ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ JULIANE KOKOTT της 1ης Μαρτίου 2007 1(1) Υπόθεση C-363/05 JP Morgan Fleming Claverhouse Investment Trust plc The Association of Investment Trust Companies κατά Commissioners of HM Revenue and Customs (αίτηση του VAT and Duties Tribunal, London, για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως) «Φόρος προστιθεμένης αξίας – Απαλλαγή της διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων από εταιρίες επενδύσεως κεφαλαίων – Έννοια των αμοιβαίων κεφαλαίων, όπως ορίζονται από τα κράτη μέλη – Οργανισμοί επενδύσεων κλειστού τύπου»

 

 

 

I –    Εισαγωγή

  1. Σύμφωνα με την έκτη οδηγία για τον φόρο προστιθεμένης αξίας 77/388/ΕΟΚ (στο εξής: έκτη οδηγία) (2), η διαχείριση οργανισμών επενδύσεων απαλλάσσεται του φόρου προστιθεμένης αξίας. Το Δικαστήριο, με την απόφασή του Abbey National (3) –η οποία επίσης εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως του VAT and Duties Tribunal του Λονδίνου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως–, προσδιόρισε ποιες δραστηριότητες καλύπτει η έννοια της διαχειρίσεωςοργανισμών επενδύσεων και υπό ποιες προϋποθέσεις πρέπει να απαλλάσσονται του φόρου προστιθεμένης αξίας οι υπηρεσίες διαχειρίσεως που παρέχουν τρίτα πρόσωπα σε οργανισμούς επενδύσεων.
  2. Η υπόθεση Abbey National αφορούσε οργανισμούς επενδύσεων ανοικτού τύπου με τη μορφή του trust (Authorised Unit Trusts – AUT) και εταιρίες επενδύσεων με καταστατική μορφή (Open-ended Investment Companies – OEIC). Στην παρούσα διαδικασία τίθεται το ερώτημα κατά πόσον η απαλλαγή ισχύει και για ορισμένους οργανισμούς κλειστού τύπου, συγκεκριμένα για τις Investment Trust Companies (ITC). Οι οργανισμοί επενδύσεων ανοικτού και κλειστού τύπου διαφέρουν μεταξύ τους, κατ’ ουσίαν, κατά το ότι το κεφάλαιο του οργανισμού ανοικτού τύπου μεταβάλλεται με την εκ μέρους του έκδοση και εξαγορά μεριδίων, ενώ ο οργανισμός κλειστού τύπου έχει σταθερό κεφάλαιο.
  3. Η αβεβαιότητα όσον αφορά τη μεταχείριση των ITC οφείλεται στο γεγονός ότι η οδηγία παραπέμπει, όσον αφορά τον ορισμό των απαλλασσομένων του φόρου αμοιβαίων κεφαλαίων (οργανισμών επενδύσεων), στο εθνικό δίκαιο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχουν βέβαια γενικοί κανόνες για τις ITC. Οι ITC δεν απαλλάσσονται όμως του φόρου προστιθεμένης αξίας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Πρέπει, επομένως, να διευκρινιστεί ποια είναι η έκταση της εξουσίας καθορισμού που διαθέτουν τα κράτη μέλη και ποια όρια τίθενται στην εξουσία αυτή, ιδίως από την αρχή της ουδετερότητας του φόρου προστιθεμένης αξίας.

II – Το νομοθετικό πλαίσιο

Α –       Το κοινοτικό δίκαιο

  1. Το άρθρο 13, B, της έκτης οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπομένων κατωτέρω απαλλαγών και να αποτρέπεται ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση:

[…]

δ)      τις ακόλουθες πράξεις:

[…]
  1. τη διαχείριση των αμοιβαίων κεφαλαίων , όπως ορίζονται από τα κράτη μέλη […]»
  2. Η οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (4), εναρμονίζει τις εσωτερικές ρυθμίσεις των κρατών μελών για τους οργανισμούς επενδύσεων. Στο πεδίο εφαρμογής της εμπίπτουν όμως, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας, μόνον οι οργανισμοί ανοικτού τύπου, των οποίων τα μερίδια, μετά από αίτηση των κομιστών, εξαγοράζονται ή εξοφλούνται άμεσα ή έμμεσα, με στοιχεία του ενεργητικού των οργανισμών αυτών. Αντιθέτως, οι κλειστού τύπου οργανισμοί αποκλείονται ρητώς του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας (άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 85/611).

Το εθνικό δίκαιο

  1. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η προβλεπόμενη στην έκτη οδηγία απαλλαγή της διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων και εταιριών επενδύσεων εισήχθη στη βρετανική έννομη τάξη με τα Items 9 και 10, Group 5, Schedule 9 του Value Added Tax Act 1994 (νόμου του 1994 για τον φόρο προστιθέμενης αξίας). Η ρύθμιση ισχύει ιδίως για τα AUT, εγκεκριμένα αμοιβαία κεφάλαια (Item 9) καθώς και για τις OEIC, εταιρίες επενδύσεων (Item 10), όχι όμως για τις ITC.
  2. Οι διατάξεις του νόμου του 1994 για τον φόρο προστιθέμενης αξίας, όπως τροποποιήθηκαν εν τω μεταξύ, παραπέμπουν για τον ορισμό των απαλλασσόμενων οργανισμών στις διατάξεις περί Collective Investment Schemes του Τμήματος XVII του Financial Services and Markets Act 2000 (νόμου του 2000 περί των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και αγορών, στο εξής: FSMA). Ο FSMA μετέφερε την οδηγία 85/611 στην εθνική έννομη τάξη. Οι ITC δεν εμπίπτουν στα Collective Investment Schemes κατά την έννοια του FSMA. Σε αντίθεση με τις AUT και τις OEIC, οι ITC δεν χρειάζονται έγκριση από την Financial Service Authority (FSA), ως οργανισμοί επενδύσεων, αλλά υπόκεινται στην εποπτεία της ως Listing Authority (χρηματιστηριακής αρχής αρμόδιας για τις εγκρίσεις).
  3. Το άρθρο 842 του Income and Corporation Taxes Act του 1988 θέτει σειρά προϋποθέσεων για την αναγνώριση μιας εταιρίας ως ITC, κατά την έννοια της νομοθεσίας περί φόρου εισοδήματος και εταιριών. Άλλες διατάξεις παραπέμπουν στο άρθρο αυτό. Στις ITC εφαρμόζονται περαιτέρω οι κανόνες περί εταιριών επενδύσεων του Companies Act του 1985.

III – Τα πραγματικά περιστατικά και τα προδικαστικά ερωτήματα

  1. Οι ITC είναι οργανισμοί συλλογικής επενδύσεως με κατανομή κινδύνου, οι οποίοι είναι εισηγμένοι στο χρηματιστήριο ως ανώνυμες εταιρίες και επενδύουν σε κάποιο χαρτοφυλάκιο επενδύσεων. Οι επενδυτές έχουν μετοχές της εταιρίας. Σε αντίθεση με τις AUT και OEIC, ο αριθμός των μεριδίων παραμένει αμετάβλητος (με την επιφύλαξη ενδεχόμενων αυξήσεων κεφαλαίου). Οι επενδυτές δεν έχουν αξίωση για εξαγορά των μεριδίων από την εταιρία, όπως συμβαίνει στους άλλους τύπους οργανισμών επενδύσεων. Σε αντίστοιχη περίπτωση πρέπει, αντίθετα, να πωλήσουν τα μερίδιά τους στο χρηματιστήριο. Η χρηματιστηριακή αξία των μεριδίων καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση, ενώ η αξία του χαρτοφυλακίου επενδύσεων των ITC αποτελεί έναν σημαντικό, αλλά όχι τον μοναδικό παράγοντα καθορισμού της αξίας.
  2. Η JP Morgan Fleming Claverhouse Investment Trust plc είναι ITC. Δέχεται υπηρεσίες διαχειρίσεως σχετικά με τις επενδύσεις της από τρίτο πρόσωπο, την εταιρία JP Morgan Fleming Asset Management (UK) Limited, για τις οποίες σήμερα καταβάλλει ΦΠΑ. Προσέφυγε κατά της πράξεως επιβολής ΦΠΑ επί των υπηρεσιών διαχειρίσεως που της παρέχονται ενώπιον του VAT and Duties Tribunal, το οποίο υπέβαλε στο Δικαστήριο, με διάταξη της 19ης Σεπτεμβρίου 2005, τα ακόλουθα ερωτήματα, ζητώντας την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

«1)      Καλύπτει η φράση “αμοιβαία κεφάλαια” του άρθρου 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας για τον φόρο προστιθεμένης αξίας και τους οργανισμούς επενδύσεων σταθερού κεφαλαίου όπως είναι οι ITC;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, η φράση του άρθρου 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6 “όπως ορίζονται από τα κράτη μέλη”:

α)      επιτρέπει στα κράτη μέλη να ορίσουν ότι ορισμένα “αμοιβαία κεφάλαια” εντός της δικαιοδοσίας τους εμπίπτουν στην απαλλαγή των υπηρεσιών διαχειρίσεως ενώ άλλα αποκλείονται από την απαλλαγή, ή

β)      σημαίνει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να προσδιορίσουν τους οργανισμούς εντός της δικαιοδοσίας τους που εμπίπτουν στον ορισμό των “αμοιβαίων κεφαλαίων” και να χορηγήσουν απαλλαγή σε όλους αυτούς τους οργανισμούς;

3)      Αν οι απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ποια “αμοιβαία κεφάλαια” εμπίπτουν στην απαλλαγή, τότε κατά ποιο τρόπο οι αρχές της φορολογικής ουδετερότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της αποτροπής της στρέβλωσης του ανταγωνισμού επηρεάζουν την άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας;

4)      Έχει το άρθρο 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, άμεσο αποτέλεσμα;»

IV – Νομική εκτίμηση

Προκαταρκτική παρατήρηση

  1. Το ίδιο το άρθρο 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας δεν ορίζει ειδικότερα την έννοια της διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων από εταιρίες επενδύσεως κεφαλαίων. Η διατύπωσή του όμως περιλαμβάνει δύο στοιχεία που χρήζουν διευκρινίσεως, δηλαδή τη «διαχείριση» και τα «αμοιβαία κεφάλαια».
  2. Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Abbey National, ο προσδιορισμός του τι σημαίνει διαχείριση, κατά την έννοια της διατάξεως που προαναφέρθηκε, αποτελεί ζήτημα του κοινοτικού δικαίου. Κατά πάγια νομολογία, οι προβλεπόμενες στο άρθρο 13 της έκτης οδηγίας απαλλαγές αποτελούν αυτοτελείς έννοιες του κοινοτικού δικαίου που πρέπει να έχουν κοινοτικό ορισμό με σκοπό την αποφυγή αποκλίσεων κατά την εφαρμογή του συστήματος του ΦΠΑ από το ένα κράτος στο άλλο (5).
  3. Σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση της οδηγίας εναπόκειται, αντιθέτως, στα κράτη μέλη να προσδιορίσουν περαιτέρω τα οικεία αμοιβαία κεφάλαια. Το Δικαστήριο, στην απόφαση Abbey National, αναφέρει σχετικά τα εξής:

«Κατά συνέπεια, μολονότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να μεταβάλλουν το περιεχόμενό τους, ιδίως όταν καθορίζουν τις προϋποθέσεις εφαρμογής τους, δεν συνέβη όμως κάτι τέτοιο όταν το Συμβούλιο τους ανέθεσε το έργο του προσδιορισμού του περιεχομένου ορισμένων όρων σχετικά με φοροαπαλλαγή» (6).

  1. Αυτή η διατύπωση μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις. Το Δικαστήριο φαίνεται να αναγνωρίζει στα κράτη μέλη την εξουσία να τροποποιούν το περιεχόμενο της οδηγίας, δικαίωμα που, κατά γενικό κανόνα, έχει μόνον ο κοινοτικός νομοθέτης.
  2. Το μόνο που μπορεί να σημαίνει η διατύπωση αυτή είναι ότι η οδηγία παραπέμπει, σε ορισμένες ρητώς αναφερόμενες περιπτώσεις, στον ειδικότερο ορισμό μιας έννοιας από τις εθνικές έννομες τάξεις και αναθέτει, με τον τρόπο αυτό, στα κράτη μέλη τη συμπλήρωση των εννοιών αυτών. Τέτοιες παραπομπές σε εθνικούς ορισμούς συναντώνται σε πολυάριθμα σημεία της έκτης οδηγίας. Έτσι εναπόκειται, παραδείγματος χάριν, στα κράτη μέλη να καθορίσουν τα ιατρικά και παραϊατρικά επαγγέλματα, οι παροχές των οποίων απαλλάσσονται του φόρου, σύμφωνα με το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της έκτης οδηγίας. Η απαλλαγή των παροχών φιλανθρωπικών ή κοινωφελών οργανισμών εξαρτάται, περαιτέρω, από το κατά πόσον τα κράτη μέλη έχουν αναγνωρίσει το αντίστοιχο καθεστώς των οργανισμών αυτών (7).
  3. Αυτή η ρυθμιστική τεχνική έχει βέβαια ως αποτέλεσμα ότι είναι δυνατόν να διαφέρουν, από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, οι λεπτομέρειες των προϋποθέσεων εφαρμογής της έκτης οδηγίας. Επιτυγχάνει όμως μια κάποια ασφάλεια δικαίου, σε τομείς τους οποίους δεν έχει εναρμονίσει ο κοινοτικός νομοθέτης της έκτης οδηγίας μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, διότι υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα εφαρμογής των κρίσιμων κανόνων των κρατών μελών. Τα κράτη μέλη διατηρούν ένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας που τους παρέχει τη δυνατότητα να εξαρτούν τη χορήγηση φοροαπαλλαγής από την πλήρωση ορισμένων κριτηρίων που θέτει το εθνικό δίκαιο, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες του κάθε κράτους μέλους.
  4. Η διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών περιορίζεται, αφενός, από τη διατύπωση καθώς και την έννοια και τον σκοπό της κρίσιμης διατάξεως της οδηγίας (8). Αποκλείεται έτσι να χαρακτηρίσουν τα κράτη μέλη ως αμοιβαία κεφάλαια, κατά την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, οργανισμούς οι οποίοι, λαμβανομένων υπόψη της εννοίας και του σκοπού της διατάξεως, δεν εμπίπτουν άνευ ετέρου στην έννοια αυτή. Τα κράτη μέλη πρέπει, αφετέρου, να τηρούν και γενικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η έκτη οδηγία, όπως ιδίως την αρχή της ουδετερότητας του φόρου προστιθεμένης αξίας (9).

Β –       Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

  1. Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα ζητείται να διευκρινιστεί κατά πόσον οργανισμοί επενδύσεων κλειστού τύπου, όπως οι ITC, είναι δυνατόν να αποτελούν «αμοιβαία κεφάλαια», σύμφωνα με το άρθρο 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας.
  2. Με την απόφαση Abbey National, η οποία εκδόθηκε μετά τη διάταξη περί παραπομπής στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η απαλλαγή της διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων χωρεί ανεξαρτήτως της νομικής τους μορφής και εφαρμόζεται τόσο επί οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που έχουν συμβατική μορφή, ή trust, όσο και επί αυτών που έχουν καταστατική μορφή (10).
  3. Βέβαια, οι οργανισμοί επενδύσεων που στερούνται νομικής προσωπικότητας, δηλαδή οι έχοντες συμβατική μορφή ή μορφή trust, είναι, πρωτίστως, εκείνοι που εξαρτώνται από την παροχή υπηρεσιών διαχειρίσεως εκ μέρους ενός εξωτερικού διαχειριστή. Αντιθέτως, οι εταιρίες επενδύσεων με καταστατική μορφή μπορούν, κατ’ αρχήν, να είναι αυτοδιαχειριζόμενες, χωρίς την ανάμιξη τρίτου προσώπου (11). Εφόσον όμως οι οργανισμοί επενδύσεων με καταστατική μορφή χρησιμοποιούν εξωτερικό διαχειριστή, βρίσκονται στην ίδια ακριβώς θέση με τους οργανισμούς χωρίς νομική προσωπικότητα (12). Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Abbey National, θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας να υποβάλλονται στον φόρο οι υπηρεσίες διαχειρίσεως που παρέχονται σε οργανισμό επενδύσεων με καταστατική μορφή, ενώ η διαχείριση οργανισμών άλλης νομικής μορφής απαλλάσσεται του φόρου (13).
  4. Οι ITC είναι ανώνυμες εταιρίες, δηλαδή αμοιβαία κεφάλαια με ίδια νομική προσωπικότητα, η σύσταση των οποίων χωρεί με καταστατικό. Μεταξύ των οργανισμών επενδύσεων αυτής της νομικής μορφής και άλλων εταιριών επενδύσεων, η σύσταση των οποίων χωρεί με καταστατικό, π.χ. των OIEC, δεν υφίσταται καμία κρίσιμη διαφορά, που θα απέκλειε άνευ ετέρου την υπαγωγή των προαναφερθέντων οργανισμών κλειστού τύπου στα αμοιβαία κεφάλαια κατά την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας.
  5. Το συμπέρασμα αυτό δεν αντίκειται στο γεγονός ότι η οδηγία 85/611 δεν είναι εφαρμοστέα σε οργανισμούς επενδύσεων κλειστού τύπου. Με την απόφαση Abbey National το Δικαστήριο, για να απαντήσει στο ερώτημα τι πρέπει να θεωρείται απαλλασσόμενη του φόρου διαχείριση αμοιβαίου κεφαλαίου, αναφέρθηκε, βέβαια, σε ρυθμίσεις της οδηγίας 85/611. Η έκτη οδηγία εκδόθηκε όμως πολύ πριν την οδηγία 85/611 και έχει διαφορετικό ρυθμιστικό πεδίο από την οδηγία αυτή (14). Κατά συνέπεια, η οδηγία 85/611 δεν επιτρέπει δεσμευτικά συμπεράσματα σχετικά με το ζήτημα ποιοί οργανισμοί μπορούν να απαλλαγούν, σύμφωνα με το άρθρο 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας.
  6. Εξάλλου, ο αποκλεισμός των οργανισμών επενδύσεων κλειστού τύπου από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 85/611 δεν οφείλεται σε λόγους που μπορούν να ισχύσουν και για την ερμηνεία της έκτης οδηγίας. Αντιθέτως, ο νομοθέτης προχώρησε σταδιακά στην εναρμόνιση των κανόνων που διέπουν τους οργανισμούς επενδύσεων και επιφυλάχθηκε να ρυθμίσει μεταγενέστερα τους οργανισμούς κλειστού τύπου (15).
  7. Στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει, συνεπώς, να δοθεί η απάντηση ότι η φράση «αμοιβαία κεφάλαια» του άρθρου 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας μπορεί να καλύπτει και τους οργανισμούς επενδύσεων κλειστού τύπου, όπως είναι οι ITC.

Γ –         Επί του δευτέρου και τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

  1. Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, που πρέπει να εξεταστούν συγχρόνως, ζητείται να διευκρινιστεί η έκταση της εξουσίας των κρατών μελών όσον αφορά τον καθορισμό των αμοιβαίων κεφαλαίων, των οποίων η διαχείριση από εταιρίες επενδύσεως κεφαλαίων απαλλάσσεται του φόρου, σύμφωνα με το άρθρο 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας.
  2. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει δύο πιθανές ερμηνευτικές εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν ορισμένα αμοιβαία κεφάλαια εντός της δικαιοδοσίας τους προς τον σκοπό της απαλλαγής των υπηρεσιών διαχειρίσεως από τον φόρο προστιθεμένης αξίας, σύμφωνα με το άρθρο 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας και να αποκλείσουν άλλα από την απαλλαγή. Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, η διαχείριση όλων των αμοιβαίων κεφαλαίων, στα οποία έχει δοθεί ο χαρακτηρισμός αυτός από τα κράτη μέλη, απαλλάσσεται του φόρου προστιθεμένης αξίας.
  3. Στο σημείο αυτό πρέπει, κατ’ αρχάς, να επισημανθεί ότι αυτή καθαυτή η έννοια του αμοιβαίου κεφαλαίου (special investment fund) δεν αποτελεί νομική έννοια του εθνικού δικαίου, όπως τονίζει και η Επιτροπή. Το γεγονός ότι μια επενδυτική μορφή αναγνωρίζεται από το εθνικό δίκαιο ως οργανισμός επενδύσεων δεν επιτρέπει, συνεπώς, αυτομάτως το συμπέρασμα ότι πρόκειται και για αμοιβαίο κεφάλαιο υπό την έννοια της οδηγίας. Αντιθέτως, τα κράτη μέλη πρέπει, ασκώντας τη διακριτική τους ευχέρεια, να καθορίσουν ποιοι οργανισμοί πρέπει να θεωρούνται ως αμοιβαία κεφάλαια, των οποίων η διαχείριση απαλλάσσεται του φόρου προστιθεμένης αξίας. Στο πλαίσιο αυτό μπορούν, κατ’ αρχήν, να αποκλείσουν από την απαλλαγή ορισμένα είδη οργανισμών επενδύσεων, και τούτο παρά το γεγονός ότι αυτοί οι οργανισμοί επενδύσεων αποτελούν, όσον αφορά ορισμένες πτυχές τους, το αντικείμενο ιδιαίτερης ρυθμίσεως στο εθνικό δίκαιο (16).
  4. Από το γεγονός και μόνον ότι οι ITC αναγνωρίζονται, σύμφωνα με το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, ως οργανισμοί επενδύσεων δεν μπορεί, επομένως, να συναχθεί υποχρεωτικά ότι η διαχείριση των οργανισμών της κατηγορίας αυτής πρέπει να απαλλάσσεται από τον φόρο προστιθεμένης αξίας. Αντιθέτως, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον ο εθνικός νομοθέτης, παραλείποντας να επεκτείνει τη φοροαπαλλαγή στη διαχείριση των ITC, άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια.
  5. Κατά την άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας, τα κράτη μέλη πρέπει να σέβονται τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη φοροαπαλλαγή και την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας (17).
  6. Σκοπός της προβλεπόμενης στο άρθρο 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας απαλλαγής της διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων είναι, μεταξύ άλλων, η διευκόλυνση της προσβάσεως των μικρών επενδυτών σε αυτή τη μορφή επενδύσεων. Αν δεν υπήρχε απαλλαγή, θα επιβαρύνονταν από φορολογικής απόψεως περισσότερο οι κάτοχοι μεριδίων κεφαλαίων απ’ ό,τι οι επενδυτές, οι οποίοι τοποθετούν τα χρήματά τους απευθείας σε μετοχές ή σε άλλες κινητές αξίες χωρίς να απαιτούν άλλες παροχές σε σχέση με τη διαχείριση του κεφαλαίου (18). Για τους μικρούς ιδίως επενδυτές, η επένδυση σε οργανισμούς επενδύσεων έχει ιδιαίτερη σημασία. Πράγματι, λόγω του περιορισμένου όγκου της επενδύσεως που διαθέτουν, δεν έχουν τη δυνατότητα να επενδύσουν τα χρήματά τους απευθείας σ’ ένα ευρύ φάσμα κινητών αξιών. Επιπλέον, συχνά δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις για τη σύγκριση και την επιλογή των κινητών αξιών (19).
  7. Όπως ορθά τονίζει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, οι φοροαπαλλαγές του άρθρου 13 της έκτης οδηγίας πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεδομένου ότι αποτελούν παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή σύμφωνα με την οποία ο ΦΠΑ επιβάλλεται σε κάθε παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας από υποκείμενο στον φόρο (20). Εντούτοις, η ερμηνεία των όρων που χρησιμοποιούνται στην εν λόγω διάταξη πρέπει να είναι σύμφωνη με τους επιδιωκόμενους από τις απαλλαγές αυτές σκοπούς (21). Αυτό έχει ως συνέπεια ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να καθορίσουν πολύ στενά όρια για τον κύκλο των αμοιβαίων κεφαλαίων, η διαχείριση των οποίων απαλλάσσεται του φόρου (22). Διαφορετικά θα παραβίαζαν τον σκοπό της διευκολύνσεως των χρηματικών επενδύσεων σε αμοιβαία κεφάλαια.
  8. Δεν μπορούν, ιδίως, να αποκλείουν από την απαλλαγή τα αμοιβαία κεφάλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 85/611, που έχει εν τω μεταξύ επικαλύψει την εξουσία των κρατών μελών περί αναγνωρίσεως των αμοιβαίων κεφαλαίων (23). Δεδομένου ότι η οδηγία αυτή εναρμονίζει σε υψηλό επίπεδο, προς τον σκοπό της προστασίας των επενδυτών, τις εθνικές νομοθεσίες σχετικά με ορισμένα είδη οργανισμών επενδύσεων, οι οργανισμοί επενδύσεων που καλύπτονται από την οδηγία είναι ιδιαιτέρως ενδεδειγμένοι για τις επενδύσεις των μικροεπενδυτών.
  9. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρέσουν από την απαλλαγή άλλες μορφές οργανισμών επενδύσεων, που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 85/611, στο μέτρο που δεν παραβιάζεται, με τον τρόπο αυτό, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας.
  10. Η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας αναφέρεται για πρώτη φορά στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη της Πρώτης οδηγίας περί του φόρου προστιθεμένης αξίας (24), που έχει ως εξής: «το σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας φθάνει στη μεγαλύτερη απλούστευση και στη μεγαλύτερη ουδετερότητα, όταν ο φόρος εισπράττεται κατά τρόπο όσο το δυνατό γενικότερο και όταν το πεδίο εφαρμογής του περιλαμβάνει όλα τα στάδια της παραγωγής και διανομής, όπως επίσης και τον τομέα παροχής υπηρεσιών […]»
  11. Το Δικαστήριο έχει θεωρήσει την αρχή αυτή σημαντική σε διάφορες περιπτώσεις. Σε σχέση με το δικαίωμα εκπτώσεως των προκαταβληθέντων φόρων, η αρχή αυτή επιτάσσει ουδετερότητα ως προς την αξία, δηλαδή ο προκαταβληθείς φόρος πρέπει να μπορεί να εκπέσει πλήρως από τον φόρο που επιβάλλεται στην παροχή προς τον τελικό καταναλωτή (25). Αποφεύγεται έτσι η πολλαπλή επιβάρυνση της παροχής, αναλόγως του αριθμού των προγενέστερων σταδίων των παροχών που προηγήθηκαν.
  12. Στο πλαίσιο άλλων περιπτώσεων προέχει το στοιχείο της ίσης μεταχειρίσεως όλων των παροχών ή όλων των υποκειμένων στον φόρο, όσον αφορά τη φορολόγηση και τον εφαρμοστέο φορολογικό συντελεστή (26). Οι διατυπώσεις που επέλεξε το Δικαστήριο για να περιγράψει αυτή την όψη της αρχής της ουδετερότητας ποικίλλουν.
  13. Με ορισμένες αποφάσεις αποφάνθηκε ότι: «η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας εμποδίζει το να τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως, από την άποψη της επιβολής ΦΠΑ, επιχειρηματίες που ενεργούν τις ίδιες πράξεις» (27).
  14. Σε άλλες αποφάσεις το Δικαστήριο χρησιμοποίησε τη διατύπωση σύμφωνα με την οποία η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας δεν επιτρέπει «να αντιμετωπίζονται διαφορετικά από πλευράς ΦΠΑ εμπορεύματα ή υπηρεσίες ομοειδή, δηλαδή ανταγωνιστικά τα μεν με τα δε» (28). Συχνά το Δικαστήριο διευκρινίζει συμπληρωματικώς ότι η ταυτότητα του παραγωγού ή του παρέχοντος υπηρεσίες και η νομική μορφή υπό την οποία αυτοί ασκούν τη δραστηριότητά τους δεν ασκούν επιρροή για την εκτίμηση αν τα προϊόντα ή η παροχή υπηρεσιών είναι ομοειδή (29).
  15. Οι διατυπώσεις αυτές τονίζουν κάθε φορά διαφορετικές όψεις, είτε την ίση μεταχείριση των επιχειρηματιών είτε την ίση μεταχείριση των παρεχομένων από αυτούς υπηρεσιών. Στηρίζονται όμως στην ίδια ερμηνεία της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας. Το περιεχόμενο της αρχής αυτής θα περιοριζόταν υπερβολικά εάν, με έρεισμα την αναφερόμενη στο σημείο 37 διατύπωση, γινόταν δεκτό ότι μόνον οι ίδιες παροχές πρέπει να τυγχάνουν της ίδιας φορολογικής μεταχειρίσεως, όπως υποστηρίζει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Αντιθέτως, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας επιτάσσει, πέραν αυτού, την ίση μεταχείριση παροχών που εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, μπορούν να υποκαταστήσουν η μια την άλλη και συνεπώς είναι μεταξύ τους ανταγωνιστικές.
  16. Το Ηνωμένο Βασίλειο φοβείται ότι, με αυτή την ερμηνεία της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας, ο κύκλος των αμοιβαίων κεφαλαίων που τυγχάνουν φοροαπαλλαγής καθίσταται απεριόριστος. Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να απαλλαγεί και η διαχείριση πολλών άλλων μορφών συλλογικών επενδύσεων, όπως ταμείων συνταξιοδοτήσεως, ασφαλειών ζωής, λεσχών επενδύσεων και Venture Capital Trusts.
  17. Όπως όμως ορθά επισημαίνει η Επιτροπή, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας αποτελεί μόνον το κατά πόσον εμπίπτει η διαχείριση οργανισμών επενδύσεων κλειστού τύπου, όπως οι ITC, στην απαλλαγή του άρθρου 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας. Η εκτίμηση ορισμένων άλλων επενδυτικών μέσων υπό το πρίσμα των σκοπών της εν λόγω διατάξεως και της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας αποτελεί υποθετικό ερώτημα.
  18. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει, πέραν αυτού, ότι, ακόμη και αν η ύπαρξη σχέσεως ανταγωνισμού αποτελούσε κρίσιμο στοιχείο, η διαφορετική φορολογική μεταχείριση δεν θα ασκούσε, σε κάθε περίπτωση, καμία επίδραση, διότι η έκταση της πρόσθετης επιβαρύνσεως των ITC είναι, στην πράξη, πολύ περιορισμένη.
  19. Αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας δεν επιτρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά, από πλευράς απαλλαγής από τον ΦΠΑ, εμπορεύματα ή υπηρεσίες ομοειδή, δηλαδή ανταγωνιστικά τα μεν προς τα δε. Για να γίνει δεκτό ότι υφίσταται παραβίαση της αρχής αυτής δεν είναι απαραίτητο η άνιση φορολόγηση να οδηγεί πράγματι σε στρέβλωση του ανταγωνισμού δυνάμενη να αποδειχθεί. Διαφορετικά, η απαλλαγή θα εφαρμοζόταν ανάλογα με την περίπτωση. Και τούτο διότι η πραγματική επίδραση της φορολογήσεως της διαχειρίσεως του οργανισμού επενδύσεων στον ανταγωνισμό εξαρτάται από τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, π.χ. από τη διάρθρωση του κόστους του εκάστοτε τύπου του οργανισμού επενδύσεων και από την ευαισθησία που επιδεικνύει, ως προς τις τιμές, το οικείο τμήμα του αμοιβαίου κεφαλαίου.
  20. Η εξέταση όμως της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας δεν αφορά, στην προκειμένη περίπτωση, τη συγκρισιμότητα των ίδιων των διαχειριστικών δραστηριοτήτων ή την ίση μεταχείριση του εξωτερικού διαχειριστή του οργανισμού επενδύσεων. Αντίθετα, κρίσιμη είναι η συγκρισιμότητα των οργανισμών επενδύσεων, η θέση των οποίων στην αγορά μπορεί ενδεχομένως να θιγεί από τη φορολογική επιβάρυνση της διαχειρίσεώς τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας απαγορεύει, επομένως, τη διαφορετική φορολογική μεταχείριση των παροχών αναλόγως του αποδέκτη της παροχής, εφόσον οι αποδέκτες των παροχών είναι μεταξύ τους συγκρίσιμοι και βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού.
  21. Το αιτούν δικαστήριο, με τη διάταξή του περί παραπομπής, διαπίστωσε ότι οι ITC, όπως ακριβώς και οι AUT και OEIC, δίνουν στους ιδιώτες επενδυτές τη δυνατότητα επενδύσεως σε ευρύ χαρτοφυλάκιο και μειώσεως, με τον τρόπο αυτό, του κινδύνου της χρηματιστηριακής αγοράς. Πέραν αυτού, όλοι οι τύποι οργανισμών επενδύσεων δίνουν επίσης τη δυνατότητα στους ιδιώτες επενδυτές να έχουν επαγγελματική διαχείριση των χρημάτων τους με κοινή δαπάνη και να μειώσουν τα γενικά διοικητικά και άλλα έξοδα. Τις ίδιες λειτουργίες επιτελούν περαιτέρω και για θεσμικούς επενδυτές. Αυτό αποτελεί ένδειξη ότι οι ITC είναι συγκρίσιμοι και ανταγωνίζονται τους τύπους οργανισμών επενδύσεων που τυγχάνουν φορολογικής απαλλαγής (AUT, OEIC). Κατά συνέπεια, θα έπρεπε και η δική τους διαχείριση να απαλλάσσεται του φόρου προστιθεμένης αξίας.
  22. Άνιση μεταχείριση θα μπορούσε να επιτραπεί μόνον αν οι διαφορετικοί τύποι οργανισμών επενδύσεων δεν συνέβαλλαν με τον ίδιο τρόπο στην πραγματοποίηση των σκοπών της απαλλαγής. Η απαλλαγή αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στο να διευκολύνει την πρόσβαση των μικροεπενδυτών στις επενδύσεις σε κινητές αξίες μέσω μιας κοινής επενδύσεως. Αυτή η ομάδα επενδυτών δεν έχει καμία δυνατότητα να ελέγξει η ίδια τη δραστηριότητα του οργανισμού επενδύσεων και εξαρτάται, επομένως, σε μεγάλο βαθμό, από τους προβλεπόμενους από τον νόμο μηχανισμούς προστασίας.
  23. Το άρθρο 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, παραπέμποντας στον ορισμό των αμοιβαίων κεφαλαίων από τα κράτη μέλη, αναθέτει σε αυτά τον καθορισμό του νομοθετικού πλαισίου που αφορά τη δομή και τη διαχείριση των μέσων επενδύσεως που τυγχάνουν φοροαπαλλαγής. Η άσκηση της εξουσίας καθορισμού του πλαισίου αυτού από τα κράτη μέλη, με γνώμονα την έκταση προστασίας των επενδυτών που εξασφαλίζει ένας τύπος οργανισμού επενδύσεων, θα ήταν σύμφωνη προς τους σκοπούς που επιδιώκονται με την απαλλαγή.
  24. Στο μέτρο αυτό, τα κράτη μέλη δεν διατηρούν πλέον περιθώριο διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά οργανισμούς επενδύσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 85/611· στους οργανισμούς αυτούς η προστασία των επενδυτών θεωρείται επαρκής. Άλλες μορφές οργανισμών επενδύσεων μπορούν, αντιθέτως, να αποκλειστούν από την απαλλαγή, εφόσον δεν εξασφαλίζεται ότι το επίπεδο της προστασίας των επενδυτών είναι αντίστοιχο αυτού των οργανισμών με απαλλασσόμενη διαχείριση.
  25. Το κατά πόσον, στην προκειμένη περίπτωση, το επίπεδο προστασίας των επενδυτών στις ITC είναι αντίστοιχο αυτού των AUT και OIEC πρέπει να διευκρινιστεί από το αιτούν δικαστήριο. Ανάλογα με τον τύπο του οργανισμού, είναι δυνατό να εφαρμοστούν διάφοροι μηχανισμοί που οδηγούν σε αντίστοιχο επίπεδο προστασίας.
  26. Στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει, συνεπώς, να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη την εξουσία να καθορίσουν τα αμοιβαία κεφάλαια των οποίων η διαχείριση απαλλάσσεται του φόρου. Κατά την άσκηση της εξουσίας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το γράμμα και τους σκοπούς της διατάξεως καθώς και την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, η οποία επιτάσσει την ίση μεταχείριση, όσον αφορά την επιβολή του φόρου, όλων των ομοειδών και, συνεπώς, ανταγωνιστικών μεταξύ τους αμοιβαίων κεφαλαίων.

Δ –         Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

  1. Στην περίπτωση που, κατά την άσκηση της εξουσίας καθορισμού των αμοιβαίων κεφαλαίων που τυγχάνουν φοροαπαλλαγής κατά την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, ένα κράτος μέλος παραβιάσει την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας και εσφαλμένα δεν συμπεριλάβει σε αυτά συγκεκριμένα αμοιβαία κεφάλαια, ανακύπτει το ερώτημα κατά πόσον η οδηγία αναπτύσσει άμεσο αποτέλεσμα υπέρ των ενδιαφερομένων.
  2. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σε όλες τις περιπτώσεις όπου οι διατάξεις μιας οδηγίας φαίνονται, από απόψεως περιεχομένου, ανεπιφύλακτες και επαρκώς σαφείς, μπορεί να γίνει επίκλησή τους, ελλείψει εμπροθέσμως ληφθέντων μέτρων εφαρμογής, έναντι κάθε εθνικής διατάξεως μη σύμφωνης προς την οδηγία, ή ακόμη κατά το μέτρο που μπορούν να προσδιορίσουν δικαιώματα που οι ιδιώτες δύνανται να προβάλουν έναντι του κράτους (30).
  3. Το άρθρο 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας περιγράφει κατά τρόπο επαρκώς σαφή και ανεπιφύλακτο ποιες δραστηριότητες πρέπει να απαλλάσσονται του φόρου και, συνεπώς, οι ιδιώτες μπορούν να επικαλεστούν ευθέως τη διάταξη αυτή.
  4. Αυτό δεν αντίκειται στο γεγονός ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον καθορισμό των αμοιβαίων κεφαλαίων, η διαχείριση των οποίων απαλλάσσεται του φόρου. Εάν ο εθνικός νομοθέτης έχει υπερβεί αυτή τη διακριτική ευχέρεια, ο ιδιώτης μπορεί σε κάθε περίπτωση να απαιτήσει άμεσα, στηριζόμενος στο άρθρο 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, την απαλλαγή από τον φόρο προστιθεμένης αξίας, εφόσον διαπιστώνεται, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ότι ο ενδιαφερόμενος θα έπρεπε, πράγματι, να είχε συμπεριληφθεί στον κύκλο των απαλλασσομένων του φόρου (31). Σε περίπτωση παραβιάσεως της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας, ο φορολογούμενος πρέπει να αποδείξει ότι ο οικείος οργανισμός επενδύσεων είναι ομοειδής και ανταγωνιστικός προς τους οργανισμούς που απαλλάσσονται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, του φόρου.
  5. Στην περίπτωση αυτή, το κράτος μέλος δεν μπορεί να αντιτάξει σε φορολογούμενο το γεγονός ότι δεν έχει θεσπίσει διατάξεις χαρακτηρίζουσες τον οικείο οργανισμό επενδύσεων ως αμοιβαίο κεφάλαιο κατά την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας (32). Κατά μείζονα λόγο, το κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί εθνικές διατάξεις τις οποίες θέσπισε ασκώντας αυτή τη διακριτική ευχέρεια καθορισμού που διαθέτει κατά τρόπο αντίθετο προς την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας (33).
  6. Στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει, συνεπώς, να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας αναπτύσσει άμεσο αποτέλεσμα υπέρ όσων, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, δεν τυγχάνουν, κατά παραβίαση της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας, της προβλεπόμενης στη διάταξη αυτή απαλλαγής από τον φόρο προστιθεμένης αξίας.

V –    Πρόταση

  1. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του VAT and Duties Tribunal ως εξής:

1)      Η φράση «αμοιβαία κεφάλαια» του άρθρου 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, μπορεί να καλύπτει και οργανισμούς επενδύσεων κλειστού τύπου, όπως είναι οι Investment Trust Companies.

2)      Το άρθρο 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη την εξουσία να καθορίσουν τα αμοιβαία κεφάλαια των οποίων η διαχείριση απαλλάσσεται του φόρου. Κατά την άσκηση της εξουσίας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το γράμμα και τους σκοπούς της διατάξεως καθώς και την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, η οποία επιτάσσει την ίση μεταχείριση, όσον αφορά την επιβολή του φόρου, όλων των ομοειδών και, συνεπώς, ανταγωνιστικών μεταξύ τους αμοιβαίων κεφαλαίων.

3)      Το άρθρο 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας αναπτύσσει άμεσο αποτέλεσμα υπέρ όσων, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, δεν τυγχάνουν, κατά παραβίαση της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας, της προβλεπόμενης στη διάταξη αυτή απαλλαγής από τον φόρο προστιθεμένης αξίας.

1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

2 – Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49). Η οδηγία αυτή καταργήθηκε από 1ης Ιανουαρίου 2007 και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας (ΕΕ L 347, σ. 1).

3 – Απόφαση της 4ης Μαΐου 2006, C-169/04, Abbey National και Inscape Investment Fund (Συλλογή 2006, σ. I-4027).

4 – ΕΕ L 375, σ. 3. Η οδηγία αυτή τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2005, για τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 85/611/ΕΟΚ, 91/675/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου, καθώς επίσης των οδηγιών 94/19/ΕΚ, 98/78/ΕΚ, 2000/12/ΕΚ, 2001/34/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ και 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με σκοπό τη θέσπιση νέας οργανωτικής διάρθρωσης των αρμόδιων επιτροπών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (ΕΕ L 79, σ. 9).

5 – Βλ. αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2000, C-358/97, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, (Συλλογή 2000, σ. I-6301, σκέψη 51), της 3ης Μαρτίου 2005, C-428/02, Fonden Marselisborg Lystbådehavn (Συλλογή 2005, σ. Ι-1527, σκέψη 27) και Abbey National και Inscape Investment Fund (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 38).

6 –      Απόφαση Abbey National και Inscape Investment Fund (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 39) με παραπομπή στην απόφαση της 28ης Μαρτίου 1996, C-468/93, Gemeente Emmen (Συλλογή 1996, σ. I-1721, σκέψη 25).

7 – Βλ., π.χ., το άρθρο 13, A, παράγραφος 1, στοιχεία β΄, ζ΄, η΄, θ΄, ιβ΄, ιδ΄, της έκτης οδηγίας.

8 – Βλ. απόφαση Gemeente Emmen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 25), απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1998, C-346/95, Blasi (Συλλογή 1998, σ. I-481, σκέψη 21) και τις προτάσεις μου της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C-443/04 και C‑444/04, Solleveld και van den Hout-van Eijnsbergen (απόφαση της 27ης Απριλίου 2006, Συλλογή 2006, σ. I-3617, σημείο 23).

9 – Βλ. αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2002, C-141/00, Kügler (Συλλογή 2002, σ. I‑6833, σκέψεις 55 επ.), της 6ης Νοεμβρίου 2003, C-45/01, Dornier (Συλλογή 2003, σ. I-12911, σκέψη 69), και προπαρατεθείσα απόφαση Solleveld και van den Hout-van Eijnsbergen, σκέψεις 35 και 36, καθώς και σημεία 23 και 37 επ. των προτάσεων επί της υποθέσεως αυτής.

10 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 53.

11 – Βλ. σχετικά τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro της 18ης Μαΐου 2004, C-8/03, BBL (Συλλογή 2004, σ. I-10157, σημείο 26) καθώς και τις προτάσεις μου της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, στην προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση Abbey National και Inscape Investment Fund, σημεία 29 επ.

12 – Βλ. τις προτάσεις Abbey National και Inscape Investment Fund (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 11, σημείο 32) και τις προτάσεις BBL (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 11, σημείο 27).

13 – Απόφαση Abbey National και Inscape Investment Fund (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 56).

14 – Βλ. τις προτάσεις Abbey National και Inscape Investment Fund (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 11, σημείο 79).

15 – Βλ. την έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 85/611.

16 – Έτσι έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Solleveld και van den Hout-van Eijnsbergen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 33) σχετικά με την εξουσία των κρατών μελών να ορίσουν τα παραϊατρικά επαγγέλματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της φοροαπαλλαγής του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της έκτης οδηγίας.

17 – Βλ. την προπαρατεθείσα στις υποσημειώσεις 8 και 9 νομολογία.

18 – Βλ. απόφαση Abbey National και Inscape Investment Fund (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 62) και τα σημεία 27 και 68 των προτάσεων επί της υποθέσεως αυτής, καθώς και τις προτάσεις BBL (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 11, σημείο 26).

19 – Προτάσεις Abbey National και Inscape Investment Fund (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 11, σημείο 28).

20 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 2003, C-8/01, Taksatorringen (Συλλογή 2003, σ. I-13711, σκέψη 36), της 26ης Μαΐου 2005, C-498/03, Kingscrest και Montecello (Συλλογή 2005, σ. I-4427, σκέψη 29), Abbey National και Inscape Investment Fund (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 60) και απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C-401/05, VDP Dental Laboratory (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 23).

21 – Βλ. αποφάσεις Dornier (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 42) και Kingscrest και Montecello (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 29).

22– Βλ. απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2001, C-76/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2001, σ. Ι-249, σκέψη 23). Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της έκτης οδηγίας δεν επιδέχεται ιδιαίτερα στενή ερμηνεία, καθότι σκοπός της απαλλαγής από τον ΦΠΑ για τις στενά συνδεόμενες με τη νοσοκομειακή και ιατρική περίθαλψη πράξεις είναι να διασφαλίζεται ότι το αυξημένο κόστος που θα είχαν οι πράξεις αυτές, ή οι συνδεόμενες στενά με αυτές, αν υπόκειντο στον ΦΠΑ, δεν θα καθιστούσε απρόσιτη την ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη.

23 – Βλ. προτάσεις Abbey National και Inscape Investment Fund (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 11, σημείο 38).

24 – Οδηγία 67/227/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Απριλίου 1967, περί της εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών (ΕΕ ειδ. εκδ. 09/001, σ. 3). Η οδηγία αυτή καταργήθηκε από 1ης Ιανουαρίου 2007 και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας (ΕΕ L 347, σ. 1).

25 – Βλ. σχετικώς, π.χ., αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 1985, 268/83, Rompelman (Συλλογή 1985, σ. 655, σκέψη 19), της 21ης Μαρτίου 2000, C-110/98 έως C‑147/98, Gabalfrisa κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. I-1577, σκέψη 44), της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, C-16/00, Cibo Participations (Συλλογή 2001, σ. I-6663, σκέψη 27), και της 26ης Μαΐου 2005, C-465/03, Kretztechnik (Συλλογή 2005, σ. I-4357, σκέψη 34).

26 – Απόφαση Solleveld και van den Hout-van Eijnsbergen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 35). Βλ., επίσης, και απόφαση Dornier (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 74), στην οποία το Δικαστήριο στηρίζεται άμεσα στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

27 – Απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, C-216/97, Gregg (Συλλογή 1999, σ. I-4947, σκέψη 20). Βλ., επίσης, τις αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2001, C‑404/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2001, σ. I-2667, σκέψη 45), Kügler (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 30) και Abbey National και Inscape Investment Fund (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 56).

28 – Αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2003, C-109/02, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2003, σ. I-12691, σκέψη 20), της 17ης Φεβρουαρίου 2005, C-453/02 και C-462/02, Linneweber και Ακριτίδης (Συλλογή 2005, σ. I-1131, σκέψη 24), της 12ης Ιανουαρίου 2006, C-246/04, Turn- und Sportunion Waldburg (Συλλογή 2006, σ. I-589, σκέψη 33), και Solleveld και van den Hout-van Eijnsbergen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 39). Ήδη στην απόφαση της 12ης Ιουνίου 1979, 126/78, Nederlandse Spoorwegen (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 23) το Δικαστήριο τόνισε τη σημασία που έχει για τον ανταγωνισμό η ουδέτερη επιβολή του φόρου προστιθεμένης αξίας.

29 – Απόφαση Linneweber και Ακριτίδης (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 28, σκέψη 25) με περαιτέρω παραπομπές. Σε διαφορετικές όμως συνθήκες, ορισμένες ιδιότητες του παρέχοντος υπηρεσίες, π.χ. τα επαγγελματικά του προσόντα, μπορούν να αποτελέσουν έναν κρίσιμο παράγοντα διαφοροποιήσεως της φορολογικής μεταχειρίσεως της παροχής (βλ. απόφαση Solleveld και van den Hout-van Eijnsbergen, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψεις 40 επ.).

30 – Βλ. αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 1982, 8/81, Becker (Συλλογή 1982, σ. 53, σκέψη 25), Kügler (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 51) και Linneweber και Ακριτίδης (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 28, σκέψη 33).

31 – Βλ., σχετικώς, αποφάσεις Dornier (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 81) και Kügler (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψεις 55 έως 57).

32 – Βλ., σχετικώς, απόφαση Linneweber και Ακριτίδης (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 28, σκέψη 35).

33 – Βλ. απόφαση Linneweber και Ακριτίδης (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 28, σκέψεις 36 επ.).