ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ JULIANE KOKOTT της 22ας Μαΐου 2008 (1) Υπόθεση C‑251/07 Gävle Kraftvärme AB κατά Länsstyrelsen i Gävleborgs län [αίτηση του Högsta domstolen (Σουηδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] «Οδηγία 2000/76 – Αποτέφρωση των αποβλήτων – Χαρακτηρισμός ενός εργοστασίου συμπαραγωγής θερμότητας και ηλεκτρισμού – Έννοιες των όρων “μονάδα αποτεφρώσεως” και “μονάδα συναποτεφρώσεως”»

 

 

 

I –    Εισαγωγή

  1. Η υπό κρίση υπόθεση αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2000/76/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2000, για την αποτέφρωση των αποβλήτων (2) (στο εξής: οδηγία για την αποτέφρωση των αποβλήτων). Συγκεκριμένα, πρέπει να διευκρινιστεί αν ένα εργοστάσιο συμπαραγωγής θερμότητας και ηλεκτρισμού (στο εξής: εργοστάσιο συμπαραγωγής ενέργειας (3)) πρέπει να εκτιμάται ως σύνολο ή αν κάθε λέβητας πρέπει να εξετάζεται χωριστά και πώς διακρίνονται οι μονάδες αποτεφρώσεως από τις μονάδες συναποτεφρώσεως.

II – Το νομικό πλαίσιο

  1. Το άρθρο 1 της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων καθορίζει τους σκοπούς της οδηγίας ως εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η πρόληψη ή ο περιορισμός, όσο είναι εφικτός, των αρνητικών επιδράσεων της αποτέφρωσης και της συναποτέφρωσης αποβλήτων στο περιβάλλον, ειδικότερα δε της ρύπανσης διά των εκπομπών στον ατμοσφαιρικό αέρα, το έδαφος και τα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα, καθώς και των συνακόλουθων κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου.

Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται με την επιβολή αυστηρών συνθηκών λειτουργίας και τεχνικών απαιτήσεων και τη θέσπιση οριακών τιμών εκπομπών για τις μονάδες αποτέφρωσης και συναποτέφρωσης αποβλήτων εντός της Κοινότητας, καθώς επίσης με την τήρηση των απαιτήσεων της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ.»

  1. Στο άρθρο 3, παράγραφοι 4 και 5, οι μονάδες αποτεφρώσεως και συναποτεφρώσεως ορίζονται ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]
  1. “Μονάδα αποτέφρωσης”: κάθε σταθερή ή κινητή τεχνική μονάδα με τον εξοπλισμό της, που προορίζεται αποκλειστικά για θερμική επεξεργασία αποβλήτων, με ή χωρίς ανάκτηση της θερμότητας που εκλύεται κατά την καύση. Συμπεριλαμβάνονται η αποτέφρωση αποβλήτων με οξείδωση καθώς και άλλες τεχνικές θερμικής επεξεργασίας όπως η πυρόλυση, η αεριοποίηση ή η τεχνική πλάσματος, εφόσον οι ουσίες που προέρχονται από την επεξεργασία στη συνέχεια αποτεφρώνονται.

Ο ορισμός αυτός καλύπτει τους χώρους και το σύνολο των εγκαταστάσεων αποτέφρωσης, όπου συμπεριλαμβάνονται όλες οι γραμμές αποτέφρωσης, οι εγκαταστάσεις παραλαβής, αποθήκευσης και επιτόπιας προεπεξεργασίας των αποβλήτων, τα συστήματα τροφοδότησης της μονάδας με απόβλητα, καύσιμο και αέρα, ο λέβητας, οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας των καυσαερίων, οι επί τόπου εγκαταστάσεις επεξεργασίας ή αποθήκευσης των υπολειμμάτων και των λυμάτων, η καπνοδόχος, οι διατάξεις και τα συστήματα για τον έλεγχο των εργασιών αποτέφρωσης και την καταγραφή και διαρκή παρακολούθηση των συνθηκών αποτέφρωσης.

  1. “Μονάδα συναποτέφρωσης”: κάθε σταθερή ή κινητή εγκατάσταση της οποίας κύρια λειτουργία είναι η παραγωγή ενέργειας ή η παραγωγή υλικών προϊόντων και:

–      στην οποία χρησιμοποιούνται απόβλητα ως σύνηθες ή συμπληρωματικό καύσιμο, ή

–      στην οποία τα απόβλητα υφίστανται θερμική επεξεργασία για τη διάθεσή τους.

Εάν η συναποτέφρωση πραγματοποιείται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η κύρια λειτουργία της εγκατάστασης να μην είναι η παραγωγή ενέργειας ή η παραγωγή υλικών προϊόντων αλλά η θερμική επεξεργασία των αποβλήτων, η εγκατάσταση θεωρείται μονάδα αποτέφρωσης υπό την έννοια του σημείου 4.

Ο ορισμός αυτός καλύπτει τους χώρους και το σύνολο των εγκαταστάσεων [συν]αποτέφρωσης, όπου συμπεριλαμβάνονται όλες οι γραμμές [συν]αποτέφρωσης, οι εγκαταστάσεις παραλαβής, αποθήκευσης και επιτόπιας προεπεξεργασίας των αποβλήτων, τα συστήματα τροφοδότησης της μονάδας με απόβλητα, καύσιμο και αέρα, ο λέβητας, οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας των καυσαερίων, οι επιτόπου εγκαταστάσεις επεξεργασίας ή αποθήκευσης των υπολειμμάτων και των λυμάτων, η καπνοδόχος, οι διατάξεις και τα συστήματα για τον έλεγχο των εργασιών αποτέφρωσης και την καταγραφή και διαρκή παρακολούθηση των συνθηκών αποτέφρωσης.

[…]»

  1. Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, θεσπίζει τις κατωτέρω διαφορετικές προϋποθέσεις για τη λειτουργία των μονάδων αποτεφρώσεως και συναποτεφρώσεως:

«1.      Οι μονάδες αποτέφρωσης λειτουργούν κατά τρόπο που διασφαλίζει βαθμό αποτέφρωσης τέτοιον ώστε η περιεκτικότητα των σκωριών και της τέφρας πυθμένα σε ολικό οργανικό άνθρακα (TOC) να είναι μικρότερη από 3 % ή οι απώλειες κατά την έναυση να είναι μικρότερες από 5 % του βάρους του υλικού επί ξηρού. Αν είναι απαραίτητο, χρησιμοποιούνται κατάλληλες τεχνικές προεπεξεργασίας των αποβλήτων.

Όλες οι μονάδες αποτέφρωσης σχεδιάζονται, κατασκευάζονται, εξοπλίζονται και λειτουργούν κατά τρόπον ώστε, μετά την τελευταία διοχέτευση αέρα καύσης, η θερμοκρασία των αερίων που εκλύονται κατά τη διεργασία να αυξάνεται, με ελεγχόμενο και ομοιογενή τρόπο και ακόμη και υπό τις δυσμενέστερες συνθήκες, στους 850°C, μετρούμενη στο εσωτερικό τοίχωμα ή σε άλλο αντιπροσωπευτικό σημείο του θαλάμου καύσης όπως επιτρέπει η αρμόδια αρχή, για δύο δευτερόλεπτα. Εάν αποτεφρώνονται επικίνδυνα απόβλητα που περιέχουν πάνω από 1 % αλογονούχων οργανικών ουσιών, εκφρασμένων σε χλώριο, η θερμοκρασία πρέπει να αυξάνεται στους 1 100°C επί δύο δευτερόλεπτα τουλάχιστον.

Κάθε γραμμή της μονάδας αποτέφρωσης είναι εφοδιασμένη με έναν τουλάχιστον εφεδρικό καυστήρα, που πρέπει να τίθεται αυτόματα σε λειτουργία μόλις η θερμοκρασία των καυσαερίων, μετά την τελευταία διοχέτευση αέρα καύσης, κατέλθει κάτω από τους 850°C ή τους 1 100°C κατά περίπτωση. Οι εν λόγω καυστήρες χρησιμοποιούνται επίσης στις φάσεις εκκίνησης και διακοπής των μηχανών για να εξασφαλίζεται η διατήρηση της ελάχιστης θερμοκρασίας των 850°C ή των 1 100°C κατά περίπτωση σε όλη τη διάρκεια των ανωτέρω φάσεων και για όσο χρόνο υπάρχουν ακόμη στο θάλαμο καύσης άκαυτα απόβλητα.

Κατά τις φάσεις εκκίνησης και διακοπής ή σε περίπτωση πτώσης της θερμοκρασίας των καυσαερίων κάτω από τους 850°C ή τους 1 100°C κατά περίπτωση, ο εφεδρικός καυστήρας δεν τροφοδοτείται με καύσιμο που μπορεί να προκαλέσει υψηλότερα επίπεδα εκπομπών από εκείνα που συνεπάγεται η καύση πετρελαίου ντίζελ, όπως ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 75/716/ΕΟΚ του Συμβουλίου, υγραερίου ή φυσικού αερίου.

  1. Όλες οι μονάδες συναποτέφρωσης σχεδιάζονται, κατασκευάζονται, εξοπλίζονται και λειτουργούν κατά τρόπον ώστε η θερμοκρασία των αερίων που εκλύονται κατά τη συναποτέφρωση των αποβλήτων να αυξάνεται, με ελεγχόμενο και ομοιογενή τρόπο και ακόμη και υπό τις δυσμενέστερες συνθήκες, στους 850°C, για δύο δευτερόλεπτα. Εάν συναποτεφρώνονται επικίνδυνα απόβλητα που περιέχουν πάνω από 1 % αλογονούχων οργανικών ουσιών, εκφρασμένων σε χλώριο, η θερμοκρασία πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον στους 1 100°C.»
  2. Τέλος, αναφέρομαι στη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, που παραπέμπει στην οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (4):

«Η τήρηση των οριακών τιμών εκπομπών που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να θεωρείται ως αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 96/61/ΕΚ. Η συμμόρφωση αυτή ενδέχεται να απαιτεί αυστηρότερες οριακές τιμές εκπομπών για τους ρύπους που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία, οριακές τιμές για τις εκπομπές άλλων ουσιών και άλλα στοιχεία του περιβάλλοντος και άλλους κατάλληλους όρους.»

III – Τα πραγματικά περιστατικά και τα προδικαστικά ερωτήματα

  1. Η Gävle Kraftvärme AB (στο εξής: Gävle Kraftvärme) αποτελεί εταιρία του ομίλου Gävle Energi, ο οποίος ανήκει εξ ολοκλήρου σε μια από τις μετοχικές εταιρίες που ανήκουν στον Δήμο Gävle. Έχει μεταξύ άλλων ως αποστολή την παραγωγή αστικής θερμάνσεως για το δίκτυο αστικής θερμάνσεως του Gävle.
  2. Η Gävle Kraftvärme εκμεταλλεύεται το εργοστάσιο συμπαραγωγής ενέργειας Johannes. Το εργοστάσιο αυτό αποτελεί τη βασική μονάδα παραγωγής της εταιρίας στο δίκτυο αστικής θερμάνσεως και παράγει συγχρόνως θερμότητα και ηλεκτρικό ρεύμα. Το εργοστάσιο αποτελείται από έναν λέβητα στερεών καυσίμων, τον λέβητα 1, ο οποίος, μετά την περάτωση των υπό εκτέλεση έργων επεκτάσεως, θα έχει συνολική ονομαστική θερμική ισχύ 85 MW. Η παραγωγή θερμάνσεως πραγματοποιείται διά της καύσεως, κυρίως, βιοκαυσίμων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται χρησιμοποιημένα ξύλινα είδη, αλλά έχουν πραγματοποιηθεί δοκιμές στο πλαίσιο των οποίων αναμείχθηκαν και ορισμένα καύσιμα από απόβλητα.
  3. Η Gävle Kraftvärme σχεδιάζει τώρα την επέκταση της μονάδας συμπαραγωγής με έναν ή δύο ακόμη λέβητες συνολικής ονομαστικής θερμικής ισχύος 85 MW. Η εταιρεία προτίθεται να κατασκευάσει πρώτα ένα νέο λέβητα αποτεφρώσεως αποβλήτων ισχύος μέχρι 50 MW, τον λέβητα 2, για την αποτέφρωση οικιακών αποβλήτων και αποβλήτων από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας. Εφόσον παραστεί ανάγκη, θα κατασκευαστεί κατόπιν νέος λέβητας καύσεως βιοκαυσίμων, ο λέβητας 3, με θερμική ισχύ η οποία θα καλύπτει τις μελλοντικές ανάγκες μέχρι 85 MW. Δεν αποκλείεται πάντως η Gävle Kraftvärme να αποφασίσει να μην κατασκευάσει νέο λέβητα αποτεφρώσεως αποβλήτων. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να εγκαταστήσει ένα νέο, μεγαλύτερο, λέβητα καύσεως βιοκαυσίμων, ισχύος μέχρι 85 MW, ο οποίος θα καλύπτει πλήρως τις μελλοντικές ανάγκες.
  4. Κατά συνέπεια, η Gävle Kraftvärme υπέβαλε αίτηση για την παροχή αδείας, ώστε η δραστηριότητα της μονάδας συμπαραγωγής ενέργειας Johannes να καλύπτει συνολική ονομαστική θερμική τροφοδότηση μέχρι 170 MW. Η αίτηση αφορούσε την άδεια συνεχίσεως της λειτουργίας του υπάρχοντος λέβητα καύσεως στερεών καυσίμων (λέβητα 1) με συνολική ονομαστική θερμική τροφοδότηση 85 MW καθώς και εγκαταστάσεως και θέσεως σε λειτουργία τόσο ενός νέου λέβητα αποτεφρώσεως αποβλήτων (λέβητα 2) με συνολική ονομαστική θερμική τροφοδότηση μέχρι 50 MW, όσο και ενός νέου λέβητα βιοκαυσίμων (λέβητα 3) με συνολική ονομαστική θερμική τροφοδότηση μέχρι 85 MW. Ωστόσο, η συνολική θερμική ισχύς των δύο νέων λεβήτων δεν θα υπερβαίνει τα 85 MW. Η αίτηση αφορούσε επίσης την άδεια πραγματοποιήσεως των λοιπών τροποποιήσεων και εγκαταστάσεων που είναι αναγκαίες για την αύξηση της δραστηριότητας.
  5. Η αίτηση προβλέπει την καύση, στους λέβητες 1 και 2, μέχρι 150 000 τόνων στερεών καυσίμων, προερχομένων από απόβλητα, ετησίως. Από αυτή την ποσότητα αποβλήτων, μέχρι 10 000 τόνοι θα αποτελούνται από επικίνδυνα απόβλητα υπό τη μορφή ξύλου που έχει υποστεί επιφανειακή ή προστατευτική κατεργασία.
  6. Η αρμόδια για τη χορήγηση της αδείας αρχή έκρινε ότι βασικός σκοπός της μονάδας είναι η παραγωγή ενέργειας και, κατά συνέπεια, χορήγησε τη σχετική άδεια, θεωρώντας τη –σύμφωνα με την αίτηση της Gävle Kraftvärme– ως μονάδα συναποτεφρώσεως. Το Länsstyrelse i Gävleborgs län (περιφερειακή διοικητική αρχή) προσέφυγε κατά της αποφάσεως αυτής, υποστηρίζοντας ότι ο λέβητας 2 έπρεπε να θεωρηθεί ως μονάδα αποτεφρώσεως και όχι ως μονάδα συναποτεφρώσεως. Η προσφυγή αυτή έγινε δεκτή πρωτοβαθμίως.
  7. Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου εκκρεμεί πλέον το ένδικο μέσο που άσκησε η Gävle Kraftvärme. Η εταιρεία αντιτίθεται στον αυτοτελή χαρακτηρισμό κάθε λέβητα. Αντίθετα, κατ’ αυτήν, ολόκληρο το εργοστάσιο Johannes αποτελεί μονάδα η οποία πρέπει να εκτιμηθεί στο σύνολό της.
  8. Το αιτούν δικαστήριο, το Högsta domstolen, υποβάλλει, κατά συνέπεια, τα ακόλουθα ερωτήματα, ζητώντας την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

«1)      Κατά την ερμηνεία της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων, οσάκις ένα εργοστάσιο συμπαραγωγής ενέργειας αποτελείται από πλείονες εγκαταστάσεις (λέβητες), πρέπει κάθε εγκατάσταση να θεωρείται μονάδα ή πρέπει η αξιολόγηση να καλύπτει το εργοστάσιο συμπαραγωγής ενέργειας ως όλο;

2)      Πρέπει εγκατάσταση κατασκευασθείσα για την αποτέφρωση αποβλήτων, αλλά με κύριο σκοπό την παραγωγή ενέργειας, να χαρακτηρίζεται, κατά την ερμηνεία της οδηγίας, ως μονάδα αποτεφρώσεως ή ως μονάδα συναποτεφρώσεως;»

  1. Η Δημοκρατία της Αυστρίας, το Βασίλειο της Σουηδίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μετέσχαν στην έγγραφη διαδικασία. Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Απριλίου 2008 μετέσχε μόνον η Επιτροπή.

IV – Νομική εκτίμηση

Α – Επί του πρώτου ερωτήματος – επί της εννοίας της μονάδας

  1. Το Högsta domstolen ερωτά, κατ’ αρχάς, αν, οσάκις ένα εργοστάσιο συμπαραγωγής ενέργειας αποτελείται από πλείονες εγκαταστάσεις (λέβητες), πρέπει κάθε εγκατάσταση να θεωρείται μονάδα ή πρέπει η αξιολόγηση να καλύπτει το εργοστάσιο συμπαραγωγής ενέργειας ως όλο.
  2. Η οδηγία για την αποτέφρωση των αποβλήτων διακρίνει μεταξύ των μονάδων αποτεφρώσεως και των μονάδων συναποτεφρώσεως. Σύμφωνα με το γερμανικό κείμενο του ορισμού του άρθρου 3, παράγραφος 4, «Verbrennungsanlage» (μονάδα αποτεφρώσεως) αποτελεί κάθε «technische Einheit» (τεχνική εγκατάσταση) ή «Anlage» (μονάδα). Τα κείμενα άλλων γλωσσών αποφεύγουν την επανάληψη του όρου «μονάδα». Έτσι, στο γαλλικό κείμενο, η «installation» ορίζεται ως «équipement» ή «unité technique», στο αγγλικό κείμενο το «plant» ορίζεται ως «technical unit» ή «equipment». Το σουηδικό κείμενο ακολουθεί την απόδοση των δύο τελευταίων γλωσσών, διότι ορίζει τη «förbränningsanläggning» ως «teknisk enhet» ή «utrustning».
  3. Οι μονάδες αποτεφρώσεως είναι, συνεπώς, τεχνικές εγκαταστάσεις ή μονάδες.
  4. Αντιθέτως, τα κείμενα της οδηγίας στις διάφορες γλώσσες συμφωνούν όσον αφορά τον ορισμό της «μονάδας συναποτέφρωσης» του άρθρου 3, παράγραφος 5, της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων: αυτή ορίζεται πάντοτε ως εγκατάσταση. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση της μονάδας συναποτεφρώσεως, η έννοια της μονάδας είναι διαφορετική από ό,τι στην περίπτωση της μονάδας αποτεφρώσεως. Αντιθέτως, ο ορισμός αυτός σιωπηρώς στηρίζεται στον ορισμό της μονάδας αποτεφρώσεως.
  5. Το ενιαίο περιεχόμενο του όρου «μονάδα» καθίσταται προφανές ιδίως με την απαρίθμηση συγκεκριμένων παραδειγμάτων και των δύο ειδών μονάδων, στα άρθρα 3, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, και παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων, των οποίων η διατύπωση σχεδόν ταυτίζεται. Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, ο ορισμός αυτός καλύπτει τους χώρους και το σύνολο των εγκαταστάσεων αποτεφρώσεως ή συναποτεφρώσεως, όπου συμπεριλαμβάνονται όλες οι γραμμές αποτεφρώσεως ή συναποτεφρώσεως, οι εγκαταστάσεις παραλαβής, αποθήκευσης και επιτόπιας προεπεξεργασίας των αποβλήτων, τα συστήματα τροφοδότησης της μονάδας με απόβλητα, καύσιμο και αέρα, ο λέβητας, οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας των καυσαερίων, οι επί τόπου εγκαταστάσεις επεξεργασίας ή αποθήκευσης των υπολειμμάτων και των λυμάτων, η καπνοδόχος, οι διατάξεις και τα συστήματα για τον έλεγχο των εργασιών αποτέφρωσης και την καταγραφή και διαρκή παρακολούθηση των συνθηκών αποτέφρωσης.
  6. Σε αυτή την απαρίθμηση συγκεκριμένων παραδειγμάτων μονάδων δεν γίνεται λόγος για πλείονες του ενός λέβητες, αλλά μόνον για έναν λέβητα. Αυτό συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι μία μονάδα κατά κανόνα περιλαμβάνει μόνον έναν(5) λέβητα.
  7. Η ερμηνεία αυτή ανταποκρίνεται σε ορισμένες ρυθμίσεις για τις μονάδες αποτεφρώσεως που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων, διότι αυτές δεν μπορούν παρά να εφαρμόζονται ανάλογα με τον εκάστοτε λέβητα. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, απαιτεί βαθμό αποτεφρώσεως τέτοιον ώστε η περιεκτικότητα των σκωριών και της τέφρας πυθμένα σε ολικό οργανικό άνθρακα (TOC) να είναι μικρότερη από 3 % ή οι απώλειες κατά την έναυση να είναι μικρότερες από 5 % του βάρους του υλικού επί ξηρού. Κανένα συμπέρασμα ως προς τον βαθμό αποτεφρώσεως δεν θα μπορούσε να συναχθεί από αναλύσεις που θα αφορούσαν συγχρόνως περισσότερους λέβητες.
  8. Ακόμη, οι μονάδες αποτεφρώσεως πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων, να διαθέτουν έναν εφεδρικό καυστήρα (6). Για τον σκοπό αυτό, κάθε λέβητας χρειάζεται τον δικό του εφεδρικό καυστήρα.
  9. Συνεπώς, κατ’ αρχήν, πρέπει να εξετάζεται έκαστος κατ’ ιδίαν λέβητας –με τον ανήκοντα σε αυτόν εξοπλισμό– για να κριθεί αν πρόκειται για μονάδα αποτεφρώσεως ή μονάδα συναποτεφρώσεως.
  10. Η επιχειρηματολογία της Αυστριακής και της Σουηδικής Κυβερνήσεως θέτει, εντούτοις, το ζήτημα κατά πόσον περισσότεροι λέβητες μπορούν να συναποτελέσουν μία μονάδα. Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί ο ορισμός των εγκαταστάσεων καύσεως που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 7, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/80/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2001, για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων (7): «Στην περίπτωση που δύο ή περισσότερες ξεχωριστές νέες εγκαταστάσεις εγκαθίστανται κατά τρόπο ώστε, κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών, να είναι δυνατόν, λαμβανομένων υπόψη των τεχνικών και οικονομικών παραγόντων, τα καυσαέριά τους να απορρίπτονται από κοινή καπνοδόχο, το σύνολο των εγκαταστάσεων αυτών θεωρείται ως μία ενιαία μονάδα.»
  11. Η ρύθμιση όμως αυτή αφορά, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, διαφορετική οδηγία με διαφορετικούς σκοπούς. Κατά συνέπεια, η εφαρμογή της σε μονάδες αποτεφρώσεως και συναποτεφρώσεως είναι δυνατή μόνον κατόπιν προσεκτικής έρευνας.
  12. Θα ήταν, συνεπώς, κατ’ αρχήν δυνατό περισσότερες εγκαταστάσεις συναποτεφρώσεως να θεωρηθούν, για την εφαρμογή των τιμών εκπομπών, ως μία μονάδα, διότι οι τιμές αυτές, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ.2, γίνονται αυστηρότερες με την αύξηση του μεγέθους των εγκαταστάσεων. Παρέλκει όμως, εν προκειμένω, η κρίση επί του ζητήματος αυτού.
  13. Σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπεται ο συνδυασμός μερών μιας εγκαταστάσεως να εμποδίσει την εφαρμογή διατάξεων που σκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος. Αυτό θα ήταν αντίθετο προς τον προβλεπόμενο στο άρθρο 1 της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων σκοπό της αποφυγής των αρνητικών επιδράσεων στο περιβάλλον και των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου. Κατά συνέπεια, πρέπει, παραδείγματος χάριν, σε μονάδα αποτεφρώσεως που αποτελείται από περισσότερους λέβητες, να υπάρχει για έκαστο λέβητα ξεχωριστός εφεδρικός καυστήρας.
  14. Αθέμιτη καταστρατήγηση της προστατευτικής διατάξεως θα αποτελούσε ιδίως ο συνδυασμός μονάδων αποτεφρώσεως και συναποτεφρώσεως κατά τρόπον ώστε η προκύπτουσα εγκατάσταση να υπόκειται, στο σύνολό της, μόνο στις εν μέρει λιγότερο αυστηρές (8) επιταγές που ισχύουν για τις μονάδες συναποτεφρώσεως. Για τον λόγο αυτόν, όλοι οι διάδικοι συμφωνούν οι μονάδες αποτεφρώσεως και συναποτεφρώσεως δεν πρέπει να θεωρούνται ως ενιαίο σύνολο.
  15. Κατά συνέπεια, κατά την εφαρμογή της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων ως προς εργοστάσιο συμπαραγωγής ενέργειας που αποτελείται από πλείονες εγκαταστάσεις (λέβητες), κάθε εγκατάσταση, δηλαδή κάθε λέβητας με τον σχετικό εξοπλισμό, πρέπει να θεωρείται, κατ’ αρχήν, ως μία μονάδα. Είναι όμως δυνατόν, περισσότερες συνδεόμενες μεταξύ τους μονάδες να θεωρούνται, για την εφαρμογή ορισμένων ρυθμίσεων της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων, ως μία μονάδα, εφόσον με τον τρόπο αυτό δεν καταστρατηγούνται διατάξεις για την αποφυγή των αρνητικών επιδράσεων στο περιβάλλον και των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου.

Β – Επί του δευτέρου ερωτήματος – ο χαρακτηρισμός της μονάδας

  1. Με το δεύτερο ερώτημα, το Högsta domstolen ερωτά αν εγκατάσταση κατασκευασθείσα για την αποτέφρωση αποβλήτων, αλλά με κύριο σκοπό την παραγωγή ενέργειας, πρέπει να χαρακτηρίζεται, κατά την ερμηνεία της οδηγίας, ως μονάδα αποτεφρώσεως ή ως μονάδα συναποτεφρώσεως.
  2. Η διάκριση μεταξύ των δύο ειδών μονάδων έχει πρωτεύουσα σπουδαιότητα για την εφαρμογή της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων, διότι η οδηγία αυτή προβλέπει διαφορετικές υποχρεώσεις ως προς τα δύο είδη μονάδων. Αποκλείεται, συνεπώς, μία μονάδα να αποτελεί συγχρόνως μονάδα αποτεφρώσεως και μονάδα συναποτεφρώσεως.
  3. Το γερμανικό, αλλά μάλλον και το σουηδικό κείμενο του ορισμού του περιεχομένου του όρου «μονάδα αποτεφρώσεως», σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων, έχουν σχετικά ελαστική διατύπωση. Σύμφωνα με τη διατύπωση αυτή, μια μονάδα χαρακτηρίζεται ως μονάδα αποτεφρώσεως απλώς και μόνο διότι χρησιμοποιείται (γερμανικό κείμενο (9)) ή προορίζεται (σουηδικό κείμενο (10)) για τη θερμική επεξεργασία αποβλήτων. Σύμφωνα με τους ορισμούς αυτούς, μια μονάδα που κατασκευάστηκε για την αποτέφρωση αποβλήτων αποτελεί, εκ πρώτης όψεως, μονάδα αποτεφρώσεως. Κατά συνέπεια, η Σουηδική Κυβέρνηση προτείνει να γίνεται η οριοθέτηση μεταξύ μονάδων αποτεφρώσεως και συναποτεφρώσεως βάσει του ορισμού αυτού. Κατά την άποψή της, μονάδες συναποτεφρώσεως, αποτελούν, σύμφωνα με την οδηγία, οι μονάδες που δεν είναι μονάδες αποτεφρώσεως.
  4. Αυτό όμως είναι αντιφατικό. Και τούτο διότι ένας τέτοιος ορισμός των μονάδων αποτεφρώσεως δεν θα οριοθετούσε τις μονάδες μεταξύ τους, αλλά θα περιελάμβανε αναγκαστικά όλες τις μονάδες συναποτεφρώσεως (11). Οι μονάδες συναποτεφρώσεως χαρακτηρίζονται, βέβαια, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων, από τον κύριο σκοπό τους, και συγκεκριμένα την παραγωγή ενέργειας ή την παραγωγή υλικών προϊόντων. Πρέπει όμως, συγχρόνως, να χρησιμοποιούνται ή να προορίζονται για τη θερμική επεξεργασία αποβλήτων και, συνεπώς, για αποτέφρωση. Διαφορετικά δεν θα αποτελούσαν μονάδες συναποτεφρώσεως, αλλά άλλου είδους εγκαταστάσεις καύσεως.
  5. Η αναγκαία οριοθέτηση των δύο ειδών μονάδων προκύπτει, αντίθετα –όπως υποστηρίζει η Επιτροπή– από το άρθρο 3, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, εάν η συναποτέφρωση πραγματοποιείται κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο κύριος σκοπός της εγκαταστάσεως να μην είναι η παραγωγή ενέργειας ή η παραγωγή υλικών προϊόντων, αλλά η θερμική επεξεργασία των αποβλήτων, η εγκατάσταση θεωρείται μονάδα αποτεφρώσεως.
  6. Κατά συνέπεια, τα δύο είδη μονάδων διακρίνονται μεταξύ τους ανάλογα με τον κύριο σκοπό τους. Εφόσον αυτός συνίσταται στη θερμική επεξεργασία των αποβλήτων, πρόκειται για μονάδα αποτεφρώσεως, ενώ εάν, αντιθέτως, ο κύριος σκοπός συνίσταται στην παραγωγή ενέργειας ή υλικών προϊόντων, πρόκειται για μονάδα συναποτεφρώσεως.
  7. Εξάλλου, από το γαλλικό κείμενο του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων, το οποίο περιέχει τον ορισμό των μονάδων αποτεφρώσεως, προκύπτει σαφέστερα η αναφορά στον κύριο σκοπό της εγκαταστάσεως από ό,τι στο γερμανικό ή στο σουηδικό κείμενο. Σύμφωνα με το γαλλικό κείμενο, η μονάδα πρέπει να προορίζεται ειδικά για τη θερμική επεξεργασία των αποβλήτων («destiné spécifiquement»).
  8. Δεδομένου ότι τα αποκλίνοντα μεταξύ τους κείμενα μιας διατάξεως στις διάφορες γλώσσες πρέπει να ερμηνεύονται ομοιόμορφα, σε συνάρτηση με τη γενική οικονομία και τον σκοπό της ρυθμίσεως (12), θα πρέπει το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων να ερμηνευθεί, με έρεισμα το γαλλικό κείμενο της διατάξεως αυτής, κατά τρόπον ώστε να μην υφίσταται οποιαδήποτε αντίφαση προς το άρθρο 3, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο.
  9. Όπως υποστηρίζει η Αυστριακή Κυβέρνηση, ο προσανατολισμός στον κύριο σκοπό της εγκαταστάσεως συνάδει, επιπλέον, προς τη νομολογία σχετικά με την οριοθέτηση μεταξύ διαθέσεως και αξιοποιήσεως αποβλήτων. Σύμφωνα με την νομολογία αυτή, το ουσιώδες χαρακτηριστικό μιας εργασίας αξιοποιήσεως αποβλήτων, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας περί αποβλήτων (13), συνίσταται στο ότι πρωταρχικός σκοπός της είναι να μπορούν τα απόβλητα να επιτελέσουν χρήσιμη λειτουργία, υποκαθιστώντας τη χρησιμοποίηση άλλων υλικών που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για τη λειτουργία αυτή και καθιστώντας με τον τρόπο αυτό δυνατή τη διαφύλαξη των φυσικών πόρων (14). Ειδικότερα, η καύση αποβλήτων αποτελεί εργασία αξιοποιήσεως όταν ο κύριος στόχος της είναι να καταστεί δυνατό να επιτελέσουν τα απόβλητα χρήσιμη λειτουργία, ως μέσο παραγωγής ενέργειας, υποκαθιστώντας τη χρήση μιας πρωτογενούς πηγής ενέργειας η οποία θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για την επιτέλεση αυτής της λειτουργίας (15).
  10. Χωρίς τούτο να οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα, η Σουηδική Κυβέρνηση αντιτάσσει ορθώς ότι η άποψη αυτή περιορίζει την εφαρμογή των –όπως υποστηρίζει και η Επιτροπή– αυστηρότερων ρυθμίσεων προστασίας του περιβάλλοντος στις μονάδες αποτεφρώσεως. Οι διαφορές έγκεινται κατ’ ουσίαν στις ρυθμίσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων, η εφαρμογή των οποίων περιορίζεται στις μονάδες αποτεφρώσεως. Οι ρυθμίσεις αυτές καθορίζουν την περιεκτικότητα των σκωριών και της τέφρας πυθμένα σε ολικό οργανικό άνθρακα και το ποσοστό απωλειών κατά την έναυση και επιβάλλουν την ύπαρξη εφεδρικού καυστήρα (16). Όσον αφορά, τουλάχιστον, τον εφεδρικό καυστήρα, το άρθρο 6, παράγραφος 4, προβλέπει εξαιρέσεις, εφόσον τηρούνται, παρ’ όλα αυτά, οι τιμές που ορίζει η οδηγία.
  11. Ο κοινοτικός νομοθέτης προέβλεψε ρητώς τις διαφορές αυτές. Όπως φαίνεται, εξάλλου, λαμβάνει ως αφετηρία ότι αυτές καθεαυτές οι προβλεπόμενες στην οδηγία για την αποτέφρωση των αποβλήτων προϋποθέσεις για τις μονάδες συναποτεφρώσεως ενισχύουν σημαντικά την προστασία του περιβάλλοντος. Συναφώς, από τις αιτιολογικές σκέψεις της προτάσεως της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων προκύπτει ότι, κατά την άποψη της Επιτροπής, οι μονάδες συναποτεφρώσεως δεν καλύπτονταν από τις μέχρι τότε ισχύουσες οδηγίες (17).
  12. Με την οδηγία για την αποτέφρωση των αποβλήτων, ο νομοθέτης προέβη τουλάχιστον στην προσέγγιση των προϋποθέσεων που ισχύουν για τις μονάδες συναποτεφρώσεως προς αυτές που ισχύουν για τις μονάδες αποτεφρώσεως. Ο επιδιωκόμενος στόχος είναι να ισχύουν για το μέρος των καυσίμων που αποτελείται από απόβλητα οι ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για την αποτέφρωση αυτή καθεαυτή. Και για τα λοιπά όμως καύσιμα καθορίστηκαν οριακές τιμές που φαίνονται, εν μέρει, αυστηρότερες από τις προϋποθέσεις που απορρέουν από την οδηγία 2001/80. Εφόσον μάλιστα αποτεφρώνεται μείγμα αστικών αποβλήτων που δεν έχουν υποστεί επεξεργασία ή αποτεφρώνονται επικίνδυνα απόβλητα σε ποσοστό μεγαλύτερο του 40 %, ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφοι 4 και 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων, οι οριακές τιμές που ισχύουν για τις μονάδες αποτεφρώσεως.
  13. Εκτός αυτού, πρέπει να επισημανθεί ότι η απαρίθμηση των προϋποθέσεων της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων δεν είναι εξαντλητική, αλλά, σύμφωνα με τη δέκατη τρίτη σκέψη της οδηγίας, είναι δυνατόν να οριστούν αυστηρότερες προϋποθέσεις βάσει της οδηγίας 96/61. Εξάλλου, ιδίως στις περιπτώσεις που δεν είναι εφαρμοστέα η προαναφερθείσα οδηγία, τα κράτη μέλη μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 176 ΕΚ, να θεσπίζουν αυστηρότερες ρυθμίσεις (18).
  14. Πρέπει να ελεγχθεί στην πράξη αν είναι βάσιμη η ανησυχία της Σουηδικής Κυβερνήσεως ότι όλες σχεδόν οι μονάδες στις οποίες αποτεφρώνονται απόβλητα πρέπει να χαρακτηρίζονται ως μονάδες συναποτεφρώσεως. Κρίσιμο για τον σχετικό χαρακτηρισμό είναι προπάντων το πώς εντοπίζεται ο κύριος σκοπός της μονάδας. Αυτός πρέπει να προκύπτει από αντικειμενικά στοιχεία (19), δεδομένου ότι είναι αδύνατον να ελεγχθεί ο υποκειμενικός σκοπός του εκμεταλλευομένου τη μονάδα.
  15. Όπως υποστηρίζει η Σουηδική Κυβέρνηση, για τον χαρακτηρισμό της μονάδας ως μονάδας συναποτεφρώσεως δεν μπορεί να είναι κρίσιμο μόνον το αν χρησιμοποιείται η ενέργεια που προκύπτει από την αποτέφρωση των αποβλήτων. Αντιθέτως, η οδηγία για την αποτέφρωση των αποβλήτων προβλέπει, και μάλιστα δύο φορές, συγκεκριμένα στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και στο άρθρο 6, παράγραφος 6, ότι και η παραγόμενη από τις μονάδες αποτεφρώσεως θερμότητα πρέπει να αξιοποιείται στο μέτρο του εφικτού και του δυνατού.
  16. Εάν μια μονάδα έχει σχεδιασθεί τεχνικάμόνον για την αποτέφρωση αποβλήτων, αυτό αποτελεί τουλάχιστον ένδειξη ότι η παραγωγή ενέργειας δεν είναι ο κύριος σκοπός της αποτεφρώσεως. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στην περίπτωση που οι εκμεταλλευόμενοι την μονάδα προβλέπουν την περιστασιακή διακοπή της παραγωγής ενέργειας σε περίπτωση ελλείψεως κατάλληλων αποβλήτων. Η κατάσταση διαφέρει όταν η μονάδα λειτουργεί κυρίως ή, προσωρινά, ακόμη και ολοκληρωτικά με άλλα καύσιμα (20).
  17. Σημαντική είναι οπωσδήποτε και η από οικονομικής απόψεως εξέταση της αποτεφρώσεως αποβλήτων. Το γεγονός ότι τα απόβλητα πρέπει να αγοραστούν και αντικαθιστούν ακριβότερα εναλλακτικά καύσιμα συνηγορεί υπέρ του ότι κύρια λειτουργία της μονάδας είναι η παραγωγή ενέργειας. Σημαντικό παράγοντα, στην περίπτωση παραγωγής αστικής θερμάνσεως, αποτελεί και το επενδυτικό κόστος κατασκευής της υποδομής του δικτύου αστικής θερμάνσεως σε σύγκριση με το κόστος κατασκευής της μονάδας καύσεως.
  18. Εάν, αντιθέτως, επιβάλλονται για την αποτέφρωση τέλη που υπερβαίνουν τα έσοδα από την παραγωγή ενέργειας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο κύριος σκοπός είναι η αποτέφρωση των αποβλήτων. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στην περίπτωση που η μονάδα αποτελεί τμήμα υποδομής για τη διάθεση αποβλήτων.
  19. Όπως τονίζει και η Επιτροπή και αντίθετα προς τις ανησυχίες που εξέφρασε η Σουηδική Κυβέρνηση, λιγότερο σημαντικό, σε σχέση με τους προαναφερθέντες παράγοντες, είναι το αν η εκμετάλλευση της μονάδας ανήκει σε επιχείρηση που έχει ως κύριο σκοπό τη διαχείριση αποβλήτων ή την παραγωγή ενέργειας. Δεδομένου ότι κρίσιμη είναι κάθε κατ’ ιδίαν μονάδα, και μάλιστα, κατά κύριο λόγο, ο κάθε λέβητας και ο σχετικός περαιτέρω εξοπλισμός, δεν μπορεί να είναι καθοριστικός ο κύριος σκοπός της συνολικής επιχειρήσεως.
  20. Πάντως, απαντώντας σε ερώτηση που τέθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ορθώς υποστήριξε ότι ο καθορισμός του κύριου σκοπού μιας μονάδας δεν είναι μόνιμος, αλλά τα κρίσιμα στοιχεία είναι δυνατόν να μεταβληθούν. Δεν αποκλείεται, συνεπώς, ένας νέος κάτοχος να μεταβάλει τη λειτουργία της μονάδας κατά τρόπο που να καθιστά αναγκαία την επανεκτίμηση του κύριου σκοπού της.
  21. Συνεπώς, πρέπει εν ολίγοις να γίνει δεκτό ότι ο χαρακτηρισμός μιας μονάδας, στην οποία αποτεφρώνονται απόβλητα, εξαρτάται από το αν ο κύριος σκοπός της είναι η θερμική επεξεργασία των αποβλήτων ή η παραγωγή ενέργειας ή υλικών προϊόντων. Ο κύριος σκοπός πρέπει να προκύπτει από αντικειμενικά στοιχεία.

V –    Πρόταση

  1. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στην αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως τις εξής απαντήσεις:

«1)      Κατά την εφαρμογή της οδηγίας 2000/76/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2000, για την αποτέφρωση των αποβλήτων, ως προς εργοστάσιο συμπαραγωγής ενέργειας που αποτελείται από πλείονες εγκαταστάσεις (λέβητες), κάθε εγκατάσταση, δηλαδή κάθε λέβητας με τον σχετικό εξοπλισμό, πρέπει να θεωρείται, κατ’ αρχήν, ως μία μονάδα. Είναι όμως δυνατόν, περισσότερες συνδεόμενες μεταξύ τους μονάδες να θεωρούνται, για την εφαρμογή ορισμένων ρυθμίσεων της οδηγίας αυτής, ως μία μονάδα, εφόσον με τον τρόπο αυτό δεν καταστρατηγούνται διατάξεις για την αποφυγή των αρνητικών επιδράσεων στο περιβάλλον και των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου.

2)      Ο χαρακτηρισμός μιας μονάδας, στην οποία αποτεφρώνονται απόβλητα, ως μονάδας αποτεφρώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/76, ή ως μονάδας συναποτεφρώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής, εξαρτάται από το αν ο κύριος σκοπός της είναι η θερμική επεξεργασία των αποβλήτων ή η παραγωγή ενέργειας ή υλικών προϊόντων. Ο κύριος σκοπός πρέπει να προκύπτει από αντικειμενικά στοιχεία.»

1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

2 – ΕΕ L 332, σ. 91.

3 – Βλ. τον ορισμό στο άρθρο 3 της οδηγίας 2004/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για την προώθηση της συμπαραγωγής ενέργειας βάσει της ζήτησης για χρήσιμη θερμότητα στην εσωτερική αγορά ενέργειας και για την τροποποίηση της οδηγίας 92/42/ΕΟΚ (ΕΕ L 52, σ. 50).

4 – ΕΕ L 257, σ. 26.

5 – Το καθεστώς των μονάδων χωρίς ίδιο λέβητα αποτεφρώσεως αποτελεί αντικείμενο της υποθέσεως C-317/07, Lahti Energia (βλ. τη σχετική ανακοίνωση στην ΕΕ 2007, C 211, σ. 26), που θα εξετάσει προσεχώς το Δικαστήριο.

6 – Βλ., σχετικά με τους εφεδρικούς καυστήρες ως καλύτερη διαθέσιμη τεχνική για τις μονάδες αποτεφρώσεως αποβλήτων, το ReferenceDocumentontheBestAvailableTechniquesforWasteIncineration, Αύγουστος 2006, σ. 269 επ. (http://ec.europa.eu/comm/environment/ippc/brefs/wi_bref_0806.pdf). Η Επιτροπή κατάρτισε το έγγραφο αυτό, σε συνεργασία με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, βάσει της οδηγίας 96/61.

7 – ΕΕ. L 309, σ. 1.

8 – Βλ. ως προς το ζήτημα αυτό, λεπτομερώς, κατωτέρω, σημείο 39.

9 – Στο μέτρο αυτό, το γερμανικό κείμενο φαίνεται να είναι, αντίθετα από τα κείμενα άλλων γλωσσών, προσανατολισμένο στο κείμενο του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 94/67/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1994, για την αποτέφρωση των επικίνδυνων αποβλήτων (ΕΕ L 365, σ. 34).

10 – «Förbränningsanläggning: varje stationär eller mobil teknisk enhet eller utrustning avsedd för värmebehandling av avfall med eller utan återvinning av alstrad värme.»

11 – Βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F.G. Jacobs της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑228/00, Επιτροπή κατά Γερμανίας (απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2003, Συλλογή 2003, σ. I‑1439, σημείο 80), ο οποίος δέχθηκε ότι οι προϊσχύσασες οδηγίες για την αποτέφρωση των αποβλήτων, που περιείχαν ορισμό των μονάδων αποτεφρώσεως παρόμοιο με αυτόν του γερμανικού κειμένου της οδηγίας για την αποτέφρωση των αποβλήτων, εφαρμόζονταν και επί των μονάδων για την αξιοποίηση αποβλήτων. Επρόκειτο για την οδηγία 89/369/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την πρόληψη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις νέες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων (ΕΕ L 163, σ. 32), την οδηγία 89/429/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1989, σχετικά με τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις νέες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων (ΕΕ L 203, σ. 50), και την οδηγία 94/67 (παρατίθεται στην υποσημείωση 9).

12 – Αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1969, 29/69, Stauder (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 147, σκέψη 3), της 24ης Οκτωβρίου 1996, C‑72/95, Kraaijeveld κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I‑5403, σκέψη 28), της 23ης Νοεμβρίου 2006, C‑300/05, ZVK (Συλλογή 2006, σ. I‑11169, σκέψη 16), και της 14ης Ιουνίου 2007, C‑56/06, Euro Tex (Συλλογή 2007, σ. I-4859, σκέψη 27).

13 – Η νομολογία αυτή στηρίζεται στην οδηγία 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 86), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991 (ΕΕ L 78, σ. 32), και την απόφαση 96/350/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 1996 (ΕΕ L 135, σ. 32). Η οδηγία αυτή καταργήθηκε με την οδηγία 2006/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ L 114, σ. 9), και αντικαταστάθηκε, χωρίς να τροποποιηθεί το περιεχόμενό της, με κωδικοποιημένο κείμενο.

14 – Αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2002, C‑6/00, ASA (Συλλογή 2002, σ. I‑1961, σκέψη 69), της 19ης Ιουνίου 2003, C‑444/00, Mayer Parry Recycling (Συλλογή 2003, σ. I‑6163, σκέψη 63), και της 7ης Οκτωβρίου 2004, C‑103/02, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2004, σ. I‑9127, σκέψη 62).

15 – Αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 2003, C‑228/00, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2003, σ. I‑1439, σκέψη 46), και C‑458/00, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 2003, σ. I‑1553, σκέψη 37), καθώς και της 3ης Απριλίου 2003, C‑116/01, SITA (Συλλογή 2003, σ. I‑2969, σκέψη 53).

16 – Βλ. συναφώς πιο πάνω, σημεία 4 και 21 επ.

17 – COM (1998) 558 τελικό, σ. 7 και 13. Βλ. όμως την αντίθετη άποψη στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F.G. Jacobs επί της υποθέσεως C-228/00 (παρατίθεται στην υποσημείωση 11), που δέχεται ότι, τουλάχιστον σε περιπτώσεις αξιοποιήσεως αποβλήτων, εφαρμόζονταν οι οδηγίες αυτές. Το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αυτού.

18 – Βλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, C‑6/03, Deponiezweckverband Eiterköpfe (Συλλογή 2005, σ. I‑2753).

19 – Βλ., ως προς τη διαπίστωση της υπάρξεως καταχρηστικών σκοπών, τις αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2006, C‑255/02, Halifax κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑1609, σκέψη 75), και της 8ης Νοεμβρίου 2007, C‑251/06, Ing. Auer (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 46), ως προς τη διαπίστωση ενδοκοινοτικής πράξεως στον τομέα του ΦΠΑ, την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑409/04, Teleos κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. Ι-7797, σκέψεις 39 επ.), ως προς την επιλογή της νομικής βάσεως μιας κοινοτικής πράξεως, τις αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 1987, 45/86, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1987, σ. 1493, σκέψη 11), της 11ης Ιουνίου 1991, C‑300/89, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, αποκαλούμενη «διοξείδιο του τιτανίου» (Συλλογή 1991, σ. I‑2867, σκέψη 10), και της 23ης Οκτωβρίου 2007, C‑440/05, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 61), καθώς και, ως προς τον σκοπό της επεξεργασίας δεδομένων, τις προτάσεις μου της 8ης Μαΐου 2008, στην υπόθεση C‑73/07, Satakunnan Markkinapörssi και Satamedia (που δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σημείο 85).

20 – Τα διαλαμβανόμενα σχετικά με τη συναποτέφρωση στο ReferenceDocumentonBestAvailableTechniquesforLargeCombustionPlants, Ιούλιος 2006, σ. 489 επ. (http://ec.europa.eu/comm/environment/ippc/brefs/lcp_bref_0706.pdf), λαμβάνουν ως αφετηρία ότι τα απόβλητα αποτελούν μόνον ένα μικρό τμήμα των χρησιμοποιουμένων καυσίμων. Η Επιτροπή κατάρτισε το έγγραφο αυτό βάσει της οδηγίας 96/61, σε συνεργασία με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών.