Άρθρο 81 Κατάργηση θέσεων κλάδου Δηµοτικής Αστυνοµίας

1. Από την 23η.9.2013 καταργούνται στους δήµους οι θέσεις του κλάδου ΠΕ Δηµοτικής Αστυνοµίας, ΤΕ Δηµοτικής Αστυνοµίας, ΔΕ Δηµοτικής Αστυνοµίας και ΥΕ Δηµοτικής Αστυνοµίας. Οι υπάλληλοι, των οποίων οι θέσεις καταργούνται, και εφόσον κατείχαν τις θέσεις αυτές την 9η Ιουλίου 2013, εντάσσονται στο πρόγραµµα κινητικότητας, σύµφωνα µε την . Οποιαδήποτε µετάταξη των ανωτέρω υπαλλήλων που εντάσσονται στο πρόγραµµα κινητικότητας έλαβε χώρα µετά την 9η Ιουλίου 2013 είναι αυτοδικαίως άκυρη.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθµισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δηµόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη καθορίζονται τα προσόντα, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία αξιολόγησης και ένταξης των υπαλλήλων, που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, στην Ελληνική Αστυνοµία ως ιδιαίτερης κατηγορίας προσωπικού, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέµα. Με προεδρικό διάταγµα που εκδίδεται µετά από πρόταση του Υπουργού Δηµόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη ρυθµίζονται τα θέµατα σύστασης, οργάνωσης και λειτουργίας των Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνοµίας, στις οποίες εντάσσονται οι υπάλληλοι του παρόντος άρθρου και τα ζητήµατα ανάθεσης σε αυτούς επιπλέον αρµοδιοτήτων που αφορούν ιδίως την αστυνοµία τάξης. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Δηµόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη καθορίζονται τα επιµέρους θέµατα άσκησης των αρµοδιοτήτων της παραγράφου 4, καθώς και ζητήµατα λειτουργικής συνεργασίας µε τους οικείους δήµους, ιδίως µέσω της από κοινού κατάρτισης ετήσιων σχεδίων δράσης. Με απόφαση του Υπουργού Δηµόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη ρυθµίζεται το είδος, το αντικείµενο και η διάρκεια της εκπαίδευσης που υφίστανται οι ανωτέρω υπάλληλοι µετά την ένταξή τους στην Ελληνική Αστυνοµία, ο τύπος, το χρώµα και η σύνθεση της στολής τους, τα αναγκαία εφόδια και ο τύπος του ειδικού δελτίου ταυτότητας µε το οποίο εφοδιάζονται. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθµισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων, καθορίζονται τα προσόντα, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία αξιολόγησης και ένταξης των υπαλλήλων, που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, στους κλάδους ΔΕ Εξωτερικής Φρούρησης και ΔΕ Φύλαξης των Καταστηµάτων Κράτησης, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέµα.
Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων, ρυθµίζεται το είδος, το αντικείµενο και η διάρκεια εκπαίδευσης που υφίστανται οι ανωτέρω υπάλληλοι, µετά την ένταξή τους στους κλάδους ΔΕ Εξωτερικής Φρούρησης και ΔΕ Φύλαξης των Καταστηµάτων Κράτησης.
2. Το εδάφιο β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν καταλαµβάνει:
α) τον υπάλληλο που είναι ανάπηρος σε ποσοστό τουλάχιστον 67% ή πολύτεκνος κατά την έννοια των παραγράφων , όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 6 του ν. 3454/2006 (Α΄75), εφόσον τα τέκνα, που ορίζονται στις προαναφερόµενες διατάξεις του ν. 1910/1944, συνοικούν µε αυτόν και ανήκουν στην κατηγορία των εξαρτώµενων µελών σύµφωνα µε τον Κ.Φ.Ε.,
β) τον υπάλληλο, του οποίου ο σύζυγος ή η σύζυγος ή τέκνο που ανήκει στην κατηγορία των εξαρτώµενων µελών σύµφωνα µε τον Κ.Φ.Ε., και έχει ετήσια εισοδήµατα χαµηλότερα των 12.000 ευρώ και συνοικεί µε αυτόν, έχει αναπηρία σε ποσοστό τουλάχιστον 67%,
γ) τον υπάλληλο, ο οποίος, δυνάµει νόµου ή δικαστικής αποφάσεως, ασκεί κατ’ αποκλειστικότητα τη γονική µέριµνα τέκνου, που συνοικεί µε αυτόν και ανήκει στην κατηγορία των εξαρτώµενων µελών σύµφωνα µε τον Κ.Φ.Ε., και έχει ετήσια εισοδήµατα χαµηλότερα των 12.000 ευρώ,
δ) τον υπάλληλο, του οποίου ο σύζυγος ή η σύζυγος τίθεται σε διαθεσιµότητα δυνάµει του παρόντος νόµου,
ε) τον υπάλληλο, ο οποίος έχει ορισθεί δικαστικός συµπαραστάτης δυνάµει δικαστικής αποφάσεως και συνοικεί µε τον συµπαραστατούµενο ο οποίος έχει ετήσια εισοδήµατα χαµηλότερα των 12.000 ευρώ,
στ) τον υπάλληλο που υπηρετεί σε δήµο, ο οποίος σύµφωνα µε την απόφαση µε αριθµό 11247/28.12.2012 «Αποτελέσµατα της Απογραφής Πληθυσµού – Κατοικιών 2011 που αφορούν στο Μόνιµο Πληθυσµό της Χώρας» (Β΄ 3465/28.12.2012) έχει κάτω από 5.000 µόνιµους κατοίκους.
ζ) υπάλληλος Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου (ΔΕ Διοικητικών Καθηκόντων) ο οποίος τέθηκε σε δια¬θεσιμότητα βάσει της ,
η) οι διορισθέντες βάσει των διατάξεων των , , όπως ισχύει, , , της ,
θ) υπάλληλοι των οποίων η μισθοδοσία καλύπτεται από Διεθνείς Οργανισμούς.
Οι υπάλληλοι που πληρούν τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων α΄ έως θ΄, καθώς και οι κάτοχοι µεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώµατος εκ των υπαλλήλων της παραγράφου 1 που εντάσσονται στο πρόγραµµα κινητικότητας, µετατάσσονται αυτοδικαίως από τις 23.9.2013 σε συνιστώµενες προσωποπαγείς θέσεις κλάδου ή ειδικότητας µε το βασικό τίτλο σπουδών που κατέχουν αντιστοίχως ΠΕ Διοικητικού, ΤΕ Διοικητικού, ΔΕ Διοικητικού ή ΥΕ συναφούς κλάδου ή ειδικότητας µε διοικητικά καθήκοντα στο δήµο στον οποίο ανήκε η θέση τους πριν την κατάργησή της µε την παράγραφο 1.
Οι υπάλληλοι που είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος μπορούν να ενταχθούν στο πρόγραμμα κινητικότητας σύμφωνα με την (Α΄ 222), εφόσον υποβάλλουν αίτηση - υπεύθυνη δήλωση στην αρμόδια υπηρεσία του δήμου όπου υπηρετούν αποκλειστικά μέχρι τις 4.10.2013. Οι συνέπειες της ένταξής τους στο πρόγραμμα κινητικότητας επέρχονται από τις 23.9.2013.
3. Κατά τα λοιπά εφαρµόζονται οι διατάξεις των και .
4. Αρµοδιότητες που έχουν ανατεθεί µε διατάξεις νόµων ή κανονιστικών πράξεων στη δηµοτική αστυνοµία ασκούνται από τις 23.9.2013 από την Ελληνική Αστυνοµία (ΕΛ.ΑΣ.).
Η µεταφορά των ανωτέρω αρµοδιοτήτων δεν θίγει τα έσοδα των δήµων που συνδέονται µε τις αρµοδιότητες αυτές. Τα έσοδα αυτά συνεχίζουν να βεβαιώνονται και να εισπράττονται από τους δήµους σύµφωνα µε τις διατάξεις περί είσπραξης των εσόδων τους.
Τα κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία των δήµων που συνδέονται µε τις αρµοδιότητες αυτές, συµπεριλαµβανοµένων και των οχηµάτων, παραµένουν στην κυριότητά τους.
Με απόφαση του δηµοτικού συµβουλίου µπορεί να καθορίζεται η παράλληλη άσκηση µίας ή περισσοτέρων εκ των ανωτέρω αρµοδιοτήτων από υπαλλήλους του δήµου, κατόπιν ορισµού αυτών µε απόφαση του δηµάρχου. Με την ίδια απόφασή του δηµοτικού συµβουλίου δύναται να καθορίζεται επίσης ο αριθµός των αναγκαίων υπαλλήλων, η διάρκεια άσκησης της αρµοδιότητας, οι ώρες απασχόλησης των υπαλλήλων, καθώς και κάθε άλλη λεπτοµέρεια αναφορικά µε την άσκηση των αρµοδιοτήτων αυτών.
5. Για το χρονικό διάστηµα από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου έως τις 22.9.2013, µε κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Δηµόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, που εκδίδεται µετά από αίτηµα της ΚΕΔΕ, µπορεί να ανατίθεται στην Ελληνική Αστυνοµία, σε έναν ή περισσότερους δήµους, η παράλληλη άσκηση µίας ή περισσοτέρων εκ των ανωτέρω αρµοδιοτήτων. Με την ίδια απόφαση µπορεί να ρυθµίζεται κάθε αναγκαία λεπτοµέρεια για την άσκηση των ανωτέρω αρµοδιοτήτων κατά το χρονικό αυτό διάστηµα.
6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Διοικητικής Μεταρρύθµισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δηµόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, µπορεί να ρυθµίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτοµέρεια για την εφαρµογή του άρθρου αυτού.

[sws_yellow_box box_size="100"][/sws_yellow_box]
1. Μόνιμοι πολιτικοί υπάλληλοι του Δημοσίου, ανεξάρτητων αρχών, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού οι θέσεις των οποίων καταργούνται, τίθενται σε διαθεσιμότητα. Αν καταργούνται ορισμένες μόνο θέσεις του ίδιου κλάδου, οι υπάλληλοι που τίθενται σε διαθεσιμότητα προσδιορίζονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (άρθρο 154 παρ. 2 Υπαλληλικού Κώδικα, άρθρο 158 παρ. 2 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων). Οι υπάλληλοι αυτοί μπορεί κατά την διάρκεια της διαθεσιμότητάς τους:
α) Να μετατάσσονται εκουσίως, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (άρθρο 154 παρ. 4 Υπαλληλικού Κώδικα, άρθρο 158 παρ. 4 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων).
β) Να μετατάσσονται υποχρεωτικά ή να μεταφέρονται με μεταβολή της υπηρεσιακής τους σχέσης σε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου κατά τη διαδικασία της προηγούμενης υποπαραγράφου για το συμφέρον και τις ανάγκες της υπηρεσίας και ιδίως για την καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Το καθεστώς διαθεσιμότητας αίρεται με την ανάληψη υπηρεσίας από τον υπάλληλο στο νέο φορέα, ύστερα από την έκδοση της πράξης μετάταξης ή μεταφοράς. Ο φορέας προέλευσης υποχρεούται να καταβάλει στον υπάλληλο το 75% των αποδοχών του, έως την ημερομηνία ανάληψης καθηκόντων στη νέα Υπηρεσία.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή και στους υπαλλήλους που εντάχθηκαν στο καθεστώς διαθεσιμότητας - κινητικότητας δυνάμει της υποπαραγράφου Ζ4 της παρ. Ζ του ν. 4093/2012, όπως ισχύει
Υπάλληλοι οι οποίοι δεν αποδέχονται την τοποθέτησή τους στο πλαίσιο της ως άνω υποχρεωτικής μετά¬ταξης, δεν έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για την εκούσια μετάταξή τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (άρθρο 154 παρ. 4 Υπαλληλικού Κώδικα, άρθρο 158 παρ. 4 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων) και παραμένουν σε διαθεσιμότητα μέχρι τη λήξη του καθεστώτος της διαθεσιμότητας
γ) Να τοποθετούνται για την κάλυψη προσωρινών αναγκών σε οποιαδήποτε υπηρεσία του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. ή οποιουδήποτε φορέα του δημόσιου τομέα με τη διαδικασία του άρθρου 5 του ν. 4024/2011. Οι πράξεις προσωρινής τοποθέτησης της περίπτωσης αυτής εκδίδονται από τον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Σε περίπτωση μη εμφάνισης του υπαλλήλου εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη της περίπτωσης 5 της προηγούμενης υποπαραγράφου.
Η διαθεσιμότητα αίρεται με τις πράξεις προσωρινής τοποθέτησης. Τα χρονικά διαστήματα των προσωρινών τοποθετήσεων δεν συνυπολογίζονται στη διάρκεια της διαθεσιμότητας. Κατά την περίοδο της προσωρινής τοποθέτησης καταβάλλονται στον υπάλληλο πλήρεις αποδοχές με ανάλογη εφαρμογή των ρυθμίσεων της παρ. 22 του άρθρου 2 του ν. 3899/2012
δ) Να υπάγονται σε ειδικά προγράμματα επαγγελματικής επανεκπαίδευσης ή επανακατάρτισης.
2. Η διαθεσιμότητα της προηγούμενης περίπτωσης διαρκεί οκτώ (8) μήνες και στον υπάλληλο καταβάλλονται τα τρία τέταρτα των αποδοχών του, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
H καταβολή των αποδοχών συνεχίζεται και μετά το πέρας του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος, εφόσον έχει εκδοθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 91 του ίδιου ως άνω νόμου Ανακοίνωση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και: α) ο υπάλληλος έχει υποβάλλει σχετική αίτηση - υπεύθυνη δήλωση για τη μετάταξη/μεταφορά του έως την έκδοση των τελικών πινάκων διάθεσης ή β) έχει συμπεριληφθεί στους τελικούς πίνακες διάθεσης και μέχρι τη δημοσίευση στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της πράξης μετάταξης/μεταφοράς του.
Μέχρι την κατά οποιοδήποτε τρόπο λήξη της διαθεσιμότητας εξακολουθούν να καταβάλλονται από το φορέα προέλευσης οι ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου που αναλογούν για κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση, πρόνοια και υγειονομική περίθαλψη. Οι εισφορές αυτές, μετά τη θέση σε διαθεσιμότητα, υπολογίζονται στο ύψος των μειωμένων κατά 25% των αποδοχών του υπαλλήλου που τέθηκε σε διαθεσιμότητα
Η διαθεσιμότητα υπαλλήλου η οποία βρίσκεται σε κατάσταση διαπιστωμένης εγκυμοσύνης, που αρχίζει ή εξελίσσεται εντός του διαστήματος της διαθεσιμότητας, παρατείνεται μέχρι την ημέρα του τοκετού και επιπλέον διάστημα δώδεκα (12) μηνών μετά από αυτόν, ανεξάρτητα αν το νεογνό γεννηθεί ζωντανό ή όχι.
Το χρονικό διάστημα της διαθεσιμότητας υπαλλήλου, η οποία τεκνοποίησε πριν από την έναρξη του χρόνου της διαθεσιμότητας, παρατείνεται για διάστημα δώδεκα (12) μηνών μετά την ημέρα του τοκετού. Η υπάλληλος οφείλει να προσκομίσει τη ληξιαρχική πράξη γέννησης τέκνου ή με υπεύθυνη δήλωση (ν. 1599/1986) της ενδιαφερόμενης που συνοδεύεται απαραίτητα από βεβαίωση ιατρού γυναικολόγου ότι το νεογνό δεν γεννήθηκε ζωντανό.
H εγκυμοσύνη αποδεικνύεται με υπεύθυνη δήλωση (ν. 1599/1986) της εγκύου, που συνοδεύεται απαραίτητα από τα αποτελέσματα σχετικής εξέτασης εργαστηρίου καθώς και από βεβαίωση ιατρού γυναικολόγου, στην οποία γίνεται μνεία για τη, μέχρι το χρόνο έκδοσης της βεβαίωσης αυτής, διανυθείσα διάρκεια της κύησης. Τα εν λόγω δικαιολογητικά υποβάλλονται στην υπηρεσία της ενδιαφερόμενης εντός του αρχικού χρόνου της διαθεσιμότητας ή το αργότερο εντός μηνός από τη λήξη του, εάν η εγκυμοσύνη δεν μπορούσε να διαπιστωθεί εντός του αρχικού χρόνου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η ύπαρξη διαπιστωμένης εγκυμοσύνης δημιουργεί υποχρέωση ανάκλησης της πράξης λύσης της υπαλληλικής σχέσης που τυχόν είχε εκδοθεί εντωμεταξύ.
Η για οποιονδήποτε λόγο πρόωρη διακοπή της εγκυμοσύνης δηλώνεται αμέσως από την ενδιαφερόμενη στην υπηρεσία της εγγράφως.
Η εξαιτίας φυσικών αιτίων διακοπή της εγκυμοσύνης ή η διακοπή αυτής, που οφείλεται στους λόγους των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 304 του Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύει, θεωρείται δικαιολογημένη και συνεπάγεται τη διακοπή της παράτασης της διαθεσιμότητας και τη λύση της υπαλληλικής σχέσης της υπαλλήλου, που επέρχονται αυτοδικαίως μετά την πάροδο ενός μηνός από τη διακοπή της εγκυμοσύνης.
Η διακοπή της εγκυμοσύνης που πραγματοποιείται με τη βούληση της εγκύου και δεν οφείλεται στους λόγους των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 304 του Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύει, θεωρείται αδικαιολόγητη και επιφέρει αυτοδικαίως τη διακοπή της παράτασης της διαθεσιμότητας και τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, που επέρχονται αυτοδικαίως από τη διακοπή της εγκυμοσύνης, δημιουργεί δε την υποχρέωση στην υπάλληλο να επιστρέψει, ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, τις αποδοχές διαθεσιμότητας που έλαβε και που αντιστοιχούν στη, λόγω της εγκυμοσύνης, παράτασή της.
Στις περιπτώσεις των αμέσως ανωτέρω δύο παραγράφων, η διαπίστωση της διακοπής της παράτασης της διαθεσιμότητας και της λύσης της υπαλληλικής σχέσης διαπιστώνονται με την έκδοση σχετικής πράξης που εκδίδεται από το όργανο, το οποίο, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, είναι κάθε φορά αρμόδιο για την έκδοση πράξης λύσης της υπαλληλικής σχέσης.
Η εξαιτίας φυσικών αιτίων διακοπή της εγκυμοσύνης ή εκείνη που πραγματοποιείται για τους λόγους που αναφέρονται στις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 4 του Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύει, αποδεικνύεται κατά τον ίδιο τρόπο όπως και η ύπαρξή της, χωρίς να απαιτούνται αποτελέσματα εξέτασης εργαστηρίου, εάν η διακοπή της εγκυμοσύνης συνέβη υπό συνθήκες που εκ των πραγμάτων ή με βάση τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης δεν θα ήταν δυνατή, αναγκαία ή απαραίτητη η πραγματοποίηση σχετικής εξέτασης σε εργαστήριο.
Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που δεν αποδεικνύεται με τον ως άνω τρόπο, θεωρείται αδικαιολόγητη για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος.
Η υπάλληλος που βρίσκεται σε οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες καταστάσεις, που σχετίζονται με υφιστάμενη ή διακοπείσα εγκυμοσύνη, υποχρεούται να δέχεται την επίσκεψη ελεγκτή ιατρού.
Στις ανωτέρω ρυθμίσεις υπάγονται και οι υπάλληλοι, οι οποίες είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης.
3. Οι ρυθμίσεις των περιπτώσεων 1 και 2 εφαρμόζονται αναλόγως στους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του Δημοσίου, ανεξάρτητων αρχών, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτε¬ρου βαθμού, οι θέσεις των οποίων καταργούνται. Σε περίπτωση κατάργησης θέσεων σε Ν.Π.Ι.Δ., προβλέπεται καταγγελία της σύμβασης εργασίας των υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου
4. Η υπηρεσιακή σχέση των μόνιμων υπαλλήλων που βρίσκονται σε καθεστώς διαθεσιμότητας, καθώς και η σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των υπαλλήλων της περίπτωσης 3, εφόσον δεν μεταταχθούν ή μεταφερθούν, λύεται με τη λήξη του καθεστώτος της διαθεσιμότητας.
4.α. i. Στους μόνιμους και στους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δίκαιου αορίστου χρόνου υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α., οι οποίοι τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και του ν. 4172/2013 (Α΄ 167) και στη συνέχεια, λύεται η εργασιακή τους σχέση λόγω κατάργησης της θέσης τους, το Ελληνικό Δημόσιο καταβάλλει αποζημίωση απόλυσης ειδικά και μόνο λόγω κατάργησης θέσης. Για τον υπολογισμό, του ποσού αποζημίωσης, ως βάση λαμβάνεται ο βασικός μισθός του υπαλλήλου κατά την ημερομηνία που τέθηκε σε διαθεσιμότητα και ως χρόνος υπηρεσίας υπολογίζεται όλος ο χρόνος που ελήφθη υπόψη για την κατάταξη του υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226), καθώς και ο χρόνος που μεσολάβησε μέχρι τη θέση του υπαλλήλου σε καθεστώς διαθεσιμότητας. Κατά τα λοιπά, η αποζημίωση υπολογίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 55 του π.δ. 410/1988 (Α΄ 191), όπως ισχύει. Στο ανωτέρω προσωπικό, εφόσον έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για λήψη σύνταξης, καταβάλλεται στο μεν επικουρικά ασφαλισμένο το 40%, στο δε μη επικουρικά ασφαλισμένο το 50% της ως άνω προβλεπόμενης αποζημίωσης.
Οι αποδοχές διαθεσιμότητας, που έλαβαν οι εν λόγω υπάλληλοι, συμψηφίζονται με την ως άνω αποζημίωση απόλυσης.
Η ανωτέρω αποζημίωση, μετά και τον προβλεπόμενο ως άνω συμψηφισμό, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ.
Υπάλληλοι που λαμβάνουν την αποζημίωση του παρόντος άρθρου δεν δικαιούνται ταυτόχρονα καμία άλλη αποζημίωση για την ίδια αιτία.
Η αποζημίωση της παρούσας υποπαραγράφου φορολογείται όπως κάθε άλλη αποζημίωση διακοπής σχέσεως εργασίας, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 15 του ν. 4172/2013, όπως εκάστοτε ισχύει.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης καθορίζονται ο υπόχρεος για την καταβολή, ο τρόπος καταβολής, η διαδικασία, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας.
Στις ανωτέρω ρυθμίσεις υπάγονται και οι υπάλληλοι των οποίων η εργασιακή σχέση λύθηκε κατ’ εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, για τους οποίους η σχετική πράξη εκδόθηκε πριν την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης
ii. Οι υπάλληλοι της ανωτέρω περίπτωσης i, των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται, δικαιούνται το επίδομα ανεργίας, καθώς επίσης και τις λοιπές παροχές που χορηγούνται από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.), υπό τις προϋποθέσεις των οικείων διατάξεων, έστω και αν δεν είχαν υπαχθεί στην ασφάλιση ανεργίας του εν λόγω Οργανισμού.
Για την καταβολή των ανωτέρω λαμβάνονται υπόψη, αντί του εγγράφου καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, η σχετική πράξη λύσης της εργασιακής σχέσης και, αντί των ημερών εργασίας απασχόλησης, ο χρόνος υπηρεσίας του υπαλλήλου, που κατά την υποπαράγραφο Θ.1. υπολογίζεται για την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης.
Τα δικαιολογητικά που, κατά τις οικείες διατάξεις, απαιτούνται για την καταβολή του επιδόματος ανεργίας και των άλλων παροχών περιορίζονται σε εκείνα που είναι συμβατά με το χαρακτήρα της εργασιακής σχέσης, καθώς και τον τρόπο λύσης αυτής.
Οι μόνιμοι και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπάλληλοι του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. οι οποίοι τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4172/2013 και στη συνέχεια απολύονται λόγω κατάργησης της θέσης τους, μπορούν να εντάσσονται σε ειδικά προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης, εκπαίδευσης και επιμόρφωσης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.Α.). Με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης καθορίζεται το ειδικότερο περιεχόμενο και οι στόχοι των ως άνω προγραμμάτων, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία υπαγωγής σε αυτά, η διάρκειά τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια τεχνικού ή διαδικαστικού χαρακτήρα.
iii. Το αρμόδιο κατά περίπτωση όργανο διοίκησης εκδίδει την πράξη λύσης της εργασιακής σχέσης του υπαλλήλου.
Η πράξη λύσης της εργασιακής σχέσης υπαλλήλων Ο.Τ.Α. Α΄ και Β΄ Βαθμού, σε περίπτωση που δεν εκδοθεί από το αρμόδιο όργανο διοίκησης εντός πέντε (5) ημερών από τη λήξη του καθεστώτος διαθεσιμότητας, εκδίδεται από το Γενικό Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
Η πράξη λύσης της εργασιακής σχέσης υπαλλήλων Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι., σε περίπτωση που δεν εκδοθεί από το αρμόδιο όργανο διοίκησης εντός πέντε (5) ημερών από τη λήξη του καθεστώτος διαθεσιμότητας, εκδίδεται από τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων
5. Με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις, τα κριτήρια και τη διαδικασία υπαγωγής στα ανωτέρω προγράμματα επανεκπαίδευσης ή επανακατάρτισης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας υποπαραγράφου.
Νόμος 3454/2006, Άρθρο 6
1. Το άρθρο πρώτον του ν. 1910/1944 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Πολύτεκνοι υπό την έννοια του παρόντος νόμου είναι οι γονείς οι έχοντες τη γονική μέριμνα και επιμέλεια τεσσάρων τουλάχιστον τέκνων από έναν ή περισσότερους γάμους ή νομιμοποιηθέντων ή νομίμως αναγνωρισθέντων ή υιοθετημένων, τα οποία είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το εικοστό τρίτο (23ο) έτος της ηλικίας τους ή σπουδάζουν σε αναγνωρισμένες τριτοβάθμιες σχολές πανεπιστημιακής και τεχνολογικής εκπαίδευσης και αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής ή εκπληρώνουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις και δεν έχουν συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο (25ο) έτος της ηλικίας τους. Στα τέκνα αυτά συνυπολογίζονται και αυτά με οποιαδήποτε αναπηρία σε ποσοστό εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω ισοβίως, ανεξαρτήτως ηλικίας και οικογενειακής κατάστασης.
2. Ο γονέας χωρίς σύζυγο, ο οποίος έχει τη γονική μέριμνα και επιμέλεια των τέκνων του και είναι μόνος υπόχρεος σε διατροφή αυτών, θεωρείται πολύτεκνος, εφόσον έχει τρία τέκνα από τον ίδιο ή διαφορετικούς γάμους ή νομιμοποιηθέντα ή νομίμως αναγνωρισθέντα ή υιοθετημένα ή εκτός γάμου γεννηθέντα, τα οποία είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το εικοστό τρίτο (23ο) έτος της ηλικίας τους ή σπουδάζουν σε αναγνωρισμένες τριτοβάθμιες σχολές πανεπιστημιακής και τεχνολογικής εκπαίδευσης και αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής ή εκπληρώνουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις και δεν έχουν συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο (25ο) έτος της ηλικίας τους. Στα τέκνα αυτά συνυπολογίζονται και όσα έχουν οποιαδήποτε αναπηρία σε ποσοστό εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, ισοβίως, ανεξαρτήτως ηλικίας.
3. Αν ο ένας από τους γονείς κατέστη ανάπηρος εξ οιασδήποτε αιτίας ή ανάπηρος πολέμου σε ποσοστό εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω ισοβίως, αυτός θεωρείται πολύτεκνος, εφόσον έχει τρία τέκνα εκ των υπαγομένων σε μία από τις περιπτώσεις της πρώτης παραγράφου.
1. .Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται οι θέσεις στις υπηρεσίες ή στους φορείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της υποπαραγράφου Ζ.1.1., οι οποίες απαριθμούνται στη συνέχεια κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα:
Οι θέσεις της κατηγορίας ΔΕ των ειδικοτήτων Διοικητικού, Διοικητικού -Λογιστικού, Διοικητικού - Οικονομικού και Διοικητικών Γραμματέων των υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι οποίοι δεν έχουν προσληφθεί με διαγωνισμό ή με διαδικασία επιλογής σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής ή με ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας και εφόσον ο αριθμός των υπαλλήλων αυτών: αα) είναι ίσος ή μεγαλύτερος των δέκα (10) ανά υπηρεσία ή φορέα και ββ) ανέρχεται σε ποσοστό μικρότερο του 25% του συνολικού αριθμού των υπαλλήλων όλων των εκπαιδευτικών κατηγοριών των ως άνω κλάδων και ειδικοτήτων και του 10% του συνόλου του τακτικού προσωπικού που υπηρετούν στην οικεία υπηρεσία ή φορέα. Στο συνολικό αριθμό των υπαλλήλων της υπηρεσίας ή του φορέα που λαμβάνεται ως μέγεθος αναφοράς υπολογίζονται οι μόνιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ανεξαρτήτως εκπαιδευτικής βαθμίδας. Η παρούσα διάταξη δεν καταλαμβάνει τους υπαλλήλους που υπάγονται στις περιπτώσεις η΄, θ΄, ι΄, ια΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 33 του ν. 4024/2011, καθώς και εκείνους που υπάγονται στις περιπτώσεις αα΄, ββ΄, γγ΄, δδ΄ της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 37 του ν. 3986/2011, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 34 του ν. 4024/2011, καθώς και τους υπαλλήλους των οποίων ο ή η σύζυγος τίθεται σε διαθεσιμότητα κατ’ εφαρμογή του παρόντος νόμου
Επίσης, η παρούσα διάταξη δεν καταλαμβάνει τους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου της κατηγορίας ΔΕ των ειδικοτήτων Διοικητικού, Διοικητικού - Λογιστικού, Διοικητικού Οικονομικού και Διοικητικών Γραμματέων, οι οποίοι κατέχουν θέση στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αιγαίου και στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου και υπηρετούν σε υπηρεσίες των ως άνω φορέων, που εδρεύουν στα νησιά. Οι ως άνω υπάλληλοι επιστρέφουν στη θέση τους από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εκτός εάν έχουν ήδη υποβάλει αίτηση για μετάταξη, στο πλαίσιο της διαδικασίας που ορίζει η διάταξη του εδαφίου γ’ της περίπτωσης 1 της υποπαρ. Ζ.1 της παρ. Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, και δεν υποβάλουν στο φο¬ρέα προέλευσής τους γραπτή δήλωση ανάκλησης της ανωτέρω αίτησης εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου
Από την εφαρμογή της διάταξης αυτής εξαιρούνται οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης και φροντίδας, ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού, τα νοσοκομεία και η Γενική Γραμματεία Πολιτισμού του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού.
2. Οι υπάλληλοι των οποίων οι θέσεις καταργούνται τίθενται σε διαθεσιμότητα σύμφωνα με την υποπαράγραφο Ζ.2 του παρόντος.
3. Εντός πέντε (5) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος, οι Διευθύνσεις προσωπικού των υπηρεσιών ή φορέων που καταλαμβάνονται από τις υποπαραγράφους Ζ2 και Ζ3 αποστέλλουν στο Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης κατάλογο των ονομάτων των υπαλλήλων οι οποίοι:
α) τίθενται σε διαθεσιμότητα λόγω κατάργησης της θέσης τους,
β) τίθενται σε αυτοδίκαιη αργία.
4. Εντός δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος, οι Διευθύνσεις προσωπικού των φορέων της περίπτωσης 1 αποστέλλουν στο Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης:
α. τον αριθμό των θέσεων που καταργούνται σύμφωνα με την προηγούμενη περίπτωση του παρόντος, καθώς και αντίγραφα των ατομικών διοικητικών πράξεων θέσης σε διαθεσιμότητα των υπαλλήλων που, κατά τη δημοσίευση του παρόντος, καταλαμβάνουν τις καταργούμενες οργανικές θέσεις,
β. τις πράξεις με τις οποίες τίθενται, μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, σε αυτοδίκαιη αργία υπάλληλοι, κατ’ εφαρμογή της υποπαραγράφου Ζ.3 του νόμου αυτού.
5. Η μη αποστολή των στοιχείων των περιπτώσεων 3 και 4 εντός της ανωτέρω προθεσμίας αποτελεί σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο επιβάλλεται πειθαρχική ποινή προστίμου, η οποία ισούται με το ¼ των αποδοχών των υπαλλήλων.
Πρόσληψη στο Δημόσιο συγγενούς αποβιώσαντος κατά την εκτέλεση υπηρεσιακού καθήκοντος
1. Η παρ. 20 του άρθρου 14 του ν. 2266/1994 (ΦΕΚ 218 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 17α του άρθρου 2 του ν. 2349/1995 (ΦΕΚ 224 Α΄) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 2839/2000 (ΦΕΚ 196 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«20. Όταν εργαζόμενος στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, με τον τρόπο που αυτός προσδιορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994, όπως αυτός ισχύει, αποβιώσει κατά και εξαιτίας της εκτέλεσης υπηρεσιακού του καθήκοντος, τότε δύναται ένα (1) μέλος της οικογένειας του θανόντος μέχρι πρώτου βαθμού συγγενείας με αυτόν, ή αδελφός ή αδελφή ή σύζυγός του να διορίζεται στο Δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα σε κενή οργανική θέση ανάλογη των προσόντων που διαθέτει ο διοριζόμενος. Η αίτηση διορισμού πρέπει να υποβληθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών από την ημερομηνία του θανάτου ή από τη συμπλήρωση του νόμιμου ορίου ηλικίας για διορισμό ή από την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων. Η αίτηση συνοδεύεται από αμετάκλητη δήλωση παραίτησης των λοιπών δικαιούχων από το δικαίωμα διορισμού και συνεπάγεται, από την ημερομηνία διορισμού, την αυτοδίκαιη και αμετάκλητη παραίτηση του διοριζομένου από τις οικονομικές απαιτήσεις του έναντι του φορέα, στον οποίο παρείχε την εργασία του ή ήταν ασφαλισμένος ο θανών, καθώς και την αναστολή του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος.»
Ο διορισμός ενεργείται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού 2. Για όσους μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού έχει παρέλθει η προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου, παρέχεται προθεσμία ενός (1) έτους από τη δημοσίευσή του για την υποβολή αίτησης διορισμού.
1. Οι σύζυγοι άνδρες και γυναίκες ή ένα τέκνο των μόνιμων αξιωματικών και ανθυπασπιστών, των μόνιμων και εθελοντών-εθελοντριών υπαξιωματικών, των οπλιτών 5ετούς υποχρεώσεως των Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς και των πολιτικών υπαλλήλων, μονίμων ή επί συμβάσει του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας ειδικότητας πυροτεχνουργού και ναρκαλιευτή, που αποβιώνουν κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας και ένεκα αυτής, διορίζονται, επιφυλασσόμενων των διατάξεων περί κωλυμάτων διορισμού (άρθρ. 21 έως 23 Π.Δ.611/77 "Υπαλληλικός Κώδικας"), κατ' εξαίρεση των ισχυουσών διατάξεων και ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενών θέσεων, ύστερα από αίτησή τους, στον αντίστοιχο κλάδο του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, ως μόνιμοι υπάλληλοι, σε θέση ανάλογη με τα προσόντα τους. Οι σύζυγοι (άνδρες ή γυναίκες) ή ένα τέκνο των μόνιμων αξιωματικών ή ανθυπασπιστών των κοινών σωμάτων που αποβιώνουν κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας και ένεκα αυτής διορίζονται κατά τα προαναφερόμενα στο Γενικό Επιτελείο Στρατού.
2. Της κατά την προηγούμενη παράγραφο προστασίας εφόσον δεν υπάρχουν πρόσωπα προστατευόμενα κατ' εφαρμογή αυτής απολαμβάνουν και ένας αδελφός ή μία αδελφή των αποβιωσάντων. Στην ίδια ρύθμιση υπάγονται και όσοι κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους ως οπλίτες γενικώς, μόνιμοι αξιωματικοί και ανθυπασπιστές, μόνιμοι και εθελοντές και εθελόντριες υπαξιωματικοί, εθελοντές πενταετούς υπηρεσίας, επαγγελματίες οπλίτες ή έφεδροι αξιωματικοί, πολιτικό προσωπικό του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, καθίστανται ανάπηροι συνεπεία τραυματισμού ή ασθένειας σε ποσοστό άνω του 67% κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας και ένεκα αυτής, εφαρμοζόμενης της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Ν. 2913/2001 (ΦΕΚ 102 Α΄)
3. Οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους του παρόντος άρθρου διορισμοί ενεργούνται με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Εθνικής Άμυνας.
4. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του Π.Δ.611/77.
2. Σε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 19 του ν.1911/1990 (ΦΕΚ 166 Α΄), όπως αυτές επεκτάθηκαν και τροποποιήθηκαν από την παράγραφο 1 του άρθρου 30 του ν.1947/1991 (ΦΕΚ 70 Α΄), τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 12 του ν. 2109/1992 (ΦΕΚ 205 Α΄) και την προηγούμενη παράγραφο, το δικαίωμα μεταβιβάζεται στα λοιπά προβλεπόμενα κατά περίπτωση μέλη της οικογένειας αυτού που απεβίωσε ή κατέστη ανάπηρος, εφόσον προηγουμένως παραιτηθούν του σχετικού δικαιώματος ο ή η σύζυγος ή τα τέκνα αυτού. 3. Η προβλεπόμενη προστασία του άρθρου 19 του ν. 1911/1990 (ΦΕΚ 166 Α΄), όπως η παράγραφος 2 αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 του ν. 2109/1992 (ΦΕΚ 205 Α΄), παρέχεται και στις περιπτώσεις που ο αποβιώσας ή καταστάς ανάπηρος σε ποσοστό άνω του 67% είναι ιδιώτης και έπαθε συνεπεία ατυχήματος, που οφείλεται σε υλικό ή μέσο των Ενόπλων Δυνάμεων. Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από την 1.1.2000
Τροποποίηση - συμπλήρωση οργανικών διατάξεων Υπουργείου Δημόσιας Τάξης
1. Στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης συνιστάται Επιστημονικό Συμβούλιο Εκπαίδευσης, το οποίο αποτελεί συμβουλευτικό όργανο του Υπουργού σε θέματα εκπαίδευσης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Έργο του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου είναι η μελέτη και επεξεργασία των γενικών κατευθύνσεων της παρεχόμενης επαγγελματικής κατάρτισης, εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης του προσωπικού του Υπουργείου και η υποβολή προτάσεων για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών μεθόδων και προγραμμάτων επιλογής εκπαιδευτικού προσωπικού και μέσων.
Στο ανωτέρω Συμβούλιο συμμετέχουν καθηγητές Πανεπιστημίων, ένας εκπρόσωπος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και οι υπηρεσιακοί παράγοντες αρμόδιοι για θέματα εκπαίδευσης. Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν τη συγκρότηση, τον τρόπο λειτουργίας του και λήψης των αποφάσεών του, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια
Η γραμματειακή εξυπηρέτηση του ανωτέρω συμβουλίου γίνεται από τη Διεύθυνση Εκπαίδευσης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης.
Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης ορίζονται ονομαστικά τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Συμβουλίου, ένας εκ των οποίων ορίζεται ως πρόεδρος. Τα προερχόμενα από τα Α.Ε.Ι. και Παιδαγωγικό Ινστιτούτο μέλη προτείνονται από τους αντίστοιχους φορείς.
Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Επιστημονικού Συμβουλίου Εκπαίδευσης δικαιούνται αποζημίωσης, το ύψος της οποίας καθορίζεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης.
2. Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη δύναται να συνιστώνται στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης:
α. Ειδικές επιτροπές για τη μελέτη, επεξεργασία και υποβολή προτάσεων επί ειδικότερων θεμάτων αρμοδιότητας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, συμπεριλαμβανομένων επιτροπών για την αξιολόγηση προτάσεων και εν γένει τη διαχείριση, εκτέλεση και παρακολούθηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων, από δικαστικούς λειτουργούς, καθηγητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εμπειρογνώμονες και δικηγόρους, εν ενεργεία ή μη, υπηρεσιακούς παράγοντες του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη ή άλλων υπουργείων ή φορέων του Δημοσίου, ή άλλα πρόσωπα, τα οποία διαθέτουν τις κατά περίπτωση απαιτούμενες γνώσεις ή εμπειρία. Με την ίδια απόφαση δύνανται να ορίζονται εισηγητές από τα μέλη των ως άνω επιτροπών ή από υπηρεσιακούς παράγοντες, καθώς και γραμματείς αυτών.
Σε περίπτωση που οι ως άνω επιτροπές έχουν ως αντικείμενο τη μελέτη, επεξεργασία, εισήγηση και νομική υποστήριξη διαχείρισης και λήψης μέτρων επί θεμάτων αρμοδιότητας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, δύναται να προεδρεύει μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, το οποίο ορίζε¬ται, με τον αναπληρωτή του, με απόφαση του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με τη συμμετοχή ως μελών υπηρεσιακών παραγόντων του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη ή άλλων Υπουργείων, ανεξάρτητων αρχών, ελεγκτικών ή άλλων φορέων και Σωμάτων του Δημοσίου, οπότε συνυπογράφει ο κατά περίπτωση αρμόδιος Υπουργός. Με την ίδια απόφαση ορίζονται εισηγητές από τα μέλη των επιτροπών ή από υπηρεσιακούς παράγοντες, καθώς και γραμματέας αυτών.
β. Μόνιμη νομοπαρασκευαστική επιτροπή και ειδικές νομοπαρασκευαστικές επιτροπές από δικαστικούς λειτουργούς, καθηγητές Πανεπιστημίου και δικηγόρους, εν ενεργεία ή όχι, καθώς και υπηρεσιακούς παράγοντες του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Καθήκοντα γραμματέων σε καθεμία από τις επιτροπές αυτές ανατίθενται με την ίδια απόφαση στο προσωπικό του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης.
Ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης, αναπληρούμενος από το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, μπορεί να προεδρεύει στη Μόνιμη και στις άλλες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές που λειτουργούν στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης.
Η συμμετοχή στις ανωτέρω επιτροπές προτείνεται, των μεν δικαστικών λειτουργών κατά τις διατάξεις του Οργανισμού Δικαστηρίων, των δε μελών του διδακτικού προσωπικού Α.Ε.Ι. από τα οικεία Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.
Στους προέδρους, τα μέλη και τους γραμματείς των ανωτέρω επιτροπών καταβάλλεται αποζημίωση, το ύψος της οποίας καθορίζεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 18 του Ν.1505/84 και 8 του Ν.1810/88.
3. Η παράγραφος 4 του άρθρου 7 του Ν.1339/83 αντικαθίσταται ως εξής: "4. Σε περίπτωση θανάτου ή ανικανότητας, σε ποσοστό τουλάχιστον 67%, συνεπεία τραυματισμού, αστυνομικού ή πυροσβεστικού υπαλλήλου, κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας και ένεκα αυτής, ο σύζυγος ή ένα τέκνο αυτού προσλαμβάνεται, κατόπιν αιτήσεως του, στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, ως διοικητικός υπάλληλος ή με οποιαδήποτε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ανάλογα με τα προσόντα του, κατ' εξαίρεση των ισχυουσών διατάξεων και ανεξαρτήτως ύπαρξης κενής οργανικής θέσης, επιφυλασσόμενων των διατάξεων περί κωλυμάτων διορισμού (άρθρο 21 έως 23 του Π.Δ/τος 611/77).
Αν οι κατά τα ανωτέρω αποβιούντες ή καθιστάμενα ανίκανοι δεν έχουν σύζυγο ή τέκνα, το δικαίωμα διορισμού παρέχεται κατά προτεραιότητα σε έναν από τους γονείς ή μία αδελφή ή έναν αδελφό αυτών. Η αίτηση για πρόσληψη των δικαιούμενων προσώπων υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών από την απόκτηση των απαραίτητων προσόντων διορισμού τους σε οποιαδήποτε θέση.
Της ως άνω προστασίας και μόνο για την ή το σύζυγο ή ένα τέκνο απολαμβάνουν με τις ίδιες προϋποθέσεις και τα μέλη της οικογένειας των πολιτών που τραυματίζονται θανάσιμα ή καθίστανται ανίκανοι σε ποσοστό τουλάχιστον 67% εξαιτίας της ενεργούς συμμετοχής τους στην καταδίωξη ή σύλληψη δραστών εγκληματικών πράξεων. Η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών διαπιστώνεται με Ένορκη Διοικητική Εξέταση που ενεργείται μετά την υποβολή αιτήματος πρόσληψης.
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται από 1.1.78. Για τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις αυτές και συνέβησαν πριν τη δημοσίευση της παρούσας διάταξης, η ως άνω 2ετής προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσής της".
4. Η παρ.2 του άρθρου 12 του Ν.1481/84 (ΦΕΚ 153 Α') αντικαθίσταται ως εξής: "2. Οι παραβάτες των διατάξεων των προεδρικών διαταγμάτων της παραγράφου 1 τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και χρηματική ποινή, εάν η παράβαση δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη".
5. Η διάταξη της παρ.3 του άρθρου 34 του Ν.1481/84 καταργείται.
6. Η διάταξη του εδαφίου ε της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του Ν.2346/95 (ΦΕΚ 220 Α') εφαρμόζεται και για τις συζύγους των Αρχηγών Ελληνικής Αστυνομίας και Πυροσβεστικού Σώματος
1. Οι διατάξεις της παρ. 20 του άρθρου 14 του ν. 2266/1994 (ΦΕΚ 218 Α), όπως ισχύουν, εφαρμόζονται αναλόγως και επί συγγενών προσώπων που απεβίωσαν εξαιτίας εκτεταμένων και καταστρεπτικών πυρκαγιών.
Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης ορίζονται τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, ο τρόπος βεβαίωσης της αιτίας του θανάτου, ο βαθμός συγγένειας των δικαιούχων, η κατανομή των διοριζομένων κατά Υπουργείο και Υπηρεσία, η προθεσμία και η διαδικασία υποβολής των δικαιολογητικών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Το δικαίωμα διορισμού παρέχεται και στα άτομα τα οποία υπέστησαν σοβαρά εγκαύματα και νοσηλεύτηκαν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) ή προκύπτει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, συνεπεία των εκτεταμένων και καταστρεπτικών πυρκαγιών του 2007. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατός ο διορισμός τους, για λόγους υγείας, το δικαίωμα διορισμού μεταβιβάζεται στον ή στη σύζυγο ή ένα τέκνο τους.
Στα δικαιολογητικά που υποχρεούνται να προσκομίσουν οι ενδιαφερόμενοι για διορισμό, όπως αυτά περιγράφονται στην απόφαση υπ’ αριθμ ΔΙΠΠ/ Φ.ΕΠ.Ι/ οικ.1553/ 17.12.2008 του Υπουργού Εσωτερικών, όπως συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθμ. ΔΙΠΠ/Φ. ΕΠ1.1/ 12οικ. 26795/ 6.10.2008 όμοια, προστίθεται βεβαίωση νοσηλευτικού ιδρύματος από την οποία να προκύπτει η νοσηλεία σε ΜΕΘ στο χρονικό διάστημα αμέσως μετά τις πυρκαγιές αυτές ή το ποσοστό αναπηρίας (67% και άνω), καθώς και η αιτία που προκάλεσε τον τραυματισμό
2. Οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 1977/1991 (ΦΕΚ 185 Α ') εφαρμόζονται αναλόγως και για τα πρόσωπα που καθίστανται πλήρως ανίκανα για εργασία από πυρκαγιά, καθώς και για τα μέλη των οικογενειών όσων απε¬βίωσαν από την ίδια αιτία.
Ειδικές ρυθμίσεις
1. Αν συνεπεία αναδιοργάνωσης υπουργείου αυτοτελούς δημόσιας υπηρεσίας ή ΝΠΔΔ καταργηθεί οργανική μονάδα οποιουδήποτε επιπέδου οι προϊστάμενοι που έχουν επιλεγεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 36 του ν.2190/1994 και δεν θα ασκούν εφεξής καθήκοντα προϊσταμένου διατηρούν κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων το αντίστοιχο μηνιαίο επίδομα θέσης ευθύνης και τυχόν άλλες προσαυξήσεις και επιδόματα της θέσης μέχρι τη λήξη της θητείας για την οποία είχαν επιλεγεί και θεωρούνται ως προϊστάμενοι μόνο για την εφαρμογή των διατάξεων του τρίτου έως και έκτου εδαφ. της παρ.2 καθώς και της παρ.10 του άρθρου 36 του ν.2190/1994.
Τα καθήκοντά τους καθορίζονται από το Γενικό Γραμματέα ή προκειμένου για ΝΠΔΔ από το ανώτατο όργανο διοίκησης αυτού. Αν κενωθούν ή συσταθούν αντίστοιχες θέσεις προϊσταμένων πριν από τη λήξη της θητείας, για την οποία είχαν επιλεγεί οι ανωτέρω, τοποθετούνται στις θέσεις αυτές και με τη σειρά που καθορίζει το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο.
2. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 32 του ν.2190/1994, για τη διάθεση υπαλλήλων στα γραφεία βουλευτών, των Ελλήνων βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εφαρμόζονται και για την απόσπαση και διάθεση υπαλλήλων στο γραφείο στην Ελλάδα του εκάστοτε Έλληνα επιτρόπου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι διατάξεις του άρθρου 10 παρ.2 του ν.δ/τος 216/1974 (ΦΕΚ 367 Α), όπως συμπληρώθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ.4 του ν.1735/1987 (ΦΕΚ 195 Α) και του άρθρου 3 εδαφ. α' του ν.1895/1990 (ΦΕΚ 116 Α), για αποσπάσεις υπαλλήλων στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης εφαρμόζονται και για αποσπάσεις στο ΑΣΕΠ. (Προστίθεται στην παρ.2 του άρθρου 32 του ν.2190/1994 η φράση "ο αριθμός των υπαλλήλων αυτών ορίζεται σε τέσσερις (4) εφόσον ο Βουλευτής δεν κάνει χρήση της αποφάσεως υπ.αριθμ.4775/1982 της Ολομέλειας της Βουλής".
3. Οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 25 του ν.2190/1994 εφαρμόζονται και στους απολυθέντες της OLYMPIC CATERING που εργάζονταν σε αυτήν κατά τη δημοσίευση του ν.2190/1994 λόγω επαναπρόσληψης τους πριν την ισχύ του ανωτέρω νόμου. Οι διατάξεις της περ. αγ' της παρ. 11 του άρθρου 21 του ν.2190/1994 ισχύουν και στις περιπτώσεις επιμέλειας συζύγου. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου και της περιπτ. αγ' της περ.11 του άρθρου 21 του ν.2190/1994 εφαρμόζονται ως προς την πρόταση των αναφερομένων σε αυτές υποψηφίων και στις περιπτώσεις γ' και δ' της παρ .8 του άρθρου 18 του ίδιου νόμου τιθέμενων σε σειρά προτεραιότητας πριν την άγαμη μητέρα.
Η αληθής έννοια του τετάρτου εδαφίου της παρ.1 του άρθρου 17 του ν.2190/1994 είναι ότι τα καθήκοντα των από άλλη νομαρχία τοπικών επιτροπών περιορίζονται στην εποπτεία κατά τη διενέργεια του διαγωνισμού και στις μετέπειτα ενέργειες και δεν αφορούν στην εξασφάλιση των αναγκαίων τεχνικών και οργανωτικών προϋποθέσεων.
Το τελευταίο εδάφιο της παρ.1, οι παρ.4 και 5 του άρθρου 17 και το τρίτο εδάφιο της παρ.4 του άρθρου 18 του ν.2190/1994 καταργούνται. Στο πρώτο εδάφιο της παρ.8 του άρθρου 27 του ν.2190/1994 οι λέξεις "και μετά" αντικαθίστανται με τις λέξεις "ή λήγει μετά" και οι λέξεις "μεγαλύτερη των" αντικαθίστανται με την λέξη "τουλάχιστον". Τα εκ συνταξιούχων μέλη του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ) ασφαλίζονται στο Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπάλληλων προαιρετικώς κατόπιν σχετικής έγγραφης δήλωσής τους προς αυτό. Το τελευταίο εδάφιο της παρ.16 του άρθρου 17 του ν.2190/1994 ισχύει και στην περίπτωση του άρθρου 18 του ίδιου νόμου.
Στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 9 του ν. 2190/1994 μετά τις λέξεις "προέρχονται από άλλες υπηρεσίες, προστίθενται οι λέξεις "ή είναι συνταξιούχοι" και στο τέλος της περίπτωσης θ' της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:
"Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται και για την πρόσληψη εποχικού προσωπικού από τα ΕΛΤΑ κατά την περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων και του Πάσχα, εφόσον η διάρκεια της απασχόλησης δεν υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα για καθεμία από τις ανωτέρω δύο περιόδους, αποκλειομένης της επαναπρόσληψης εντός του αυτού ημερολογιακού έτους πριν την πάροδο εξαμήνου".
4. Τα τρία τελευταία εδάφια" της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 301/1976 (ΦΕΚ 91 Α'). όπως αυτά προστέθηκαν με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 2225/1994 (ΦΕΚ 121 Α') αντικαθίστανται ως εξής:
"Οι εισπράξεις από την ως άνω διαδικασία κατατίθενται από τον υπόλογο διαχειριστή στην πλησιέστερη δημόσια οικονομική υπηρεσία υπέρ του Δημοσίου, τυχόν δε δαπάνες αντιμετωπίζονται από τις πιστώσεις του κρατικού Προϋπολογισμού. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παραπάνω εδαφίου".
5. Υπάλληλοι υπαγόμενοι στις αποκαταστατικές διατάξεις των νόμων 193/1975 και 1232/1982, που διορίσθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων 1476/1984 και 1829/1989 σε μόνιμες θέσεις του κλάδου φυλακών, θυρωρών (κατηγορίας ΥΕ) της Εξωτερικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, μολονότι είχαν απολυτήριο λυκείου ή εξαταξίου γυμνασίου μετατάσσονται ύστερα από αίτησή τους σε κενή θέση του κλάδου διοικητικών γραμματέων ή σε προσωποπαγή θέση που συνιστάται με την απόφαση της μετάταξης.
Ο βαθμός στον οποίο γίνεται η μετάταξη καθορίζεται με βάση το συνολικό χρόνο υπηρεσίας, που έχει διανυθεί στο Δημόσιο με τα τυπικά προσόντα του κλάδου στον οποίο μετατάσσονται.
6. Η προθεσμία των παρ.3 και 12 του άρθρου 25 και της παρ.1 του άρθρου 26 (Σε συνδυασμό με την παρ.14 του άρθρου 25) του ν.2190/1994 για την υποβολή αιτήσεων επαναπροσληψης απολυθέντων καθώς και η προθεσμία της παρ.7 του άρθρου 27 του ίδιου νόμου για την υποβολή αιτήσεων μονιμοποίησης παρατείνεται επι ένα (1) μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος. Οι υπαγόμενοι στην παρ.2 του άρθρου 25 του ν.2190/1994 (απολυθέντες με το ν.1882/1990) εντάσσονται στον οικείο πίνακα, εφόσον η προϋπηρεσία τους δεν είναι μικρότερη της προϋπηρεσίας του τελευταίου εγγεγραμμένου στον πίνακα "και συνιστώνται οι επιπλέον τυχόν απαιτούμενες προσωποπαγείς θέσεις για όσους εγγράφονται στον οικείο πίνακα σε σειρά που προηγούνται άλλου επαναπροσληπτέου βάσει του αρχικού πίνακα
Για την εξέταση των αιτήσεων που υπάγονται στην παρ.13 του άρθρου 25 του ν.2190/1994 και θα υποβληθούν βάσει της παρούσας παραγράφου, "συγκροτούνται τριμελείς επιτροπές στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης από έναν υπάλληλο κατηγορίας ΠΕ του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβέρνησης, έναν προτεινόμενο από το Υπουργείο Οικονομικών και έναν κατά περίπτωση προτεινόμενο από το Υπουργείο, στο οποίο υπάγεται ο απολυθείς ή στο οποίο υπάγεται το νομικό πρόσωπο από το οποίο αυτός απολύθηκε. "Γραμματείς των επιτροπών ορίζονται υπάλληλοι του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
"Με την απόφαση συγκροτήσεως ορίζεται και η αρμοδιότητα κάθε επιτροπής. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών καθορίζεται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων των νόμων 1256/82 και 1505/84, αποζημίωση για τον πρόεδρο, τα μέλη και το γραμματέα των επιτροπών
7. Οι θέσεις προσωπικού καθαριότητας επιμελητών και εργατών με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης του Υπουργείου Οικονομικών ορίζονται σε πλήρους απασχόλησης.
8. Στις κατά την προηγούμενη παράγραφο θέσεις κατατάσσεται κατά ειδικότητα το βοηθητικό προσωπικό που υπηρετεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, στις αντίστοιχες ανωτέρω ειδικότητες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Οι κατατασσόμενοι καλύπτουν ανάγκες όλων των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και ανήκουν ως προς την υπηρεσιακή κατάστασή τους στην αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Διοικητικού του Υπουργείου Οικονομικών.
9. Για την κατά την προηγούμενη παράγραφο κατάταξη εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο διαπιστωτική πράξη που δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
10. Η ισχύς των προηγούμενων παραγράφων 7 έως 9 αρχίζει από 1ης Ιανουαρίου 1995.
11. Ειδικά για το έτους 1994 οι κανονικές άδειες των υπαλλήλων που υπάγονται στον Υπαλληλικό Κώδικα επιτρέπεται να χορηγηθούν μέχρι και το τέλος Φεβρουαρίου 1995. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους των ΟΤΑ που υπάγονται στο πρώτο μέρος και στο κεφάλαιο Α' του δεύτερου μέρους του Κώδικα Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν.1188/1981 ΦΕΚ 204 Α).
Υπάλληλοι νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα αρμοδιότητας Υπουργείου Πολιτισμού με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου απολυθέντες με το ν.1882/1990, που έχουν καταδικαστεί σε φυλάκιση για την αντιστασιακή τους δράση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και επαναπροσλήφθηκαν πριν την ισχύ του ν.2190/1994, αλλά σε ειδικότητα διαφορετική από εκείνης που είχαν, κατατάσσονται σε κενή θέση ή συνιστώμενη πρωσοποπαγή θέση της ειδικότητός τους με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου.
12. Η αληθής έννοια της παρ.10 του άρθρου 28 του ν.2190/194 είναι ότι ως υπηρεσιακές μεταβολές νοούνται για μεν τους υπαλλήλους του Δημοσίου και ΝΠΔΔ εκείνες που αναφέρονται στον Υπαλληλικό Κώδικα (Π.Δ. 611/1977) ή τις ειδικές διατάξεις που διέπουν συγκεκριμένες κατηγορίες προσωπικού, για δε τους Υπαλλήλους ΝΠΙΔ αυτές που αναφέρονται στους κανονισμούς προσωπικού των αντιστοίχων ΝΠΙΔ. Εάν τυχόν στους κανονισμούς προσωπικού δεν αναφέρονται ποιες είναι οι υπηρεσιακές μεταβολές νοούνται για μεν τους υπαλλήλους του Δημοσίου και ΝΠΔΔ εκείνες που αναφέρονται στον Υπαλληλικό Κώδικα (π.δ.611/1977) ή τις ειδικές διατάξεις που διέπουν συγκεκριμένες κατηγορίες προσωπικού για δε τους Υπάλληλους ΝΠΙΔ αυτές που αναφέρονται στους κανονισμούς προσωπικού των αντιστοίχων ΝΠΙΔ. Εάν τυχόν στους κανονισμούς προσωπικού δεν αναφέρονται ποινές είναι οι υπηρεσιακές μεταβολές, νοούνται οι αντίστοιχες αυτών που προβλέπονται στον Κώδικα Δημοσίων υπαλλήλων. Διαπιστωτικές ή άλλες πράξεις που έχουν εκδοθεί σε εφαρμογή της διατάξεως αυτής (άρθρο 28 παρ.10 του ν.2190/1994) και δεν συνιστούν υπηρεσιακές μεταβολές καταργούνται από της ισχύος τους.
13. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παρ.18 του άρθρου 28 του ν.2190/1994 προστίθενται οι λέξεις "καθώς και διορισμού ή πρόσληψης ενός μέλους οικογένειας μέχρι δευτέρου βαθμού συγγενείας ατόμων που απεβίωσαν κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας των ενόπλων δυνάμεων" και στην παρ.5 του άρθρου 33 του ν.2190/1994 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο "το τοποθετούμενο στις θέσεις της παρ.2 προσωπικό λαμβάνει τις τακτικές αποδοχές του προσωπικού της παρ.3".
14. Οι θέσεις με τριετή θητεία και με βαθμό 2ο της κατηγορίας ειδικών θέσεων του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβέρνησης για τη στελέχωση της ΥΑΠ μπορεί να καλύπτονται στο σύνολό τους και με απόσπαση ή με ανάθεση καθηκόντων υπαλλήλων υπουργείων και ΝΠΔΔ με οποιαδήποτε σχέση εργασίας εφόσον συγκεντρώνουν τα τυπικά προσόντα πρόσληψης της ίδιας θέσης.
15. Η αληθής έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ.3 του άρθρου 21 του ν.2190/1994 είναι ότι υπάγεται σε αυτό και το προσωπικό που απασχολείται με το σχεδιασμό ή την παρακολούθηση των αναφερομένων στο ίδιο εδάφιο προγραμμάτων ή έργων συνδεόμενων αποκλειστικά με το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ.7 του άρθρου πρώτου του νόμου "Οργανισμός Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακρόπολης και άλλες διατάξεις", ο Οργανισμός αυτός υπάγεται στις περί προσλήψεων διατάξεις του ν.2190/1994. Η κατά το άρθρο 3 παρ.2 του Ν.Δ/τος για την εφαρμογή των διατάξεων του ν.2190/1994 και του παρόντος.
16. Για τους ανέργους της παρ.17 του άρθρου 21 του ν.2190/94., που έχουν εκπαιδευθεί ως βοηθητικό υγειονομικό προσωπικό σε προγράμματα του ΟΑΕΔ ισχύει για το διορισμό τους, στο Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα της παρ.1 του άρθρου 14 του ίδιου νόμου ως ανώτατο όριο ηλικίας το 45ο έτος, που δεν θα πρέπει να έχουν υπερβεί κατά το χρόνο του διορισμού τους.
17. Στο πρώτο εδάφιο της παρ.3 του άρθρου 40 του ν.1943/1991 (ΦΕΚ 50 Α) μετά τις λέξεις "από μέλος ΔΕΠ των ΑΕΙ" προστίθενται οι λέξεις "η αντίστοιχο των ΤΕΙ".
18. Οι προβλεπόμενες από το άρθρο μόνο του π/δ.τος 44/1989 (ΦΕΚ 20 Α) οργανικές θέσεις προσωπικού καθαριότητος και εργατών μερικής ή περιοδικής απασχόλησης με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου της ΣΕΛΕΤΕ ορίζονται σε πλήρους απασχόλησης. Στις κατά το προηγούμενο εδάφιο θέσεις κατατάσσεται κατά ειδικότητα το προσωπικό καθαριότητας και εργατών, που υπηρετεί με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στις αντίστοιχες ανωτέρω θέσεις και ειδικότητες της ΣΕΛΕΤΕ, κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού. Για την κατά το προηγούμενο εδάφιο κατάταξη εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο διαπιστωτική πράξη που δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
19. Οι υπάλληλοι της πρώην ΣΥΚΕΑ, ΒΥ/ΣΥΚΕΑ και ΜΟΜΑ που με βάση τις επανεκτιμηθείσες ανάγκες του ΥΕΘΑ υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.2190/1994 επαναπροσλαμβάνονται σε υπηρεσίες του ΥΕΘΑ ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αρμοδιότητας του ΥΕΘΑ, που έχουν την έδρα τους στους νομούς μόνιμης κατοικίας αυτών. Για όσους εξ αυτών διαπιστωθεί με πράξη του αρμόδιου υπουργού, ότι δεν μπορεί να απορροφηθούν από τις ανωτέρω υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα στο νομό της μόνιμης κατοικίας τους, μπορεί να επαναπροσλαμβάνονται σε άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ "και στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση του ίδιου ή γειτονικού νομού, προηγουμένων πάντοτε σε κάθε περίπτωση των υπηρεσιών και νομικών προσώπων που υπάγονται στην αρμοδιότητα του ΥΕΘΑ.
Αν δεν υφίστανται κενές θέσεις συνιστώνται προσωποπαγείς, οι οποίες καταργούνται όταν για οποιονδήποτε λόγο κενωθούν. Η επαναπρόσληψη γίνεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού. Η σύσταση των προσωποπαγών θέσεων γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και του κατά περίπτωση αρμοδίου.
20. Όταν εργαζόμενος στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, με τον τρόπο που αυτός προσδιορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994, όπως αυτός ισχύει, αποβιώσει κατά και εξαιτίας της εκτέλεσης υπηρεσιακού του καθήκοντος, τότε δύναται ένα (1) μέλος της οικογένειας του θανόντος μέχρι πρώτου βαθμού συγγενείας με αυτόν, ή αδελφός ή αδελφή ή σύζυγός του να διορίζεται στο Δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα σε κενή οργανική θέση ανάλογη των προσόντων που διαθέτει ο διοριζόμενος. Η αίτηση διορισμού πρέπει να υποβληθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών από την ημερομηνία του θανάτου ή από τη συμπλήρωση του νόμιμου ορίου ηλικίας για διορισμό ή από την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων. Η αίτηση συνοδεύεται από αμετάκλητη δήλωση παραίτησης των λοιπών δικαιούχων από το δικαίωμα διορισμού και συνεπάγεται, από την ημερομηνία διορισμού, την αυτοδίκαιη και αμετάκλητη παραίτηση του διοριζομένου από τις οικονομικές απαιτήσεις του έναντι του φορέα, στον οποίο παρείχε την εργασία του ή ήταν ασφαλισμένος ο θανών, καθώς και την αναστολή του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος.
Ο διορισμός ενεργείται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού
21. Αιτήσεις επαναπρόσληψης υπαλλήλων που απορρίφθηκαν από τις τριμελείς επιτροπές του ν.2190/1994 επανακρίνονται υπό τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της παρ.13 του άρθρου 25 και του άρθρου 26 του ν.2190/1994 από τις ίδιες ανασυγκροτούμενες για το σκοπό αυτόν ύστερα από αίτηση θεραπείας που ασκείται από τον ενδιαφερόμενο σε ένα (1) μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος.
22. Οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 25 του ν.2190/1994 εφαρμόζονται και στους επαναπροσληφθέντες σύμφωνα με τις διατάξεις του τρίτου και τέταρτου εδαφίου της παρ.3 του άρθρου 26 του ίδιου νόμου υπό την προϋπόθεση ότι θα παραμείνουν στην υπηρεσία επί μια διετία τουλάχιστον εκτός αν αποχωρούν υποχρεωτικώς νωρίτερα.
23. Για τους υπαλλήλους μηχανικούς των κλάδων ΠΕ πολιτικών αρχιτεκτόνων μηχανολόγων ηλεκτρολόγων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων, του Υπουργείου Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, που διορίστηκαν στον 5ο βαθμό βάσει των ετών άσκησης του επαγγέλματος σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ/τος 910/1977 (ΦΕΚ 305 Α), ο συνολικός χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας κατά το άρθρο 38 παρ.2 του ν.2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α) προσαυξάνεται κατά πέντε (5) έτη.
24.α. Στο τέλος της παρ. 10 του άρθρου 25 του ν. 21994 (ΦΕΚ 28 Α') προστίθεται διάταξη, που έχει ως εξής: "Με ίδιες αποφάσεις δύναται να ορίζεται ειδικά για τα νοσηλευτικά προνοιακά ιδρύματα και τους ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας. Πρόνοιας και κοινωνικών Ασφαλίσεων και η άμεση επαναπρόσληψη, εφόσον πρόκειται για εξαιρετικές υπηρεσιακές ανάγκες".
β. Αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και προβλέπουν την άμεση επαναπρόσληψη των υπαγομένων στις διατάξεις του ν. 2190/1994, θεωρούνται νόμιμα εκδοθείσες.
γ. Η ισχύς των διατάξεων της παρούσας παραγράφου αρχίζει από την ημερομηνία ισχύος του ν.2190/1994.
25. Συμβασιούχοι που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 2 ως 5 του άρθρου 25 του ν.2190/1994 και εφόσον δεν προσλαμβάνονται επειδή υπερβαίνουν τον αριθμό των θέσεων που προέκυψαν από την εκτίμηση των αναγκών της αντίστοιχης υπηρεσίας ή νομικού προσώπου μπορούν να προσλαμβάνονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού σε υφιστάμενες κενές θέσεις τακτικού προσωπικού ή προσωπικού με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου των ασφαλιστικών ταμείων αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η σειρά πρόσληψης καθορίζεται σύμφωνα με τα εδάφια 2 και επόμενα της παρ. 4 του άρθρου 25 του ν.2190/1994,οι διατάξεις του οποίου ισχύουν κατά τα λοιπά.
1. Μόνιμοι πολιτικοί υπάλληλοι του Δημοσίου, ανεξάρτητων αρχών, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού οι θέσεις των οποίων καταργούνται, τίθενται σε διαθεσιμότητα. Αν καταργούνται ορισμένες μόνο θέσεις του ίδιου κλάδου, οι υπάλληλοι που τίθενται σε διαθεσιμότητα προσδιορίζονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (άρθρο 154 παρ. 2 Υπαλληλικού Κώδικα, άρθρο 158 παρ. 2 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων). Οι υπάλληλοι αυτοί μπορεί κατά την διάρκεια της διαθεσιμότητάς τους:
α) Να μετατάσσονται εκουσίως, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (άρθρο 154 παρ. 4 Υπαλληλικού Κώδικα, άρθρο 158 παρ. 4 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων).
β) Να μετατάσσονται υποχρεωτικά ή να μεταφέρονται με μεταβολή της υπηρεσιακής τους σχέσης σε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου κατά τη διαδικασία της προηγούμενης υποπαραγράφου για το συμφέρον και τις ανάγκες της υπηρεσίας και ιδίως για την καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Το καθεστώς διαθεσιμότητας αίρεται με την ανάληψη υπηρεσίας από τον υπάλληλο στο νέο φορέα, ύστερα από την έκδοση της πράξης μετάταξης ή μεταφοράς. Ο φορέας προέλευσης υποχρεούται να καταβάλει στον υπάλληλο το 75% των αποδοχών του, έως την ημερομηνία ανάληψης καθηκόντων στη νέα Υπηρεσία.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή και στους υπαλλήλους που εντάχθηκαν στο καθεστώς διαθεσιμότητας - κινητικότητας δυνάμει της υποπαραγράφου Ζ4 της παρ. Ζ του ν. 4093/2012, όπως ισχύει
Υπάλληλοι οι οποίοι δεν αποδέχονται την τοποθέτησή τους στο πλαίσιο της ως άνω υποχρεωτικής μετάταξης, δεν έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για την εκούσια μετάταξή τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (άρθρο 154 παρ. 4 Υπαλληλικού Κώδικα, άρθρο 158 παρ. 4 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων) και παραμένουν σε διαθεσιμότητα μέχρι τη λήξη του καθεστώτος της διαθεσιμότητας
γ) Να τοποθετούνται για την κάλυψη προσωρινών αναγκών σε οποιαδήποτε υπηρεσία του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. ή οποιουδήποτε φορέα του δημόσιου τομέα με τη διαδικασία του άρθρου 5 του ν. 4024/2011. Οι πράξεις προσωρινής τοποθέτησης της περίπτωσης αυτής εκδίδονται από τον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Σε περίπτωση μη εμφάνισης του υπαλλήλου εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη της περίπτωσης 5 της προηγούμενης υποπαραγράφου.
Η διαθεσιμότητα αίρεται με τις πράξεις προσωρινής τοποθέτησης. Τα χρονικά διαστήματα των προσωρινών τοποθετήσεων δεν συνυπολογίζονται στη διάρκεια της διαθεσιμότητας. Κατά την περίοδο της προσωρινής τοποθέτησης καταβάλλονται στον υπάλληλο πλήρεις αποδοχές με ανάλογη εφαρμογή των ρυθμίσεων της παρ. 22 του άρθρου 2 του ν. 3899/2012
δ) Να υπάγονται σε ειδικά προγράμματα επαγγελματικής επανεκπαίδευσης ή επανακατάρτισης.
2. Η διαθεσιμότητα της προηγούμενης περίπτωσης διαρκεί οκτώ (8) μήνες και στον υπάλληλο καταβάλλονται τα τρία τέταρτα των αποδοχών του, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
H καταβολή των αποδοχών συνεχίζεται και μετά το πέρας του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος, εφόσον έχει εκδοθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 91 του ίδιου ως άνω νόμου Ανακοίνωση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και: α) ο υπάλληλος έχει υποβάλλει σχετική αίτηση - υπεύθυνη δήλωση για τη μετάταξη/μεταφορά του έως την έκδοση των τελικών πινάκων διάθεσης ή β) έχει συμπεριληφθεί στους τελικούς πίνακες διάθεσης και μέχρι τη δημοσίευση στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της πράξης μετάταξης/μεταφοράς του.
Μέχρι την κατά οποιοδήποτε τρόπο λήξη της διαθεσιμότητας εξακολουθούν να καταβάλλονται από το φορέα προέλευσης οι ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου που αναλογούν για κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση, πρόνοια και υγειονομική περίθαλψη. Οι εισφορές αυτές, μετά τη θέση σε διαθεσιμότητα, υπολογίζονται στο ύψος των μειωμένων κατά 25% των αποδοχών του υπαλλήλου που τέθηκε σε διαθεσιμότητα
Η διαθεσιμότητα υπαλλήλου η οποία βρίσκεται σε κατάσταση διαπιστωμένης εγκυμοσύνης, που αρχίζει ή εξελίσσεται εντός του διαστήματος της διαθεσιμότητας, παρατείνεται μέχρι την ημέρα του τοκετού και επιπλέον διάστημα δώδεκα (12) μηνών μετά από αυτόν, ανεξάρτητα αν το νεογνό γεννηθεί ζωντανό ή όχι.
Το χρονικό διάστημα της διαθεσιμότητας υπαλλήλου, η οποία τεκνοποίησε πριν από την έναρξη του χρόνου της διαθεσιμότητας, παρατείνεται για διάστημα δώδεκα (12) μηνών μετά την ημέρα του τοκετού. Η υπάλληλος οφείλει να προσκομίσει τη ληξιαρχική πράξη γέννησης τέκνου ή με υπεύθυνη δήλωση (ν. 1599/1986) της ενδιαφερόμενης που συνοδεύεται απαραίτητα από βεβαίωση ιατρού γυναικολόγου ότι το νεογνό δεν γεννήθηκε ζωντανό.
H εγκυμοσύνη αποδεικνύεται με υπεύθυνη δήλωση (ν. 1599/1986) της εγκύου, που συνοδεύεται απαραίτητα από τα αποτελέσματα σχετικής εξέτασης εργαστηρίου καθώς και από βεβαίωση ιατρού γυναικολόγου, στην οποία γίνεται μνεία για τη, μέχρι το χρόνο έκδοσης της βεβαίωσης αυτής, διανυθείσα διάρκεια της κύησης. Τα εν λόγω δικαιολογητικά υποβάλλονται στην υπηρεσία της ενδιαφερόμενης εντός του αρχικού χρόνου της διαθεσιμότητας ή το αργότερο εντός μηνός από τη λήξη του, εάν η εγκυμοσύνη δεν μπορούσε να διαπιστωθεί εντός του αρχικού χρόνου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η ύπαρξη διαπιστωμένης εγκυμοσύνης δημιουργεί υποχρέωση ανάκλησης της πράξης λύσης της υπαλληλικής σχέσης που τυχόν είχε εκδοθεί εντωμεταξύ.
Η για οποιονδήποτε λόγο πρόωρη διακοπή της εγκυμοσύνης δηλώνεται αμέσως από την ενδιαφερόμενη στην υπηρεσία της εγγράφως.
Η εξαιτίας φυσικών αιτίων διακοπή της εγκυμοσύνης ή η διακοπή αυτής, που οφείλεται στους λόγους των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 304 του Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύει, θεωρείται δικαιολογημένη και συνεπάγεται τη διακοπή της παράτασης της διαθεσιμότητας και τη λύση της υπαλληλικής σχέσης της υπαλλήλου, που επέρχονται αυτοδικαίως μετά την πάροδο ενός μηνός από τη διακοπή της εγκυμοσύνης.
Η διακοπή της εγκυμοσύνης που πραγματοποιείται με τη βούληση της εγκύου και δεν οφείλεται στους λόγους των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 304 του Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύει, θεωρείται αδικαιολόγητη και επιφέρει αυτοδικαίως τη διακοπή της παράτασης της διαθεσιμότητας και τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, που επέρχονται αυτοδικαίως από τη διακοπή της εγκυμοσύνης, δημιουργεί δε την υποχρέωση στην υπάλληλο να επιστρέψει, ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, τις αποδοχές διαθεσιμότητας που έλαβε και που αντιστοιχούν στη, λόγω της εγκυμοσύνης, παράτασή της.
Στις περιπτώσεις των αμέσως ανωτέρω δύο παραγράφων, η διαπίστωση της διακοπής της παράτασης της διαθεσιμότητας και της λύσης της υπαλληλικής σχέσης διαπιστώνονται με την έκδοση σχετικής πράξης που εκδίδεται από το όργανο, το οποίο, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, είναι κάθε φορά αρμόδιο για την έκδοση πράξης λύσης της υπαλληλικής σχέσης.
Η εξαιτίας φυσικών αιτίων διακοπή της εγκυμοσύνης ή εκείνη που πραγματοποιείται για τους λόγους που αναφέρονται στις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 4 του Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύει, αποδεικνύεται κατά τον ίδιο τρόπο όπως και η ύπαρξή της, χωρίς να απαιτούνται αποτελέσματα εξέτασης εργαστηρίου, εάν η διακοπή της εγκυμοσύνης συνέβη υπό συνθήκες που εκ των πραγμάτων ή με βάση τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης δεν θα ήταν δυνατή, αναγκαία ή απαραίτητη η πραγματοποίηση σχετικής εξέτασης σε εργαστήριο.
Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που δεν αποδεικνύεται με τον ως άνω τρόπο, θεωρείται αδικαιολόγητη για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος.
Η υπάλληλος που βρίσκεται σε οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες καταστάσεις, που σχετίζονται με υφιστάμενη ή διακοπείσα εγκυμοσύνη, υποχρεούται να δέχεται την επίσκεψη ελεγκτή ιατρού.
Στις ανωτέρω ρυθμίσεις υπάγονται και οι υπάλληλοι, οι οποίες είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης.
3. Οι ρυθμίσεις των περιπτώσεων 1 και 2 εφαρμόζονται αναλόγως στους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του Δημοσίου, ανεξάρτητων αρχών, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού, οι θέσεις των οποίων καταργούνται. Σε περίπτωση κατάργησης θέσεων σε Ν.Π.Ι.Δ., προβλέπεται καταγγελία της σύμβασης εργασίας των υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου
4. Η υπηρεσιακή σχέση των μόνιμων υπαλλήλων που βρίσκονται σε καθεστώς διαθεσιμότητας, καθώς και η σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των υπαλλήλων της περίπτωσης 3, εφόσον δεν μεταταχθούν ή μεταφερθούν, λύεται με τη λήξη του καθεστώτος της διαθεσιμότητας.
4.α. i. Στους μόνιμους και στους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δίκαιου αορίστου χρόνου υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α., οι οποίοι τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και του ν. 4172/2013 (Α΄ 167) και στη συνέχεια, λύεται η εργασιακή τους σχέση λόγω κατάργησης της θέσης τους, το Ελληνικό Δημόσιο καταβάλλει αποζημίωση απόλυσης ειδικά και μόνο λόγω κατάργησης θέσης. Για τον υπολογισμό, του ποσού αποζημίωσης, ως βάση λαμβάνεται ο βασικός μισθός του υπαλλήλου κατά την ημερομηνία που τέθηκε σε διαθεσιμότητα και ως χρόνος υπηρεσίας υπολογίζεται όλος ο χρόνος που ελήφθη υπόψη για την κατάταξη του υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226), καθώς και ο χρόνος που μεσολάβησε μέχρι τη θέση του υπαλλήλου σε καθεστώς διαθεσιμότητας. Κατά τα λοιπά, η αποζημίωση υπολογίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 55 του π.δ. 410/1988 (Α΄ 191), όπως ισχύει. Στο ανωτέρω προσωπικό, εφόσον έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για λήψη σύνταξης, καταβάλλεται στο μεν επικουρικά ασφαλισμένο το 40%, στο δε μη επικουρικά ασφαλισμένο το 50% της ως άνω προβλεπόμενης αποζημίωσης.
Οι αποδοχές διαθεσιμότητας, που έλαβαν οι εν λόγω υπάλληλοι, συμψηφίζονται με την ως άνω αποζημίωση απόλυσης.
Η ανωτέρω αποζημίωση, μετά και τον προβλεπόμενο ως άνω συμψηφισμό, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ.
Υπάλληλοι που λαμβάνουν την αποζημίωση του παρόντος άρθρου δεν δικαιούνται ταυτόχρονα καμία άλλη αποζημίωση για την ίδια αιτία.
Η αποζημίωση της παρούσας υποπαραγράφου φορολογείται όπως κάθε άλλη αποζημίωση διακοπής σχέσεως εργασίας, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 15 του ν. 4172/2013, όπως εκάστοτε ισχύει.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης καθορίζονται ο υπόχρεος για την καταβολή, ο τρόπος καταβολής, η διαδικασία, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας.
Στις ανωτέρω ρυθμίσεις υπάγονται και οι υπάλληλοι των οποίων η εργασιακή σχέση λύθηκε κατ’ εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, για τους οποίους η σχετική πράξη εκδόθηκε πριν την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης
ii. Οι υπάλληλοι της ανωτέρω περίπτωσης i, των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται, δικαιούνται το επίδομα ανεργίας, καθώς επίσης και τις λοιπές παροχές που χορηγούνται από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.), υπό τις προϋποθέσεις των οικείων διατάξεων, έστω και αν δεν είχαν υπαχθεί στην ασφάλιση ανεργίας του εν λόγω Οργανισμού.
Για την καταβολή των ανωτέρω λαμβάνονται υπόψη, αντί του εγγράφου καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, η σχετική πράξη λύσης της εργασιακής σχέσης και, αντί των ημερών εργασίας απασχόλησης, ο χρόνος υπηρεσίας του υπαλλήλου, που κατά την υποπαράγραφο Θ.1. υπολογίζεται για την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης.
Τα δικαιολογητικά που, κατά τις οικείες διατάξεις, απαιτούνται για την καταβολή του επιδόματος ανεργίας και των άλλων παροχών περιορίζονται σε εκείνα που είναι συμβατά με το χαρακτήρα της εργασιακής σχέσης, καθώς και τον τρόπο λύσης αυτής.
Οι μόνιμοι και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπάλληλοι του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. οι οποίοι τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4172/2013 και στη συνέχεια απολύονται λόγω κατάργησης της θέσης τους, μπορούν να εντάσσονται σε ειδικά προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης, εκπαίδευσης και επιμόρφωσης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.Α.). Με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης καθορίζεται το ειδικότερο περιεχόμενο και οι στόχοι των ως άνω προγραμμάτων, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία υπαγωγής σε αυτά, η διάρκειά τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια τεχνικού ή διαδικαστικού χαρακτήρα.
iii. Το αρμόδιο κατά περίπτωση όργανο διοίκησης εκδίδει την πράξη λύσης της εργασιακής σχέσης του υπαλλήλου.
Η πράξη λύσης της εργασιακής σχέσης υπαλλήλων Ο.Τ.Α. Α΄ και Β΄ Βαθμού, σε περίπτωση που δεν εκδοθεί από το αρμόδιο όργανο διοίκησης εντός πέντε (5) ημερών από τη λήξη του καθεστώτος διαθεσιμότητας, εκδίδεται από το Γενικό Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
Η πράξη λύσης της εργασιακής σχέσης υπαλλήλων Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι., σε περίπτωση που δεν εκδοθεί από το αρμόδιο όργανο διοίκησης εντός πέντε (5) ημερών από τη λήξη του καθεστώτος διαθεσιμότητας, εκδίδεται από τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων
5. Με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις, τα κριτήρια και τη διαδικασία υπαγωγής στα ανωτέρω προγράμματα επανεκπαίδευσης ή επανακατάρτισης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας υποπαραγράφου.
1. Επιτρέπεται: α) η μετάταξη μόνιμων πολιτικών υπαλλήλων και η μεταφορά υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που υπηρετούν σε υπηρεσίες, κεντρικές και περιφερειακές, του Δημοσίου, των ανεξάρτητων αρχών, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και β) η μεταφορά υπαλλήλων που διατηρούν τη δημοσιοϋπαλληλική τους ιδιότητα των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) που ανήκουν στο δημόσιο τομέα σε άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου, ανεξάρτητων αρχών, Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. όταν επιβάλλεται από το συμφέρον της υπηρεσίας υποδοχής, ιδίως για την κάλυψη άμεσων υπηρεσιακών αναγκών και την καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Η μετάταξη ή μεταφορά του υπαλλήλου πρέπει να ανταποκρίνεται στην εργασιακή φυσιογνωμία του, όπως δεξιότητες ή επιδόσεις, ηθικές αμοιβές, πειθαρχικές ποινές, τις μακρόχρονες ή συστηματικά επαναλαμβανόμενες αναρρωτικές άδειες ή αδικαιολόγητες απουσίες, λαμβανομένων υπόψη των περιγραμμάτων θέσεων, εφόσον υπάρχουν, και των τυχόν αιτήσεων προτίμησης.
Προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου μπορεί να μεταφέρεται για τον ίδιο λόγο σε Ν.Π.Ι.Δ. του δημόσιου τομέα. Για την εφαρμογή της παρούσας υποπαραγράφου, ως δημόσιος τομέας νοείται αυτός που έχει οριοθετηθεί με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982, όπως ίσχυε πριν τη θέση σε ισχύ του άρθρου 51 του ν. 1892/1990, συμπεριλαμβανομένων όλων των φορέων που απαριθμούνται ειδικότερα στο άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2190/1994 και μη εξαιρουμένων των περιπτώσεων που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του ν. 3812/2009. Τα νομικά πρόσωπα του Κεφαλαίου Β΄, όπως αυτά ορίζονται στην παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005, δεν καταλαμβάνονται από τις διατάξεις της παρούσας υποπαραγράφου.
Η μετάταξη ή μεταφορά των υπαλλήλων της προηγούμενης παραγράφου είναι υποχρεωτική και γίνεται χωρίς αίτησή τους σε υφιστάμενες κενές θέσεις ή σε θέσεις που συστήνονται με την πράξη μετάταξης ή μεταφοράς στον κλάδο ή στην ειδικότητα στους οποίους μετατάσσεται ή μεταφέρεται ο υπάλληλος. Οι μετατασσόμενοι ή μεταφερόμενοι πρέπει να κατέχουν τα τυπικά προσόντα του κλάδου ή της ειδικότητας των θέσεων στις οποίες μετατάσσονται ή μεταφέρονται. Η μετάταξη ή μεταφορά μπορεί να διενεργείται και σε κενή ή συνιστώμενη θέση συναφούς ή παρεμφερούς κλάδου ή ειδικότητας, της ίδιας ή ανώτερης κατηγορίας, εφόσον ο υπάλληλος κατέχει τα τυπικά προσόντα του κλάδου ή της ειδικότητας στον οποίο μετατάσσεται ή μεταφέρεται. Εφόσον ο υπάλληλος συναινεί, η μετάταξη ή μεταφορά του μπορεί να γίνεται και σε κλάδο κατώτερης κατηγορίας. Η μετάταξη εκπαιδευτικού μπορεί να διενεργείται και σε κενή ή συνιστώμενη θέση μη συναφούς κλάδου ιδίας κατηγορίας.
Σε περίπτωση μετάταξης ή μεταφοράς υπαλλήλων σε συνιστώμενες θέσεις και για όσο χρόνο υφίστανται αυτές δεν πληρούται ίσος αριθμός θέσεων μόνιμου ή με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού των οικείων φορέων υποδοχής
2. Με την πράξη μετάταξης ή μεταφοράς μπορεί να καταργείται η θέση που κατέχει ο μετατασσόμενος ή μεταφερόμενος υπάλληλος, σύμφωνα με τις ανάγκες της υπηρεσίας.
3. Η μετάταξη ή μεταφορά κατά την περίπτωση 1 δεν καταλύει την υπηρεσιακή σχέση δημοσίου δικαίου ή τη σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του υπαλλήλου ούτε μεταβάλλει τη νομική φύση των σχέσεων αυτών ή τις σχέσεις ασφάλισης, με τις οποίες υπηρετούσε ο υπάλληλος στο φορέα προέλευσής του. Η μετάταξη γίνεται με το βαθμό και το μισθολογικό κλιμάκιο που ο υπάλληλος κατείχε πριν τη μετάταξή του. Όποιος
μετατάσσεται ή μεταφέρεται σε κατώτερη κατηγορία σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης 1 κατατάσσεται στο βαθμό και το μισθολογικό κλιμάκιο της νέας κατηγορίας με βάση το συνολικό χρόνο υπηρεσίας του, χωρίς να διατηρεί τυχόν διαφορά αποδοχών.
Όποιος μεταφέρεται από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου του δημόσιου τομέα κατατάσσεται σε βαθμό ανάλογα με το χρόνο υπηρεσίας του ο οποίος έχει διανυθεί στο φορέα προέλευσης με τα τυπικά προσόντα της κατηγορίας στην οποία μεταφέρεται, εφαρμοζόμενων κατά τα λοιπά αναλόγως για τη βαθμολογική και μισθολογική κατάταξή του των άρθρων 28 και 29 παράγραφος 1 του ν. 4024/2011.
4. Ο αρμόδιος Υπουργός ή ο Πρόεδρος Ανεξάρτητης Αρχής γνωστοποιεί τις κενές θέσεις κατά κατηγορίες, κλάδους ή και ειδικότητες και το πλεονάζον προσωπικό, όπως προκύπτουν από τις εκθέσεις αξιολόγησης και τα σχέδια στελέχωσης των φορέων στο τριμελές συμβούλιο του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226).
Εντός δέκα (10) ημερών από τη σχετική εντολή του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης το τριμελές συμβούλιο του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 4024/2011 γνωμοδοτεί για τον αριθμό και τα απαιτούμενα προσόντα των υπαλλήλων κατά κατηγορίες, κλάδους ή και ειδικότητες που θα μετακινηθούν στους φορείς υποδοχής κατά σειρά προτεραιότητας.
Ακολούθως, ο Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης εκδίδει σχετική ανακοίνωση, λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμοδότηση του τριμελούς συμβουλίου, τις ανάγκες των φορέων και τις προτεραιότητες πολιτικής στελέχωσης, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και με την οποία καθορίζονται οι θέσεις που θα καλυφθούν, τα προσόντα των υπάλληλων που απαιτούνται, σύμφωνα με τα οικεία περιγράμματα θέσεων, εφόσον υπάρχουν, για τους κλάδους ή τις ειδικότητες στους οποίους πρόκειται να μεταταχθούν ή μεταφερθούν, η οποία αποστέλλεται στους φορείς προέλευσης και υποδοχής. Με την ανακοίνωση ορίζεται αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευσή της εντός της οποίας οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι υποβάλλουν αίτηση-υπεύθυνη δήλωση μετάταξης/μεταφοράς, καθορίζοντας τη σειρά προτίμησης των φορέων στους οποίους επιθυμούν να μεταταχθούν. Η επιλεγείσα σειρά προτίμησης των φορέων υποδοχής είναι δεσμευτική για τον υπάλληλο.
Εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων - υπεύθυνων δηλώσεων η αρμόδια Διεύθυνση Διοικητικού/ Προσωπικού του φορέα προέλευσης προβαίνει σε αποτύπωση (καταγραφή) των προσόντων των υπαλλήλων μετά από έλεγχο της νομιμότητας πρόσληψης και της εγκυρότητας των πιστοποιητικών και στοιχείων που συγκροτούν το προσωπικό μητρώο των υπαλλήλων. Υπάλληλοι, των οποίων η διαδικασία πρόσληψης και τα ως άνω πιστοποιητικά και στοιχεία του υπηρεσιακού τους φακέλου ελέγχονται ως μη νόμιμα, στερούνται του δικαιώματος μετάταξης ή μεταφοράς. Η ως άνω αποτύπωση στηρίζεται σε επιμέρους κριτήρια που αφορούν την εργασιακή φυσιογνωμία των υπαλλήλων, την εκπαίδευσή τους, τη διοικητική και εργασιακή τους εμπειρία, την υπηρεσιακή τους αξιολόγηση, τα λοιπά στοιχεία του προσωπικού μητρώου τους (όπως τυχόν πειθαρχικές ποινές), καθώς και τον τρόπο εισαγωγής στους φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 90, και ιδίως αν πρόκειται για διαδικασία γραπτού διαγωνισμού του ΑΣΕΠ ή για διαδικασία πλήρωσης θέσεων με σειρά προτεραιότητας η οποία διενεργείται εξ ολοκλήρου από το ΑΣΕΠ ή για διαδικασία που εποπτεύει το ΑΣΕΠ, καθώς και για Διαγωνισμό Εισαγωγής στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης. Εντός της ως άνω πενθήμερης προθεσμίας η Διεύθυνση Διοικητικού/Προσωπικού συντάσσει πίνακες συνδρομής κριτηρίων και τους αποστέλλει στο ΑΣΕΠ με τη χρήση ειδικής πληροφοριακής εφαρμογής που εκπονεί για το σκοπό αυτόν το ΑΣΕΠ. Μετά την παραλαβή των ανωτέρω πινάκων, το ΑΣΕΠ προβαίνει στον υπολογισμό της αναλυτικής και συνολικής βαθμολογίας των συμμετεχόντων (μοριοδότηση) και κατ’ αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 18 του ν. 2190/1994 (Α΄28) καταρτίζει: α) προσωρινό πίνακα κατάταξης υπαλλήλων κατά φθίνουσα σειρά βαθμολογίας ανά κατηγορία, κλάδο ή και ειδικότητα και β) προσωρινό πίνακα διάθεσης υπαλλήλων ανά φορέα υποδοχής, κατηγορία, κλάδο ή και ειδικότητα.
Για την κατάρτιση των ως άνω προσωρινών πινάκων λαμβάνονται υπόψη οι πίνακες συνδρομής κριτηρίων που απέστειλαν οι Διευθύνσεις Διοικητικού/ Προσωπικού των φορέων προέλευσης, η μοριοδότηση των προσόντων των υπαλλήλων, καθώς και οι δηλώσεις προτίμησης των υπαλλήλων σε φορείς υποδοχής. Κατά των προσωρινών πινάκων κατάταξης και διάθεσης οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να υποβάλουν ένσταση στο ΑΣΕΠ, εντός αποκλειστικής προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την επομένη της ανάρτησής τους στο δικτυακό τόπο του ΑΣΕΠ, οι οποίες εξετάζονται από αρμόδιο τμήμα του ΑΣΕΠ, το οποίο διενεργεί και τον αυτεπάγγελτο έλεγχο των διατιθεμένων. Μετά την εξέταση των ενστάσεων το ΑΣΕΠ καταρτίζει και εκδίδει: α) τελικό πίνακα κατάταξης υπαλλήλων κατά φθίνουσα σειρά βαθμολογίας ανά κατηγορία, κλάδο ή και ειδικότητα και β) τελικό πίνακα διάθεσης υπαλλήλων ανά φορέα υποδοχής, κατηγορία, κλάδο ή και ειδικότητα, τους οποίους διαβιβάζει στο Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, καθώς και στους φορείς υποδοχής που περιλαμβάνονται στην οικεία ανακοίνωση.
Οι τρίτεκνοι υπάλληλοι, καθώς και οι πολύτεκνοι υπάλληλοι, για τους οποίους δεν εφαρμόστηκε η υποπερίπτωση αα΄ της περίπτωσης Δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 90 του ν. 4172/2013, εφόσον έχουν τρία τέκνα που συνοικούν με αυτούς και ανήκουν στην κατηγορία των εξαρτώμενων μελών, σύμφωνα με τον Κ.Φ.Ε., όπως ισχύει, μετατάσσονται ή μεταφέρονται κατά προτεραιότητα. Με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης καθορίζονται εισοδηματικά ή άλλα κριτήρια, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης. Σε περίπτωση ισοβαθμίας μεταξύ των υπαλλήλων λαμβάνεται υπόψη η οικογενειακή κατάσταση του υπαλλήλου.
Με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης καθορίζονται θέματα που αφορούν τη διαδικασία επιλογής των προς μετάταξη/μεταφορά υπαλλήλων, την εξειδίκευση και τη μοριοδότηση των κριτηρίων επιλογής και κατάταξης των υπαλλήλων, την υποβολή και εξέταση των ενστάσεων, καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο συναρτώμενο με τα ως άνω ζήτημα.
Με κοινή απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού μπορεί να ορίζονται πρόσθετα ειδικά κριτήρια ή να διαφοροποιείται η μοριοδότηση των γενικών κριτηρίων ανάλογα με το είδος της δραστηριότητας του οικείου φορέα. Σε κάθε περίπτωση, η μοριοδότηση των πρόσθετων ειδικών κριτηρίων δεν δύναται να υπερβαίνει το τριάντα τοις εκατό (30%) της μέγιστης συνολικής βαθμολογίας που αντιστοιχεί στα γενικά κριτήρια επιλογής και κατάταξης των υπαλλήλων.
Για τη μετάταξη ή μεταφορά των υπαλλήλων εκδίδεται απόφαση του οικείου οργάνου διοίκησης του φορέα υποδοχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
5. Η μη εμφάνιση μόνιμου υπαλλήλου στην υπηρεσία στην οποία μετατάχθηκε για την ανάληψη των καθηκόντων του αποτελεί σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο επιβάλλεται πειθαρχική ποινή τουλάχιστον υποβιβασμού. Αν πρόκειται για υπάλληλο που πριν τη μετάταξή του βρισκόταν σε καθεστώς διαθεσιμότητας κατά το επόμενο άρθρο, εκδίδεται αμελλητί πράξη απόλυσης του υπαλλήλου από το όργανο διοίκησης του φορέα υποδοχής. Η μη εμφάνιση υπαλλήλου με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στην υπηρεσία στην οποία έχει μεταταχθεί ή μεταφερθεί αποτελεί λόγο καταγγελίας της σχέσης εργασίας του, για την οποία εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του οργάνου διοίκησης του φορέα υποδοχής.
6. Η εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας υποπαραγράφου τελεί υπό την προϋπόθεση της τήρησης των περιορισμών που ισχύουν κάθε φορά σχετικά με τον αριθμό των ετήσιων προσλήψεων και διορισμών μόνιμου προσωπικού και προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
7. Για τις περιπτώσεις της παρούσας υποπαραγράφου δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 71 του ν. 3528/2007 (Α΄26), όπως ισχύουν.
του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) 1. Μόνιμοι πολιτικοί υπάλληλοι του Δημοσίου, ανεξάρτητων αρχών, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού οι θέσεις των οποίων καταργούνται, τίθενται σε διαθεσιμότητα. Αν καταργούνται ορισμένες μόνο θέσεις του ίδιου κλάδου, οι υπάλληλοι που τίθενται σε διαθεσιμότητα προσδιορίζονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (άρθρο 154 παρ. 2 Υπαλληλικού Κώδικα, άρθρο 158 παρ. 2 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων). Οι υπάλληλοι αυτοί μπορεί κατά την διάρκεια της διαθεσιμότητάς τους:
α) Να μετατάσσονται εκουσίως, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (άρθρο 154 παρ. 4 Υπαλληλικού Κώδικα, άρθρο 158 παρ. 4 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων).
β) Να μετατάσσονται υποχρεωτικά ή να μεταφέρονται με μεταβολή της υπηρεσιακής τους σχέσης σε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου κατά τη διαδικασία της προηγούμενης υποπαραγράφου για το συμφέρον και τις ανάγκες της υπηρεσίας και ιδίως για την καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Το καθεστώς διαθεσιμότητας αίρεται με την ανάληψη υπηρεσίας από τον υπάλληλο στο νέο φορέα, ύστερα από την έκδοση της πράξης μετάταξης ή μεταφοράς. Ο φορέας προέλευσης υποχρεούται να καταβάλει στον υπάλληλο το 75% των αποδοχών του, έως την ημερομηνία ανάληψης καθηκόντων στη νέα Υπηρεσία.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή και στους υπαλλήλους που εντάχθηκαν στο καθεστώς διαθεσιμότητας - κινητικότητας δυνάμει της υποπαραγράφου Ζ4 της παρ. Ζ του ν. 4093/2012, όπως ισχύει
Υπάλληλοι οι οποίοι δεν αποδέχονται την τοποθέτησή τους στο πλαίσιο της ως άνω υποχρεωτικής μετάταξης, δεν έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για την εκούσια μετάταξή τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (άρθρο 154 παρ. 4 Υπαλληλικού Κώδικα, άρθρο 158 παρ. 4 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων) και παραμένουν σε διαθεσιμότητα μέχρι τη λήξη του καθεστώτος της διαθεσιμότητας
γ) Να τοποθετούνται για την κάλυψη προσωρινών αναγκών σε οποιαδήποτε υπηρεσία του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. ή οποιουδήποτε φορέα του δημόσιου τομέα με τη διαδικασία του άρθρου 5 του ν. 4024/2011. Οι πράξεις προσωρινής τοποθέτησης της περίπτωσης αυτής εκδίδονται από τον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Σε περίπτωση μη εμφάνισης του υπαλλήλου εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη της περίπτωσης 5 της προηγούμενης υποπαραγράφου.
Η διαθεσιμότητα αίρεται με τις πράξεις προσωρινής τοποθέτησης. Τα χρονικά διαστήματα των προσωρινών τοποθετήσεων δεν συνυπολογίζονται στη διάρκεια της διαθεσιμότητας. Κατά την περίοδο της προσωρινής τοποθέτησης καταβάλλονται στον υπάλληλο πλήρεις αποδοχές με ανάλογη εφαρμογή των ρυθμίσεων της παρ. 22 του άρθρου 2 του ν. 3899/2012
δ) Να υπάγονται σε ειδικά προγράμματα επαγγελματικής επανεκπαίδευσης ή επανακατάρτισης.
2. Η διαθεσιμότητα της προηγούμενης περίπτωσης διαρκεί οκτώ (8) μήνες και στον υπάλληλο καταβάλλονται τα τρία τέταρτα των αποδοχών του, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
H καταβολή των αποδοχών συνεχίζεται και μετά το πέρας του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος, εφόσον έχει εκδοθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 91 του ίδιου ως άνω νόμου Ανακοίνωση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και: α) ο υπάλληλος έχει υποβάλλει σχετική αίτηση - υπεύθυνη δήλωση για τη μετάταξη/μεταφορά του έως την έκδοση των τελικών πινάκων διάθεσης ή β) έχει συμπεριληφθεί στους τελικούς πίνακες διάθεσης και μέχρι τη δημοσίευση στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της πράξης μετάταξης/μεταφοράς του.
Μέχρι την κατά οποιοδήποτε τρόπο λήξη της διαθεσιμότητας εξακολουθούν να καταβάλλονται από το φορέα προέλευσης οι ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου που αναλογούν για κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση, πρόνοια και υγειονομική περίθαλψη. Οι εισφορές αυτές, μετά τη θέση σε διαθεσιμότητα, υπολογίζονται στο ύψος των μειωμένων κατά 25% των αποδοχών του υπαλλήλου που τέθηκε σε διαθεσιμότητα
Η διαθεσιμότητα υπαλλήλου η οποία βρίσκεται σε κατάσταση διαπιστωμένης εγκυμοσύνης, που αρχίζει ή εξελίσσεται εντός του διαστήματος της διαθεσιμότητας, παρατείνεται μέχρι την ημέρα του τοκετού και επιπλέον διάστημα δώδεκα (12) μηνών μετά από αυτόν, ανεξάρτητα αν το νεογνό γεννηθεί ζωντανό ή όχι.
Το χρονικό διάστημα της διαθεσιμότητας υπαλλήλου, η οποία τεκνοποίησε πριν από την έναρξη του χρόνου της διαθεσιμότητας, παρατείνεται για διάστημα δώδεκα (12) μηνών μετά την ημέρα του τοκετού. Η υπάλληλος οφείλει να προσκομίσει τη ληξιαρχική πράξη γέννησης τέκνου ή με υπεύθυνη δήλωση (ν. 1599/1986) της ενδιαφερόμενης που συνοδεύεται απαραίτητα από βεβαίωση ιατρού γυναικολόγου ότι το νεογνό δεν γεννήθηκε ζωντανό.
H εγκυμοσύνη αποδεικνύεται με υπεύθυνη δήλωση (ν. 1599/1986) της εγκύου, που συνοδεύεται απαραίτητα από τα αποτελέσματα σχετικής εξέτασης εργαστηρίου καθώς και από βεβαίωση ιατρού γυναικολόγου, στην οποία γίνεται μνεία για τη, μέχρι το χρόνο έκδοσης της βεβαίωσης αυτής, διανυθείσα διάρκεια της κύησης. Τα εν λόγω δικαιολογητικά υποβάλλονται στην υπηρεσία της ενδιαφερόμενης εντός του αρχικού χρόνου της διαθεσιμότητας ή το αργότερο εντός μηνός από τη λήξη του, εάν η εγκυμοσύνη δεν μπορούσε να διαπιστωθεί εντός του αρχικού χρόνου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η ύπαρξη διαπιστωμένης εγκυμοσύνης δημιουργεί υποχρέωση ανάκλησης της πράξης λύσης της υπαλληλικής σχέσης που τυχόν είχε εκδοθεί εντωμεταξύ.
Η για οποιονδήποτε λόγο πρόωρη διακοπή της εγκυμοσύνης δηλώνεται αμέσως από την ενδιαφερόμενη στην υπηρεσία της εγγράφως.
Η εξαιτίας φυσικών αιτίων διακοπή της εγκυμοσύνης ή η διακοπή αυτής, που οφείλεται στους λόγους των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 304 του Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύει, θεωρείται δικαιολογημένη και συνεπάγεται τη διακοπή της παράτασης της διαθεσιμότητας και τη λύση της υπαλληλικής σχέσης της υπαλλήλου, που επέρχονται αυτοδικαίως μετά την πάροδο ενός μηνός από τη διακοπή της εγκυμοσύνης.
Η διακοπή της εγκυμοσύνης που πραγματοποιείται με τη βούληση της εγκύου και δεν οφείλεται στους λόγους των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 304 του Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύει, θεωρείται αδικαιολόγητη και επιφέρει αυτοδικαίως τη διακοπή της παράτασης της διαθεσιμότητας και τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, που επέρχονται αυτοδικαίως από τη διακοπή της εγκυμοσύνης, δημιουργεί δε την υποχρέωση στην υπάλληλο να επιστρέψει, ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, τις αποδοχές διαθεσιμότητας που έλαβε και που αντιστοιχούν στη, λόγω της εγκυμοσύνης, παράτασή της.
Στις περιπτώσεις των αμέσως ανωτέρω δύο παραγράφων, η διαπίστωση της διακοπής της παράτασης της διαθεσιμότητας και της λύσης της υπαλληλικής σχέσης διαπιστώνονται με την έκδοση σχετικής πράξης που εκδίδεται από το όργανο, το οποίο, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, είναι κάθε φορά αρμόδιο για την έκδοση πράξης λύσης της υπαλληλικής σχέσης.
Η εξαιτίας φυσικών αιτίων διακοπή της εγκυμοσύνης ή εκείνη που πραγματοποιείται για τους λόγους που αναφέρονται στις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 4 του Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύει, αποδεικνύεται κατά τον ίδιο τρόπο όπως και η ύπαρξή της, χωρίς να απαιτούνται αποτελέσματα εξέτασης εργαστηρίου, εάν η διακοπή της εγκυμοσύνης συνέβη υπό συνθήκες που εκ των πραγμάτων ή με βάση τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης δεν θα ήταν δυνατή, αναγκαία ή απαραίτητη η πραγματοποίηση σχετικής εξέτασης σε εργαστήριο.
Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που δεν αποδεικνύεται με τον ως άνω τρόπο, θεωρείται αδικαιολόγητη για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος.
Η υπάλληλος που βρίσκεται σε οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες καταστάσεις, που σχετίζονται με υφιστάμενη ή διακοπείσα εγκυμοσύνη, υποχρεούται να δέχεται την επίσκεψη ελεγκτή ιατρού.
Στις ανωτέρω ρυθμίσεις υπάγονται και οι υπάλληλοι, οι οποίες είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης.
3. Οι ρυθμίσεις των περιπτώσεων 1 και 2 εφαρμόζονται αναλόγως στους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του Δημοσίου, ανεξάρτητων αρχών, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτε¬ρου βαθμού, οι θέσεις των οποίων καταργούνται. Σε περίπτωση κατάργησης θέσεων σε Ν.Π.Ι.Δ., προβλέπεται καταγγελία της σύμβασης εργασίας των υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου
4. Η υπηρεσιακή σχέση των μόνιμων υπαλλήλων που βρίσκονται σε καθεστώς διαθεσιμότητας, καθώς και η σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των υπαλλήλων της περίπτωσης 3, εφόσον δεν μεταταχθούν ή μεταφερθούν, λύεται με τη λήξη του καθεστώτος της διαθεσιμότητας.
4.α. i. Στους μόνιμους και στους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δίκαιου αορίστου χρόνου υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α., οι οποίοι τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και του ν. 4172/2013 (Α΄ 167) και στη συνέχεια, λύεται η εργασιακή τους σχέση λόγω κατάργησης της θέσης τους, το Ελληνικό Δημόσιο καταβάλλει αποζημίωση απόλυσης ειδικά και μόνο λόγω κατάργησης θέσης. Για τον υπολογισμό, του ποσού αποζημίωσης, ως βάση λαμβάνεται ο βασικός μισθός του υπαλλήλου κατά την ημερομηνία που τέθηκε σε διαθεσιμότητα και ως χρόνος υπηρεσίας υπολογίζεται όλος ο χρόνος που ελήφθη υπόψη για την κατάταξη του υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226), καθώς και ο χρόνος που μεσολάβησε μέχρι τη θέση του υπαλλήλου σε καθεστώς διαθεσιμότητας. Κατά τα λοιπά, η αποζημίωση υπολογίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 55 του π.δ. 410/1988 (Α΄ 191), όπως ισχύει. Στο ανωτέρω προσωπικό, εφόσον έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για λήψη σύνταξης, καταβάλλεται στο μεν επικουρικά ασφαλισμένο το 40%, στο δε μη επικουρικά ασφαλισμένο το 50% της ως άνω προβλεπόμενης αποζημίωσης.
Οι αποδοχές διαθεσιμότητας, που έλαβαν οι εν λόγω υπάλληλοι, συμψηφίζονται με την ως άνω αποζημίωση απόλυσης.
Η ανωτέρω αποζημίωση, μετά και τον προβλεπόμενο ως άνω συμψηφισμό, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ.
Υπάλληλοι που λαμβάνουν την αποζημίωση του παρόντος άρθρου δεν δικαιούνται ταυτόχρονα καμία άλλη αποζημίωση για την ίδια αιτία.
Η αποζημίωση της παρούσας υποπαραγράφου φορολογείται όπως κάθε άλλη αποζημίωση διακοπής σχέσεως εργασίας, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 15 του ν. 4172/2013, όπως εκάστοτε ισχύει.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης καθορίζονται ο υπόχρεος για την καταβολή, ο τρόπος καταβολής, η διαδικασία, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας.
Στις ανωτέρω ρυθμίσεις υπάγονται και οι υπάλληλοι των οποίων η εργασιακή σχέση λύθηκε κατ’ εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, για τους οποίους η σχετική πράξη εκδόθηκε πριν την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης
ii. Οι υπάλληλοι της ανωτέρω περίπτωσης i, των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται, δικαιούνται το επίδομα ανεργίας, καθώς επίσης και τις λοιπές παροχές που χορηγούνται από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.), υπό τις προϋποθέσεις των οικείων διατάξεων, έστω και αν δεν είχαν υπαχθεί στην ασφάλιση ανεργίας του εν λόγω Οργανισμού.
Για την καταβολή των ανωτέρω λαμβάνονται υπόψη, αντί του εγγράφου καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, η σχετική πράξη λύσης της εργασιακής σχέσης και, αντί των ημερών εργασίας απασχόλησης, ο χρόνος υπηρεσίας του υπαλλήλου, που κατά την υποπαράγραφο Θ.1. υπολογίζεται για την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης.
Τα δικαιολογητικά που, κατά τις οικείες διατάξεις, απαιτούνται για την καταβολή του επιδόματος ανεργίας και των άλλων παροχών περιορίζονται σε εκείνα που είναι συμβατά με το χαρακτήρα της εργασιακής σχέσης, καθώς και τον τρόπο λύσης αυτής.
Οι μόνιμοι και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπάλληλοι του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. οι οποίοι τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4172/2013 και στη συνέχεια απολύονται λόγω κατάργησης της θέσης τους, μπορούν να εντάσσονται σε ειδικά προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης, εκπαίδευσης και επιμόρφωσης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.Α.). Με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης καθορίζεται το ειδικότερο περιεχόμενο και οι στόχοι των ως άνω προγραμμάτων, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία υπαγωγής σε αυτά, η διάρκειά τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια τεχνικού ή διαδικαστικού χαρακτήρα.
iii. Το αρμόδιο κατά περίπτωση όργανο διοίκησης εκδίδει την πράξη λύσης της εργασιακής σχέσης του υπαλλήλου.
Η πράξη λύσης της εργασιακής σχέσης υπαλλήλων Ο.Τ.Α. Α΄ και Β΄ Βαθμού, σε περίπτωση που δεν εκδοθεί από το αρμόδιο όργανο διοίκησης εντός πέντε (5) ημερών από τη λήξη του καθεστώτος διαθεσιμότητας, εκδίδεται από το Γενικό Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
Η πράξη λύσης της εργασιακής σχέσης υπαλλήλων Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι., σε περίπτωση που δεν εκδοθεί από το αρμόδιο όργανο διοίκησης εντός πέντε (5) ημερών από τη λήξη του καθεστώτος διαθεσιμότητας, εκδίδεται από τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων
5. Με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις, τα κριτήρια και τη διαδικασία υπαγωγής στα ανωτέρω προγράμματα επανεκπαίδευσης ή επανακατάρτισης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας υποπαραγράφου.