ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Μαΐου 2012 (*) «Άρθρα 3 ΕΚ, 10 ΕΚ, 43 ΕΚ, 49 ΕΚ και 81 EΚ — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Οδηγία 2006/123/EΚ — Άρθρα 15 και 16 — Ανάθεση υπηρεσιών εκκαθαρίσεως, βεβαιώσεως και εισπράξεως φόρων ή άλλων εσόδων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως — Εθνική νομοθεσία — Ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο — Υποχρέωση»

 

 

 

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑357/10 έως C‑359/10,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τις οποίες υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia (Ιταλία) με αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 2009, που περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 19 Ιουλίου 2010, στο πλαίσιο της διαδικασίας

Duomo Gpa Srl (C‑357/10),

Gestione Servizi Pubblici Srl (C‑358/10),

Irtel Srl (C‑359/10)

κατά

Comune di Baranzate (C‑357/10 και C‑358/10),

Comune di Venegono Inferiore (C‑359/10),

παρισταμένης της:

Agenzia Italiana per le Pubbliche Amministrazioni Spa (AIPA),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, U. Lõhmus, A. Rosas, A. Ó Caoimh (εισηγητή) και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο Comune di Baranzate, εκπροσωπούμενoς από τον A. Soncini, avvocato,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. De Bellis, avvocato dello Stato,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. M. Wissels και τον Y. de Vries,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους C. Zadra και I.V. Rogalski, καθώς και από την S. La Pergola,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Νοεμβρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 3 ΕΚ, 10 ΕΚ, 43 ΕΚ, 49 ΕΚ και 81 ΕΚ, καθώς και των άρθρων 15 και 16 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 376, σ. 36, στο εξής: οδηγία για τις υπηρεσίες).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ, αφενός, της Duomo Gpa Srl (στο εξής: Duomo) και της Gestione Servizi Pubblici Srl (στο εξής: GSP) και, αφετέρου, της Comune di Baranzate, καθώς και της Irtel Srl (στο εξής: Irtel) με την Comune di Venegono Inferiore, όσον αφορά τον αποκλεισμό τους από διαγωνισμούς, παρισταμένης στις τρεις αυτές διαφορές της Agenzia Italiana per le Pubbliche Amministrazioni SpA (στο εξής: AIPA).

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης

3        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας για τις υπηρεσίες, η οδηγία αυτή θεσπίζει τις γενικές διατάξεις που διευκολύνουν την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως των παρεχόντων υπηρεσίες και την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, διατηρώντας συγχρόνως υψηλό ποιοτικό επίπεδο υπηρεσιών.

4        Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις της τηρώντας τους κανόνες της Συνθήκης που διέπουν το δικαίωμα εγκαταστάσεως και την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών.

5        Το άρθρο 15 της οδηγίας για τις υπηρεσίες περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο III αυτής που τιτλοφορείται «Ελευθερία εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών».

6         Το άρθρο 16 της οδηγίας αυτής περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο IV που τιτλοφορείται «Ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών».

7        Κατά τα άρθρα 44 και 45 της οδηγίας για τις υπηρεσίες, η οδηγία τέθηκε σε ισχύ στις 28 Δεκεμβρίου 2006 και έπρεπε να είχε μεταφερθεί στην εθνική έννομη τάξη των κρατών μελών το αργότερο στις 28 Δεκεμβρίου 2009.

 Η εθνική νομοθεσία

8        Ο τίτλος III του νομοθετικού διατάγματος 446, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, περί θεσπίσεως δημοτικού φόρου επί των δραστηριοτήτων επιβολής και τροποποιήσεως των δόσεων, των επιτοκίων και των μειώσεων του Irfep και περί θεσπίσεως πρόσθετου περιφερειακού φόρου, καθώς και περί μεταρρυθμίσεως της τοπικής φορολογίας (Decreto legislativo du 15 dicembre 1997, nº 446, Istituzione dell’imposta regionale sulle attivita’ produttive, revisione degli scaglioni, delle aliquote e delle detrazioni dell’ Irpef e istituzione di una addizionale regionale a tale imposta, nonché riordino della disciplina dei tributi locali) (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 252, γενικός τόμος 298, της 23ης Δεκεμβρίου 1997), αφορά τη μεταρρύθμιση της τοπικής φορολογίας.

9        Το άρθρο 52 του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι περιφέρειες και οι δήμοι μπορούν να οργανώνουν τα έσοδά τους, ακόμη και τα φορολογικά, διά κανονιστικών ρυθμίσεων, πλην των περιπτώσεων καθορισμού και προσδιορισμού των φορολογητέων πράξεων, των υποκειμένων στον φόρο και του μέγιστου επιτοκίου κάθε επιβαρύνσεως, εφόσον τηρούνται οι απαιτήσεις απλοποιήσεως των υποχρεώσεων των φορολογουμένων. Ελλείψει κανονιστικής ρυθμίσεως, εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου.

[...]
  1. Όσον αφορά τη βεβαίωση και την είσπραξη των φόρων και των άλλων εσόδων, οι κανονιστικές ρυθμίσεις πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια:
[...]
  1. b)      εφόσον έχει συμφωνηθεί η ανάθεση σε τρίτους, έστω και χωριστά, της βεβαιώσεως και της εισπράξεως των φόρων και όλων των εσόδων, οι σχετικές δραστηριότητες ανατίθενται, τηρουμένης της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των διαδικασιών που ισχύουν στον τομέα της αναθέσεως της διαχειρίσεως των περιφερειακών δημόσιων υπηρεσιών:

1)      στα πρόσωπα που είναι εγγεγραμμένα στο μητρώο του άρθρου 53, παράγραφος 1·

2)      στις επιχειρήσεις των κρατών μελών που έχουν την έδρα τους σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ασκούν τις εν λόγω δραστηριότητες· οι επιχειρήσεις αυτές πρέπει να υποβάλουν πιστοποιητικό χορηγηθέν από την αρμόδια αρχή του κράτους στο οποίο εδρεύουν που να βεβαιώνει ότι πληρούν απαιτήσεις ανάλογες των προβλεπόμενων από την ιταλική νομοθεσία στον τομέα αυτό·

3)      στις εταιρείες που ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο [...]».

10      Το άρθρο 32, παράγραφος 7bis, του νομοθετικού διατάγματος 185, της 29ης Νοεμβρίου 2008, για τη λήψη επειγόντων μέτρων με σκοπό τη στήριξη των οικογενειών, της εργασίας, της απασχολήσεως και των επιχειρήσεων, καθώς και για τον επαναπροσδιορισμό του εθνικού στρατηγικού πλαισίου για την καταπολέμηση της κρίσεως (τακτικό συμπλήρωμα 263 στην GURI αριθ. 280, της 29ης Νοεμβρίου 2008), που εισήχθη με τον νόμο 2, της 28ης Ιανουαρίου 2009, περί μετατροπής, κατόπιν τροποποιήσεων, του νομοθετικού διατάγματος 185 σε νόμο (τακτικό συμπλήρωμα 14 στην GURIαριθ. 22, της 28ης Ιανουαρίου 2009) και ακολούθως τροποποιήθηκε από τον νόμο 14 της 27ης Φεβρουαρίου 2009 (Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana αριθ. 49, της 28ης Φεβρουαρίου 2009) (στο εξής: επίδικη στην κύρια δίκη διάταξη), όριζε τα εξής:

«Για τους σκοπούς του άρθρου 53, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 446, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, όπως έχει τροποποιηθεί, οι εταιρείες πρέπει να διαθέτουν ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο [10] εκατομμυρίων ευρώ εξ ολοκλήρου καταβεβλημένο, προκειμένου να εγγραφούν στο αντίστοιχο μητρώο ιδιωτικών επιχειρήσεων που δύνανται να ασκούν δραστηριότητες εκκαθαρίσεως, βεβαιώσεως και εισπράξεως των φόρων και λοιπών εσόδων των περιφερειών και δήμων. Το ως άνω όριο δεν ισχύει για τις εταιρείες με πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου. Είναι άκυρη η ανάθεση των υπηρεσιών εκκαθαρίσεως, βεβαιώσεως και εισπράξεως των φόρων και λοιπών εσόδων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως σε πρόσωπα που δεν πληρούν την εν λόγω οικονομική προϋπόθεση. Οι επιχειρήσεις που είναι εγγεγραμμένες στο εν λόγω μητρώο υποχρεούνται να αυξήσουν το εταιρικό τους κεφάλαιο μέχρι το προαναφερθέν κατώτατο όριο. Εν πάση περιπτώσει, οι επιχειρήσεις αυτές δεν δύνανται, προτού προβούν στην αύξηση αυτή, να αναλάβουν την παροχή νέων υπηρεσιών ή να μετάσχουν σε διαγωνισμούς με αυτό το αντικείμενο.»

 Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Αφετηρία των υποθέσεων C‑357/10 και C‑358/10 αποτέλεσε η προκήρυξη από τον Comune di Baranzate (Δήμο του Baranzate), τον Φεβρουάριο του 2009, διαγωνισμού για την ανάθεση των υπηρεσιών διαχειρίσεως, βεβαιώσεως και εισπράξεως ορισμένων τοπικών φόρων και άλλων εσόδων, για την πενταετία από την 1η Μαΐου 2009 έως τις 30 Απριλίου 2014. Η συνολική αξία των υπηρεσιών για το διάστημα αυτό ανερχόταν στις 57 000 ευρώ άνευ ΦΠΑ.

12      Προσφορές υποβλήθηκαν από έξι ιδιωτικές επιχειρήσεις, όλες εγκατεστημένες στην Ιταλία, μεταξύ των οποίων και οι εταιρείες Duomo, GSP και AIPA. Την 1η και την 3η Απριλίου 2009 ο Comune di Baranzate ανακοίνωσε στις εταιρείες Duomo και GSP ότι αποκλείστηκαν από τη διαδικασία, διότι δεν πληρούσαν την προϋπόθεση της επίδικης στην κύρια δίκη διατάξεως περί ελάχιστου εξ ολοκλήρου καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου ύψους 10 εκατομμυρίων ευρώ το οποίο έπρεπε να διαθέτουν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις για να μπορούν να ασκήσουν δραστηριότητες βεβαιώσεως και εισπράξεως των φόρων και άλλων εσόδων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως. Η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών ανατέθηκε ακολούθως στην AIPA.

13      Το ιστορικό της υποθέσεως C‑359/10 σηματοδοτείται από τον διαγωνισμό που προκήρυξε στις 22 Ιανουαρίου 2009 ο Comune di Venegono Inferiore και οποίος αφορούσε την ανάθεση στον επιχειρηματία που θα υπέβαλλε τη χαμηλότερη προσφορά βάσει του χαμηλότερου ποσοστού προμήθειας της παροχής υπηρεσιών βεβαιώσεως και εισπράξεως, τακτικής και αναγκαστικής, του δημοτικού φόρου διαφημίσεων και των τελών για τις τοιχοκολλήσεις σε δημόσιους χώρους για την τετραετία από 23 Φεβρουαρίου 2009 έως 31 Δεκεμβρίου 2012. Η αξία των υπηρεσιών για τη συνολική περίοδο εκτιμήθηκε σε 49 000 ευρώ περίπου άνευ ΦΠΑ.

14      Προσφορές υποβλήθηκαν από πέντε επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων η Irtel και η AIPA, που βρίσκονταν στην πρώτη και τη δεύτερη, αντιστοίχως, θέση της προσωρινής κατατάξεως. Με απόφαση της 9ης Μαρτίου 2009, η αναθέτουσα αρχή αποφάσισε να αποκλείσει την Irtel από τη διαδικασία αναθέσεως, διότι δεν πληρούσε τις επιταγές της επίδικης στην κύρια δίκη διατάξεως. Η παροχή των επίμαχων υπηρεσιών ανατέθηκε ακολούθως στην AIPA.

15      Η Duomo, η GSP και η Irtel άσκησαν προσφυγές κατά των αποφάσεων περί αποκλεισμού τους από τις επίδικες στην κύρια δίκη διαδικασίες αναθέσεως. Στο πλαίσιο της διαφοράς που αποτελεί αντικείμενο της υποθέσεως C‑357/10 η Duomo επικαλέστηκε παράβαση της οδηγίας 2004/18/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (EE L 134, σ. 114), καθώς και παραβίαση των αρχών περί ίσης μεταχειρίσεως και ανταγωνισμού, λόγω του ευνοϊκότερου καθεστώτος που διέπει τις εταιρείες με πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου.

16      Στις διαφορές που αποτελούν αντικείμενο των υποθέσεων C‑358/10 και C‑359/10, η GSP και η Irtel υποστηρίζουν ότι η επίδικη στην κύρια δίκη διάταξη αντίκειται στα άρθρα 3 ΕΚ, 10 ΕΚ, 43 ΕΚ, 49 ΕΚ, 81 ΕΚ, 82 ΕΚ, 86 ΕΚ και 90 ΕΚ, καθώς και στις αρχές της αναγκαιότητας, του ορθολογισμού και της αναλογικότητας που απορρέουν από τα άρθρα 15 και 16 της οδηγίας για τις υπηρεσίες. Κατά τις επιχειρήσεις αυτές, η εθνική ρύθμιση είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, στο μέτρο που εισάγει απαίτηση δυσανάλογη προς τον σκοπό που επιδιώκει η νομοθεσία και διάκριση υπέρ των εταιρειών με πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου, οι οποίες δεν θίγονται από το νέο κατώτατο όριο εταιρικού κεφαλαίου.

17      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα δύο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία συμπίπτουν στις τρεις διαφορές της κύριας δίκης:

«1)      Εμποδίζουν την ορθή εφαρμογή των άρθρων 15 και 16 της οδηγίας [για τις υπηρεσίες] οι διατάξεις του εθνικού ιταλικού δικαίου που περιλαμβάνονται στο άρθρο 32, παράγραφος 7bis, του νομοθετικού διατάγματος 185, της 29ης Νοεμβρίου 2008, το οποίο περιελήφθη στον νόμο 2, της 28ης Ιανουαρίου 2009, και στη συνέχεια τροποποιήθηκε με τον νόμο 14, της 27ης Φεβρουαρίου 2009, οι οποίες προβλέπουν, εξαιρώντας τις εταιρείες με πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου,

–        την ακυρότητα της αναθέσεως των υπηρεσιών εκκαθαρίσεως, βεβαιώσεως και εισπράξεως των φόρων και των λοιπών εσόδων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως σε επιχειρήσεις που δεν πληρούν την οικονομική προϋπόθεση του εταιρικού κεφαλαίου των [10] τουλάχιστον εκατομμυρίων ευρώ, εξ ολοκλήρου καταβεβλημένου,

–        την υποχρέωση των επιχειρήσεων, οι οποίες είναι εγγεγραμμένες στο σχετικό μητρώο επιχειρήσεων που έχουν την άδεια να ασκούν δραστηριότητες εκκαθαρίσεως, βεβαιώσεως και εισπράξεως των φόρων και των λοιπών εσόδων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 53, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 446, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, όπως έχει τροποποιηθεί, να αυξήσουν το εταιρικό τους κεφάλαιο μέχρι το ελάχιστο ως άνω όριο,

–        την απαγόρευση, αφενός, της συνάψεως νέων συμβάσεων για την ανάθεση υπηρεσιών εκκαθαρίσεως, βεβαιώσεως και εισπράξεως των φόρων και των λοιπών εσόδων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και, αφετέρου, της συμμετοχής σε διαγωνισμούς για την ανάθεση τέτοιων υπηρεσιών, μέχρι την εκπλήρωση της προαναφερθείσας υποχρεώσεως αυξήσεως του εταιρικού κεφαλαίου,

2)      Εμποδίζουν την ορθή εφαρμογή των άρθρων 3 [ΕΚ], 10 [ΕΚ], 43 [ΕΚ], 49 [ΕΚ] και 81 [ΕΚ] οι διατάξεις του εθνικού ιταλικού δικαίου που περιλαμβάνονται στο άρθρο 32, παράγραφος 7 bis, του νομοθετικού διατάγματος 185, της 29ης Νοεμβρίου 2008, το οποίο περιελήφθη στον νόμο 2, της 28ης Ιανουαρίου 2009, και στη συνέχεια τροποποιήθηκε με τον νόμο 14, της 27ης Φεβρουαρίου 2009, οι οποίες προβλέπουν, εξαιρώντας τις εταιρείες με πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου:

–        την ακυρότητα της αναθέσεως των υπηρεσιών εκκαθαρίσεως, βεβαιώσεως και εισπράξεως των φόρων και των λοιπών εσόδων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως σε επιχειρήσεις που δεν πληρούν την οικονομική προϋπόθεση του εταιρικού κεφαλαίου των [10] τουλάχιστον εκατομμυρίων ευρώ, εξ ολοκλήρου καταβεβλημένου,

–        την υποχρέωση των επιχειρήσεων, οι οποίες είναι εγγεγραμμένες στο σχετικό μητρώο επιχειρήσεων που έχουν την άδεια να ασκούν δραστηριότητες εκκαθαρίσεως, βεβαιώσεως και εισπράξεως των φόρων και των λοιπών εσόδων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 53, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 446, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, όπως έχει τροποποιηθεί, να αυξήσουν το εταιρικό τους κεφάλαιο μέχρι το ελάχιστο ως άνω όριο,

–        την απαγόρευση, αφενός, της συνάψεως νέων συμβάσεων για την ανάθεση υπηρεσιών εκκαθαρίσεως, βεβαιώσεως και εισπράξεως των φόρων και των λοιπών εσόδων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και, αφετέρου, της συμμετοχής σε διαγωνισμούς για την ανάθεση τέτοιων υπηρεσιών, μέχρι την εκπλήρωση της προαναφερθείσας υποχρεώσεως αυξήσεως του εταιρικού κεφαλαίου;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

18      Όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τα σημεία 11 έως 14 της παρούσας αποφάσεως, το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης ανάγεται σε περίοδο προγενέστερη της 28ης Δεκεμβρίου 2009, της καταληκτικής δηλαδή ημερομηνίας μεταφοράς της οδηγίας για τις υπηρεσίες στην εσωτερική έννομη τάξη, σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

19      Ως εκ τούτου, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η οδηγία αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως επιτυγχάνουσα πλήρη εναρμόνιση κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, το στοιχείο αυτό δεν αποκλείει τη δυνατότητα βάσιμης επικλήσεως του πρωτογενούς δικαίου για την περίοδο που προηγούνταν της προθεσμίας μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο (βλ., μεταξύ άλλων, κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 5ης Απριλίου 1979, 148/78, Ratti, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 861, σκέψεις 36 και 42 έως 44, καθώς και της 11ης Μαΐου 1999, C‑350/97, Monsees, Συλλογή 1999, σ. I‑2921, σκέψη 27).

20      Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει εν προκειμένω να εξεταστεί κατά προτεραιότητα το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, που αφορά την ερμηνεία του πρωτογενούς δικαίου από πλευράς πραγματικών περιστατικών ανάλογων με εκείνα στα οποία στηρίζονται οι υπό κρίση διαφορές.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

21      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν τα άρθρα 3 ΕΚ, 10 ΕΚ, 43 ΕΚ, 49 ΕΚ και/ή 81 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντίκεινται σε διάταξη όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει:

–        την υποχρέωση των επιχειρήσεων, πλην των εταιρειών με πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου, να αυξήσουν σε 10 εκατομμύρια ευρώ, εφόσον παραστεί ανάγκη, το ελάχιστο εξ ολοκλήρου καταβεβλημένο εταιρικό κεφάλαιό τους, προκειμένου να μπορούν να ασκήσουν δραστηριότητες εκκαθαρίσεως, εξακριβώσεως και εισπράξεως φόρων και άλλων εσόδων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως·

–        την ακυρότητα της αναθέσεως των εν λόγω υπηρεσιών σε επιχειρήσεις που δεν πληρούν την επιταγή αυτή περί ελάχιστου εταιρικού κεφαλαίου, και

–        την απαγόρευση συνάψεως νέων συμβάσεων για την ανάθεση υπηρεσιών ή συμμετοχής σε διαγωνισμούς για την ανάθεση τέτοιων υπηρεσιών, εφόσον δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση αυξήσεως του εταιρικού κεφαλαίου.

22      Στο μέτρο που το δεύτερο ερώτημα, όπως αναδιατυπώθηκε στην προηγούμενη σκέψη, αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3 ΕΚ, 10 ΕΚ και 81 ΕΚ, υπενθυμίζεται ότι το εθνικό δικαστήριο, λόγω της ανάγκης να δοθεί ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου η οποία θα είναι χρήσιμη γι’ αυτό, πρέπει να προσδιορίζει το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, να διευκρινίζει τις πραγματικές περιστάσεις τις οποίες αφορούν τα ερωτήματα αυτά. Οι επιταγές αυτές ισχύουν ειδικότερα στον τομέα του ανταγωνισμού ο οποίος χαρακτηρίζεται από περίπλοκες πραγματικές και νομικές καταστάσεις (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Μαρτίου 2010, C‑384/08, Attanasio Group, Συλλογή 2010, σ. I‑2055, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23      Εν προκειμένω, οι αποφάσεις περί παραπομπής δεν παρέχουν στο Δικαστήριο επαρκή πραγματικά ή νομικά στοιχεία που θα του επέτρεπαν να καθορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες διατάξεις όπως η επίδικη στην κύρια δίκη είναι δυνατό να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω άρθρων. Ειδικότερα, οι αποφάσεις αυτές δεν παρέχουν καμία διευκρίνιση όσον αφορά τη σχέση που διαπιστώνουν μεταξύ των άρθρων αυτών και των διαφορών της κύριας δίκης ή του αντικειμένου αυτών.

24      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το δεύτερο υποβληθέν ερώτημα, στο μέτρο που αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3 ΕΚ, 10 ΕΚ και 81 ΕΚ, πρέπει να κριθεί απαράδεκτο.

25      Όσον αφορά την ερμηνεία των άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, από τη δικογραφία προκύπτει ότι όλα τα στοιχεία των διαφορών της κύριας δίκης περιορίζονται στο εσωτερικό ενός μόνον κράτους μέλους. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξακριβωθεί αν, στις υπό κρίση υποθέσεις, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των τελευταίων αυτών διατάξεων (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 2008, C‑380/05, Centro Europa 7, Συλλογή 2008, σ. I‑349, σκέψη 64, και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C‑245/09, Omalet, Συλλογή 2010, σ. Ι‑13771, σκέψεις 9 και 10).

26      Ειδικότερα, εθνική ρύθμιση, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η οποία, κατά το γράμμα της, εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο επί Ιταλών επιχειρηματιών όσο και επί υπηκόων άλλων κρατών μελών ενδέχεται, κατά κανόνα, να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης περί θεμελιωδών ελευθεριών μόνον αν εφαρμόζεται σε καταστάσεις που έχουν σχέση με το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (βλ. αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 2000, C‑448/98, Guimont, Συλλογή 2000, σ. I‑10663, σκέψη 21, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑6/01, Anomar κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. Ι‑8621, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, προαναφερθείσα απόφαση Centro Europa 7, σκέψη 65, καθώς και απόφαση της 1ης Ιουνίου 2010, C‑570/07 και C‑571/07, Blanco Pérez και Chao Gómez, Συλλογή 2010, σ. I‑4629, σκέψη 40).

27      Εντούτοις, όπως προκύπτει ειδικότερα από τις γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής, δεν θα έπρεπε να αποκλειστεί εν προκειμένω το ενδεχόμενο επιχειρήσεις με έδρα σε άλλα κράτη μέλη πλην της Ιταλικής Δημοκρατίας να ενδιαφέρθηκαν ή να ενδιαφέρονται για την άσκηση εντός του τελευταίου αυτού κράτους μέλους δραστηριοτήτων όπως αυτές που αποτελούν αντικείμενο των επίδικων στην κύρια δίκη αναθέσεων.

28      Εξάλλου, η ερμηνεία των άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, την οποία ζητεί το αιτούν δικαστήριο, μπορεί να του αποβεί χρήσιμη στην περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δίκαιο επιτάσσει να εξασφαλίζονται σε Ιταλό επιχειρηματία τα ίδια δικαιώματα με εκείνα που θα αντλούσε από το δίκαιο της Ένωσης ένας επιχειρηματίας άλλου κράτους μέλους στην ίδια κατάσταση (βλ., κατ’ αναλογία, προαναφερθείσες αποφάσεις Centro Europa 7, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Blanco Pérez και Chao Gómez, σκέψη 39). Επί του σημείου αυτού, τονίζεται ότι, στις αποφάσεις περί παραπομπής, το εθνικό δίκαιο αιτιολόγησε την κρίση του ότι είναι αναγκαία η υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων επισημαίνοντας ότι η νομιμότητα της επίδικης στην κύρια δίκη ρυθμίσεως εξαρτάται ιδίως από την ερμηνεία που θα δώσει το Δικαστήριο στα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ.

29      Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της ερμηνείας των τελευταίων αυτών διατάξεων.

30      Όσον αφορά την οριοθέτηση των αντίστοιχων πεδίων εφαρμογής των αρχών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως, επισημαίνεται ότι το καθοριστικό στοιχείο είναι το αν ο επιχειρηματίας είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχει την επίμαχη υπηρεσία (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, C‑55/94, Gebhard, Συλλογή 1995, σ. I‑4165, σκέψη 22). Όταν ο επιχειρηματίας είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχει τις υπηρεσίες του, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης εγκαταστάσεως, όπως ορίζεται στο άρθρο 43 ΕΚ. Όταν, απεναντίας, ο επιχειρηματίας δεν είναι εγκατεστημένος εντός του κράτους μέλους προορισμού, παρέχει τις υπηρεσίες του σε διασυνοριακό επίπεδο και εμπίπτει στην αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που προβλέπεται στο άρθρο 49 ΕΚ (βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C‑171/02, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Συλλογή 2004, σ. I‑5645, σκέψη 24).

31      Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της εγκαταστάσεως συνεπάγεται ότι ο επιχειρηματίας προσφέρει τις υπηρεσίες του, κατά τρόπο σταθερό και συνεχή, από επαγγελματική κατοικία εντός του κράτους μέλους προορισμού. Αντιθέτως, πρόκειται για «παροχή υπηρεσιών» κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ όταν οι υπηρεσίες δεν προσφέρονται, κατά τρόπο σταθερό και συνεχή, από επαγγελματική κατοικία εντός του κράτους μέλους προορισμού (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι καμία διάταξη της Συνθήκης ΕΚ δεν καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό, κατά τρόπο αφηρημένο, του ορίου διάρκειας ή συχνότητας παροχής από το οποίο η παροχή μιας υπηρεσίας ή ορισμένου είδους υπηρεσίας δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ως παροχή υπηρεσιών, οπότε ο όρος «υπηρεσία» κατά την έννοια της Συνθήκης μπορεί να καλύπτει υπηρεσίες πολύ διαφορετικής φύσεως, περιλαμβανομένων εκείνων που παρέχονται για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, ακόμη και πλειόνων ετών (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2003, C‑215/01, Schnitzer, Συλλογή 2003, σ. I‑14847, σκέψεις 30 και 31, προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψη 26, καθώς και αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2009, C‑208/07, von Chamier-Glisczinski, Συλλογή 2009, σ. I‑6095, σκέψη 74, και της 26ης Οκτωβρίου 2010, C‑97/09, Schmelz, Συλλογή 2010, σ. Ι‑10465, σκέψη 42).

33      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι μια διάταξη όπως η επίδικη στην κύρια δίκη καταρχήν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τόσο του άρθρου43 ΕΚ όσο και του άρθρου 49 ΕΚ. Δεν ισχύει το ίδιο αν, όπως διατείνεται η Επιτροπή, η είσπραξη των τοπικών φόρων δεν μπορεί στην πράξη να πραγματοποιηθεί χωρίς προσφυγή σε επιχείρηση εγκατεστημένη στο εθνικό έδαφος του κράτους μέλους προορισμού. Εφόσον παραστεί ανάγκη, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν συντρέχει αυτή η περίπτωση.

34      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ αν οι επιταγές που απορρέουν, ρητώς ή εμμέσως, από διάταξη όπως η επίδικη στην κύρια δίκη συνιστούν περιορισμούς της ελευθερίας εγκαταστάσεως και/ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

35      Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 43 ΕΚ αποκλείει κάθε εθνικό μέτρο το οποίο, ακόμη και εφαρμοζόμενο χωρίς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, δύναται να θίξει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την εκ μέρους των υπηκόων της Ένωσης άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως που διασφαλίζει η Συνθήκη και ότι τέτοια περιοριστικά αποτελέσματα μπορούν να παραχθούν όταν εθνική ρύθμιση δύναται να αποθαρρύνει την εκ μέρους εταιρείας δημιουργία εξαρτημένων επιχειρηματικών μονάδων, όπως μια μόνιμη εγκατάσταση, σε άλλα κράτη μέλη και την άσκηση των δραστηριοτήτων της μέσω τέτοιων μονάδων (βλ., μεταξύ άλλων, προαναφερθείσα απόφαση Attanasio Group, σκέψεις 43 και 44 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, C‑148/10, DHL International, Συλλογή 2011, σ. Ι‑9543, σκέψη 60).

36      Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 49 ΕΚ δεν επιτάσσει μόνον την εξάλειψη κάθε δυσμενούς διακρίσεως που υφίσταται λόγω της ιθαγενείας του ο εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος παρέχων υπηρεσίες, αλλά και την κατάργηση κάθε περιορισμού, ακόμη και αν αυτός εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στους ημεδαπούς παρέχοντες υπηρεσίες όσο και σε αυτούς των άλλων κρατών μελών, οσάκις μπορεί να παρεμποδίσει, να θίξει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση των δραστηριοτήτων του παρέχοντος υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, όπου νομίμως παρέχει ανάλογες υπηρεσίες (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 1991, C‑76/90, Säger, Συλλογή 1991, σ. I‑4221, σκέψη 12, καθώς και της 4ης Οκτωβρίου 2011, C‑403/08 και C‑429/08, Football Association Premier League κ.λπ., Συλλογή 2011, σ. Ι‑9083, σκέψη 85). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι το άρθρο 49 ΕΚ αντίκειται στην εφαρμογή οποιασδήποτε εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως που έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται η παροχή υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών δυσκολότερη απ’ ό,τι η παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται αποκλειστικώς στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1994, C‑381/93, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1994, σ. Ι‑5145, σκέψη 17, και της 13ης Δεκεμβρίου 2007, C‑250/06, United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I‑11135, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Εν προκειμένω, κατά το αιτούν δικαστήριο, για να μπορούν οι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη πλην της Ιταλίας επιχειρηματίες, όπως και οι εγκατεστημένοι στην Ιταλία ιδιώτες επιχειρηματίες, να ασκούν δραστηριότητες εκκαθαρίσεως, βεβαιώσεως και εισπράξεως ορισμένων εσόδων των ιταλικών οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, πρέπει, σύμφωνα με την επίδικη στην κύρια δίκη διάταξη, να διαθέτουν ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο 10 εκατομμυρίων ευρώ, εξ ολοκλήρου καταβεβλημένο, και προς τούτο να αυξήσουν, αν χρειαστεί, το κεφάλαιό τους προκειμένου να μη θεωρηθούν άκυρες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών οι οποίες ενδεχομένως θα τους είχαν ήδη ανατεθεί.

38      Η υποχρέωση αυτή συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως καθώς και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, αφενός, περιλαμβάνει προϋπόθεση περί ελάχιστου εταιρικού κεφαλαίου (βλ. μεταξύ άλλων, κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψεις 53 και 54, καθώς και απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2006, C‑514/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2006, σ. I‑963, σκέψη 36) και, αφετέρου, όπως επισημαίνει η Ολλανδική Κυβέρνηση, υποχρεώνει τους ιδιώτες επιχειρηματίες που επιθυμούν να ασκήσουν τις επίδικες στην κύρια δίκη δραστηριότητες να συστήσουν νομικό πρόσωπο (βλ., κατ’ αναλογία, προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψεις 41 και 42, καθώς και Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 31). Στο πλαίσιο αυτό, μια διάταξη όπως η επίδικη στην κύρια δίκη θίγει ή καθιστά λιγότερο ελκυστική, κατά την έννοια της προαναφερθείσας στις σκέψεις 35 και 36 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας, την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, όπως διασφαλίζονται στα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ.

39      Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, πρέπει να εξεταστεί αν η επίδικη στην κύρια δίκη διάταξη μπορεί να γίνει δεκτή βάσει ενός από τους λόγους του άρθρου 46 ΕΚ ή να δικαιολογηθεί, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος (βλ. μεταξύ άλλων, κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑167/01, Inspire Art, Συλλογή 2003, σ. I‑10155, σκέψη 107, καθώς και της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑42/07, Liga Portuguesa de Futebol Profissional και Bwin International, Συλλογή 2009, σ. I‑7633, σκέψη 55).

40      Ο μοναδικός δικαιολογητικός λόγος που προβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου είναι η προστασία της δημόσιας διοίκησης από ενδεχόμενη μη εκπλήρωση παροχής εκ μέρους της παραχωρησιούχου εταιρείας, λαμβανομένου υπόψη της υψηλού συνολικού κόστους των υπηρεσιών που της έχουν ανατεθεί.

41      Επί του σημείου αυτού, από τις παρατηρήσεις του Comune di Baranzate προκύπτει ότι οι παραχωρησιούχοι προεισπράττουν τα φορολογικά έσοδα που αποτελούν αντικείμενο των επίδικων στην κύρια δίκη αναθέσεων. Κατά τον δήμο αυτόν, τα έσοδα πρέπει να διατεθούν υπέρ της δημόσιας διοίκησης αφού προηγουμένως αφαιρεθεί «προμήθεια εισπράξεως», μετά το πέρας τριμήνου. Ο Comune di Baranzate επισημαίνει ότι, κατόπιν της αφαιρέσεως της προμήθειας εισπράξεως, το κέρδος των παραχωρησιούχων προέρχεται από τις χρηματοοικονομικές πράξεις που πραγματοποιούν με τα κεφάλαια που έχουν στη διάθεσή τους. Ως εκ τούτου, ο παραχωρησιούχος διαχειρίζεται εκατομμύρια ευρώ τα οποία πρέπει ακολούθως να διαθέσει υπέρ της δημόσιας διοίκησης.

42      Συναφώς, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ο προαναφερθείς στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως σκοπός μπορεί να θεωρηθεί ως επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος και όχι ως αμιγώς οικονομικής φύσεως δικαιολογητικός λόγος (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 2005, C‑109/04, Kranemann, Συλλογή 2005, σ. I‑2421, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 16ης Φεβρουαρίου 2012, C‑72/10 και C‑77/10, Costa και Cifone, σκέψη 59), πρέπει να υπομνησθεί ότι, για να δικαιολογηθεί περιορισμός των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει η Συνθήκη, πρέπει το επίμαχο μέτρο να είναι κατάλληλο για την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου σκοπού και να μη βαίνει πέραν του αναγκαίου για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού ορίου (προαναφερθείσα απόφαση Attanasio Group, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επιπλέον, η εθνική νομοθεσία είναι κατάλληλη για την εκπλήρωση του προβαλλόμενου σκοπού μόνον αν προσβλέπει πράγματι στην εκπλήρωσή του με συνέπεια και συστηματικότητα (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2009, C‑169/07, Hartlauer, Συλλογή 2009, σ. I‑1721, σκέψη 55, και προαναφερθείσα απόφαση Attanasio Group, σκέψη 51).

43      Όπως διαπίστωσε εξάλλου το αιτούν δικαστήριο, μια διάταξη όπως η επίδικη στην κύρια δίκη βαίνει σαφώς πέραν του σκοπού προστασίας της δημόσιας διοίκησης από ενδεχόμενη μη εκπλήρωση παροχής εκ μέρους των παραχωρησιούχων.

44      Πράγματι, το δικαστήριο αυτό επισήμανε ότι ορισμένες πρόνοιες που περιλαμβάνει η ιταλική νομοθεσία είναι ικανές, κατά την εκτίμησή του, να προστατεύσουν αποτελεσματικότερα τη δημόσια διοίκηση από ενδεχόμενη μη εκπλήρωση παροχής εκ μέρους των παραχωρησιούχων. Στο πλαίσιο αυτό, η ιταλική νομοθεσία απαιτεί, μεταξύ άλλων, την προσκόμιση στοιχείων που αποδεικνύουν τη συνδρομή των γενικών προϋποθέσεων συμμετοχής σε διαγωνισμό, όσον αφορά τόσο την τεχνική και χρηματοπιστωτική ικανότητα του παραχωρησιούχου όσο και την αξιοπιστία και τη φερεγγυότητά του. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρθηκε επίσης, επί του σημείου αυτού, στην εφαρμογή κατώτατων ορίων εταιρικού κεφαλαίου, εξ ολοκλήρου καταβεβλημένου, της παραχωρησιούχου εταιρείας σε συνάρτηση με την αξία των υπηρεσιών που πραγματικά έχει αναλάβει η εταιρεία αυτή.

45      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι μια διάταξη όπως η επίδικη στην κύρια δίκη περιλαμβάνει δυσανάλογους και, ως εκ τούτου, αδικαιολόγητους περιορισμούς των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζονται στα άρθρα 43 ΕΚ και 49 EΚ.

46      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα η απάντηση ότι τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντίκεινται σε διάταξη όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει:

–        την υποχρέωση των επιχειρήσεων, πλην των εταιρειών με πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου, να αυξήσουν, εφόσον παραστεί ανάγκη, σε 10 εκατομμύρια ευρώ το ελάχιστο εξ ολοκλήρου καταβεβλημένο εταιρικό κεφάλαιό τους, προκειμένου να μπορούν να ασκήσουν δραστηριότητες εκκαθαρίσεως, εξακριβώσεως και εισπράξεως φόρων και άλλων εσόδων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως·

–         την ακυρότητα της αναθέσεως των εν λόγω υπηρεσιών σε επιχειρήσεις που δεν πληρούν την επιταγή αυτή περί ελάχιστου εταιρικού κεφαλαίου, και

–        την απαγόρευση συνάψεως νέων συμβάσεων για την ανάθεση υπηρεσιών ή συμμετοχής σε διαγωνισμούς για την ανάθεση τέτοιων υπηρεσιών, εφόσον δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση αυξήσεως του εταιρικού κεφαλαίου.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

47      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα και κατόπιν των περιλαμβανόμενων στις σκέψεις 18 και 19 της παρούσας αποφάσεως εκτιμήσεων, παρέλκει η εξέταση του πρώτου ερωτήματος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

48      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντίκεινται σε διάταξη όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει:

–        την υποχρέωση των επιχειρήσεων, πλην των εταιρειών με πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου, να αυξήσουν, εφόσον παραστεί ανάγκη, σε 10 εκατομμύρια ευρώ το ελάχιστο εξ ολοκλήρου καταβεβλημένο εταιρικό κεφάλαιό τους, προκειμένου να μπορούν να ασκήσουν δραστηριότητες εκκαθαρίσεως, βεβαιώσεως και εισπράξεως φόρων και άλλων εσόδων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως·

–        την ακυρότητα της αναθέσεως των εν λόγω υπηρεσιών σε επιχειρήσεις που δεν πληρούν την επιταγή αυτή περί ελάχιστου εταιρικού κεφαλαίου, και

–        την απαγόρευση συνάψεως νέων συμβάσεων για την ανάθεση υπηρεσιών ή συμμετοχής σε διαγωνισμούς για την ανάθεση τέτοιων υπηρεσιών, εφόσον δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση αυξήσεως του εταιρικού κεφαλαίου.

(υπογραφές)

* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.