ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 19ης Σεπτεμβρίου 2013 (*) «Αίτηση αναιρέσεως – Ντάμπινγκ – Κανονισμός (ΕΚ) 826/2009 – Εισαγωγή ορισμένων τούβλων μαγνησίας καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας – Κανονισμός (ΕΚ) 384/96 – Άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο β΄ – Δίκαιη σύγκριση – Άρθρο 11, παράγραφος 9 – Μερική ενδιάμεση επανεξέταση – Υποχρέωση εφαρμογής της ίδιας μεθόδου που εφαρμόστηκε κατά την έρευνα η οποία οδήγησε στην επιβολή του δασμού – Μεταβολή συνθηκών»

 

 

 

Στην υπόθεση C‑15/12 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2012,

Dashiqiao Sanqiang Refractory Materials Co. Ltd, με έδρα το Dashiqiao (Κίνα), εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Bellis και R. Luff, avocats,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον J.‑P. Hix, επικουρούμενο από τον G. Berrisch, Rechtsanwalt, και την N. Chesaites, barrister,

καθού πρωτοδίκως,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους E. Gippini Fournier και H. van Vliet, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, Γ. Αρέστη (εισηγητή), J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev και J. L. Da Cruz Vilaça, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: V. Tourrès, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Ιανουαρίου 2013,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, η Dashiqiao Sanqiang Refractory Materials Co. Ltd (στο εξής: Dashiqiao) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Δεκεμβρίου 2011, T-423/09, Dashiqiao Sanqiang Refractory Materials κατά Συμβουλίου (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 826/2009 του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1659/2005 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων τούβλων μαγνησίας, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 240, σ. 7, στο εξής: επίδικος κανονισμός), καθόσον ο δασμός αντιντάμπινγκ τον οποίο επιβάλλει στην προσφεύγουσα ο εν λόγω κανονισμός υπερβαίνει τον δασμό που θα εφαρμοζόταν αν αυτός είχε προσδιοριστεί βάσει της μεθόδου υπολογισμού που εφαρμόστηκε κατά την αρχική έρευνα προκειμένου να ληφθεί υπόψη η μη επιστροφή του κινεζικού φόρου προστιθέμενης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ) επί των εξαγωγών.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Ο κανονισμός (EΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 56, σ. 1), αντικαταστάθηκε και κωδικοποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343, σ. 51, και διορθωτικό στην ΕΕ 2010, L 7, σ. 22). Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας εκδόσεως του επίδικου κανονισμού, η διαφορά πρέπει να εξεταστεί βάσει του κανονισμού 384/96, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 2117/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2005 (ΕΕ L 340, σ. 17, στο εξής: βασικός κανονισμός), το άρθρο 2, παράγραφοι 1, πρώτο εδάφιο, 8 και 10, του οποίου προέβλεπαν τα ακόλουθα:

«1.      Η κανονική αξία βασίζεται κατ’ αρχήν στις πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από ανεξάρτητους πελάτες στη χώρα εξαγωγής.

[…]
  1. Ως τιμή εξαγωγής θεωρείται η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του προϊόντος κατά την πώλησή του προς εξαγωγή από τη χώρα εξαγωγής στην Κοινότητα.
[…]
  1. Μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας διεξάγεται δίκαιη σύγκριση. Η σύγκριση αυτή αφορά το ίδιο στάδιο εμπορίας και πωλήσεις πραγματοποιηθείσες σε ημερομηνίες όσο το δυνατόν εγγύτερες, λαμβάνονται δε δεόντως υπόψη άλλες διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών. Όταν η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής που διαμορφώνεται δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις σύγκρισης, πραγματοποιούνται προσαρμογές για κάθε περίπτωση, με βάση τα ατομικά της στοιχεία προκειμένου να ληφθούν δεόντως υπόψη διαφορές των παραγόντων για τους οποίους προβάλλεται ο ισχυρισμός και αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν τις τιμές και, κατ’ επέκταση, τη συγκρισιμότητα των τιμών. Πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε επανάληψη προσαρμογής που έχει ήδη γίνει, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για εκπτώσεις επί της τιμής και επιστροφές, για τις ποσότητες και για το στάδιο εμπορίας. Όταν πληρούνται οι προκαθορισμένες προϋποθέσεις, είναι δυνατό να πραγματοποιούνται προσαρμογές, όσον αφορά τους ακόλουθους παράγοντες:
[…]

β)      Επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή και έμμεσοι φόροι

Η κανονική αξία προσαρμόζεται κατά ποσό που αντιστοιχεί στις τυχόν επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή ή στους έμμεσους φόρους στους οποίους υπόκειται το ομοειδές προϊόν, καθώς και τα φυσικώς ενσωματωμένα σε αυτό υλικά, όταν το προϊόν προορίζεται για κατανάλωση στη χώρα εξαγωγής και όταν οι εν λόγω επιβαρύνσεις και φόροι δεν εισπράττονται ή επιστρέφονται για το εξαγόμενο στην Κοινότητα προϊόν.

[…]

κ)      Άλλοι παράγοντες

Επίσης παρέχεται η δυνατότητα προσαρμογής για διαφορές που προκύπτουν λόγω άλλων παραγόντων μη προβλεπομένων στα εδάφια α) έως ι), υπό τον όρο της κατάδειξης της επίδρασής τους επί της συγκρισιμότητας των τιμών, όπως απαιτεί η παρούσα παράγραφος, και ιδίως υπό τον όρο της κατάδειξης του γεγονότος ότι οι πελάτες συστηματικά πληρώνουν διαφορετικές τιμές στην εγχώρια αγορά επειδή υπάρχουν διαφορές στους παράγοντες αυτούς.»

3        Το άρθρο 11 του βασικού κανονισμού προβλέπει, στις παραγράφους 3, πρώτο εδάφιο, και 9, τα εξής:

«3.      Η ανάγκη διατήρησης σε ισχύ δεδομένου μέτρου είναι επίσης δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο επανεξέτασης, όταν κρίνεται δικαιολογημένη, με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους ή, ακόμη, εφόσον έχει παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα ενός τουλάχιστον έτους από την επιβολή του οριστικού μέτρου, μετά από αίτηση οποιουδήποτε εξαγωγέα ή εισαγωγέα ή των κοινοτικών παραγωγών, η οποία περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας ενδιάμεσης επανεξέτασης.

[…]
  1. Για όλες τις επανεξετάσεις και τις έρευνες που διεξάγονται για το θέμα της επιστροφής δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εφαρμόζει, υπό τον όρο ότι δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο που έχει εφαρμοσθεί και για την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του άρθρου 2, και ιδιαίτερα των παραγράφων 11 και 12 του εν λόγω άρθρου, όπως επίσης των διατάξεων του άρθρου 17.»

 Το ιστορικό της διαφοράς και ο επίδικος κανονισμός

4        Τα κρίσιμα σημεία του πραγματικού πλαισίου της διαφοράς εκτίθενται στις σκέψεις 4 έως 6 και 16 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως ακολούθως:

«4      Στις 11 Απριλίου 2005 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 552/2005, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων τούβλων μαγνησίας καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 93, σ. 6), ο οποίος, μεταξύ άλλων, θέσπισε προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ 66,1 %, εφαρμοστέο στις εισαγωγές στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ορισμένων τούβλων μαγνησίας παραγωγής της [Dashiqiao].

5      Με τον κανονισμό (ΕΚ) 1659/2005 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 2005, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων τούβλων μαγνησίας, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 267, σ. 1), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέσπισε, μεταξύ άλλων, οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ 27,7 %, εφαρμοστέο στις εισαγωγές στην Κοινότητα ορισμένων τούβλων μαγνησίας παραγωγής της [Dashiqiao].

6      Μετά από αίτηση της [Dashiqiao], ο κανονισμός 1659/2005 αποτέλεσε αντικείμενο μερικής [ενδιάμεσης] επανεξετάσεως, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού […]. Κατόπιν της επανεξετάσεως αυτής, το Συμβούλιο εξέδωσε τον [επίδικο κανονισμό], ο οποίος μείωσε τον δασμό αντιντάμπινγκ που εφαρμοζόταν στις εισαγωγές ορισμένων τούβλων μαγνησίας παραγωγής της [Dashiqiao] σε ποσοστό 14,4 %.

[…]

16      Τέλος, στην εικοστή ένατη έως τριακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη του [επίδικου] κανονισμού, που περιλαμβάνονται στο σημείο 4 υπό τον τίτλο ‟Σύγκριση”, αναφέρονται τα εξής:

“(29) Η σύγκριση μεταξύ της μέσης κανονικής αξίας και της μέσης τιμής εξαγωγής για κάθε τύπο του υπό εξέταση προϊόντος πραγματοποιήθηκε σε βάση εκ του εργοστασίου και στο ίδιο στάδιο εμπορίου, καθώς και στο ίδιο επίπεδο έμμεσης φορολόγησης. Για να εξασφαλισθεί δίκαιη σύγκριση μεταξύ κανονικής αξίας και τιμής εξαγωγής, ελήφθησαν υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, οι διαφορές παραγόντων για τους οποίους αποδείχθηκε ότι επηρεάζουν τις τιμές και τη δυνατότητα σύγκρισης των τιμών. Για τον σκοπό αυτό, οσάκις ήταν σκόπιμο και αιτιολογημένο, έγιναν αναπροσαρμογές, για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές του κόστους μεταφοράς, ασφάλισης, διεκπεραίωσης και φόρτωσης, κόστους πίστωσης, καθώς και των δασμών αντιντάμπινγκ.

(30) Σύμφωνα με την έρευνα, η εταιρεία κατέβαλε ΦΠΑ επί των εξαγωγικών πωλήσεών της, ο οποίος δεν επιστράφηκε (ούτε εν μέρει, όπως είχε συμβεί στην αρχική έρευνα). Στην αποκάλυψη στοιχείων, η οποία απεστάλη [στην Dashiqiao] σύμφωνα με το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού […], επισημάνθηκε συνεπώς ότι τόσο η τιμή εξαγωγής όσο και η κανονική αξία θα καθορίζονταν βάσει καταβληθέντος ΦΠΑ ή πληρωτέου ποσού. [Η Dashiqiao] έφερε το επιχείρημα ότι η προσέγγιση αυτή ήταν παράνομη. Σχετικά με τα επιχειρήματά [της] μπορεί να σημειωθεί το εξής.

(31) Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι στην αρχική έρευνα χρησιμοποιήθηκε μια άλλη μεθοδολογία (π.χ. η μείωση του ΦΠΑ τόσο από την κανονική αξία όσο και από την τιμή εξαγωγής), πρέπει να τονίσουμε ότι οι συνθήκες που επικρατούσαν κατά την περίοδο έρευνας της επανεξέτασης (ΠΕΕ) δεν ήταν οι ίδιες με αυτές που επικρατούσαν κατά την περίοδο της αρχικής έρευνας. Ενώ κατά την περίοδο της αρχικής έρευνας, όπως αναφέρεται ανωτέρω, ο ΦΠΑ επιστράφηκε εν μέρει, γεγονός που καθιστούσε αναγκαία την προσαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, [του βασικού κανονισμού,] κατά την ΠΕΕ δεν επιστράφηκε ΦΠΑ επί των πωλήσεων εξαγωγών. Συνεπώς, δεν χρειάστηκε προσαρμογή όσον αφορά τον ΦΠΑ, ούτε στην τιμή εξαγωγών ούτε στην κανονική τιμή. Ακόμη και αν η προσέγγιση αυτή [...] μπορούσε να χαρακτηριστεί μεταβολή της μεθοδολογίας, [θα ήταν] δικαιολογημένη σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, εφόσον οι συνθήκες είχαν αλλάξει.

(32) Το δεύτερο επιχείρημα [της Dashiqiao] είναι ότι η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα επανεξέταση θα διόγκωνε τεχνητά το περιθώριο ντάμπινγκ. Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε είναι ουδέτερη. Έχει την ίδια επίδραση, επίσης αν, π.χ. για ορισμένα προϊόντα ή συναλλαγές, η εταιρεία πραγματοποιεί πωλήσεις στην Κοινότητα σε τιμή εξαγωγής η οποία δεν έχει ως συνέπεια την εφαρμογή πρακτικής ντάμπινγκ. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η πρόσθεση του ΦΠΑ στις δύο πλευρές της εξίσωσης θα συνέβαλε στην αύξηση της διαφοράς μεταξύ των δύο στοιχείων, αυτό θα συνέβαινε επίσης και για εκείνα τα μοντέλα για τα οποία δεν υπάρχει ντάμπινγκ.”»

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

5        Προς στήριξη της προσφυγής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Dashiqiao προέβαλε δύο λόγους ακυρώσεως αντλούμενους από την παράβαση, αντιστοίχως, των άρθρων 2, παράγραφος 10, και 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

6        Δεδομένου ότι κανένας από τους δύο λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η Dashiqiao προς στήριξη της προσφυγής της δεν έγινε δεκτός, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

 Τα αιτήματα των διαδίκων

7        Με την αίτηση αναιρέσεως, η Dashiqiao ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να κρίνει το ίδιο επί της διαφοράς·

–        να κάνει δεκτά τα πρωτοδίκως διατυπωθέντα αιτήματα και, συνεπώς, να ακυρώσει τον δασμό αντιντάμπινγκ που της επιβλήθηκε με τον επίδικο κανονισμό στον βαθμό που ο δασμός αυτός υπερβαίνει εκείνον που θα είχε καθοριστεί βάσει της μεθόδου που εφαρμόστηκε κατά την αρχική έρευνα προκειμένου να ληφθεί υπόψη η μη επιστροφή του κινεζικού ΦΠΑ επί των εξαγωγών, σύμφωνα προς το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των δικών.

8        Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–        επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου·

–        επικουρικότερα, να απορρίψει την προσφυγή, και

–        να καταδικάσει την Dashiqiao στα δικαστικά έξοδα.

9        Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη της Dashiqiao στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

10      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία βάλλει κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως μόνον καθόσον αυτή απορρίπτει τον δεύτερο λόγο της προσφυγής της, που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, η Dashiqiao προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως.

 Επί των δύο πρώτων λόγων αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

11      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Dashiqiao υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη στο μέτρο που αρνήθηκε να κρίνει το ζήτημα ποια μέθοδος συγκρίσεως μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας είχε εφαρμοστεί κατά την αρχική έρευνα και, συνεπώς, δεν μπορούσε εγκύρως να συναγάγει ότι, κατά τη διαδικασία επανεξετάσεως, δεν υπήρξε «αλλαγή μεθόδου» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού. Συναφώς, υποστηρίζει ότι από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μόνον μια μεταβολή των συνθηκών επιτρέπει στα θεσμικά όργανα να εφαρμόσουν μέθοδο διαφορετική από τη χρησιμοποιηθείσα κατά την αρχική έρευνα.

12      Η Dashiqiao υπογραμμίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, συγχέει την έννοια της αλλαγής της «μεθόδου προσαρμογής» με την έννοια της αλλαγής της «μεθόδου συγκρίσεως». Κατά την άποψή της, είναι αναμφισβήτητο ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις εισαγωγές της κατόπιν της διαδικασίας επανεξετάσεως θα ήταν χαμηλότερος αν τα θεσμικά όργανα είχαν εφαρμόσει, κατά τη διαδικασία αυτή, την ίδια μέθοδο συγκρίσεως μεταξύ τιμής εξαγωγής και κανονικής αξίας με εκείνη που είχε χρησιμοποιηθεί κατά την αρχική έρευνα.

13      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Dashiqiao υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη στο μέτρο που έκρινε ότι τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν τη μέθοδο συγκρίσεως μεταξύ τιμής εξαγωγής και κανονικής αξίας που εφαρμόστηκε κατά την αρχική έρευνα αν η μέθοδος αυτή οδηγεί σε προσαρμογή μη επιτρεπόμενη από το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού. Κατά την Dashiqiao, το Γενικό Δικαστήριο συγχέει τις έννοιες της «προσαρμογής» και της «μεθόδου συγκρίσεως». Αρκεί η μέθοδος συγκρίσεως μεταξύ τιμής εξαγωγής και κανονικής αξίας που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχική έρευνα να είναι σύμφωνη προς το άρθρο 2, παράγραφος 10, ώστε να υποχρεούνται τα θεσμικά όργανα να την εφαρμόσουν και κατά τη διαδικασία επανεξετάσεως δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 9, του ίδιου κανονισμού. Ωστόσο, κατά την Dashiqiao, τα θεσμικά όργανα δεν προέβησαν σε προσαρμογή κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 2, παράγραφος 10, δεδομένου ότι η μέθοδος συγκρίσεως που χρησιμοποίησαν στηριζόταν στην κανονική αξία εκτός ΦΠΑ, για την οποία δεν τίθεται ζήτημα προσαρμογής.

14      Η Dashiqiao υποστηρίζει ότι η μέθοδος συγκρίσεως βάσει της τιμής «συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ» η οποία χρησιμοποιήθηκε κατά την επανεξέταση δεν επιτρέπει να ληφθεί υπόψη η επίδραση του ΦΠΑ επί των εξαγωγών κατά τη σύγκριση μεταξύ τιμής εξαγωγής και κανονικής αξίας. Ουδέτερη είναι η μέθοδος συγκρίσεως βάσει της τιμής «εκτός ΦΠΑ». Εξάλλου, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο β΄, σε έμμεσο φόρο εισπραττόμενο στο στάδιο της τελικής πωλήσεως που λαμβάνεται ως βάση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας. Συναφώς, προσθέτει ότι η χρησιμοποίηση μιας κανονικής αξίας εκτός ΦΠΑ δεν είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού. Κατά συνέπεια, κακώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η μόνη συνάδουσα προς το άρθρο 2 μέθοδος συγκρίσεως ήταν μια μέθοδος στηριζόμενη σε προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού.

15      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή αμφισβητούν τόσο το παραδεκτό όσο και το βάσιμο αυτών των λόγων αναιρέσεως και ζητούν την απόρριψή τους.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

16      Σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, σε όλες τις έρευνες επανεξετάσεως κατά την έννοια του άρθρου αυτού, η Επιτροπή εφαρμόζει, υπό τον όρον ότι δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο με εκείνη που εφαρμόστηκε κατά την αρχική έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του επίμαχου δασμού αντιντάμπινγκ, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των διατάξεων του άρθρου 2 του ίδιου κανονισμού.

17      Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η εξαίρεση που επιτρέπει στα θεσμικά όργανα να εφαρμόζουν, κατά τη διαδικασία επανεξετάσεως, μέθοδο διαφορετική από εκείνη που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχική έρευνα όταν οι συνθήκες έχουν μεταβληθεί πρέπει αναγκαστικά να ερμηνεύεται στενά, καθόσον στις παρεκκλίσεις ή εξαιρέσεις από ένα γενικό κανόνα προσήκει συσταλτική ερμηνεία (βλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, C-82/10, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

18      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το βάρος αποδείξεως φέρουν τα θεσμικά όργανα, τα οποία οφείλουν να αποδείξουν ότι οι συνθήκες έχουν μεταβληθεί προκειμένου να εφαρμόσουν, κατά την έρευνα της επανεξετάσεως, μέθοδο διαφορετική από εκείνη που εφαρμόστηκε κατά την αρχική έρευνα.

19      Ωστόσο, όσον αφορά τον εξαιρετικό χαρακτήρα μιας τέτοιας μεταβολής των συνθηκών κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, επισημαίνεται ότι η υποχρέωση συσταλτικής ερμηνείας δεν επιτρέπει στα θεσμικά όργανα να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν τη διάταξη αυτή κατά τρόπο που δεν συμβιβάζεται με το γράμμα και τον σκοπό της (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, C-337/09 P, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group, σκέψη 93). Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η εν λόγω διάταξη προβλέπει, ειδικότερα, ότι η εφαρμοζόμενη μέθοδος πρέπει να είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του άρθρου 2 του βασικού κανονισμού.

20      Εν προκειμένω, από τη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι είχε γίνει προσαρμογή της τιμής εξαγωγής κατά την αρχική έρευνα, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, και ότι δεν έγινε τέτοια προσαρμογή στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξετάσεως, για τον λόγο ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως. Κατά τη σκέψη 56 της ίδιας αποφάσεως, η διαφορά αυτή δεν οφείλεται σε «αλλαγή μεθόδου» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 9, του κανονισμού αυτού.

21      Η Dashiqiao υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι το Γενικό Δικαστήριο, αρνούμενο να αποφανθεί επί του ποια μέθοδος συγκρίσεως μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας είχε εφαρμοστεί κατά την αρχική έρευνα, δεν μπορούσε εγκύρως να συναγάγει ότι δεν υπήρξε «αλλαγή μεθόδου» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

22      Όμως, το Γενικό Δικαστήριο απάντησε στο ζήτημα της μεθόδου συγκρίσεως μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας που εφαρμόστηκε κατά την έρευνα της επανεξετάσεως και κατά την αρχική έρευνα, και τούτο στο πλαίσιο της απαντήσεώς του στον πρώτο λόγο ακυρώσεως, οποίος αντλείτο από την παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, την δε απάντηση αυτή δεν αμφισβήτησε η Dashiqiao στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως. Πράγματι, στη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι από τον επίδικο κανονισμό προκύπτει ότι το Συμβούλιο θεώρησε ότι, κατά τη διαδικασία επανεξετάσεως, και αντίθετα προς όσα ίσχυαν κατά την αρχική έρευνα, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την προσαρμογή της κανονικής αξίας και/ή της τιμής εξαγωγής δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, οπότε η διάταξη αυτή δεν μπορούσε να εφαρμοστεί.

23      Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, εξάλλου, με τις σκέψεις 35 και 38 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, ότι, κατά την αρχική έρευνα, η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής προσαρμόστηκαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού, βάσει του καταβληθέντος ή καταβλητέου ΦΠΑ και, αφετέρου, ότι η μέθοδος που εφαρμόστηκε κατά την επανεξέταση συνίστατο σε σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής «συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ» βάσει αποκλειστικώς και μόνον της γενικής διατάξεως του εν λόγω άρθρου 2, παράγραφος 10, πρώτη και δεύτερη περίοδος.

24      Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, ως μη ανταποκρινόμενος στην πραγματική κατάσταση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

25      Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, με τη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε ότι η διαφορά στην προσέγγιση του Συμβουλίου, κατά της οποίας βάλλει η Dashiqiao, δεν οφείλεται σε «αλλαγή μεθόδου» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού. Με τη σκέψη 57 της ίδιας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι έννοιες της «μεθόδου» και της «προσαρμογής» δεν ταυτίζονται και ότι μόνη η άρνηση των θεσμικών οργάνων να προβούν σε μη δικαιολογούμενη από τις περιστάσεις της υποθέσεως προσαρμογή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αλλαγή μεθόδου κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

26      Το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε επίσης, με την ίδια σκέψη 57, ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν πληρούνταν πλέον οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού. Το Γενικό Δικαστήριο θεώρησε, εξάλλου, στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 11, παράγραφος 9, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι η εφαρμοζόμενη μέθοδος πρέπει να είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του άρθρου 2 του κανονισμού αυτού και ότι, αν αποδειχθεί, κατά το στάδιο της επανεξετάσεως, ότι η εφαρμογή της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχική έρευνα δεν ήταν σύμφωνη προς το εν λόγω άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο β΄, τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να μην εφαρμόσουν πλέον τη μέθοδο αυτή.

27      Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, δεδομένου ότι το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού επιβάλλει ρητώς να τηρεί η εφαρμοζόμενη κατά την επανεξέταση μέθοδος τις επιταγές του άρθρου 2 του κανονισμού αυτού, μια τέτοια επανεξέταση δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μια προσαρμογή η οποία δεν επιτρέπεται, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού.

28      Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης, με τη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, παρείλκε η απάντηση στο ζήτημα αν, εν προκειμένω, η εφαρμοσθείσα κατά την αρχική έρευνα μέθοδος ήταν σύμφωνη προς το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, εφόσον, κατά την επανεξέταση, η εφαρμογή αυτή δεν ήταν σύμφωνη προς τη διάταξη αυτή, καθόσον δεν πληρούνταν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

29      Πράγματι, η αποκατάσταση της συμμετρίας μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, που αποτελεί τον σκοπό κάθε προσαρμογής δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, δεν ήταν πλέον απαραίτητη κατά την επανεξέταση, δεδομένου ότι είχε εξαλειφθεί η ασυμμετρία που δικαιολογούσε την προσαρμογή που πραγματοποιήθηκε κατά την αρχική έρευνα, ήτοι η μερική επιστροφή του ΦΠΑ κατά την εξαγωγή.

30      Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός της Dashiqiao σύμφωνα με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας ότι η μόνη εφαρμοστέα κατά την επανεξέταση μέθοδος συγκρίσεως η οποία είναι σύμφωνη προς το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού ήταν η συνιστάμενη σε προσαρμογή βάσει της παραγράφου 10, στοιχείο β΄, του άρθρου αυτού δεν ισχύει έναντι της απλής διαπιστώσεως στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο και σύμφωνα με την οποία καμία προσαρμογή δεν ήταν απαραίτητη.

31      Κατόπιν των προεκτεθέντων, οι δύο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

32      Η Dashiqiao αμφισβητεί το περιεχόμενο στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι το Συμβούλιο απέδειξε ότι οι συνθήκες είχαν μεταβληθεί μεταξύ των δύο ερευνών και ότι η μεταβολή αυτή μπορούσε να δικαιολογήσει τη μη εφαρμογή της προσαρμογής που είχε χρησιμοποιηθεί κατά την αρχική έρευνα. Κατά την αναιρεσείουσα, το συμπέρασμα αυτό είναι προδήλως εσφαλμένο καθόσον η μεταβολή των συνθηκών την οποία επικαλείται το Συμβούλιο, όπως συνοψίζεται στη σκέψη 63 της ίδιας αποφάσεως, ουδόλως επιτρέπει να συναχθεί ότι κατέστησε ανεφάρμοστη τη μέθοδο συγκρίσεως που είχε χρησιμοποιηθεί κατά την αρχική έρευνα. Συγκεκριμένα, η Dashiqiao υποστηρίζει ότι, όπως ανέφερε στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το γεγονός ότι ο συντελεστής του κινεζικού ΦΠΑ κατά την εξαγωγή που πράγματι εισπραττόταν αυξήθηκε από 4 σε 17 % μεταξύ της αρχικής έρευνας και της διαδικασίας επανεξετάσεως έχει ως μόνη συνέπεια ότι η προσαρμογή της τιμής εξαγωγής που πρέπει να γίνει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο κ΄, είναι της τάξεως του 17 % αντί του 4 %. Συνεπώς, η διαφορά του συντελεστή επιστροφής του ΦΠΑ μπορούσε κάλλιστα να ληφθεί υπόψη με τη μέθοδο συγκρίσεως που εφαρμόστηκε κατά την αρχική έρευνα. Εξάλλου, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι η προσέγγιση αυτή δεν συνάδει προς την επιταγή σύμφωνα με την οποία η εξαίρεση λόγω μεταβολής των συνθηκών, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 54 της εν λόγω αποφάσεως, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς.

33      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ο τρίτος λόγω αναιρέσεως είναι συγχρόνως αλυσιτελής, απαράδεκτος και αβάσιμος. Κατά την άποψη της Επιτροπής, ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής και αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

34      Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, με τη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, κατά τη διαδικασία επανεξετάσεως, το Συμβούλιο ακολούθησε διαφορετική μέθοδο συγκρίσεως από εκείνη που είχε εφαρμοστεί κατά την αρχική έρευνα, το θεσμικό αυτό όργανο απέδειξε ότι, αφενός, μεταξύ της αρχικής έρευνας και της διαδικασίας επανεξετάσεως μεσολάβησε μεταβολή των συνθηκών και, αφετέρου, η μεταβολή αυτή μπορούσε να δικαιολογήσει την αποχή από μια τέτοια προσαρμογή. Το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 63 της εν λόγω αποφάσεως, ότι ναι μεν, κατά την αρχική έρευνα, ο κινεζικός ΦΠΑ επιστρεφόταν μερικώς επί των πωλήσεων προς εξαγωγή των επιμάχων προϊόντων, ενώ εισπραττόταν στο σύνολό του επί των εγχωρίων πωλήσεων, τούτο όμως δεν ίσχυε πλέον κατά την περίοδο που κάλυπτε η διαδικασία επανεξετάσεως και, συνεπώς, είχε μεσολαβήσει μεταβολή των συνθηκών κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

35      Από τη διαπίστωση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε, χωρίς να υποπέσει σε νομική πλάνη, με τη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, λαμβανομένης υπόψη αυτής της μεταβολής των συνθηκών, το Συμβούλιο είχε δικαίωμα να μην προβεί, κατά τη διαδικασία επανεξετάσεως, σε προσαρμογή της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, καθόσον είχε τη δυνατότητα να προβεί σε δίκαιη σύγκριση μεταξύ αυτής της αξίας και αυτής της τιμής «συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ».

36      Πράγματι, αρκεί η παρατήρηση ότι η προσαρμογή στην οποία προέβησαν τα θεσμικά όργανα κατά την αρχική έρευνα αποσκοπούσε στον συνυπολογισμό της μερικής επιστροφής του κινεζικού ΦΠΑ κατά την εξαγωγή, η οποία δημιουργούσε ασυμμετρία μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητεί η Dashiqiao.

37      Όμως, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, αφ’ ης στιγμής έπαυσε να υφίσταται το στοιχείο που δημιουργούσε την ασυμμετρία κατά την αρχική έρευνα, ήτοι η μερική επιστροφή του ΦΠΑ κατά την εξαγωγή, δεν ήταν πλέον αναγκαία η εξάλειψη αυτής της ασυμμετρίας και, συνεπώς, δεν χρειαζόταν καμία προσαρμογή, ανεξαρτήτως της μεθόδου προσαρμογής που πράγματι εφαρμόστηκε.

38      Συνεπώς, εφόσον μεταβλήθηκαν οι συνθήκες που δικαιολογούσαν προσαρμογή, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, κυρίως, ότι δεν επρόκειτο για αλλαγή μεθόδου, αλλ’ απλώς ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις μιας τέτοιας προσαρμογής, και, επαλλήλως, ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι επρόκειτο για αλλαγή μεθόδου, η αλλαγή αυτή δικαιολογούνταν από τη μεταβολή των συνθηκών.

39      Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους αναιρέσεως που προέβαλε η Dashiqiao δεν μπορεί να γίνει δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

40      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Dashiqiao ηττήθηκε και το Συμβούλιο έχει υποβάλει σχετικό αίτημα, η Dashiqiao πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα της αναιρετικής δίκης. Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο επίσης έχει εφαρμογή στην αναιρετική δίκη δυνάμει της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου 184, πρέπει να οριστεί ότι η Επιτροπή θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει την Dashiqiao Sanqiang Refractory Materials Co. Ltd στα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

(υπογραφές)

* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.