..

ΠΟΛ.1103/11.05.2015

Παροχή διευκρινίσεων σχετικά με τη φορολογική αντιμετώπιση της ανέγερσης κτίσματος ή βελτιώσεων και επεκτάσεων με δαπάνες του μισθωτή σε ακίνητο κυριότητας του εκμισθωτή, με βάση τις διατάξεις του ν. 4172/2013.

Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της  του ν. 4172/2013, ο όρος εισόδημα από ακίνητη περιουσία σημαίνει το εισόδημα, σε χρήμα ή σε είδος, που προκύπτει από την εκμίσθωση ή την ιδιοχρησιμοποίηση ή τη δωρεάν παραχώρηση χρήσης γης και ακινήτων. Ειδικά το εισόδημα σε είδος αποτιμάται, σύμφωνα με την  του ίδιου ως άνω άρθρου και νόμου, στην αγοραία αξία.

2. Όπως έχει διευκρινισθεί με την ΠΟΛ. 1069/23.3.2015 εγκύκλιό μας, στην έννοια του εισοδήματος από ακίνητη περιουσία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και το εισόδημα σε είδος που αποκτά ο κύριος, επικαρπωτής, κ.λπ. εκμισθούμενου ακινήτου, χωρίς καταβολή μισθώματος σε χρήμα βάσει της σύμβασης μίσθωσης ή προφορικής συμφωνίας.

Ειδικότερα, στην περίπτωση συμβάσεων, με διακριτή αναφορά τόσο σε συμφωνηθέν χρηματικό μίσθωμα όσο και μίσθωμα έναντι ανταλλάγματος (μίσθωμα σε είδος), όταν δηλαδή υπάρχει ανταλλαγή μέρους του μισθώματος με βελτιώσεις, επεκτάσεις οικοδομών, με την ίδια ως άνω εγκύκλιο διευκρινίζεται ότι ως εισόδημα από ακίνητη περιουσία λογίζεται τόσο το συμφωνηθέν χρηματικό μίσθωμα όσο και το κόστος των βελτιώσεων, επεκτάσεων.

Περαιτέρω με την ίδια ως άνω εγκύκλιο διευκρινίστηκε ότι το ετήσιο εισόδημα στις πιο πάνω περιπτώσεις προσδιορίζεται μετά τη διαίρεση των δαπανών που έχουν προϋπολογισθεί και καταχωρηθεί υποχρεωτικά στη δήλωση πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας κατά το χρόνο έναρξης της μίσθωσης, διά του αριθμού των ετών της μίσθωσης όπως αυτά προκύπτουν από τη σύμβαση μίσθωσης ή την προφορική συμφωνία. Για τα έτη που υπολείπονται από το πέρας των εργασιών μέχρι τη λήξη της μίσθωσης, το κόστος των δαπανών επέκτασης ή βελτίωσης που προκύπτει από τα βιβλία του μισθωτή ή από τα παραστατικά που εκδόθηκαν σε περίπτωση μη τήρησης βιβλίων, μετά την αφαίρεση των δαπανών προϋπολογισμού που δηλώθηκαν μέχρι το χρόνο ολοκλήρωσης των εργασιών αυτών κατά περίπτωση, διαιρούμενο με τον αριθμό των υπολειπόμενων ετών της μίσθωσης, αναπροσαρμόζει το ετήσιο δηλούμενο εισόδημα ακίνητης περιουσίας των υπολειπόμενων ετών.

Τέλος, σε περίπτωση πρόωρης λύσης της σύμβασης μίσθωσης, το σύνολο του υπολειπόμενου ποσού των δαπανών που έχει καταβληθεί για τη βελτίωση ή επέκταση που απομένει προς κατανομή θα δηλωθεί εφάπαξ ως εισόδημα από ακίνητα στο φορολογικό έτος που επήλθε η λύση.

3. Διευκρινίζεται ότι τα αναφερόμενα πιο πάνω, σχετικά με τον χαρακτηρισμό του μισθώματος σε είδος στις περιπτώσεις συμβάσεων με διακριτή αναφορά τόσο σε συμφωνηθέν χρηματικό μίσθωμα όσο και σε μίσθωμα έναντι ανταλλάγματος, έχουν εφαρμογή και στις περιπτώσεις στις οποίες το κόστος δαπανών βελτιώσεων ή επεκτάσεων επηρεάζει το συμφωνηθέν χρηματικό μίσθωμα, ανεξάρτητα από το αν γίνεται διακριτή αναφορά ή όχι σε μίσθωμα σε είδος στη σχετική σύμβαση. Είναι προφανές ότι το αν το μίσθωμα επηρεάζεται ή είναι ανεξάρτητο από τις βελτιώσεις ή επεκτάσεις με δαπάνες του μισθωτή, δηλαδή αν αυτό θεωρείται εύλογο με βάση τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά, αποτελεί ζήτημα πραγματικό το οποίο εναπόκειται στην αρμοδιότητα της ελεγκτικής αρχής.

4. Επίσης, διευκρινίζεται ότι τα ανωτέρω εφαρμόζονται για το εισόδημα που αποκτάται σε φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά. Ειδικά για τις συμβάσεις μίσθωσης στις οποίες προβλέπεται η πραγματοποίηση βελτιώσεων και επεκτάσεων σε ακίνητο κυριότητας του εκμισθωτή με δαπάνες του μισθωτή και οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την 1.1.2014 χωρίς μέχρι την ημερομηνία αυτή να έχουν πραγματοποιηθεί οι σχετικές βελτιώσεις ή επεκτάσεις, με την παρούσα γίνεται δεκτό ότι το εισόδημα σε είδος θα προσδιοριστεί για το φορολογικό έτος 2014 και επόμενα μετά τη διαίρεση των προϋπολογισθεισών δαπανών με τα υπολειπόμενα έτη της μίσθωσης. Στην περίπτωση αυτή και δεδομένου ότι για τις συμβάσεις αυτές δεν υπήρχε υποχρέωση υποβολής δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας με βάση την ΠΟΛ.1013/2014 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, οι προϋπολογισθείσες δαπάνες προσδιορίζονται με κάθε πρόσφορο μέσο.

Στις περιπτώσεις βελτιώσεων ή επεκτάσεων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν πριν την 1.1.2014 και έχει ήδη προσδιοριστεί εισόδημα με βάση τις διατάξεις του άρθρου  του ν. 2238/1994, ο εκμισθωτής συνεχίζει να κατανέμει με τον ίδιο τρόπο το εισόδημα σε είδος που αποκτά στα λοιπά φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1.1.2014 και μέχρι τη λήξη της μίσθωσης.

5. Κατόπιν των ανωτέρω και δεδομένου ότι οι δαπάνες ανέγερσης κτίσματος σε έδαφος κυριότητας τρίτου με δαπάνες του μισθωτή δεν διαφέρουν ουσιωδώς από τις δαπάνες βελτιώσεων και επεκτάσεων που πραγματοποιεί ο μισθωτής σε μισθωμένο ακίνητο, με την παρούσα γίνεται δεκτό ότι τα αναφερόμενα στην ΠΟΛ. 1069/2015 εγκύκλιό μας, καθώς και όσα διευκρινίσθηκαν πιο πάνω, σχετικά με τον χαρακτηρισμό του μισθώματος σε είδος, έχουν εφαρμογή και σε περίπτωση ανέγερσης κτίσματος σε έδαφος κυριότητας του εκμισθωτή με δαπάνες του μισθωτή. Δηλαδή, και στην περίπτωση αυτή ο εκμισθωτής αποκτά εισόδημα από ακίνητη περιουσία σε είδος, το οποίο υπόκειται σε φορολογία είτε ως εισόδημα από ακίνητη περιουσία, προκειμένου για φυσικά πρόσωπα, με βάση τις διατάξεις του άρθρου  του ν. 4172/2013, είτε ως έσοδο από επιχειρηματική δραστηριότητα, προκειμένου για νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 58 του ίδιου νόμου.

6. Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση που η ανέγερση κτίσματος, καθώς επίσης και οι βελτιώσεις και επεκτάσεις, με δαπάνες του μισθωτή, δεν εμπίπτουν στην έννοια του εισοδήματος από ακίνητη περιουσία σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου  και όσα αναφέρονται ανωτέρω, τότε αποτελούν για τον εκμισθωτή (φυσικό πρόσωπο) εισόδημα από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου με βάση τις διατάξεις του άρθρου , εφόσον το κτίσμα περιέρχεται στην κατοχή του εκμισθωτή ή οι βελτιώσεις και επεκτάσεις παραμένουν σε όφελος του ακινήτου με τη λήξη ή διακοπή της μισθωτικής σχέσης και εφόσον το εισόδημα αυτό δεν συνιστά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα.

Σε περίπτωση που ο εκμισθωτής είναι νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα ή φυσικό πρόσωπο για το οποίο το εισόδημα αυτό συνιστά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, τα αντίστοιχα εισοδήματα από ανέγερση κτίσματος με δαπάνες του μισθωτή και από βελτιώσεις και επεκτάσεις με δαπάνες του μισθωτή (όταν δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου θεωρούνται έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα και φορολογούνται κατά το χρόνο λήξης ή διακοπής της μισθωτικής σχέσης με τις διατάξεις του άρθρου ή , αντίστοιχα, εφόσον το κτίσμα περιέρχεται στην κατοχή του εκμισθωτή ή οι βελτιώσεις και επεκτάσεις παραμένουν σε όφελος του ακινήτου με τη λήξη ή διακοπή της μισθωτικής σχέσης. Ως εισόδημα λαμβάνεται η αγοραία αξία του κτίσματος ή των βελτιώσεων και επεκτάσεων, κατά τον ως άνω χρόνο, όπως προκύπτει από κάθε πρόσφορο μέσο.

7. Για την καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω παραθέτουμε ενδεικτικά τα ακόλουθα παραδείγματα:

Παράδειγμα 1

Σε σύμβαση 10ετούς μίσθωσης, η οποία συνάπτεται το φορολογικό έτος 2014, συμφωνείται η εκμίσθωση ακινήτου στο οποίο ο μισθωτής, με δαπάνες του, θα εγκαταστήσει ανελκυστήρα. Το χρηματικό μίσθωμα ανέρχεται σε 7.000€ ετησίως, ενώ το προϋπολογισθέν κόστος εγκατάστασης του ανελκυστήρα υπολογίζεται σε 15.000€, το οποίο συμφωνείται ως ανταλλαγή μέρους του μισθώματος, δηλαδή αποτελεί συμπληρωματικό μίσθωμα. Στην περίπτωση αυτή, ο εκμισθωτής αποκτά εισόδημα από ακίνητη περιουσία, με βάση τις διατάξεις του άρθρου  του ν. 4172/2013, το οποίο αποτελείται από το ετήσιο χρηματικό μίσθωμα των 7.000€ και το μίσθωμα σε είδος 1.500€ (15.000€ / 10 έτη μίσθωσης), αρχής γενομένης από το φορολογικό έτος 2014 (έναρξη μίσθωσης) και μέχρι τη λήξη της μίσθωσης και ανεξάρτητα από το χρόνο ολοκλήρωσης της εγκατάστασης του ανελκυστήρα. Κατά την ολοκλήρωση της εγκατάστασης του ανελκυστήρα, το πραγματικό κόστος συμπίπτει με το προϋπολογισθέν και συνεπώς, δεν απαιτείται τροποποίηση του υπολογισθέντος μισθώματος σε είδος (1.500€) στα υπολειπόμενα από την ολοκλήρωση της εγκατάστασης έτη.

Παράδειγμα 2

Σε σύμβαση 25ετούς μίσθωσης, η οποία συνάπτεται το φορολογικό έτος 2014, συμφωνείται η εκμίσθωση αγροτεμαχίου με ετήσιο χρηματικό μίσθωμα 10.000€. Ο μισθωτής θα ανεγείρει σιδηροκατασκευή (προκάτ κτίσμα), κόστους 100.000€, το οποίο δεν συμφωνείται ως ανταλλαγή μέρους του μισθώματος, δηλαδή δεν αποτελεί συμπληρωματικό μίσθωμα. Κατά τη λήξη της μίσθωσης, το αγροτεμάχιο θα παραδοθεί στον εκμισθωτή χωρίς την ανωτέρω κατασκευή. Στην περίπτωση αυτή, μόνο το ετήσιο χρηματικό μίσθωμα των 10.000€ αποτελεί για τον εκμισθωτή εισόδημα από ακίνητη περιουσία, με βάση τις διατάξεις του άρθρου του ν. 4172/2013, αρχής γενομένης από το φορολογικό έτος 2014 (έναρξη μίσθωσης) και μέχρι τη λήξη της μίσθωσης, ενώ δεν συνυπολογίζεται ετήσιο μίσθωμα σε είδος.

Αν η σιδηροκατασκευή περιέλθει τελικά στην κατοχή του εκμισθωτή, τότε: α) αν ο εκμισθωτής είναι φυσικό πρόσωπο για το οποίο το εισόδημα αυτό δεν συνιστά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, το πρόσωπο αυτό θα αποκτήσει κατά τη λήξη της μισθωτικής σχέσης εισόδημα από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 4172/2013 και β) αν ο εκμισθωτής είναι νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα ή φυσικό πρόσωπο για το οποίο το εισόδημα αυτό συνιστά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, αυτός θα αποκτήσει κατά τη λήξη της μισθωτικής σχέσης εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα με βάση τις διατάξεις του άρθρου ή   του ν. 4172/2013 στην αγοραία αξία της σιδηροκατασκευής κατά το χρόνο αυτό.

8. Περαιτέρω και όσον αφορά στη διενέργεια αποσβέσεων από τον εκμισθωτή, όταν αυτός είναι νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα ή φυσικό πρόσωπο για το οποίο το εισόδημα από ακίνητα συνιστά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, διευκρινίζονται τα ακόλουθα:

α) στην περίπτωση που η ανέγερση κτίσματος, καθώς επίσης και οι βελτιώσεις και επεκτάσεις, με δαπάνες του μισθωτή, αποτελούν εισόδημα από ακίνητη περιουσία για τον εκμισθωτή (μίσθωμα σε είδος) σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39, θα έχουν εφαρμογή όσα διευκρινίστηκαν με την Π0Λ.1073/2015 εγκύκλιό μας, δηλαδή ο εκμισθωτής θα διενεργεί αποσβέσεις με βάση το άρθρο  επί του πραγματοποιηθέντος κόστους ανέγερσης ή βελτιώσεων και επεκτάσεων, αρχής γενομένης από το χρόνο ολοκλήρωσης της ανέγερσης ή από το χρόνο πραγματοποίησης των δαπανών βελτιώσεων και επεκτάσεων, και

β) στην περίπτωση που η ανέγερση κτίσματος, καθώς επίσης και οι βελτιώσεις και επεκτάσεις, με δαπάνες του μισθωτή, δεν αποτελούν για τον εκμισθωτή εισόδημα από ακίνητη περιουσία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου, αλλά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτάται κατά τη λήξη της μίσθωσης, τότε ο εκμισθωτής θα διενεργεί αποσβέσεις από το χρόνο λήξης της μίσθωσης, με βάση τις διατάξεις του άρθρου , επί της αγοραίας αξίας του κτίσματος ή των βελτιώσεων και επεκτάσεων κατά το χρόνο αυτό.

Είναι προφανές ότι, σε περίπτωση ανέγερσης κτίσματος ή πραγματοποίησης βελτιώσεων και επεκτάσεων, με δαπάνες του μισθωτή, όταν ο εκμισθωτής δεν αποκτά εισόδημα από μίσθωμα σε είδος κατά τη διάρκεια της μίσθωσης σύμφωνα με το άρθρο  ή από επιχειρηματική δραστηριότητα κατά τη λήξη της μίσθωσης σύμφωνα με το άρθρο 47 ή 21 (το κτίσμα δεν περιέρχεται στην κατοχή του εκμισθωτή ή οι βελτιώσεις και επεκτάσεις δεν παραμένουν σε όφελος του ακινήτου), δεν θα διενεργούνται αποσβέσεις από τον εκμισθωτή ούτε κατά τη διάρκεια της μίσθωσης ούτε μετά τη λήξη αυτής.

9. Τέλος, αναφορικά με την έκπτωση δαπανών από τον μισθωτή για την ανέγερση κτίσματος σε ακίνητο τρίτου, στην παράγραφο 5.δ της ΠΟΛ. 1073/2015 εγκυκλίου μας αναφέρεται ότι στην περίπτωση ανέγερσης ακινήτου σε έδαφος κυριότητας του εκμισθωτή με δαπάνες του μισθωτή, ο μισθωτής, εφόσον ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα, εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδά του, με βάση τις διατάξεις των άρθρων  και  του ν. 4172/2013, τις δαπάνες που πραγματοποίησε για την ανέγερση του ακινήτου. Διευκρινίζεται ότι οι δαπάνες αυτές εκπίπτουν ισόποσα επιμεριζόμενες στα έτη της μίσθωσης, καθότι η ωφέλεια από τη χρήση του μισθίου εκτείνεται σε περισσότερα του ενός έτη. Δεδομένου ότι οι δαπάνες για την πραγματοποίηση βελτιώσεων ή επεκτάσεων δεν διαφέρουν ουσιωδώς από τις δαπάνες ανέγερσης κτίσματος, τα ανωτέρω εφαρμόζονται και για τις δαπάνες αυτές (βελτιώσεων και επεκτάσεων), ανακαλουμένων όσων αναφέρονται σχετικά στην παράγραφο 5.ε της ΠΟΛ. 1073/2015.

Η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ - ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΑΒΒΑΪΔΟΥ

1. Ο όρος «εισόδηµα από ακίνητη περιουσία» σηµαίνει το εισόδηµα, σε χρήµα ή σε είδος, που προκύπτει από την εκµίσθωση ή την ιδιοχρησιµοποίηση ή τη δωρεάν παραχώρηση χρήσης γης και ακινήτων.
Ειδικότερα το εισόδηµα αυτό προκύπτει από:
α) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης γης ή ακινήτων συµπεριλαµβανοµένων των κτιρίων, κατασκευών και κάθε είδους εγκαταστάσεων και εξοπλισµού τους.
β) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης µεταλλείων, λατοµείων, δασικών και αγροτικών εκτάσεων στις οποίες περιλαµβάνονται λιβάδια, καλλιεργήσιµες γαίες, βοσκήσιµες γαίες, καθώς και κάθε είδους κατασκευές ή εγκαταστάσεις που είναι στην επιφάνεια του εδάφους ή κάτω από αυτή, όπως τα ιχθυοτροφεία, οι λίµνες, οι δεξαµενές, οι πηγές και τα φρέατα.
γ) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης από την παραχώρηση χώρου για την τοποθέτηση κάθε είδους διαφηµιστικών επιγραφών.

δ) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης κοινόχρηστων χώρων σε ακίνητα.

2. Το εισόδηµα σε είδος αποτιµάται στην αγοραία αξία. Το εισόδηµα από ιδιοχρησιµοποίηση ή δωρεάν παραχώρηση τεκµαίρεται ότι συνίσταται στο τρία τοις εκατό (3%) της αντικειµενικής αξίας του ακινήτου. Κατ’ εξαίρεση το τεκµαρτό εισόδηµα του προηγούµενου εδαφίου που αφορά δωρεάν παραχώρηση κατοικίας µέχρι διακόσια τετραγωνικά µέτρα (200 τ.µ.) προκειµένου να χρησιµοποιηθεί ως κύρια κατοικία προς ανιόντες ή κατιόντες απαλλάσσεται από το φόρο.
 Εισόδημα ειδικών περιπτώσεων

1. "Ως εισόδημα από οικοδομές λογίζεται:"

α. Το εισόδημα από γήπεδα, ιδιαίτερα όταν αυτά χρησιμοποιούνται ως αποθήκες, εργοστάσια ή εργαστήρια ή ως χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων, θεαμάτων, καφενείων, γυμναστηρίων και γενικά για κάθε άλλη χρήση.

β. Η αξία που έχει κατά το χρόνο της ανέγερσής της η οικοδομή που ανεγέρθηκε με δαπάνες του μισθωτή σε έδαφος του οποίου την κυριότητα έχει ο εκμισθωτής, αν μετά τη λήξη του χρόνου της μίσθωσης του εδάφους η οικοδομή παραμένει στην κυριότητα του εκμισθωτή. Το ετήσιο εισόδημα εξευρίσκεται με διαίρεση του υπολοίπου, που προκύπτει μετά την αφαίρεση του τυχόν ανταλλάγματος, που έχει ορισθεί στη σύμβαση για τη μεταβίβαση της κυριότητας της οικοδομής, από την αξία αυτής, κατά το χρόνο της ανέγερσής της, σε μέρη ίσα με τον αριθμό των ετών κατά τα οποία διαρκεί η μίσθωση του εδάφους. Ως αξία της οικοδομής που έχει ανεγερθεί σε έδαφος κυριότητας τρίτου λαμβάνεται η πραγματική αξία της οικοδομής, η οποία εξευρίσκεται από τα επίσημα βιβλία και λοιπά στοιχεία εκείνου που ανήγειρε την οικοδομή.

Σε περίπτωση που δεν τηρούνται βιβλία ή αυτά που τηρούνται κρίνονται ανεπαρκή ή ανακριβή, καθώς και σε περίπτωση αμφισβήτησης από τον ενδιαφερόμενο της αξίας που υπολογίστηκε με αυτόν τον τρόπο, αυτή καθορίζεται ύστερα από εκτίμηση που ενεργείται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και σε συνέχεια από τα διοικητικά δικαστήρια.

Οι διατάξεις αυτής της περίπτωσης εφαρμόζονται ανάλογα και για βελτιώσεις ή επεκτάσεις που γίνονται με δαπάνες του μισθωτή σε οικοδομή της οποίας την κυριότητα έχει ο εκμισθωτής, αν μετά τη λήξη του χρόνου της μίσθωσης της οικοδομής οι βελτιώσεις ή επεκτάσεις παραμένουν στην κυριότητα του εκμισθωτή

δ. Στις περιπτώσεις μισθώσεων διάρκειας μεγαλύτερης από εννέα (9) έτη, για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση μεταγραφής τους, σύμφωνα με το άρθ. 1208 του Αστικού Κώδικα ή των επιφανειών και εμφυτεύσεων που διατηρούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 58 και 59 του α.ν. 2783/1941, καθώς επίσης και στις περιπτώσεις οικοδομών που έχουν ανεγερθεί σε έδαφος κυριότητας τρίτου, το εισόδημα που αποκτιέται από το μισθωτή ή επιφανειούχο ή εμφυτευτή ή από αυτόν που ανήγειρε τα κτίσματα της οικοδομής σε έδαφος κυριότητας τρίτου, είτε άμεσα από υπεκμίσθωση είτε έμμεσα από ιδιοχρησιμοποίηση.

ε. Σε περίπτωση μεταβίβασης του δικαιώματος της επικαρπίας για ορισμένο χρόνο, ενός ή περισσότερων ακινήτων, σε ημεδαπά ή αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, το αντάλλαγμα που αποκτά ο κύριος ή ο επικαρπωτής του ακινήτου από τη μεταβίβαση αυτή.

Για τον προσδιορισμό του ετήσιου εισοδήματος, το αντάλλαγμα αυτό διαιρείται σε μέρη ίσα προς τον αριθμό των πραγματικών ετών διάρκειας της επικαρπίας. Σε περίπτωση που το αντάλλαγμα αυτό είναι μικρότερο τουλάχιστον κατά δέκα τοις εκατό (10%) από την πραγματική αξία του δικαιώματος της επικαρπίας, όπως αυτή προσδιορίζεται με τις διατάξεις του ν.δ. 118/1973 (ΦΕΚ 202 Α), κατά το χρόνο της μεταβίβασής της, για τον προσδιορισμό του ετήσιου εισοδήματος λαμβάνεται η πραγματική αξία της επικαρπίας, διαιρούμενη σε μέρη ίσα με τον αριθμό των πραγματικών ετών διάρκειάς της.

στ. Το αντάλλαγμα που καταβάλλεται, κατόπιν συμφωνίας στον ιδιοκτήτη, νομέα κλπ. δάσους για την παραχώρηση της εκμετάλλευσής του σε ποσοστό της δασικής παραγωγής, το οποίο υπολογίζεται κατά μονάδα βάρους ή όγκου επί της παραγωγής ή με άλλη παρόμοια αναλογία.

ζ. Το αντάλλαγμα το οποίο με οποιονδήποτε τρόπο υπολογίζεται και καταβάλλεται κατά συμφωνία ή κατά συνήθεια στον ιδιοκτήτη, νομέα κλπ. σε ποσοστό της παραγωγής, για την παραχώρηση της εκμετάλλευσης των γαιών, εφόσον αυτόν δεν συμμετέχει στις δαπάνες καλλιέργειας ή συγκομιδής των γεωργικών προϊόντων.

η. Στις περιπτώσεις των επιφανειών και εμφυτεύσεων που διατηρούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 58 και 59 του α.ν. 2783/1941, το εισόδημα που αποκτιέται από τον επιφανειούχο ή τον εμφυτευτή από την εκμίσθωση των γαιών στις οποίες έχει το δικαίωμά του.

θ. Το αντάλλαγμα που καταβάλλεται για την παραχώρηση χώρου για την τοποθέτηση φωτεινών επιγραφών και κάθε είδους διαφημίσεων.

2. Δεν λογίζεται ως εισόδημα από ακίνητα αυτό που προκύπτει:

α) Από βιομηχανοστάσια που ιδιοχρησιμοποιούνται, μαζί με τα παραρτήματά τους και τα εξαρτήματα, καθώς και με τις αποθήκες και τα οικόπεδα που είναι συνεχό­μενα με αυτά και χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση πρώτων υλών και για την πρώτη εναπόθεση των βιοτε­χνικών και βιομηχανικών προϊόντων.

Ως βιομηχανοστάσια θεωρούνται τα οικοδομήματα που έχουν ειδικά ανεγερθεί για τη λειτουργία βιοτεχνίας και βιομηχανίας, στα οποία έχουν μόνιμα προσαρμοστεί μηχανικές εγκαταστάσεις, καθώς και τα οικοδομήματα επεξεργασίας και συντήρησης καπνών σε φύλλα ή άλ­λων εξαγώγιμων γεωργικών προϊόντων

β. Από οικοδομήματα που ιδιοχρησιμοποιούνται και τα οποία βρίσκονται μέσα ή έξω από αγροτικά κτήματα και χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή των έργων της γεωργικής, γενικά, επιχείρησης.

1. Τα µερίσµατα φορολογούνται µε συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%).
2. Οι τόκοι φορολογούνται µε συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%).
3. Τα δικαιώµατα φορολογούνται µε συντελεστή είκοσι (20%).
4. Το εισόδηµα από ακίνητη περιουσία φορολογείται σύµφωνα µε την ακόλουθη κλίµακα:

Εισόδημα από ακίνητη περιουσία Συντελεστής (%)
≤12.000 11%
>12.000 33%
1. Ο όρος «εισόδηµα από ακίνητη περιουσία» σηµαίνει το εισόδηµα, σε χρήµα ή σε είδος, που προκύπτει από την εκµίσθωση ή την ιδιοχρησιµοποίηση ή τη δωρεάν παραχώρηση χρήσης γης και ακινήτων.
Ειδικότερα το εισόδηµα αυτό προκύπτει από:
α) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης γης ή ακινήτων συµπεριλαµβανοµένων των κτιρίων, κατασκευών και κάθε είδους εγκαταστάσεων και εξοπλισµού τους.
β) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης µεταλλείων, λατοµείων, δασικών και αγροτικών εκτάσεων στις οποίες περιλαµβάνονται λιβάδια, καλλιεργήσιµες γαίες, βοσκήσιµες γαίες, καθώς και κάθε είδους κατασκευές ή εγκαταστάσεις που είναι στην επιφάνεια του εδάφους ή κάτω από αυτή, όπως τα ιχθυοτροφεία, οι λίµνες, οι δεξαµενές, οι πηγές και τα φρέατα.
γ) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης από την παραχώρηση χώρου για την τοποθέτηση κάθε είδους διαφηµιστικών επιγραφών.
δ) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης κοινόχρηστων χώρων σε ακίνητα.
2. Το εισόδηµα σε είδος αποτιµάται στην αγοραία αξία. Το εισόδηµα από ιδιοχρησιµοποίηση ή δωρεάν παραχώρηση τεκµαίρεται ότι συνίσταται στο τρία τοις εκατό (3%) της αντικειµενικής αξίας του ακινήτου. Κατ’ εξαίρεση το τεκµαρτό εισόδηµα του προηγούµενου εδαφίου που αφορά δωρεάν παραχώρηση κατοικίας µέχρι διακόσια τετραγωνικά µέτρα (200 τ.µ.) προκειµένου να χρησιµοποιηθεί ως κύρια κατοικία προς ανιόντες ή κατιόντες απαλλάσσεται από το φόρο.
3. Οι ακόλουθες δαπάνες εκπίπτουν µε τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι φυσικό πρόσωπο εκπίπτει ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) για δαπάνες επισκευής, συντήρησης, ανακαίνισης ή άλλες πάγιες και λειτουργικές δαπάνες του ακινήτου.
β) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου και τα κάθε είδους ιδρύµατα οι κάθε είδους δαπάνες εκπίπτουν σε ποσοστό εβδοµήντα πέντε τοις εκατό (75%). Ειδικά για το Άγιο Όρος το ποσοστό της έκπτωσης για τις δαπάνες του προηγούµενου εδαφίου ανέρχεται σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%).
γ) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι νοµικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα εκπίπτουν σε ποσοστό εβδοµήντα πέντε τοις εκατό (75%), οι δαπάνες επισκευής, συντήρησης, ανακαίνισης, καθώς και οι πάγιες και λειτουργικές δαπάνες.
δ) Το µίσθωµα που καταβάλλεται στις περιπτώσεις υπεκµίσθωσης.
ε) Οι δαπάνες αντιπληµµυρικών έργων και έργων αποξήρανσης ελών σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%).
στ) Το ποσό της αποζηµίωσης που καταβάλλει, βάσει νόµου, ο εκµισθωτής στο µισθωτή για τη λύση της µισθωτικής σχέσης του ακινήτου.

1. Κάθε εισόδηµα που προκύπτει από υπεραξία µεταβίβασης µε επαχθή αιτία ακίνητης περιουσίας ή ιδανικών µεριδίων αυτής ή εµπραγµάτου δικαιώµατος επί ακίνητης περιουσίας ή ιδανικού µεριδίου αυτού ή συµµετοχών οι οποίες έλκουν άνω του 50% της αξίας τους άµεσα ή έµµεσα από ακίνητη περιουσία και δεν συνιστά επιχειρηµατική δραστηριότητα, υπόκειται σε φόρο εισοδήµατος φυσικών προσώπων.
Στην έννοια του εισοδήµατος του προηγούµενου εδαφίου εµπίπτει και η αγοραία αξία του κτίσµατος που έχει ανεγερθεί σε έδαφος κυριότητας τρίτου µε δαπάνες του µισθωτή και περιέρχεται στην κατοχή του τρίτου µε τη λήξη ή διακοπή της µισθωτικής σχέσης.
Ως μεταβίβαση σύμφωνα με την παράγραφο αυτή νοείται και η εισφορά ακίνητης περιουσίας για την κάλυψη ή την αύξηση κεφαλαίου νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας.

2. Ως υπεραξία νοείται η διαφορά µεταξύ της τιµής κτήσης που κατέβαλε ο φορολογούµενος και της τιµής πώλησης ή της αξίας του ανταλλάγματος που καταβάλλεται σε αυτόν και λαµβάνεται αποπληθωρισµένη σύμφωνα με την παράγραφο 5.
Η τιµή κτήσης προσδιορίζεται ως εξής: α) Στην περίπτωση κτήσης λόγω μεταβίβασης με επαχθή αιτία, είναι το τίμημα ή η αξία του ανταλλάγματος, όπως προκύπτει από το οικείο συμβόλαιο, β) Στην περίπτωση κτήσης λόγω κληρονομικής διαδοχής ή μεταβίβασης με χαριστική αιτία, είναι η αξία βάσει της οποίας υπολογίστηκε ο φόρος κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής ή χορηγήθηκε απαλλαγή από αυτόν, όπως η αξία αυτή προκύπτει από το οικείο συμβόλαιο ή οποιοδήποτε άλλο δημόσιο έγγραφο, γ) σε κάθε άλλη περίπτωση, υπολογίζεται ως εξής: Τιμή κτήσης ίσον τιμή μεταβίβασης επί τον Δείκτη Τιμών Κατοικιών (ΔΤΚατ) του έτους κτήσης δια του ΔΤΚατ του προηγούμενου της μεταβίβασης έτους. Ως ΔΤΚατ νοείται ο μέσος Δείκτης Τιμών Περιοχών τη περιόδου Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου κάθε έτους, όπως ανακοινώνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Αν κατά το χρόνο της μεταβίβασης δεν έχει δημοσιευθεί μέσος ΔΤΚατ, λαμβάνεται υπ’ όψιν ο σχετικός δείκτης του αμέσως προηγούμενου έτους.
Η τιµή πώλησης είναι το αναγραφόµενο στο συµβόλαιο τίµηµα κατά το χρόνο της µεταβίβασης ή στην περίπτωση της ανταλλαγής, η αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας που αποτελεί το αντάλλαγμα για κάθε συμβαλλόμενο και εφόσον αυτή δεν υφίσταται, η φορολογητέα αξία.
Τυχόν δαπάνες που συνδέονται άµεσα µε την αγορά ή την πώληση του ακινήτου δεν συµπεριλαµβάνονται στην τιµή κτήσης και την τιµή πώλησης και δεν προστίθενται ή αφαιρούνται, αντίστοιχα.
Στην περίπτωση που περιέρχεται στην κατοχή τρίτου κτίσµα που έχει ανεγερθεί στο έδαφός του µε δαπάνες του µισθωτή σύµφωνα µε το δεύτερο εδάφιο της προηγούµενης παραγράφου, ως υπεραξία θεωρείται η αγοραία αντικειμενική αξία του κτίσµατος.
Αν η τιµή κτήσης δεν µπορεί να προσδιοριστεί θεωρείται ότι είναι µηδενική.
3. Ο χρόνος κτήσης είναι ο χρόνος απόκτησης ποσοστού τουλάχιστον εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του μεταβιβαζόμενου δικαιώματος επί της ακίνητης περιουσίας. Σε περίπτωση που δεν προκύπτει χρόνος κτήσης σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, ισχύουν τα εξής: α) Επί μεταβίβασης κτίσματος που ανεγέρθηκε, με αυτεπιστασία ή με βάση το σύστημα της αντιπαροχής, ως χρόνος κτήσης θεωρείται ο χρόνος μετά την παρέλευση πέντε (5) ετών από την ημερομηνία έκδοσης ή δύο (2) ετών από την ημερομηνία ανανέωσης της οικοδομικής άδειας ανέγερσης, εκτός εάν η μεταβίβαση γίνεται εντός των παραπάνω προθεσμιών. β) Επί πολεοδομικής τακτοποίησης εξ ολοκλήρου αυθαίρετης κατασκευής, ως χρόνος κτήσης θεωρείται ο χρόνος που δηλώνεται ως χρόνος ανέγερσης και πιστοποιείται από το μηχανικό στη σχετική αίτηση τακτοποίησης και αν αυτός δεν προκύπτει, η λήξη των χρονικών περιόδων που ορίζονται στο ν. 4178/2013. γ) Επί πολεοδομικής τακτοποίησης μερικώς αυθαίρετης κατασκευής, ως χρόνος κτήσης θεωρείται ο χρόνος κτήσης του νόμιμου κτίσματος.
Επί χρησικτησίας, ως χρόνος κτήσης θεωρείται η αντίστοιχη ημερομηνία του εικοστού πρώτου έτους, πριν από το χρόνο της μεταβίβασης.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να καθορίζεται χρόνος κτήσης και σε κάθε άλλη περίπτωση, καθώς και να ρυθμίζεται κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής
4. Σε περίπτωση κατά την οποία ο προσδιορισµός της υπεραξίας σύµφωνα µε τις ανωτέρω παραγράφους καταλήγει σε αρνητικό ποσό, η εν λόγω υπεραξία θεωρείται μηδενική.
5. Η υπεραξία που προκύπτει σύµφωνα µε τις ανωτέρω παραγράφους λαµβάνεται αποµειούµενη µε την εφαρµογή των ακόλουθων συντελεστών αποµείωσης:

Έτη διακράτησης Συντελεστής απομείωσης Έτη διακράτησης Συντελεστής απομείωσης
1 100,0% 14 77,9%
2 98,2% 15 76,4%
3 96,4% 16 74,8%
4 94,7% 17 73,2%
5 93,0% 18 71,7%
6 91,2% 19 70,2%
7 89,5% 20 68,7%
8 87,8% 21 67,2%
9 86,1% 22 65,7%
10 84,5% 23 64,2%
11 82,8% 24 62,8%
12 81,1% 25 61,5%
13 79,5% 26+ 60%

6. Στην έννοια του όρου µεταβίβαση για την εφαρµογή του παρόντος περιλαµβάνονται τα εξής:
α) η µεταβίβαση της πλήρους ή ψιλής κυριότητας, συµπεριλαµβανοµένης της πραγµατικής δουλείας, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για µεταβίβαση υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση ή µε τον όρο της εξώνησης,
β) η σύσταση επικαρπίας, οίκησης ή άλλης δουλείας,
γ) η παραίτηση από την κυριότητα ακινήτου ή από εµπράγµατο δικαίωµα επί ακινήτου,
δ) η µεταβίβαση του τίτλου µεταφοράς συντελεστή δόµησης,
ε) η μεταγραφή δικαστικής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 949 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, λόγω μη εκτέλεσης προσυμφώνου μεταβίβασης ή η απόκτηση οποιουδήποτε δικαιώματος των περιπτώσεων α΄, β΄ και δ΄ της παρούσας παραγράφου με αυτοσύμβαση,
στ) η εκποίηση ακινήτου συνεπεία εκούσιου
7. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι ακόλουθες περιπτώσεις δεν θεωρούνται µεταβιβάσεις ακίνητης περιουσίας:
α) η µεταγραφή δικαστικής απόφασης σύµφωνα µε το άρθρο 882 του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας λόγω µη εκτέλεσης προσυµφώνου µεταβίβασης, (Καταργήθηκε σύμφωνα με την περίπτωση 7ζ της υποπαραγράφου Δ1 του άρθρου 1 του νόμου 4254/2014, και ακολουθεί αναρίθμηση των επόμενων περιπτώσεων)
α) η µεταγραφή τελεσίδικης δικαστικής απόφασης µε την οποία αναγνωρίζεται δικαίωµα κυριότητας επί ακινήτου στον εντολέα λόγω υπερβάσεως της εντολής από τον εντολοδόχο,
β) η µεταγραφή δικαστικής απόφασης µε την οποία ακυρώνεται λόγω εικονικότητας σύµβαση µεταβίβασης ακινήτου,
γ) η επικύρωση ανώµαλων δικαιοπραξιών, οι οποίες έχουν ήδη συµπεριληφθεί στις φορολογητέες µεταβιβάσεις της παραγράφου 1,
δ) η αυτούσια διανοµή ή συνένωση ακινήτων ή πράξη σύστασης οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας, εφόσον δεν μεταβάλλονται τα ποσοστά συνιδιοκτησίας ανά συνιδιοκτήτη.
8. Σε περιπτώσεις κτήσης ακίνητης περιουσίας αιτία θανάτου, δωρεάς ή γονικής παροχής, η τιµή κτήσης προσδιορίζεται κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονοµιάς ή κατά το χρόνο κατάρτισης του συµβολαίου δωρεάς ή γονικής παροχής.
(Καταργήθηκε η παράγραφος 8 σύμφωνα με την περίπτωση 7η της υποπαραγράφου Δ1 του άρθρου 1 του νόμου 4254/2014 και γίνεται αναρίθμηση στις παρακάτω παραγράφους)
8. Για τον καθορισµό της αξίας της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της χρησικτησίας, της προσωπικής δουλείας ή άλλης δουλείας επί του ακινήτου, εφαρµόζονται οι διατάξεις των άρθρων 15, 16 και της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονοµιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Τυχερά Παίγνια
9. Από την υπεραξία, όπως αυτή προκύπτει μετά την απομείωσή της σύμφωνα με την παρ. 5, αφαιρείται ποσό μέχρι είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ, εφόσον ο φορολογούμενος διακράτησε το ακίνητο για πέντε (5) τουλάχιστον έτη και επιβάλλεται φόρος υπεραξίας στο τυχόν υπόλοιπο ποσό.
10. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζονται οι τιµές κτήσης σε ειδικές περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν σύµφωνα µε την παράγραφο 2, καθώς και κάθε άλλο θέµα για την εφαρµογή του άρθρου αυτού. 

1. Ο όρος «εισόδηµα από ακίνητη περιουσία» σηµαίνει το εισόδηµα, σε χρήµα ή σε είδος, που προκύπτει από την εκµίσθωση ή την ιδιοχρησιµοποίηση ή τη δωρεάν παραχώρηση χρήσης γης και ακινήτων.
Ειδικότερα το εισόδηµα αυτό προκύπτει από:
α) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης γης ή ακινήτων συµπεριλαµβανοµένων των κτιρίων, κατασκευών και κάθε είδους εγκαταστάσεων και εξοπλισµού τους.
β) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης µεταλλείων, λατοµείων, δασικών και αγροτικών εκτάσεων στις οποίες περιλαµβάνονται λιβάδια, καλλιεργήσιµες γαίες, βοσκήσιµες γαίες, καθώς και κάθε είδους κατασκευές ή εγκαταστάσεις που είναι στην επιφάνεια του εδάφους ή κάτω από αυτή, όπως τα ιχθυοτροφεία, οι λίµνες, οι δεξαµενές, οι πηγές και τα φρέατα.
γ) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης από την παραχώρηση χώρου για την τοποθέτηση κάθε είδους διαφηµιστικών επιγραφών.
δ) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης κοινόχρηστων χώρων σε ακίνητα.
2. Το εισόδηµα σε είδος αποτιµάται στην αγοραία αξία. Το εισόδηµα από ιδιοχρησιµοποίηση ή δωρεάν παραχώρηση τεκµαίρεται ότι συνίσταται στο τρία τοις εκατό (3%) της αντικειµενικής αξίας του ακινήτου. Κατ’ εξαίρεση το τεκµαρτό εισόδηµα του προηγούµενου εδαφίου που αφορά δωρεάν παραχώρηση κατοικίας µέχρι διακόσια τετραγωνικά µέτρα (200 τ.µ.) προκειµένου να χρησιµοποιηθεί ως κύρια κατοικία προς ανιόντες ή κατιόντες απαλλάσσεται από το φόρο.
3. Οι ακόλουθες δαπάνες εκπίπτουν µε τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι φυσικό πρόσωπο εκπίπτει ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) για δαπάνες επισκευής, συντήρησης, ανακαίνισης ή άλλες πάγιες και λειτουργικές δαπάνες του ακινήτου.
β) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου και τα κάθε είδους ιδρύµατα οι κάθε είδους δαπάνες εκπίπτουν σε ποσοστό εβδοµήντα πέντε τοις εκατό (75%). Ειδικά για το Άγιο Όρος το ποσοστό της έκπτωσης για τις δαπάνες του προηγούµενου εδαφίου ανέρχεται σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%).
γ) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι νοµικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα εκπίπτουν σε ποσοστό εβδοµήντα πέντε τοις εκατό (75%), οι δαπάνες επισκευής, συντήρησης, ανακαίνισης, καθώς και οι πάγιες και λειτουργικές δαπάνες.
δ) Το µίσθωµα που καταβάλλεται στις περιπτώσεις υπεκµίσθωσης.
ε) Οι δαπάνες αντιπληµµυρικών έργων και έργων αποξήρανσης ελών σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%).
στ) Το ποσό της αποζηµίωσης που καταβάλλει, βάσει νόµου, ο εκµισθωτής στο µισθωτή για τη λύση της µισθωτικής σχέσης του ακινήτου.

1. Το κέρδος από επιχειρηµατική δραστηριότητα προσδιορίζεται σύµφωνα µε τις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ΄, του Μέρους Δεύτερου («Φόρος Εισοδήµατος Φυσικών Προσώπων») του Κ.Φ.Ε., εκτός από τις περιπτώσεις όπου ορίζεται διαφορετικά στο παρόν κεφάλαιο.
Στην έννοια του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο εμπίπτει και η κεφαλαιοποίηση ή διανομή κερδών για τα οποία δεν έχει καταβληθεί φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων.

2. Όλα τα έσοδα που αποκτούν τα νοµικά πρόσωπα και οι νοµικές οντότητες που αναφέρονται στις περιπτώσεις του άρθρου 45 Υποκείµενα του φόρου
Σε φόρο εισοδήµατος νοµικών προσώπων και νοµικών οντοτήτων υπόκεινται:
α) οι κεφαλαιουχικές εταιρείες που συστήθηκαν στην ηµεδαπή ή την αλλοδαπή,
β) οι προσωπικές εταιρείες που συστήθηκαν στην ηµεδαπή ή την αλλοδαπή,
γ) τα µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που συστήθηκαν στην ηµεδαπή ή την αλλοδαπή και στα οποία περιλαµβάνονται και τα κάθε είδους σωµατεία και ιδρύµατα, µε εξαίρεση µόνο τα κάθε είδους έσοδα που πραγµατοποιούνται κατά την επιδίωξη της εκπλήρωσης του σκοπού τους, τα οποία δεν αποτελούν αντικείµενο φόρου,
δ) συνεταιρισµοί και ενώσεις αυτών,
ε) κοινωνίες αστικού δικαίου, αστικές κερδοσκοπικές ή µη κερδοσκοπικές εταιρείες, συµµετοχικές ή αφανείς εφόσον ασκούν επιχείρηση ή επάγγελµα,
στ) κοινοπραξίες,
ζ) οι νοµικές οντότητες που ορίζονται στο άρθρο 2 του Κ.Φ.Ε. και δεν περιλαµβάνονται σε µια από τις προηγούµενες περιπτώσεις.
Στην περίπτωση των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων που τηρούν απλογραφικά βιβλία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του άρθρου 47 του παρόντος Κώδικα θεωρούνται έσοδα από επιχειρηµατική δραστηριότητα.
3. Τα έσοδα και τα έξοδα των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων που εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, που προκύπτουν κατά την αρχική αναγνώριση των χρηματοοικονομικών μέσων, κατανέμονται ανάλογα με τη χρονική διάρκεια των αντίστοιχων μέσων, σύμφωνα και με τα οριζόμενα από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Ως χρηματοοικονομικά μέσα νοούνται τα οριζόμενα από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, όπως αυτά υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 1606/2002, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

4. Για τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες που τηρούν απλογραφικά βιβλία εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 21 έως και 28 του Κεφαλαίου Γ΄ του Μέρους Δεύτερου.

5. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 37 και της παραγράφου 6 του άρθρου 42 εφαρμόζονται και στα νομικά πρόσωπα του άρθρου 45 .
6. Ειδικά το εισόδημα από υπεραξία μεταβίβασης κρατικών ομολόγων και εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου που αποκτούν νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που δεν είναι φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας και δεν έχουν στην Ελλάδα μόνιμη εγκατάσταση απαλλάσσεται του φόρου.

1. Ως κέρδος από επιχειρηµατική δραστηριότητα θεωρείται το σύνολο των εσόδων από τις επιχειρηµατικές συναλλαγές μετά την αφαίρεση των επιχειρηµατικών δαπανών, των αποσβέσεων και των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις. Στα έσοδα από τις επιχειρηµατικές συναλλαγές περιλαµβάνονται και τα έσοδα από την πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης, καθώς και το προϊόν της εκκαθάρισής της, όπως αυτά προκύπτουν στη διάρκεια του φορολογικού έτους.
Ειδικά, για τον προσδιορισµό του εισοδήµατος από αγροτική επιχειρηµατική δραστηριότητα στα έσοδα από επιχειρηµατικές συναλλαγές περιλαµβάνονται τα έσοδα από την παραγωγή γεωργικών, πτηνοτροφικών, κτηνοτροφικών, δασοκοµικών, υλοτοµικών και αλιευτικών προϊόντων.
2. Το κέρδος από επιχειρηµατική δραστηριότητα προσδιορίζεται για κάθε φορολογικό έτος µε βάση το λογαριασµό αποτελεσµάτων χρήσης, ο οποίος συντάσσεται σύµφωνα µε το Ελληνικό Λογιστικό Σχέδιο και τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ΚΦΑΣ), όπως ισχύει.
Σε περίπτωση που η επιχείρηση εφαρµόζει Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, το κέρδος προσδιορίζεται αποκλειστικά, σύµφωνα µε τον πίνακα φορολογικών αποτελεσµάτων χρήσης.
3. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ως «επιχειρηµατική συναλλαγή» θεωρείται κάθε μεμονωμένη ή συµπτωµατική πράξη µε την οποία πραγµατοποιείται συναλλαγή ή και η συστηµατική διενέργεια πράξεων στην οικονοµική αγορά µε σκοπό την επίτευξη κέρδους. Κάθε τρεις οµοειδείς συναλλαγές που λαµβάνουν χώρα εντός ενός εξαµήνου θεωρούνται συστηµατική διενέργεια πράξεων.
Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται για τους τίτλους του άρθρου 42 που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά ή πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένης και της Εναλλακτικής Αγοράς του Χρηματιστηρίου για τα κρατικά ομόλογα.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να προβλέπεται η εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου και σε κάθε άλλη ρυθμιζόμενη αγορά ή άλλου τίτλους.
Με όμοια απόφαση καθορίζονται οι φορολογούμενοι που ασχολούνται κατ’ επάγγελμα με τις ανωτέρω συναλλαγές.
Σε περίπτωση συναλλαγών που αφορούν ακίνητα, η περίοδος του δεύτερου εδαφίου είναι δύο (2) έτη.
4. Kάθε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνοµη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία θεωρείται κέρδος από επιχειρηµατική δραστηριότητα υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
 Εισόδηµα από ακίνητη περιουσία

1. Ο όρος «εισόδηµα από ακίνητη περιουσία» σηµαίνει το εισόδηµα, σε χρήµα ή σε είδος, που προκύπτει από την εκµίσθωση ή την ιδιοχρησιµοποίηση ή τη δωρεάν παραχώρηση χρήσης γης και ακινήτων.
Ειδικότερα το εισόδηµα αυτό προκύπτει από:
α) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης γης ή ακινήτων συµπεριλαµβανοµένων των κτιρίων, κατασκευών και κάθε είδους εγκαταστάσεων και εξοπλισµού τους.
β) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης µεταλλείων, λατοµείων, δασικών και αγροτικών εκτάσεων στις οποίες περιλαµβάνονται λιβάδια, καλλιεργήσιµες γαίες, βοσκήσιµες γαίες, καθώς και κάθε είδους κατασκευές ή εγκαταστάσεις που είναι στην επιφάνεια του εδάφους ή κάτω από αυτή, όπως τα ιχθυοτροφεία, οι λίµνες, οι δεξαµενές, οι πηγές και τα φρέατα.
γ) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης από την παραχώρηση χώρου για την τοποθέτηση κάθε είδους διαφηµιστικών επιγραφών.
δ) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης κοινόχρηστων χώρων σε ακίνητα.
2. Το εισόδηµα σε είδος αποτιµάται στην αγοραία αξία. Το εισόδηµα από ιδιοχρησιµοποίηση ή δωρεάν παραχώρηση τεκµαίρεται ότι συνίσταται στο τρία τοις εκατό (3%) της αντικειµενικής αξίας του ακινήτου. Κατ’ εξαίρεση το τεκµαρτό εισόδηµα του προηγούµενου εδαφίου που αφορά δωρεάν παραχώρηση κατοικίας µέχρι διακόσια τετραγωνικά µέτρα (200 τ.µ.) προκειµένου να χρησιµοποιηθεί ως κύρια κατοικία προς ανιόντες ή κατιόντες απαλλάσσεται από το φόρο.
3. Οι ακόλουθες δαπάνες εκπίπτουν µε τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι φυσικό πρόσωπο εκπίπτει ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) για δαπάνες επισκευής, συντήρησης, ανακαίνισης ή άλλες πάγιες και λειτουργικές δαπάνες του ακινήτου.
β) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου και τα κάθε είδους ιδρύµατα οι κάθε είδους δαπάνες εκπίπτουν σε ποσοστό εβδοµήντα πέντε τοις εκατό (75%). Ειδικά για το Άγιο Όρος το ποσοστό της έκπτωσης για τις δαπάνες του προηγούµενου εδαφίου ανέρχεται σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%).
γ) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι νοµικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα εκπίπτουν σε ποσοστό εβδοµήντα πέντε τοις εκατό (75%), οι δαπάνες επισκευής, συντήρησης, ανακαίνισης, καθώς και οι πάγιες και λειτουργικές δαπάνες.
δ) Το µίσθωµα που καταβάλλεται στις περιπτώσεις υπεκµίσθωσης.
ε) Οι δαπάνες αντιπληµµυρικών έργων και έργων αποξήρανσης ελών σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%).
στ) Το ποσό της αποζηµίωσης που καταβάλλει, βάσει νόµου, ο εκµισθωτής στο µισθωτή για τη λύση της µισθωτικής σχέσης του ακινήτου.

 Εισόδηµα από ακίνητη περιουσία

1. Ο όρος «εισόδηµα από ακίνητη περιουσία» σηµαίνει το εισόδηµα, σε χρήµα ή σε είδος, που προκύπτει από την εκµίσθωση ή την ιδιοχρησιµοποίηση ή τη δωρεάν παραχώρηση χρήσης γης και ακινήτων.
Ειδικότερα το εισόδηµα αυτό προκύπτει από:
α) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης γης ή ακινήτων συµπεριλαµβανοµένων των κτιρίων, κατασκευών και κάθε είδους εγκαταστάσεων και εξοπλισµού τους.
β) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης µεταλλείων, λατοµείων, δασικών και αγροτικών εκτάσεων στις οποίες περιλαµβάνονται λιβάδια, καλλιεργήσιµες γαίες, βοσκήσιµες γαίες, καθώς και κάθε είδους κατασκευές ή εγκαταστάσεις που είναι στην επιφάνεια του εδάφους ή κάτω από αυτή, όπως τα ιχθυοτροφεία, οι λίµνες, οι δεξαµενές, οι πηγές και τα φρέατα.
γ) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης από την παραχώρηση χώρου για την τοποθέτηση κάθε είδους διαφηµιστικών επιγραφών.
δ) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης κοινόχρηστων χώρων σε ακίνητα.
2. Το εισόδηµα σε είδος αποτιµάται στην αγοραία αξία. Το εισόδηµα από ιδιοχρησιµοποίηση ή δωρεάν παραχώρηση τεκµαίρεται ότι συνίσταται στο τρία τοις εκατό (3%) της αντικειµενικής αξίας του ακινήτου. Κατ’ εξαίρεση το τεκµαρτό εισόδηµα του προηγούµενου εδαφίου που αφορά δωρεάν παραχώρηση κατοικίας µέχρι διακόσια τετραγωνικά µέτρα (200 τ.µ.) προκειµένου να χρησιµοποιηθεί ως κύρια κατοικία προς ανιόντες ή κατιόντες απαλλάσσεται από το φόρο.
3. Οι ακόλουθες δαπάνες εκπίπτουν µε τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι φυσικό πρόσωπο εκπίπτει ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) για δαπάνες επισκευής, συντήρησης, ανακαίνισης ή άλλες πάγιες και λειτουργικές δαπάνες του ακινήτου.
β) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου και τα κάθε είδους ιδρύµατα οι κάθε είδους δαπάνες εκπίπτουν σε ποσοστό εβδοµήντα πέντε τοις εκατό (75%). Ειδικά για το Άγιο Όρος το ποσοστό της έκπτωσης για τις δαπάνες του προηγούµενου εδαφίου ανέρχεται σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%).
γ) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι νοµικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα εκπίπτουν σε ποσοστό εβδοµήντα πέντε τοις εκατό (75%), οι δαπάνες επισκευής, συντήρησης, ανακαίνισης, καθώς και οι πάγιες και λειτουργικές δαπάνες.
δ) Το µίσθωµα που καταβάλλεται στις περιπτώσεις υπεκµίσθωσης.
ε) Οι δαπάνες αντιπληµµυρικών έργων και έργων αποξήρανσης ελών σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%).
στ) Το ποσό της αποζηµίωσης που καταβάλλει, βάσει νόµου, ο εκµισθωτής στο µισθωτή για τη λύση της µισθωτικής σχέσης του ακινήτου.

 1. Το κέρδος από επιχειρηµατική δραστηριότητα προσδιορίζεται σύµφωνα µε τις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ΄, του Μέρους Δεύτερου («Φόρος Εισοδήµατος Φυσικών Προσώπων») του Κ.Φ.Ε., εκτός από τις περιπτώσεις όπου ορίζεται διαφορετικά στο παρόν κεφάλαιο.
Στην έννοια του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο εμπίπτει και η κεφαλαιοποίηση ή διανομή κερδών για τα οποία δεν έχει καταβληθεί φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων.

2. Όλα τα έσοδα που αποκτούν τα νοµικά πρόσωπα και οι νοµικές οντότητες που αναφέρονται στις περιπτώσεις του άρθρου 45 Υποκείµενα του φόρου
Σε φόρο εισοδήµατος νοµικών προσώπων και νοµικών οντοτήτων υπόκεινται:
α) οι κεφαλαιουχικές εταιρείες που συστήθηκαν στην ηµεδαπή ή την αλλοδαπή,
β) οι προσωπικές εταιρείες που συστήθηκαν στην ηµεδαπή ή την αλλοδαπή,
γ) τα µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που συστήθηκαν στην ηµεδαπή ή την αλλοδαπή και στα οποία περιλαµβάνονται και τα κάθε είδους σωµατεία και ιδρύµατα, µε εξαίρεση µόνο τα κάθε είδους έσοδα που πραγµατοποιούνται κατά την επιδίωξη της εκπλήρωσης του σκοπού τους, τα οποία δεν αποτελούν αντικείµενο φόρου,
δ) συνεταιρισµοί και ενώσεις αυτών,
ε) κοινωνίες αστικού δικαίου, αστικές κερδοσκοπικές ή µη κερδοσκοπικές εταιρείες, συµµετοχικές ή αφανείς εφόσον ασκούν επιχείρηση ή επάγγελµα,
στ) κοινοπραξίες,
ζ) οι νοµικές οντότητες που ορίζονται στο άρθρο 2 του Κ.Φ.Ε. και δεν περιλαµβάνονται σε µια από τις προηγούµενες περιπτώσεις.
Στην περίπτωση των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων που τηρούν απλογραφικά βιβλία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του άρθρου 47 του παρόντος Κώδικα θεωρούνται έσοδα από επιχειρηµατική δραστηριότητα.
3. Τα έσοδα και τα έξοδα των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων που εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, που προκύπτουν κατά την αρχική αναγνώριση των χρηματοοικονομικών μέσων, κατανέμονται ανάλογα με τη χρονική διάρκεια των αντίστοιχων μέσων, σύμφωνα και με τα οριζόμενα από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Ως χρηματοοικονομικά μέσα νοούνται τα οριζόμενα από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, όπως αυτά υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 1606/2002, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

4. Για τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες που τηρούν απλογραφικά βιβλία εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 21 έως και 28 του Κεφαλαίου Γ΄ του Μέρους Δεύτερου.

5. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 37 και της παραγράφου 6 του άρθρου 42 εφαρμόζονται και στα νομικά πρόσωπα του άρθρου 45 .
6. Ειδικά το εισόδημα από υπεραξία μεταβίβασης κρατικών ομολόγων και εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου που αποκτούν νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που δεν είναι φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας και δεν έχουν στην Ελλάδα μόνιμη εγκατάσταση απαλλάσσεται του φόρου.

1. Ως κέρδος από επιχειρηµατική δραστηριότητα θεωρείται το σύνολο των εσόδων από τις επιχειρηµατικές συναλλαγές μετά την αφαίρεση των επιχειρηµατικών δαπανών, των αποσβέσεων και των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις. Στα έσοδα από τις επιχειρηµατικές συναλλαγές περιλαµβάνονται και τα έσοδα από την πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης, καθώς και το προϊόν της εκκαθάρισής της, όπως αυτά προκύπτουν στη διάρκεια του φορολογικού έτους.
Ειδικά, για τον προσδιορισµό του εισοδήµατος από αγροτική επιχειρηµατική δραστηριότητα στα έσοδα από επιχειρηµατικές συναλλαγές περιλαµβάνονται τα έσοδα από την παραγωγή γεωργικών, πτηνοτροφικών, κτηνοτροφικών, δασοκοµικών, υλοτοµικών και αλιευτικών προϊόντων.
2. Το κέρδος από επιχειρηµατική δραστηριότητα προσδιορίζεται για κάθε φορολογικό έτος µε βάση το λογαριασµό αποτελεσµάτων χρήσης, ο οποίος συντάσσεται σύµφωνα µε το Ελληνικό Λογιστικό Σχέδιο και τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ΚΦΑΣ), όπως ισχύει.
Σε περίπτωση που η επιχείρηση εφαρµόζει Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, το κέρδος προσδιορίζεται αποκλειστικά, σύµφωνα µε τον πίνακα φορολογικών αποτελεσµάτων χρήσης.
3. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ως «επιχειρηµατική συναλλαγή» θεωρείται κάθε μεμονωμένη ή συµπτωµατική πράξη µε την οποία πραγµατοποιείται συναλλαγή ή και η συστηµατική διενέργεια πράξεων στην οικονοµική αγορά µε σκοπό την επίτευξη κέρδους. Κάθε τρεις οµοειδείς συναλλαγές που λαµβάνουν χώρα εντός ενός εξαµήνου θεωρούνται συστηµατική διενέργεια πράξεων.
Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται για τους τίτλους του άρθρου 42 που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά ή πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένης και της Εναλλακτικής Αγοράς του Χρηματιστηρίου για τα κρατικά ομόλογα.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να προβλέπεται η εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου και σε κάθε άλλη ρυθμιζόμενη αγορά ή άλλου τίτλους.
Με όμοια απόφαση καθορίζονται οι φορολογούμενοι που ασχολούνται κατ’ επάγγελμα με τις ανωτέρω συναλλαγές.
Σε περίπτωση συναλλαγών που αφορούν ακίνητα, η περίοδος του δεύτερου εδαφίου είναι δύο (2) έτη.
4. Kάθε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνοµη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία θεωρείται κέρδος από επιχειρηµατική δραστηριότητα υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
 Φορολογικές Αποσβέσεις
1. Κατά τον προσδιορισµό των κερδών από επιχειρηµατική δραστηριότητα, οι φορολογικές αποσβέσεις των στοιχείων του ενεργητικού εκπίπτουν από:
α) τον κύριο των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης σε όλες τις περιπτώσεις εκτός της περίπτωσης β΄,
β) τον μισθωτή, σε περίπτωση χρηµατοοικονοµικής μίσθωσης.
2. Για τους σκοπούς της παρούσας διάταξης, ο όρος «χρηµατοοικονοµική μίσθωση» σηµαίνει οποιαδήποτε προφορική ή έγγραφη σύµβαση µε την οποία ο εκµισθωτής (κύριος) υποχρεούται έναντι μισθώµατος να παραχωρεί στον μισθωτή (χρήστη) τη χρήση ενός περιουσιακού στοιχείου, εφόσον πληρούνται ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα κριτήρια:
α) η κυριότητα του περιουσιακού στοιχείου περιέρχεται στον μισθωτή µε τη λήξη του χρόνου της μίσθωσης,
β) η σύµβαση της μίσθωσης περιλαµβάνει όρο συµφέρουσας προσφοράς για την εξαγορά του εξοπλισµού σε τιµή κατώτερη της αγοραίας αξίας,
γ) η περίοδος της μίσθωσης καλύπτει τουλάχιστον το ενενήντα τοις εκατό (90%) της οικονοµικής διάρκειας ζωής του περιουσιακού στοιχείου όπως αυτή προκύπτει από τον πίνακα της παραγράφου 4 ακόµη και στην περίπτωση που ο τίτλος δεν μεταβιβάζεται κατά τη λήξη της μίσθωσης,
δ) κατά τη σύναψη της σύµβασης της μίσθωσης, η παρούσα αξία των μισθωμάτων ανέρχεται τουλάχιστον στο ενενήντα τοις εκατό (90%) της αγοραίας αξίας του περιουσιακού στοιχείου που εκµισθώνεται,
ε) τα περιουσιακά στοιχεία που εκµισθώνονται είναι τέτοιας ειδικής φύσης που μόνον ο μισθωτής δύναται να τα μεταχειριστεί δίχως να προβεί σε σηµαντικές αλλοιώσεις.
Στην περίπτωση της μίσθωσης οχημάτων στην έννοια του μισθώματος σύμφωνα με την περίπτωση δ’ δεν συμπεριλαμβάνονται τα κόστη λειτουργίας του οχήματος.
3. Εδαφικές εκτάσεις, έργα τέχνης, αντίκες, κοσµήµατα και άλλα πάγια στοιχεία ενεργητικού επιχειρήσεων που δεν υπόκεινται σε φθορά και αχρήστευση λόγω παλαιότητας, δεν υπόκεινται σε φορολογική απόσβεση.
4. Κόστος κτήσης ή κατασκευής, περιλαµβανοµένου και του κόστους βελτίωσης, ανανέωσης και ανακατασκευής αποκατάστασης του περιβάλλοντος αποσβένονται, σύµφωνα µε τον παρακάτω πίνακα:
Κατηγορία ενεργητικού επιχείρησης Συντελεστής φορολογικής απόσβεσης (% ανά φορολογικό έτος)
Κτίρια, κατασκευές, εγκαταστάσεις, βιομηχανικές και ειδικές εγκαταστάσεις, μη κτιριακές εγκαταστάσεις, αποθήκες και σταθμοί, περιλαμβανομένων των παραρτημάτων τους (και ειδικών οχημάτων φορτοεκφόρτωσης) 4
Εδαφικές εκτάσεις που χρησιμοποιούνται σε εξόρυξη και λατομεία, εκτός αν χρησιμοποιούνται για τις υποστηρικτικές δραστηριότητες εξόρυξης 5
Μέσα μαζικής μεταφοράς, περιλαμβανομένων αεροσκαφών, σιδηροδρομικών συρμών, πλοίων και σκαφών 5
Μηχανήματα, εξοπλισμός εκτός Η/Υ και λογισμικού 10
Μέσα μεταφοράς ατόμων 16
Μέσα μεταφοράς εμπορευμάτων («εσωτερικές εμπορευματικές μεταφορές» ) 12
Άυλα στοιχεία και δικαιώματα και έξοδα πολυετούς απόσβεσης 10
Εξοπλισμός Η/Υ, κύριος και περιφερειακός και λογισμικό 20
Λοιπά πάγια στοιχεία της επιχείρησης 10

 

Ο συντελεστής φορολογικής απόσβεσης του προηγούµενου πίνακα για τα άυλα στοιχεία και δικαιώµατα ισχύει, εφόσον δεν προκύπτει συµβατικά από την αρχική συµφωνία διαφορετική των δέκα (10) ετών οικονοµική διάρκεια ζωής, οπότε και ο συντελεστής διαµορφώνεται ως το πηλίκο «1 διά έτη διάρκειας ζωής δικαιώµατος». Σε περίπτωση δικαιωµάτων που θεµελιώθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης, για την αναπόσβεστη αξία (εναποµείνασα αξία) ως διάρκεια δικαιώµατος λαµβάνεται η υπολειπόµενη διάρκεια του δικαιώµατος.
5. Ο υπολογισµός των φορολογικών αποσβέσεων είναι υποχρεωτικός, γίνεται σε ετήσια βάση και δεν επιτρέπεται η μεταφορά αποσβενόµενων ποσών μεταξύ οικονοµικών χρήσεων.
6. Η φορολογική απόσβεση ενός πάγιου περιουσιακού στοιχείου αρχίζει από τον επόµενο μήνα εντός του οποίου χρησιµοποιείται ή τίθεται σε υπηρεσία από τον φορολογούµενο κατ’ αναλογία µε τους συντελεστές της παραγράφου 4.
7. Το ποσό της φορολογικής απόσβεσης δεν δύναται να υπερβεί το κόστος κτήσης ή κατασκευής, περιλαµβανοµένου του κόστους βελτίωσης, ανανέωσης και ανακατασκευής, καθώς και αποκατάστασης του περιβάλλοντος. Εάν η αποσβέσιµη αξία ενός περιουσιακού στοιχείου της επιχείρησης είναι μικρότερη από χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, το εν λόγω στοιχείο μπορεί να αποσβεστεί εξ ολοκλήρου μέσα στο φορολογικό έτος που αποκτήθηκε το περιουσιακό στοιχείο. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών μπορεί να αναπροσαρµόζεται το ποσό που ορίζεται στο προηγούµενο εδάφιο µία φορά ανά πέντε έτη, µε βάση τα κατάλληλα στοιχεία που δηµοσιεύονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.).
8. Οι νέες επιχειρήσεις δύνανται να αναβάλουν την απόσβεση των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης κατά τα πρώτα τρία (3) φορολογικά έτη.
9. Ο υπολογισμός της τιμής κτήσης σύμφωνα με τα άρθρα 41 και 42γίνεται με βάση τις φορολογικές αποσβέσεις.
9. Από την υπεραξία, όπως αυτή προκύπτει μετά την απομείωσή της σύμφωνα με την παρ. 5, αφαιρείται ποσό μέχρι είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ, εφόσον ο φορολογούμενος διακράτησε το ακίνητο για πέντε (5) τουλάχιστον έτη και επιβάλλεται φόρος υπεραξίας στο τυχόν υπόλοιπο ποσό.

 Εισόδηµα από ακίνητη περιουσία

1. Ο όρος «εισόδηµα από ακίνητη περιουσία» σηµαίνει το εισόδηµα, σε χρήµα ή σε είδος, που προκύπτει από την εκµίσθωση ή την ιδιοχρησιµοποίηση ή τη δωρεάν παραχώρηση χρήσης γης και ακινήτων.
Ειδικότερα το εισόδηµα αυτό προκύπτει από:
α) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης γης ή ακινήτων συµπεριλαµβανοµένων των κτιρίων, κατασκευών και κάθε είδους εγκαταστάσεων και εξοπλισµού τους.
β) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης µεταλλείων, λατοµείων, δασικών και αγροτικών εκτάσεων στις οποίες περιλαµβάνονται λιβάδια, καλλιεργήσιµες γαίες, βοσκήσιµες γαίες, καθώς και κάθε είδους κατασκευές ή εγκαταστάσεις που είναι στην επιφάνεια του εδάφους ή κάτω από αυτή, όπως τα ιχθυοτροφεία, οι λίµνες, οι δεξαµενές, οι πηγές και τα φρέατα.
γ) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης από την παραχώρηση χώρου για την τοποθέτηση κάθε είδους διαφηµιστικών επιγραφών.
δ) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης κοινόχρηστων χώρων σε ακίνητα.
2. Το εισόδηµα σε είδος αποτιµάται στην αγοραία αξία. Το εισόδηµα από ιδιοχρησιµοποίηση ή δωρεάν παραχώρηση τεκµαίρεται ότι συνίσταται στο τρία τοις εκατό (3%) της αντικειµενικής αξίας του ακινήτου. Κατ’ εξαίρεση το τεκµαρτό εισόδηµα του προηγούµενου εδαφίου που αφορά δωρεάν παραχώρηση κατοικίας µέχρι διακόσια τετραγωνικά µέτρα (200 τ.µ.) προκειµένου να χρησιµοποιηθεί ως κύρια κατοικία προς ανιόντες ή κατιόντες απαλλάσσεται από το φόρο.
3. Οι ακόλουθες δαπάνες εκπίπτουν µε τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι φυσικό πρόσωπο εκπίπτει ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) για δαπάνες επισκευής, συντήρησης, ανακαίνισης ή άλλες πάγιες και λειτουργικές δαπάνες του ακινήτου.
β) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου και τα κάθε είδους ιδρύµατα οι κάθε είδους δαπάνες εκπίπτουν σε ποσοστό εβδοµήντα πέντε τοις εκατό (75%). Ειδικά για το Άγιο Όρος το ποσοστό της έκπτωσης για τις δαπάνες του προηγούµενου εδαφίου ανέρχεται σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%).
γ) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι νοµικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα εκπίπτουν σε ποσοστό εβδοµήντα πέντε τοις εκατό (75%), οι δαπάνες επισκευής, συντήρησης, ανακαίνισης, καθώς και οι πάγιες και λειτουργικές δαπάνες.
δ) Το µίσθωµα που καταβάλλεται στις περιπτώσεις υπεκµίσθωσης.
ε) Οι δαπάνες αντιπληµµυρικών έργων και έργων αποξήρανσης ελών σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%).
στ) Το ποσό της αποζηµίωσης που καταβάλλει, βάσει νόµου, ο εκµισθωτής στο µισθωτή για τη λύση της µισθωτικής σχέσης του ακινήτου.

 Φορολογικές Αποσβέσεις
1. Κατά τον προσδιορισµό των κερδών από επιχειρηµατική δραστηριότητα, οι φορολογικές αποσβέσεις των στοιχείων του ενεργητικού εκπίπτουν από:
α) τον κύριο των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης σε όλες τις περιπτώσεις εκτός της περίπτωσης β΄,
β) τον μισθωτή, σε περίπτωση χρηµατοοικονοµικής μίσθωσης.
2. Για τους σκοπούς της παρούσας διάταξης, ο όρος «χρηµατοοικονοµική μίσθωση» σηµαίνει οποιαδήποτε προφορική ή έγγραφη σύµβαση µε την οποία ο εκµισθωτής (κύριος) υποχρεούται έναντι μισθώµατος να παραχωρεί στον μισθωτή (χρήστη) τη χρήση ενός περιουσιακού στοιχείου, εφόσον πληρούνται ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα κριτήρια:
α) η κυριότητα του περιουσιακού στοιχείου περιέρχεται στον μισθωτή µε τη λήξη του χρόνου της μίσθωσης,
β) η σύµβαση της μίσθωσης περιλαµβάνει όρο συµφέρουσας προσφοράς για την εξαγορά του εξοπλισµού σε τιµή κατώτερη της αγοραίας αξίας,
γ) η περίοδος της μίσθωσης καλύπτει τουλάχιστον το ενενήντα τοις εκατό (90%) της οικονοµικής διάρκειας ζωής του περιουσιακού στοιχείου όπως αυτή προκύπτει από τον πίνακα της παραγράφου 4 ακόµη και στην περίπτωση που ο τίτλος δεν μεταβιβάζεται κατά τη λήξη της μίσθωσης,
δ) κατά τη σύναψη της σύµβασης της μίσθωσης, η παρούσα αξία των μισθωμάτων ανέρχεται τουλάχιστον στο ενενήντα τοις εκατό (90%) της αγοραίας αξίας του περιουσιακού στοιχείου που εκµισθώνεται,
ε) τα περιουσιακά στοιχεία που εκµισθώνονται είναι τέτοιας ειδικής φύσης που μόνον ο μισθωτής δύναται να τα μεταχειριστεί δίχως να προβεί σε σηµαντικές αλλοιώσεις.
Στην περίπτωση της μίσθωσης οχημάτων στην έννοια του μισθώματος σύμφωνα με την περίπτωση δ’ δεν συμπεριλαμβάνονται τα κόστη λειτουργίας του οχήματος.
3. Εδαφικές εκτάσεις, έργα τέχνης, αντίκες, κοσµήµατα και άλλα πάγια στοιχεία ενεργητικού επιχειρήσεων που δεν υπόκεινται σε φθορά και αχρήστευση λόγω παλαιότητας, δεν υπόκεινται σε φορολογική απόσβεση.
4. Κόστος κτήσης ή κατασκευής, περιλαµβανοµένου και του κόστους βελτίωσης, ανανέωσης και ανακατασκευής αποκατάστασης του περιβάλλοντος αποσβένονται, σύµφωνα µε τον παρακάτω πίνακα:
Κατηγορία ενεργητικού επιχείρησης Συντελεστής φορολογικής απόσβεσης (% ανά φορολογικό έτος)
Κτίρια, κατασκευές, εγκαταστάσεις, βιομηχανικές και ειδικές εγκαταστάσεις, μη κτιριακές εγκαταστάσεις, αποθήκες και σταθμοί, περιλαμβανομένων των παραρτημάτων τους (και ειδικών οχημάτων φορτοεκφόρτωσης) 4
Εδαφικές εκτάσεις που χρησιμοποιούνται σε εξόρυξη και λατομεία, εκτός αν χρησιμοποιούνται για τις υποστηρικτικές δραστηριότητες εξόρυξης 5
Μέσα μαζικής μεταφοράς, περιλαμβανομένων αεροσκαφών, σιδηροδρομικών συρμών, πλοίων και σκαφών 5
Μηχανήματα, εξοπλισμός εκτός Η/Υ και λογισμικού 10
Μέσα μεταφοράς ατόμων 16
Μέσα μεταφοράς εμπορευμάτων («εσωτερικές εμπορευματικές μεταφορές» ) 12
Άυλα στοιχεία και δικαιώματα και έξοδα πολυετούς απόσβεσης 10
Εξοπλισμός Η/Υ, κύριος και περιφερειακός και λογισμικό 20
Λοιπά πάγια στοιχεία της επιχείρησης 10

Ο συντελεστής φορολογικής απόσβεσης του προηγούµενου πίνακα για τα άυλα στοιχεία και δικαιώµατα ισχύει, εφόσον δεν προκύπτει συµβατικά από την αρχική συµφωνία διαφορετική των δέκα (10) ετών οικονοµική διάρκεια ζωής, οπότε και ο συντελεστής διαµορφώνεται ως το πηλίκο «1 διά έτη διάρκειας ζωής δικαιώµατος». Σε περίπτωση δικαιωµάτων που θεµελιώθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης, για την αναπόσβεστη αξία (εναποµείνασα αξία) ως διάρκεια δικαιώµατος λαµβάνεται η υπολειπόµενη διάρκεια του δικαιώµατος.
5. Ο υπολογισµός των φορολογικών αποσβέσεων είναι υποχρεωτικός, γίνεται σε ετήσια βάση και δεν επιτρέπεται η μεταφορά αποσβενόµενων ποσών μεταξύ οικονοµικών χρήσεων.
6. Η φορολογική απόσβεση ενός πάγιου περιουσιακού στοιχείου αρχίζει από τον επόµενο μήνα εντός του οποίου χρησιµοποιείται ή τίθεται σε υπηρεσία από τον φορολογούµενο κατ’ αναλογία µε τους συντελεστές της παραγράφου 4.
7. Το ποσό της φορολογικής απόσβεσης δεν δύναται να υπερβεί το κόστος κτήσης ή κατασκευής, περιλαµβανοµένου του κόστους βελτίωσης, ανανέωσης και ανακατασκευής, καθώς και αποκατάστασης του περιβάλλοντος. Εάν η αποσβέσιµη αξία ενός περιουσιακού στοιχείου της επιχείρησης είναι μικρότερη από χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, το εν λόγω στοιχείο μπορεί να αποσβεστεί εξ ολοκλήρου μέσα στο φορολογικό έτος που αποκτήθηκε το περιουσιακό στοιχείο. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών μπορεί να αναπροσαρµόζεται το ποσό που ορίζεται στο προηγούµενο εδάφιο µία φορά ανά πέντε έτη, µε βάση τα κατάλληλα στοιχεία που δηµοσιεύονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.).
8. Οι νέες επιχειρήσεις δύνανται να αναβάλουν την απόσβεση των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης κατά τα πρώτα τρία (3) φορολογικά έτη.
9. Ο υπολογισμός της τιμής κτήσης σύμφωνα με τα άρθρα 41 και 42γίνεται με βάση τις φορολογικές αποσβέσεις.
9. Από την υπεραξία, όπως αυτή προκύπτει μετά την απομείωσή της σύμφωνα με την παρ. 5, αφαιρείται ποσό μέχρι είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ, εφόσον ο φορολογούμενος διακράτησε το ακίνητο για πέντε (5) τουλάχιστον έτη και επιβάλλεται φόρος υπεραξίας στο τυχόν υπόλοιπο ποσό.

 Εισόδηµα από ακίνητη περιουσία

1. Ο όρος «εισόδηµα από ακίνητη περιουσία» σηµαίνει το εισόδηµα, σε χρήµα ή σε είδος, που προκύπτει από την εκµίσθωση ή την ιδιοχρησιµοποίηση ή τη δωρεάν παραχώρηση χρήσης γης και ακινήτων.
Ειδικότερα το εισόδηµα αυτό προκύπτει από:
α) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης γης ή ακινήτων συµπεριλαµβανοµένων των κτιρίων, κατασκευών και κάθε είδους εγκαταστάσεων και εξοπλισµού τους.
β) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης µεταλλείων, λατοµείων, δασικών και αγροτικών εκτάσεων στις οποίες περιλαµβάνονται λιβάδια, καλλιεργήσιµες γαίες, βοσκήσιµες γαίες, καθώς και κάθε είδους κατασκευές ή εγκαταστάσεις που είναι στην επιφάνεια του εδάφους ή κάτω από αυτή, όπως τα ιχθυοτροφεία, οι λίµνες, οι δεξαµενές, οι πηγές και τα φρέατα.
γ) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης από την παραχώρηση χώρου για την τοποθέτηση κάθε είδους διαφηµιστικών επιγραφών.
δ) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης κοινόχρηστων χώρων σε ακίνητα.
2. Το εισόδηµα σε είδος αποτιµάται στην αγοραία αξία. Το εισόδηµα από ιδιοχρησιµοποίηση ή δωρεάν παραχώρηση τεκµαίρεται ότι συνίσταται στο τρία τοις εκατό (3%) της αντικειµενικής αξίας του ακινήτου. Κατ’ εξαίρεση το τεκµαρτό εισόδηµα του προηγούµενου εδαφίου που αφορά δωρεάν παραχώρηση κατοικίας µέχρι διακόσια τετραγωνικά µέτρα (200 τ.µ.) προκειµένου να χρησιµοποιηθεί ως κύρια κατοικία προς ανιόντες ή κατιόντες απαλλάσσεται από το φόρο.
3. Οι ακόλουθες δαπάνες εκπίπτουν µε τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι φυσικό πρόσωπο εκπίπτει ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) για δαπάνες επισκευής, συντήρησης, ανακαίνισης ή άλλες πάγιες και λειτουργικές δαπάνες του ακινήτου.
β) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου και τα κάθε είδους ιδρύµατα οι κάθε είδους δαπάνες εκπίπτουν σε ποσοστό εβδοµήντα πέντε τοις εκατό (75%). Ειδικά για το Άγιο Όρος το ποσοστό της έκπτωσης για τις δαπάνες του προηγούµενου εδαφίου ανέρχεται σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%).
γ) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι νοµικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα εκπίπτουν σε ποσοστό εβδοµήντα πέντε τοις εκατό (75%), οι δαπάνες επισκευής, συντήρησης, ανακαίνισης, καθώς και οι πάγιες και λειτουργικές δαπάνες.
δ) Το µίσθωµα που καταβάλλεται στις περιπτώσεις υπεκµίσθωσης.
ε) Οι δαπάνες αντιπληµµυρικών έργων και έργων αποξήρανσης ελών σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%).
στ) Το ποσό της αποζηµίωσης που καταβάλλει, βάσει νόµου, ο εκµισθωτής στο µισθωτή για τη λύση της µισθωτικής σχέσης του ακινήτου.

 Εκπιπτόµενες επιχειρηµατικές δαπάνες

Κατά τον προσδιορισµό του κέρδους από επιχειρηµατική δραστηριότητα, επιτρέπεται η έκπτωση όλων των δαπανών, µε την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε , οι οποίες:
α) πραγµατοποιούνται προς το συµφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εµπορικές συναλλαγές της,
β) αντιστοιχούν σε πραγµατική συναλλαγή και η αξία της συναλλαγής δεν κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της αγοραίας, στη βάση των στοιχείων που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση.
γ) εγγράφονται στα τηρούµενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγµατοποιούνται και αποδεικνύονται µε κατάλληλα δικαιολογητικά.

 Μη εκπιπτόµενες επιχειρηµατικές δαπάνες

Οι ακόλουθες δαπάνες δεν εκπίπτουν:
α) τόκοι από δάνεια που λαµβάνει η επιχείρηση από τρίτους, εκτός από τα τραπεζικά δάνεια, κατά το μέτρο που υπερβαίνουν τους τόκους που θα προέκυπταν εάν το επιτόκιο ήταν ίσο µε το επιτόκιο των δανείων αλληλόχρεων λογαριασµών προς µη χρηµατοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό αναφέρεται στο στατιστικό δελτίο οικονοµικής συγκυρίας της Τράπεζας της Ελλάδος για την πλησιέστερη χρονική περίοδο πριν την ηµεροµηνία δανεισµού,
β) κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των πεντακοσίων (500) ευρώ, εφόσον η τµηµατική ή ολική εξόφληση δεν έγινε µε τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωµής,
γ) οι µη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές,
δ) προβλέψεις εκτός των οριζόμενων στο άρθρο 26,

ε) πρόστιµα και ποινές, περιλαµβανοµένων των προσαυξήσεων,

στ) η παροχή ή λήψη αµοιβών σε χρήµα ή είδος που συνιστούν ποινικό αδίκηµα,
ζ) ο φόρος εισοδήµατος, συµπεριλαµβανοµένων του τέλους επιτηδεύµατος και των έκτακτων εισφορών, που επιβάλλεται για τα κέρδη από επιχειρηµατική δραστηριότητα, σύµφωνα µε τον Κ.Φ.Ε., καθώς και ο Φόρος Προστιθέµενης Αξίας (Φ.Π.Α.) που αναλογεί σε µη εκπιπτόµενες δαπάνες, εφόσον δεν είναι εκπεστέος ως Φ.Π.Α. εισροών,
η) το τεκµαρτό μίσθωμα της παραγράφου 2 του άρθρου 39 σε περίπτωση ιδιόχρησης κατά το μέτρο που υπερβαίνει το τρία τοις εκατό (3%) επί της αντικειµενικής αξίας του ακινήτου,
θ) οι δαπάνες για την οργάνωση και διεξαγωγή ενηµερωτικών ηµερίδων και συναντήσεων που αφορούν στη σίτιση και διαµονή πελατών ή εργαζοµένων της κατά το μέτρο που υπερβαίνουν το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ ανά συμμετέχοντα και κατά το μέτρο που η συνολική ετήσια δαπάνη υπερβαίνει το μισό τοις εκατό (0,5%) επί του ετήσιου ακαθάριστου εισοδήµατος της επιχείρησης,
ι) οι δαπάνες για τη διεξαγωγή εορταστικών εκδηλώσεων, σίτισης και διαµονής φιλοξενούµενων προσώπων κατά το μέτρο που υπερβαίνουν το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ ανά συμμετέχοντα και κατά το μέτρο που η συνολική ετήσια δαπάνη υπερβαίνει το μισό τοις εκατό (0,5%) επί του ετήσιου ακαθάριστου εισοδήµατος της επιχείρησης,
ια) οι δαπάνες ψυχαγωγίας. Η διάταξη του προηγούµενου εδαφίου δεν εφαρµόζεται στην περίπτωση που η επιχειρηµατική δραστηριότητα του φορολογούµενου έχει ως κύριο αντικείµενο την παροχή υπηρεσιών ψυχαγωγίας και οι δαπάνες αυτές πραγµατοποιούνται στο πλαίσιο της δραστηριότητας αυτής,
ιβ) προσωπικές καταναλωτικές δαπάνες και
ιγ) Το σύνολο των δαπανών που καταβάλλονται προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που εμπίπτει σε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Είναι κατά το χρόνο έκδοσης του παραστατικού ή κατά το χρόνο διενέργειας της συναλλαγής φορολογικός κάτοικος σε κράτος μη συνεργάσιμο κατά την έννοια του άρθρου 65 του Κ.Φ.Ε..
β) Είναι κατά το χρόνο έκδοσης του παραστατικού ή κατά το χρόνο διενέργειας της συναλλαγής φορολογικός κάτοικος σε κράτος που υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς, σύμφωνα με το άρθρο 65 του Κ.Φ.Ε..
γ) Είναι συνδεόμενη εν τοις πράγμασι εταιρεία, χωρίς να έχει συμμορφωθεί πριν τη διενέργεια της συναλλαγής ή την έκδοση του παραστατικού με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τον Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (άρθρο 21 του ν. 4174/2013).
δ) Δεν διαθέτει στην έδρα της ή σε συνδεδεμένη επιχείρηση την απαιτούμενη οργάνωση και υποδομή για τη διενέργεια - κατ’ επάγγελμα - ομοειδών συναλλαγών, κατά συνήθεια και επάγγελμα με τη συναλλαγή για την οποία εκδόθηκε το παραστατικό.
Για τις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ ο φορολογούμενος οφείλει, προκειμένου να μην εμπίπτει στη μη έκπτωση της δαπάνης, και πριν τη διενέργεια του φορολογικού ελέγχου, να προσκομίσει πλήρη απόδειξη ότι δεν συντρέχουν για τη συγκεκριμένη εταιρεία οι αναφερόμενες συνθήκες.
Για τις περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄ και δ΄, προκειμένου ο φορολογούμενος να μην εμπίπτει στη μη έκπτωση της δαπάνης, θα πρέπει να καταβάλει παρακρατούμενο φόρο που προκύπτει από τον ισχύοντα στην Ελλάδα φορολογικό συντελεστή φόρου εισοδήματος για επιχειρηματική δραστηριότητα επί του συνόλου της εν λόγω δαπάνης. Εφόσον, εντός τριμήνου από τη συναλλαγή, ο φορολογούμενος αποδείξει ότι πρόκειται περί συνήθους συναλλαγής σε τρέχουσες τιμές αγοράς, θα επιστρέφεται αζημίως για το Δημόσιο ο παρακρατηθείς φόρος στον φορολογούμενο.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται οι διαδικασίες για την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης και ειδικότερα η διαδικασία ελέγχου που προβλέπεται για τις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ ανωτέρω.