ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 7ης Νοεμβρίου 2013 (*) «Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών — Οδηγίες 97/66/ΕΚ, 2002/19/ΕΚ, 2002/20/ΕΚ, 2002/21/ΕΚ και 2002/22/ΕΚ — Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής — Παροχή ενός βασικού καλωδιακού πακέτου ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων — Πώληση από έναν δήμο του καλωδιακού του δικτύου σε ιδιωτική επιχείρηση — Συμβατική ρήτρα που αφορά την τιμολόγηση — Εξουσίες των εθνικών ρυθμιστικών αρχών — Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας»
Στην υπόθεση C‑518/11,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Gerechtshof te Amsterdam (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Οκτωβρίου 2011, στο πλαίσιο της δίκης
UPC Nederland BV
κατά
Gemeente Hilversum,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund, A. Ó Caoimh, C. Toader και E. Jarašiūnas (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón
γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Νοεμβρίου 2012,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η UPC Nederland BV, εκπροσωπούμενη από τoυς P. Glazener και E. Besselink, advocaten,
– ο Gemeente Hilversum, εκπροσωπούμενος από τους J. Doeleman και G. van der Wal, advocaten,
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την C. Wissels, στη συνέχεια, από τις M. Bulterman και Β. Koopman,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Nijenhuis, P. Van Nuffel, καθώς και από τη L. Nicolae,
– η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, εκπροσωπούμενη από τον X. Lewis και τη M. Μουστακαλή,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Απριλίου 2013,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ L 108, σ. 33, στο εξής: οδηγία-πλαίσιο), της οδηγίας 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ L 24, σ. 1), της οδηγίας 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση) (ΕΕ L 108, σ. 7), της οδηγίας 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (ΕΕ L 108, σ. 21) και της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) (ΕΕ L 108, σ. 51).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της UPC Nederland BV (στο εξής: UPC) και του Gemeente Hilversum (Δήμος του Hilversum, στο εξής: Hilversum), με αντικείμενο τη σύμβαση πώλησης από τον εν λόγω δήμο της επιχειρήσεως καλωδιακής μεταδόσεως η οποία του ανήκε.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Το νέο κανονιστικό πλαίσιο που έχει εφαρμογή στις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών
3 Το νέο κανονιστικό πλαίσιο που έχει εφαρμογή στις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (στο εξής: ΝΚΠ) αποτελείται από την οδηγία-πλαίσιο και από τέσσερις ειδικές οδηγίες που το συνοδεύουν, ήτοι, την οδηγία 97/66, την οδηγία για την πρόσβαση, την οδηγία για την αδειοδότηση και την οδηγία καθολικής υπηρεσίας (στο εξής οι τέσσερις αυτές τελευταίες οδηγίες από κοινού: ειδικές οδηγίες).
4 Οι οδηγίες για την αδειοδότηση, για την πρόσβαση, η οδηγία καθολικής υπηρεσίας, καθώς και η οδηγία-πλαίσιο τροποποιήθηκαν με την οδηγία 2009/140/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ L 337, σ. 37). Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, η παρούσα διαφορά εξακολουθεί να διέπεται από τις τέσσερις αυτές οδηγίες, όπως ίσχυαν αρχικώς.
– Η οδηγία-πλαίσιο
5 Η αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας-πλαισίου ορίζει:
«Η σύγκλιση στους κλάδους των τηλεπικοινωνιών, των μέσων επικοινωνίας και της τεχνολογίας των πληροφοριών σημαίνει ότι όλα τα δίκτυα και οι υπηρεσίες μετάδοσης θα πρέπει να διέπονται από ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο. Αυτό το κανονιστικό πλαίσιο αποτελείται από την παρούσα οδηγία και από τέσσερις ειδικές οδηγίες: [την] οδηγία [για την αδειοδότηση], [την] οδηγία [για για την πρόσβαση], [την] οδηγία [καθολικής υπηρεσίας] και [την] οδηγία [97/66] [...]. Είναι απαραίτητο να διαχωριστεί η ρύθμιση της μετάδοσης από τη ρύθμιση του περιεχομένου. Το πλαίσιο αυτό δεν καλύπτει, επομένως, το περιεχόμενο υπηρεσιών που παρέχονται μέσω δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών που χρησιμοποιούν υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως το ραδιοτηλεοπτικά εκπεμπόμενο περιεχόμενο, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και ορισμένες υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας και, για τον λόγο αυτό, δεν συνιστά εμπόδιο για μέτρα που λαμβάνονται, σε κοινοτικό ή εθνικό επίπεδο, σχετικά με τις εν λόγω υπηρεσίες, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, με σκοπό την προώθηση της πολιτισμικής και γλωσσικής πολυμορφίας και τη διασφάλιση της υπεράσπισης του πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης. Το περιεχόμενο των τηλεοπτικών προγραμμάτων καλύπτεται από την οδηγία 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου1989, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων [(ΕΕ L 298, σ. 23), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997 (ΕΕ L 202, σ. 60)]. Η διάκριση μεταξύ της ρύθμισης της μετάδοσης και της ρύθμισης του περιεχομένου δεν εμποδίζει να λαμβάνονται υπόψη οι δεσμοί που υπάρχουν μεταξύ τους, ιδίως όσον αφορά τη διασφάλιση του πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης, της πολιτισμικής πολυμορφίας και της προστασίας του καταναλωτή.»
6 Το άρθρο 2, στοιχεία α΄ και γ΄, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:
α) “Δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών”: τα συστήματα μετάδοσης και, κατά περίπτωση, ο εξοπλισμός μεταγωγής ή δρομολόγησης και οι λοιποί πόροι που επιτρέπουν τη μεταφορά σημάτων, με τη χρήση καλωδίου, ραδιοσημάτων, οπτικού ή άλλου ηλεκτρομαγνητικού μέσου, συμπεριλαμβανομένων των δορυφορικών δικτύων, των σταθερών (μεταγωγής δεδομένων μέσω κυκλωμάτων και πακετομεταγωγής, συμπεριλαμβανομένου του Διαδικτύου) και κινητών επίγειων δικτύων, των συστημάτων ηλεκτρικών καλωδίων, εφόσον χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση σημάτων, των δικτύων που χρησιμοποιούνται για ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, καθώς και των δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης, ανεξάρτητα από το είδος των μεταφερόμενων πληροφοριών.
[...]β) “Υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών”: οι υπηρεσίες που παρέχονται συνήθως έναντι αμοιβής και των οποίων η παροχή συνίσταται, εν όλω ή εν μέρει, στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και των υπηρεσιών μετάδοσης σε δίκτυα που χρησιμοποιούνται για ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις, αλλά εξαιρουμένων των υπηρεσιών που παρέχουν περιεχόμενο μεταδιδόμενο με χρήση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή που ασκούν έλεγχο επί του περιεχομένου· δεν περιλαμβάνουν επίσης τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 98/34/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (ΕΕ L 204, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998 (ΕΕ L 217, σ. 18)] οι οποίες δεν συνίστανται, εν όλω ή εν μέρει, στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών.»
7 Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας ορίζει:
«1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι καθένα από τα καθήκοντα που ανατίθενται στις εθνικές [ρυθμιστικές] αρχές [στο εξής: ΕPΑ] βάσει της παρούσας οδηγίας και των ειδικών οδηγιών αναλαμβάνεται από αρμόδιο φορέα.
- Τα κράτη μέλη εγγυώνται την ανεξαρτησία των [EPA] εξασφαλίζοντας ότι οι [EPA] είναι νομικά διακριτές και λειτουργικά ανεξάρτητες από όλους τους οργανισμούς παροχής δικτύων, εξοπλισμού ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. [...]
- Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή όλες τις [EPA] στις οποίες ανατίθενται καθήκοντα βάσει της παρούσας οδηγίας και των ειδικών οδηγιών, καθώς και τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.»
8 Το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:
«1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατά την άσκηση των κανονιστικών καθηκόντων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και τις ειδικές οδηγίες, οι [EPA] λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο που στοχεύει στην επίτευξη των στόχων των παραγράφων 2, 3 και 4. Τα εν λόγω μέτρα είναι ανάλογα προς τους στόχους αυτούς.
[…]- «Οι [EPA] προάγουν τον ανταγωνισμό στην παροχή δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφών ευκολιών και υπηρεσιών, μεταξύ άλλων:
α) εξασφαλίζοντας ότι οι χρήστες, συμπεριλαμβανομένων των μειονεκτούντων χρηστών, αποκομίζουν το μέγιστο όφελος όσον αφορά την επιλογή, την τιμή και την ποιότητα·
β) εξασφαλίζοντας ότι δεν υφίσταται στρέβλωση ούτε περιορισμός του ανταγωνισμού στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών·
[…]- Οι [EPA] συμβάλλουν στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς μέσω, μεταξύ άλλων:
α) της άρσης των τελευταίων εμποδίων στην παροχή δικτύων ηλεκτρονικών υπηρεσιών, συναφών ευκολιών και υπηρεσιών και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο·
[…]δ) της συνεργασίας μεταξύ τους και με την Επιτροπή, κατά διαφανή τρόπο, ώστε να εξασφαλίζονται η ανάπτυξη μιας συνεπούς κανονιστικής πρακτικής και η συνεπής εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και των ειδικών οδηγιών.
[…]»9 Τα άρθρα 9 έως 13 της οδηγίας-πλαισίου προσθέτουν ότι τα καθήκοντα των EPA αφορούν, επίσης, τη διαχείριση ραδιοσυχνοτήτων για τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, την αριθμοδότηση, την ονοματοδοσία και τη διευθυνσιοδότηση, τα δικαιώματα διέλευσης, τη συνεγκατάσταση και την από κοινού χρήση ευκολιών, τον λογιστικό διαχωρισμό και τις οικονομικές εκθέσεις.
– Η οδηγία για την πρόσβαση
10 Το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας για την πρόσβαση ορίζει:
«Η [EPA] δύναται […] να επιβάλλει υποχρεώσεις σχετικά με την ανάκτηση κόστους και ελέγχους τιμών, που περιλαμβάνουν υποχρέωση καθορισμού των τιμών με γνώμονα το κόστος και υποχρέωση όσον αφορά τα συστήματα κοστολόγησης, για την παροχή ειδικών τύπων διασύνδεσης και/ή πρόσβασης, σε περιπτώσεις όπου η ανάλυση της αγοράς καταδεικνύει ότι η έλλειψη πραγματικού ανταγωνισμού σημαίνει ότι ο ενδιαφερόμενος φορέας εκμετάλλευσης μπορεί να διατηρεί τις τιμές σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα ή να συμπιέζει τις τιμές, εις βάρος των τελικών χρηστών. Οι [EPA] λαμβάνουν υπόψη την επένδυση του φορέα εκμετάλλευσης και του επιτρέπουν έναν εύλογο συντελεστή απόδοσης επί του επαρκούς επενδεδυμένου κεφαλαίου, λαμβάνοντας υπόψη τους συναφείς κινδύνους.»
– Η οδηγία 2009/140
11 Η αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2009/140 ορίζει:
«Στόχος είναι η προοδευτική μείωση των εκ των προτέρων τομεακών κανόνων, καθώς θα αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός στην αγορά, ώστε τελικά οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες να διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο του ανταγωνισμού. Δεδομένου ότι οι αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχουν επιδείξει ισχυρή ανταγωνιστική δυναμική τα τελευταία χρόνια, έχει σημασία να επιβάλλονται εκ των προτέρων κανονιστικές υποχρεώσεις μόνον εφόσον δεν υφίσταται πραγματικός και βιώσιμος ανταγωνισμός.»
Οι υπόλοιπες σχετικές οδηγίες
12 Κατά την αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας 2002/77/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ L 249, σ. 21, στο εξής: οδηγία για τον ανταγωνισμό):
«Η παρούσα οδηγία περιλαμβάνει τους όρους “υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών” και “δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών” αντί των παλιών όρων “τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες” και “τηλεπικοινωνιακά δίκτυα”. Αυτοί οι νέοι ορισμοί είναι απαραίτητοι προκειμένου να ληφθεί υπόψη το φαινόμενο της σύγκλισης με το να ενσωματωθούν σε έναν και μόνο ορισμό όλες οι υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή/και τα δίκτυα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά σημάτων με χρήση καλωδίου, ραδιοσημάτων, οπτικού ή άλλου ηλεκτρομαγνητικού μέσου (π.χ. σταθερά, ασύρματα, καλωδιακή τηλεόραση, δορυφορικά δίκτυα). Επομένως, η εκπομπή και μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων πρέπει να αναγνωρισθεί ως υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τα δίκτυα που χρησιμοποιούνται για την εν λόγω εκπομπή και μετάδοση πρέπει ομοίως να αναγνωρισθούν ως δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Περαιτέρω, πρέπει να γίνει σαφές ότι ο νέος ορισμός των δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών καλύπτει επίσης τα δίκτυα ινών που επιτρέπουν στα τρίτα μέρη να μεταφέρουν σήματα μέσω του δικού τους εξοπλισμού μεταγωγής ή δρομολόγησης.»
13 Το άρθρο 1, σημείο 3, της οδηγίας για τον ανταγωνισμό ορίζει τα εξής:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:
[...]3) “υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών” οι υπηρεσίες που παρέχονται συνήθως έναντι αμοιβής και των οποίων η παροχή συνίσταται εν όλω ή εν μέρει στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και των υπηρεσιών μετάδοσης σε δίκτυα που χρησιμοποιούνται από τον ραδιοτηλεοπτικό τομέα, αλλά εξαιρουμένων των υπηρεσιών που παρέχουν περιεχόμενο μεταδιδόμενο με χρήση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή που ασκούν έλεγχο επί του περιεχομένου· δεν περιλαμβάνουν επίσης τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 1 της οδηγίας [98/34], οι οποίες δεν συνίστανται εν όλω ή εν μέρει στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών.»
14 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο i, της οδηγίας 2010/13/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2010, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων) (ΕΕ L 95, σ. 1) ορίζει:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:
α) “υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων”:
- i) υπηρεσία όπως ορίζεται στα άρθρα 49 και 50 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία τελεί υπό τη συντακτική ευθύνη παρόχου υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, κύριος σκοπός της οποίας είναι η παροχή προγραμμάτων με σκοπό την ενημέρωση, την ψυχαγωγία ή την εκπαίδευση του ευρέως κοινού μέσω δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, της [οδηγίας-πλαισίου]. Οι εν λόγω υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων είναι είτε τηλεοπτικές εκπομπές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο στοιχείο ε΄ της παρούσας παραγράφου, είτε κατά παραγγελία υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο στοιχείο ζ΄ της παρούσας παραγράφου.»
Το ολλανδικό δίκαιο
15 Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών μετέφερε το ΝΚΠ στο εσωτερικό δίκαιο μέσω τροποποιήσεως του νόμου περί τηλεπικοινωνιών (Telecommunicatiewet, Stb. 2004, σ. 189), που τέθηκε σε ισχύ στις 19 Μαΐου 2004 (Stb. 2004, σ. 207).
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
16 Όπως και άλλοι ολλανδικοί δήμοι, το Hilversum είχε αναθέσει την εγκατάσταση, τη συντήρηση και την εκμετάλλευση ενός καλωδιακού τηλεοπτικού δικτύου εντός των ορίων του σε μια εταιρία τηλεμεταδόσεως η οποία του ανήκε. Η επιχείρηση αυτή θεωρείτο υπηρεσία κοινής ωφελείας, καθόσον αποστολή των δήμων είναι να παρέχουν στους δημότες τους όσο το δυνατόν περισσότερα τηλεοπτικά προγράμματα με την καλύτερη δυνατή ποιότητα λήψεως και στη χαμηλότερη, επίσης, δυνατή τιμή, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη το κόστος της επιχειρήσεως.
17 Υπό την επίδραση των εξελίξεων στο επίπεδο της Ένωσης, πολλοί δήμοι αποφάσισαν να πωλήσουν τις επιχειρήσεις τους καλωδιακής μεταδόσεως. Κατά τους όρους των συμβάσεων πώλησης που συνήφθησαν επί τούτου, οι δήμοι διατηρούσαν τις εξουσίες σχετικά με τη σύνθεση και την τιμολόγηση του βασικού πακέτου των μέσω καλωδιακής μεταδόσεως προσβάσιμων ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων (στο εξής: βασικό καλωδιακό πακέτο) που προσφέρονται στα συνδεδεμένα με το δίκτυο νοικοκυριά.
18 Με τη σύμβαση, λοιπόν, της 1ης Ιουλίου 1996, σχετικά με τη μελλοντική εκμετάλλευση του καλωδιακού δικτύου μεταδόσεως στο Hilversum (στο εξής: σύμβαση), ο εν λόγω δήμος πώλησε στη δικαιοπάροχο της UPC την εταιρία καλωδιακής μεταδόσεως, συμπεριλαμβανομένου του καλωδιακού δικτύου που είχε εγκαταστήσει ο δήμος αυτός.
19 Με τη σύμβαση αυτή, το Hilversum δεσμευόταν να συμβάλει προκειμένου να λάβει η αγοράστρια εξουσιοδότηση για την εγκατάσταση, τη συντήρηση και την εκμετάλλευση ενός καλωδιακού ραδιοτηλεοπτικού σταθμού εντός των ορίων του εν λόγω δήμου.
20 Από την πλευρά της, η UPC δεσμευόταν να προβεί σε επενδύσεις για την υλοποίηση ενός καλωδιακού δικτύου ικανού να παρέχει βελτιωμένες υπηρεσίες στον μέσο συνδρομητή του εν λόγω δήμου και να του παρέχει, πέραν των ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων, ένα ελκυστικό πακέτο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών προς ιδιώτες και επαγγελματίες.
21 Επιπλέον, η σύμβαση περιείχε ρήτρα κατά την οποία η UPC έπρεπε να εγγυηθεί ένα βασικό καλωδιακό πακέτο που να πληροί τα κριτήρια περιεχομένου και τιμολόγησης που διευκρινίζονταν στη σύμβαση αυτή (στο εξής: ρήτρα περιορισμού των τιμών). Η τελευταία όριζε σχετικώς ότι η μηνιαία συνδρομή για το βασικό καλωδιακό πακέτο θα αναπροσαρμοζόταν ετησίως σε συνάρτηση με τον δείκτη τιμών καταναλωτή, σύμφωνα με έναν μαθηματικό τύπο που καθοριζόταν στο παράρτημα της εν λόγω συμβάσεως. Διευκρινιζόταν, επίσης, ότι οι εξωτερικές αυξήσεις κόστους θα αντικατοπτρίζονταν αναλογικώς στην τιμή οσάκις η προβλεπόμενη στη ρήτρα αυτή προσαρμογή δεν επαρκούσε για την κάλυψη των αυξήσεων αυτών.
22 Ομοίως, η σύμβαση αυτή απέκλειε τη λύση ή τη μερική ή ολική καταγγελία της χωρίς γραπτή συμφωνία κάθε μέρους και όριζε ότι μπορούσε να τροποποιηθεί μόνον με γραπτή συμφωνία κάθε μέρους, εξυπακουομένου ότι τα τελευταία θα διαβουλεύονταν σε κάθε περίπτωση εκ νέου επί του περιεχομένου της μετά από δέκα έτη.
23 Με έγγραφο της 28ης Νοεμβρίου 2003, η UPC ανακοίνωσε στο Hilversum ότι η τιμή του βασικού καλωδιακού πακέτου για όλα τα νοικοκυριά του Hilversum θα αυξανόταν από 1ης Ιανουαρίου 2004 και θα αναπροσαρμοζόταν από 10,28 ευρώ [συμπεριλαμβανομένου φόρου προστιθέμενης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ)] μηνιαίως σε 13,32 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ), λαμβανομένου υπόψη ότι, σε άλλους δήμους, η UPC τιμολογούσε το βασικό καλωδιακό της πακέτο στα 16,00 ευρώ.
24 Το Hilversum άσκησε αγωγή με αίτημα να απαγορευθεί στην UPC να προβεί στη σχεδιαζόμενη τιμολογιακή αύξηση. Με απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2003, το Rechtbank te Amsterdam (πρωτοδικείο του Άμστερνταμ) έκανε δεκτό το αίτημα αυτό. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε κατ’ έφεση με απόφαση του Gerechtshof te Amsterdam (εφετείου του Άμστερνταμ) της 12ης Αυγούστου 2004. Η αίτηση αναιρέσεως της UPC κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε με απόφαση του Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο) της 8ης Ιουλίου 2005.
25 Εξάλλου, το 2003, κατόπιν καταγγελιών σχετικά με τις τιμολογιακές αυξήσεις που είχε ανακοινώσει η UPC, η Nederlandse Mededingingsautoriteit (ολλανδική αρχή ανταγωνισμού, στο εξής: NMa) διεξήγαγε έρευνα με σκοπό να καθοριστεί κατά πόσον, χρεώνοντας υπερβολικές τιμές συνδρομής, η UPC είχε καταχραστεί δεσπόζουσα οικονομική θέση κατά την έννοια του άρθρου 24 του νόμου περί ανταγωνισμού [Wet houdende nieuwe regels omtrent de economische mededinging (Mededingingswet)], της 22ας Μαΐου 1997.
26 Με απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2005, η NMa συνήγαγε ότι οι τιμές που χρέωνε η UPC δεν ήταν υπερβολικές και ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν είχε καταχραστεί δεσπόζουσα οικονομική θέση κατά την έννοια του άρθρου 24 του νόμου περί ανταγωνισμού.
27 Στις 28 Σεπτεμβρίου 2005 η Onafhankelijke Post en Telecommunicatie Autoriteit (ανεξάρτητη αρχή ταχυδρομείων και τηλεπικοινωνιών, στο εξής: OPTA) συνέταξε σχέδιο αποφάσεως σχετικά με την αγορά μεταδόσεως και παροχής τηλεοπτικών σημάτων στο χωρικό πεδίο δραστηριοτήτων της UPC, στο οποίο έκρινε ότι, εντός του χωρικού της πεδίου, η UPC διέθετε σημαντική ισχύ στην αγορά παροχής βασικών καλωδιακών πακέτων και της επέβαλε υποχρεώσεις σε σχέση με τον υπολογισμό των τιμολογίων της.
28 Στις 3 Νοεμβρίου 2005 η Επιτροπή, επιληφθείσα του σχεδίου αυτού αποφάσεως της ΟΡΤΑ σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει η οδηγία-πλαίσιο, εξέφρασε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του σχεδίου αυτού προς την οδηγία-πλαίσιο, σε συνδυασμό με τη σύσταση 2003/311/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Φεβρουαρίου 2003, για τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που επιδέχονται εκ των προτέρων ρύθμιση σύμφωνα με την οδηγία 2002/21 (ΕΕ L 114, σ. 45). Στην οριστική της απόφαση της 17ης Μαρτίου 2006, η OPTA εγκατέλειψε τελικώς τον σχεδιαζόμενο έλεγχο των τιμών.
29 Στις 15 Μαΐου 2005 η UPC προσέφυγε ενώπιον του Rechtbank te Amsterdam κατά του Hilversum, ζητώντας να κηρυχθεί άκυρη η ρήτρα περιορισμού των τιμών και να υποχρεωθεί το Hilversum να επιτρέψει τις τιμολογιακές αυξήσεις. Η UPC προέβαλε σχετικώς ότι η ρήτρα περιορισμού αυτή δεν συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης.
30 Κατόπιν της απορρίψεως της αγωγής αυτής, η UPC άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, με αίτημα, αφενός, να ακυρώσει τη ρήτρα περιορισμού των τιμών, ή, επικουρικώς, να την κηρύξει μη εφαρμοστέα, καθώς και, αφετέρου, να διαπιστώσει ότι το Hilversum ήταν υπεύθυνο για τη ζημία που η UPC διατείνεται ότι υπέστη εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν μπόρεσε να εφαρμόσει στους εγκατεστημένους εντός των ορίων του Hilversum συνδρομητών της το κοινό τιμολόγιο που εφάρμοζε σε εθνική κλίμακα.
31 Στην απόφαση περί παραπομπής, το Gerechtshof te Amsterdam σημειώνει, καταρχάς, ότι οι διάδικοι στην κύρια δίκη διαφωνούν πρωτίστως ως προς το αν η προσφερόμενη από την UPC υπηρεσία, δηλαδή η παροχή ενός βασικού καλωδιακού πακέτου, εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του ΝΚΠ.
32 Δεύτερον, στην περίπτωση που η παρεχόμενη από την UPC υπηρεσία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΝΚΠ, διερωτάται σχετικά με τις συνέπειες της εφαρμογής αυτού όσον αφορά τη ρήτρα περιορισμού των τιμών. Στο πλαίσιο αυτό, κατά το αιτούν δικαστήριο, τίθεται το ερώτημα εάν το Hilversum έχει διατηρήσει την εξουσία να προασπίζεται το δημόσιο συμφέρον παρεμβαίνοντας στον καθορισμό των τιμολογίων, οπότε, κατ’ ανάγκην, τίθεται επίσης το ερώτημα κατά πόσον αντικείμενο του ΝΚΠ είναι η επίτευξη πλήρους εναρμονίσεως και κατά πόσον εξακολουθεί να είναι δυνατή η συμπληρωματική παρέμβαση των δημοσίων αρχών. Αν αποκλειόταν η εξουσία αυτή παρεμβάσεως, εγείρεται, επομένως, το ερώτημα κατά πόσον η δημόσια αρχή υπέχει καθήκον αγαστής συνεργασίας κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης.
33 Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν οι συνέπειες μιας ενδεχόμενης ακυρότητας της ρήτρας περιορισμού των τιμών καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, από την ακυρότητα που προβλέπει το άρθρο 101, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.
34 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Gerechtshof te Amsterdam αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του ΝΚΠ μια υπηρεσία που συνίσταται στην παροχή ελεύθερα προσβάσιμων ραδιοτηλεοπτικών πακέτων μέσω καλωδιακής μεταδόσεως, για την οποία χρεώνονται τόσο έξοδα μεταδόσεως όσο και ένα ποσό σχετικά με την πληρωμή ραδιοτηλεοπτικών φορέων και οργανισμών προστασίας δικαιωμάτων σχετικά με τη δημοσιοποίηση του περιεχομένου τους;
2)
α) Εξακολουθεί ο Δήμος, στο πλαίσιο της ελευθερώσεως του τομέα των τηλεπικοινωνιών [και] των σκοπών του ΝΚΠ το οποίο περιλαμβάνει ένα αυστηρό καθεστώς συντονισμού και διαβουλεύσεως πριν μια εθνική ρυθμιστική αρχή αποκτήσει την (αποκλειστική) εξουσία επεμβάσεως, μέσω ενός μέτρου όπως ο τιμολογιακός έλεγχος, στις τιμές προς τους τελικούς χρήστες, να έχει την εξουσία (το καθήκον) να προασπίσει τα δημόσια συμφέροντα των δημοτών του με το να επέμβει στις τιμές προς τους τελικούς χρήστες μέσω μιας ρήτρας περιορισμού των τιμών;
β) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, εμποδίζει το ΝΚΠ τον Δήμο να διατηρήσει, στο πλαίσιο της πωλήσεως της επιχειρήσεώς του καλωδιακής μεταδόσεως, μια ρήτρα περιορισμού των τιμών;
Αν δοθεί αρνητική απάντηση στο [δεύτερο ερώτημα, στοιχεία α΄ και β΄]:
3) Έχει ένα δημόσιο όργανο, όπως ο Δήμος, (επίσης) σε μια κατάσταση όπως η προκείμενη την κατά το δίκαιο της Ένωσης υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας, αν κατά τη σύναψη και στη συνέχεια με τη διατήρηση της ρήτρας περιορισμού των τιμών δεν ενεργεί για την εκτέλεση δημοσίου καθήκοντος, αλλά στο πλαίσιο δικαιώματος ιδιωτικού δικαίου (βλ. επίσης έκτο ερώτημα, στοιχείο α΄);
4) Αν έχει εφαρμογή το ΝΚΠ και αν έχει ο Δήμος την κατά το δίκαιο της Ένωσης υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας:
α) Εμποδίζει η κατά το δίκαιο της Ένωσης υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας σε συνδυασμό με τους σκοπούς του ΝΚΠ, το οποίο περιλαμβάνει ένα αυστηρό καθεστώς συντονισμού και διαβουλεύσεως πριν μια [EPA] μπορέσει να επέμβει, μέσω ενός μέτρου όπως ο τιμολογιακός έλεγχος, στις τιμές προς τους τελικούς χρήστες, τον Δήμο να διατηρήσει τη ρήτρα περιορισμού των τιμών;
β) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως είναι διαφορετική η απάντηση στο [τέταρτο ερώτημα, στοιχείο α΄] για την περίοδο μετά τη διατύπωση από την Επιτροπή, με το έγγραφό της “letter of serious doubt”, σοβαρών αμφιβολιών ως προς τη συμβατότητα του προταθέντος από την OPTA τιμολογιακού ελέγχου με τους σκοπούς του ΝΚΠ, όπως περιγράφονται στο άρθρο 8 της οδηγίας-πλαισίου, η δε OPTA στη συνέχεια εγκατέλειψε το μέτρο αυτό;
5)
α) Είναι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ διάταξη δημοσίας τάξεως η οποία συνεπάγεται ότι ο δικαστής πρέπει να την εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως υπό την έννοια των άρθρων 24 και 25 του ολλανδικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας;
β) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, με βάση ποια πραγματικά περιστατικά που ανέκυψαν κατά τη δίκη οφείλει ο δικαστής να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ; Έχει ο δικαστής την υποχρέωση αυτή επίσης αν ο έλεγχος αυτός (δύναται να) οδηγήσει σε συμπλήρωση των πραγματικών περιστατικών υπό την έννοια του άρθρου 149 του ολλανδικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αφότου παρασχεθεί στους διαδίκους η δυνατότητα να ακουστούν επ’ αυτού;
6) Αν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ πρέπει να εφαρμοστεί αυτεπαγγέλτως και λαμβανομένων υπόψη στο πλαίσιο (των σκοπών) του ΝΚΠ, της εφαρμογής του από την OPTA και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, της ευθυγραμμίσεως των εννοιών που χρησιμοποιούνται στο ΝΚΠ, όπως η έννοια της ΣΙΑ [σημαντικής ισχύος στην αγορά], και του ορισμού των σχετικών αγορών, με βάση τις ανάλογες έννοιες στο ευρωπαϊκό δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης, τίθενται σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που ανέκυψαν κατά τη δίκη τα ακόλουθα ερωτήματα:
α) Πρέπει ο Δήμος να θεωρηθεί, κατά την πώληση της επιχειρήσεώς του καλωδιακής μεταδόσεως και τη συνομολόγηση της περιλαμβανόμενης στην εν λόγω σύμβαση ρήτρας [περιορισμού των τιμών], επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (βλ. επίσης τρίτο ερώτημα);
β) Πρέπει η ρήτρα [περιορισμού των τιμών] να θεωρηθεί σκληρός περιορισμός υπό την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΣΛΕΕ, όπως τούτο περιγράφεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις συμφωνίες ήσσονος σημασίας οι οποίες δεν περιορίζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] (de minimis) ΕΕ 2001, C 368, σ. 13, σημείο 11); Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, δύναται μόνον εξ αυτού να γίνει λόγος για σημαντικό περιορισμό του ανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ; Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, επηρεάζεται η απάντηση στο ερώτημα αυτό από τις περιστάσεις που αναφέρει το [έκτο ερώτημα, στοιχείο δ΄];
γ) Αν η ρήτρα [περιορισμού των τιμών] δεν αποτελεί σκληρό περιορισμό, έχει (παρά ταύτα) η ρήτρα αυτή χαρακτήρα περιοριστικό του ανταγωνισμού επειδή [ήδη]:
– η [NMa] έκρινε ότι η UPC δεν προέβη σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς της εφαρμόζοντας τις (υψηλότερες) τιμές της για την παροχή των ίδιων υπηρεσιών με την παροχή του βασικού πακέτου μέσω του καλωδιακού δικτύου στην ίδια αγορά·
– η Επιτροπή στο έγγραφό της “letter of serious doubt” διατύπωσε σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της (εκ των προτέρων μέσω τιμολογιακού ελέγχου) επεμβάσεως στις προς τους τελικούς χρήστες τιμές για υπηρεσίες, όπως η παροχή του βασικού [καλωδιακού] πακέτου από την UPC […], με σκοπούς όπως περιγράφονται στο άρθρο 8 της οδηγίας-πλαισίου; Επηρεάζεται η απάντηση από την περίσταση ότι κατόπιν του “letter of serious doubt” η OPTA εγκατέλειψε τον τιμολογιακό έλεγχο;
δ) Αποτελεί η σύμβαση [περιορισμού των τιμών] σημαντικό περιορισμό του ανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ λαμβανομένων υπόψη (επίσης) ότι:
– στο πλαίσιο του ΝΚΠ η UPC θεωρείται ότι έχει σημαντική ισχύ στην αγορά ([ανακοίνωση] de minimis, σημείο 7)·
– σχεδόν όλοι οι ολλανδικοί δήμοι, που κατά τη δεκαετία του ’90 πώλησαν τις επιχειρήσεις τους καλωδιακής μεταδόσεως σε εταιρίες εκμεταλλεύσεως καλωδιακού δικτύου, στις οποίες περιλαμβάνεται η UPC, διατήρησαν με τις εν λόγω συμβάσεις εξουσίες σχετικά με την τιμολόγηση του βασικού [καλωδιακού] πακέτου ([ανακοίνωση] de minimis, σημείο 8);
ε) Πρέπει να θεωρηθεί ότι η σύμβαση, που περιλαμβάνει τη ρήτρα περιορισμού των τιμών, (μπορεί να) συνιστά σημαντικό περιορισμό του διακρατικού εμπορίου υπό την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως περιγράφεται λεπτομερέστερα στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την έννοια του επηρεασμού του εμπορίου κατά τα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2004, C 101, σ. 81), λαμβανομένων υπόψη ότι:
– η UPC θεωρείται ότι έχει σημαντική ισχύ στην αγορά σύμφωνα με το ΝΚΠ·
– η ΟΡΤΑ ακολούθησε την ευρωπαϊκή διαδικασία διαβουλεύσεως με σκοπό να λάβει ένα μέτρο τιμολογιακού ελέγχου σχετικά με υπηρεσίες όπως η παροχή του βασικού πακέτου μέσω του καλωδιακού δικτύου από εταιρίες εκμεταλλεύσεως καλωδιακής μεταδόσεως με σημαντική ισχύ στην αγορά, όπως η UPC, η οποία διαδικασία πρέπει κατά το ΝΚΠ να ακολουθείται αν ένα προτεινόμενο μέτρο θα επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών·
– η αξία του αντικειμένου της συμβάσεως ανερχόταν τότε σε 51 εκατομμύρια [ολλανδικά] φιορίνια (NLG) (περίπου 23 εκατομμύρια ευρώ)·
– σχεδόν όλοι οι ολλανδικοί δήμοι, που κατά τη δεκαετία του ’90 πώλησαν τις επιχειρήσεις τους καλωδιακής μεταδόσεως σε εταιρίες εκμεταλλεύσεως καλωδιακού δικτύου, στις οποίες περιλαμβάνεται η UPC, διατήρησαν με τις εν λόγω συμβάσεις εξουσίες σχετικά με την τιμολόγηση του βασικού [καλωδιακού] πακέτου;
7) Εξακολουθεί ο δικαστής να έχει εξουσία βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ να κηρύξει μια απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ανεφάρμοστη όσον αφορά τη ρήτρα [περιορισμού των τιμών], στο πλαίσιο του ΝΚΠ και υπό το πρίσμα των σοβαρών αμφιβολιών της Επιτροπής στο έγγραφό της “letter of serious doubt” ως προς τη συμβατότητα της (εκ των προτέρων) επεμβάσεως στις τιμές προς τους τελικούς χρήστες με τους σκοπούς του δικαίου του ανταγωνισμού; Επηρεάζεται η απάντηση από την περίσταση ότι κατόπιν του “letter of serious doubt” η OPTA εγκατέλειψε τον προταθέντα τιμολογιακό έλεγχο;
8) Αφήνει η κατά το άρθρο 101, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ευρωπαϊκή κύρωση ακυρότητας χώρο για σχετικοποίηση των χρονικών αποτελεσμάτων της υπό το πρίσμα των περιστάσεων κατά τη σύναψη της συμβάσεως (της αρχικής περιόδου ελευθερώσεως των τηλεπικοινωνιών) και των μεταγενέστερων εξελίξεων στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, στις οποίες περιλαμβάνονται η εφαρμογή του ΝΚΠ και οι εντεύθεν σοβαρές επικρίσεις που η Επιτροπή διατύπωσε κατά της προβλέψεως τιμολογιακού ελέγχου;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
35 Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί κατά πόσον το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι υπηρεσία συνιστάμενη στην παροχή ενός βασικού καλωδιακού πακέτου, για την οποία χρεώνονται τόσο έξοδα μεταδόσεως όσο και η αμοιβή ραδιοτηλεοπτικών φορέων και τα δικαιώματα των οργανισμών για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σχετικά με τη δημοσιοποίηση του περιεχομένου τους, εμπίπτει στην έννοια των «υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών» και, ως εκ τούτου, στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής τόσο της ανωτέρω οδηγίας όσο και των ειδικών οδηγιών που συνθέτουν το εφαρμοστέο στις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ΝΚΠ.
36 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 2, στοιχεία α΄ και γ΄, της οδηγίας-πλαισίου, ως υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών νοούνται οι υπηρεσίες που παρέχονται συνήθως έναντι αμοιβής και των οποίων η παροχή συνίσταται, εν όλω ή εν μέρει, στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και των υπηρεσιών μετάδοσης σε δίκτυα που χρησιμοποιούνται για ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις, αλλά εξαιρουμένων των υπηρεσιών οι οποίες παρέχουν περιεχόμενο μεταδιδόμενο με χρήση δικτύων, συμπεριλαμβανομένων των καλωδιακών τηλεοπτικών δικτύων, και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή οι οποίες ασκούν έλεγχο επί του περιεχομένου. Το άρθρο αυτό της οδηγίας-πλαισίου διευκρινίζει, επιπλέον, ότι στην έννοια των «υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών» δεν περιλαμβάνονται οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 98/34, οι οποίες δεν συνίστανται, εν όλω ή εν μέρει, στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
37 Ο ορισμός αυτός των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών περιελήφθη με παρόμοιους όρους στο άρθρο 1, σημείο 3, της οδηγίας για τον ανταγωνισμό.
38 Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας-πλαισίου, η σύγκλιση στους κλάδους των τηλεπικοινωνιών, των μέσων επικοινωνίας και της τεχνολογίας των πληροφοριών σημαίνει ότι όλα τα δίκτυα και οι υπηρεσίες μεταδόσεως θα πρέπει να διέπονται από ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο και ότι, στο πλαίσιο καταρτίσεως του εν λόγω πλαισίου, είναι απαραίτητο να διαχωριστεί η ρύθμιση της μεταδόσεως από τη ρύθμιση του περιεχομένου. Κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, το ΝΚΠ δεν καλύπτει το περιεχόμενο υπηρεσιών που παρέχονται μέσω δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών που χρησιμοποιούν υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως το ραδιοτηλεοπτικά εκπεμπόμενο περιεχόμενο, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και ορισμένες υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας και, επομένως, δεν συνιστά εμπόδιο για μέτρα που λαμβάνονται, σε επίπεδο Ένωσης ή σε εθνικό επίπεδο, σχετικά με τις εν λόγω υπηρεσίες, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, με σκοπό την προώθηση της πολιτισμικής και γλωσσικής πολυμορφίας και τη διασφάλιση της υπεράσπισης του πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης.
39 Ομοίως, η αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας για τον ανταγωνισμό, στην οποία σημειώνεται ότι προτιμήθηκαν οι όροι «υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών» και «δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών» αντί των όρων «τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες» και «τηλεπικοινωνιακά δίκτυα», προκειμένου, ακριβώς, να ληφθεί υπόψη το φαινόμενο της σύγκλισης, αναφέρει ότι στους ορισμούς αυτούς ενσωματώνονται όλες οι υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή/και τα δίκτυα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά σημάτων με χρήση καλωδίου, ραδιοσημάτων, οπτικού ή άλλου ηλεκτρομαγνητικού μέσου, ώστε να συμπεριλαμβάνονται τα σταθερά και τα ασύρματα δίκτυα, τα δίκτυα καλωδιακής τηλεόρασης και τα δορυφορικά δίκτυα. Στην ίδια αιτιολογική σκέψη διευκρινίζεται ότι η εκπομπή και η μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων πρέπει να αναγνωρισθεί ως υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
40 Εξάλλου, το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο i, της οδηγίας για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων ορίζει την υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων ως υπηρεσία, όπως αυτή καθορίζεται στα άρθρα 56 ΣΛΕΕ και 57 ΣΛΕΕ, η οποία τελεί υπό τη συντακτική ευθύνη παρόχου υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, κύριος σκοπός της οποίας είναι η παροχή προγραμμάτων με σκοπό την ενημέρωση, την ψυχαγωγία ή την εκπαίδευση του ευρέως κοινού μέσω δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας-πλαισίου.
41 Από τα προηγούμενα στοιχεία προκύπτει ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 33 των προτάσεών του, οι κρίσιμες οδηγίες, ιδίως η οδηγία-πλαίσιο, η οδηγία για τον ανταγωνισμό και η οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων, καθιερώνουν σαφή διάκριση μεταξύ της παραγωγής του περιεχομένου, η οποία συνεπάγεται συντακτική ευθύνη, και της διακινήσεως του περιεχομένου, η οποία ουδόλως συνεπάγεται τέτοια ευθύνη, δεδομένου ότι το περιεχόμενο και η μετάδοσή τους εμπίπτουν σε διαφορετικές ρυθμίσεις με διαφορετικούς οικείους σκοπούς και δεν αφορούν ούτε τους πελάτες των παρεχόμενων υπηρεσιών ούτε τη διάρθρωση του κόστους της μεταδόσεως που χρεώνεται σε αυτούς.
42 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής, καθώς και από τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, προκύπτει ότι η UPC ασκεί δραστηριότητα η οποία συνίσταται βασικά στην καλωδιακή μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων στους συνδρομητές πελάτες της. Η UPC επιβεβαίωσε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η δεν παράγει η ίδια τα εν λόγω προγράμματα και ότι το περιεχόμενο των τελευταίων ουδόλως τελεί υπό τη συντακτική της ευθύνη.
43 Καίτοι οι πελάτες της UPC γίνονται συνδρομητές με σκοπό να έχουν πρόσβαση στο βασικό καλωδιακό πακέτο που η εταιρία αυτή προτείνει, τούτο δεν συνεπάγεται, εντούτοις, ότι η δραστηριότητά της, η οποία συνίσταται στη μετάδοση των προγραμμάτων που παράγουν οι συντάκτες του περιεχομένου —εν προκειμένω οι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί— διοχετεύοντας τα προγράμματα αυτά έως το ευρισκόμενο στην κατοικία των συνδρομητών της σημείο συνδέσεως του καλωδιακού της δικτύου, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας-πλαισίου, εμπίπτουσα, επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του ΝΚΠ.
44 Αντιθέτως, από τα όσα επισημάνθηκαν στις σκέψεις 36 έως 41 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η παροχή ενός βασικού καλωδιακού πακέτου εμπίπτει στην έννοια των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και, ως εκ τούτου, στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του ΝΚΠ, εφόσον η υπηρεσία αυτή περιλαμβάνει τη μεταφορά σημάτων μέσω καλωδιακού δικτύου.
45 Κάθε άλλη ερμηνεία θα περιόριζε αισθητώς την εμβέλεια του ΝΚΠ, θα έθιγε την πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεών του και θα διακύβευε, επομένως, την επίτευξη των σκοπών του. Πράγματι, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2009/140, ο ίδιος ο σκοπός του ΝΚΠ έγκειται στη δημιουργία μιας πραγματικής εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών, στο πλαίσιο της οποίας οι τελευταίες θα πρέπει να καταλήξουν τελικώς να διέπονται μόνον από το δίκαιο του ανταγωνισμού, ο αποκλεισμός των δραστηριοτήτων μιας επιχειρήσεως, όπως η UPC, από το πεδίο εφαρμογής του με την πρόφαση ότι δεν αρκείται στη μεταφορά σήματος θα το καθιστούσε εντελώς άνευ περιεχομένου
46 Για τους ίδιους λόγους, το γεγονός ότι τα έξοδα μεταδόσεως που χρεώνονται στους συνδρομητές συμπεριλαμβάνουν την αμοιβή των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών και τα δικαιώματα των οργανισμών συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας για τη δημοσιοποίηση του περιεχομένου τους δεν είναι δυνατόν να μην επιτρέπει τον χαρακτηρισμό της υπηρεσίας που παρέχει η UPC ως «υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών» κατά την έννοια του ΝΚΠ.
47 Κατόπιν όλων των προεκτεθεισών σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι υπηρεσία συνιστάμενη στην παροχή ενός βασικού καλωδιακού πακέτου, για την οποία χρεώνονται τόσο έξοδα μεταδόσεως όσο και η αμοιβή ραδιοτηλεοπτικών φορέων και τα δικαιώματα των οργανισμών για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σχετικά με τη δημοσιοποίηση του περιεχομένου τους, εμπίπτει στην έννοια των «υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών» και, ως εκ τούτου, στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής τόσο της ανωτέρω οδηγίας όσο και των ειδικών οδηγιών που συνθέτουν το εφαρμοστέο στις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ΝΚΠ, εφόσον η υπηρεσία αυτή περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο τη μεταφορά τηλεοπτικού περιεχομένου μέσω καλωδιακού δικτύου έως το τερματικό λήψης του τελικού καταναλωτή.
Επί του δεύτερου ερωτήματος, στοιχείο α΄
48 Με το δεύτερο ερώτημά του, στοιχείο α΄, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί κατά πόσον οι οδηγίες που συνθέτουν το ΝΚΠ έχουν την έννοια ότι, από την εκπνοή της προθεσμίας για τη μεταφορά τους στο εσωτερικό δίκαιο, δεν επιτρέπουν να επεμβαίνει μια οντότητα, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στα τιμολόγια που εφαρμόζονται στον τελικό καταναλωτή για την παροχή ενός βασικού καλωδιακού πακέτου.
49 Πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι η προσέγγιση του ΝΚΠ διακρίνεται από εκείνη που κυριαρχούσε στο προϊσχύσαν κανονιστικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα, στο παλαιότερο κανονιστικό πλαίσιο, οι κανόνες που εφαρμόζονταν σε μια συγκεκριμένη αγορά καθορίζονταν από το ίδιο το κανονιστικό πλαίσιο, ενώ στο ΝΚΠ, οι ΕΡΑ είναι αρμόδιες να καθορίζουν τη σχετική αγορά προκειμένου να εφαρμόζονται οι κανόνες και τα ρυθμιστικά μέσα παρεμβάσεως που προβλέπει το ΝΚΠ. Για τον σκοπό αυτό, οι ΕΡΑ έχουν την εξουσία να προβαίνουν σε αναλύσεις της αγοράς και, ειδικότερα, οσάκις διαπιστώνουν ότι επιχειρήσεις έχουν σημαντική ισχύ στην αγορά, δύνανται να τους επιβάλλουν ορισμένες υποχρεώσεις, μεταξύ άλλων και τιμολογιακές.
50 Τα ρυθμιστικά καθήκοντα της ΕΡΑ καθορίζονται στα άρθρα 8 έως 13 της οδηγίας-πλαισίου. Ειδικότερα, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι ΕΡΑ λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο για την προαγωγή του ανταγωνισμού κατά την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, φροντίζοντας ώστε να μη δημιουργείται στρέβλωση ή περιορισμός του ανταγωνισμού στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και αίροντας τα τελευταία εμπόδια στην παροχή των εν λόγω υπηρεσιών σε επίπεδο Ένωσης (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 2008, C‑380/05, Centro Europa 7, Συλλογή 2008, σ. I‑349, σκέψη 81, καθώς και της 13ης Νοεμβρίου 2008, C‑227/07, Επιτροπή κατά Πολωνίας, Συλλογή 2008, σ. I‑8403, σκέψεις 62 και 63).
51 Μεταξύ των μέτρων αυτών, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις πρέπει να κοινοποιούνται προηγουμένως στην Επιτροπή, συγκαταλέγονται μέτρα σχετικά με την ανάκτηση κόστους και τον έλεγχο των τιμών, συμπεριλαμβανομένων υποχρεώσεων αναφορικά με τον καθορισμό των τιμών σε συνάρτηση με το κόστος, τούτο δε, μεταξύ άλλων, βάσει του άρθρου 13 της οδηγίας για την πρόσβαση.
52 Κατά το άρθρο 3 της οδηγίας-πλαισίου, τα κράτη μέλη πρέπει, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίζουν ότι τα καθήκοντα που ανατίθενται στις ΕΡΑ εκτελούνται από αρμόδιους και ανεξάρτητους φορείς. Εξάλλου, τα κράτη μέλη οφείλουν να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα ονόματα των ΕΡΑ, καθώς και τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.
53 Από την υποβληθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία προκύπτει, όμως, αναμφισβήτητα, ότι το Hilversum δεν αποτελεί ΕΡΑ. Αρκεί, συναφώς, η επισήμανση ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν κοινοποίησε στην Επιτροπή οιαδήποτε απόφαση ή πρόθεση να ορίσει τον δήμο αυτό ως ΕΡΑ, ενώ, αντιθέτως, όρισε την OPTA. Η περίπτωση του Hilversum ουδόλως εξομοιώνεται, εν προκειμένω, με εκείνη ενός εθνικού νομοθέτη, όπως αυτή στην οποία αναφέρεται το Δικαστήριο στη σκέψη 30 της αποφάσεως της 6ης Οκτωβρίου 2010, C‑389/08, Base κ.λπ. (Συλλογή 2010, σ. I‑9073).
54 Ως εκ τούτου, το Hilversum δεν είναι, καταρχήν, αρμόδιο να παρεμβαίνει άμεσα στα τιμολόγια που εφαρμόζονται στον τελικό καταναλωτή για τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στο ΝΚΠ. Μεταξύ των υπηρεσιών αυτών συμπεριλαμβάνεται, όπως προκύπτει από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο υποβληθέν ερώτημα, η υπηρεσία που συνίσταται στην παροχή ενός βασικού καλωδιακού πακέτου. Σε κάθε περίπτωση, το Hilversum μπορεί να ζητήσει από την ΕΡΑ, εν προκειμένω την OPTA, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα.
55 Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθεισών σκέψεων, στο δεύτερο ερώτημα, στοιχείο α΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι οδηγίες που συνθέτουν το ΝΚΠ έχουν την έννοια ότι, από την εκπνοή της προθεσμίας για τη μεταφορά τους στο εσωτερικό δίκαιο, δεν επιτρέπουν να επεμβαίνει άμεσα μια οντότητα, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία δεν έχει την ιδιότητα ΕΡΑ, στα τιμολόγια που εφαρμόζονται στον τελικό καταναλωτή για την παροχή ενός βασικού καλωδιακού πακέτου.
Επί του δεύτερου ερωτήματος, στοιχείο β΄, και επί του τέταρτου ερωτήματος, στοιχείο α΄
56 Με το δεύτερο ερώτημα, στοιχείο β΄, και με το τέταρτο ερώτημα, στοιχείο α΄, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί κατά πόσον οι οδηγίες που συνθέτουν το ΝΚΠ έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης και λαμβανομένης υπόψη της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, σε μια μη έχουσα την ιδιότητα της ΕΡΑ οντότητα να επικαλείται, έναντι ενός παρόχου βασικών καλωδιακών πακέτων, ρήτρα η οποία περιέχεται σε σύμβαση που συνήφθη πριν την καθιέρωση του ΝΚΠ και η οποία περιορίζει την ελευθερία του παρόχου αυτού να καθορίζει τις τιμές.
57 Η επίμαχη στην κύρια δίκη ρήτρα περιορισμού των τιμών περιελήφθη στη σύμβαση της 1ης Ιουλίου 1996 με την οποία το Hilversum πώλησε στη δικαιοπάροχο της UPC την εταιρία καλωδιακής μεταδόσεως που ήλεγχε έως τότε. Ούτε το αιτούν δικαστήριο ούτε κάποιος από τους μετέχοντες στη διαδικασία που υπέβαλε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο αμφισβήτησε το κύρος της ρήτρας αυτής κατά τον χρόνο εισαγωγής της ή το γεγονός ότι η εν λόγω ρήτρα υπήρξε αποτέλεσμα ελεύθερης διαπραγματεύσεως και συμφωνίας μεταξύ του Hilversum και της δικαιοπαρόχου της UPC, κάτι που εναπόκειται εντούτοις στον εθνικό δικαστή να εξακριβώσει υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών και του εθνικού δικαίου. Υπό την επιφύλαξη της εξακριβώσεως αυτής, το δεύτερο ερώτημα, στοιχείο β΄, και το τέταρτο ερώτημα, στοιχείο α΄, πρέπει να εκληφθούν ως αφορόντα μια εγκύρως συναφθείσα σύμβαση.
58 Παρότι, όπως παρατήρησε το Hilversum, οι οδηγίες που συνθέτουν το ΝΚΠ ουδόλως επιτρέπουν να συναχθεί ότι έχουν ως συνέπεια να καθίσταται αυτομάτως άκυρη μια ρήτρα περιορισμού των τιμών η οποία συμφωνήθηκε εγκύρως πριν τη θέσπιση των οδηγιών αυτών, η διαπίστωση αυτή δεν συνιστά επαρκή απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα. Πράγματι, η απάντηση αυτή θα πρέπει να δώσει στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί όχι μόνον επί του αιτήματος της UPC περί ακυρώσεως της προμνησθείσας ρήτρας περιορισμού των τιμών, αλλά, επίσης, επί του επικουρικού αιτήματος της UPC να αναγνωριστεί ότι, εξαιτίας του ΝΚΠ, το Hilversum δεν μπορεί να εξακολουθεί να επικαλείται τη ρήτρα αυτή.
59 Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στους τομείς που εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων εκείνου των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι δημόσιες αρχές των κρατών μελών δεσμεύονται από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας. Δυνάμει της αρχής αυτής, πρέπει να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και να απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών της Ένωσης (βλ., συναφώς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1986, 85/85, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1986, σ. 1149, σκέψη 22· της 4ης Μαρτίου 2004, C‑344/01, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑2081, σκέψη 79, και της 28ης Απριλίου 2011, C‑61/11 PPU, El Dridi, Συλλογή 2011, σ. I‑3015, σκέψη 56).
60 Στο πλαίσιο της επιδιώξεως των συμφερόντων των καταναλωτών που κατοικούν εντός των ορίων του, εναπόκειται, ως εκ τούτου, στο Hilversum να συνεργάζεται για την αποτελεσματικότητα του καθεστώτος που καθιερώνει το ΝΚΠ και να αποφεύγει κάθε αντίθετο προς αυτό μέτρο.
61 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η σύμβαση όριζε ότι τα μέλη θα διαβουλεύονταν εκ νέου επί του περιεχομένου της μετά από δέκα έτη. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Hilversum επιβεβαίωσε ότι, προκειμένου να διατηρήσει για τους δημότες του τις τιμές που ίσχυαν δυνάμει της περιεχόμενης στη σύμβαση αυτή ρήτρας περιορισμού των τιμών, αντιτάχθηκε, κατά το πέρας της προμνησθείσας δεκαετούς περιόδου, στην προσαρμογή της ρήτρας αυτής.
62 Η εν λόγω, όμως, ρήτρα καθόριζε την μηνιαία τιμή για το βασικό καλωδιακό πακέτο στα 13,65 NLG χωρίς ΦΠΑ και δεν επέτρεπε στην UPC να αναπροσαρμόσει την τιμή αυτή σε συνάρτηση με τον δείκτη τιμών καταναλωτή και τις εξωτερικές αυξήσεις κόστους. Εμμένοντας στη συνεχή και αταλάντευτη εφαρμογή του περιορισμού αυτού της ελευθερίας της UPC να καθορίζει τις τιμές, ενώ μάλιστα η σύμβαση προέβλεπε διαβούλευση προκειμένου να αξιολογηθεί η ρήτρα αυτή υπό το πρίσμα των εξελίξεων μεταξύ των ετών 1996 και 2006, το Hilversum συνέτεινε στην παράβαση, εντός των ορίων του, των κανόνων του ΝΚΠ, οι οποίοι δεν επιβάλλουν τέτοιο περιορισμό στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών αλλά, αντιθέτως, τονίζουν την ελευθερία καθορισμού των τιμών, μέσω συγκεκριμένων περιορισμών που μπορούν να τεθούν από τις ΕΡΑ βάσει αναλύσεως της αγοράς και στο πλαίσιο διαδικασιών που έχουν σαφώς καθοριστεί.
63 Βάσει όλων των προεκτεθεισών σκέψεων, στο δεύτερο ερώτημα, στοιχείο β΄, και στο τέταρτο ερώτημα, στοιχείο α΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι οδηγίες που συνθέτουν το ΝΚΠ έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν, υπό περιστάσεις όπως εκείνες της κύριας δίκης και λαμβανομένης υπόψη της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, σε μια μη έχουσα την ιδιότητα ΕΡΑ οντότητα να επικαλείται, έναντι ενός παρόχου βασικών καλωδιακών πακέτων, ρήτρα η οποία περιέχεται σε σύμβαση που συνήφθη πριν την καθιέρωση του εφαρμοστέου στις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ΝΚΠ και η οποία περιορίζει την ελευθερία του παρόχου αυτού να καθορίζει τις τιμές.
Επί του τρίτου ερωτήματος, επί του τέταρτου ερωτήματος, στοιχείο β΄, και επί του πέμπτου, του έκτου, του έβδομου και του όγδοου ερωτήματος
64 Λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων που δόθηκαν στο πρώτο ερώτημα, στο δεύτερο ερώτημα, στοιχεία α΄ και β΄, και στο τέταρτο ερώτημα, στοιχείο α΄, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα, στο τέταρτο ερώτημα, στοιχείο β΄, καθώς και στο πέμπτο, στο έκτο, στο έβδομο και στο όγδοο ερώτημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
65 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Tο άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία-πλαίσιο), έχει την έννοια ότι υπηρεσία συνιστάμενη στην παροχή ενός βασικού καλωδιακού πακέτου ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων, για την οποία χρεώνονται τόσο έξοδα μεταδόσεως όσο και η αμοιβή ραδιοτηλεοπτικών φορέων και τα δικαιώματα των οργανισμών για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σχετικά με τη δημοσιοποίηση του περιεχομένου τους, εμπίπτει στην έννοια των «υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών» και, ως εκ τούτου, στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής τόσο της ανωτέρω οδηγίας όσο και των οδηγιών 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση), 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση), και 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας), οι οποίες συνθέτουν το εφαρμοστέο στις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών νέο κανονιστικό πλαίσιο, εφόσον η υπηρεσία αυτή περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο τη μεταφορά τηλεοπτικού περιεχομένου μέσω καλωδιακού δικτύου έως το τερματικό λήψης του τελικού καταναλωτή.
2) Οι οδηγίες αυτές έχουν την έννοια ότι, από την εκπνοή της προθεσμίας για τη μεταφορά τους στο εσωτερικό δίκαιο, δεν επιτρέπουν να επεμβαίνει άμεσα μια οντότητα όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία δεν έχει την ιδιότητα εθνικής ρυθμιστικής αρχής, στα τιμολόγια που εφαρμόζονται στον τελικό καταναλωτή για την παροχή ενός βασικού καλωδιακού πακέτου ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων.
3) Οι ως άνω οδηγίες έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν, υπό περιστάσεις όπως εκείνες της κύριας δίκης και λαμβανομένης υπόψη της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, σε μια μη έχουσα την ιδιότητα εθνικής ρυθμιστικής αρχής οντότητα να επικαλείται, έναντι ενός παρόχου βασικών καλωδιακών πακέτων ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων, ρήτρα η οποία περιέχεται σε σύμβαση που συνήφθη πριν την καθιέρωση του εφαρμοστέου στις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών νέου κανονιστικού πλαισίου και η οποία περιορίζει την ελευθερία του παρόχου αυτού να καθορίζει τις τιμές.
(υπογραφές)