Υπόθεση C-181/06 Deutsche Lufthansa AG κατά ANA-Aeroportos de Portugal SA (αίτηση του Tribunal Administrativo e Fiscal do Porto για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως) «Αεροπορικές μεταφορές — Αερολιμένες — Υπηρεσίες εδάφους — Είσπραξη τέλους διοικητικών υπηρεσιών εδάφους και εποπτείας»

 

 

 

Περίληψη της αποφάσεως

Μεταφορές — Αεροπορικές μεταφορές — Πρόσβαση στην αγορά των υπηρεσιών εδάφους στους αερολιμένες της Κοινότητας

(Οδηγία 96/67 του Συμβουλίου, άρθρο 16 § 3 και παράρτημα, σημείο 1)

Το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει εθνική ρύθμιση που προβλέπει την καταβολή, από τους παρέχοντες υπηρεσίες εδάφους, τέλους διοικητικών υπηρεσιών εδάφους και εποπτείας στην αρμόδια για τη διαχείριση του αερολιμένα αρχή, εκτός αν το τέλος διοικητικών υπηρεσιών εδάφους και εποπτείας που προβλέπει η νομοθεσία αυτή οφείλεται ως αντιπαροχή για το σύνολο ή μέρος των υπηρεσιών που καθορίζονται στο σημείο 1 του παραρτήματος της οδηγίας 96/67, σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά υπηρεσιών εδάφους στους αερολιμένες της Κοινότητας, και δεν συνιστά δεύτερη φορολόγηση υπηρεσιών ήδη αμειβομένων μέσω άλλου τέλους ή φόρου. Στην περίπτωση που, μετά τις εξακριβώσεις στις οποίες θα προβεί το αιτούν δικαστήριο, αποδειχθεί ότι το εν λόγω τέλος συνιστά τέλος για την πρόσβαση στις αερολιμενικές εγκαταστάσεις, στο δικαστήριο αυτό εναπόκειται να εξακριβώσει κατά πόσον το επίδικο τέλος πληροί τα κριτήρια της καταλληλότητας, της αντικειμενικότητας, της διαφάνειας και της άνευ διακρίσεων εφαρμογής, όπως αυτά καθορίζονται από το άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 96/67.

(βλ. σκέψη 29 και διατακτ.)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 5ης Ιουλίου 2007 (*)

«Αεροπορικές μεταφορές – Αερολιμένες – Υπηρεσίες εδάφους – Είσπραξη τέλους διοικητικών υπηρεσιών εδάφους και εποπτείας»

Στην υπόθεση C‑181/06,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Tribunal Administrativo e Fiscal do Porto (Πορτογαλία) με απόφαση της 7ης Μαρτίου 2006, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Απριλίου 2006, στο πλαίσιο της διαδικασίας

Deutsche Lufthansa AG

κατά

ANA – Aeroportos de Portugal SA,

παρισταμένου του:

Ministério Público,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C.W.A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, P. Kūris (εισηγητή), J. Makarczyk, L. Bay Larsen και J.-C. Bonichot, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2007,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Deutsche Lufthansa AG, εκπροσωπούμενη από τον A. Moura Portugal, advogado,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Fernandes και την M. J. Viegas,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Κ. Γεωργιάδη και τη Ζ. Χατζηπαύλου,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους J. R. Vidal Puig, S. Noe και P. Guerra e Andrade,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Απριλίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 6 και 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 96/67/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1996, σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά υπηρεσιών εδάφους στους αερολιμένες της Κοινότητας (ΕΕ L 272, σ. 36).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Deutsche Lufthansa AG (στο εξής: Lufthansa) και της ANA – Aeroportos de Portugal SA (στο εξής: ANA) σχετικά με πράξη βεβαιώσεως και εισπράξεως τελών διοικητικών υπηρεσιών εδάφους και εποπτείας την οποία εξέδωσε η ANA.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

3        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/67 έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, κατά το άρθρο 1, διασφαλίζοντας στους παρέχοντες υπηρεσίες εδάφους ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά παροχής υπηρεσιών εδάφους σε τρίτους.

Τα κράτη μέλη δύνανται να υποχρεώσουν τους παρέχοντες υπηρεσίες εδάφους να εγκατασταθούν στην Κοινότητα.»

4        Το άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα ακόλουθα:

«Όταν η πρόσβαση των παρεχόντων υπηρεσίες και των χρηστών που επιθυμούν να εξυπηρετούνται δι’ ιδίων μέσων στις εγκαταστάσεις του αερολιμένα συνεπάγεται την καταβολή αντιτίμου, το αντίτιμο καθορίζεται με βάση κατάλληλα, αντικειμενικά, διαφανή και αμερόληπτα κριτήρια.»

5        Το παράρτημα της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Οι διοικητικές υπηρεσίες εδάφους και η εποπτεία περιλαμβάνουν:

1.1.  τις υπηρεσίες αντιπροσώπευσης και επαφών με τις τοπικές αρχές ή με κάθε άλλο πρόσωπο, τις πληρωμές που πραγματοποιούνται για λογαριασμό του χρήστη και την παροχή χώρων στους αντιπροσώπους του·

1.2.      τον έλεγχο της φόρτωσης, των μηνυμάτων και των τηλεπικοινωνιών·

1.3.      την επεξεργασία, την αποθήκευση, το χειρισμό και τη διοίκηση των μονάδων φόρτωσης·

1.4.      κάθε άλλη υπηρεσία εποπτείας πριν, κατά ή μετά την πτήση και κάθε άλλη διοικητική υπηρεσία που ζητεί ο χρήστης.»

 Η εθνική νομοθεσία

6        Το νομοδιάταγμα 102/90, της 21ης Μαρτίου 1990, όπως τροποποιήθηκε με το νομοδιάταγμα 280/99 της 26ης Ιουλίου 1999 (Diário da Republica I, σειρά A, αριθ. 172, της 26ης Ιουλίου 1999, σ. 4678, στο εξής: νομοδιάταγμα 280/99), θεσπίζει τις λεπτομέρειες των τελών που επιβάλλονται για την άσκηση κάθε δραστηριότητας στους χώρους των αερολιμένων και προβλέπει, στο άρθρο 18, παράγραφος 2, ότι, στον δημόσιο τομέα των αερολιμένων του οποίου την εκμετάλλευση έχει η ΑΝΑ, το ύψος των τελών υπηρεσιών εδάφους καθορίζεται από την ΑΝΑ, κατόπιν προηγουμένης εγκρίσεως από την Εθνική Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.

7        Το άρθρο 3 του κανονιστικού διατάγματος 12/99, της 30ής Ιουλίου 1999 (Diário da Republica I, σειρά B, αριθ. 176, της 30ής Ιουλίου 1999, σ. 4922), ορίζει τα ακόλουθα:

«Κατά το άρθρο 17 του νομοδιατάγματος 102/90, της 21ης Μαρτίου 1990, και για την εφαρμογή του άρθρου 18 του εν λόγω νομοδιατάγματος, τα προβλεπόμενα από τη διάταξη αυτή τέλη διακρίνονται, αναλόγως της φύσεως των υπηρεσιών και των ασκουμένων δραστηριοτήτων, σε:

  1. a)      τέλη κινήσεως·
  2. b)      τέλη υπηρεσιών εδάφους (“handling”)·
  3. c)      τέλη καταλήψεως χώρου σταθμεύσεως·
  4. d)      λοιπά τέλη εμπορικής φύσεως.»

8        Τα τέλη υπηρεσιών εδάφους προβλέπονται από τα άρθρα 10 επ. του κανονιστικού διατάγματος 12/99 και είναι ένδεκα τον αριθμό.

9        Το άρθρο 10 του διατάγματος αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«Οφείλονται τέλη υπηρεσιών εδάφους για την άσκηση κάθε δραστηριότητας που περιλαμβάνεται στις υπηρεσίες που απαριθμούνται στον κατάλογο του παραρτήματος Ι του νομοδιατάγματος 275/99, της 23ης Ιουλίου 1999, σύμφωνα με τους ακόλουθους όρους:

1)      Τέλος διοικητικών υπηρεσιών εδάφους και εποπτείας οφείλεται από τους παρέχοντες υπηρεσίες και καθορίζεται βάσει του πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών, με εφαρμογή ορισμένου συντελεστή·

2)      Τέλος εξυπηρετήσεως επιβατών οφείλεται από τους παρέχοντες υπηρεσίες και από τους εξυπηρετούμενους δι’ ιδίων μέσων χρήστες αερολιμένα· καθορίζεται ανά τμήματα του ωραρίου ή ανά τμήματα της ημέρας ή του μήνα και ανά θυρίδα υποδοχής επιβατών και ελέγχου εισιτηρίων (“check-in”)·

3)      Τέλος υπηρεσιών αποσκευών οφείλεται από τους παρέχοντες υπηρεσίες και από τους εξυπηρετούμενους δι’ ιδίων μέσων χρήστες αερολιμένα· καθορίζεται ανά τμήματα του ωραρίου ή ανά τμήματα της ημέρας ή του μήνα και ανά θυρίδα υποδοχής επιβατών και ελέγχου εισιτηρίων (check-in), ή ανά αναληφθείσα μονάδα αποσκευών·

4)      Τέλος υπηρεσιών φορτίου και ταχυδρομείου οφείλεται:

  1. a)      από τους εξυπηρετούμενους δι’ ιδίων μέσων χρήστες αερολιμένα· καθορίζεται ανά διακινούμενη μονάδα,
  2. b)      από τους παρέχοντες υπηρεσίες· καθορίζεται βάσει του πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών, με εφαρμογή ορισμένου συντελεστή.

5)      Τέλος για εργασίες στον διάδρομο οφείλεται:

  1. a)      από τους εξυπηρετούμενους δι’ ιδίων μέσων χρήστες αερολιμένα· καθορίζεται ανά διακινούμενη μονάδα,
  2. b)      από τους παρέχοντες υπηρεσίες· καθορίζεται βάσει του πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών, με εφαρμογή ορισμένου συντελεστή.

6)      Τέλος υπηρεσιών καθαρισμού και συντηρήσεως αεροσκάφους οφείλεται από τους παρέχοντες υπηρεσίες και καθορίζεται βάσει του πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών, με εφαρμογή ορισμένου συντελεστή.

7)      Τέλος υπηρεσιών εφοδιασμού σε καύσιμα και λάδια οφείλεται από τους παρέχοντες υπηρεσίες και καθορίζεται βάσει του πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών, με εφαρμογή ενός συντελεστή ή ανά εκατόλιτρο καυσίμου, και ανά λίτρο χορηγηθέντος λαδιού, στην οποία περίπτωση τα κλάσματα στρογγυλοποιούνται στον αμέσως μεγαλύτερο ακέραιο αριθμό.

8)      Τέλος υπηρεσιών συντηρήσεως οφείλεται από τους παρέχοντες υπηρεσίες και καθορίζεται βάσει του πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών, με εφαρμογή ορισμένου συντελεστή.

9)      Τέλος υπηρεσιών πτήσεως και διοικήσεως πληρωμάτων οφείλεται από τους παρέχοντες υπηρεσίες και καθορίζεται βάσει του πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών, με εφαρμογή ορισμένου συντελεστή.

10)      Τέλος υπηρεσιών μεταφοράς επί του εδάφους οφείλεται από τους παρέχοντες υπηρεσίες και καθορίζεται βάσει του πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών, με εφαρμογή ορισμένου συντελεστή.

11)      Τέλος υπηρεσιών τροφοδοσίας (“catering”) οφείλεται από τους παρέχοντες υπηρεσίες και καθορίζεται βάσει του πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών, με εφαρμογή ορισμένου συντελεστή.»

10      Το άρθρο 11 του εν λόγω διατάγματος προβλέπει τα εξής:

«Διαφορετικό τέλος αναλόγως της περιόδου χρησιμοποιήσεως, της μονάδας παροχής υπηρεσιών ή της εξυπηρετουμένης φυσικής μονάδας μπορεί να εισπραχθεί από τους χρήστες όλων των αερολιμενικών υποδομών υπό κεντρική διοίκηση για την άσκηση των δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών εδάφους.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Η Lufthansa, εταιρία γερμανικού δικαίου, η θυγατρική της οποίας εδρεύει στον αερολιμένα της Λισσαβώνας (Πορτογαλία), άσκησε ένδικη προσφυγή κατά της πράξεως βεβαιώσεως και εισπράξεως τελών διοικητικών υπηρεσιών εδάφους και εποπτείας την οποία εξέδωσε η ΑΝΑ.

12      Η ANA χορήγησε στη Lufthansa άδεια ασκήσεως της δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών εδάφους στον αερολιμένα Francisco Sá Carneiro στο Πόρτο. Κατά συνέπεια, στη Lufthansa επιβλήθηκε τέλος ύψους 22 164 πορτογαλικών εσκούδων (PTE) συν ΦΠΑ (ήτοι 110,55 ευρώ).

13      Η Lufthansa υποστηρίζει ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ότι οι διατάξεις του εθνικού δικαίου, ήτοι τα άρθρα 10, παράγραφος 1, του κανονιστικού διατάγματος 12/99 και 18, παράγραφος 2, του νομοδιατάγματος 280/99, αντιβαίνουν στην οδηγία 96/67.

14      Το Tribunal Administrativo e Fiscal do Porto αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Μπορεί το ποσό που, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονιστικού διατάγματος 12/99, απαιτείται ως τέλος διοικητικών υπηρεσιών εδάφους και εποπτείας να θεωρηθεί ως αντίτιμο που “καθορίζεται με βάση κατάλληλα, αντικειμενικά, διαφανή και αμερόληπτα κριτήρια”, όπως επιβάλλει το άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 96/67;

2)      Αντιβαίνει η επιβολή της πληρωμής ποσού ως τέλους διοικητικών υπηρεσιών εδάφους και εποπτείας, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονιστικού διατάγματος 12/99, του άρθρου 18, παράγραφος 2, του νομοδιατάγματος 280/99 και των λοιπών διατάξεων περί καθορισμού του ύψους αυτού του τέλους, στην ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά της παροχής υπηρεσιών εδάφους σε τρίτους, την οποία επιβάλλει το άρθρο 6 της οδηγίας 96/67;

3)      Αντιβαίνει η επιβολή της πληρωμής ποσού ως τέλους διοικητικών υπηρεσιών εδάφους και εποπτείας, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονιστικού διατάγματος 12/99, του άρθρου 18, παράγραφος 2, του νομοδιατάγματος 280/99 και των λοιπών διατάξεων περί καθορισμού του ύψους αυτού του τέλους, στην υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς και των αρχών που εξαγγέλλονται στα άρθρα 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, ΕΚ και 4 ΕΚ;

4)      Μπορεί η επιβολή της πληρωμής ποσού ως τέλους διοικητικών υπηρεσιών εδάφους και εποπτείας, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονιστικού διατάγματος 12/99, του άρθρου 18, παράγραφος 2, του νομοδιατάγματος 280/99 και των λοιπών διατάξεων περί καθορισμού του ύψους αυτού του τέλους, να θεωρηθεί ως καταχρηστική πρακτική υπό την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

15      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφοι 1, στοιχείο γ΄, και 2, της οδηγίας 96/67, στην οδηγία αυτή υπάγονταν, από 1ης Ιανουαρίου 1999, μόνον οι αερολιμένες των οποίων η ετήσια κίνηση ανέρχεται τουλάχιστον σε 3 εκατομμύρια επιβάτες ή σε 75 000 τόνους φορτίου ή των οποίων η κίνηση, κατά τη διάρκεια του προ της 1ης Απριλίου ή της 1ης Οκτωβρίου του προηγουμένου έτους εξαμήνου, ανήλθε σε 2 εκατομμύρια επιβατών ή σε 50 000 τόνους φορτίου. Από 1ης Ιανουαρίου 2001, η εν λόγω οδηγία ισχύει για όλους τους αερολιμένες που βρίσκονται επί του εδάφους κράτους μέλους και είναι ανοικτοί στην εμπορική κίνηση ή των οποίων η ετήσια κίνηση ανέρχεται τουλάχιστον σε 2 εκατομμύρια επιβάτες ή 50 000 τόνους φορτίου.

16      Από τα πραγματικά περιστατικά που παρουσίασε το αιτούν δικαστήριο δεν προκύπτει σαφώς ότι ο αερολιμένας του Πόρτο είχε φθάσει τα προμνησθέντα κατώτατα όρια πριν από το 2005. Διαφορετικά, ο αερολιμένας αυτός θα υπαγόταν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 96/67 μόλις την 1η Ιανουαρίου 2006. Όμως, η πράξη βεβαιώσεως τέλους την οποία αμφισβητεί η Lufthansa φαίνεται να αφορά το έτος 2000.

17      Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να βεβαιωθεί προηγουμένως ότι η οδηγία 96/67 έχει εφαρμογή στα πραγματικά της υποθέσεως της κύριας δίκης.

 Επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος

18      Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν μαζί, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 6 και 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 96/67 απαγορεύουν εθνικές ρυθμίσεις, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, οι οποίες προβλέπουν την καταβολή, από τους παρέχοντες υπηρεσίες εδάφους, τέλους διοικητικών υπηρεσιών εδάφους και εποπτείας στην αρμόδια για τη διαχείριση του αερολιμένα αρχή.

19      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τόσον από την εικοστή πέμπτη σκέψη της οδηγίας 96/67 όσο και από το άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι ο φορέας διαχειρίσεως του αερολιμένα είναι εξουσιοδοτημένος να εισπράττει αμοιβή ως αντιπαροχή για την πρόσβαση στις αερολιμενικές εγκαταστάσεις. Ως τοιαύτες νοούνται οι υποδομές και ο εξοπλισμός που ο αερολιμένας θέτει στη διάθεση των ενδιαφερομένων. Αντιθέτως, το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο φορέας αυτός δεν μπορούσε να εισπράττει τέλος προσβάσεως στην αγορά της παροχής υπηρεσιών εδάφους επιπλέον του τέλους χρησιμοποιήσεως των αερολιμενικών εγκαταστάσεων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2003, C‑363/01, Flughafen Hannover-Langenhagen, Συλλογή 2003, σ. I‑11893, σκέψεις 37 έως 40 καθώς και 44 και 60).

20      Πρέπει να εξεταστεί καταρχάς αν ένα τέλος όπως το επίδικο στην κύρια δίκη τέλος διοικητικών υπηρεσιών εδάφους και εποπτείας πρέπει να θεωρείται αμοιβή οφειλόμενη ως αντιπαροχή για την πρόσβαση στις αερολιμενικές εγκαταστάσεις.

21      Η Πορτογαλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το εν λόγω τέλος επιβάλλεται ως αντιπαροχή για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας αερολιμενικής υποστηρίξεως προς την πολιτική αεροπορία και για τη θέση στη διάθεση των ενδιαφερομένων ενός αγαθού του δημόσιου τομέα, τις καλές συνθήκες χρησιμοποιήσεως του οποίου οφείλει να εξασφαλίζει η ANA.

22      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι αερολιμενικές αρχές, αφενός, διευκρίνισαν ότι το περιεχόμενο του τέλους διοικητικών υπηρεσιών εδάφους και εποπτείας το οποίο προβλέπεται από το κανονιστικό διάταγμα 12/99 δεν διαφέρει από εκείνο του τέλους που μνημονεύεται στο παράρτημα της οδηγίας 96/67 και σε καμία περίπτωση δεν συνιστά δεύτερη φορολόγηση υπηρεσιών ήδη πληττομένων με τέλος προβλεπόμενο από το ίδιο κανονιστικό διάταγμα.

23      Αφετέρου, οι εν λόγω αρχές ανέφεραν, για πρώτη φορά, ότι ως πραγματική χρησιμοποίηση αγαθού του δημόσιου τομέα πρέπει να νοούνται οι καταναλώσεις νερού και ηλεκτρικού ρεύματος καθώς και τα έξοδα καθαρισμού και ασφάλειας.

24      Συναφώς, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει τις αντιπαροχές του επίδικου στην κύρια δίκη τέλους από πλευράς του ορισμού των διοικητικών υπηρεσιών εδάφους και της εποπτείας στο σημείο 1 του παραρτήματος της οδηγίας 96/67. Περαιτέρω, αν το εν λόγω τέλος οφείλεται για το σύνολο ή μέρος των υπηρεσιών αυτών και δεν συνιστά δεύτερη φορολόγηση υπηρεσιών ήδη αμειβομένων μέσω άλλου τέλους ή φόρου, το τέλος αυτό θα μπορεί να θεωρηθεί ως τέλος για την πρόσβαση στις αερολιμενικές εγκαταστάσεις και όχι ως τέλος για την πρόσβαση στην αγορά των υπηρεσιών εδάφους.

25      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να εξεταστεί, δεύτερον, αν το επίδικο στην κύρια δίκη τέλος πληροί τα κριτήρια του άρθρου 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 96/67.

26      Όσον αφορά τα κριτήρια της καταλληλότητας και της αντικειμενικότητας, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να αναζητήσει τη σχέση μεταξύ των λειτουργικών δαπανών που επιβαρύνουν την ANA και του ύψους του τέλους που καθορίζεται ως ποσοστό του κύκλου εργασιών που πραγματοποιεί η Lufthansa στον αερολιμένα Francisco Sá Carneiro στο Πόρτο.

27      Εξάλλου, το κριτήριο της διαφάνειας μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται μόνον αν υφίσταται, στην εθνική νομοθεσία, σαφής καθορισμός των υπηρεσιών που παρέχει η ANA και ακριβής προσδιορισμός του τρόπου υπολογισμού του εν λόγω τέλους.

28      Τέλος, όσον αφορά το κριτήριο της άνευ διακρίσεων εφαρμογής, δεν αμφισβητείται ότι το επίδικο στην κύρια δίκη τέλος οφείλεται μόνον από τους παρέχοντες υπηρεσίες εδάφους, ενώ τις ίδιες αερολιμενικές εγκαταστάσεις χρησιμοποιούν τόσον οι εν λόγω παρέχοντες υπηρεσίες όσο και οι χρήστες που εξυπηρετούνται δι’ ιδίων μέσων, αλλά είναι εξίσου πρόδηλο ότι, αν η μοναδική δικαιολογία μιας τέτοιας διαφοράς μεταχειρίσεως αντλείται από το ότι μόνον οι εν λόγω παρέχοντες υπηρεσίες πραγματοποιούν κέρδη, η διαφορά αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως δημιουργούσα δυσμενή διάκριση.

29      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στο πρώτο και το δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως η προβλεπόμενη στα άρθρα 10, παράγραφος 1, του κανονιστικού διατάγματος 12/99 και 18, παράγραφος 2, του νομοδιατάγματος 280/99, εκτός αν το τέλος διοικητικών υπηρεσιών εδάφους και εποπτείας που προβλέπει η νομοθεσία αυτή οφείλεται ως αντιπαροχή για το σύνολο ή μέρος των υπηρεσιών που καθορίζονται στο σημείο 1 του παραρτήματος της οδηγίας 96/67 και δεν συνιστά δεύτερη φορολόγηση υπηρεσιών ήδη αμειβομένων μέσω άλλου τέλους ή φόρου. Στην περίπτωση που, μετά τις εξακριβώσεις στις οποίες θα προβεί το αιτούν δικαστήριο, αποδειχθεί ότι το επίδικο στην κύρια δίκη τέλος συνιστά τέλος για την πρόσβαση στις αερολιμενικές εγκαταστάσεις, στο δικαστήριο αυτό εναπόκειται να εξακριβώσει κατά πόσον το επίδικο τέλος πληροί τα κριτήρια της καταλληλότητας, της αντικειμενικότητας, της διαφάνειας και της άνευ διακρίσεων εφαρμογής, όπως αυτά καθορίζονται από το άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 96/67.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

30      Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν η καταβολή του επίδικου στην κύρια δίκη τέλους αντιβαίνει στα άρθρα 3 ΕΚ και 4 ΕΚ.

31      Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι τα άρθρα 3 ΕΚ και 4 ΕΚ απαριθμούν τους τομείς και τους στόχους που αφορά η δράση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και δεν προβλέπουν υποχρεώσεις βαρύνουσες τα κράτη μέλη ή δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2000, C‑9/99, Echirolles Distribution, Συλλογή 2000, σ. I‑8207, σκέψη 22). Εφόσον οι δράσεις αυτές ρυθμίζονται λεπτομερώς από άλλα μέρη της Συνθήκης και από τις κοινοτικές πράξεις εφαρμογής της, όπως η οδηγία 96/67, στο αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί απάντηση μόνον εξ απόψεως της οδηγίας αυτής.

 Επί του τέταρτου ερωτήματος

32      Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν η απαίτηση καταβολής του επίδικου στην κύρια δίκη τέλους μπορεί να θεωρηθεί ως κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως υπό την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ.

33      Κατά πάγια νομολογία, οι αποφάσεις περί παραπομπής πρέπει να αναφέρουν τους ακριβείς λόγους που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να αμφιβάλει ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου και να θεωρήσει αναγκαίο να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο (βλ. διάταξη της 28ης Ιουνίου 2000, C-116/00, Laguillaumie, Συλλογή 2000, σ. I-4979, σκέψη 16 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και απόφαση της 13ης Ιουλίου 2000, C‑36/99, Idéal tourisme, Συλλογή 2000, σ. I‑6049, σκέψη 20). Έτσι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι είναι απαραίτητο να παράσχει το εθνικό δικαστήριο κάποιες ελάχιστες διευκρινίσεις αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους επέλεξε τις κοινοτικές διατάξεις των οποίων ζητεί την ερμηνεία καθώς και του συνδέσμου που θεωρεί ότι υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας επί της διαφοράς της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας (διάταξη της 7ης Απριλίου 1995, C‑167/94, Grau Gomis κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I‑1023, σκέψη 9).

34      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αυτές.

35      Πράγματι, δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί το συγκεκριμένο ερμηνευτικό ζήτημα που θα μπορούσε να ανακύψει σε σχέση προς το άρθρο 82 ΕΚ. Όμως, η απαίτηση ακρίβειας σχετικά με το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο έχει όλως ιδιαίτερη σημασία στον τομέα του ανταγωνισμού, ο οποίος χαρακτηρίζεται από περίπλοκες πραγματικές και νομικές καταστάσεις (βλ. προμνησθείσα διάταξη Laguillaumie, σκέψη 19 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Επομένως, το τέταρτο ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο είναι απαράδεκτο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

37      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως η προβλεπόμενη στα άρθρα 10, παράγραφος 1, του κανονιστικού διατάγματος 12/99, της 30ής Ιουλίου 1999, και 18, παράγραφος 2, του νομοδιατάγματος 102/90, της 21ης Μαρτίου 1990, όπως τροποποιήθηκε με το νομοδιάταγμα 280/99, της 26ης Ιουλίου 1999, εκτός αν το τέλος διοικητικών υπηρεσιών εδάφους και εποπτείας που προβλέπει η νομοθεσία αυτή οφείλεται ως αντιπαροχή για το σύνολο ή μέρος των υπηρεσιών που καθορίζονται στο σημείο 1 του παραρτήματος της οδηγίας 96/67/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1996, σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά υπηρεσιών εδάφους στους αερολιμένες της Κοινότητας, και δεν συνιστά δεύτερη φορολόγηση υπηρεσιών ήδη αμειβομένων μέσω άλλου τέλους ή φόρου. Στην περίπτωση που, μετά τις εξακριβώσεις στις οποίες θα προβεί το αιτούν δικαστήριο, αποδειχθεί ότι το επίδικο στην κύρια δίκη τέλος συνιστά τέλος για την πρόσβαση στις αερολιμενικές εγκαταστάσεις, στο δικαστήριο αυτό εναπόκειται να εξακριβώσει κατά πόσον το επίδικο τέλος πληροί τα κριτήρια της καταλληλότητας, της αντικειμενικότητας, της διαφάνειας και της άνευ διακρίσεων εφαρμογής, όπως αυτά καθορίζονται από το άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 96/67.

(υπογραφές)

* Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.