ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ PAOLO MENGOZZI της 15ης Φεβρουαρίου 2007 1(1) Υπόθεση C-237/05 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας «Παράβαση κράτους μέλους – Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Παραδεκτό – Φύση των υπηρεσιών – Αρχές της διαφάνειας και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων»

 

 

 

I –    Εισαγωγή

  1. Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή βάσει του άρθρου 226 ΕΚ προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, με την ακολουθούμενη πρακτική των αρμοδίων αρχών κατά τις εργασίες συμπληρώσεως και συλλογής των αιτήσεων-δηλώσεων των παραγωγών σιτηρών και άλλων στο πλαίσιο του Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχειρίσεως και Ελέγχου (ΟΣΔΕ) του έτους 2001, συστήματος το οποίο εισήγαγε ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3508/92 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1992, για τη θέσπιση ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (2), παρέβη τις υποχρεώσεις που έχει από τις διατάξεις της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (3), και ειδικότερα από τα άρθρα της 3, παράγραφος 2, 7, 11, παράγραφος 1, και 15, παράγραφος 2, καθώς και από τη γενική αρχή της διαφάνειας.

II – Νομικό πλαίσιο

Η οδηγία 92/50

  1. Για την ανάλυση των ζητημάτων που έχουν τεθεί εν προκειμένω, πρέπει να υπενθυμίσω διά βραχέων ορισμένες διατάξεις των τίτλων I έως V της οδηγίας 92/50, όπως είχαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Ως γνωστόν, η οδηγία 92/50 τροποποιήθηκε πολλές φορές και εσχάτως καταργήθηκε, εξαιρουμένου του άρθρου της 41, με ισχύ της καταργήσεως από τις 31 Ιανουαρίου 2006, από το άρθρο 82 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (4).
  2. Το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/50 ορίζει τις «δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών» ως «συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας συναπτόμενες εγγράφως μεταξύ ενός παρέχοντος υπηρεσίες και μιας αναθέτουσας αρχής», εξαιρουμένων των συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 77/62/ΕΟΚ (5), 71/305/ΕΟΚ (6) και 90/531/ΕΟΚ (7), των συμβάσεων που έχουν ως αντικείμενο υπηρεσίες στους τομείς τους οποίους αναφέρουν τα σημεία iii έως vii και ix της ίδιας διατάξεως, καθώς και των συμβάσεων απασχολήσεως.
  3. Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, «[κ]ατά την υπ’ αυτών σύναψη δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών […], οι αναθέτουσες αρχές εφαρμόζουν διαδικασίες προσαρμοσμένες στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας». Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι «[ο]ι αναθέτουσες αρχές φροντίζουν ώστε να μην υπάρχουν διακρίσεις μεταξύ των διαφόρων παρεχόντων υπηρεσίες».
  4. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται:

–        […] στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών που αφορούν τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα I Β, […], οι οποίες συνάπτονται από τις αναφερόμενες στο άρθρο 1, στοιχείο β΄, αναθέτουσες αρχές, όταν η προϋπολογιζομένη αξία τους, εκτός φόρου προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ), είναι ίση ή ανώτερη των 200 000 Ecu·

–        στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών που αφορούν τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι Α, […] :

  1. i)      οι οποίες συνάπτονται από τις αναφερόμενες στο παράρτημα I της οδηγίας 93/36/ΕΟΚ [ (8)] αναθέτουσες αρχές και των οποίων η προϋπολογιζόμενη αξία εκτός ΦΠΑ είναι ίση ή μεγαλύτερη από το ισόποσο σε Ecu των 130 000 ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων·
  2. ii)      οι οποίες συνάπτονται από τις οριζόμενες στο άρθρο 1, στοιχείο β΄, αναθέτουσες αρχές, εκτός από τις αναφερόμενες στο παράρτημα I της οδηγίας 93/36/ΕΟΚ και των οποίων η προϋπολογιζόμενη αξία εκτός ΦΠΑ είναι ίση ή ανώτερη του ισόποσου σε Ecu των 200 000 ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων.»
  3. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, για τον καθορισμό της προϋπολογιζόμενης αξίας της συμβάσεως η αναθέτουσα αρχή στηρίζεται στη συνολική αμοιβή του παρέχοντος υπηρεσίες, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων 3 έως 7 οι οποίες θέτουν ορισμένα κριτήρια για τον καθορισμό της αξίας αυτής. Ειδικότερα, η παράγραφος 3 διευκρινίζει ότι «[η] επιλογή της μεθόδου αποτίμησης μιας σύμβασης δεν μπορεί να γίνει με την πρόθεση να παρακαμφθεί, όσον αφορά την εν λόγω σύμβαση, η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και κανένα σχέδιο αγοράς συγκεκριμένης ποσότητας υπηρεσιών δεν μπορεί να κατατμηθεί με σκοπό να αποφευχθεί η επ’ αυτού εφαρμογή του παρόντος άρθρου». Η παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, αναφέρει τα στοιχεία που, εν ανάγκη, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της προϋπολογιζόμενης αξίας των συμβάσεων σχετικά με ορισμένες υπηρεσίες, και ειδικότερα τις ασφαλιστικές υπηρεσίες, τις τραπεζικές και άλλες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και τις συμβάσεις που περιλαμβάνουν την εκπόνηση μελετών. Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 διευκρινίζουν ότι, «[ό]ταν οι υπηρεσίες υποδιαιρούνται σε πολλά τμήματα τα οποία αποτελούν το καθένα αντικείμενο μιας σύμβασης, η αξία κάθε τμήματος πρέπει να συνοπολογίζεται για την εκτίμηση του προαναφερόμενου ύψους της σύμβασης» και ότι, «[ό]ταν η αξία των τμημάτων ισούται με το ύψος αυτό ή το υπερβαίνει, οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματα. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να κάνουν εξαιρέσεις από την εφαρμογή της παραγράφου 1 προκειμένου για μέρη των οποίων η προϋπολογιζόμενη αξία εκτός ΦΠΑ είναι κατώτερη των 80 000 Ecu εφόσον το άθροισμα αυτών των τμημάτων δεν υπερβαίνει το 20 % του αθροίσματος της αξίας των τμημάτων».
  4. Για την εφαρμογή των κανόνων που ορίζουν τις διαδικασίες αναθέσεως, η οδηγία διαιρεί σε κατηγορίες, οι οποίες αντιστοιχούν στα παραρτήματα Ι Α και Ι Β της ίδιας οδηγίας, τις υπηρεσίες που αποτελούν αντικείμενο των δημόσιων συμβάσεων, σύμφωνα με μια ταξινόμηση η οποία, ελλείψει κοινοτικής ονοματολογίας, παραπέμπει στην ταξινόμηση CPC (κοινή ταξινόμηση των προϊόντων) των Ηνωμένων Εθνών.
  5. Κατά τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 92/50, οι συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο τις υπηρεσίες ο οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα Ι Α ανατίθενται σύμφωνα με τις διατάξεις των τίτλων III έως VI της ίδιας οδηγίας, ενώ οι συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο υπηρεσίες οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα Ι Β ανατίθενται σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 16 της οδηγίας αυτής. Το άρθρο 10 διευκρινίζει ότι «[ο]ι συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο υπηρεσίες που απαριθμούνται τόσο στο παράρτημα Ι Α όσο και στο παράρτημα Ι Β συνάπτονται σύμφωνα με τις διατάξεις των τίτλων III έως IV, όταν η αξία των υπηρεσιών που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι Α είναι υψηλότερη από εκείνη των υπηρεσιών που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι Β. Στις λοιπές περιπτώσεις, συνάπτονται σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 16».
  6. Ο τίτλος III της οδηγίας περιέχει τους κανόνες που οι αναθέτουσες αρχές πρέπει να τηρούν κατά την επιλογή των διαδικασιών αναθέσεως των δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, διαδικασιών οι οποίες ορίζονται από το άρθρο 1, στοιχεία δ΄ έως στ΄, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, δηλαδή των ανοικτών διαδικασιών, των κλειστών διαδικασιών και των διαδικασιών με διαπραγμάτευση. Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 4, η ανάθεση των δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών γίνεται κατά κανόνα μέσω ανοικτής ή μέσω κλειστής διαδικασίας. Το άρθρο 11, παράγραφος 2, απαριθμεί τις περιπτώσεις στις οποίες οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να εφαρμόσουν τη διαδικασία με διαπραγμάτευση μετά τη δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως και η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου απαριθμεί τις περιπτώσεις όπου επιτρέπεται να εφαρμοστεί η διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως. Ειδικότερα, μεταξύ των τελευταίων περιπτώσεων είναι χρήσιμο να υπομνησθεί εκείνη την οποία αφορά το στοιχείο β΄ της πιο πάνω παραγράφου 3, δηλαδή η περίπτωση που, «για λόγους τεχνικούς, καλλιτεχνικούς ή σχετικούς με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, η εκτέλεση των υπηρεσιών μπορεί να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο πρόσωπο».
  7. Ο τίτλος IV της οδηγίας, ο οποίος περιέχει μόνον το άρθρο 14, θέτει κοινούς κανόνες στον τεχνικό τομέα, ενώ ο τίτλος V περιέχει διατάξεις σχετικά με τη δημοσιότητα. Ειδικότερα, το άρθρο 15, παράγραφος 2, επιβάλλει στις διοικητικές αρχές, που σκοπεύουν να αναθέσουν μια δημόσια σύμβαση υπηρεσιών μέσω ανοικτής διαδικασίας, κλειστής διαδικασίας ή, στις περιπτώσεις του άρθρου 11, διαδικασίας με διαπραγμάτευση, να γνωστοποιήσουν την πρόθεση αυτή με προκήρυξη. Κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, οι διοικητικές αρχές που έχουν αναθέσει μια δημόσια σύμβαση υπηρεσιών αποστέλλουν στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανακοίνωση με τα αποτελέσματα της διαδικασίας αναθέσεως. Οι πιο πάνω προκηρύξεις δημοσιεύονται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του πιο πάνω άρθρου. Όσον αφορά μόνο τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I Β, το άρθρο 16, παράγραφος 3, ορίζει ότι «οι αναθέτουσες αρχές αναφέρουν στην προκήρυξη αν συμφωνούν με τη δημοσίευσή τους».

Ο κανονισμός 3508/92

  1. Ο κανονισμός 3508/92, ο οποίος εκδόθηκε για να ενοποιηθούν οι μηχανισμοί διαχειρίσεως και ελέγχου, από τα κράτη μέλη, των κοινοτικών καθεστώτων ενισχύσεως στους τομείς της φυτικής και ζωικής παραγωγής, για να προσαρμοστούν οι μηχανισμοί αυτοί στις απαιτήσεις της αναμορφώσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής και για να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητά τους, προβλέπει τη δημιουργία από κάθε κράτος μέλος ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου (ΟΣΔΕ) όσον αφορά τα καθεστώτα χρηματοδοτικής ενισχύσεως στους τομείς των αροτραίων καλλιεργειών και του βοείου, προβείου και αιγείου κρέατος, καθώς και ορισμένα ειδικά μέτρα υπέρ της γεωργίας σε ορεινές και σε ορισμένες μειονεκτικές περιοχές.
  2. Εφόσον οι επίμαχες υπηρεσίες αφορούν την εκτέλεση των εργασιών που συνδέονταν με την εφαρμογή του ΟΣΔΕ στην Ελλάδα το 2001, μπορεί να είναι χρήσιμο να υπενθυμίσω σε γενικές γραμμές τις διατάξεις του κανονισμού 3508/92 οι οποίες ορίζουν τους σκοπούς και τη λειτουργία του συστήματος αυτού, όπως είχαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών.
  3. Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού 3508/92, το ΟΣΔΕ περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία: α) μηχανογραφημένη βάση δεδομένων· β) σύστημα ταυτοποιήσεως των αγροτεμαχίων· γ) σύστημα ταυτοποιήσεως και καταγραφής των ζώων· δ) αιτήσεις ενισχύσεως και ε) ολοκληρωμένο σύστημα ελέγχου. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων καταγράφονται, για κάθε αγροτική εκμετάλλευση, «τα στοιχεία που προέρχονται από τις αιτήσεις ενίσχυσης». Ειδικότερα, η πιο πάνω βάση δεδομένων πρέπει να καθιστά δυνατή την απ’ ευθείας και άμεση πρόσβαση στα στοιχεία που αφορούν τουλάχιστον τα τρία τελευταία ημερολογιακά έτη και/ή τις τρεις τελευταίες διαδοχικές περιόδους εμπορίας, τα οποία διαθέτει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους. Όσον αφορά το σύστημα ταυτοποιήσεως των αγροτεμαχίων, το άρθρο 4 διευκρινίζει ότι το σύστημα αυτό δημιουργείται «βάσει χαρτών ή εγγράφων του κτηματολογίου ή άλλων χαρτογραφικών αναφορών. Πρέπει να γίνεται χρήση τεχνικών ηλεκτρονικού συστήματος γεωγραφικών πληροφοριών, το οποίο να περιλαμβάνει κάλυψη με ορθοεικόνιση κατά προτίμηση από τον αέρα ή από το διάστημα, με ένα ομοιογενές κριτήριο που να διασφαλίζει ακρίβεια τουλάχιστον ισοδύναμη με αυτή της χαρτογράφησης σε κλίμακα 1:10 000».
  4. Το άρθρο 6, παράγραφος 1 του κανονισμού 3508/92 ορίζει:

«Για να υπαχθεί σε ένα ή περισσότερα κοινοτικά καθεστώτα που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, κάθε κάτοχος εκμετάλλευσης υποβάλλει, για κάθε έτος, αίτηση ενισχύσεων “εκτάσεις” στην οποία αναφέρονται:

–        τα αγροτεμάχια, συμπεριλαμβανομένων των εκτάσεων για χαρτονομές, τα αγροτεμάχια που αποτελούν αντικείμενο μέτρου παύσης καλλιέργειας των αρόσιμων γαιών και τα αγροτεμάχια σε αγρανάπαυση,

–        ενδεχομένως, οιαδήποτε άλλη αναγκαία πληροφορία που προβλέπεται είτε από τους κανονισμούς περί κοινοτικών καθεστώτων είτε από το οικείο κράτος μέλος.»

  1. Ωστόσο, το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει ότι η αίτηση πρέπει να αναφέρει μόνο τις μεταβολές σε σχέση με την αίτηση ενισχύσεως που υποβλήθηκε το προηγούμενο έτος. Το άρθρο 6, παράγραφος 6, διευκρινίζει ότι, «[γ]ια κάθε ένα από τα δηλωμένα αγροτεμάχια, οι κάτοχοι της εκμετάλλευσης αναφέρουν την έκταση καθώς και τη θέση του, ώστε τα στοιχεία αυτά να καθιστούν δυνατή την αναγνώριση του αγροτεμαχίου στο πλαίσιο του συστήματος αναγνώρισης αγροτεμαχίων».
  2. Κατά το άρθρο 7 του κανονισμού, το ολοκληρωμένο σύστημα ελέγχου καλύπτει το σύνολο των υποβαλλομένων αιτήσεων ενισχύσεως, ιδίως όσον αφορά τους διοικητικούς ελέγχους, τους επιτόπιους ελέγχους και, εν ανάγκη, τις επαληθεύσεις με αεροπορική ή δορυφορική τηλεανίχνευση. Ειδικότερα, το κράτος μέλος προβαίνει σε διοικητικό έλεγχο των αιτήσεων ενισχύσεως (άρθρο 8, παράγραφος 1) και οι διοικητικοί έλεγχοι συμπληρώνονται με επιτόπιους ελέγχους που διενεργούνται δειγματοληπτικά σε αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Για όλους αυτούς τους ελέγχους, το κράτος μέλος καταρτίζει σχέδιο δειγματοληψίας (άρθρο 8, παράγραφος 2). Τέλος, το άρθρο 8, παράγραφος 5, διευκρινίζει ότι, όταν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αναθέτουν σε ειδικευμένους οργανισμούς ή επιχειρήσεις μέρος των εργασιών που πρέπει να πραγματοποιηθούν κατ’ εφαρμογήν του ίδιου κανονισμού, οι αρχές αυτές πρέπει να κρατούν τον έλεγχο και να αναλαμβάνουν την ευθύνη.

III – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία προ της ασκήσεως προσφυγής

  1. Στις 20 Φεβρουαρίου 2001 το ελληνικό Υπουργείο Εσωτερικών, το ελληνικό Υπουργείο Γεωργίας, η Ένωση Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδος (ENAE) και η Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών (στο εξής: ΠΑΣΕΓΕΣ) συνήψαν προγραμματική συμφωνία με αντικείμενο τις εργασίες που συνδέονταν με την εφαρμογή του ΟΣΔΕ στην Ελλάδα το έτος 2001.
  2. Βάσει της προγραμματικής αυτής συμφωνίας, η ΠΑΣΕΓΕΣ ανέλαβε τον συντονισμό των μελών της, δηλαδή των τοπικών ενώσεων αγροτικών συνεταιρισμών (στο εξής: ΕΑΣ), με σκοπό την παροχή στους αγρότες υπηρεσιών συνδρομής σχετικά με το ΟΣΔΕ. Ειδικότερα, οι ΕΑΣ όφειλαν:

–        να ενημερώσουν τους αγρότες για την καθιέρωση νέων εντύπων αιτήσεως συνδρομής και δηλώσεως των εκμεταλλεύσεων και γεωργικών καλλιεργειών τα οποία θα χρησίμευαν για την τροφοδότηση της βάσεως δεδομένων στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ·

–        να παράσχουν συνδρομή στους αγρότες για την αναγραφή των δεδομένων στα σχετικά έντυπα, περιλαμβανομένης της τεχνικής συνδρομής για την ταυτοποίηση των αγροτεμαχίων και των καλλιεργειών σε ορθοφωτογραφίες, αεροφωτογραφίες ή τοπογραφικούς χάρτες·

–        να συγκεντρώσουν τα έντυπα και να τα υποβάλουν, σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, στην αρμόδια αρχή κάθε περιοχής.

  1. Βάσει της πιο πάνω προγραμματικής συμφωνίας, οι επί μέρους Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις συνήψαν εκτελεστικές συμβάσεις με τις τοπικές ΕΑΣ.
  2. Μετά από καταγγελία με την οποία αμφισβητήθηκε ότι η εν λόγω προγραμματική συμφωνία και οι σχετικές εκτελεστικές συμβάσεις είναι σύμφωνες με τις διατάξεις της οδηγίας 92/50, η Επιτροπή, με έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2001, απηύθυνε στην Ελλάδα αίτηση παροχής πληροφοριών σχετικά με τη διαδικασία επιλογής της ΠΑΣΕΓΕΣ ως αντισυμβαλλομένου της διοικήσεως και σχετικά με τον τρόπο που εξασφαλίστηκε η αναγκαία δημοσιότητα της διαδικασίας αναθέσεως των εκτελεστικών συμβάσεων.
  3. Η Ελλάδα απάντησε στις 19 Φεβρουαρίου 2002 διευκρινίζοντας ότι στο πλαίσιο της προγραμματικής συμφωνίας η ΠΑΣΕΓΕΣ είχε μόνον ρόλο συντονισμού των διαφόρων ΕΑΣ, για τον οποίο δεν προβλεπόταν αμοιβή, και ότι η απ’ ευθείας ανάθεση στις ΕΑΣ, μέσω των εκτελεστικών συμβάσεων, των εργασιών που συνδέονταν με την εφαρμογή του ΟΣΔΕ συνάδει με τις εφαρμοστέες κοινοτικές διατάξεις.
  4. Μη έχοντας μείνει ικανοποιημένη από την απάντηση που έλαβε, η Επιτροπή, στις 18 Δεκεμβρίου 2002, απηύθυνε στην Ελλάδα προειδοποιητική επιστολή, με την οποία προσάφθηκε, όσον αφορά τις εκτελεστικές συμβάσεις της προγραμματικής συμφωνίας, παράβαση των διατάξεων της οδηγίας 92/50 και ειδικότερα του άρθρου της 3, παράγραφος 2, καθώς και παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.
  5. Η Επιτροπή θεώρησε στην ουσία ότι, μέσω των εκτελεστικών συμβάσεων, οι τοπικές αρχές ανέθεσαν απ’ ευθείας, χωρίς προηγούμενη δημοσιότητα, δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50.
  6. Παρατήρησε ότι η σύναψη της προγραμματικής συμφωνίας και των σχετικών εκτελεστικών συμβάσεων σημαίνει απομάκρυνση από την πρακτική που ακολουθούνταν πριν από το 2001, πρακτική η οποία προέβλεπε τη σύναψη για κάθε περιοχή συμβάσεων τεχνικής συνδρομής με ειδικευμένες εταιρίες, κατόπιν εφαρμογής διαδικασιών ανοικτών στον ανταγωνισμό.
  7. Όσον αφορά την εφαρμογή των κατώτατων ορίων του άρθρου 7 της οδηγίας 92/50, η Επιτροπή θεώρησε ότι, δεδομένου του ενιαίου χαρακτήρα των επίμαχων συμβάσεων, οι συμβάσεις αυτές αποτελούν ενιαία σύμβαση, οπότε, για τον καθορισμό της προϋπολογιζόμενης αξίας της τελευταίας, έπρεπε να ληφθεί υπόψη η σωρευτική αξία κάθε μιας από τις πιο πάνω συμβάσεις.
  8. Όσο για τη φύση των υπηρεσιών, η Επιτροπή εξέθεσε ότι, με έγγραφό της της 10ης Δεκεμβρίου 2001 είχε σημειώσει ότι η σχετική σύμβαση έχει ως αντικείμενο δύο κατηγορίες υπηρεσιών, αφενός, υπηρεσίες δημόσιας διοικήσεως, οι οποίες εμπίπτουν στο παράρτημα Ι Β της οδηγίας 92/50, και, αφετέρου, υπηρεσίες μηχανογραφικής επεξεργασίας, οι οποίες υπάγονται στο παράρτημα Ι Α της ίδιας οδηγίας, και ότι η αξία των υπηρεσιών της πρώτης κατηγορίας φαίνεται να υπερβαίνει εκείνη της δεύτερης, με αποτέλεσμα η σύμβαση να διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 14 και 16 της οδηγίας. Ωστόσο, κατόπιν πληροφοριών που έλαβε από τον καταγγέλλοντα, η Επιτροπή έθεσε υπό αμφιβολία το συμπέρασμα αυτό, διατυπώνοντας την υπόθεση ότι ένα μέρος των υπηρεσιών που προηγουμένως είχαν χαρακτηριστεί ως υπηρεσίες δημόσιας διοικήσεως πρέπει στην πραγματικότητα να θεωρηθεί τοπογραφικές υπηρεσίες, οι οποίες εμπίπτουν στο παράρτημα Ι Α της οδηγίας 92/50. Όταν η υπόθεση αυτή επιβεβαιώθηκε από περαιτέρω πληροφορίες, που η Επιτροπή ζήτησε από την Ελληνική Κυβέρνηση, η συνολική αξία των υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πιο πάνω παράρτημα αποδείχθηκε ανώτερη εκείνης των υπηρεσιών που υπάγονται στο παράρτημα Ι Β, με αποτέλεσμα να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των τίτλων III έως VI της οδηγίας.
  9. Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε με έγγραφο της 30ής Ιανουαρίου 2003 αποκρούοντας κάθε αιτίαση.
  10. Στη συνέχεια, η Επιτροπή διατύπωσε, στις 19 Δεκεμβρίου 2003, αιτιολογημένη γνώμη στην οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ελληνική Δημοκρατία, με την ακολουθούμενη πρακτική των αρμοδίων αρχών κατά τις εργασίες συμπληρώσεως και συλλογής των αιτήσεων-δηλώσεων των παραγωγών σιτηρών και άλλων στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ το 2001, παρέβη τις υποχρεώσεις που έχει από τις διατάξεις της οδηγίας 92/50, και ειδικότερα από τα άρθρα της 3, παράγραφος 2, 7, 11, παράγραφος 1, και 15, παράγραφος 2, καθώς και από τη γενική αρχή της διαφάνειας και κάλεσε το πιο πάνω κράτος να συμμορφωθεί προς τις εν λόγω υποχρεώσεις εντός δύο μηνών.

IV – Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και αιτήματα των διαδίκων

  1. Με εισαγωγικό της δίκης έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Μαΐου 2005, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή.
  2. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, με την ακολουθούμενη πρακτική των αρμοδίων αρχών κατά τις εργασίες συμπληρώσεως και συλλογής των αιτήσεων-δηλώσεων των παραγωγών σιτηρών και άλλων στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ το 2001, παρέβη τις υποχρεώσεις που έχει από τις διατάξεις της οδηγίας 92/50, και ειδικότερα από τα άρθρα της 3, παράγραφος 2, 7, 11, παράγραφος 1, και 15, παράγραφος 2, καθώς και από τη γενική αρχή της διαφάνειας·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

  1. Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

  1. Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η Ελληνική Κυβέρνηση κλήθηκε να απαντήσει γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις του Δικαστηρίου. Η κυβέρνηση αυτή έδωσε τις απαντήσεις αυτές εντός της προθεσμίας που τάχθηκε.
  2. Οι διάδικοι αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Σεπτεμβρίου 2006.

V –    Νομική ανάλυση

Α –       Επί του παραδεκτού

  1. Επιχειρήματα των διαδίκων
  2. Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει, πρώτον, ότι έλαβε τα αναγκαία μέτρα για να δοθεί τέλος στη φερόμενη παράβαση πριν από τη λήξη της προθεσμίας που η Επιτροπή έταξε με την αιτιολογημένη γνώμη. Κατά συνέπεια, η προσφυγή είναι απαράδεκτη καθόσον στερείται αντικειμένου. Εν προκειμένω, η Ελληνική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, αφενός, ότι το 2003 δεν έγιναν απ’ ευθείας αναθέσεις των επίμαχων συμβάσεων υπηρεσιών και, αφετέρου, ότι οι ελληνικές αρχές δεσμεύτηκαν το 2003 με επίσημη δήλωση του γενικού γραμματέα του Υπουργείου Γεωργίας να εφαρμόσουν, αν παραστεί ανάγκη, ανοικτές στον ανταγωνισμό διαδικασίες για την ανάθεση των σχετικών συμβάσεων υπηρεσιών υπό την προϋπόθεση ότι οι περί ων πρόκειται υπηρεσίες εμπίπτουν εν όλω ή εν μέρει στο παράρτημα Ι A της οδηγίας 92/50.
  3. Δεύτερον, η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, εφόσον οι υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο των επίμαχων συμβάσεων συνίστανται σε εργασίες που πρέπει να γίνονται σε ετήσια βάση, οι συνέπειες της σχετικής παραβάσεως περιορίζονται στο 2001. Επομένως, η Επιτροπή δεν έχει έννομο συμφέρον στην παρούσα υπόθεση. Από τη μια πλευρά, έννομο συμφέρον δεν μπορεί να δημιουργηθεί μόνο από μια διάσταση απόψεων μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών ως προς τη φύση των επίμαχων υπηρεσιών, διάσταση απόψεων που δεν μετουσιώνεται σε συγκεκριμένες μορφές συμπεριφοράς. Από την άλλη πλευρά, τα μεταγενέστερα του 2001 πραγματικά περιστατικά που η Επιτροπή επικαλείται στα υπομνήματά της εξέρχονται του αντικειμένου της προσφυγής και δεν μπορούν να αποτελέσουν αυτοτελείς αιτιάσεις, καθόσον δεν προβλήθηκαν από την Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας προ της ασκήσεως προσφυγής. Επιπλέον, η αναπαράσταση των πραγματικών περιστατικών από την Επιτροπή δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς αυτό που υποστηρίζει η Επιτροπή, οι επίμαχες υπηρεσίες δεν ανατέθηκαν στην ΠΑΣΕΓΕΣ μετά το 2001, αλλά παρασχέθηκαν κατ’ ευθείαν από τις τοπικές αρχές και κάθε παραγωγός ήταν ελεύθερος να αποταθεί στις αρχές αυτές ή σε ιδιώτες για τη συμπλήρωση των αιτήσεων χρηματοδοτικής συνδρομής.
  4. Σε απάντηση γραπτής ερωτήσεως του Δικαστηρίου, με την οποία ζητήθηκε να διευκρινιστούν οι διαδικασίες που οι ελληνικές αρχές ακολούθησαν για την ανάθεση των υπηρεσιών που συνδέονταν με την εφαρμογή του ΟΣΔΕ στην Ελλάδα από το 2002 μέχρι το 2005, η Ελληνική Κυβέρνηση επανέλαβε ότι κατά το χρονικό αυτό διάστημα οι ελληνικές αρχές δεν προέβησαν σε αναθέσεις των εν λόγω υπηρεσιών. Στο πλαίσιο της δραστηριότητάς τους συνδρομής των αγροτών, οι τοπικές αρχές προσέφεραν τη συνεργασία τους στους κυρίους αγροτεμαχίων και στις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις. Οι αγρότες ήσαν ελεύθεροι να αποταθούν στην ΕΑΣ στην οποία ανήκαν ή σε τρίτους. Επιπλέον, το λογισμικό ή χαρτογραφικό υλικό που είχε σχέση με τη συμπλήρωση των εντύπων της αιτήσεως παρεχόταν, κάθε φορά που ήταν αναγκαίο, από τις αρχές στην ΠΑΣΕΓΕΣ ή στις ΕΑΣ που κρίνονταν ικανές να διαχειριστούν το υλικό αυτό. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο είχε πρόσβαση στο υλικό αυτό κατόπιν αιτήσεώς του και κατόπιν αξιολογήσεως της ικανότητάς του να το διαχειριστεί. Η Ελληνική Κυβέρνηση αποκλείει το ότι μια τέτοια διαδικασία δύναται να εξομοιωθεί με άμεση ή έμμεση ανάθεση των υπηρεσιών που συνδέονταν με την εφαρμογή του ΟΣΔΕ. Για να αποδείξει τους ισχυρισμούς της, η Ελληνική Κυβέρνηση προσκομίζει, ως παράρτημα της απαντήσεως στην ερώτηση του Δικαστηρίου, ένα μνημόνιο συνεργασίας που συνήφθη με την ΠΑΣΕΓΕΣ στις 28 Απριλίου 2004 σχετικά με την εφαρμογή του ΟΣΔΕ το 2004.
  5. Τέλος, η Ελληνική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι το θεσμικό πλαίσιο του ΟΣΔΕ τροποποιήθηκε μετά τις πράξεις που της προσάπτονται και βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη. Επομένως, κατά την κυβέρνηση αυτή, οι ενέργειες στις οποίες οι ελληνικές αρχές έχουν ήδη προβεί για να προσαρμόσουν την επί του θέματος πρακτική τους στις απαιτήσεις της οδηγίας 92/50 θα επανεξεταστούν οπωσδήποτε όταν το ΟΣΔΕ αποκτήσει την τελική μορφή του.
  6. Η Επιτροπή απαντά ότι η κατά την άποψή της εσφαλμένη ερμηνεία, από τις ελληνικές αρχές, τόσο των διατάξεων της οδηγίας 92/50 όσον αφορά τη φύση των σχετικών υπηρεσιών και τις συναφείς υποχρεώσεις σχετικά με τη δημοσιότητα όσο και της φύσεως των επίμαχων συμβάσεων οδηγεί σε εφαρμογή των εθνικών κανόνων μη σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο. Πόρρω απέχουσα από το να είναι αμιγώς θεωρητική, η εν προκειμένω διάσταση απόψεων μεταξύ της Επιτροπής και της Ελληνικής Κυβερνήσεως συνεπάγεται συγκεκριμένο κίνδυνο υποτροπής. Χωρίς να θέλει να επεκτείνει το αντικείμενο της προσφυγής σε μορφές συμπεριφοράς μετά το 2001, αλλά μόνο για να αποδείξει τις συγκεκριμένες συνέπειες της θέσεως των ελληνικών αρχών, η Επιτροπή παραπέμπει σε ορισμένα έγγραφα που επισυνάπτονται στην προσφυγή από τα οποία προκύπτει η απ’ ευθείας ανάθεση στην ΠΑΣΕΓΕΣ των επίμαχων συμβάσεων και μετά το 2001.
  7. Εκτίμηση
  8. Δεν προκύπτει ότι η ένσταση απαραδέκτου που προβλήθηκε από το καθού κράτος μέλος είναι αβάσιμη.
  9. Συγκεκριμένα, υπάρχουν ορισμένα νομολογιακά προηγούμενα, τα οποία αφορούν ειδικά διαδικασίες για τη διαπίστωση παραβάσεως κράτους μέλους στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων, που συνηγορούν υπέρ του ισχυρισμού της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
  10. Η απόφαση της 31ης Μαρτίου 1992 στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιταλίας (9) είχε ως αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας για να διαπιστωθεί ότι είναι αντίθετη προς τις διατάξεις της οδηγίας 77/62 η προϋπόθεση για τη συμμετοχή σε ετήσια δημόσια σύμβαση προμηθειών ενός τοπικού υγειονομικού φορέα, βάσει της οποίας προϋποθέσεως έπρεπε να αποτελείται από προμήθειες σε δημόσιες υπηρεσίες το 50 % της κατώτατης αξίας των προμηθειών που οι υποψήφιοι προμηθευτές είχαν πραγματοποιήσει κατά τα τρία τελευταία έτη. Η προκήρυξη του διαγωνισμού στην οποία περιεχόταν η πιο πάνω προϋπόθεση δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 1988 και η σύμβαση προμηθειών μετά την προκήρυξη αυτή παρήγαγε όλα τα αποτελέσματά της στις 31 Δεκεμβρίου 1989, δηλαδή πριν από τη λήξη της προθεσμίας που η Επιτροπή έταξε με αιτιολογημένη γνώμη της 27ης Μαρτίου 1990. Η Ιταλική Κυβέρνηση είχε ισχυριστεί ότι, ως εκ τούτου, η προσφυγή στερείται αντικειμένου και πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη.
  11. Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο διαπίστωσε (10) ότι η επίμαχη προκήρυξη παρήγαγε όλα τα αποτελέσματά της στις 31 Δεκεμβρίου 1989, δηλαδή πριν ακόμη διατυπωθεί η αιτιολογημένη γνώμη, και ότι οι προκηρύξεις των διαγωνισμών για τα έτη 1990 και 1991, οι οποίες δημοσιεύθηκαν αντιστοίχως στις 4 Νοεμβρίου 1989, δηλαδή πριν από τη διατύπωση της αιτιολογημένης γνώμης, και στις 3 Νοεμβρίου 1990, δηλαδή πριν από την άσκηση της προσφυγής, δεν περιείχαν πλέον την επίμαχη προϋπόθεση. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν ενήργησε εγκαίρως, για να αποτρέψει, με τις διαδικασίες που βρίσκονταν στη διάθεσή της, την επέλευση των αποτελεσμάτων της προσαπτομένης παραβάσεως και ότι δεν επικαλέστηκε περιστάσεις που την εμπόδισαν να ολοκληρώσει, πριν παύσει να υφίσταται η παράβαση, την κατά το άρθρο 226 ΕΚ διαδικασία προ της ασκήσεως προσφυγής. Το Δικαστήριο συνήγαγε, βάσει των σκέψεων αυτών, ότι όταν έληξε η προθεσμία που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη δεν υπήρχε πλέον η προσαπτόμενη παράβαση, οπότε η προσφυγή της Επιτροπής έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη (11).
  12. Σε μεταγενέστερες αποφάσεις, το Δικαστήριο, μολονότι απέρριψε τις ενστάσεις απαραδέκτου που είχαν προβάλει οι καθών κυβερνήσεις, επιβεβαίωσε σιωπηρώς τη λύση που δέχθηκε στην προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας.
  13. Στην απόφαση της 10ης Απριλίου 2003 στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γερμανίας (12), η Επιτροπή προσήπτε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παράβαση των διατάξεων της οδηγίας 92/50 λόγω της αναθέσεως από δύο γερμανικούς δήμους συμβάσεων υπηρεσιών σχετικά με τη διοχέτευση λυμάτων και τη διάθεση απορριμμάτων, των οποίων συμβάσεων η ελάχιστη διάρκεια εκτελέσεως είχε οριστεί και στις δύο περιπτώσεις σε 30 χρόνια. Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι, στις υποθέσεις εκείνες, οι παραβάσεις που συνίσταντο στη μη τήρηση διαδικαστικών κανόνων παρήγαγαν όλα τα αποτελέσματά τους πριν από τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με τις αιτιολογημένες γνώμες, και ανέφερε ότι οι παραβάσεις αυτές αναγνωρίστηκαν ως τέτοιες από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πριν από την ημερομηνία αυτή. Κατά συνέπεια, η προσφυγή έπρεπε να απορριφθεί λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της Επιτροπής.
  14. Το Δικαστήριο υπενθύμισε κατ’ αρχάς τη νομολογία ότι η Επιτροπή, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που έχει βάσει του άρθρου 226 ΕΚ, δεν οφείλει να αποδείξει ειδικό έννομο συμφέρον και ότι είναι η μόνη αρμόδια να αποφασίσει για ποια πράξη ή παράλειψη που μπορεί να καταλογιστεί σε κράτος μέλος πρέπει να κινηθεί η διαδικασία δυνάμει του άρθρου αυτού. Έκρινε ότι, βάσει των εξουσιών αυτών, η Επιτροπή δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο για να διαπιστωθεί μια παράβαση που συνίσταται στη μη επίτευξη, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, του αποτελέσματος που προβλέπει η οδηγία.
  15. Το Δικαστήριο συνέχισε εκθέτοντας ότι «ναι μεν η οδηγία 92/50 περιλαμβάνει στην ουσία διαδικαστικούς κανόνες, εκδόθηκε όμως με σκοπό την εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών και, επομένως, αποσκοπεί στην προστασία των συμφερόντων των εγκατεστημένων σε κράτος μέλος επιχειρηματιών οι οποίοι επιθυμούν να παράσχουν υπηρεσίες σε αναθέτουσες αρχές που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος» (13) και ότι, κατά συνέπεια, «πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσβολή της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών εξαιτίας της παραβάσεως των διατάξεων της οδηγίας 92/50 εξακολουθεί να υφίσταται καθ’ όλη τη διάρκεια της εκτελέσεωςτων συμβάσεων που συνήφθησαν κατά παράβαση της οδηγίας αυτής» (14).
  16. Το Δικαστήριο συνήγαγε ότι, εφόσον στην υπόθεση εκείνη οι επίμαχες συμβάσεις θα συνεχίσουν να παράγουν τα αποτελέσματά τους επί δεκαετίες, δεν μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι προσαπτόμενες παραβάσεις έπαυσαν πριν από τη λήξη των προθεσμιών που τάχθηκαν με τις σχετικές αιτιολογημένες γνώμες (15). Κατά συνέπεια, η ένσταση απαραδέκτου απορρίφθηκε (16).
  17. Στην απόφαση της 2ας Ιουνίου 2005 στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας (17), η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει παράβαση από την Ελληνική Δημοκρατία των διατάξεων της οδηγίας 93/98 κατόπιν της αναθέσεως από τη ΔΕΗ, τη δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού, μιας συμβάσεως με αντικείμενο την κατασκευή ενός συστήματος ταινιοδρόμων στον κεντρικό θερμοηλεκτρικό σταθμό της Μεγαλοπόλεως μέσω διαδικασίας με διαπραγμάτευση, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως. Η Ελληνική Κυβέρνηση, στο πλαίσιο των ενστάσεών της απαραδέκτου, ισχυρίστηκε, αφενός, ότι η Επιτροπή δεν έχει έννομο συμφέρον, καθόσον η φερόμενη παράβαση του κοινοτικού δικαίου τελέστηκε εν όλω ή τουλάχιστον σε μεγάλο μέτρο όταν είχε λήξει η προθεσμία που τάχθηκε για τη συμμόρφωση προς την αιτιολογημένη γνώμη, και, αφετέρου, ότι η προσφυγή στερείται αντικειμένου, καθόσον η ανατεθείσα από τη ΔΕΗ σύμβαση για την εκτέλεση των εργασιών είχε παραγάγει σχεδόν όλα τα αποτελέσματά της όταν έληξε η προθεσμία που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη και εκ των πραγμάτων δεν ήταν πλέον δυνατή η συμμόρφωση προς τη γνώμη αυτή.
  18. Όσον αφορά την πρώτη από τις πιο πάνω ενστάσεις, το Δικαστήριο, όταν την απέρριψε, περιορίστηκε στην ουσία να υπενθυμίσει τη νομολογία ότι η Επιτροπή, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που έχει βάσει του άρθρου 226 ΕΚ, δεν οφείλει να αποδείξει έννομο συμφέρον της (18).
  19. Όσο για τη δεύτερη ένσταση απαραδέκτου, το Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, παρατήρησε ότι, «κατά την ημερομηνία λήξεως της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, η επίδικη σύμβαση την οποία συνήψε η ΔΕΗ […] βρισκόταν στο στάδιο της εκτελέσεως,καθόσον είχε περατωθεί μόνον το 85 % των εργασιών. Συνεπώς, η εν λόγω σύμβαση δεν είχε εξαντλήσει όλα τα αποτελέσματά της» (19). Κατά συνέπεια, η ένσταση απορρίφθηκε (20).
  20. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι πρόσφατα (21) το Δικαστήριο, στηριζόμενο σε ουσιαστικά πανομοιότυπο σκεπτικό με το σκεπτικό της προαναφερθείσας στο σημείο 41 αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας, κήρυξε απαράδεκτη την προσφυγή με την οποία η Επιτροπή προσήψε στην Ιταλική Δημοκρατία ότι επέτρεψε, στο πλαίσιο ενός διατάγματος με το οποίο θεσπίστηκαν επείγουσες διατάξεις για την από αέρος κατάσβεση δασικών πυρκαγιών στην ημεδαπή, την ανάθεση συμβάσεων προμηθειών και υπηρεσιών κατά τη διαδικασία με διαπραγμάτευση, σε αντίθεση με τις οδηγίες 92/50 και 93/36 και με τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ (22). Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το επίμαχο διάταγμα έπαυσε να παράγει έννομα αποτελέσματα όταν έληξε η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που είχε κηρυχθεί στην ημεδαπή και ότι το διάταγμα αυτό δεν ήταν πλέον σε ισχύ όταν έληξε η προθεσμία που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη (23).
  21. Η απόφαση εκείνη έχει σημασία και καθόσον, αντιθέτως προς τις προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας και Επιτροπή κατά Ελλάδας, το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι ασκεί επιρροή το γεγονός ότι βρίσκονταν ακόμη σε εξέλιξη οι διαδικασίες που είχαν κινηθεί βάσει της άδειας η οποία περιεχόταν στο επίμαχο διάταγμα (24).
  22. Από τη νομολογία που υπομνήσθηκε πιο πάνω μπορούν να συναχθούν ορισμένα χρήσιμα στοιχεία για την εξέταση του βασίμου της ενστάσεως απαραδέκτου που η καθής κυβέρνηση προέβαλε εν προκειμένω.
  23. Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν δύο νομολογιακά προηγούμενα όπου το Δικαστήριο κήρυξε την προσφυγή απαράδεκτη βάσει της διαπιστώσεως ότι η φερόμενη παράβαση εξήντλησε τα αποτελέσματά της πριν από τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη. Επιπλέον, στις περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο εκφράστηκε με όρους που δεν επιτρέπουν να γίνουν διακρίσεις μεταξύ των διαφόρων μορφών των συμβάσεων οι οποίες διέπονται από τις κοινοτικές οδηγίες.
  24. Δεύτερον, από τις προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας και Επιτροπή κατά Ελλάδας προκύπτει ότι το απαράδεκτο της προσφυγής δεν μπορεί να κηρυχθεί όταν η φερόμενη παράβαση των διατάξεων περί δημοσίων συμβάσεων συνεχίζει να παράγει αποτελέσματα μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη. Ειδικότερα, τα αποτελέσματα αυτά υφίστανται όταν οι συμβάσεις που συνήφθησαν βάσει των επίμαχων διαδικασιών δεν έχουν πλήρως εκτελεστεί.
  25. Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι επίμαχες συμβάσεις ήσαν ετήσιας διάρκειας (αφορούσαν την άσκηση δραστηριοτήτων που συνδέονταν με την εφαρμογή του ΟΣΔΕ μόνο το 2001) και ότι οι υπηρεσίες που αποτελούσαν το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών είχαν πλήρως παρασχεθεί τη στιγμή που διατυπώθηκε η αιτιολογημένη γνώμη, στις 19 Δεκεμβρίου 2003 (25).
  26. Όσον αφορά την εφαρμογή του ΟΣΔΕ μετά το 2001, οι αρμόδιες αρχές ακολούθησαν διαδικασίες διαφορετικές από την επίμαχη. Ειδικότερα, βάσει των ενδείξεων που έδωσε η Ελληνική Κυβέρνηση, οι διαδικασίες αυτές δεν προέβλεπαν πλέον αμοιβή, με επιβάρυνση της διοικήσεως, για τα πρόσωπα, περιλαμβανομένων των ΕΑΣ, τα οποία παρείχαν συνδρομή στους αγρότες για τη συμπλήρωση και την υποβολή των εντύπων αιτήσεως.
  27. Μολονότι η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες ως προς τη συμφωνία της διαδικασίας αυτής με τις διατάξεις της οδηγίας 92/50, δεν θεωρώ αναγκαίο να εξεταστεί το βάσιμο των ισχυρισμών αυτών για να αξιολογηθεί το παραδεκτό της παρούσας προσφυγής. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει σαφώς από τα αιτήματα της προσφυγής, και όπως ρητώς δέχθηκε η Επιτροπή με τα υπομνήματά της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η παρούσα διαφορά έχει ως αντικείμενο μόνο τη διαδικασία που οι ελληνικές αρχές ακολούθησαν για την εφαρμογή του ΟΣΔΕ το 2001.
  28. Επιπλέον, εφόσον ο μετά το 2001 τρόπος ενεργείας των ελληνικών αρχών είναι σαφώς διαφορετικός από τον επίμαχο εν προκειμένω –μέχρι το σημείο που βάσει των στοιχείων που έδωσε η Ελληνική Κυβέρνηση είναι δύσκολο να υποτεθεί ότι μετά το 2001 έγιναν αναθέσεις δημόσιων συμβάσεων (26)– δεν νομίζω ούτε ότι μπορεί να βρεθεί στήριγμα σε αυτόν τον τρόπο ενεργείας για να υποστηριχθεί, όπως φαίνεται να κάνει η Επιτροπή, ότι η παράβαση, που προσάπτεται στην Ελληνική Δημοκρατία για το 2001, ακολουθήθηκε στα επόμενα έτη από μορφές συμπεριφοράς που μπορούν να χαρακτηριστούν ως υποτροπή.
  29. Υπό τις συνθήκες αυτές, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που υπενθύμισα πιο πάνω, η προσφυγή πρέπει, κατά την άποψή μου, να κηρυχθεί απαράδεκτη.
  30. Όπως σωστά, κατ’ εμέ, σημείωσε ο γενικός εισαγγελέας Lenz στις προτάσεις του στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα στο σημείο 41 των προτάσεών μου απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, στην οποία παρέπεμψα περισσότερες από μία φορά, προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής του άρθρου 226 ΕΚ είναι η ύπαρξη, όταν έληξε η προθεσμία που τάχθηκε στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος για να συμμορφωθεί προς την αιτιολογημένη γνώμη, πράξεως ή παραλείψεως καταλογιστέας στο πιο πάνω κράτος μέλος την οποία η Επιτροπή θεωρεί αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο.
  31. Τούτο συνάγεται εύκολα από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 226 ΕΚ, κατά το οποίο, όταν το σχετικό κράτος μέλος δεν έχει συμμορφωθεί προς την αιτιολογημένη γνώμη εντός της προθεσμίας που έταξε η Επιτροπή, η τελευταία δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο. Ερμηνευόμενη a contrario, η διάταξη αυτή συνεπάγεται ότι η Επιτροπή δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή για να διαπιστωθεί μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου η οποία έπαυσε πριν από τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, και πολύ λιγότερο στην περίπτωση που η παύση της παραβάσεως αυτής είναι το αποτέλεσμα παρεμβάσεως του κράτους μέλους σύμφωνα με την αιτιολογημένη γνώμη.
  32. Πάντως, κατ’ αρχήν, δεν νομίζω ότι είναι δικαιολογημένο να υπάρξει διαφορετικό συμπέρασμα στην περίπτωση που η φερόμενη παράβαση είχε ούτως ή άλλως παύσει όταν έληξε η προθεσμία που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, καθόσον είχε παραγάγει όλα τα αποτελέσματά της πριν από την ημερομηνία αυτή, έστω και αν η παύση δεν ήταν ακριβώς το αποτέλεσμα παρεμβάσεως του ενδιαφερομένου κράτους μέλους σύμφωνα με όσα ζήτησε η Επιτροπή. Το συμπέρασμα αυτό συνάδει με τον σκοπό τής κατά το άρθρο 226 ΕΚ διαδικασίας προ της ασκήσεως προσφυγής, διαδικασίας η οποία προορισμό έχει να παύσει η παράβαση πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, και, γενικότερα, συνάδει με τους σκοπούς της προσφυγής λόγω παραβάσεως κράτους μέλους (27).
  33. Επιπλέον, είναι χρήσιμο να υπομνησθεί ότι, όπως κατ’ επανάληψη έκρινε το Δικαστήριο, η διαδικασία για τη διαπίστωση παραβάσεως κράτους μέλους σκοπό έχει να διαπιστωθεί αντικειμενικά μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου. Η τυχόν αναγνώριση της παραβάσεως από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, όταν δεν ακολουθείται από μέτρα κατάλληλα να θέσουν τέλος στην παράβαση αυτή εντός της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, δεν αναιρεί τη διαπίστωση αυτή, καθόσον η διατήρηση διαστάσεως απόψεων μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους ως προς την ύπαρξη παραβάσεως δεν νομιμοποιεί την Επιτροπή να προσφύγει στο Δικαστήριο αν το κράτος μέλος έχει παρά ταύτα συμμορφωθεί προς την αιτιολογημένη γνώμη. Με άλλα λόγια, η χρησιμοποίηση της διαδικασίας του άρθρου 226 ΕΚ δεν δικαιολογείται, κατά τη γνώμη μου, μόνο για να αποτραπεί ο κίνδυνος μελλοντικών παραβάσεων ή για να αρθεί η διάσταση απόψεων μεταξύ της Επιτροπής και ενός κράτους μέλους ως προς αν η συμπεριφορά του τελευταίου είναι σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο.
  34. Τέλος, δεν νομίζω ούτε ότι έννομο συμφέρον της Επιτροπής όσον αφορά μια παράβαση που έχει παύσει μπορεί να στηριχθεί στην απαίτηση να εκδοθεί αναγνωριστική απόφαση η οποία θα μπορέσει να αποτελέσει τη βάση αγωγών με αίτημα να διαπιστωθεί η ευθύνη του κράτους μέλους για τη ζημία που υπέστησαν ιδιώτες από την παραβατική συμπεριφορά. Ναι μεν δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το ότι μια απόφαση του Δικαστηρίου η οποία διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου δύναται να διευκολύνει την άσκηση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων αγωγών αποζημιώσεως κατά του κράτους που διέπραξε την παράβαση, πλην όμως η προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ σκοπό έχει όχι να διαπιστωθεί η ευθύνη του σχετικού κράτους μέλους, η οποία θα πρέπει να διαπιστωθεί στο πλαίσιο των ενδίκων βοηθημάτων που προβλέπουν σχετικά οι επί μέρους εθνικές έννομες τάξεις, αλλά μόνο, χάριν του γενικού συμφέροντος, να διαπιστωθεί αντικειμενικά μια παράβαση. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι συμφέρον των θιγέντων από μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου, που διαπράχθηκε από κράτος μέλος, να εκδοθεί δικαστική απόφαση για τη διαπίστωση της παραβάσεως υπάρχει και στην περίπτωση που το σχετικό κράτος συμμορφώθηκε προς την αιτιολογημένη γνώμη εντός της προθεσμίας που έταξε η Επιτροπή, χωρίς όμως το συμφέρον αυτό να νομιμοποιεί από μόνο του την Επιτροπή να προσφύγει στο Δικαστήριο για να διαπιστωθεί η πιο πάνω παράβαση.
  35. Ωστόσο, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ναι μεν, κατ’ αρχήν, η Επιτροπή δεν έχει έννομο συμφέρον όσον αφορά τις παραβάσεις που έχουν παύσει, πλην όμως δεν πρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο για παραβάσεις μικρής διάρκειας, σχετικά με τις οποίες η Επιτροπή ακόμη και αν ενεργούσε εγκαίρως δεν θα είχε στην πράξη τον χρόνο να ολοκληρώσει την προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία πριν από την παύση των παραβάσεων αυτών (28), ή για διαρκείς και συστηματικές παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου (29).
  36. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, θεωρώ ότι η νομολογία που υπενθύμισα πιο πάνω αξίζει να ακολουθηθεί εν προκειμένω, όπου, όπως είδαμε, η προσαπτόμενη παράβαση, η οποία άλλωστε διήρκεσε ένα έτος, έπαυσε, όπως όλα δείχνουν, πριν από την κίνηση της διαδικασίας προ της ασκήσεως προσφυγής και εν πάση περιπτώσει πριν από τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία με την αιτιολογημένη γνώμη.
  37. Κατά συνέπεια, μόνον επικουρικώς, για την περίπτωση που το Δικαστήριο, αντιθέτως προς αυτό που προτείνω, κρίνει την προσφυγή παραδεκτή, θα εξετάσω στη συνέχεια αν είναι βάσιμη η προσφυγή.

Επί της ουσίας

  1. Επί της φερόμενης παραβάσεως των διατάξεων της οδηγίας 92/50
  2. Η εξέταση της πρώτης αιτιάσεως που η Επιτροπή διατυπώνει προς στήριξη της προσφυγής της, αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται παράβαση των διατάξεων της οδηγίας 92/50, προϋποθέτει ανάλυση, αφενός, της φύσεως των επίμαχων συμβάσεων και, αφετέρου, της φύσεως των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.

α)     Επί της φύσεως των επίμαχων συμβάσεων

  1. i)      Επιχειρήματα των διαδίκων
  2. Κατά την Επιτροπή, οι εκτελεστικές συμβάσεις της προγραμματικής συμφωνίας, τις οποίες θεωρεί δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών υπό την έννοια της οδηγίας 92/50, πρέπει να θεωρηθούν, από τη σκοπιά της εφαρμογής των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας, στο σύνολό τους και όχι, όπως υποστηρίζει η Ελληνική Κυβέρνηση, χωριστά.
  3. Η Επιτροπή συνάγει το ενιαίο των εν λόγω συμβάσεων από διάφορα στοιχεία, και ειδικότερα από το γεγονός ότι έχουν το ίδιο αντικείμενο, δηλαδή την εκτέλεση των εργασιών που συνδέονται με την εφαρμογή του ΟΣΔΕ, από την ύπαρξη προγραμματικής συμφωνίας η οποία ορίζει με ενιαίο τρόπο τα ουσιώδη στοιχεία των επί μέρους συμβάσεων και καθορίζει συνολικά την αμοιβή για τις υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενό τους και από το γεγονός ότι, ως εκ της φύσεώς του, το ΟΣΔΕ απαιτεί τρόπους εφαρμογής που να είναι ομοιόμορφοι και να έχουν καθοριστεί από την κεντρική διοίκηση. Επομένως, κατά την Επιτροπή, για να καθοριστεί η προϋπολογιζόμενη αξία της συμβάσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 της οδηγίας 92/50 πρέπει να ληφθεί υπόψη η σωρευτική αξία όλων των εκτελεστικών συμβάσεων. Εφόσον η κατ’ αυτόν τον τρόπο υπολογιζόμενη αξία είναι πολύ ανώτερη των κατώτατων ορίων του πιο πάνω άρθρου 7, η οδηγία έχει εφαρμογή σε κάθε σύμβαση.
  4. Το καθού κράτος μέλος αμύνεται επικαλούμενο το μη ενιαίο των εκτελεστικών συμβάσεων. Το γεγονός ότι οι συμβαλλόμενοι δεν είναι ίδιοι, η διαφοροποίηση των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν, οι οποίες διαφέρουν ως προς τη φύση και ως προς το περιεχόμενό τους, αναλόγως των χαρακτηριστικών του σχετικού εδάφους, ο διαφορετικός τόπος εκτελέσεως και η διαφορετική οικονομική αξία κάθε μιας κατηγορίας των υπηρεσιών που προσφέρθηκαν αποτελούν ισάριθμα στοιχεία διαφοροποιήσεως μεταξύ των εν λόγω συμβάσεων τα οποία εμποδίζουν την ενοποίηση των συμβάσεων αυτών.
  5. Επιπλέον, το πιο πάνω κράτος μέλος ισχυρίζεται ότι η αξία η οποία προϋπολογίζεται στην προγραμματική συμφωνία και στην οποία η Επιτροπή στηρίζεται για τον υπολογισμό των κατώτατων ορίων του άρθρου 7 της οδηγίας 92/50 αποτελεί στην πραγματικότητα το κόστος που έχει για τις ελληνικές αρχές η εφαρμογή του ΟΣΔΕ σε όλη την επικράτεια και περιλαμβάνει, εκτός από την αμοιβή για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν από τις ΕΑΣ, και τα ποσά που καθορίστηκαν για την κάλυψη των εξόδων των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων.
  6. Κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, η αξία των επίμαχων συμβάσεων πρέπει, αντιθέτως, να υπολογιστεί με αναφορά μεμονωμένα σε κάθε σύμβαση, λαμβανομένου υπόψη του ποσού που αντιστοιχεί στην αμοιβή για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες κατ’ αποκλεισμόν των πιστώσεων προς τις επί μέρους αναθέτουσες αρχές.
  7. ii)    Εξέταση
  8. Πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινιστεί ότι οι διατάξεις της οδηγίας 92/50 έχουν εφαρμογή μόνο στην περίπτωση που οι επίμαχες συμβάσεις πρέπει να θεωρηθούν ενιαίες, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, φαίνεται να μην αμφισβητείται ότι οι συμβάσεις αυτές, αν δεν θεωρηθούν ενιαίες, όπως ισχυρίζεται η Ελληνική Κυβέρνηση, δεν υπερβαίνουν τα κατώτατα όρια που προβλέπει η πιο πάνω οδηγία.
  9. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/50, «[η] επιλογή της μεθόδου αποτίμησης μιας σύμβασης δεν μπορεί να γίνει με την πρόθεση να παρακαμφθεί, όσον αφορά την εν λόγω σύμβαση, η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και κανένα σχέδιο αγοράς συγκεκριμένης ποσότητας υπηρεσιών δεν μπορεί να κατατμηθεί με σκοπό να αποφευχθεί η επ’ αυτού εφαρμογή του παρόντος άρθρου».
  10. Ναι μεν εν προκειμένω υπάρχουν στοιχεία που συνηγορούν τόσο υπέρ του ενιαίου χαρακτήρα των επίμαχων συμβάσεων, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, όσο και υπέρ του αντιθέτου, όπως ισχυρίζεται η Ελληνική Κυβέρνηση, πλην όμως θεωρώ ότι υπερισχύουν τα πρώτα.
  11. Η προγραμματική συμφωνία που οι ελληνικές αρχές συνήψαν με την ΠΑΣΕΓΕΣ θέτει όλες τις επίμαχες συμβάσεις σε ενιαίο νομικό πλαίσιο και λειτουργεί ως ενοποιητικός παράγοντας των συμβάσεων αυτών (30). Η προγραμματική συμφωνία όχι μόνον ορίζει τη φύση των υπηρεσιών, προσδιορίζει τις αναθέτουσες αρχές και τους αναδόχους φορείς (31), αναφέρει το πρόσωπο που θα συντονίσει όλες τις δραστηριότητες που αποβλέπουν στην εκτέλεση των επί μέρους συμβάσεων και καθορίζει τη συνολική χρηματοδοτική κάλυψη των εργασιών, αλλά και θέτει το κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου συνήφθησαν οι επί μέρους συμβάσεις. Η συμφωνία αυτή συνδέεται συστηματικά με τις συμβάσεις που συνήφθησαν σε τοπικό επίπεδο (32) και οι διατάξεις της ανήκουν στο περιεχόμενο των τελευταίων στα θέματα που αυτές δεν ορίζουν ρητώς. Εξάλλου, νομίζω ότι αυτή καθ’ εαυτήν η σύναψη της προγραμματικής συμφωνίας αποδεικνύει ότι οι ίδιες οι ελληνικές αρχές θεωρούσαν ενιαίες τις διάφορες συμβάσεις που συνήφθησαν βάσει της συμφωνίας αυτής.
  12. Όσον αφορά τις εκτελεστικές συμβάσεις, πρέπει να σημειωθεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο είναι συμβαλλόμενο μέρος σε κάθε μία από αυτές, μολονότι, όπως παρατηρεί η Ελληνική Κυβέρνηση, οι τελευταίες συνήφθησαν από τις επί μέρους Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις με την εδαφικώς αρμόδια ΕΑΣ και, επομένως, όντως διαφοροποιούνται έχοντας διαφορετικές αναθέτουσες αρχές και διαφορετικούς αναδόχους φορείς. Το περιεχόμενό τους είναι στην ουσία το ίδιο όσον αφορά το είδος των υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο των συμβάσεων, τη φύση των υποχρεώσεων κάθε συμβαλλομένου μέρους και τη διάρκεια. Εξάλλου, έχουν ως αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού, δηλαδή της εφαρμογής του ΟΣΔΕ σε όλη την ελληνική επικράτεια το 2001 (33).
  13. Αντιθέτως, το γεγονός ότι, όπως παρατήρησε η καθής κυβέρνηση, η οικονομική αξία των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν είναι διαφορετική αναλόγως των απαιτήσεων που συνδέονταν με το έδαφος κάθε Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως, καθώς και το γεγονός ότι είναι διαφορετικός ο τόπος παροχής των υπηρεσιών αυτών, δεν νομίζω ότι μπορούν να είναι καθοριστικής σημασίας, καθόσον δεν μεταβάλλουν το ότι στην ουσία υπάρχει ίδια αιτία, ίδιο αντικείμενο, ίδια διάρκεια και ίδιος σκοπός των επίμαχων συμβάσεων.
  14. Κατά συνέπεια, αν οι εκτελεστικές συμβάσεις θεωρηθούν ενιαίες, η αξία τους πρέπει να ληφθεί υπόψη σωρευτικά για να καθοριστεί η προϋπολογιζόμενη αξία της δημόσιας συμβάσεως. Εφόσον από τη δικογραφία προκύπτει ότι ορισμένες εκτελεστικές συμβάσεις, αν ληφθούν υπόψη μεμονωμένα, έχουν αξία η οποία προσεγγίζει τα κατώτατα όρια της οδηγίας 92/50, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι θα έχει σημειωθεί μεγάλη υπέρβαση των κατώτατων ορίων στην περίπτωση που προστεθεί η αξία όλων των επίμαχων συμβάσεων.
  15. Νομίζω ότι είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της Ελληνικής Κυβερνήσεως ότι η Επιτροπή κακώς στηρίχθηκε, για τον υπολογισμό της συνολικής αξίας των συμβάσεων, στο ποσό που ορίζεται στην προγραμματική συμφωνία, το οποίο περιλαμβάνει εκτός από την αμοιβή για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν από τις ΕΑΣ και τα ποσά που καθορίστηκαν για να καλυφθούν τα έξοδα των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων.
  16. Ο ισχυρισμός αυτός, εκτός από το ότι δεν ενισχύεται με κανένα αποδεικτικό στοιχείο, έρχεται σε αντίφαση με τα έγγραφα της διαδικασίας προ της ασκήσεως προσφυγής, από τα οποία προκύπτει σαφώς ότι, κατά τον καθορισμό της προϋπολογιζόμενης αξίας των συμβάσεων, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε στο πιο πάνω ποσό, αλλά άθροισε την αξία των επί μέρους συμβάσεων. Άλλωστε, ο πιο πάνω τρόπος ενεργείας επιβεβαιώθηκε από την Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.
  17. Κατόπιν των ανωτέρω, νομίζω ότι πρέπει να συναχθεί σε συμφωνία με την Επιτροπή ότι η επίμαχες συμβάσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50.

β)     Επί της φύσεως των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν

  1. i)      Επιχειρήματα των διαδίκων
  2. Η Επιτροπή θεωρεί ότι μεγάλο μέρος των υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο των επίμαχων συμβάσεων πρέπει να χαρακτηριστεί ως «τοπογραφικές υπηρεσίες», οι οποίες υπάγονται στην κατηγορία 12 του παραρτήματος Ι Α της οδηγίας 92/50. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι εργασίες που περιλαμβάνουν τη χρησιμοποίηση ορθοφωτοχαρτών και την ταυτοποίηση των γεωργικών εκτάσεων στους χάρτες αυτούς. Οι υπηρεσίες αυτές μπορούν να παρασχεθούν μόνον από επαγγελματίες τοπογράφους.
  3. Το υπόλοιπο μέρος των επίμαχων υπηρεσιών αφορά, αφενός, την επεξεργασία των συλλεγέντων στοιχείων και την εισαγωγή τους σε μηχανογραφημένη βάση δεδομένων, εργασίες που, κατά την Επιτροπή, υπάγονται στην κατηγορία 7, «υπηρεσίες μηχανογραφικής επεξεργασίας», του παραρτήματος I A της οδηγίας 92/50, και, αφετέρου, την καταχώριση των στοιχείων που συνελέγησαν από τα έντυπα δηλώσεως, η οποία, ως δραστηριότητα δημόσιας διοικήσεως, πρέπει αντιθέτως να καταταγεί στο παράρτημα Ι Β, «λοιπές υπηρεσίες», της οδηγίας.
  4. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η αξία των υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I A της οδηγίας 92/50 υπερβαίνει την αξία των υπηρεσιών που εμπίπτουν στο παράρτημα Ι Β της ίδιας οδηγίας.
  5. Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο των εκτελεστικών συμβάσεων αποτελούν εν όλω, ή τουλάχιστον κατά κύριο μέρος, υπηρεσίες δημόσιας διοικήσεως, οι οποίες υπάγονται στο παράρτημα Ι Β της οδηγίας 92/50.
  6. Ειδικότερα, όσον αφορά τις υπηρεσίες συνδρομής των παραγωγών για την υποβολή των αιτήσεων-δηλώσεων, η Ελληνική Κυβέρνηση διευκρινίζει, πρώτον, ότι οι υπηρεσίες αυτές περιλαμβάνουν, εκτός από τη συνδρομή για τη συμπλήρωση των εντύπων, την ταυτοποίηση τόσο των καλλιεργούμενων εκτάσεων όσο και των σταβλικών εγκαταστάσεων. Πάντως, ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να χαρακτηριστούν ως τοπογραφικές υπηρεσίες θα μπορούσε να ισχύει μόνο για την ταυτοποίηση των αγροτεμαχίων.
  7. Δεύτερον, η καθής κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το αναγκαίο υλικό για τη χαρτογραφική στήριξη της ταυτοποιήσεως αυτής παρέχεται από το Υπουργείο Γεωργίας και ότι οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, το προσωπικό της Τοπογραφικής Υπηρεσίας και η Διεύθυνση αγροτικής αναπτύξεως παρέχουν στους παραγωγούς την αναγκαία τεχνική συνδρομή για τις εργασίες ταυτοποιήσεως. Οι ΕΑΣ ασκούν τη δραστηριότητά τους συνδρομής των παραγωγών υπό τον έλεγχο της Τοπογραφικής Υπηρεσίας και της Διευθύνσεως αγροτικής αναπτύξεως.
  8. Τρίτον, η Ελληνική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι, εφόσον οι ΕΑΣ διέθεταν τόσο τα δεδομένα που περιλαμβάνονταν στις αιτήσεις οι οποίες είχαν υποβληθεί το 2000 όσο και το χαρτογραφικό υπόβαθρο στο οποίο εμφαίνονταν τα αγροτεμάχια που είχαν δηλωθεί εκείνη τη χρονιά, η εργασία τους εντοπισμού είχε απλοποιηθεί και στην ουσία περιοριζόταν στην εξεύρεση τυχόν διαφορών σε σχέση με την κατάσταση που υπήρχε το προηγούμενο έτος. Η καθής κυβέρνηση θεωρεί ότι, γενικά, γύρω στο 70 % των αγροτεμαχίων που δηλώνονται εντός ενός συγκεκριμένου έτους μένει αμετάβλητο το επόμενο έτος.
  9. Τέταρτον, η Ελληνική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι εργασίες εντοπισμού των αγροτεμαχίων δεν καθιστούν αναγκαία την παρέμβαση τοπογράφων, καθόσον μπορούν να εκτελεστούν από άλλο ειδικευμένο προσωπικό.
  10. Τέλος, σε απάντηση ερωτήσεως του Δικαστηρίου, η Ελληνική Κυβέρνηση αντιτάσσεται στον χαρακτηρισμό των σχετικών υπηρεσιών ως τοπογραφικών υπηρεσιών, στον οποίο η Επιτροπή κατέληξε χωρίς, κατά την κυβέρνηση αυτή, να προβεί σε εμπεριστατωμένη ανάλυση της ονοματολογίας CPC των Ηνωμένων Εθνών.
  11. ii)    Εξέταση
  12. Η εξέταση για τον προσδιορισμό της φύσεως των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο των επίμαχων συμβάσεων έχει σημασία για να καθοριστεί η ρύθμιση που έχει εφαρμογή επί των σχετικών συμβάσεων. Στην περίπτωση που οι υπηρεσίες αυτές εμπίπτουν στο παράρτημα I A της οδηγίας 92/50, οι διατάξεις της τελευταίας, σύμφωνα με το άρθρο της 8, θα έχουν εφαρμογή στο ακέραιο, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, σημασία θα έχουν μόνον τα άρθρα 14 και 16, σύμφωνα με αυτό που ορίζεται στο άρθρο 9 της οδηγίας. Αν γίνει δεκτό ότι οι σχετικές υπηρεσίες εμπίπτουν εν μέρει στο παράρτημα Ι Α και εν μέρει στο παράρτημα Ι Β, όπως ισχυρίζονται, παρά τις διαφορετικές θέσεις τους, τόσο η Επιτροπή όσο και, επικουρικώς, η Ελληνική Κυβέρνηση, τότε θα είναι δυνατόν να τεθεί το περαιτέρω ζήτημα αν, για την εφαρμογή του κανόνα του άρθρου 10 της οδηγίας 92/50, η αξία των υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι Α υπερβαίνει αυτήν των υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι Β ή αντιστρόφως.
  13. Μετά από αυτά, νομίζω ότι η εξέταση αυτή δεν μπορεί να γίνει χωρίς ανάλυση του περιεχομένου των επίμαχων συμβάσεων. Εφόσον οι διάφορες συμβάσεις, μια και όλες συνήφθησαν σε εκτέλεση της προγραμματικής συμφωνίας, έχουν κατά μεγάλο μέρος όμοιο περιεχόμενο, ιδίως όσον αφορά το αντικείμενο των παροχών που οι διάφοροι συμβαλλόμενοι δεσμεύτηκαν να πραγματοποιήσουν, η ανάλυση αυτή θα γίνει στη συνέχεια με αναφορά, χάριν παραδείγματος, στις διατάξεις μόνο της συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Κορινθίας και της ΕΑΣ Κορινθίας.
  14. Το άρθρο 1 της συμβάσεως αυτής, το οποίο ορίζει το αντικείμενο και τους σκοπούς της, εκθέτει ότι η απαίτηση αναθέσεως των υπηρεσιών συνδρομής των παραγωγών στο πλαίσιο της εφαρμογής του ΟΣΔΕ απορρέει από τη διαπίστωση της αδυναμίας των παραγωγών να ταυτοποιήσουν μόνοι τους στους ορθοφωτοχάρτες τις καλλιεργούμενες εκτάσεις και να παράσχουν τις πληροφορίες σχετικά με τα εκτρεφόμενα ζώα, από τη διαπίστωση της ελλείψεως επαρκούς συνδρομής από μέρους των υπηρεσιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως και της ελλείψεως ειδικευμένου προσωπικού και κατάλληλης μηχανογραφικής υποστηρίξεως και, συνακόλουθα, από τη δυσκολία να τηρηθούν υπό τις πιο πάνω συνθήκες οι προθεσμίες για την εφαρμογή του ΟΣΔΕ.
  15. Το άρθρο 2 της συμβάσεως, το οποίο ορίζει τις υποχρεώσεις των διαφόρων συμβαλλομένων, αποτελείται από δύο μέρη: το μέρος A αφορά τις «εργασίες ταυτοποιήσεως των δηλουμένων καλλιεργηθεισών εκτάσεων ως και των εκτρεφομένων ζώων, όπως και συμπλήρωση των ειδικών εντύπων αιτήσεων». Το μέρος B αφορά τις «εργασίες εισαγωγής στοιχείων αιτήσεων-δηλώσεων σε Η/Υ προς δημιουργία μηχανογραφικού αρχείου».
  16. Όσον αφορά τις εργασίες που περιλαμβάνονται στο μέρος A, η ΕΑΣ ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει, εντός των ορίων των εδαφικών αρμοδιοτήτων της συμβαλλομένης Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως, την αναγκαία τεχνική συνδρομή στους ενδιαφερόμενους παραγωγούς. Προς τούτο, όφειλε να συγκροτήσει δύο ομάδες, θέτοντας στη διάθεσή τους πέντε άτομα με αντικείμενο ναταυτοποιήσουν σε ορθοφωτοχάρτες τις προς δήλωση εκτάσεις και σταβλικές εγκαταστάσεις με σκοπό τη συμπλήρωση των εντύπων αιτήσεως, υπό τον έλεγχο της Τοπογραφικής Υπηρεσίας, της Κτηνιατρικής Υπηρεσίας και της Διευθύνσεως αγροτικής αναπτύξεως της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως, καθώς και να υποβάλουν τις δηλώσεις στην εν λόγω Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και να επιφέρουν τις αναγκαίες διορθώσεις σε περίπτωση λαθών.
  17. Το Ελληνικό Δημόσιο ανέλαβε την υποχρέωση να διαθέσει το χαρτογραφικό υπόβαθρο για την ταυτοποίηση των εκτάσεων και το χειρογράφως τηρούμενο αρχείο των σεσημασμένων βοοειδών για την ταυτοποίησή τους και τη δημιουργία ψηφιακού αρχείου. Επιπλέον, ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην ΕΑΣ, μέσω της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως, το δραχμικό ισόποσο του συνολικού αριθμού των συμπληρωμένων από την ΕΑΣ δηλώσεων επί το ποσό μιας κατ’ αποκοπήν αμοιβής για κάθε αίτηση.
  18. Η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει, μέσω του προσωπικού της Τοπογραφικής Υπηρεσίας, τεχνική συνδρομή σε παραγωγούς μέχρι τον αριθμό των 500 δηλώσεων επί εκτιμωμένου συνολικού αριθμού 1 992 δηλώσεων, ενώ η συνδρομή σχετικά με τις λοιπές δηλώσεις θα παρεχόταν από την ΕΑΣ.
  19. Οι εργασίες που υπάγονται στο μέρος B του άρθρου 2 της συμβάσεως συνίστανται στην εισαγωγή των δεδομένων, που λαμβάνονταν από τις δηλώσεις, σε ένα λογισμικό το οποίο παρεχόταν από το Υπουργείο Γεωργίας και υπό τον έλεγχο της Διευθύνσεως αγροτικής αναπτύξεως της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως, για τη δημιουργία οριστικής βάσεως δεδομένων. Κατά συνέπεια, το Ελληνικό Δημόσιο ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει τα προγράμματα με τις εντολές για την εισαγωγή των δεδομένων σχετικά με τις εκτάσεις και τα βοοειδή, να διαθέσει το υφιστάμενο δίκτυο ηλεκτρονικών υπολογιστών, να θέσει στη διάθεση της Γενικής Διευθύνσεως αγροτικής αναπτύξεως και της ΕΑΣ την τεχνογνωσία των υπηρεσιών του όσον αφορά την πληροφορική και να καταβάλει στην ΕΑΣ, μέσω της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως, το δραχμικό ισόποσο του συνολικού αριθμού των αιτήσεων που συμπλήρωσε η ΕΑΣ επί το ποσό των 500 δραχμών για κάθε αίτηση, το οποίο αποτελεί αμοιβή για την εισαγωγή των στοιχείων στη σχετική βάση δεδομένων, και επί το ποσό των 1 750 δραχμών για κάθε αίτηση, το οποίο αποτελεί αμοιβή για την καταχώριση των στοιχείων στο μητρώο βοοειδών.
  20. Το άρθρο 3 της συμβάσεως ορίζει τις διαδικασίες χρηματοδοτήσεως. Στο στοιχείο β΄ του άρθρου αυτού, ποσό 6 554 025 δραχμών καθορίζεται ως δαπάνη για την καταβολή της κατ’ αποκοπήν αμοιβής ανά έντυπο για την εκτέλεση των εργασιών ταυτοποιήσεως και συμπληρώσεως των αιτήσεων-δηλώσεων. Στο στοιχείο γ΄, ποσό 1 920 500 δραχμών καθορίζεται ως δαπάνη για την καταβολή της κατ’ αποκοπήν αμοιβής ανά έντυπο για την εκτέλεση των εργασιών μηχανογραφικής επεξεργασίας των στοιχείων των αιτήσεων-δηλώσεων.
  21. Κατά συνέπεια, μέρος των παροχών που απαιτήθηκε να πραγματοποιηθούν από τις ΕΑΣ, τις οποίες η Επιτροπή χαρακτηρίζει ως «τοπογραφικές υπηρεσίες», συνίσταται στην ταυτοποίηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων σε χαρτογραφικό υπόβαθρο, ορθοφωτοχάρτες ή αεροφωτογραφίες. Επιπλέον, από τους όρους που χρησιμοποιούνται στα άρθρα 1 και 2 της συμβάσεως μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Κορινθίας και της ΕΑΣ Κορινθίας προκύπτει ότι οι εργασίες αυτές μπορούν να εκτελεστούν μόνον από ειδικευμένο προσωπικό. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι εργασίες αυτές εκτελούνται υπό τον έλεγχο του προσωπικού της Τοπογραφικής Υπηρεσίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως.
  22. Βάσει των στοιχείων αυτών πρέπει να αξιολογηθεί η ορθότητα του χαρακτηρισμού στον οποίο προέβη η Επιτροπή.
  23. Ο χαρακτηρισμός αυτός αμφισβητείται από την καθής κυβέρνηση στην ουσία όσον αφορά τις υπηρεσίες ταυτοποιήσεως των αγροτεμαχίων. Εξάλλου, η προσαπτόμενη με την υπό εξέταση αιτίαση παράβαση των διατάξεων της οδηγίας 92/50 είναι νοητή μόνον αν οι υπηρεσίες αυτές όντως εμπίπτουν στο παράρτημα Ι Α της εν λόγω οδηγίας. Συγκεκριμένα, στην αντίθετη περίπτωση, με δεδομένο τον από οικονομική άποψη περιθωριακό χαρακτήρα που οι υπηρεσίες εισαγωγής στοιχείων στις βάσεις δεδομένων της διοικήσεως έχουν σε σχέση με τις λοιπές υπηρεσίες, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, με γνώμονα την αξία, οι υπηρεσίες που εμπίπτουν στο παράρτημα Ι Β της οδηγίας 92/50 υπερισχύουν εκείνων που εμπίπτουν στο παράρτημα I A της ίδιας οδηγίας, με αποτέλεσμα τη μερική εφαρμογή των κανόνων δημοσιότητας που περιέχει η πιο πάνω οδηγία.
  24. Για τους λόγους αυτούς, η εξέταση που ακολουθεί αφορά μόνο τον ορθό χαρακτηρισμό των υπηρεσιών ταυτοποιήσεως των αγροτεμαχίων.
  25. Πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι η έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/50 εκθέτει ότι, «για την εφαρμογή των κανόνων διαδικασίας καθώς και για λόγους ελέγχου, ο τομέας των υπηρεσιών προσδιορίζεται καλύτερα αν υποδιαιρεθεί σε κατηγορίες που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες θέσεις μιας κοινής ονοματολογίας· ότι τα παραρτήματα Ι Α και I Β της παρούσας οδηγίας αναφέρονται στην ονοματολογία CPC (κοινή ταξινόμηση προϊόντων) των Ηνωμένων Εθνών· ότι η ονοματολογία αυτή ενδέχεται να αντικατασταθεί στο μέλλον από μια κοινοτική ονοματολογία· ότι είναι συνεπώς αναγκαίο να προβλεφθεί η δυνατότητα ανάλογης αναπροσαρμογής της ονοματολογίας CPC στα παραρτήματα Ι Α και I Β».
  26. Στην απόφαση Tögel, το Δικαστήριο έκρινε ότι από την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/50 προκύπτει ότι η από τα παραρτήματα Ι Α και Ι Β της οδηγίας αυτής παραπομπή στην ονοματολογία CPC έχει δεσμευτικό χαρακτήρα (34). Κατά συνέπεια, η ονοματολογία αυτή και οι επεξηγηματικές σημειώσεις που τη συνοδεύουν είναι εκείνες που η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη για να χαρακτηρίσει, προκειμένου να υπαχθούν στο παράρτημα I A ή στο παράρτημα Ι Β της οδηγίας, τις υπηρεσίες που αποτελούν αντικείμενο μιας δημόσιας συμβάσεως.
  27. Πάντως, από τα δικόγραφα της Επιτροπής δεν προκύπτει σαφώς βάσει ποιων στοιχείων και με αναφορά σε ποια συγκεκριμένη κλάση της ονοματολογίας CPC το πιο πάνω θεσμικό όργανο χαρακτήρισε τις περί ων πρόκειται εργασίες ως «τοπογραφικές υπηρεσίες».
  28. Παρά ταύτα, σε απάντηση γραπτής ερωτήσεως του Δικαστηρίου, η Επιτροπή παρέπεμψε στους αριθμούς αναφοράς CPC 86753 και CPC 86721, οι οποίοι αποτελούν υποδιαιρέσεις του αριθμού CPC 867, ο οποίος παρατίθεται στην κατηγορία 12 του παραρτήματος I A της οδηγίας 92/50.
  29. Η κατηγορία 12 του παραρτήματος I A της οδηγίας 92/50 αντιστοιχεί στην ακόλουθη περιγραφή: «Υπηρεσίες αρχιτέκτονα· υπηρεσίες μηχανικού και ολοκληρωμένες υπηρεσίες μηχανικού· υπηρεσίες πολεοδομικού σχεδιασμού και αρχιτεκτονικής τοπίου· συναφείς υπηρεσίες παροχής επιστημονικών και τεχνικών συμβουλών· υπηρεσίες τεχνικών δοκιμών και αναλύσεων».
  30. Ο αριθμός 867 της προσωρινής ονοματολογίας CPC, στον οποίο παραπέμπει η κατηγορία 12 του παραρτήματος I A της οδηγίας 92/50, αφορά «υπηρεσίες αρχιτέκτονα, μηχανικού και λοιπές τεχνικές υπηρεσίες». Η κλάση 8672 περιέχει τις «υπηρεσίες μηχανικού» και περιλαμβάνει την υποδιαίρεση 86721, «υπηρεσίες παροχής συμβουλών από μηχανικό», στην οποία αναφέρεται η Επιτροπή. Η επεξηγηματική σημείωση που αφορά την υποδιαίρεση αυτή διευκρινίζει ότι στην τελευταία υπάγονται «οι προκαταρκτικές μελέτες σκοπιμότητας, καθώς και οι μελέτες σχετικά με τον αντίκτυπο ενός έργου». Ως παράδειγμα αναφέρονται «οι μελέτες ως προς τις συνέπειες της τοπογραφίας και της γεωλογίας για τον σχεδιασμό, την κατασκευή και το κόστος μιας υποδομής». Επιπλέον, η σημείωση διευκρινίζει ότι η παροχή των υπηρεσιών αυτών δεν συνδέεται υποχρεωτικά με την εκτέλεση ενός έργου, καθόσον οι τελευταίες μπορούν να συνίστανται, π.χ., στην «εκτίμηση της ποιότητας μιας κατασκευής ή του μηχανικού ή ηλεκτρικού εξοπλισμού ενός κτηρίου, στην παρέμβαση υπό την ιδιότητα του πραγματογνώμονα σε διαφορές, στην επικουρία των δημοσίων αρχών κατά την επεξεργασία νόμων κ.λπ.».
  31. Όσο για την υποδιαίρεση CPC 86753, «υπηρεσίες επιφανειακής τοπογραφικής αποτύπωσης», που και σε αυτήν αναφέρεται η Επιτροπή, η υποδιαίρεση αυτή ανήκει στην κλάση 8675, «συναφείς υπηρεσίες παροχής επιστημονικών και τεχνικών συμβουλών». Η επεξηγηματική σημείωση η οποία αφορά την πιο πάνω υποδιαίρεση διευκρινίζει ότι πρόκειται για «υπηρεσίες συλλογής πληροφοριών σχετικά με τη μορφολογία, τη θέση και τα όρια ενός μέρους της επιφάνειας της γης, για τη χάραξη χαρτών. Οι μέθοδοι συλλογής των πληροφοριών ποικίλλουν και περιλαμβάνουν […] φωτογραφομετρικά και υδρογραφικά διαγράμματα» (35).
  32. Η Ελληνική Κυβέρνηση θεωρεί ότι οι υπηρεσίες συνδρομής που παρασχέθηκαν από τις ΕΑΣ, στις οποίες περιλαμβάνονται εκείνες που αφορούν την ταυτοποίηση των αγροτεμαχίων σε χαρτογραφικό ή άλλο υπόβαθρο, πρέπει να χαρακτηριστούν ως υπηρεσίες «δημόσιας διοικήσεως», οι οποίες υπάγονται στην κατηγορία «λοιπές υπηρεσίες» (κατηγορία 27) του παραρτήματος Ι Β της οδηγίας 92/50.
  33. Δεν νομίζω ότι διευκρινίστηκε επαρκώς από την Επιτροπή το ζήτημα αν και σε ποιο μέτρο οι επίμαχες υπηρεσίες υπάγονται στην κατηγορία 12 του παραρτήματος I A της οδηγίας 92/50.
  34. Ναι μεν από τις εκτελεστικές συμβάσεις προκύπτει ότι οι υπηρεσίες που παρασχέθηκαν από τις ΕΑΣ εντός του πλαισίου των δραστηριοτήτων τους συνδρομής για τη συμπλήρωση των εντύπων των αιτήσεων-δηλώσεων συνίστανται σε μεγάλο μέτρο στην ταυτοποίηση των αγροτεμαχίων σε χαρτογραφικό υπόβαθρο που παρεχόταν από τις αρμόδιες αρχές, πλην όμως ουδόλως νομίζω ότι είναι πειστικός ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι οι υπηρεσίες αυτές, εφόσον απαιτούν ειδικευμένο προσωπικό και παρέχονται υπό τον έλεγχο των διοικητικών τοπογραφικών υπηρεσιών, πρέπει να χαρακτηριστούν ως τοπογραφικές υπηρεσίες.
  35. Συγκεκριμένα, αφενός, από την επεξηγηματική σημείωση η οποία παρατίθεται στο σημείο 113 των προτάσεών μου προκύπτει ότι οι υπηρεσίες «επιφανειακής τοπογραφικής αποτύπωσης» που περιλαμβάνονται στην υποδιαίρεση CPC 86753, στην οποία παραπέμπει η Επιτροπή, συνίστανται σε εργασίες αποτυπώσεως για τη χάραξη χαρτών, ενώ εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι οι επίμαχες υπηρεσίες περιορίζονται στην ταυτοποίηση στοιχείων στο υπάρχον χαρτογραφικό υπόβαθρο. Αφετέρου, η υποδιαίρεση CPC 86721, «υπηρεσίες παροχής συμβουλών από μηχανικούς», που και σε αυτήν παραπέμπει η Επιτροπή, αναφέρεται, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες στο σημείο 112 πληροφορίες που περιέχονται στη σχετική επεξηγηματική σημείωση, σε μελέτες σκοπιμότητας ενός έργου ή σε μελέτες σχετικά με τις τοπογραφικές συνέπειες του έργου ή σε άλλες συμβουλευτικές δραστηριότητες που δεν συνδέονται με την εκτέλεση ενός έργου, των οποίων η περιγραφή δεν είναι σαφές ότι καταλαμβάνει εργασίες τεχνικής συνδρομής όπως εκείνες που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως.
  36. Πάντως, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο προσφυγής που ασκήθηκε βάσει του άρθρου 226 ΕΚ, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη της προσαπτομένης παραβάσεως και να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα αναγκαία στοιχεία για να εξακριβωθεί από το τελευταίο η παράβαση αυτή, χωρίς η Επιτροπή να μπορεί να στηριχθεί σε κάποιο τεκμήριο (36).
  37. Εν προκειμένω, βάσει των ανωτέρω θεωρώ ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε επαρκή στοιχεία για να αποδειχθεί ότι οι περί ων πρόκειται υπηρεσίες ταυτοποιήσεως αγροτεμαχίων μπορούν να χαρακτηριστούν ως υπηρεσίες που υπάγονται στην κατηγορία 12 του παραρτήματος I A της οδηγίας 92/50, οπότε παρέλειψε να αποδείξει μία από τις προϋποθέσεις για να μπορέσει να θεωρηθεί διαπιστωμένη η παράβαση που προσάφθηκε στην Ελληνική Κυβέρνηση με την πρώτη αιτίαση (37).
  38. Κατόπιν των ανωτέρω και εμμένοντας στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα σχετικά με το παραδεκτό της παρούσας προσφυγής, θεωρώ ότι η υπό εξέταση αιτίαση σχετικά με την παράβαση των διατάξεων της οδηγίας 92/50 πρέπει να απορριφθεί.
  39. Επί της φερόμενης παραβιάσεως της αρχής της διαφάνειας και της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων
  40. Επικουρικώς, για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι οι σχετικές υπηρεσίες εμπίπτουν, εν όλω ή κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, στο παράρτημα Ι Β της οδηγίας 92/50, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι ελληνικές αρχές όφειλαν παρά ταύτα να τηρήσουν, στη διαδικασία αναθέσεως των επίμαχων συμβάσεων, ένα κατάλληλο επίπεδο δημοσιότητας για να γίνει σεβαστή η αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων την οποία διατυπώνει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50. Το άρθρο αυτό περιλαμβάνεται στις γενικές διατάξεις του τίτλου I της οδηγίας αυτής οι οποίες έχουν εφαρμογή και στις συμβάσεις υπηρεσιών που εμπίπτουν στο παράρτημα Ι Β της ίδιας οδηγίας.
  41. Επιπλέον, η Επιτροπή παραπέμπει σε όσα το Δικαστήριο είπε, πιο γενικά, με την απόφαση Teleaustria και Telefonadress (38) σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων και της διαφάνειας στις συμβάσεις που δεν ρυθμίζονται από τις κοινοτικές οδηγίες.
  42. Στην απόφαση εκείνη, όπως στην απόφαση Coname (39) και στην προαναφερθείσα απόφαση Parking Brixen (40), το Δικαστήριο έκρινε ότι ναι μεν στο τωρινό στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου οι συμβάσεις παραχωρήσεως δημοσίων υπηρεσιών δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50, πλην όμως οι αναθέτοντες φορείς που συνάπτουν τις συμβάσεις αυτές οφείλουν να τηρούν, γενικά, τους θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης και, ειδικότερα, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας (41). Κατά το Δικαστήριο, οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας συνεπάγονται, ειδικότερα, μια υποχρέωση διαφάνειας η οποία συνίσταται στη «διασφάλιση, υπέρ όλων των πιθανών αναδόχων, προσήκοντος βαθμού δημοσιότητας που να καθιστά δυνατό το άνοιγμα της αγοράς υπηρεσιών στον ανταγωνισμό, καθώς και τον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των διαδικασιών διαγωνισμού» (42).
  43. Ωστόσο, το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι εν μέρει διαφορετικό από εκείνα που είχαν τεθεί στις προαναφερθείσες υποθέσεις. Συγκεκριμένα, ενώ οι υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις Teleaustria και Telefonadress, Coname και Parking Brixton αφορούσαν μη ρυθμιζόμενες από κοινοτικές οδηγίες παραχωρήσεις δημοσίων υπηρεσιών, οι επίμαχες συμβάσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50, η οποία προβλέπει διαφορετικό καθεστώς δημοσιότητας αναλόγως του αν οι συμβάσεις επί των οπoίων έχει εφαρμογή η οδηγία αυτή έχουν ως αντικείμενο υπηρεσίες που εμπίπτουν στο παράρτημα I A ή στο παράρτημα Ι Β της ίδιας οδηγίας.
  44. Το ζήτημα αυτό αποτελεί αντικείμενο της υποθέσεως C-507/03, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, η οποία τώρα εκκρεμεί ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου και στην οποία η γενική εισαγγελέας Stix‑Hackl ανέπτυξε τις προτάσεις της στις 14 Σεπτεμβρίου 2006 τασσόμενη υπέρ της εφαρμογής των γενικών αρχών της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων και της διαφάνειας και στις συμβάσεις υπηρεσιών που εμπίπτουν στο παράρτημα Ι Β της οδηγίας 92/50 για τις πτυχές των συμβάσεων αυτών που δεν ρυθμίζονται ρητώς από την τελευταία οδηγία.
  45. Εφόσον συμφωνώ με τη λύση υπέρ της οποίας τάχθηκε με τις προτάσεις της η γενική εισαγγελέας Stix‑Hackl, λύση η οποία στην ουσία είναι σύμφωνη με τη θέση της προσφεύγουσας στην παρούσα υπόθεση, δεν θεωρώ αναγκαίο, και υπό το φως των προεκτεθέντων όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής, να σταθώ περισσότερο στην εξέταση της παρούσας αιτιάσεως, οπότε θα περιοριστώ να παραπέμψω σε όσα εκτίθενται στις πιο πάνω προτάσεις.
  46. Μένει να εξεταστεί αν η Ελληνική Κυβέρνηση επικαλέστηκε λόγους ικανούς να δικαιολογήσουν σε κάθε περίπτωση τον αποκλεισμό των υποχρεώσεων προηγούμενης δημοσιότητας σχετικά με τις επίμαχες συμβάσεις.
  47. Πάντως, όταν αμφισβήτησε το βάσιμο της υπό εξέταση αιτιάσεως, η πιο πάνω κυβέρνηση περιορίστηκε να απαντήσει ότι είχε εξασφαλίσει επαρκή και προσήκουσα δημοσιότητα για τις εργασίες σχετικά με το ΟΣΔΕ 2001, οπότε οι τυχόν ενδιαφερόμενοι είχαν τη δυνατότητα να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους αγρότες, οι οποίοι έμεναν σε κάθε περίπτωση ελεύθεροι να επιλέξουν σε ποιον θα αποταθούν για να τύχουν συνδρομής για τη συμπλήρωση και την υποβολή των αιτήσεων-δηλώσεων.
  48. Ωστόσο, σε απάντηση της πρώτης αιτιάσεως της Επιτροπής, η καθής κυβέρνηση επικαλέστηκε τη δυνατότητα εφαρμογής στις επίμαχες συμβάσεις του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, της οδηγίας 92/50, βάσει του οποίου επιτρέπεται η εφαρμογή της διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως όταν, «για λόγους τεχνικούς, καλλιτεχνικούς ή σχετικούς με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, η εκτέλεση των υπηρεσιών μπορεί να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο πρόσωπο». Ειδικότερα, η Ελληνική Κυβέρνηση επικαλέστηκε εν προκειμένω την ύπαρξη λόγων τεχνικής φύσεως οι οποίοι επέβαλαν την ανάθεση των επίμαχων συμβάσεων στις ΕΑΣ.
  49. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η βάσει της διατάξεως αυτής εξαίρεση από τον κανόνα, κατά τον οποίο η ανάθεση των συμβάσεων επί των οποίων έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του τίτλου III της οδηγίας γίνεται μετά τη δημοσίευση προκηρύξεως, δύναται να τύχει επικλήσεως στο πλαίσιο της υπό εξέταση αιτιάσεως –με την οποία προβάλλεται παραβίαση των γενικών αρχών της διαφάνειας και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων και όχι μη τήρηση των περιεχομένων στην οδηγία 92/50 κανόνων προηγούμενης δημοσιότητας (43)–, δεν νομίζω ότι το καθού κράτος μέλος απέδειξε επαρκώς ότι εν προκειμένω πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής. Συγκεκριμένα, η Ελληνική Κυβέρνηση περιορίζεται εν προκειμένω να επικαλεστεί γενικά την ύπαρξη λόγων τεχνικής φύσεως σχετικών με το αντικείμενο και τους σκοπούς των επίμαχων συμβάσεων –λόγων οι οποίοι, κατά την κυβέρνηση αυτή, επέβαλαν την ανάθεση των πιο πάνω συμβάσεων στους εκπροσώπους των αγροτών του τόπου όπου επρόκειτο να πραγματοποιηθούν οι παροχές– χωρίς όμως να δώσει περαιτέρω διευκρινίσεις.
  50. Κατόπιν των ανωτέρω, για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν δεχθεί τις προτάσεις μου σχετικά με το παραδεκτό της προσφυγής, προτείνω να γίνει δεκτή η παρούσα αιτίαση σχετικά με την παραβίαση των γενικών αρχών της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων και της διαφάνειας και να διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά που με την αιτίαση αυτή η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία συνιστά παράβαση των υποχρεώσεων που το καθού κράτος μέλος έχει από τη Συνθήκη.

VI – Επί των δικαστικών εξόδων

  1. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.
  2. Εφόσον προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή και λαμβανομένου υπόψη ότι η Ελληνική Δημοκρατία ζήτησε την καταδίκη της προσφεύγουσας στα δικαστικά έξοδα, θεωρώ ότι η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

VII – Συμπέρασμα

  1. Κατόπιν των ανωτέρω προτείνω στο Δικαστήριο:

–        να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.

2 – ΕΕ L 355, σ. 1.

3 – ΕΕ L 209, σ. 1.

4 – ΕΕ L 134, σ. 114.

5 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών (EE ειδ. έκδ. 17/001, σ. 24).

6 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 1971, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ ειδ. έκδ. 17/001, σ. 7).

7 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 17ης Σεπτεμβρίου 1990, σχετικά με τις διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (EE L 297, σ. 1).

8 –      Οδηγία 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών (ΕΕ L 199, σ. 1).

9 – C-362/90 (Συλλογή 1992, σ. I-2353).

10 – Πριν προβεί στη διαπίστωση αυτή, το Δικαστήριο είπε κατ’ αρχάς ότι «από το γράμμα του άρθρου [226, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ] προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να ασκήσει προσφυγή λόγω παραβάσεως μόνο αν το οικείο κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε προς την αιτιολογημένη γνώμη εντός της προθεσμίας που του τάχθηκε προς τούτο» και παρατήρησε ότι, κατά πάγια νομολογία, το αντικείμενο της προσφυγής του άρθρου 226 ΕΚ «είναι να αναγνωριστεί ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη και ότι δεν έπαυσε την παράβαση αυτή εντός της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας με την αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής». Επιπλέον, υπενθύμισε ότι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να αξιολογείται με γνώμονα την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή είχε όταν έληξε η προθεσμία που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη.

11 – Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο ακολούθησε στην ουσία τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz, σύμφωνα με το οποίο, «[κ]ατά το άρθρο [226, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ], η ύπαρξη παραβάσεως κατά τον χρόνο της εκπνοής της τασσόμενης με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής». Κατά τον γενικό εισαγγελέα, «δεν υπάρχει λόγος να αναγνωρίσει το Δικαστήριο παράβαση της Συνθήκης όταν η εν λόγω παράβαση έχει παύσει πριν από την ανωτέρω ημερομηνία» και το συμπέρασμα αυτό είναι λογικό καθόσον σκοπός της διαδικασίας προ της ασκήσεως προσφυγής είναι η εξάλειψη της παραβάσεως πριν από την άσκηση προσφυγής. Ο γενικός εισαγγελέας Lenz δέχεται ότι εξαιρέσεις από τον κανόνα αυτόν μπορεί να είναι αναγκαίες σε περίπτωση «εποχιακών παραβάσεων, όταν η παράβαση διαπράττεται για περιορισμένες χρονικές περιόδους λόγω του σκοπού και της νομικής φύσεώς της (για παράδειγμα η περιοδική επιβολή περιορισμών στις εισαγωγές ή τις εξαγωγές με σκοπό την προστασία των ημεδαπών επιχειρηματιών), πράγμα το οποίο καθιστά πιο δυσχερή χρονικά ή και αδύνατη τη διεξαγωγή της διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως προσφυγής λόγω παραβάσεως». Ωστόσο, εφόσον στην υπόθεση εκείνη υπήρχε επαρκής χρόνος για να ολοκληρωθεί η προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία εντός των 15 μηνών που ίσχυσε η επίμαχη προϋπόθεση, ο γενικός εισαγγελέας πρότεινε να κηρυχθεί απαράδεκτη η προσφυγή.

12 – C-20/01 και C-28/01 (Συλλογή 2003, σ. I-3609).

13 – Σκέψεις 35 και 36. Το Δικαστήριο παρέπεμψε εν προκειμένω στην απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2001, C-19/00, SIAC Construction (Συλλογή 2001, σ. I-7725, σκέψη 32).

14 – Η έμφαση δική μου.

15– Σε ανάλογο συμπέρασμα κατέληξε το Δικαστήριο στην απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1999, C-328/96, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Συλλογή 1999, σ. Ι-7479, σκέψεις 43 έως 45), όπου η ένσταση απαραδέκτου που είχε προβάλει η καθής κυβέρνηση απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι, όταν έληξε η προθεσμία που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, εξακολουθούσαν να υφίστανται οι ενδεχομένως αντίθετες προς το κοινοτικό δίκαιο συνέπειες των επίμαχων διαδικασιών αναθέσεως, και τούτο παρά το ότι η Αυστρία είχε τροποποιήσει, όπως είχε ζητήσει η Επιτροπή και πριν διατυπωθεί η αιτιολογημένη γνώμη, όλες τις ακόμη εν εξελίξει διαδικασίες. Με το ίδιο πνεύμα είχε εκφραστεί ο γενικός εισαγγελέας Alber στις προτάσεις του.

16 – Στις προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας Geelhoed, χωρίς όμως να παραπέμψει στην προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, εκθέτει σκέψεις οι οποίες στην ουσία συνηγορούν κατά της λύσεως που έγινε δεκτή στην απόφαση εκείνη (βλ., ειδικότερα, τα σημεία 47 έως 50 και 53 έως 57 των προτάσεών του). Κατά τον γενικό εισαγγελέα, η κατά το άρθρο 226 ΕΚ διαδικασία για τη διαπίστωση παραβάσεως κράτους μέλους σκοπό έχει, εκτός από το να θέσει τέλος στη συγκεκριμένη παράβαση, και να αλλάξει τη συμπεριφορά του κράτους που διέπραξε την παράβαση και να αποτρέψει την υποτροπή. Ωστόσο, και κατά τον γενικό εισαγγελέα, η διατήρηση των αποτελεσμάτων της παραβάσεως πέραν της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη είναι το βασικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη (βλ. το σημείο 57 των προτάσεων).

17 – C-394/02 (Συλλογή 2005, σ. I-4713).

18 – Σκέψη 14.

19 – Σκέψη 19, η έμφαση δική μου.

20 – Με το ίδιο πνεύμα είχε εκφραστεί ο γενικός εισαγγελέας Jacobs, αν και είχε ακολουθήσει εν μέρει διαφορετική λογική διαδρομή. Συγκεκριμένα, κατά τον γενικό εισαγγελέα, το συμφέρον της Επιτροπής να διαπιστωθεί η παράβαση που εν προκειμένω προσήπτε στην Ελληνική Κυβέρνηση υφίστατο καθόσον η σύμβαση που είχε συναφθεί κατόπιν της επίμαχης διαδικασίας αναθέσεως βρισκόταν ακόμη υπό εκτέλεση και, κατά συνέπεια, η παράβαση συνέχιζε να παράγει νομικά αποτελέσματα. Όσον αφορά την ένσταση σχετικά με την έλλειψη αντικειμένου της προσφυγής, ο γενικός εισαγγελέας υπενθύμισε τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι, «ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η παράβαση αίρεται μετά την πάροδο της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, εξακολουθεί να υπάρχει συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης προκειμένου να θεμελιωθεί η ενδεχόμενη ευθύνη του κράτους μέλους, συνεπεία της παραβάσεώς του, έναντι άλλων κρατών μελών, της Κοινότητας ή ιδιωτών» και προσέθεσε ότι η ίδια εκτίμηση επιβάλλεται και όταν η παράβαση δεν δύναται πλέον να αρθεί.

21 – Απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, C-525/03, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2005, σ. I-9405). Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση εκείνη εκδόθηκε από το δεύτερο τμήμα του Δικαστηρίου, μολονότι με διαφορετική σύνθεση από εκείνη την οποία έχει στην παρούσα υπόθεση.

22 – Σημειώνεται ότι το παραδεκτό της προσφυγής εξετάστηκε αυτεπαγγέλτως και το απαράδεκτο κηρύχθηκε παρά το ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η καθής κυβέρνηση τάχθηκε υπέρ του παραδεκτού. Άλλωστε, η Ιταλική Δημοκρατία δεν είχε αναγνωρίσει την παράβαση που της είχε προσαφθεί.

23 – Ο γενικός εισαγγελέας Jacobs είχε εκφραστεί υπέρ του παραδεκτού της προσφυγής.

24 – Σκέψη 11. Είναι αλήθεια ότι τα αιτήματα της προσφυγής αφορούσαν μόνο τις διατάξεις του επίμαχου διατάγματος, αλλά, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας Jacobs, το γεγονός ότι βρίσκονταν σε εξέλιξη διαδικασίες αναθέσεως ή βρίσκονταν στο στάδιο της εκτελέσεως οι σχετικές συμβάσεις μπορούσε να αποτελέσει στοιχείο που έπρεπε να ληφθεί υπόψη για να αξιολογηθεί αν το εν λόγω διάταγμα είχε πλήρως παραγάγει τα αποτελέσματά του όταν έληξε η προθεσμία που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη.

25 – Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της προγραμματικής συμφωνίας προβλέπει ότι η συμφωνία αυτή τίθεται σε ισχύ την ημέρα της υπογραφής της και λήγει όταν καταβληθούν όλες οι οικονομικές ενισχύσεις στους αγρότες που υπέβαλαν σχετική αίτηση. Η ίδια διάταξη περιλαμβάνεται σε κάθε μία από τις συμβάσεις που συνήφθησαν βάσει της προγραμματικής συμφωνίας. Ελλείψει παροχής, από την Επιτροπή, ενδείξεων περί του αντιθέτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως η Ελληνική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η καταβολή των πιο πάνω ενισχύσεων είχε ολοκληρωθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη.

26 – Το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/50 ορίζει τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών ως «συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας συναπτόμενες εγγράφως μεταξύ ενός παρέχοντος υπηρεσίες και μιας αναθέτουσας αρχής». Από τον ορισμό αυτόν προκύπτει ότι μια δημόσια σύμβαση υπηρεσιών υπό την έννοια της οδηγίας αυτής περιέχει μια αντιπαροχή η οποία καταβάλλεται κατ’ ευθείαν από την αναθέτουσα αρχή σε εκείνον ο οποίος παρέχει τις υπηρεσίες (βλ. την απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2005, C-458/03, Parking Brixen, Συλλογή 2005, σ. I-8612, σκέψη 39).

27 – Αποτελεί πάγια νομολογία ότι, κατά την άσκηση των εξουσιών που έχει βάσει του άρθρου 226 ΕΚ, η Επιτροπή έχει καθήκον να μεριμνά αυτεπαγγέλτως, προς το γενικό συμφέρον, για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη και να ενεργεί για τη διαπίστωση τυχόν παραβάσεων των εντεύθεν υποχρεώσεων προκειμένου να οδηγήσει στην παύση τους (βλ. τις αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2001, C-333/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. Ι-1025, σκέψη 23, και της 2ας Ιουνίου 2005, C‑394/02, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2005, σ. I‑4713, σκέψεις 14 και 15 και νομολογία που παρατίθεται εκεί).

28 – Στο ίδιο πνεύμα, βλ. την προαναφερθείσα στο σημείο 41 των προτάσεών μου απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας.

29 – Βλ., π.χ., την απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2006, C-236/05, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

30 – Βλ., στο ίδιο πνεύμα, την απόφαση της 4ης Μαΐου 1995, C-79/94, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 1995, σ. I-1071, σκέψη 15).

31 – Μολονότι, όπως σημείωσε η Ελληνική Κυβέρνηση, στις περιοχές όπου υπάρχουν περισσότερες ΕΑΣ, η επιλογή της ΕΑΣ που θα είναι ο αντισυμβαλλόμενος της διοικήσεως θα γίνει όταν συναφθεί η εκτελεστική σύμβαση.

32 – Βλ., π.χ., το προοίμιο της εκτελεστικής συμβάσεως η οποία συνήφθη μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Κορινθίας και της ΕΑΣ Κορινθίας. Το άρθρο 1 στο πιο πάνω προοίμιο ορίζει ότι η προγραμματική συμφωνία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συμβάσεως.

33 – Παρά την ύπαρξη διαφορετικού κανονιστικού πλαισίου (η διαφορά έγκειτο στο αν έχουν παραβιαστεί οι διατάξεις της οδηγίας 93/38, η οποία συντονίζει τις διαδικασίες αναθέσεως δημοσίων συμβάσεων από τους οργανισμούς υδροδοτήσεως και ηλεκτροδοτήσεως, τους οργανισμούς που παρέχουν υπηρεσίες μεταφοράς καθώς και τους οργανισμούς που δρουν στον τομέα των τηλεπικοινωνιών), το Δικαστήριο έχει ήδη δείξει ότι δίνει προτεραιότητα στο κριτήριο του ενιαίου της οικονομικοτεχνικής λειτουργίας των συμβάσεων και όχι σε στοιχεία όπως η ύπαρξη περισσοτέρων αναθετουσών αρχών ή αναδόχων επιχειρήσεων (βλ. την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2000, C-16/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2000, σ. I-8315).

34 – Απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, C-76/97 (Συλλογή 1998, σ. I-5357, σκέψη 37).

35 – Η Επιτροπή παρατηρεί επιπλέον ότι, αν και έχει αμιγώς ενδεικτική αξία, ο πίνακας των αντιστοιχιών μεταξύ του Common Procurement Vocabulary (Κοινού Λεξιλογίου για τις Δημόσιες Συμβάσεις, CPV) και της ονοματολογίας CPC, ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα II A της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, περιλαμβάνει τις τοπογραφικές υπηρεσίες της κατηγορίας 12, «υπηρεσίες μηχανικού».

36 – Βλ. την απόφαση της 12ης Μαΐου 2005, C-287/03, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2005, σ. I-3761, σκέψη 27 και νομολογία που παρατίθεται εκεί).

37 – Βλ. τις σκέψεις που εκτίθενται στο σημείο 105 των προτάσεών μου.

38 – Απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C-324/98 (Συλλογή 2000, σ. I-10745).

39 – Απόφαση της 21ης Ιουλίου 2005, C-231/03 (Συλλογή 2005, σ. I-7287), σχετικά με την ανάθεση της διαχειρίσεως της δημόσιας υπηρεσίας διανομής μεθανίου σε μια εταιρία κατά κύριο λόγο δημοσίων κεφαλαίων.

40 – Προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 26.

41 – Προαναφερθείσες αποφάσεις Teleaustria και Telefonadress, σκέψη 60· Coname, σκέψη 16, και Parking Brixen, σκέψη 46.

42 – Βλ. τις προαναφερθείσες αποφάσεις Teleaustria και Telefonadress, σκέψεις 61 και 62, και Parking Brixen, σκέψη 49.

43 – Η εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής υποστηρίχθηκε από τη γενική εισαγγελέα Stix‑Hackl στις προτάσεις της στην προαναφερθείσα υπόθεση C-507/03 και στις προτάσεις της που ανέπτυξε την ίδια ημέρα στην υπόθεση C-532/03, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, η οποία και αυτή εκκρεμεί ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου.