Εισόδημα από δικαιώματα προαίρεσης απόκτησης μετοχών (stock options)
- Γενικά
Τα δικαιώματα προαίρεσης αγοράς μετοχών (stock options) είναι ένα χρηματοοικονομικό εργαλείο που αντιπροσωπεύει το δικαίωμα αγοράς (call option) ή πώλησης (put option) ενός ορισμένου περιουσιακού στοιχείου, π.χ., μετοχών μίας εταιρείας, σε ορισμένη τιμή κατά τη διάρκεια μιας προκαθορισμένης περιόδου, ανεξάρτητα από την εξέλιξη της χρηματιστηριακής τιμής του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου. Ο κάτοχος του δικαιώματος προαίρεσης έχει το δικαίωμα να αποφασίσει αν επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμά του ή όχι. Αν δεν ασκηθεί το δικαίωμα προαίρεσης εντός του συμφωνημένου χρόνου, τότε αυτό καθίσταται ανίσχυρο. Στην περίπτωση των δικαιωμάτων προαίρεσης αμερικανικού τύπου (American style options), ο κάτοχος του δικαιώματος προαίρεσης μπορεί να αποφασίσει να ασκήσει το δικαίωμά του ανά πάσα στιγμή εντός της προκαθορισμένης περιόδου. Στην περίπτωση των δικαιωμάτων προαίρεσης ευρωπαϊκού τύπου (European style options), ο κάτοχος του δικαιώματος πρέπει να περιμένει τη λήξη της περιόδου πριν μπορέσει να αποφασίσει αν θα το ασκήσει ή όχι.
Τα ανωτέρω δικαιώματα που παρέχονται σε εργαζομένους, διευθυντές, μέλη Δ.Σ., εταίρους, μετόχους κλπ, παρέχουν το δικαίωμα στα ανωτέρω πρόσωπα να αγοράσουν μετοχές της εταιρείας τους σε προσδιορισμένη τιμή (συνήθως στην τιμή αγοράς της μετοχής κατά τη χρονική στιγμή την οποία εκχωρείται στον εργαζόμενο το δικαίωμα προαίρεσης), εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος. Συχνά το δικαίωμα προαίρεσης αγοράς μετοχών από εργαζομένους μπορεί να ασκηθεί μόνο μετά από την παρέλευση περιόδου κατοχύρωσης δικαιώματος (vesting period) ή/και αν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις (όπως π.χ., ελάχιστη αύξηση της τιμής μετοχής).
Τα δικαιώματα προαίρεσης αγοράς μετοχών από εργαζομένους δίνουν στους κατόχους τους ισχυρό κίνητρο για την αύξηση της αξίας της εταιρείας τους, όπως αυτή αντιπροσωπεύεται από την τιμή της μετοχής. Συνήθως δεν είναι διαπραγματεύσιμα.
- Τρόπος φορολογίας του εισοδήματος από δικαιώματα προαίρεσης αγοράς μετοχών
Το εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες ορίζεται ως το εισόδημα που δίδεται σε κάποιον ως αμοιβή για τη δουλειά του υπό σύμβαση εργασίας. Το αν το εισόδημα δίδεται σε ρευστό ή σε είδος (π.χ., υπό μορφή χρηματοοικονομικού αγαθού) δεν έχει σημασία στο πλαίσιο αυτό. Αφού τα δικαιώματα προαίρεσης αγοράς μετοχών από εργαζόμενους εκχωρούνται υπό μία σύμβαση εργασίας και αφού η εκχώρηση μπορεί να συνδεθεί με ορισμένες συνθήκες σχετικές με την απασχόληση (π.χ., ειδική απόδοση στην εργασία ή επίτευξη ορισμένων στόχων), τα δικαιώματα προαίρεσης εμπίπτουν στον ορισμό του εισοδήματος από μισθωτή εργασία.
Η φορολογία των δικαιωμάτων προαίρεσης ή των κερδών από τα δικαιώματα αυτή πρέπει να διακριθεί από τα κέρδη από μετοχές που αποκτώνται ασκώντας το δικαίωμα προαίρεσης. Το αν οι μετοχές που αποκτώνται ασκώντας ένα δικαίωμα προαίρεσης μπορούν να πωληθούν κρατώντας το (μετά την φορολόγησή του ως εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες), είναι μία επενδυτική απόφαση εκ μέρους του εργαζόμενου όμοια με την απόφαση αγοράς μετοχών πληρώνοντας μέσω μισθού. Στην περίπτωση αυτή κάθε περαιτέρω κέρδος από μια αύξηση στην αξία της μετοχής θα είναι κεφαλαιουχικό κέρδος και, συνεπώς, υποβαλλόμενο στη φορολογία κερδών από κεφάλαιο. Η φορολογική βάση θα είναι συνήθως η διαφορά μεταξύ της αξίας που πραγματοποιείται στην πώληση των μετοχών και της αξίας των μετοχών κατά την άσκηση (όχι η τιμή άσκησης, καθώς αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε διπλή φορολογία σε ορισμένα μέρη του εισοδήματος).
- Χρόνος φορολογίας του εισοδήματος από δικαιώματα προαίρεσης αγοράς μετοχών
Σχετικά με τη φορολογία του εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις, με την παράγραφο 4 του άρθρου 13 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι, η αξία της παροχής προσδιορίζεται κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης ή μεταβίβασής του και όχι κατά το χρόνο χορήγησης αυτών. Επομένως, ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες θεωρείται η ωφέλεια που αποκτάται κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης ανεξάρτητα από το γεγονός του εάν υφίσταται ή όχι η εργασιακή σχέση του δικαιούχου της ωφέλειας κατά το χρόνο αυτό.
Η ωφέλεια αυτή αποτιμάται στην τιμή κλεισίματος της μετοχής στο χρηματιστήριο μειωμένη κατά την τιμή διάθεσης του δικαιώματος.
Η διάταξη αυτή καταλαμβάνει τα δικαιώματα που ασκούνται από την 1η Ιανουαρίου 2014, ανεξαρτήτως του πότε είχε χορηγηθεί το εν λόγω δικαίωμα και επίσης καταλαμβάνει και δικαιώματα προαίρεσης απόκτησης μετοχών που διαπραγματεύονται και σε αλλοδαπά χρηματιστήρια.
Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι κατά την διάθεση δικαιωμάτων προαίρεσης απόκτησης μετοχών στο προσωπικό μιας εταιρείας, μέχρι το χρονικό σημείο της προκαθορισμένης περιόδου οι μετοχές δεν έχουν μεταβιβαστεί από το νομικό πρόσωπο στους δικαιούχους και συνεπώς αυτοί δεν τις έχουν στη διάθεσή τους και κατά συνέπεια δεν μπορούν να τις εκμεταλλευτούν, περαιτέρω δε, μέχρι το νομικό πρόσωπο να δώσει την εντολή μεταβίβασης των μετοχών οι δικαιούχοι μπορούν να αιτηθούν να αποσυρθούν και να μην αποκτήσουν τις μετοχές. Κατά την προκαθορισμένη χρονική στιγμή οι μετοχές μεταβιβάζονται στους δικαιούχους με μεταφορά αυτών στις μερίδες τους στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.). Δηλαδή κρίσιμος χρόνος άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης είναι εκείνος κατά τον οποίο μεταβιβάζονται οι μετοχές με μεταφορά αυτών στις μερίδες των δικαιούχων στο Σ.Α.Τ., καθόσον κατά το χρόνο αυτό ο δικαιούχος αποκτά τυχόν ωφέλεια, η οποία αποτιμάται στην τιμή κλεισίματος κατά τον κρίσιμο αυτό χρόνο μειωμένη με την τιμή διάθεσης του δικαιώματος (προνομιακή τιμή).
- Παράδειγμα
Για να γίνουν πιο κατανοητά όλα τα παραπάνω, παραθέτουμε το ακόλουθο παράδειγμα.
Έστω ότι, εκχωρείται σε έναν εργαζόμενο το δικαίωμα προαίρεσης αγοράς μετοχών της εργοδοτικής εταιρείας για 50 Ευρώ εντός των 10 επόμενων ετών αλλά όχι πριν από την παρέλευση τριών ετών.
Για χάρη του παραδείγματος, υποτίθεται ότι κατά το χρόνο εκχώρησης η τρέχουσα χρηματιστηριακή (αγοραία) τιμή της μετοχής είναι 200 Ευρώ, οπότε υπάρχει έκπτωση 150 Ευρώ.
Το δικαίωμα προαίρεσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί μετά από τρία χρόνια με εκχώρηση, δηλαδή, περιέρχεται στον εργαζόμενο εκείνη τη στιγμή. Εντούτοις, ο κάτοχος αποφασίζει να ασκήσει το δικαίωμα μόνο μετά από πέντε χρόνια.
Μέχρι τότε η αξία της μετοχής έχει ανεβεί στα 500 Ευρώ. Το συνολικό κέρδος 450 Ευρώ (500 – 50 = 450 ευρώ, τιμή μετοχής μείον τιμή άσκησης) αποτελείται από την έκπτωση (150 Ευρώ) συν την αύξηση της τιμής της μετοχής από την εκχώρηση μέχρι την άσκηση του δικαιώματος (300 Ευρώ) και φορολογείται με την κλίμακα του άρθρου 15 του ν. 4172/13 .
Τέσσερα χρόνια αργότερα, η μετοχή, η οποία εν τω μεταξύ έχει χρηματιστηριακή αξία 1000 ευρώ, πωλείται. Έτσι, πλέον της έκπτωσης και του κέρδους από την άσκηση του δικαιώματος, υπάρχει ένα πρόσθετο κεφαλαιουχικό κέρδος 500 Ευρώ, το οποίο φορολογείται με τους συντελεστές του άρθρου 40 του Ν. 4172/13.
Η επιστημονική ομάδα της ASTbooks.