ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ELEANOR SHARPSTON της 19ης Απριλίου 2007 1(1) Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑145/06 και C‑146/06 Fendt Italiana Srl κατά Agenzia Dogane Ufficio Dogane di Trento [αιτήσεις της Commissione tributaria provinciale di secondo grado di Trento (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] «Φορολογία των ενεργειακών προϊόντων – Λιπαντικά έλαια – Άλλες χρήσεις εκτός από καύσιμα θέρμανσης ή καύσιμα κινητήρων – Αποτέλεσμα του αποκλεισμού χρήσεως προϊόντος από το πεδίο εφαρμογής οδηγίας εναρμονίσεως – Παρεκκλίσεις»

 

 

 

  1. Με τις υπό κρίση αιτήσεις για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως η Commissione tributaria provinciale di secondo grado di Trento (Ιταλία) καλεί κατ’ ουσίαν το Δικαστήριο να αποφανθεί αν η οδηγία 2003/96 (2) επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν το δικό τους φορολογικό καθεστώς για τα προϊόντα που εμπίπτουν στην κατηγορία των πετρελαιοειδών και προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης. Τα συγκεκριμένα προϊόντα, τη φορολογία των οποίων αφορούν οι διαφορές της κύριας δίκης, είναι τα λιπαντικά έλαια.
  2. Η oδηγία 92/81 (3), η οποία προηγήθηκε της οδηγίας 2003/96, προέβλεπε ότι τα κράτη μέλη απαλλάσσουν του εναρμονισμένου ειδικού φόρου κατανάλωσης τα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης. Επιληφθέν προσφυγής λόγω παραβάσεως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Ιταλική Δημοκρατία, διατηρώντας φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών, δεν τήρησε, μεταξύ άλλων, την απορρέουσα από την οδηγία αυτή υποχρέωση φοροαπαλλαγής (4).
  3. Η επίμαχη ιταλική κανονιστική ρύθμιση δεν καταργήθηκε· ωστόσο, η οδηγία 2003/96 είχε στο εξής καταργήσει και αντικαταστήσει την οδηγία 92/81. Η νέα οδηγία αποκλείει ρητώς του πεδίου εφαρμογής της τα ενεργειακά προϊόντα που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης.

 Η κρίσιμη για την υπόθεση νομοθεσία

 Η oδηγία 92/12

  1. Από τη δεκαετία του 1990, η εναρμόνιση σε κοινοτικό επίπεδο της φορολογίας των πετρελαιοειδών αποτέλεσε το αντικείμενο πολλών οδηγιών. Η oδηγία 92/12 (5), που εξακολουθεί να ισχύει, μπορεί να θεωρηθεί ως η βασική οδηγία. Η οδηγία αυτή καθορίζει το γενικό καθεστώς των πετρελαιοειδών και άλλων προϊόντων (του οινοπνεύματος, των αλκοολούχων ποτών και των βιομηχανοποιημένων καπνών) τα οποία «υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και άλλους έμμεσους φόρους που επιβάλλονται άμεσα ή έμμεσα στην κατανάλωση των προϊόντων αυτών […] (6).
  2. Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, «[ο]ι ειδικές διατάξεις που αφορούν τους συντελεστές και τις διαρθρώσεις των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης περιλαμβάνονται στις ειδικές οδηγίες». Οι ειδικές αυτές οδηγίες (οι οποίες συνεπώς είναι παράγωγες της βασικής οδηγίας) αποτελούνταν στην αρχή, όσον αφορά τα πετρελαιοειδή, από τις οδηγίες 92/81 (η οποία θεσπίζει τις δομές της φορολογίας) και την 92/82 (7) (η οποία καθορίζει τους φορολογικούς συντελεστές).
  3. Το άρθρο 3 της oδηγίας 92/12 προβλέπει τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται, σε κοινοτικό επίπεδο, στα ακόλουθα προϊόντα όπως ορίζονται στις σχετικές οδηγίες:

–        πετρελαιοειδή,

[…]
  1. Τα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να υπόκεινται σε άλλους έμμεσους φόρους που εξυπηρετούν ειδικούς σκοπούς, υπό τον όρο ότι αυτές οι φορολογικές επιβαρύνσεις τηρούν τους κανόνες φορολόγησης που ισχύουν για τις ανάγκες των ειδικών φόρων κατανάλωσης και του ΦΠΑ, για τον καθορισμό της φορολογικής βάσης, τον υπολογισμό, το απαιτητό και τον έλεγχο του φόρου.
  2. Τα κράτη μέλη διατηρούν τη δυνατότητα να θεσπίσουν ή να διατηρήσουν φορολογικές επιβαρύνσεις σε προϊόντα άλλα από εκείνα που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 1, υπό τον όρο όμως ότι αυτές οι επιβαρύνσεις δεν συνεπάγονται, κατά [το] μεταξύ κρατών μελών [εμπόριο], διατυπώσεις που σχετίζονται με τη [διέλευση] συνόρου.
[…].»

 Η συνδυασμένη ονοματολογία

  1. Οι απορρέουσες από τη βασική οδηγία 92/12 διατάξεις των οδηγιών αναφέρουν κωδικούς αριθμούς της «συνδυασμένης ονοματολογίας» (ή, σε συντομογραφία, ΣΟ). Η ΣΟ θεσπίστηκε αρχικώς με τον κανονισμό 2658/87 (8) για να δημιουργήσει ονοματολογία των εμπορευμάτων, πληρούσα πολλές κοινοτικές απαιτήσεις. Ο κατάλογος των κωδικών σχετικά με τα διάφορα εμπορεύματα περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι του κανονισμού 2658/87. Έκτοτε, η ΣΟ ενημερώνεται τακτικώς με τροποποιήσεις του παραρτήματος Ι. Ωστόσο, τα λιπαντικά έλαια όπως αυτά που αποτελούν το αντικείμενο της επίδικης φορολογίας στην κύρια δίκη ενέπιπταν πάντοτε στην κλάση ΣΟ 2710.

 Οι οδηγίες 92/81 (δομές) και 92/82 (συντελεστές)

  1. Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, της oδηγίας 92/81, ως «πετρελαιοειδή» νοούνται τα προϊόντα που εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 2710, συμπεριλαμβανομένων επομένως των λιπαντικών ελαίων. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, προέβλεπε ότι «τα πετρελαιοειδή, εκτός από εκείνα για τα οποία ορίζεται ένα συγκεκριμένο επίπεδο φόρου στην οδηγία 92/82/ΕΟΚ, υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης εάν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν, προσφέρονται προς πώληση ή χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης ή ως καύσιμα κινητήρων […]».
  2. Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/81 τα κράτη μέλη πρέπει να απαλλάσσουν «τα πετρελαιοειδή, που χρησιμοποιούν για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης», από τον εναρμονισμένο φόρο κατανάλωσης, «υπό τους όρους τους οποίους αυτά καθορίζουν, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ορθή και καθαρή εφαρμογή των απαλλαγών αυτών και να προλάβουν τη φοροδιαφυγή, τη φοροαποφυγή ή τις καταχρήσεις».
  3. Η oδηγία 92/82 καθόριζε τους ελάχιστους συντελεστές των ειδικών φόρων κατανάλωσης που τα κράτη μέλη υποχρεούνταν να εφαρμόσουν επί των πετρελαιοειδών. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, απαριθμούσε τα πετρελαιοειδή, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονταν τα λιπαντικά έλαια.

 Η oδηγία 2003/96

  1. Την 1η Ιανουαρίου 2004, η oδηγία 2003/96 κατάργησε και αντικατέστησε τις οδηγίες 92/81 και 92/82 (9). Συγχρόνως, η οδηγία αυτή επέκτεινε το καθεστώς εναρμονίσεως για να συμπεριλάβει, πλην των πετρελαιοειδών, άλλα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια, στο πλαίσιο της πραγματοποιήσεως των σκοπών του πρωτοκόλλου του Κιότο. Η νέα οδηγία προέβλεψε τους κατώτερους συνολικούς φορολογικούς συντελεστές, επιτρέποντας στα κράτη μέλη ορισμένη ευελιξία μέσω διαφορετικών φορολογικών επιβαρύνσεων. Τούτο ανταποκρίνεται στην επιθυμία των κρατών μελών να καθιερώσουν ή να διατηρήσουν διαφορετικά είδη φορολογίας επί των προϊόντων αυτών (10).
  2. Η εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη αναφέρει ότι «τα ενεργειακά προϊόντα υπάγονται ουσιαστικά σε κοινοτικό πλαίσιο όταν χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης ή ως καύσιμα κινητήρων. Ως εκ τούτου, αποτελεί ίδιον της φύσης και της λογικής του φορολογικού συστήματος να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του πλαισίου […] οι όχι ως καύσιμα χρήσεις των ενεργειακών προϊόντων καθώς και οι ορυκτολογικές κατεργασίες. Η ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται καθ' όμοιους τρόπους αντιμετωπίζεται αναλόγως».
  3. Το άρθρο 1 της oδηγίας 2003/96 επιβάλλει στα κράτη μέλη να φορολογούν τα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας αυτής.
  4. Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, για τους σκοπούς της οδηγίας 2003/96ως «ενεργειακά προϊόντα» νοούνται τα προϊόντα που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 2701, 2702, 2704 ως και 2715. Όπως είδαμε, τα λιπαντικά έλαια εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 2710.
  5. Το άρθρο 2, παράγραφος 4, προβλέπει ωστόσο ρητώς ότι η οδηγία 2003/96 δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, «β) στις ακόλουθες χρήσεις των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας:

–        ενεργειακά προϊόντα για άλλους σκοπούς εκτός της χρήσης ως καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης,

–        […]».

  1. Το άρθρο 3 της oδηγίας 2003/96 προβλέπει ότι «οι αναφορές της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ σε “πετρελαιοειδή” και “ειδικό φόρο κατανάλωσης”, στο μέτρο που αφορά πετρελαιοειδή, ερμηνεύονται ως καλύπτουσες όλα τα ενεργειακά προϊόντα, την ηλεκτρική ενέργεια και τους εθνικούς έμμεσους φόρους που αναφέρονται αντίστοιχα στο άρθρο 2 και στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της παρούσας οδηγίας».
  2. Το άρθρο 14 προβλέπει την υποχρεωτική απαλλαγή από τη φορολογία, μεταξύ άλλων, των χρήσεων των ενεργειακών προϊόντων ως καυσίμων κινητήρων ή καυσίμων θέρμανσης υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
  3. Δυνάμει του άρθρου 24, «τα ενεργειακά προϊόντα που έχουν διατεθεί προς κατανάλωση σε ένα κράτος μέλος και τα οποία περιέχονται στις κανονικές δεξαμενές καυσίμων εμπορικών οχημάτων με κινητήρα και πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα από τα εν λόγω οχήματα, καθώς και σε ειδικά εμπορευματοκιβώτια, και πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για τη λειτουργία, κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, των συστημάτων με τα οποία είναι εξοπλισμένα τα εμπορευματοκιβώτια, δεν υπόκεινται σε φορολογία σε κανένα άλλο κράτος μέλος».
  4. Το άρθρο 30 προβλέπει:

«[…] οι οδηγίες 92/81/ΕΟΚ και 92/82/ΕΟΚ καταργούνται από τις 31 Δεκεμβρίου 2003.

Οι αναφορές στις οδηγίες που καταργούνται θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία.» (11)

 Η ιταλική νομοθεσία

  1. Το άρθρο 21, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του νομοθετικού διατάγματος 504 (12) επιβάλλει επί των προϊόντων που εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 2710 (ο οποίος περιλαμβάνει τα λιπαντικά έλαια), τα οποία χρησιμοποιούνται ως καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης, ειδικό φόρο κατανάλωσης με τον συντελεστή που προβλέπεται για τα αντίστοιχα καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης.
  2. Το άρθρο 62, παράγραφος 1, του ίδιου αυτού νομοθετικού διατάγματος προβλέπει ότι «τα λιπαντικά έλαια (κωδικοί ΣΟ 27 10 00 87 έως 27 10 00 98), εκτός από τη φορολογία του άρθρου 21, δεύτερο εδάφιο, υπόκεινται σε φόρο καταναλώσεως, εάν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν, προσφέρονται προς πώληση ή χρησιμοποιούνται για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα θέρμανσης ή καύσιμα κινητήρων.»
  3. Με την απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2003, C-437/01, Επιτροπή κατά Ιταλίας (13), το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ιταλική Δημοκρατία, διατηρώντας, βάσει των διατάξεων αυτών, φόρο κατανάλωσης επί των λιπαντικών ελαίων εάν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν, προσφέρονται προς πώληση ή χρησιμοποιούνται για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα θέρμανσης ή καύσιμα κινητήρων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της oδηγίας 92/12 και το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/81, όπως έχει τροποποιηθεί. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι τα λιπαντικά έλαια δεν μπορούν να υποβληθούν σε ειδικό φόρο καταναλώσεως παρά μόνον εφόσον προορίζονται να χρησιμοποιηθούν, προσφέρονται προς πώληση ή χρησιμοποιούνται ως καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης. Ειδάλλως, πρέπει να απαλλάσσονται υποχρεωτικά του εναρμονισμένου φόρου καταναλώσεως (14).
  4. Από τη δικογραφία, και ιδίως από τις παρατηρήσεις της Ιταλικής Δημοκρατίας και της Επιτροπής, προκύπτει ότι, για λόγους που δεν μας αφορούν στην υπό κρίση υπόθεση, τα εθνικά μέτρα που σκοπούν τη συμμόρφωση προς την απόφαση του Δικαστηρίου και την εναρμόνιση της εσωτερικής φορολογίας των λιπαντικών ελαίων με τις απαιτήσεις των εφαρμοστέων οδηγιών δεν τέθηκαν ποτέ σε ισχύ. Επομένως, στην εσωτερική έννομη τάξη, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος 504, ακόμη και μετά την έναρξη ισχύος της oδηγίας 2003/96 και αποτελούν την αφετηρία των υπό κρίση αιτήσεων για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

 Οι διαδικασίες της κύριας δίκης και οι προδικαστικές παραπομπές στο Δικαστήριο

  1. Το 2004, το αρμόδιο ιταλικό τελωνείο του Trento, Agenzia delle Dogane – Uffizio di Trento, απηύθυνε στη Fendt Italiana Srl (στο εξής: Fendt) δύο κοινοποιήσεις λόγω παραλείψεως καταβολής του φόρου καταναλώσεως επί των λιπαντικών ελαίων, για την περίοδο μεταξύ Δεκεμβρίου 2003 και Ιουλίου 2004, τα δε ποσά του απαιτητού φόρου είχαν υπολογιστεί εντόκως ως πρόστιμο.
  2. Η Fendt αμφισβήτησε τα μέτρα αυτά ενώπιον του αρμόδιου ιταλικού φορολογικού δικαστηρίου, την Commissione tributaria provinciale di Trento, η οποία απέρριψε τις αιτήσεις της. Σύμφωνα με το δικαστήριο αυτό, η oδηγία 2003/96 δεν εφαρμόζεται σε ενεργειακά προϊόντα πλην αυτών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης. Το φορολογικό καθεστώς άλλων προϊόντων καθορίζεται επομένως εξ ολοκλήρου από το εσωτερικό δίκαιο, συγκεκριμένα το άρθρο 62 του νομοθετικού διατάγματος 504.
  3. Η Fendt άσκησε έφεση κατά των διατάξεων αυτών ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο έκρινε ότι, ενόψει της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Ιταλίας, και του λόγου υπάρξεως και του σκοπού των επελθουσών με την οδηγία 2003/96 τροποποιήσεων στο κοινοτικό φορολογικό καθεστώς των πετρελαιοειδών, τίθεται το ζήτημα αν το άρθρο 62 του νομοθετικού διατάγματος 504 είναι συμβατό με το κοινοτικό δίκαιο και αν στο εξής εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών να επιβάλλουν επί των προϊόντων αυτών φόρους βάσει του εθνικού δικαίου. Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία στις δύο διαφορές και υπέβαλε ταυτόσημες αιτήσεις για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως περί «του συμβατού του φορολογικού συστήματος του άρθρου 62 του νομοθετικού διατάγματος 504/95 με την oδηγία 2003/96/EΚ».
  4. Στη συνέχεια, οι δύο αιτήσεις αποτέλεσαν το αντικείμενο συνεκδικάσεως με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Μαΐου 2006.
  5. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Κυπριακή Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η Fendt και η Επιτροπή ανέπτυξαν και προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Φεβρουαρίου 2007.

 Τα προδικαστικά ερωτήματα

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

  1. Ορθώς η Επιτροπή επισήμανε ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, να αποφαίνεται επί του συμβατού εθνικών διατάξεων με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου (15), όπως ρητώς ζήτησε το αιτούν δικαστήριο. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα ερωτήματα πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αφορούν κατ’ ουσίαν το ζήτημα αν η οδηγία 2003/96, η οποία αποκλείει του πεδίου εφαρμογής της τα πετρελαιοειδή εάν προορίζονται για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης, απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν φόρο καταναλώσεως για τις χρήσεις αυτές.
  2. Στο ερώτημα αυτό μπορεί να δοθεί απάντηση, βάσει των στοιχείων που εκτίθενται στις διατάξεις περί παραπομπής (μολονότι είναι συνοπτικές), που συμπληρώθηκαν επωφελώς με τις παρατηρήσεις της Ιταλικής Δημοκρατίας και της Επιτροπής.

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

  1. Όλοι οι διάδικοι που υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις (δηλαδή η Επιτροπή, η Κυπριακή Δημοκρατία και η Ιταλική Δημοκρατία) ισχυρίζονται ότι, μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2003/96, τα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης δεν απαλλάσσονται πλέον της φορολογίας των κρατών μελών (όπως επέβαλλε στο παρελθόν το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της oδηγίας 92/81). Το άρθρο 2, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, πρώτη περίπτωση, της oδηγίας 2003/96 αποκλείει στο εξής από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής τα «ενεργειακά προϊόντα» που χρησιμοποιούνται για «άλλους σκοπούς εκτός της χρήσης ως καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης» και, κατά συνέπεια, τα πετρελαιοειδή που απαλλάσσονταν προηγουμένως. Κατά συνέπεια, τα πετρελαιοειδή αυτά μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο εθνικής φορολογίας.
  2. Η Fendt δεν κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις. Θα εξετάσω κατωτέρω τα διάφορα επιχειρήματα που προέβαλε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

 Ανάλυση

  1. Συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής, της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι η oδηγία 2003/96 τροποποίησε το κοινοτικό καθεστώς φορολογίας, το οποίο εφαρμόζεται στα πετρελαιοειδή, περιλαμβανομένων των λιπαντικών ελαίων, δυνάμει της οδηγίας 92/81, με αποτέλεσμα τα λιπαντικά έλαια να μην πρέπει πλέον να απαλλάσσονται υποχρεωτικά του φόρου σε εθνικό επίπεδο.
  2. Το άρθρο 2, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, της oδηγίας 2003/96 αποκλείει ρητώς τα ενεργειακά προϊόντα που δεν χρησιμοποιούνται ως καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης (και, συνεπώς, τα λιπαντικά έλαια όταν χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τον προορισμό τους, ήτοι τη λίπανση) του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από την εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη.
  3. Αντιθέτως, το άρθρο 14 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι οι χρήσεις των ενεργειακών προϊόντων ως καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης απαλλάσσονται της φορολογίας υπό ορισμένες προϋποθέσεις, κατά παρέκκλιση της βασικής αρχής (θεσπισθείσας στο άρθρο 1), σύμφωνα με την οποία η χρήση αυτή των ενεργειακών προϊόντων πρέπει να φορολογείται. Επομένως, το άρθρο αυτό δέχεται ότι τα εν λόγω προϊόντα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, θεσπίζοντας ότι δεν φορολογούνται εάν χρησιμοποιούνται με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Συνεπώς, το άρθρο 14 λειτουργεί εντελώς διαφορετικά από το άρθρο 2, παράγραφος 4, το οποίο αποκλείει πλήρως του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας τις χρήσεις των ενεργειακών προϊόντων πλην της χρήσης τους ως καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης
  4. Όπως επισήμαναν η Επιτροπή και η Κυπριακή Δημοκρατία, τα πετρελαιοειδή τα οποία προορίζονται για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των απαριθμουμένων στο άρθρο 14 απαλλαγών, ενώ αναφέρονταν μεταξύ των απαλλαγών βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/81 (με τα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης υπό συνθήκες ανάλογες με αυτές οι οποίες επί του παρόντος απαλλάσσονται βάσει του άρθρου 14 της οδηγίας 2003/96).
  5. Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες επιβεβαιώνεται ότι, ένα έτος περίπου πριν από την έκδοση της οδηγίας 2003/96, στη βούληση του νομοθέτη ήταν να αποκλείσει από την κοινοτική εναρμόνιση τη φορολογία των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης (16).
  6. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Fendt δέχθηκε ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/96 περιορίζεται στα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης. Η Fendt ισχυρίστηκε ότι, ακριβώς για τον λόγο αυτό, το άρθρο 30 της οδηγίας αυτής πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καταργεί μόνον τις διατάξεις των οδηγιών 92/81 και 92/82 οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της oδηγίας 2003/96. Κατά συνέπεια, η απαλλαγή με την oδηγία 92/81 των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης εξακολουθεί να ισχύει. Η Fendt προέβαλε τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Αλεβίζος (17) προς στήριξη της ερμηνείας αυτής των αποτελεσμάτων της καταργήσεως.
  7. Δεν συντάσσομαι με την άποψη της Fendt ότι το άρθρο 30 της οδηγίας 2003/96 καταργεί μόνον τις διατάξεις των παλαιών οδηγιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, και ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/81 εξακολουθεί συνεπώς να ισχύει. Η διατύπωση του άρθρου 30 είναι σαφής και ανεπιφύλακτη. Η μοναδική φυσιολογική του έννοια είναι ότι οι οδηγίες 92/81 και 92/82 έχουν εξ ολοκλήρου καταργηθεί. Αν ο νομοθέτης είχε θελήσει να μην καταργήσει ορισμένες διατάξεις των οδηγιών αυτών, θα μπορούσε ευκόλως να το πράξει απαριθμώντας, στο άρθρο 30, της οδηγίας 2003/96 τις διατάξεις που δεν πρέπει να καταργηθούν. Το μόνο ζήτημα που άφησε αρχικώς ανοιχτό το άρθρο 30 είναι το πώς πρέπει να ερμηνευθούν οι αναφορές στις καταργηθείσες οδηγίες που περιλαμβάνονται σε άλλα κοινοτικά νομοθετικά κείμενα. Η τροποποίηση που προσέθεσε το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 30 ήρε την αβεβαιότητα αυτή (18).
  8. Η επίδικη διάταξη (19) στην υπόθεση Αλεβίζος θέσπισε ότι «[ο]ι σχετικές με τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως διατάξεις των παρακάτω οδηγιών παύουν να παράγουν αποτελέσματα στις 31 Δεκεμβρίου 1992 […]». Η γενική εισαγγελέας J. Kokott διαπίστωσε ότι η διατύπωση της διατάξεως αυτής δεν αναφέρει σαφώς ποιες διατάξεις των εν λόγω οδηγιών θα έπαυαν να ισχύουν, ποια εμπορεύματα θα θίγονταν, ούτε αν οι εν λόγω οδηγίες μπορούσαν εν πάση περιπτώσει να εξακολουθήσουν να έχουν αυτοτελές πεδίο εφαρμογής (20). Η γενική εισαγγελέας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τροποποιητική διάταξη περιορίζεται στα προϊόντα που αποτελούν το αντικείμενο της οδηγίας που περιλαμβάνει τη διάταξη αυτή. Το πεδίο εφαρμογής της τροποποιητικής οδηγίας καθορίζει επομένως το περιεχόμενο της τροποποιήσεως (21).
  9. Ωστόσο, η υπόθεση Αλεβίζος αφορούσε εντελώς διαφορετική κατάσταση από αυτήν που μας απασχολεί εν προκειμένω. Στην υπόθεση εκείνη, δεν προέκυπτε σαφώς ποιες διατάξεις θα έπαυαν να ισχύουν ούτε για ποια προϊόντα επρόκειτο. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η κατά γράμμα ερμηνεία, μεταξύ άλλων, διότι η μεταγενέστερη οδηγία καλύπτει μόνον ορισμένα προϊόντα ενώ οι προγενέστερες οδηγίες δεν ήταν τόσο περιορισμένες (22). Εν προκειμένω, αντιθέτως, το πεδίο εφαρμογής της καταργήσεως του άρθρου 30 της oδηγίας 2003/96 είναι απολύτως σαφές: «οι οδηγίες 92/81/ΕΟΚ και 92/82/ΕΟΚ καταργούνται». Η σαφής διατύπωση του άρθρου 30 απαγορεύει την αναζήτηση ερμηνείας του περιεχομένου της καταργήσεως αυτής υπό την έννοια ότι περιορίζεται στις διατάξεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της καταργητικής οδηγίας. Εξάλλου, οι καταργηθείσες οδηγίες καλύπτουν πιο περιορισμένο κύκλο προϊόντων (πετρελαιοειδή) από τον κύκλο που καλύπτει η οδηγία 2003/96 (ενεργειακά προϊόντα και ηλεκτρική ενέργεια).
  10. Αν η έννοια μιας διατάξεως δεν είναι σαφής, πρέπει σαφώς να ερμηνεύεται η διάταξη αυτή επανατοποθετώντας τη στο νομοθετικό της πλαίσιο (23). Είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα να λεχθεί ότι υπάρχει γενικός ερμηνευτικός κανόνας ότι, όταν ένα μέτρο θεσπίζει νέους κανόνες και καταργεί προγενέστερο μέτρο με γενική διατύπωση χωρίς αμφισβήτηση, το περιεχόμενο της καταργήσεως περιορίζεται παρ’ όλα αυτά στις διατάξεις του καταργηθέντος μέτρου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των νέων κανόνων που καθορίστηκαν. Η προσέγγιση αυτή ουδαμώς δικαιολογείται και θίγει σοβαρά την ασφάλεια δικαίου.
  11. Εξάλλου, η Fendt υπενθύμισε ότι η ratio της oδηγίας 2003/96 συνίσταται στη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων για να συμβάλει στην πραγματοποίηση των σκοπών του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Επομένως, δεν είναι εύλογο να συναχθεί ότι η oδηγία 2003/96 επανεισήγαγε την ευχέρεια φορολογίας των χρήσεων των πετρελαιοειδών πλην της χρήσης τους ως καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης, ενώ πρόκειται για μη ρυπαντικές χρήσεις. Η Fendt τόνισε επίσης ότι το άρθρο 24 της oδηγίας 2003/96 απάλλαξε ρητώς τα καύσιμα που περιέχονται στις δεξαμενές καυσίμων των εμπορικών οχημάτων, που χρησιμοποιούνται σε άλλο κράτος μέλος, από τη φορολογία στο κράτος όπου το εν λόγω όχημα κατασκευάστηκε, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν τα καύσιμα, και κατά συνέπεια δεν ρύπαναν. Σύμφωνα με τη Fendt, αν η oδηγία 2003/96 εφαρμοζόταν στα λιπαντικά έλαια που χρησιμοποιούνται για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης, έπρεπε, λογικώς, να απαλλάσσει επίσης τη χρήση αυτή, εφόσον η χρήση αυτή δεν ρυπαίνει. Εξ αντιδιαστολής, βάσει της ελλείψεως αντίστοιχης απαλλαγής μπορεί να υποστηριχθεί ότι η οδηγία 2003/96 άφησε άθικτη την προγενέστερη απαλλαγή της οδηγίας 92/81 για τα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης.
  12. Δεν νομίζω ότι το πλαίσιο ή το αντικείμενο της οδηγίας 2003/96 συνηγορούν υπέρ της προβληθείσας από τη Fendt ερμηνείας. Συγκεκριμένα, δεν βλέπω καμία αντίφαση μεταξύ του σκοπού (που αναφέρεται στην έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/96) ο οποίος συνίσταται στην επίτευξη των σκοπών του Πρωτοκόλλου του Κιότο και την ευχέρεια των κρατών μελών να φορολογούν τα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης. Αντιθέτως, τα πετρελαιοειδή αυτά χρησιμοποιούνται για τη λίπανση κινητήρων και άλλων εξαρτημάτων οχημάτων που εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Η πρώτη πρόταση της εικοστής δεύτερης αιτιολογικής σκέψης αναφέρει ρητώς ότι «τα ενεργειακά προϊόντα υπάγονται ουσιαστικά σε κοινοτικό πλαίσιο όταν χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης ή ως καύσιμα κινητήρων». Υπό τις συνθήκες αυτές, αποτελεί πράγματι «ίδιον της φύσης και της λογικής του φορολογικού συστήματος να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του πλαισίου αυτού τα ενεργειακά προϊόντα […] που χρησιμοποιούνται για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα θέρμανσης ή καύσιμα κινητήρων […]».
  13. Από την κατάργηση της οδηγίας 92/81 και τον ρητό αποκλεισμό των ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/96, προκύπτει ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να φορολογούν τα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς αυτούς, υπό την προϋπόθεση ότι η φορολογία αυτή τηρεί τις γενικές διατάξεις της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (μεταξύ άλλων, τα άρθρα 25 ΕΚ και 90 EΚ, που απαγορεύουν αντιστοίχως τους εισαγωγικούς και εξαγωγικούς δασμούς μεταξύ κρατών μελών καθώς και την εσωτερική φορολογία που δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις και επιβαρύνει τα προϊόντα άλλων κρατών μελών). Σε θέματα κοινοτικής εναρμόνισης, υφίσταται η γενική αρχή ότι οι πτυχές που αποκλείονται της πράξης της κοινοτικής εναρμόνισης παραμένουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα οποία παραμένουν κατά συνέπεια ελεύθερα να τις ρυθμίζουν τηρώντας τα τασσόμενα από τη Συνθήκη ΕΚ όρια (24).
  14. Λαμβανομένης υπόψη της γενικής αυτής αρχής, δεν χρειάζεται να προσδιοριστεί μια διάταξη επιτρέπουσα expressis verbis στα κράτη μέλη να φορολογούν τα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης κατόπιν της καταργήσεως της οδηγίας 92/81.
  15. Η Επιτροπή και η Κυπριακή Δημοκρατία επικαλούνται ωστόσο ρητώς το άρθρο 3, παράγραφος 3, της oδηγίας 92/12 υπό την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να φορολογούν τα ενεργειακά προϊόντα που αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της oδηγίας 2003/96. Η επιχειρηματολογία τους είναι κατ’ ουσίαν η εξής. Εάν δεν χρησιμοποιούνται ως καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης, τα επίμαχα πετρελαιοειδή αποκλείονται του πεδίου εφαρμογής της oδηγίας 2003/96 (που αντικατέστησε τις οδηγίες 92/81 και 92/82). Επομένως, δεν είναι πετρελαιοειδή «όπως ορίζονται στις σχετικές οδηγίες» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/12. Κατά συνέπεια, εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 3, της ίδιας αυτής οδηγίας και, συνεπώς, μπορούν να φορολογούνται από ένα κράτος μέλος.
  16. Η συλλογιστική αυτή συγχέει τον ορισμό των πετρελαιοειδών και τη συγκεκριμένη χρήση τους. Εξετάζοντας το ζήτημα αυτό εγγύτερα, προκύπτει ότι τα επίμαχα πετρελαιοειδή εμπίπτουν στονορισμό των «πετρελαιοειδών» της οδηγίας 2003/96, μολονότι η συγκεκριμένη χρήση τους (άλλη χρήση εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης) τα αποκλείει του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας αυτής.
  17. Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/12, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στα «πετρελαιοειδή» «όπως ορίζονται στις σχετικές οδηγίες». Η οδηγία 92/81 ήταν αρχικώς η «σχετική οδηγία». Όσο ίσχυε η οδηγία αυτή, ήταν σαφές ότι τα λιπαντικά έλαια εμπίπτουν στον ορισμό των «πετρελαιοειδών» (25) και, συνεπώς, καλύπτονται από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/12. Ωστόσο, το άρθρο 3 της οδηγίας 2003/96 προβλέπει ότι «οι αναφορές της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ, σε “πετρελαιοειδή” […] ερμηνεύονται ως καλύπτουσες όλα τα ενεργειακά προϊόντα, την ηλεκτρική ενέργεια […] που αναφέρονται […] στο άρθρο 2 […] της παρούσας οδηγίας».
  18. Μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2003/96, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/12 πρέπει κατά συνέπεια να νοείται ως εξής: «η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται, σε κοινοτικό επίπεδο, στα ακόλουθα προϊόντα όπως καθορίζονται στις σχετικές οδηγίες: τα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια […]». Τα λιπαντικά έλαια είναι «ενεργειακά προϊόντα» όπως καθορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96 (26). Συνεπώς, τα λιπαντικά έλαια αποτελούν «πετρελαιοειδή» για τους σκοπούς της οδηγίας 92/12, όπως επαναλαμβάνεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2003/96. Το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/12 επιτρέπει στα κράτη μέλη να φορολογούν προϊόντα «άλλα από εκείνα που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 1 [του άρθρου 3]». Ωστόσο, εφόσον τα επίμαχα λιπαντικά έλαια εμπίπτουν στο άρθρο 3, παράγραφος 1, η προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 3, ευχέρεια δεν μπορεί να εφαρμοστεί όσον τα αφορά.
  19. Κατόπιν τούτου, το γεγονός ότι στην οδηγία 92/12 δεν υπάρχει ρητή διάταξη επιτρέπουσα στα κράτη μέλη να φορολογούν τα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης δεν απαγορεύει, όπως ήδη ανέφερα (27), να επιβάλλουν τη φορολογία αυτή.

 Πρόταση

  1. Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα:

«Η οδηγία 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν φόρο καταναλώσεως επί των πετρελαιοειδών, περιλαμβανομένων των λιπαντικών ελαιών, όταν χρησιμοποιούνται για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης.»

1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

2 – Οδηγία 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2003 L 283, σ. 51), όπως τροποποιήθηκε, όσον όμως αφορά εν προκειμένω, με την οδηγία 2004/75/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004 (ΕΕ L 157, σ. 100).

3 – Οδηγία 92/81/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 12).

4 – Απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2003, C-437/01, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2003, σ. Ι-9861).

5 – Οδηγία 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ΕΕ L 76, σ. 1).

6 – Άρθρο 1, παράγραφος 1.

7 – Οδηγία 92/82/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 19).

8 – Κανονισμός (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ L 256, σ. 1).

9 – Δεν κατάργησε ή αντικατέστησε τη «συναφή» οδηγία 92/12, η οποία εξακολουθεί να ισχύει.

10 – Βλ. έβδομη και δέκατη αιτιολογική σκέψη.

11 –      Η προσθήκη του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 30 προκύπτει από την επελθούσα με την οδηγία 2004/75 τροποποίηση (παρατεθείσα στην υποσημείωση 2 ανωτέρω), η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οποίας αναφέρει ότι η διατύπωση του άρθρου 30 πρέπει να διευκρινιστεί.

12 – Με τίτλο «Testo unico delle disposizioni legislative concernenti le imposte sulla produzione e sui consumi e relative sanzioni penale e amministrative» (ενιαίο κείμενο των νομοθετικών διατάξεων σχετικά με τους φόρους παραγωγής, κατανάλωσης και τις ποινικές και διοικητικές συναφείς κυρώσεις), της 26ης Οκτωβρίου 1995 (GURI αριθ. 279, της 29ης Νοεμβρίου 1995, τακτικό συμπλήρωμα).

13 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4.

14 – Σκέψη 30.

15 – Βλ. αποφάσεις 15ης Ιουλίου 1964, 6/64, Costa (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1191) και, πλέον προσφάτως, απόφαση C-346/97, Braathens Sverige (Συλλογή 1999, σ. I-3419, σκέψη 14).

16 – Στις προπαρασκευαστικές εργασίες περιλαμβάνεται η πρόταση της Επιτροπής για νέα οδηγία περί της φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων, COM(97) 30 τελικό της 12ης Μαρτίου 1997, καθώς και τα έγγραφα του Συμβουλίου 13062/02 της 17ης Οκτωβρίου 2002, 13422/02 της 29ης Οκτωβρίου 2002, 14200/02 της 13ης Νοεμβρίου 2002, 14862/02 ADD 1 της 27ης Νοεμβρίου 2002 και 15354/02 της 9ης Δεκεμβρίου 2002. Το έγγραφο 14200/02 είναι προφανώς ιδιαίτερα χρήσιμο. Περιλαμβάνει προτάσεις, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τη μετέπειτα εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη, το άρθρο 2, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, και το άρθρο 14 της οδηγίας 2003/96. Αναφέρει επίσης το κείμενο κοινής δηλώσεως της Επιτροπής και του Συμβουλίου που επισυνάπτεται στα πρακτικά του Συμβουλίου, το οποίο επιβεβαιώνει ρητώς ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να φορολογήσουν τα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης. Ωστόσο όσον αφορά το περιεχόμενο των δηλώσεων αυτών, βλ. την απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991, C-292/89, Antonissen (Συλλογή 1991, σ. I-745, σκέψη 18). Η πρόσβαση στα έγγραφα του Συμβουλίου γίνεται από την εξής ηλεκτρονική διεύθυνση: http://register.consilium.europa.eu.

17 – Προτάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2007 στην υπόθεση C-392/05, σημεία 29 έως 32.

18 – Βλ. υποσημείωση 11 ανωτέρω.

19 – Άρθρο 23, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/12, το οποίο δεν αφορά την προκειμένη περίπτωση.

20 – Παράγραφος 29 των προτάσεων.

21 – Όπ.π., παράγραφος 32.

22 – Όπ.π., σκέψεις 31 και 32.

23 – Βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982, 283/81, CILFIT (Συλλογή 1982, σ. 3415, σκέψη 20).

24 – Η νομολογία του Δικαστηρίου θέσπισε την αρχή αυτή σε πολλά διαφορετικά πλαίσια. Βλ., παραδείγματος χάρη, τις αποφάσεις της 20ής Φεβρουαρίου 1978, 120/78, Rewe-Zentral (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 321, σκέψη 8)· της 26ης Ιανουαρίου 1984, 301/82, Clin-Midy (Συλλογή 1984, σ. 251, σκέψη 6)· της 26ης Σεπτεμβρίου 1985, 187/84, Caldana (Συλλογή 1985, σ. 3013, σκέψη 19), και της 1ης Οκτωβρίου 1998, C-127/97, Burstein (Συλλογή 1998, σ. I-6005, σκέψη 31). Η υποχρέωση των κρατών μελών να συμμορφούνται προς τις γενικές αρχές της Συνθήκης ΕΚ στους τομείς που δεν αποτελούν το αντικείμενο κοινοτικής εναρμονίσεως αναφέρεται ρητά στις αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1986, Επιτροπή κατά Γαλλίας, 270/83 (Συλλογή 1986, σ. 273, σκέψη 24), και της 11ης Ιουλίου 2002, C-294/00, Gräbner (Συλλογή 2002, σ. I-6515, σκέψη 26).

25 – Βλ. σημείο 8 ανωτέρω.

26 – Βλ. σημείο 14 ανωτέρω. Το γεγονός ότι οι χρήσεις λιπαντικών ελαίων για άλλο σκοπό εκτός από καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/96 δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 4, δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά το γεγονός ότι τα λιπαντικά αυτά έλαια εμπίπτουν στον ορισμό των «ενεργειακών προϊόντων» του άρθρου 2 της οδηγίας αυτής.

27 – Βλ. σημεία 45 και 46 ανωτέρω.