ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ VERICΑ TRSTENJAK της 11ης Ιουνίου 2008 (1) Υπόθεση C‑275/07 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας «Άρθρο 226 ΕΚ – Παράβαση κράτους μέλους – Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας – Σύμβαση TIR – Τελωνειακή οφειλή – Ίδιοι πόροι των Κοινοτήτων – Καθυστερημένοι εγγραφή στον λογαριασμό των ιδίων πόρων – Τόκοι υπερημερίας – Νομότυπο μιας πράξης διαμετακομίσεως»
I – Εισαγωγή
- Στην υπό κρίση υπόθεση η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις κοινοτικές διατάξεις σχετικά με το σύστημα των ιδίων πόρων της Κοινότητας καθότι αρνήθηκε να καταβάλει τόκους υπερημερίας για την καθυστέρηση της βεβαιώσεως των ιδίων πόρων στην περίπτωση τελωνειακών πράξεων κατά τις οποίες το εμπόρευμα έφθασε εγκαίρως στο τελωνείο προορισμού πλην όμως η σχετική απόδειξη διαβιβάστηκε με καθυστέρηση στο τελωνείο αναχωρήσεως.
II – Νομικό πλαίσιο
A – Σύμβαση TIR
- Το άρθρο 2 της τελωνειακής σύμβασης για τη διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων με δελτία TIR (στο εξής: σύμβαση TIR) (2) ορίζει στο άρθρο 2:
«Η παρούσα σύμβαση αφορά τις μεταφορές εμπορευμάτων που πραγματοποιούνται χωρίς διακοπή μεταφορέα με διάβαση συνόρων, από το τελωνείο αναχωρήσεως ενός συμβαλλομένου μέρους προς το τελωνείο προορισμού άλλου ή του ιδίου συμβαλλομένου μέρους, με οχήματα οδικών μεταφορών, σύνολο οχημάτων ή εντός εμπορευματοκιβωτίων υπό τον όρο ότι ένα τμήμα της διαδρομής μεταξύ της αρχής της μεταφοράς της και της λήξης της πραγματοποιείται οδικώς.»
- Κατά το άρθρο 4 της σύμβασης TIR:
«Τα εμπορεύματα που μεταφέρονται υπό το καθεστώς TIR δεν υπόκεινται σε καταβολή ή παρακατάθεση εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών στα τελωνεία διελεύσεως.»
- Κατά το άρθρο 8 της σύμβασης TIR:
«1. Ο εγγυοδοτικός οργανισμός αναλαμβάνει την υποχρέωσιν καταβολής των απαιτητών εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών και φόρων προσηυξημένων, εάν συντρέχη περίπτωσις, με τους τόκους υπερημερίας, οι οποίοι θα έδει να καταβληθούν, δυνάμει των τελωνειακών νόμων και κανονισμών της χώρας εις την οποίαν θα απεκαλύπτετο ανωμαλία τις αφορώσα εις την μεταφοράν διά δελτίου TIR. Ούτος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον μετά των οφειλετών των ως άνω προβλεπομένων ποσών εις την πληρωμήν των ποσών τούτων.
- Όταν οι νόμοι και οι κανονισμοί συμβαλλομένου τινός Μέρους δεν προβλέπουν την πληρωμήν εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών και φόρων, επί των εις την ως άνω παράγραφον 1 προβλεπομένων περιπτώσεων, ο εγγυοδοτικός Οργανισμός αναλαμβάνει να καταβάλη, υπό τους ιδίους όρους, ποσόν ίσον προς το ύψος των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών και φόρων, προσηυξημένον, εάν συντρέχη περίπτωσις, δια τόκων υπερημερίας.
- Οσάκις τα εις τας παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου αναφερόμενα ποσά, καθίστανται απαιτητά αι αρμόδιαι αρχαί οφείλουν, όπως κατά το μέτρον του δυνατού, απαιτούν την πληρωμήν τούτων από το πρόσωπον ή τα πρόσωπα τα οποία είναι αμέσως οφειλέται των εν λόγω ποσών, προ της προβολής απαιτήσεως προς τον εγγυοδοτικόν Οργανισμόν».
- Το άρθρο 11 της σύμβασης TIR ορίζει:
«1. Επί περιπτώσεως μη εξοφλήσεως δελτίου TIR ή επί εξοφλήσεως γενομένης μετ’ επιφυλάξεων, αι αρμόδιαι Αρχαί δεν έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν από τον εγγυοδοτικόν Οργανισμόν την πληρωμήν των εις τας παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 8 αναφερομένων ποσών, εάν εντός προθεσμίας ενός έτους από της ημερομηνίας χρεώσεως του δελτίου TIR υπό των αρχών τούτων, αύται δεν εγνωστοποίησαν εγγράφως τον Οργανισμόν περί της μη εξοφλήσεως ή της μετά επιφυλάξεων εξοφλήσεως. Η διάταξις αύτη εφαρμόζεται και επί περιπτώσεως εξοφλήσεως επιτευχθείσης αντικανονικώς ή δια δόλου, οπότε ή προθεσμία είναι δύο έτη.
- Η απαίτησις πληρωμής των εν παραγράφοις 1 και 2 του άρθρου 8 αναφερομένων ποσών απευθύνεται προς τον εγγυοδοτικόν Οργανισμόν ουχί ενωρίτερον από της παρελεύσεως τριών μηνών από της ημερομηνίας καθ’ ην ο εν λόγω Οργανισμός ειδοποιήθη, ότι δεν εξωφλήθη το δελτίον, ότι τούτο εξωφλήθη μετ’ επιφυλάξεων ή ότι ή εξόφλησις επετεύχθη κατά αντικανονικόν τρόπον ή δια δόλου, ουχί δε βραδύτερον των δύο ετών από της αυτής ως άνω ημερομηνίας. Ουχ’ ήττον, επί περιπτώσεων αίτινες ήχθησαν των ενώπιον της δικαιοσύνης εντός της ανωτέρω προθεσμίας των δύο ετών, η απαίτησις πληρωμής απευθύνεται εντός προθεσμίας ενός έτους από της ημερομηνίας καθ’ ην η δικαστική απόφασις καθίσταται εκτελεστή.
- Δια την καταβολήν των απαιτητών ποσών παρέχεται εις τον εγγυοδοτικόν Οργανισμόν προθεσμία τριών μηνών υπολογιζομένη από της ημερομηνίας της προς τούτον απευθυνθείσης απαιτήσεως προς πληρωμήν. Ο Οργανισμός δικαιούται επιστροφής των καταβληθέντων ποσών, εάν εντός δύο ετών από της ημερομηνίας της απαιτήσεως πληρωμής διαπιστωθή κατά τρόπον ικανοποιούντα τας Τελωνειακάς Αρχάς, ότι ουδεμία διεπράχθη ανωμαλία καθ’ όσον αφορά εις την υπό κρίσιν πράξιν μεταφοράς.»
B – Κοινοτικό δίκαιο
- Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας
- Το άρθρο 91 του κανονισμού 2913/92 περί θεσπίσεως Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα (ΚΤΚ) (3) ορίζει:
«1. Το καθεστώς της εξωτερικής διαμετακόμισης επιτρέπει την κυκλοφορία μεταξύ δύο σημείων του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας:
α) μη κοινοτικών εμπορευμάτων, χωρίς τα εμπορεύματα αυτά να υπόκεινται σε εισαγωγικούς δασμούς ή άλλες επιβαρύνσεις ούτε σε μέτρα εμπορικής πολιτικής·
β) κοινοτικών εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο κοινοτικού μέτρου που καθιστά αναγκαία την εξαγωγή τους σε τρίτη χώρα, και για τα οποία διενεργούνται οι σχετικές τελωνειακές διατυπώσεις εξαγωγής.
- Η κυκλοφορία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 πραγματοποιείται:
α) είτε υπό το καθεστώς της εξωτερικής κοινοτικής διαμετακόμισης
β) είτε βάσει δελτίων TIR (σύμβασης TIR), υπό τον όρο ότι:
1) η μεταφορά έχει αρχίσει ή πρόκειται να περατωθεί εκτός της Κοινότητας, ή
2) τα μεταφερόμενα εμπορεύματα πρέπει να εκφορτωθούν εντός του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας, αλλά μεταφέρονται μαζί με εμπορεύματα που πρόκειται να εκφορτωθούν σε τρίτη χώρα, ή
3) η μεταφορά πραγματοποιείται από ένα σημείο της Κοινότητας σε άλλο διαμέσου τρίτης χώρας·
[…]».- Κατά το άρθρο 92 ΚΤΚ:
«Το καθεστώς εξωτερικής διαμετακόμισης εκκαθαρίζεται όταν τα εμπορεύματα που έχουν υπαχθεί στο καθεστώς αυτό και το σχετικό έγγραφο προσάγονται στο τελωνείο του τόπου προορισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω καθεστώτος.»
- Κατά το άρθρο 204 ΚΤΚ:
«1. Τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή γεννάται:
α) από τη μη εκτέλεση μιας από τις υποχρεώσεις τις οποίες συνεπάγεται, για εμπόρευμα υποκείμενο σε εισαγωγικούς δασμούς, η παραμονή του σε προσωρινή εναπόθεση ή η χρησιμοποίηση του τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο έχει τεθεί, ή
β) από τη μη τήρηση ενός από τους όρους που έχουν καθοριστεί για την υπαγωγή εμπορεύματος υπό το καθεστώς αυτό, ή για την έγκριση μειωμένου ή μηδενικού εισαγωγικού δασμού λόγω της χρησιμοποίησης του εμπορεύματος για ειδικούς σκοπούς,
σε περιπτώσεις άλλες από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 203, εκτός αν αποδειχθεί ότι οι παραλείψεις αυτές δεν είχαν πραγματικές συνέπειες για την ορθή λειτουργία της προσωρινής εναπόθεσης ή του σχετικού τελωνειακού καθεστώτος.
- Η τελωνειακή οφειλή γεννάται είτε τη στιγμή κατά την οποία παύει να τηρείται η υποχρέωση η μη εκπλήρωση της οποίας γεννά την τελωνειακή οφειλή, είτε τη στιγμή κατά την οποία το εμπόρευμα τέθηκε υπό το συγκεκριμένο τελωνειακό καθεστώς εφόσον αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι ένας από τους όρους που καθορίστηκαν για την υπαγωγή του εν λόγω εμπορεύματος στο καθεστώς αυτό ή για την έγκριση μειωμένου ή μηδενικού εισαγωγικού δασμού λόγω της χρησιμοποίησης του εμπορεύματος για ειδικούς σκοπούς δεν είχε πράγματι τηρηθεί.
- Οφειλέτης είναι το πρόσωπο το οποίο οφείλει, κατά περίπτωση, είτε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται για εμπόρευμα υποκείμενο σε εισαγωγικό δασμό η παραμονή του σε προσωρινή εναπόθεση ή η χρησιμοποίηση του τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο έχει τεθεί, είτε να τηρήσει τους όρους που έχουν καθοριστεί για την υπαγωγή του εμπορεύματος στο εν λόγω καθεστώς.»
- Το άρθρο 217, παράγραφος 1, ΚΤΚ ορίζει:
«Κάθε ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που προκύπτει από τελωνειακή οφειλή […] υπολογίζεται από τις τελωνειακές αρχές μόλις αυτές διαθέτουν τα απαραίτητα στοιχεία και εγγράφεται από τις εν λόγω αρχές στα λογιστικά βιβλία ή σε οποιοδήποτε άλλο υπόθεμα επέχει θέση βιβλίων (βεβαίωση)»
- Το άρθρο 236, παράγραφος 1, ορίζει:
«1. Η επιστροφή ή η διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών πραγματοποιείται εφόσον αποδεικνύεται ότι κατά τη στιγμή της πληρωμής τους το ποσό τους δεν οφειλόταν νομίμως ή ότι το ποσό βεβαιώθηκε κατά παράβαση του άρθρου 220 παράγραφος 2.
[…]»- Κανονισμός 2454/93 για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα
- Το άρθρο 378 του κανονισμού 2454/93 για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα (στο εξής: κανονισμός 2454/93) (4), ορίζει:
«1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 215 του κώδικα, όταν η αποστολή δεν προσκομιστεί στο τελωνείο προορισμού και ο τόπος όπου διεπράχθη η παράβαση ή παρατυπία δεν μπορεί να προσδιοριστεί, θεωρείται ότι η εν λόγω παράβαση ή παρατυπία διεπράχθη:
– στο κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται το τελωνείο αναχώρησης,
ή
– στο κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται το τελωνείο διέλευσης κατά την είσοδο στην Κοινότητα και στο οποίο κατατέθηκε δελτίο διέλευσης,
εκτός εάν, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο άρθρο 379 παράγραφος 2, αποδειχθεί επαρκώς, κατά την κρίση των τελωνειακών αρχών, η κανονικότητα της πράξης διαμετακόμισης ή ο τόπος όπου πράγματι διεπράχθη η παράβαση ή η παρατυπία.
- Όταν, ελλείψει αποδείξεως, η εν λόγω παράβαση ή παρατυπία θεωρείται ότι διεπράχθη στο κράτος μέλος αναχώρησης ή εισόδου, όπως προβλέπεται στη δεύτερη περίπτωση του πρώτου εδαφίου, οι δασμοί και οι λοιπές επιβαρύνσεις για τα εν λόγω εμπορεύματα εισπράττονται από αυτό το κράτος μέλος σύμφωνα με τις κοινοτικές ή εθνικές διατάξεις.»
- Κατά το άρθρο 379 του κανονισμού 2454/93:
«1. Όταν κάποια αποστολή δεν προσκομιστεί στο τελωνείο προορισμού και δεν μπορεί να προσδιοριστεί ο τόπος όπου διαπράχθηκε η παράβαση ή παρατυπία, το τελωνείο αναχώρησης ενημερώνει σχετικά τον κύριο υπόχρεο το συντομότερο δυνατό και το αργότερο πριν από τη λήξη του ενδέκατου μηνός από την ημερομηνία καταχώρησης της δήλωσης κοινοτικής διαμετακόμισης.
- Η ανακοίνωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρέπει να αναφέρει κυρίως την προθεσμία εντός της οποίας δύναται να αποδεικνύεται, κατά τρόπο ικανοποιητικό, στο τελωνείο αναχώρησης η κανονικότητα της πράξης διαμετακόμισης ή ο τόπος όπου πράγματι διαπράχθηκε η παράβαση ή η παρατυπία. Η προθεσμία αυτή ανέρχεται σε τρεις μήνες από την ημερομηνία της ανακοίνωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Εάν, εντός της προθεσμίας αυτής, δεν προσκομιστεί η εν λόγω απόδειξη, το αρμόδιο κράτος μέλος προβαίνει στην είσπραξη των σχετικών δασμών και άλλων επιβαρύνσεων. Στην περίπτωση που αυτό το κράτος μέλος δεν είναι το ίδιο με εκείνο στο οποίο βρίσκεται το τελωνείο αναχώρησης, αυτό το τελευταίο ειδοποιεί το συντομότερο το εν λόγω κράτος μέλος.»
- Το άρθρο 380 του κανονισμού 2454/93 ορίζει:
«Η απόδειξη της κανονικότητας της πράξης διαμετακόμισης υπό την έννοια του άρθρου 378, παράγραφος 1, παρέχεται κατά τρόπο ικανοποιητικό στις τελωνειακές αρχές, ιδίως:
α) με την προσκόμιση εγγράφου, επικυρωμένου από τις τελωνειακές αρχές, που αποδεικνύει ότι τα εν λόγω εμπορεύματα προσκομίστηκαν στο τελωνείο προορισμού […]».
- Κατά το άρθρο 454 του κανονισμού 2454/93:
«1. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της σύμβασης TIR […] σχετικά με την υπευθυνότητα των εγγυοδοτικών οργανισμών κατά τη χρησιμοποίηση ενός δελτίου TIR […].
- Όταν διαπιστώνεται, κατά τη διάρκεια ή επ’ ευκαιρία μιας μεταφοράς που πραγματοποιείται υπό την κάλυψη δελτίου TIR […] ότι διεπράχθη παράβαση ή παρατυπία σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος, η είσπραξη των δασμών και των άλλων, ενδεχομένως, απαιτητών επιβαρύνσεων πραγματοποιείται από αυτό το κράτος μέλος σύμφωνα με τις κοινοτικές ή εθνικές διατάξεις, υπό την επιφύλαξη ασκήσεως ποινικής διώξεως.
- Όταν δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί το έδαφος στο οποίο διεπράχθη παράβαση ή παρατυπία, θεωρείται ότι αυτή διεπράχθη στο κράτος μέλος όπου διεπιστώθη, εκτός εάν, εντός προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 455 παράγραφος 1, δεν αποδεικνύεται, κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις τελωνειακές αρχές, η κανονικότητα της πράξης ή ο τόπος όπου η παράβαση ή η παρατυπία πράγματι διεπράχθη.
Εάν, ελλείψει τέτοιας απόδειξης, η εν λόγω παράβαση ή παρατυπία εξακολουθεί να θεωρείται ότι διεπράχθη στο κράτος μέλος όπου διεπιστώθη, οι δασμοί και οι άλλες σχετικές με τα εμπορεύματα αυτά επιβαρύνσεις, εισπράττονται από το εν λόγω κράτος μέλος σύμφωνα με τις κοινοτικές ή εθνικές διατάξεις.
[…]Οι τελωνειακές διοικήσεις των κρατών μελών θεσπίζουν τις αναγκαίες διατάξεις για την καταπολέμηση των παραβάσεων ή παρατυπιών και την επιβολή αποτελεσματικών κυρώσεων.»
- Κατά το άρθρο 455 του κανονισμού 2454/93:
«1. Όταν διαπιστωθεί ότι, κατά τη διάρκεια ή με την ευκαιρία μεταφοράς βάσει δελτίου TIR […], διαπράττεται παράβαση ή παρατυπία, οι τελωνειακές αρχές κοινοποιούν αυτήν την παράβαση ή παρατυπία στον κάτοχο του δελτίου TIR […] και στον εγγυοδοτικό οργανισμό, μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται, ανάλογα με την περίπτωση, στο άρθρο 11 παράγραφος 1 της σύμβασης TIR […].
- Η απόδειξη για την κανονικότητα της πράξης διαμετακόμισης υπό την κάλυψη δελτίου TIR […], κατά την έννοια του άρθρου 454 παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, πρέπει να προσκομίζεται εντός της προθεσμίας που προβλέπεται, ανάλογα με την περίπτωση, στο άρθρο 11 παράγραφος 2 της σύμβασης TIR […].
- Ειδικότερα, μπορεί να προσκομισθεί απόδειξη, ικανοποιητική για τις τελωνειακές αρχές, με τις ακόλουθες μορφές:
α) με την υποβολή εγγράφου που έχουν επικυρώσει οι τελωνειακές αρχές και το οποίο αποδεικνύει ότι τα εν λόγω εμπορεύματα έχουν προσκομιστεί στο τελωνείο προορισμού. Αυτό το έγγραφο πρέπει να περιλαμβάνει την ταυτότητα των εν λόγω εμπορευμάτων
ή
β) με την υποβολή τελωνειακού εγγράφου θέσης σε κατανάλωση που εκδόθηκε σε τρίτη χώρα, ή αντίγραφου ή φωτοτυπίας αυτού του εγγράφου· αυτό το αντίγραφο ή η φωτοτυπία πρέπει να επικυρωθεί, είτε από τον οργανισμό που θεώρησε το αρχικό έγγραφο, είτε από τις επίσημες υπηρεσίες της ενδιαφερόμενης τρίτης χώρας, είτε από τις επίσημες υπηρεσίες ενός κράτους μέλους. Αυτό το έγγραφο πρέπει να περιλαμβάνει την ταυτότητα των εν λόγω εμπορευμάτων
[…]».- Σύστημα ιδίων πόρων της Κοινότητας
- Στο άρθρο 2, παράγραφος 1 του κανονισμού 1552/89 για την εφαρμογή της απόφασης 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (στο εξής: κανονισμός 1552/89) (5):
«Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η απαίτηση των Κοινοτήτων επί των ιδίων πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της απόφασης 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ θεωρείται ως βεβαιωθείσα όταν η αρμόδια υπηρεσία του κράτους μέλους ανακοινώσει το οφειλόμενο ποσό στον οφειλέτη. Η ανακοίνωση αυτή πραγματοποιείται μόλις ο οφειλέτης γίνει γνωστός και το ποσό της απαίτησης μπορεί να υπολογιστεί από τις αρμόδιες διοικητικές αρχές, αφού τηρηθούν όλες οι εφαρμοστέες εν προκειμένω κοινοτικές διατάξεις.»
- Το άρθρο 2 του κανονισμού 1150/2000 για την εφαρμογή της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (στο εξής: κανονισμός 1150/2000) (6), που κατήργησε τον κανονισμό 1552/89, περιέχει επίσης μια ανάλογη διάταξη:
«1. Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η απαίτηση των Κοινοτήτων επί των ιδίων πόρων που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ θεωρείται βεβαιωθείσα άπαξ και πληρούνται οι όροι που προβλέπονται από την τελωνειακή νομοθεσία όσον αφορά τη λογιστική καταχώρηση του ποσού και την ανακοίνωσή του στον οφειλέτη.
- Η ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη για τη βεβαίωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 είναι η ημερομηνία λογιστικής καταχώρησης που προβλέπεται από την τελωνειακή νομοθεσία […].»
- Το άρθρο 6 του κανονισμού 1552/89 ορίζει:
«1. Λογαριασμοί των ιδίων πόρων, υποδιαιρούμενοι κατά είδος αυτών, τηρούνται στο Δημόσιο Ταμείο κάθε κράτους μέλους ή στον οργανισμό που ορίζεται από αυτό.
- α) Οι απαιτήσεις που βεβαιώνονται σύμφωνα με το άρθρο 2 καταχωρούνται στα λογιστικά βιβλία, υπό την επιφύλαξη του στοιχείου β΄ της παρούσας παραγράφου, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί το μήνα κατά τον οποίο βεβαιώθηκε η απαίτηση.
β) Οι απαιτήσεις που έχουν βεβαιωθεί αλλά δεν έχουν καταχωρηθεί στα λογιστικά βιβλία που αναφέρονται στο στοιχείο α΄ διότι δεν έχουν ακόμα εισπραχθεί και δεν έχει συσταθεί γι’ αυτές καμία ασφάλεια, καταχωρούνται, εντός της προθεσμίας του στοιχείου α΄, σε χωριστά λογιστικά βιβλία. Τα κράτη μέλη μπορούν να ενεργήσουν κατά τον ίδιο τρόπο σε περίπτωση που οι απαιτήσεις που έχουν βεβαιωθεί και καλύπτονται από εγγυήσεις αποτελούν αντικείμενο αμφισβήτησης και ενδέχεται να υποστούν μεταβολές, συνεπεία αντιδικίας. […]»
- Κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 1150/2000:
«1. Λογαριασμοί των ιδίων πόρων, υποδιαιρούμενοι κατά είδος αυτών, τηρούνται στο Δημόσιο Ταμείο κάθε κράτους μέλους ή στον οργανισμό που ορίζεται από αυτό.
- Για τις ανάγκες της παρακολούθησης των ιδίων πόρων, ο λογαριασμός κλείνει το νωρίτερο στις 13:00 της τελευταίας εργάσιμης ημέρας του μήνα της βεβαίωσης.
- α) Οι απαιτήσεις που βεβαιώνονται σύμφωνα με το άρθρο 2 καταχωρούνται στα λογιστικά βιβλία, υπό την επιφύλαξη του στοιχείου β΄ της παρούσας παραγράφου, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί τον μήνα κατά το οποίο βεβαιώθηκε η απαίτηση.
β) Οι απαιτήσεις που έχουν βεβαιωθεί αλλά δεν έχουν καταχωρηθεί στα λογιστικά βιβλία που αναφέρονται στο στοιχείο α΄ διότι δεν έχουν ακόμα εισπραχθεί και δεν έχει συσταθεί γι’ αυτές καμία ασφάλεια, καταχωρούνται, εντός της προθεσμίας του στοιχείου α΄, σε χωριστά λογιστικά βιβλία. Τα κράτη μέλη μπορούν να ενεργήσουν κατά τον ίδιο τρόπο σε περίπτωση που οι απαιτήσεις που έχουν βεβαιωθεί καλύπτονται από εγγυήσεις αποτελούν αντικείμενο αμφισβήτησης και ενδέχεται να υποστούν μεταβολές, συνεπεία αντιδικίας.
[…]»- Κατά το άρθρο 8 του κανονισμού 1552/89:
«Οι διορθώσεις που πραγματοποιούνται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 2 αυξάνουν ή μειώνουν το συνολικό ποσό των βεβαιωθέντων εσόδων. Αυτές περιλαμβάνονται στις λογιστικές καταχωρήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, καθώς και στις καταστάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 και αντιστοιχούν στην ημερομηνία αυτών των διορθώσεων.
Οι εν λόγω διορθώσεις γίνονται αντικείμενο ιδιαίτερης μνείας, όταν αφορούν περιπτώσεις απάτης ή παρατυπίες που έχουν ήδη ανακοινωθεί στην Επιτροπή.»
- Ο κανονισμός 1150/2000 περιέχει στο άρθρο 8 σχεδόν την ίδια διάταξη:
«Οι διορθώσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 4, αυξάνουν ή μειώνουν το συνολικό ποσό των βεβαιωθέντων εσόδων. Αυτές περιλαμβάνονται στις λογιστικές καταχωρήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και β΄, καθώς και τις καταστάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφος 4, και αντιστοιχούν στην ημερομηνία αυτών των διορθώσεων.
Οι εν λόγω διορθώσεις γίνονται αντικείμενο ιδιαίτερης μνείας, όταν αφορούν περιπτώσεις απάτης ή παρατυπίες που έχουν ήδη ανακοινωθεί στην Επιτροπή.»
- Το άρθρο 11 του κανονισμού 1552/89 και το άρθρο 11 του κανονισμού 1150/2000 περιέχουν ακριβώς την ίδια διάταξη:
«Κάθε καθυστέρηση στις εγγραφές του λογαριασμού που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 δημιουργεί, για το συγκεκριμένο κράτος μέλος, την υποχρέωση καταβολής τόκων με επιτόκιο ίσο προς το επιτόκιο που εφαρμόζεται κατά την ημέρα της λήξης στη χρηματαγορά του οικείου κράτους μέλους για τις βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις, προσαυξημένο κατά 2 μονάδες. Το επιτόκιο αυτό αυξάνεται κατά 0,25 μονάδες κατά μήνα καθυστέρησης. Το αυξημένο κατ’ αυτό τον τρόπο επιτόκιο εφαρμόζεται για όλη την περίοδο υπερημερίας.»
- Στο άρθρο 17, παράγραφος 1 και 2, των κανονισμών 1552/89 και 1150/2000 και υπό τον τίτλο VII «Διατάξεις περί του ελέγχου», ορίζεται:
«1. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε τα ποσά που αντιστοιχούν στα βεβαιωθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 2, έσοδα να αποδίδονται στην Επιτροπή κατά τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.
- Τα κράτη μέλη απαλλάσσονται της υποχρεώσεως να αποδίδουν στην Επιτροπή τα ποσά που αντιστοιχούν στα βεβαιωθέντα έσοδα, μόνον εάν η είσπραξη δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί για λόγους ανωτέρας βίας. Εξάλλου, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να μη θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής τα σχετικά ποσά εφόσον αποδεικνύεται, μετά από διεξοδική εξέταση όλων των στοιχείων της εν λόγω περίπτωσης, ότι είναι οριστικά αδύνατον να εισπράξουν τα οφειλόμενα για λόγους πέραν της ευθύνης τους […].»
- Κατά το άρθρο 22 του κανονισμού 1150/2000:
«Ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1552/89 καταργείται.
Οι αναφορές στον κανονισμό θεωρούνται ότι γίνονται στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα, μέρος Α.»
- Το άρθρο 23 του κανονισμού 1150/2000 ορίζει:
«Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.»
- Ο κανονισμός 1150/2000 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτωνστις 31 Μαΐου 2005.
III – Διαδικασίες παραβάσεως και προσφυγή της Επιτροπής
- Η προσφυγή της Επιτροπής αφορά δύο διαδικασίες παραβάσεως: 2003/2241 και 2006/2266.
A – Διαδικασία παραβάσεως 2003/2241
- Στο πλαίσιο του ελέγχου των ιδίων πόρων που πραγματοποίησε τον Απρίλιο του 1994, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις κοινοτικής διαμετακόμισης οι ιταλικές αρχές δεν εισέπραξαν εντός της προβλεπομένης προθεσμίας τους δασμούς και λοιπούς φόρους που οφείλονται βάσει του άρθρου 379 του κανονισμού 2454/93 λόγω μη προσκόμισης αποδείξεων του νομοτύπου της τελωνειακής πράξης..
- Τότε η Επιτροπή, με επιστολή της 15ης Ιουνίου 2001, ζήτησε από την Ιταλία, σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού 1150/2000 την καταβολή τόκων υπερημερίας ύψους 31 564 893 ιταλικών λιρών (ITL) (16 301,90 ευρώ) διότι βεβαίωσε εγκαίρως τους ίδιους πόρους στους οποίους είχε δικαίωμα η Κοινότητα βάσει της τελωνειακής οφειλής, η οποία γεννήθηκε λόγω των παρατυπιών που σημειώθηκαν κατά την κοινοτική διαμετακόμιση.
- Βάσει ερευνών που πραγματοποίησαν οι ιταλικές αρχές διαπιστώθηκε ότι δεν σημειώθηκαν παρατυπίες σε 11 έγγραφα από τα 201. Στις περιπτώσεις αυτές οι τελωνειακές διαδικασίες εκκαθαρίστηκαν ορθά καίτοι το τελωνείο προορισμού απέστειλε εκπρόθεσμα την απόδειξη στο τελωνείο αναχώρησης. Υπό τις συνθήκες αυτές οι ιταλικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή με επιστολή της 31ης Ιουλίου 2001 ότι θα καταβάλουν τόκους υπερημερίας μόνο για τις τελωνειακές πράξεις κατά τις οποίες σημειώθηκαν παρατυπίες. Για τα έγγραφα σχετικά με τα οποία αποδείχθηκε εκ των υστέρων κατά την έρευνα ότι δεν σημειώθηκαν παρατυπίες οι ιταλικές αρχές αρνήθηκαν να καταβάλουν τόκους υπερημερίας. Επισήμαναν εξάλλου συναφώς –δεδομένου ότι τα έγγραφα διαμετακομίσεως προσκομίσθηκαν στο τελωνείο προορισμού– ότι δεν γεννήθηκε τελωνειακή οφειλή κατά την έννοια του άρθρου 204 του κανονισμού 2913/92. Οι ιταλικές αρχές βεβαίωσαν συνεπώς ότι δεν οφείλονται τόκοι υπερημερίας.
- Δεδομένου ότι οι ιταλικές αρχές δεν ήταν διατεθειμένες να καταβάλουν τόκους υπερημερίας, η Επιτροπή απέστειλε στην Ιταλική Δημοκρατία, στις 3 Φεβρουαρίου 2004 προειδοποιητική επιστολή με την οποία ζήτησε την καταβολή τόκων υπερημερίας 847,06 ευρώ για τις τελωνειακές πράξεις που εκκαθαρίστηκαν ορθά αλλά για τις οποίες οι ίδιοι οι πόροι βεβαιώθηκαν με καθυστέρηση. Η Ιταλία δήλωσε και πάλι με επιστολή της 8ης Ιουνίου 2004 ότι δεν θα κατέβαλλε τους επίδικους τόκους υπερημερίας και κατόπιν αυτού η Επιτροπή εξέδωσε στις 5 Ιουλίου 2005 αιτιολογημένη γνώμη με την οποία ζήτησε για μια ακόμη φορά την καταβολή τόκων υπερημερίας εντός δύο μηνών από την παραλαβή της αιτιολογημένης γνώμης.
- Απαντώντας στην αιτιολογημένη γνώμη οι ιταλικές αρχές ενέμειναν στη θέση τους ότι δηλαδή δεν θα καταβάλουν τόκους υπερημερίας.
B – Διαδικασία παραβάσεως 2006/2266
- Στο πλαίσιο της διαδικασίας παραβάσεως 2006/2266, η Επιτροπή εντόπισε τέσσερις πράξεις διαμετακόμισης κατά τη Σύμβαση, για τις οποίες διαπίστωσε ότι οι διαδικασίες δεν εκκαθαρίστηκαν εντός της προθεσμίας του άρθρου 11 της σύμβασης TIR. Δεδομένου ότι το δελτίο TIR δεν εξοφλήθηκε εγκαίρως οι αρμόδιες αρχές όφειλαν να απαιτήσουν την καταβολή δασμών. Δεδομένου ότι δεν το έπραξαν η πράξη διαμετακόμισης υπήρξε μη κανονική και για τον λόγο αυτό, κατά την Επιτροπή, γεννήθηκε η τελωνειακή οφειλή. Λόγω του ότι βεβαιώθηκαν με καθυστέρηση οι ίδιοι οι πόροι που δικαιούται η Κοινότητα βάσει της τελωνειακής οφειλής, η Επιτροπή ζήτησε από τις ιταλικές αρχές την καταβολή τόκων υπερημερίας.
- Όπως και στη διαδικασία 2003/2241, οι ιταλικές αρχές αρνήθηκαν και εδώ την πληρωμή τόκων υπερημερίας. Υποστήριξαν ότι, ελλείψει τελωνειακής οφειλής, η καταβολή τόκων υπερημερίας αλλοιώνει τη φύση των τόκων. Οι τόκοι υπερημερίας λαμβάνουν δηλαδή τη μορφή κυρώσεως που επιβάλλεται λόγω υπερβάσεως της προθεσμίας που τάσσει ο κανονισμός 1552/89 για την περάτωση των πράξεων που προβλέπει.
- Στις 4 Ιουλίου 2006 η Επιτροπή απηύθυνε στην Ιταλική Δημοκρατία προειδοποιητική επιστολή με την οποία ζήτησε από τις αρχές της χώρας την καταβολή τόκων υπερημερίας ύψους 3 322 ευρώ. Δεδομένου ότι δεν έλαβε απάντηση στην προειδοποιητική επιστολή, η Επιτροπή απηύθυνε στις ιταλικές αρχές, στις 12 Οκτωβρίου 2006, αιτιολογημένη γνώμη.
- Με την απάντηση στην αιτιολογημένη γνώμη οι ιταλικές αρχές αρνήθηκαν, στις 12 Δεκεμβρίου 2006, να ικανοποιήσουν το αίτημα της καταβολής τόκων υπερημερίας.
Γ – Η προσφυγή της Επιτροπής
- Δεδομένου ότι οι ιταλικές αρχές αρνήθηκαν, στις διαδικασίες παράβασης 2003/2241 και 2006/226, την καταβολή τόκων υπερημερίας, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει κατά της Ιταλίας προσφυγή λόγω παραβάσεως.
- Με την προσφυγή της η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
– να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, αρνούμενη να καταβάλει στην Επιτροπή τόκους υπερημερίας για συνολικό ποσό 847,06 ευρώ λόγω εκπρόθεσμης λογιστικής καταχωρίσεως των δασμών και αρνούμενη να προσαρμόσει τις διατάξεις του εθνικού δικαίου προς την κοινοτική νομοθεσία σχετικά με τη λογιστική καταχώριση των τελωνειακών πράξεων οι οποίες καλύπτονται από συνολική εγγύηση, δεν έχουν αμφισβητηθεί και προκύπτουν από πράξη κοινοτικής διαμετακομίσεως, και
– αρνούμενη να καταβάλει στην Επιτροπή τόκους υπερημερίας για συνολικό ποσό 3 322 ευρώ σχετικά με τη μη τήρηση των προθεσμιών που τάχθηκαν με την κοινοτική ρύθμιση για την εγγραφή των δασμών στα λογιστικά βιβλία “A”, στο πλαίσιο πράξεων διαμετακομίσεως κατά την έννοια της Συμβάσεως TIR,
παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1552/89, του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1989, για την εφαρμογή της απόφασης 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων, και ειδικότερα το άρθρο του 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, που αντικαταστάθηκε, από τις 31 Μαΐου 2000, από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1150/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων, και ειδικότερα το άρθρο του 6, παράγραφος 3, στοιχείο α΄·
– να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.
- Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:
– να απορρίψει την προσφυγή·
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
IV – Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
- Η προσφυγή της Επιτροπή περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Ιουνίου 2007· το υπόμνημα απαντήσεως περιήλθε στις 19 Ιουλίου 2007. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στις 17 Απριλίου 2008, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής και της Ιταλικής Δημοκρατίας υπέβαλαν προφορικώς παρατηρήσεις και απάντησαν σε ερωτήσεις του Δικαστηρίου.
V – Επιχειρήματα των διαδίκων
- Η Επιτροπήυποστηρίζει, όσον αφορά τη διαδικασία 2003/2241 ότι, στο μέτρο που το τελωνείο αναχωρήσεως δεν έλαβε την απόδειξη της εκκαθάρισης της τελωνειακής πράξης εντός της προβλεπομένης προθεσμίας, η τελωνειακή πράξη πρέπει να θεωρηθεί μη κανονική, και για τον λόγο αυτό γεννάται τελωνειακή οφειλή στην υπόθεση αυτή. Η Επιτροπή στηρίζει τα επιχειρήματά της με στοιχεία από τη νομολογία από την οποία προκύπτει ότι οσάκις «οι αποστολές που υπήχθησαν στο καθεστώς της εξωτερικής τελωνειακής διαμετακομίσεως δεν προσκομίσθηκαν στο τελωνείο προορισμού εντός της προθεσμίας που έταξε το τελωνείο αναχωρήσεως, η τελωνειακή οφειλή τεκμαίρεται γεννηθείσα και ο κύριος υπόχρεος θεωρείται οφειλέτης» (7).
- Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το αρμόδιο κράτος μέλος οφείλει στην περίπτωση αυτή να ζητήσει από τον κύριο υπόχρεο την απόδειξη της κανονικότητας της πράξης διαμετακόμισης και ότι, αν η απόδειξη αυτή δεν προσκομισθεί εμπροθέσμως, το κράτος μέλος οφείλει να εισπράξει τους αντίστοιχους δασμούς. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι προθεσμίες που τάσσει προς τούτο το κοινοτικό δίκαιο είναι επιτακτικές, πράγμα που καθιστά δυνατή την ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων περί καταβολής των δασμών. Όταν παρέλθει η προθεσμία του άρθρου 379 του κανονισμού 2454/93, το κράτος μέλος οφείλει, βάσει του άρθρου 6 του κανονισμού 1552/89, να εγγράψει τα αντίστοιχα ποσά αμελλητί στον λογαριασμό των ιδίων πόρων και να τα θέσει στη διάθεση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού αυτού.
- Η Επιτροπή επικαλείται εξάλλου το άρθρο 11 του κανονισμού 1552/89 κατά το οποίο το κράτος μέλος οφείλει να καταβάλει τόκους υπερημερίας για κάθε καθυστέρηση στις εγγραφές του λογαριασμού. Κατά την Επιτροπή, από το γράμμα του άρθρου αυτού προκύπτει ότι η υποχρέωση καταβολής τόκων απορρέει από την παράλειψη εγγραφής στον λογαριασμό και δη ανεξάρτητα από κάθε άλλη προϋπόθεση. Η Επιτροπή υποστηρίζει συναφώς ότι οι τόκοι των οποίων ζητεί την πληρωμή εν προκειμένω δεν είναι τόκοι λόγω όψιμης καταβολής, αλλά αντιθέτως τόκοι που πρέπει να καταβληθούν άνευ ετέρου, λόγω του ότι η τελωνειακή οφειλή δεν ενεγράφη στον λογαριασμό των ιδίων πόρων ή ενεγράφη με καθυστέρηση. Η υποχρέωση αυτή εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη και αν ελλείπει η αρχική υποχρέωση καταβολής διότι εκ των υστέρων προκύπτει ότι η τελωνειακή πράξη πραγματοποιήθηκε ορθά.
- Η Επιτροπή απορρίπτει επίσης το επιχείρημα της Ιταλικής Κυβέρνησης ότι η καταβολή τόκων στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει κύρωση. Συναφώς υπογραμμίζει ότι, κατά σαφώς καθιερωμένη αρχή του αστικού δικαίου, το αντικείμενο των τόκων υπερημερίας είναι αφενός η αποκατάσταση της ζημίας που υφίσταται ο δανειστής διότι δεν είχε στη διάθεσή του επί ορισμένη περίοδο τους συγκεκριμένους οικονομικούς πόρους και αφετέρου να παρακινήσει τον οφειλέτη να εκπληρώσει εμπροθέσμως τις υποχρεώσεις του. Η Επιτροπή υποστηρίζει εξάλλου ότι η καταβολή τόκων απορρέει από την παράβαση των υποχρεώσεων που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο, ανεξάρτητα από το αν η Κοινότητα υπέστη ή δεν υπέστη ζημία.
- Όσον αφορά τη διαδικασία 2006/2266, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το τελωνείο αναχώρησης όφειλε να εισπράξει δασμούς με το τέλος της προθεσμίας του άρθρου 11 της σύμβασης TIR. Δεδομένου ότι το τελωνείο αναχώρησης δεν έλαβε την απόδειξη της εκκαθάρισης της επιχείρησης διαμετακόμισης εντός 15 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία το τελωνείο έλαβε το δελτίο TIR πρέπει να θεωρηθεί ότι η πράξη αυτή υπήρξε μη κανονική και για τον λόγο αυτό γεννήθηκε τελωνειακή οφειλή. Στην περίπτωση αυτή το κράτος μέλος οφείλει να προβεί στη λογιστική καταχώριση του δικαιώματος της Κοινότητας επί των ιδίων πόρων βάσει του άρθρου 2 του κανονισμού 1552/89 μόλις οι αρμόδιες διοικητικές αρχές είναι σε θέση να υπολογίσουν το ποσό των δασμών. Συνεπώς οι ιταλικές αρχές όφειλαν, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1552/89 να προβούν στη λογιστική καταχώρηση της απαίτησης της Κοινότητας επί των ιδίων πόρων το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την 19η ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί τον μήνα κατά τον οποίον βεβαιώθηκε η απαίτηση. Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι αρχές αυτές όφειλαν να ζητήσουν την καταβολή των επιδίκων ποσών βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, της σύμβασης TIR το γρηγορότερο δυνατό τρεις μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία ενημερώθηκε ο εγγυοδοτικός οργανισμός ότι δεν εξοφλήθηκε το δελτίο TIR.
- Η Ιταλίαυποστηρίζει καταρχάς ότι οι προϋποθέσεις γενέσεως της υποχρέωσης καταβολής τόκων υπερημερίας βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 1150/2000 δεν πληρούνται, κατά την άποψή της. Βάσει της διάταξης αυτής, η πληρωμή τόκων απαιτείται για κάθε καθυστέρηση στην εγγραφή στον λογαριασμό, πλην όμως εν προκειμένω δεν διαπιστώθηκε, κατά την άποψή της, καμιά υποχρέωση.
- Η Ιταλία υπογραμμίζει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η Κοινότητα δεν υπέστη καμιά οικονομική ζημία λόγω της καθυστερημένης εκκαθάρισης των τελωνειακών πράξεων και συνεπώς για τον λόγο αυτό δεν υπάρχει ούτε υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας. Αν στην υπό κρίση υπόθεση απαιτηθεί η καταβολή τόκων υπερημερίας, τότε οι τόκοι αυτοί αποκτούν τη φύση κυρώσεως την οποία δεν έχουν. Οι τόκοι υπερημερίας συνδέονται με την καθυστερημένη πληρωμή των οφειλομένων ποσών και το αντικείμενό τους είναι να αποκαταστήσουν υπέρ του δανειστή τη χρηματική ζημία που υπέστη διότι δεν είχε στη διάθεσή του το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό. Η ποινή εξάλλου συνδέεται με παράβαση υποχρεώσεως και δεν αφορά συγκεκριμένη οικονομική ζημία.
- Η Ιταλία φρονεί ότι οι υποθέσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας (8) και Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (9) τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή με την προσφυγή της δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω διότι στις υποθέσεις εκείνες τα ποσά οφείλονταν πράγματι. Στις δύο αυτές υποθέσεις η τελωνειακή οφειλή γεννήθηκε πράγματι λόγω των παρατυπιών στις πράξεις διαμετακομίσεως, πράγμα που τα καθών κράτη μέλη δεν αμφισβήτησαν. Στην υπό κρίση υπόθεση η Επιτροπή ζητεί όμως την καταβολή παρεπομένων οφειλών –δηλαδή τόκων υπερημερίας– ενώ δεν υπάρχει κύρια υποχρέωση δηλαδή τελωνειακή οφειλή.
- Η Ιταλία υποστηρίζει επίσης ότι οι επίδικες πράξεις διαμετακομίσεως πραγματοποιήθηκαν το 1996 και το 1997 σε περίοδο όπου η κοινοτική διαμετακόμιση δεν λειτουργούσε ομαλά. Αυτός υπήρξε ο λόγος για τον οποίο οι ιταλικές αρχές, στις περιπτώσεις στις οποίες δεν υπήρχαν ενδείξεις παρατυπίας στις τελωνειακές πράξεις, δεν εισέπραξαν αμέσως τους δασμούς προκειμένου να αποφύγουν την επιστροφή ποσών καταβληθέντων ενδεχομένως αδικαιολόγητα. Κατά την περίοδο εκείνη το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνέστησε ειδική επιτροπή με καθήκον τη δημιουργία ενός αποτελεσματικοτέρου συστήματος διαβίβασης διαμετακομιστικών εγγράφων και πληροφορικού χειρισμού των τελωνειακών διαδικασιών.
VI – Εκτίμηση της γενικής εισαγγελέα
A – Εισαγωγή
- Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή ζητεί να αναγνωρισθεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις της αρνούμενη να καταβάλει τόκους υπερημερίας για την καθυστερημένη εγγραφή ιδίων πόρων στον λογαριασμό της Κοινότητας, σε μια υπόθεση στην οποία το εμπόρευμα έφθασε εμπροθέσμως στο τελωνείο προορισμού πλην όμως η σχετική απόδειξη προσκομίσθηκε με καθυστέρηση στο τελωνείο αναχώρησης.
- Με τις προτάσεις μου θα ασχοληθώ πρώτα με το ζήτημα της περιόδου που καλύπτει η προσφυγή της Επιτροπής πριν αναφερθώ με συντομία στο σύστημα εξωτερικής διαμετακόμισης και διαμορφώσω γνώμη εξετάζοντας το βάσιμο της προσφυγής της Επιτροπής. Στο πλαίσιο της ανάλυσης του βασίμου της προσφυγής της Επιτροπής θα εξετάσω τρία ζητήματα αρχής: Γεννήθηκε εν προκειμένω τελωνειακή οφειλή; Δεύτερον, είχαν εν προκειμένω οι ιταλικές αρχές την υποχρέωση λογιστικής καταχώρησης του δικαιώματος της Κοινότητας επί των ιδίων πόρων; Και τρίτον είχε η Ιταλία, βάσει των περιστάσεων της υπόθεσης, την υποχρέωση να καταβάλει τόκους υπερημερίας;
Β – Περίοδος που καλύπτει η προσφυγή της Επιτροπής
- Από τα υπομνήματα των διαδίκων δεν προκύπτει σαφέστατα σε ποια περίοδο σημειώθηκαν οι παραβάσεις και σε ποια περίοδο αναφέρεται η Επιτροπή με την προσφυγή της. Η Επιτροπή με την προσφυγή της υποστηρίζει απλώς ότι ο έλεγχος των ιδίων πόρων πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1994. Αντιθέτως η Ιταλία υποστηρίζει με τις γραπτές παρατηρήσεις ότι ο έλεγχος πραγματοποιήθηκε το 1993, 1994, 1995 και 1996 υπογραμμίζει όμως στη συνέχεια των γραπτών παρατηρήσεών της ότι οι επίδικες πράξεις διαμετακομίσεως πραγματοποιήθηκαν το 1996 και το 1997.
- Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η προσφυγή της αφορά τις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν το 1994.
Γ – Γ – Καθεστώς εξωτερικής διαμετακόμισης
- Κατά το άρθρο 91, παράγραφος 1 του ΚΤΚ, το καθεστώς της εξωτερικής διαμετακόμισης επιτρέπει την κυκλοφορία εμπορευμάτων μεταξύ δύο σημείων του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας χωρίς πληρωμή εισαγωγικών δασμών (10). Η κυκλοφορία μπορεί, βάσει του άρθρου 91, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄ να πραγματοποιηθεί είτε υπό το καθεστώς της εξωτερικής κοινοτικής διαμετακόμισης είτε βάσει δελτίων TIR. Το άρθρο 92 ΚΤΚ ορίζει ότι το σύστημα εξωτερικής διαμετακόμισης περατώνεται όταν τα εμπορεύματα και τα αντίστοιχα έγγραφα προσαχθούν στο τελωνείο προορισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω καθεστώτος.
- Θα ήθελα επίσης να υπογραμμίσω ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ «πέρατος»και «εκκαθάρισης» της τελωνειακής διαδικασίας. Όπως προανέφερα η τελωνειακή διαδικασία περατώνεται όταν το εμπόρευμα και τα αντίστοιχα έγγραφα προσάγονται στο τελωνείο προορισμού. Η τελωνειακή διαδικασία όμως εκκαθαρίζεται όταν το τελωνείο αναχώρησης λαμβάνει από το τελωνείο προορισμού την απόδειξη της λήξεως της τελωνειακής πράξης και όταν το τελωνείο αναχώρησης προβαίνει στην εξόφληση των τελωνειακών εγγράφων (11). Στην υπό κρίση υπόθεση η τελωνειακή διαδικασία έληξε μεν εγκαίρως πλην όμως δεν εκκαθαρίστηκε ορθώς. Επισημαίνω επίσης ότι το αρχικό κείμενο του ΚΤΚ περιείχε στο άρθρο 92 μόνο τον ορισμό της λήξεως της τελωνειακής διαδικασίας· το αρχικό κείμενο του άρθρου 92 συμπληρώθηκε αργότερα με μια δεύτερη παράγραφο που ορίζει εννοιολογικά την εκκαθάριση της διαδικασίας αυτής (12).
- Εξωτερική κοινοτική διαμετακόμιση
- Η εξωτερική κοινοτική διακόμιση ρυθμίζεται στο μέρος II, δεύτερος τίτλος, κεφάλαιο 4, του κανονισμού 2454/93. Ο τίτλος αυτός ρυθμίζει το ειδικό καθεστώς της εξωτερικής κοινοτικής διακόμισης στις φάσεις που περιλαμβάνει το καθεστώς αυτό. Αν η αποστολή που τελεί υπό καθεστώς εξωτερικής κοινοτικής διαμετακόμισης δεν προσκομισθεί στο τελωνείο προορισμού, τότε θεωρείται σύμφωνα με το άρθρο 378 του κανονισμού 2454/93 ότι σημειώθηκε παρατυπία στο κράτος μέλος του τελωνείου αναχώρησης ή στο κράτος μέλος του τελωνείου διέλευσης κατά την είσοδο στην Κοινότητα στο οποίο κατατέθηκε δελτίο διέλευσης.
- Κατά το άρθρο 379 του κανονισμού 2454/93 το κράτος του τελωνείου αναχώρησης οφείλει στην περίπτωση αυτή να ενημερώσει τον κύριο υπόχρεο πριν από τη λήξη του ενδέκατου μηνός από την ημερομηνία καταχώρησης της δήλωσης κοινοτικής διαμετακόμισης και να του ζητήσει να υποβάλει εντός τριών μηνών την απόδειξη της κανονικότητας της πράξης διαμετακόμισης. Όταν παρέλθει η προθεσμία των τριών μηνών, το τελωνείο αναχώρησης οφείλει να εισπράξει τους αντίστοιχους δασμούς τους οποίους πρέπει τότε να εγγράψει στον λογαριασμό σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 1552/89, δηλαδή το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη δεκάτη ενάτη του δεύτερου μήνα μετά τον μήνα κατά τον οποίο διαπιστώθηκε το δικαίωμα.
- Καθεστώς βάσει δελτίου TIR
- Η σύμβαση TIR υπογράφηκε στη Γενεύη (Ελβετία) στις 14 Νοεμβρίου 1975· η Ιταλία έχει υπογράψει τη σύμβαση (13). Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ενέκρινε τη Σύμβαση με τον κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΟΚ) 2112/78, της 25ης Ιουλίου 1978 (14). Η σύμβαση εφαρμόζεται για την Κοινότητα από τις 20 Ιουνίου 1983 (15).
- Η σύμβαση TIR ορίζει στο άρθρο 4 ότι τα εμπορεύματα που μεταφέρονται υπό το καθεστώς TIR που θεσπίζει η σύμβαση δεν υπόκεινται στην καταβολή ή παρακατάθεση εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών στα τελωνεία διελεύσεως. Για την εφαρμογή των διευκολύνσεων αυτών τα εμπορεύματα πρέπει να συνοδεύονται καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταφοράς τους από ενιαίο έγγραφο το δελτίο TIR που χρησιμεύει για τον έλεγχο του νομοτύπου της μεταφοράς.
- Σε περίπτωση μη εξοφλήσεως του δελτίου TIR η τελωνειακή πράξη δεν πραγματοποιήθηκε κατά τον ορθό τρόπο. Στην περίπτωση αυτή το άρθρο 11, παράγραφος 1 της Σύμβασης TIR ορίζει ότι οι αρμόδιες αρχές οφείλουν εντός έτους από την ημερομηνία χρεώσεως του δελτίου TIR να γνωστοποιήσουν εγγράφως στον εγγυοδοτικό λογαριασμό την μη εξόφληση του δελτίου TIR. Το αίτημα πληρωμής των δασμών απευθύνεται στον εγγυοδοτικό οργανισμό βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2 της Σύμβασης TIR το νωρίτερο μετά την παρέλευση τριών μηνών από της ημερομηνίας κατά την οποία ενημερώθηκε ο οργανισμός ότι δεν έχει ακόμα εξοφληθεί το δελτίο TIR ή το αργότερο εντός δύο ετών (16).
- Αν διαπιστωθεί ότι σε κάποιο κράτος μέλος διεπράχθη παράβαση ή παρατυπία στο πλαίσιο μεταφοράς εμπορευμάτων βάσει δελτίου TIR, το εν λόγω κράτος οφείλει –όπως ορίζει το άρθρο 454 του κανονισμού 2454/93, να ζητήσει τον δασμό και ενδεχομένως άλλες επιβαρύνσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου ή τις οικείες διατάξεις. Όταν οι αρμόδιες αρχές αποκτούν το δικαίωμα να ζητήσουν την καταβολή δασμών από τον εγγυοδοτικό οργανισμό οφείλουν να εγγράψουν τους δασμούς αυτούς στον λογαριασμό βάσει του άρθρου 6 του κανονισμού 1552/89. Αυτό σημαίνει ότι το κοινοτικό δίκαιο έρχεται να εφαρμοστεί στις σχέσεις μεταξύ του κράτους μέλους της Κοινότητας όσον αφορά τους ιδίους πόρους και την εγγραφή των πόρων αυτών στον λογαριασμό της Κοινότητας. Γι’ αυτό τον λόγο στην υπό κρίση υπόθεση έχουν εφαρμογή και οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου περί των ιδίων πόρων για τη λογιστική καταχώρηση των ιδίων πόρων που απορρέουν από την μη τήρηση της Συμβάσεως TIR.
Δ – Τελωνειακή οφειλή
- Το πρώτο ερώτημα στο οποίο πρέπει να δοθεί απάντηση σε σχέση με την υποχρέωση των ιταλικών αρχών να καταβάλουν τόκους υπερημερίας είναι το αν στην υπό κρίση υπόθεση γεννήθηκε τελωνειακή οφειλή.
- Επισημαίνω συναφώς ότι πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ της νομικής βάσης της γένεσης της τελωνειακής οφειλής, δηλαδή των περιστάσεων υπό τις οποίες γεννάται η τελωνειακή οφειλή και της νομικής βάσης ή των περιστάσεων υπό τις οποίες γεννάται η υποχρέωση του κράτους μέλους να καταχωρίσει λογιστικώς τους ιδίους πόρους της Κοινότητας (17). Οι σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των επιχειρήσεων που αφορούν τις τελωνειακές διασαφήσεις, την επιβολή και την είσπραξη εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών ρυθμίζονται από τις τελωνειακές διατάξεις (18). Οι σχέσεις μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών σχετικά με την καταχώρηση και τη θέση των ιδίων πόρων στη διάθεση της Κοινότητας διέπονται από τις διατάξεις περί των ιδίων πόρων.
- Η Επιτροπή υποστηρίζει με την προσφυγή ότι, όταν το τελωνείο αναχωρήσεως δεν λαμβάνει την απόδειξη της εκκαθάρισης της τελωνειακής διαδικασίας εντός της προβλεπομένης προθεσμίας θεωρείται ότι η τελωνειακή πράξη δεν υπήρξε κανονική πράγμα που συνεπάγεται γένεση της τελωνειακής οφειλής. Η Ιταλία υποστηρίζει αντιθέτως ότι η τελωνειακή οφειλή ουδέποτε γεννήθηκε διότι η αποστολή προσήχθη εμπροθέσμως στο τελωνείο προορισμού· κατά την Ιταλία το γεγονός ότι το τελωνείο προορισμού απέστειλε με καθυστέρηση τη βεβαίωση του νομοτύπου της τελωνειακής πράξης δεν έχει επίπτωση ως προς τη γένεση τελωνειακής οφειλής.
- Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει καταρχάς να διευκρινιστεί η κατάσταση πραγμάτων στην υπό κρίση υπόθεση. Το τελωνείο αναχώρησης έταξε προθεσμία για την προσκόμιση των εμπορευμάτων στο τελωνείο προορισμού (19). Το εμπόρευμα προσκομίστηκε εμπροθέσμως στο τελωνείο προορισμού πλην όμως το τελευταίο δεν διεβίβασε αμέσως στο τελωνείο αναχωρήσεως τα έγγραφα που αποδείκνυαν το γεγονός αυτό (20).
- Στο άρθρο 379, παράγραφος 1, του κανονισμού 2454/93 ορίζεται ότι το τελωνείο αναχωρήσεως ενημερώνει τον κύριο υπόχρεο όταν «[α]ποστολή δεν προσκομισθεί στο τελωνείο προορισμού». Αν υιοθετήσουμε αυστηρή γραμματική ερμηνεία, η διάταξη αυτή είναι σαφές ότι δεν καλύπτει την περίπτωση της υπό κρίση υπόθεσης που το εμπόρευμα προσκομίστηκε εγκαίρως στο τελωνείο προορισμού πλην όμως το τελωνείο αναχώρησης δεν ενημερώθηκε. Νομίζω πάντως ότι πρέπει να δούμε τη διάταξη αυτή από τη σκοπιά του τελωνείου αναχωρήσεως και δη κατά την έννοια ότι το τελωνείο αυτό οφείλει, αν δεν ενημερωθεί εμπροθέσμως για την προσκόμιση του εμπορεύματος, να θεωρήσει ότι το εμπόρευμα δεν προσκομίστηκε στο τελωνείο προορισμού (21). Αν υιοθετήσουμε άλλη ερμηνεία της πρώτης παραγράφου του άρθρου 379 του κανονισμού 2454/93, η διαδικασία αποδείξεως της κανονικότητας της πράξης διαμετακόμισης κατά τη δεύτερη παράγραφο θα έχανε το νόημά της. Αν η πρώτη παράγραφος του άρθρου αυτού ρύθμιζε αποκλειστικά τις περιπτώσεις στις οποίες το εμπόρευμα δεν προσκομίστηκε πράγματι στο τελωνείο προορισμού δεν θα ήταν δυνατόν να αποδειχθεί στη συνέχεια ότι το εμπόρευμα προσκομίστηκε στο τελωνείο προορισμού. Το επιχείρημα αυτό επιρρωννύεται από το άρθρο 380, στοιχείο α΄ του κανονισμού 2454/93 κατά το οποίο ως απόδειξη της κανονικότητας της πράξης διαμετακομίσεως μπορεί να προσκομισθεί «έγγραφο επικυρωμένο από τις τελωνειακές αρχές που αποδεικνύει ότι τα εν λόγω εμπορεύματα προσκομίσθηκαν στο τελωνείο προορισμού».
- Αφού λοιπόν από τη σκοπιά του τελωνείου αναχώρησης η αποστολή δεν προσκομίσθηκε στο τελωνείο προορισμού, το τελωνείο αναχώρησης πρέπει να ζητήσει από τον κύριο υπόχρεο βεβαίωση της κανονικότητας της πράξης διαμετακόμισης. Αν δεν ζητήσει τη βεβαίωση αυτή από τον κύριο υπόχρεο, η συνέπεια της παράλειψης είναι, κατά την άποψή μου, για το τελωνείο αναχώρησης (και όχι για τον κύριο υπόχρεο) η ίδια όπως και αν δεν ελάμβανε τη βεβαίωση της κανονικότητας της πράξης διαμετακόμισης από τον κύριο υπόχρεο –βάσει του άρθρου 2 του κανονισμού 1552/89 έτσι γεννάται το δικαίωμα της Κοινότητας επί των ιδίων πόρων και συνεπώς η υποχρέωση του τελωνείου αναχωρήσεως να τους εγγράψει στον λογαριασμό της Κοινότητας.
- Από τις υποθέσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας (22) και Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (23) στις οποίες παραπέμπει η Επιτροπή προκύπτει ότι, όταν «οι αποστολές που υπήχθησαν στο καθεστώς της εξωτερικής τελωνειακής διαμετακομίσεως δεν προσκομίσθηκαν στο τελωνείο προορισμού εντός της προθεσμίας που έταξε το γραφείο αναχωρήσεως, η τελωνειακή οφειλή τεκμαίρεται γεννηθείσα και ο κύριος υπόχρεος θεωρείται οφειλέτης» (24). Η γενική εισαγγελέας C. Stix-Hackl, με τις προτάσεις στις δύο αυτές υποθέσεις υποστήριξε την ίδια άποψη, ότι δηλαδή το άρθρο 378, παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού 2454/93 –η περίπτωση στην οποία η αποστολή δεν προσκομίσθηκε εμπροθέσμως στο τελωνείο προορισμού– γεννά «τεκμήριο εκ του νόμου» ως προς τη γένεση της τελωνειακής οφειλής και την ιδιότητα του κυρίου υποχρέου ως οφειλέτη (25). Η νομολογία αυτή μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία στην περίπτωση στην οποία το τελωνείο αναχώρησης δεν έχει την απόδειξη ότι το εμπόρευμα προσκομίστηκε στο τελωνείο προορισμού.
- Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή εν προκειμένω δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ότι η τελωνειακή οφειλή γεννήθηκε πράγματι. Με την πάροδο της προθεσμίας που έταξε το τελωνείο αναχώρησης για την προσκόμιση του εμπορεύματος στο τελωνείο προορισμού γεννήθηκε μόνο τεκμήριο τελωνειακής οφειλής (26). Το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό (praesumptio iuris tantum), δηλαδή είναι δυνατόν να αντικρουσθεί αν ο ενδιαφερόμενος αποδείξει ότι η τελωνειακή πράξη εκκαθαρίστηκε με τον ορθό τρόπο. Το βάρος αποδείξεως φέρει στην περίπτωση αυτή το πρόσωπο που αμφισβητεί το τεκμήριο (27). Όσον αφορά το ζήτημα ποιος μπορεί να αμφισβητήσει το τεκμήριο, θα διακρίνω δύο δυνατότητες.
- Η πρώτη δυνατότητα είναι να ζητήσει το τελωνείο αναχωρήσεως από τον κύριο υπόχρεο την απόδειξη της κανονικότητας της πράξης διαμετακομίσεως σύμφωνα με το άρθρο 379, παράγραφος 2 του κανονισμού 2454/93. Στην περίπτωση αυτή, όπως παρατηρεί η γενική εισαγγελέας C. Stix-Hackl στo σημείο 49 των προτάσεών της στις υποθέσεις Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C-460/01) και Επιτροπή κατά Γερμανίας (C-104/02) (28), ο κύριος υπόχρεος μπορεί, εντός τριών μηνών από την ημέρα γνωστοποιήσεως της παρατυπίας της πράξης διαμετακόμισης, να αμφισβητήσει το τεκμήριο περί γενέσεως τελωνειακής οφειλής, αποδεικνύοντας ότι η παρατυπία δεν επήλθε με δική του υπαιτιότητα. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, ο κύριος υπόχρεος δεν μπορεί πλέον να αμφισβητήσει το τεκμήριο τελωνειακής οφειλής που δεν μπορεί πλέον να καταρριφθεί παρά μόνον από τις τελωνειακές αρχές με την απόδειξη ότι το εμπόρευμα προσκομίσθηκε εμπροθέσμως στο τελωνείο προορισμού. Η δεύτερη πιθανότητα είναι να μη ζητήσει την απόδειξη αυτή από τον κύριο υπόχρεο το τελωνείο αναχώρησης. Στην περίπτωση αυτή ο κύριος υπόχρεος μπορεί, κατά την άποψή μου, όπως ακριβώς και οι τελωνειακές αρχές, να αμφισβητήσει το τεκμήριο υπάρξεως τελωνειακής οφειλής ακόμη και μετά την πάροδο δεκατεσσάρων μηνών μετά την ημερομηνία θέσεως του εμπορεύματος σε διαμετακόμιση.
- Πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί ότι στην υπό κρίση υπόθεση δημιουργήθηκε τεκμήριο τελωνειακής οφειλής το οποίο κατερρίφθη όταν το τελωνείο προορισμού προσκόμισε στο τελωνείο παραχωρήσεως την απόδειξη ότι το εμπόρευμα περιήλθε εμπροθέσμως στο τελωνείο προορισμού.
E – Υποχρέωση λογιστικής καταχώρισης της απαίτησης της Κοινότητας επί των ιδίων πόρων
- Το δεύτερο ζήτημα στο οποίο πρέπει να δοθεί απάντηση είναι το αν οι ιταλικές αρχές είχαν την υποχρέωση να εγγράψουν τους ιδίους πόρους στον λογαριασμό της Κοινότητας. Τα άρθρα 2 του κανονισμού 1552/89 και 2 του κανονισμού 1150/2000 είναι σημαντικά για την διαπίστωση του δικαιώματος της Κοινότητας επί των ιδίων πόρων.
- Με την προσφυγή της η Επιτροπή επικαλείται τον κανονισμό 1552/89 και τον κανονισμό 1150/2000 που αντικατέστησε τον πρώτο από 31 Μαΐου 2000. Πρέπει συνεπώς καταρχάς να διευκρινιστεί ποιος από τους δύο κανονισμούς έχει εφαρμογή εν προκειμένω (29). Όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων των δύο κανονισμών, θα παρατηρήσω ότι, όταν το κοινοτικό δίκαιο τροποποιείται όσο διαρκεί η διαδικασία πριν την άσκηση της προσφυγής, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη διαπίστωση παραβάσεως βάσει των διατάξεων της προηγουμένης ρύθμισης που τροποποιήθηκαν στη συνέχεια αν οι διατάξεις έχουν διατηρηθεί στη νέα ρύθμιση (30). Αντιθέτως το αντικείμενο της διαφοράς δεν μπορεί να επεκταθεί σε υποχρεώσεις που απορρέουν από τις νέες διατάξεις αντίστοιχες των οποίων δεν υπήρχαν στο αρχικό κείμενο του επιδίκου κειμένου, πράγμα που θα συνιστούσε παράβαση ουσιώδους τύπου της κανονικότητας της διαδικασίας περί διαπιστώσεως παραβάσεως (31).
- Το άρθρο 2 του κανονισμού 1552/89 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του κανονισμού 1150/2000. Το άρθρο 2 του κανονισμού 1552/89 όριζε ότι το δικαίωμα της Κοινότητας επί των ιδίων πόρων προσδιορίζεται αμέσως μόλις το αρμόδιο τελωνείο ανακοινώσει στον οφειλέτη το οφειλόμενο ποσό. Ο οφειλέτης ενημερώνεται αμέσως μόλις γίνει γνωστός και όταν η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να υπολογίσει το ποσό της απαίτησης αφού τηρηθούν όλες οι εφαρμοστέες εν προκειμένω κοινοτικές διατάξεις. Το άρθρο 2 του κανονισμού 1150/2000 ορίζει ότι η απαίτηση της Κοινότητας επί των ιδίων πόρων θεωρείται βεβαιωθείσα άπαξ και πληρούνται οι όροι που προβλέπει η τελωνειακή νομοθεσία όσον αφορά τη λογιστική καταχώριση του ποσού και την ανακοίνωσή του στον οφειλέτη. Η διατύπωση του άρθρου 2 τροποποιήθηκε με την έναρξη ισχύος του νέου κανονισμού και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στην υπό κρίση υπόθεση πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις του αρχικού κανονισμού.
- Η Ιταλική Κυβέρνηση ανέφερε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι οι ιταλικές αρχές δεν ενημέρωσαν τον κύριο υπόχρεο για το οφειλόμενο ποσό. Ανεξάρτητα από το γεγονός αυτό, το δικαίωμα της Κοινότητας επί των ιδίων πόρων γεννήθηκε εν πάση περιπτώσει, όταν παρήλθε η προθεσμία του άρθρου 379 του κανονισμού 2454/93, δηλαδή το αργότερο με την πάροδο 14 μηνών μετά την προσκόμιση του εμπορεύματος στο τελωνείο αναχώρησης. Στην περίπτωση της Σύμβασης TIR, αυτό το δικαίωμα της Κοινότητας γεννάται με την παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 11 της Σύμβασης, δηλαδή ενός έτους και τριών μηνών –δηλαδή συνολικά 15 μηνών– και το αργότερο τρία έτη μετά την παραλαβή του δελτίου TIR.
- Οι ιταλικές αρχές όφειλαν να καταχωρήσουν λογιστικά το δικαίωμα της Κοινότητας επί των ιδίων πόρων βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1552/89 που ορίζει ότι οι απαιτήσεις που βεβαιώνονται σύμφωνα με το άρθρο 2 καταχωρούνται στα λογιστικά βιβλία το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την δέκατη ένατη ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί τον μήνα κατά τον οποίο βεβαιώθηκε η απαίτηση. Το άρθρο 3, στοιχείο α΄ του κανονισμού 1150/2000 περιέχει την ίδια διάταξη με το άρθρο 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1552/89· συνεπώς είναι δυνατόν λόγω των αρχών που προαναφέρθηκαν να εφαρμοσθεί και ο τελευταίος κανονισμός. Από τη νομολογία προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παραλείψουν τη βεβαίωση των απαιτήσεων ακόμη και αν τις αμφισβητούν, διότι διαφορετικά η οικονομική ισορροπία της Κοινότητας μπορεί να διαταραχθεί με τη συμπεριφορά ενός κράτους μέλους (32). Τα κράτη μέλη απαλλάσσονται από την υποχρέωση να αποδώσουν τα ποσά στην Επιτροπή μόνον αν η είσπραξη δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί για λόγους ανωτέρας βίας ή εάν προκύπτει ότι είναι οριστικώς αδύνατο να προβούν στην είσπραξη για λόγους που δεν μπορούν να τους καταλογιστούν (33).
- Με την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας το τεκμήριο τελωνειακής οφειλής αρκεί για να δημιουργηθεί υποχρέωση λογιστικής καταχώρησης του δικαιώματος της Κοινότητας επί των ιδίων πόρων. Από τη σκοπιά αυτή συνεπώς δεν έχει σημασία το αν το τελωνείο αναχώρησης γνωρίζει με βεβαιότητα αν έχει γεννηθεί τελωνειακή οφειλή για τον κύριο υπόχρεο. Από τη σκοπιά του τελωνείου, η τελωνειακή οφειλή θεωρείται υπάρχουσα και το τελωνείο οφείλει λόγω του τεκμηρίου αυτού να καταχωρήσει λογιστικά το δικαίωμα της Κοινότητας επί των ιδίων πόρων. Η εξέταση από τη σκοπιά του κυρίου υποχρέου στην οποία στηρίζεται η Ιταλική Κυβέρνηση με τις παρατηρήσεις της δεν είναι συνεπώς κρίσιμη εν προκειμένω –το γεγονός ότι de facto δεν γεννάται τελωνειακή οφειλή έναντι αυτού βάσει του άρθρου 204 ΚΤΚ δεν παίζει σημαντικό ρόλο για το τελωνείο αναχώρησης παρά μόνο όταν το τελωνείο αυτό συγκρίνει τα τελωνειακά έγγραφα και διαπιστώνει ότι δεν σημειώθηκε παρατυπία κατά την τελωνειακή πράξη και προχωρεί στην εκκαθάριση της τελωνειακής διαδικασίας. Μπορούμε συνεπώς να θεωρήσουμε ότι ο κύριος υπόχρεος εξεπλήρωσε την υποχρέωσή του στο πλαίσιο του καθεστώτος εξωτερικής διαμετακόμισης όταν προσκόμιση στο τελωνείο προορισμού το εμπόρευμα και τα αντίστοιχα έγγραφα ενώ το τελωνείο αναχώρησης εκπληρώνει την υποχρέωσή του όταν συγκρίνει τα τελωνειακά έγγραφα και διαπιστώνει ότι δεν σημειώθηκε παρατυπία στη διαδικασία διαμετακόμισης.
- Οι ιταλικές αρχές είχαν συνεπώς την υποχρέωση λογιστικής καταχώρησης των ίδιων πόρων στον λογαριασμό της Κοινότητας.
ΣΤ – Τόκοι υπερημερίας
- Το τρίτο ερώτημα, κρίσιμο για την παρούσα υπόθεση, είναι το ζήτημα αν το κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται το τελωνείο που είχε την υποχρέωση λογιστικής καταχώρησης του δικαιώματος της Κοινότητας επί των ιδίων πόρων οφείλει να καταβάλει τόκους υπερημερίας από την ημέρα κατά την οποία γεννήθηκε η υποχρέωσή του να εγγράψει τους πόρους αυτούς στον λογαριασμό της Κοινότητας μέχρι την ημέρα κατά την οποία καταρρίφθηκε το τεκμήριο τελωνειακής οφειλής. Η υποχρέωση εγγραφής στον λογαριασμό της Κοινότητας που έχει το κράτος μέλος στις σχέσεις του με την Κοινότητα αντιστοιχεί στην υποχρέωση του τελωνείου, στις σχέσεις τελωνειακού δικαίου, λογιστικής καταχώρησης των ιδίων πόρων. Συνεπώς το κράτος μέλος οφείλει τόκους υπερημερίας για τις περιόδους κατά τις οποίες οι ίδιοι οι πόροι της Κοινότητας έπρεπε να εγγραφούν στον λογαριασμό αν οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους τις είχαν καταχωρήσει εγκαίρως.
- Το άρθρο 11 του κανονισμού 1552/89 ορίζει όσον αφορά τους τόκους υπερημερίας ότι το κράτος μέλος καταβάλλει τόκους για «κάθε καθυστέρηση(34) στις εγγραφές του λογαριασμού» των ιδίων πόρων της Κοινότητας. Το άρθρο 11 του κανονισμού 1150/2000 περιέχει ίδια διάταξη. Από τη νομολογία προκύπτει εξάλλου ότι υπάρχει άρρηκτος σύνδεσμος μεταξύ αφενός της υποχρεώσεως βεβαιώσεως των ιδίων πόρων της Κοινότητας που θα εγγραφούν στον λογαριασμό της Κοινότητας εντός της τασσομένης προθεσμίας και αφετέρου, της υποχρεώσεως καταβολής τόκων υπερημερίας (35). Οι τόκοι απαιτούνται ανεξαρτήτως του λόγου της καθυστέρησης στην εγγραφή των πόρων αυτών στον λογαριασμό της Κοινότητας (36). Συνεπώς, βάσει της νομολογίας δεν χρειάζεται να γίνει διάκριση μεταξύ της περίπτωσης στην οποία το κράτος μέλος διαπιστώνει τους ίδιους πόρους χωρίς να τους εγγράψει στον λογαριασμό και της περίπτωσης στην οποία το κράτος μέλος απλούστατα παρέλειψε να διαπιστώσει τους ιδίους πόρους (37).
- Νομίζω όμως ότι οι αρχές αυτές εφαρμόζονται μόνο οσάκις η τελωνειακή οφειλή υπάρχει πράγματι ή τουλάχιστον μόνο όταν τεκμαίρεται υπάρχουσα και συνεπώς οφείλονται οι ίδιοι πόροι. Η εφαρμογή των αρχών αυτών καθίσταται όμως αδύνατη όταν αποδεικνύεται ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τελωνειακή οφειλή και παύει να υπάρχει το δικαίωμα της Κοινότητας για εγγραφή των ιδίων πόρων ή και το δικαίωμα επί των ιδίων πόρων που έχουν ήδη εγγραφεί.
- Στο σημείο αυτό θεωρώ σκόπιμο να αναπτύξω λεπτομερέστερα τον σύνδεσμο μεταξύ της νομικής ρύθμισης των σχέσεων κράτους μέλους και των επιχειρήσεων (σχέσεις τελωνειακού δικαίου) και της νομικής ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ του κράτους μέλους και της Κοινότητας (σχέσεις που αφορούν τους ιδίους πόρους της Κοινότητας). Από τη σκοπιά της γενικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, αυτή δεν απορρέει από την εφαρμογή της τελωνειακής ένωσης, αλλά αντιθέτως αποτελεί αυτοτελή σκοπό που διατυπώνεται στη Συνθήκη υπό τον τίτλο II (οικονομικές διατάξεις) του πέμπτου μέρους και όχι στο τρίτο μέρος που ρυθμίζει τις πολιτικές της Κοινότητας και μεταξύ άλλων την τελωνειακή ένωση στο κεφάλαιο 1 του τίτλου I (38). Υπάρχει όμως –όπως παρατηρεί στις προτάσεις του ο γενικός εισαγγελέας L. A. Geelhoed στην υπόθεση Επιτροπή κατά Δανίας –μεταξύ των τελωνειακών διατάξεων και των διατάξεων περί ιδίων πόρων της Κοινότητας ένας δεσμός κατά την έννοια ότι οι αρμόδιες εθνικές τελωνειακές αρχές οφείλουν βάσει των τελωνειακών διατάξεων να υπολογίζουν, να επιβάλλουν και να εισπράττουν τους δασμούς ως ιδίους πόρους (39). Στη συνέχεια τα κράτη μέλη οφείλουν να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να θέσουν στη διάθεση της Κοινότητας τους ιδίους πόρους τους οποίους δικαιούται και δεν απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή παρά μόνο αν η είσπραξη δεν έγινε για λόγους ανωτέρας βίας ή οσάκις αποδεικνύεται ότι είναι οριστικά αδύνατη η είσπραξη για λόγους που δεν καταλογίζονται εις βάρος τους (40).
- Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούμε να διακρίνουμε πλήρως μεταξύ της τελωνειακού δικαίου σχέσεως και της σχέσεως σχετικά με τους ιδίους πόρους της Κοινότητας. Το Δικαστήριο αντιμετώπισε μια τέτοια περίπτωση στην υπόθεση De Haan (41). Στην υπόθεση εκείνη το Δικαστήριο έκρινε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της υποχρέωσης βεβαιώσεως του δικαιώματος της Κοινότητας επί των ιδίων πόρων και της αρμοδιότητας των κρατών μελών να απαιτήσουν την τελωνειακή οφειλή από τον κύριο υπόχρεο. Το Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 34 της απόφασης ότι η μη τήρηση από τις τελωνειακές αρχές των προθεσμιών που προβλέπει η τελωνειακή ρύθμιση της Κοινότητας μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την καταβολή από το οικείο κράτος μέλος τόκων υπερημερίας στις Κοινότητες, στο πλαίσιο της αποδόσεως των ιδίων πόρων και ότι δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το απαιτητό της τελωνειακής οφειλής ούτε το δικαίωμα των αρχών αυτών να προχωρήσουν στην εκ των υστέρων είσπραξη. Το Δικαστήριο έκρινε με την μετέπειτα νομολογία ότι, αν ένα σφάλμα των τελωνειακών αρχών του κράτους μέλους έχει ως αποτέλεσμα ότι ο υπόχρεος δεν οφείλει να εξοφλήσει το ποσό των δασμών, αυτό δεν επηρεάζει την υποχρέωση του οικείου κράτους μέλους να καταβάλει το ποσό των ιδίων πόρων και τους τόκους υπερημερίας για την καθυστερημένη λογιστική καταχώρηση των ιδίων πόρων (42).
- Υπάρχει πάντως θεμελιώδης διαφορά μεταξύ της περίπτωσης στην οποία η τελωνειακή οφειλή υφίσταται και το κράτος μέλος δεν μπορεί να την εισπράξει λόγω σφάλματος των οικείων τελωνειακών αρχών και της περίπτωσης στην οποία αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι η τελωνειακή οφειλή δεν υφίσταται, όπως εν προκειμένω. Οι αρχές τις οποίες διαμόρφωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση De Haan (43) δεν μπορούν να μεταφερθούν στην υπό κρίση υπόθεση.
- Συνεπώς εν προκειμένω δεν μπορούμε να πούμε ότι μετά την γένεση εις βάρος του κράτους μέλους της υποχρέωσης για λογιστική καταχώρηση των ιδίων πόρων της Κοινότητας, η σχέση μεταξύ του κράτους μέλους και της Κοινότητας καθίσταται εξ ολοκλήρου ανεξάρτητη της σχέσεως μεταξύ του κράτους μέλους και του κυρίου υποχρέου. Η Επιτροπή αναγνωρίζει και αυτή σιωπηρά ότι τα συστήματα εξακολουθούν να συνδέονται ακόμη και μετά τη γένεση της υποχρέωσης για λογιστική καταχώρηση των ιδίων πόρων υπέρ της Κοινότητας. Αν η Επιτροπή θεωρούσε ότι η υποχρέωση εγγραφής στον λογαριασμό των ιδίων πόρων εξακολουθεί να υπάρχει και οσάκις προκύπτει ότι δεν γεννήθηκε τελωνειακή οφειλή, θα είχε ζητήσει με την προσφυγή της να διαπιστωθεί η παράβαση λόγω παραλείψεως εγγραφής των πόρων αυτών στον λογαριασμό της Κοινότητας. Η Επιτροπή δηλώνει όμως αντιθέτως με τα επιχειρήματά της ότι, οσάκις διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει τελωνειακή οφειλή δεν υπάρχει ούτε υποχρέωση λογιστικής καταχώρησης των ιδίων πόρων.
- Υπάρχει και ένας πρόσθετος λόγος για τον οποίον δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέλεια ανεξαρτησία του συστήματος των ιδίων πόρων έναντι του συστήματος του τελωνειακού δικαίου. Το άρθρο 236 ΚΤΚ ορίζει ότι η επιστροφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών πραγματοποιείται «εφόσον αποδεικνύεται ότι κατά τη στιγμή της πληρωμής τους το ποσό τους δεν οφειλόταν νομίμως» (44). Το Δικαστήριο νομολογεί εξάλλου ότι ο κύριος υπόχρεος μπορεί να ζητήσει την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών αν αποδεικνύεται ότι η τελωνειακή πράξη δεν εκκαθαρίστηκε με τον ορθό τρόπο (45). Αν ο κύριος υπόχρεος ζητήσει συνεπώς από το κράτος μέλος την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν αδικαιολόγητα που όμως το κράτος μέλος έχει πάντα την υποχρέωση –ανεξάρτητα απ’ αυτό– να εγγράψει στον λογαριασμό της Κοινότητας, τότε το κράτος μέλος οφείλει να καταβάλει το ποσό δύο φορές– μία φορά στην Κοινότητα και μία φορά στον κύριο υπόχρεο. Νομίζω όμως ότι δεν μπορεί να είναι αυτός ο στόχος της τελωνειακής νομοθεσίας ούτε της νομοθεσίας περί ιδίων πόρων της Κοινότητας.
- Διαπιστώνεται συνεπώς ότι τη στιγμή που καταρρίπτεται το τεκμήριο τελωνειακής οφειλής αποδεικνύεται επίσης ότι το οι ίδιοι πόροι κακώς ενεγράφησαν στον λογαριασμό της Κοινότητας. Το γεγονός ότι οι εθνικές τελωνειακές αρχές είχαν την υποχρέωση να τους εγγράψουν στον λογαριασμό των ιδίων πόρων όταν υπήρχε το τεκμήριο τελωνειακής οφειλής δεν αίρει τη διαπίστωση αυτή.
- Η απόσβεση του δικαιώματος της Κοινότητας επί των ιδίων πόρων έχει όμως σημαντικές συνέπειες για τους τόκους που όφειλε ενδεχομένως το κράτος μέλος για τις καθυστερήσεις στην λογιστική καταχώρηση των ιδίων πόρων. Νομίζω ότι πρέπει να θεωρήσουμε ότι με την απόσβεση του δικαιώματος της Κοινότητας επί των ιδίων πόρων αποσβέννυται επίσης και το δικαίωμά της για τόκους υπερημερίας λόγω ενδεχόμενης καθυστέρησης εγγραφής στον λογαριασμό των ιδίων πόρων. Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορούν διάφορα επιχειρήματα.
- Η υποχρέωση εγγραφής στον λογαριασμό των ιδίων πόρων και η υποχρέωση καταβολής τόκων για καθυστερημένη εγγραφή στον λογαριασμό είναι η μεν μία κύρια υποχρέωση και η άλλη παρεπομένη υποχρέωση. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει πλέον υποχρέωση εγγραφής στον λογαριασμό –δηλαδή κύρια υποχρέωση– και σύμφωνα με την αρχή accessorium sequitur principale –η παρεπομένη υποχρέωση καταβολής τόκων για την καθυστέρηση στην εγγραφή στον λογαριασμό εξαφανίζεται και αυτή. Οι τόκοι υπερημερίας είναι σύνηθες μέσον του αστικού δικαίου, πλην όμως μπορούμε να εφαρμόσουμε κατ’ αναλογία στον τομέα του τελωνειακού δικαίου που υπάγεται στο δημόσιο δίκαιο καθώς και στη ρύθμιση περί ιδίων πόρων της Κοινότητας, τις θεμελιώδεις αρχές που συνδέονται με το μέσο αυτό. Αν λάβουμε ως βάση, κατ’ αναλογία, αστικό δίκαιο διαπιστώνουμε ότι η καταβολή τόκων εξαρτάται πάντα από την καταβολή της κυρίας οφειλής.
- Το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο που αναφέρεται στους τόκους υπερημερίας απορρέει από την αρχή του παρεπομένου χαρακτήρα των τόκων (46). Η αρχή αυτή αναγνωρίζεται και από το δίκαιο πολλών κρατών μελών της ΕΕ (47). Ο παρεπόμενος χαρακτήρας των τόκων προκύπτει επίσης από έγγραφα διαφόρων ομάδων εμπειρογνωμόνων για την ενοποίηση του ευρωπαϊκού δικαίου και των κειμένων διεθνούς δικαίου. Συγκεκριμένα αναφέρεται λόγου χάρη στο άρθρο III.-3:708(1) του σχεδίου κοινού πλαισίου αναφοράς (Draft Common Frame of reference) ότι ο οφειλέτης οφείλει να καταβάλει τόκους υπερημερίας αν καθυστερήσει την καταβολή συγκεκριμένου χρηματικού ποσού (48). Το άρθρο 4.507(1) των αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων (Principles of European Contract Law) (49) περιέχει παρόμοια διάταξη. Εξάλλου στο άρθρο 78 της Σύμβασης περί διεθνούς πωλήσεως εμπορευμάτων αναφέρεται ότι ο συμβαλλόμενος δικαιούται τόκους υπερημερίας αν ο αντισυμβαλλόμενος καθυστερεί την καταβολή της τιμής ή άλλου ποσού (50). Κανένα από τα κείμενα που παρέθεσα δεν ρυθμίζει την περίπτωση στην οποία ο δανειστής δικαιούται τόκους υπερημερίας ακόμη και αν δεν υπάρχει πλέον υποχρέωση καταβολής του οφειλομένου ποσού.
- Οι σχέσεις αστικού δικαίου είναι πράγματι σχέσεις δύο βαθμίδων μεταξύ κύριας υποχρέωσης και παρεπόμενης υποχρέωσης διότι ο οφειλέτης που καθυστερεί την πληρωμή οφείλει να καταβάλλει τόκους υπερημερίας απευθείας βάσει της κύριας υποχρέωσης πληρωμής. Στην υπό κρίση υπόθεση αντιθέτως οι σχέσεις είναι τριμερείς: πρώτον γεννάται η τελωνειακή οφειλή, στη συνέχεια η υποχρέωση εγγραφής συγκεκριμένου ποσού στον λογαριασμό των ιδίων πόρων και τέλος οι τόκοι υπερημερίας που πρέπει να καταβληθούν λόγω της καθυστερημένης εγγραφής των ποσών αυτών στον λογαριασμό. Η ύπαρξη της τριμερούς αυτής σχέσης όμως δεν μπορεί κατά τη γνώμη μου να επηρεάσει τη διαπίστωση ότι η Κοινότητα εν προκειμένω δεν δικαιούται τόκους υπερημερίας. Το δικαίωμα της Κοινότητας επί των ιδίων πόρων εξαφανίζεται όταν καταρρίπτεται το τεκμήριο ότι γεννήθηκε η τελωνειακή οφειλή διότι το νομικό καθεστώς που διέπει τους ιδίους πόρους της Κοινότητας δεν μπορεί να είναι τόσο ανεξάρτητο από τη σχέση του τελωνειακού δικαίου ώστε η υποχρέωση που γεννάται σ’ αυτό το πλαίσιο να είναι εξ ολοκλήρου αυτοτελής.
- Το βάσιμο των επιχειρημάτων σχετικά με τον παρεπόμενο χαρακτήρα των τόκων υπερημερίας επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η ratio των επιχειρημάτων αυτών μπορεί να εφαρμοστεί και στην υπό κρίση υπόθεση δηλαδή όταν οι ίδιοι πόροι –αντίθετα με αυτό που συνέβη πράγματι– εγγράφονται στον λογαριασμό καίτοι με καθυστέρηση, το δε κράτος μέλος κατέβαλε τόκους υπερημερίας για την καθυστερημένη εγγραφή στον λογαριασμό, πλην όμως διαπιστώνεται στη συνέχεια ότι δεν υπήρχε τελωνειακή οφειλή. Όπως παρατήρησα στις προτάσεις μου στην υπόθεση Επιτροπή κατά Δανίας, όταν η Επιτροπή λαμβάνει πληρωμή στο πλαίσιο των ιδίων πόρων τους οποίους δεν δικαιούται, η οικονομική ισορροπία της Κοινότητας μεταβάλλεται εις βάρος του κράτους μέλους (51). Στην περίπτωση αυτή μπορεί να υπάρχει μετάθεση περιουσιακών στοιχείων υπέρ της Κοινότητας ελλείψει νομικής βάσης και συνεπώς αδικαιολόγητος πλουτισμός της Κοινότητας (52). Αν οι ίδιοι πόροι της Κοινότητας εγγράφονταν στον λογαριασμό με καθυστέρηση στην περίπτωση αυτή και αν το κράτος μέλος είχε καταβάλει τόκους για την καθυστερημένη εγγραφή νομίζω ότι θα μπορούσε να ζητηθεί από την Κοινότητα η επιστροφή του ποσού των ιδίων πόρων καθώς και των τόκων υπερημερίας που κατέβαλε το κράτος μέλος.
- Όπως ορθά υποστηρίζει η Ιταλική Κυβέρνηση, η υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας στην υπό κρίση υπόθεση θα προσέδιδε στους τόκους αυτούς τον χαρακτήρα κύρωσης. Βεβαίως ο σκοπός των τόκων υπερημερίας μπορεί να είναι η κύρωση διότι οι τόκοι αυτοί επιδιώκουν μέσω του «κολασμού» για κάθε ημέρα καθυστέρησης να αναγκάσουν τον οφειλέτη να καταβάλει εγκαίρως το σχετικό ποσόν. Η κυρωτική φύση των τόκων συνδέεται πάντως με την ύπαρξη της κύριας υποχρέωσης (53). Η Επιτροπή επιδιώκει με την προσφυγή της να πληρώσει το νομικό κενό που υπάρχει προδήλως όσον αφορά την κύρωση των παραβάσεων των υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη σχετικά με την εγγραφή στον λογαριασμό των ιδίων πόρων. Κατανοώ την προσπάθεια αυτή της Επιτροπής λαμβανομένων υπόψη των δυνατοτήτων κατάχρησης και διαφυγής στο πλαίσιο της εγγραφής στον λογαριασμό των ιδίων πόρων (54), πλην όμως αν οι τόκοι αντικαθιστούσαν πράγματι την κύρωση των παραβάσεων της κοινοτικής νομοθεσίας τότε παραβιάζεται η φύση τους.
- Νομίζω πως και αυτό το κενό στην κοινοτική νομοθεσία μπορεί να πληρωθεί με διαφόρους τρόπους. Η Επιτροπή μπορεί να προτείνει τροποποίηση της νομοθεσίας που να προβλέπει για την εν λόγω παράβαση αποτελεσματική –και χρηματική– κύρωση που θα είναι ανεξάρτητη από την καταβολή τόκων υπερημερίας. Συγκριτικά αναφέρω ότι και στο αστικό δίκαιο δεν αποκλείεται κατ’ αρχήν να μπορεί ο δανειστής να ζητήσει από τον υπερήμερο οφειλέτη συμπληρωματική αποζημίωση ανεξάρτητη της καταβολής τόκων υπερημερίας (55). Υπάρχει δηλαδή και στο αστικό δίκαιο δυνατότητα πρόσθετης κύρωσης για την παράβαση της υποχρέωσης έγκαιρης καταβολής. Η Επιτροπή μπορεί επί πλέον να ασκήσει προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά του κράτους μέλους κατ’ εφαρμογή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω καθυστερημένης εγγραφής στον λογαριασμό των ιδίων πόρων της Κοινότητας. Το γεγονός ότι το κράτος μέλος δεν ενέγραψε στον λογαριασμό τους ιδίους πόρους κατά τον χρόνο που υπήρχε ήδη τεκμήριο τελωνειακής οφειλής μπορεί να συνιστά παράβαση κατά την άποψή μου. Το ζήτημα της παράβασης της υποχρέωσης εγγραφής στον λογαριασμό κατά τον χρόνο όπου υπήρχε τεκμήριο τελωνειακής οφειλής είναι διαφορετικό του ζητήματος της καταβολής τόκων όταν το τεκμήριο αυτό έχει καταρριφθεί.
- Βάσει των προεκτεθέντων φρονώ ότι το κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται το τελωνείο που είχε την υποχρέωση λογιστικής καταγραφής του δικαιώματος της Κοινότητας επί των ιδίων πόρων δεν έχει την υποχρέωση να καταβάλει τόκους υπερημερίας από την ημέρα που γεννήθηκε εις βάρος του κράτους μέλους η υποχρέωση εγγραφής των πόρων αυτών στον λογαριασμό και μέχρι την ημέρα κατά την οποία καταρρίφθηκε το τεκμήριο τελωνειακής οφειλής.
VII – Πρόταση
- Βάσει των προεκτεθέντων προτείνω στο Δικαστήριο:
– να απορρίψει την προσφυγή, και
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η σλοβενική.
2 – JO 1978, L 252, σ. 2.
3 – Κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (EE L 302, σ. 1).
4 – Κανονισμός (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (EE L 253, σ. 1).
5 – Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1552/89 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1989 για την εφαρμογή της απόφασης 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (EE L 155, σ. 1).
6 – Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 1150/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, περί εφαρμογής της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (EE L 130, σ. 1).
7 – Αποφάσεις της 14ης Απριλίου 2005, C-104/02, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2005, σ. I-2689, σκέψη 81), και της 14ης Απριλίου 2005, C-460/01, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 2005, σ. I-2613, σκέψη 72).
8 – Απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, C-104/02, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2005, σ. I-2689, σκέψη 81).
9 – Απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, C-460/01, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 2005, σ. I-2613, σκέψη 72).
10 – Σχετικά με την προθεσμία διαμετακόμισης βλ. μεταξύ άλλων Olbrich, V.: Der Zollkodex im Überblick. EineEinführungindieSystematik, Jehle, Μόναχο 1994, σ. 31 επ. Lyons, T.: EC Customs Law Oxford University Press, Οξφόρδη, 2001, σ. 306 επ.· Witte, P., και Wolffgang, H.-M. (έκδ.): Lehrbuch des Europäischen Zollrechts, 4η έκδ., Verlag Neue Wirtschafts-Briefe, Herne/Βερολίνο, 2003, σ. 145 επ.· Berr, C. J., και Trémeau, H.: Le droit douanier. Communautaire et national, 7η έκδ. Economica, Παρίσι, 2006, σ. 370 επ.
11 – Βλ. Witte, P. (εκδ.), Zollkodex, C. H. Beck’sche Verlagsbuchhandlung, Μόναχο 1994, σχόλια περί του άρθρου 92, σ. 583, που διακρίνει ρητά μεταξύ λήξεως και εκκαθάρισης της τελωνειακής διαδικασία. Βλ. επίσης όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ λήξεως και εκκαθάρισης της τελωνειακής διαδικασίας, Lyons, T., όπ.π. υποσημείωση 10, σ. 318.
12 – Το άρθρο 92 τροποποιήθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 955/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 1999, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου σχετικά με το σύστημα εξωτερικής διαμετακομίσεως (ΕΕ L 119, σ. 1). Η πρώτη παράγραφος που δεν τροποποιήθηκε αισθητά συμπληρώθηκε με μια δεύτερη. Οι τελωνειακές αρχές εκκαθαρίζουν το καθεστώς εξωτερικής διαμετακόμισης όταν είναι σε θέση να ορίσουν με βάση τη σύγκριση των στοιχείων που διατίθενται στο τελωνείο αναχώρησης και των στοιχείων που διατίθενται στο τελωνείο προορισμού ότι το καθεστώς έχει λήξει σύμφωνα με τον ορθό τρόπο». Για σχολιασμό βλ. Witte, P. (έκδ.): Zollkodex, 4η έκδοση, C. H. Beck’sche Verlagsbuchhandlung, Μόναχο, 2006, σχόλια περί το άρθρο 92, σ. 1008.
13 – Η Ιταλία υπέγραψε τη σύμβαση TIR στις 28 Δεκεμβρίου 1976 αλλά την επικύρωσε στις 20 Δεκεμβρίου 1982. Τα στοιχεία σχετικά με τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης ευρίσκονται στη διεύθυνση: http://untreaty.un.org/ENGLISH/bible/englishinternetbible/partI/chapterXI/subchapA/treaty16.asp.
14 – Κανονισμός (EOK) 2112/78 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί συνάψεως της τελωνειακής συμβάσεως περί της διεθνούς μεταφοράς εμπορευμάτων βάσει των δελτίων TIR (σύμβαση TIR) η οποία υπεγράφη στη Γενεύη στις 14 Νοεμβρίου (JO 1978, L 252, σ. 1).
15 – Έναρξη ισχύος της τελωνειακής συμβάσεως περί διεθνούς μεταφοράς εμπορευμάτων βάσει δελτίων TIR (σύμβαση TIR) (ΕΕ L 1983, L 31, σ. 13).
16 – Βλ. ειδικότερα σχετικά με το καθεστώς εξωτερικής διαμετακόμισης βάσει δελτίου TIR, μεταξύ άλλων, Kampf, H.‑J.: «Das Versandverfahren mit Carnet TIR, Zeitschrift für Zölle und Verbrauchsteuern, αριθ. 6/2002, σ 182· Berr, C. J., και Trémeau, H., όπ.π., υποσημείωση 10, σ. 385.
17 – Θα προσθέσω συναφώς ότι οι δασμοί δεν είναι οι μόνοι πηγή ιδίων πόρων της Κοινότητας. Οι ίδιοι πόροι προέρχονται επίσης από συνεισφορά εκ του ΑΕΠ των κρατών μελών ή εκ του ΦΠΑ. Για περισσότερες λεπτομέρειες επί των ιδίων πόρων της Κοινότητας βλ. Messal, R., και Klein, A.: «Finanzlasten und Eigenmittelstruktur der Europäischen Gemeinschaft», Europäisches Wirtschafts- und Steuerrecht, παράρτημα στο 11/1993, σ. 1 επ.· Aubert, M.-H.: Rapport: Système des ressources propres des Communautés européennes, Assemblée nationale (Documents d'information de l'Assemblée nationale. Onzième législature· αριθ. 3436), Παρίσι, 2001. Σχετικά με τους δασμούς ως πηγή ιδίων πόρων βλ. μεταξύ άλλων Meermagen, B.: Beitrags- undEigenmittelsystem. Die Finanzierung inter- und supranationaler Organisationen, insbesondere der Europäischen Gemeischaften, Beck, Μόναχο, 2002, σ. 152. Όσον αφορά ενδεχόμενες νέες πηγές ιδίων πόρων βλ. Plasschaert, S.: «Towards an Own Tax Resource for the European Union? Why? How? And when?»,EuropeanTaxation, αριθ. 11/2004, σ. 470 επ.
18 – Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L.A. Geelhoed της 10ης Μαρτίου 2005 στην υπόθεση C-392/02, Επιτροπή κατά Δανίας (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2005, Συλλογή 2005, σ. I-9811, σκέψη 62)· βλ. επίσης τις προτάσεις μου της 10ης Ιουλίου 2007 στην υπόθεση C-19/05, Επιτροπή κατά Δανίας (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2005, Συλλογή 2007, σ. I-8537, σημείο 65).
19 – Το άρθρο 348. παράγραφος 1, του κανονισμού 2454/93 ορίζει μεταξύ άλλων ότι το τελωνείο αναχώρησης «τάσσει την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να προσκομισθούν τα εμπορεύματα στο τελωνείο προορισμού».
20 – Κατά το άρθρο 356, παράγραφος 2 του κανονισμού 2454/93, το τελωνείο προορισμού «θεωρεί, κατόπιν ελέγχου, τα αντίτυπα του παραστατικού T1, αποστέλλει χωρίς καθυστέρηση ένα αντίτυπο στο τελωνείο αναχώρησης και φυλάσσει το άλλο.» Η υπογράμμιση δική μου.
21 – Witte, P. (εκδ.), όπ.π, υποσημείωση 11, στα σχόλια επί των άρθρων 378 έως 380 του κανονισμού 2454/93, σ. 570, αναφέρεται ότι τα άρθρα αυτά έχουν εφαρμογή αν το εμπόρευμα δεν περιήλθε στο τελωνείο προορισμού ή αν δεν αποδείχθηκε ότι η τελωνειακή διαδικασία έληξε και ότι πρέπει στην περίπτωση αυτή να θεωρηθεί ότι το εμπόρευμα τέθηκε σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός του οικονομικού εδάφους της Κοινότητας.
22 – Απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, C-104/02, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2005, σ. I-2689).
23 – Απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, C-460/01, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 2005, σ. I-2613).
24 – Αποφάσεις της 14ης Απριλίου 2005, C-104/02, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2005, σ. I-2689, σκέψη 81), και της 14ης Απριλίου 2005, C-460/01, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 2005, σ. I-2613, σκέψη 72).
25 – Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα C. Stix-Hackl της 13ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση C-460/01, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, και στην υπόθεση C-102/02, Επιτροπή κατά Γερμανίας, όπ.π., υποσημείωση 7, σημείο 53).
26 – Η άποψη ότι πρόκειται για τεκμήριο τελωνειακής οφειλής υποστηρίζεται στην επιστήμη και από τον Dulmet, A. : « Dette douanière et ressources propres des Communauté», Europe, αριθ. 206/2005, σ. 22.
27 – Prim. Henninger, M.: Die Frage der Beweislast im Rahmen des UN – Kaufrechts. Zugleich eine rechtsvergleichende Grundlagenstudie zur Beweislast, VVF, Μόναχο, 1995, σ. 53.
28 – Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα C. Stix-Hackl, όπ.π., υποσημείωση 25.
29 – Η Επιτροπή εξέδωσε τις αιτιολογημένες γνώμες στις δύο υποθέσεις μετά την έναρξη ισχύος του νέου κανονισμού· στη διαδικασία παράβασης 2003/2241, η αιτιολογημένη γνώμη εκδόθηκε στις 5 Ιουλίου 2005 και στη διαδικασία παράβασης 2006/2266, στις 12 Οκτωβρίου 2006.
30 – Βλ. π.χ. απόφαση της 12ης Ιουνίου 2003, C-363/00, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2003, σ. I-5767, σκέψη 22).
31 – Αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 2003, C-363/00, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2003, σ. I-5767, σκέψη 22), και της 5ης Οκτωβρίου 2006, C-275/04, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2006, σ. I-9883, σκέψη 35).
32 – Αποφάσεις της 16ης Μαΐου 1999, C-96/89, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 1999, σ. I-2461, σκέψη 37)· της 15ης Ιουνίου 2000, C-348/97, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2000, σ. I-4429, σκέψη 64), και της 15ης Νοεμβρίου 2005, C-392/02, Επιτροπή κατά Δανίας (Συλλογή 2005, σ. I-9811, σκέψη 60).
33 – Απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2005, C-392/02, Επιτροπή κατά Δανίας, όπ.π., υποσημείωση 18, σκέψη 66· βλ. επίσης τις προτάσεις μου της 10ης Ιουλίου 2007 στην υπόθεση C-19/05, Επιτροπή κατά Δανίας, όπ.π., υποσημείωση 18, σκέψη 74.
34 – Η υπογράμμιση δική μου.
35 – Βλ. αποφάσεις της 16ης Μαΐου 1991, C-96/89, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 1991, σ. I‑2461, σκέψη 38)· της 14ης Απριλίου 2005, C-104/02, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2005, σ. I-2689, σκέψη 45) και της 15ης Νοεμβρίου 2005, C-392/02, Επιτροπή κατά Δανίας (Συλλογή 2005, σ. I-9811, σκέψη 67).
36 – Βλ. αποφάσεις της 16ης Μαΐου 1991, C-96/89, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 1991, σ. I-2461, σκέψη 38)· της 15ης Νοεμβρίου 2005, C-392/02 (Συλλογή 2005, σ. I-9811, σκέψη 67)· της 5ης Οκτωβρίου 2006, C-275/04, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2006, σ. I-9883, σκέψη 74)· και της 5ης Οκτωβρίου 2006, C-378/03, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2006, σ. I-9805, σκέψη 53).
37 – Βλ. αποφάσεις της 16ης Μαΐου 1991, C-96/89, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 1991, σ. I-2461, σκέψη 38), και της 15ης Νοεμβρίου 2005, C-392/02, Επιτροπή κατά Δανίας (Συλλογή 2005, σ. I-9811, σκέψη 67).
38 – Βλ. κατ’ αυτή την έννοια απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1999, C-209/97, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1999, σ. I-8067, σκέψη 29). Στην επιστήμη βλ. Lyons, T., όπ.π., υποσημείωση 10, σ. 52 και 53.
39 – Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L.A. Geelhoed στην υπόθεση C-392/02, Επιτροπή κατά Δανίας, όπ.π., υποσημείωση 18, σημείο 62, Επιτροπή κατά Δανίας. Στην επιστήμη, οι Berr, C. J., και Natarel, E., υποστηρίζουν ότι για την είσπραξη των δασμών εφαρμόζονται πρώτα οι τελωνειακές διατάξεις ενώ οι διατάξεις περί ιδίων πόρων εφαρμόζονται μόνο στη φάση που έπεται της εισπράξεως των δασμών. Βλ. Berr, C. J., Natarel, E.: «Chronique de jurisprudence du Tribunal et de la Cour de justice des Communautés européennes. Échanges commerciaux » Journaldudroitinternational, αριθ. 2/2007, σ. 633.
40 – Βλ. άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1552/89 και του κανονισμού 1150/2000. Στη νομολογία βλ. μεταξύ άλλων απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2005, C-392/02, Επιτροπή κατά Δανίας (Συλλογή 2005, σ. I‑9811, σκέψη 66). Στην επιστήμη βλ. Meisse, É.: «Application du système des ressources propres des Communautés», Europe, αριθ. 346/2006, σ. 9.
41 – Απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, C-61/98, De Haan Beheer (Συλλογή 1999, σ. I-5003).
42 – Βλ. κατ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2005, C-392/02, Επιτροπή κατά Δανίας (Συλλογή 2005, σ. I-9811, σκέψη 63). Βλ. επίσης τις προτάσεις μου της 10ης Ιουλίου 2007, C-19/05, Επιτροπή κατά Δανίας, όπ.π., υποσημείωση 18, σημείο 61).
43 – Απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, C-61/98, De Haan Beheer (Συλλογή 1999, σ. I-5003).
44 – Βάσει του άρθρου 236, παράγραφος 2, ο κύριος υπόχρεος μπορεί να ζητήσει την επιστροφή των δασμών εντός τριών ετών από της ημερομηνίας γνωστοποίησής τους. Όσον αφορά το δικαίωμα του κυρίου υποχρέου, βλ. επίσης Lyons, T., όπ.π., υποσημείωση 10, σ. 411· Lux, M.: GuidetoCommunityCustomsLegislation, Bruylant, Βρυξέλλες, 2002, σ. 494· Berr, C. J., και Trémeau, H., όπ.π., υποσημείωση 16, σ. 237 επ.
45 – Βλ. κατ’ αυτή την έννοια απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, C-104/02, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2005, σ. I-2689, σκέψη 88).
46 – Βλ. οδηγία 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (EE L 200, σ. 35), που ορίζει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, ii, ότι «ο δανειστής δικαιούται τόκο υπερημερίας στον βαθμό που […] δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εγκαίρως». Το ποσό δηλαδή πρέπει να οφείλεται πράγματι για να μπορεί ο δανειστής να ζητήσει τόκους υπερημερίας.
47 – Παραθέτω απλώς ορισμένες έννομες τάξεις στις οποίες η αρχή αυτή ισχύει διότι οι τόκοι οφείλονται μόνο για καθυστέρηση στην πραγματική καταβολή συγκεκριμένου ποσού: βελγικό δίκαιο (άρθρο 1153 του Code civil)· τσεχικό δίκαιο (άρθρο 21, παράγραφος 3, και άρθρο 517, παράγραφος 2, του Občanský zakonik)· εσθονικό δίκαιο (άρθρο 113, παράγραφος 1, του vôlaôigusseadus)· γαλλικό δίκαιο (άρθρο 1153 του Code civil)· ιταλικό δίκαιο (άρθρο 1224 του Codice civile)· γερμανικό δίκαιο (άρθρο 288, παράγραφος 1 του Bürgerliches Gesetzbuch)· πορτογαλικό δίκαιο (άρθρο 561 του Código civil)· ρουμανικό δίκαιο (άρθρα 1082 έως 1089 του Cod civill)· σλοβενικό δίκαιο (άρθρο 378 του Obligacijskega zakonika)· ισπανικό δίκαιο (άρθρο 1108 του Código civil).
48 – Το άρθρο III.-3:708(1) του Σχεδίου Κοινού Πλαισίου Αναφοράς ορίζει: «If payment of a sum of money is delayed, whether or not the non-performance is excused, the creditor is entitled to interest on that sum […]». Βλ. von Bar κ.λπ. (εκδ.): Principles, Definitions and Model Rules of European Private Law. Draft Common Frame of Reference (DCFR). Interim Outline Edition, sellier, Μόναχο 2008, σ. 170. Το κοινό πλαίσιο αναφοράς δεν αποτελεί τμήμα του ισχύοντος κοινοτικού δικαίου.
49 – Το άρθρο 4.507(1) των Αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων ορίζει: «If payment of a sum of money is delayed, the aggrieved party is entitled to interest on that sum […].» Βλ. Lando, O., Beale, H. (εκδ.):Principles of European Contract Law. Part I: Performance, Non-performance and Remedies, Kluwer Law International, The Hague, Λονδίνο, Βοστώνη, 1995, σ. 212. Οι αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων δεν αποτελούν τμήμα του ισχύοντος κοινοτικού δικαίου.
50 – Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών επί των συμβάσεων διεθνούς πωλήσεως εμπορευμάτων υιοθετήθηκε στις 11 Απριλίου 1980 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1988.
51 – Βλ. προτάσεις μου της 10ης Ιουλίου 2007 στην υπόθεση C-19/05, Επιτροπή κατά Δανίας, όπ.π., υποσημείωση 18, σημείο 89).
52 – Όπ.π.
53 – Θα παρατηρήσω συναφώς ότι στην επιστήμη απαντά η άποψη ότι η γένεση τελωνειακής οφειλής λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου είναι κατά κάποιο τρόπο κύρωση. Βλ. Müller-Eiselt, K. P.: «Die Entstehung der Zollschuld bei Verstoβ gegen Verfahrensvorschriften nach dem Zollkodex – Das Zollschuldrecht auf dem Irrweg zu einem Sanktionszollrecht“, Zeitschrift für Zölle und Verbrauchsteuern, αριθ. 12/2001, σ. 398· Fuchs, K.: «Zollschuld – Probleme der Rechtsfolgen und der Abgrenzung», Zeitschrift für Zölle und Verbrauchsteuern, αριθ. 2/2004, σ. 38.
54 – Ο Vervaele, J.A.E.: La fraude communautaire et le droit pénal européen des affaires, Presses universitaires de France, Παρίσι, 1994, σ. 45, αναφέρει ως μια μορφή απάτης, την απάτη κατά την εισαγωγή ή την εξαγωγή εμπορευμάτων.
55 – Βλ. κατ’ αυτή την έννοια άρθρο 4.507, παράγραφος 2, των Principles of European Contract Law (PECL) που επιτρέπει στον ζημιωθέντα να απαιτήσει εκτός των τόκων υπερημερίας και αποκατάσταση για τυχόν πρόσθετη ζημία. Βλ. Lando, O., Beale, H. (εκδ.), όπ.π., υποσημείωση 49, σ. 212. Το άρθρο III.-3 :708(2) περιέχει παρόμοια διάταση. Βλ. von Bar κ.λπ. (εκδ.), όπ.π., υποσημείωση 40, σ. 170.