώτος της προσωρινής εισαγωγής με τον όρο της επανεξαγωγής για τα οχήματα τρίτων χωρών που εισάγονται προσωρινά στη χώρα.»

  1. Από τη διάταξη αυτή κατ’ αρχήν δεν προκύπτει ότι οι ελληνικές αρχές εφαρμόζουν διατάξεις περί προσωρινής εισαγωγής οχημάτων τρίτων χωρών αντί των διατάξεων της οδηγίας 83/182. Κατά συνέπεια, αυτό καθ’ εαυτό το άρθρο 133, παράγραφος 2, του ελληνικού φορολογικού κώδικα δεν συνιστά παράβαση της οδηγίας 83/182. Ωστόσο, αν το ελληνικό καθεστώς κατά τον συγκεκριμένο τρόπο που εφαρμόζεται και διατηρείται είναι πιο περιοριστικό απ’ ό,τι σκοπεύει η οδηγία 83/182 –και τούτο δείχνουν δίχως άλλο οι παραβάσεις που διαπιστώθηκαν πιο πάνω– τότε συνιστά παράβαση η εξομοίωση των διατάξεων περί προσωρινής εισαγωγής οχημάτων τρίτων χωρών με τις διατάξεις της οδηγίας 83/182.
  2. Κατά συνέπεια, και αυτή η αιτίαση της Επιτροπής είναι βάσιμη.

VI – Συμπέρασμα

  1. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο:

1)      να κηρύξει βάσιμες τις αιτιάσεις της Επιτροπής σχετικά με:

–        τον καθορισμό του τόπου συνήθους διαμονής υπό την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας 83/182/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για τις φορολογικές ατέλειες που εφαρμόζονται στο εσωτερικό της Κοινότητας στις προσωρινές εισαγωγές ορισμένων μεταφορικών μέσων·

–        την εφαρμογή του ελληνικού καθεστώτος κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων περί προσωρινής εισαγωγής οδικών οχημάτων με κινητήρα·

–        την παραβίαση της αρχής της πραγματικής δικαστικής προστασίας·

–        τη συστηματική είσπραξη, σε περίπτωση δεύτερης κλοπής προσωρινώς εισαχθέντων οχημάτων, της επιβαρύνσεως που προβλέπεται για την οριστική εισαγωγή οχημάτων και

–        την εφαρμογή της οδηγίας 83/182·

2)      να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ολλανδική.

2 – ΕΕ L 105, σ. 59.

3 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 2ας Αυγούστου 1993, C-9/92, Επιτροπή κατά Ελλάδος (Συλλογή 1993, σ. I-4467)· της 29ης Μαΐου 1997, C-389/95, Klattner (Συλλογή 1997, σ. I-2719), και της 12ης Ιουλίου 2001, C-262/99, Λουλουδάκης (Συλλογή 2001, σ. I-5547).

4 – Βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Λουλουδάκης.

5 – Άρθρο 1 της οδηγίας 83/182.

6 – Άρθρο 3 της οδηγίας 83/182.

7 – Άρθρο 7 της οδηγίας 83/182.

8 – Απόφαση της 26ης Απριλίου 2005, C-494/01 (Συλλογή 2005, σ. I-3331).

9 – Προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 47.

10 – Βλ. και τις προτάσεις μου της 23ης Σεπτεμβρίου 2004 στην προαναφερθείσα στην υποσημείωση 8 υπόθεση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σημεία 43 έως 48.

11 – Βλ. την προαναφερθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση Λουλουδάκης, σκέψη 67 και νομολογία που παρατίθεται εκεί.

12 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, 203/80, Casati (Συλλογή 1981, σ. 2595, σκέψη 27)· της 31ης Ιανουαρίου 1984, 286/82 και 26/83, Luisi και Carbone (Συλλογή 1984, σ. 377)· της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, 68/88, Επιτροπή κατά Ελλάδος (Συλλογή 1989, σ. 2965), και της 16ης Δεκεμβρίου 1992, C-210/91, Επιτροπή κατά Ελλάδος (Συλλογή 1992, σ. I-6735, σκέψη 20).

13 – Βλ., π.χ., το άρθρο 137, Α, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του Τελωνειακού Κώδικα, όπως εισήχθη με τον νόμο 2960/2001.

14 – Βλ., π.χ., το άρθρο 137, A, παράγραφος 4, στοιχείο δ΄, του Τελωνειακού Κώδικα, όπως εισήχθη με τον νόμο 2960/2001.

15 – Βλ., π.χ., το άρθρο 137, Γ, παράγραφος 2, του Τελωνειακού Κώδικα, όπως εισήχθη με τον νόμο 2960/2001.

16 – Βλ. το άρθρο 137, Γ, παράγραφος 1, του Τελωνειακού Κώδικα, όπως εισήχθη με τον νόμο 2960/2001.

17 – Βλ., π.χ., την περίπτωση του κ. Λουλουδάκη, στον οποίο μετά πάνω από 8 χρόνια δεν έχει ακόμα αποδοθεί το αυτοκίνητό του.

18 – Βλ. την προαναφερθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση Λουλουδάκης, σκέψη 76.

19 – Απόφαση της 15ης Μαΐου 1986, 222/84, Johnston (Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψεις 18 και 19).