.

ΠΟΛ.1132/25.6.2015
ΦΕΚ Β΄1286/29.6.2015
Τροποποίηση της ΠΟΛ.1088/17.4.2015 (Β’763).

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις της  του ν.2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α'/17.11.1999) σύμφωνα με τις οποίες,.... «Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να καθορίζονται οι διαδικασίες, οι λεπτομέρειες και ό,τι άλλο απαιτείται, ώστε οι δηλώσεις οποιουδήποτε φορολογικού αντικειμένου, καθώς και τα τελωνειακά παραστατικά να μπορούν να υποβάλλονται και με τη χρήση σύγχρονων ηλεκτρονικών μεθόδων και δικτυακών υποδομών».

2. Την αριθ. 20/25.06.2014 (ΦΕΚ 360/ΥΟΔΔ) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και Διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών».

3. Τις διατάξεις της αριθ. Δ6Α 1015213 ΕΞ2013/28.01.2013 (ΦΕΚ Β’ 130 και 372) απόφασης του Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομικών σχετικά με τη «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως ισχύει.

4. Τις διατάξεις των άρθρων , , , , , , , , και  του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ 170 Α΄).

5. Την Υπουργική Απόφαση ΠΟΛ.1008/2011 (ΦΕΚ Β΄136/09-02-2011), που αφορά τον καθορισμό ορίων ακαθαρίστων εσόδων επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών, πάνω από τα οποία υφίσταται υποχρέωση υπογραφής των δηλώσεων από λογιστή φοροτεχνικό.

6. Τις διατάξεις των άρθρων , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,  και  του ν.4172/2013 (ΦΕΚ Α΄ 167).

7. Τις διατάξεις των άρθρων ,   του ν. 3986/2011 (ΦΕΚ 152 Α).

8. Τις διατάξεις της  του ν.3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α΄).

9. Τις διατάξεις του άρθρου  του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α΄).

10. Τις διατάξεις των άρθρων  και  του ν.1599/1986 (ΦΕΚ 75 Α΄), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν με τις διατάξεις του ν.2690/1999 (Α΄ 45).

11. Τις διατάξεις της  και της  του ν.3522/2006 (ΦΕΚ 276 Α΄)

12. Τις διατάξεις του ν.3525/2007(ΦΕΚ 16 Α΄)

13. Τις διατάξεις της  και της  του ν. 4030/2011(ΦΕΚ 249 Α΄).

14. Τις διατάξεις του άρθρου 44  του ν. 4141/2013 (ΦΕΚ 81 Α΄)

15. Τις διατάξεις του ν. 1497/1984 (ΦΕΚ 188Α΄) όπως ισχύουν,

16. Τις διατάξεις του άρθρου 1 του κεφαλαίου Α΄ του ν. 4250/2014 (ΦΕΚ 74 Α΄)

17. Ότι η απόφαση αυτή ρυθμίζει τον τύπο, το περιεχόμενο της δήλωσης φυσικών προσώπων καθώς και τα δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία που συνυποβάλλονται με τη δήλωση, σε περίπτωση που υποβάλλεται σε έγχαρτη μορφή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., για την ομοιόμορφη εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων από τους υπόχρεους, όπως ορίζονται στην παρ.1 του άρθρου 67 του ν.4172/2013 (ΦΕΚ Α΄ 167), γι’ αυτό από τις διατάξεις της δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.

18. Το γεγονός ότι με την απόφαση αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του
Κρατικού Προϋπολογισμού.

Αποφασίζουμε:

 

Άρθρο 1

1. Το έντυπο «Κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα» (έντυπο Ε3) που ορίζεται στην ΠΟΛ.1088/2015 τροποποιείται ως στο συνημμένο παράρτημα της παρούσας.
Η περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής:
« β) της κατάστασης οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα (Ε3) (παράρτημα) όπως τροποποιήθηκε, καθώς και της κατάστασης φορολογικής αναμόρφωσης που τη συνοδεύει.»

2. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 3 αντικαθίστανται ως εξής:
« 3. Κατά την υποβολή των δηλώσεων στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει ηλεκτρονική πληροφόρηση των δηλούμενων εισοδημάτων και φόρων, τα δικαιολογητικά αποστέλλονται με συστημένη επιστολή στη Δ.ΗΛΕ.Δ και o έλεγχος των δικαιολογητικών πραγματοποιείται από κλιμάκιο εφοριακών που εδρεύει σε αυτήν. Η πράξη προσδιορισμού φόρου κοινοποιείται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1.
4. Ο φόρος εισοδήματος θα καταβάλλεται σε τρεις (3) ίσες διμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία ημέρα του επόμενου μήνα από την προβλεπόμενη προθεσμία υποβολής της δήλωσης και η καθεμία από τις επόμενες την τελευταία ημέρα του τρίτου και πέμπτου μήνα αντίστοιχα από την προθεσμία υποβολής της δήλωσης.
Ειδικά για το φορολογικό έτος 2014 η καταβολή της πρώτης δόσης γίνεται μέχρι τις
31.07.2015 και η καθεμία από τις επόμενες μέχρι τις 30.09.2015 και 30.11.2015. Για τις δηλώσεις που υποβάλλονται εκπρόθεσμα ο φόρος καταβάλλεται σε τρείς ίσες διμηνιαίες δόσεις σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραπάνω παραγράφου και ως αφετηρία υπολογισμού των τόκων λαμβάνεται η λήξη της προθεσμίας που θα έπρεπε να είχε αρχικά καταβληθεί.
Για τις τροποποιητικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που η αρχική τους έχει υποβληθεί μέσω διαδικτύου, τα δικαιολογητικά που θα προσκομίζει ο φορολογούμενος θα είναι μόνο αυτά που αφορούν το λόγο που επικαλείται για την τροποποίηση της δήλωσής του και όχι όλα τα δικαιολογητικά που αφορούν το σύνολο της δήλωσης.
Για τις τροποποιητικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που υποβάλλονται από μισθωτούς ή συνταξιούχους με αναδρομικά μισθών ή συντάξεων προηγουμένων ετών, αυτές θα παραλαμβάνονται χωρίς κυρώσεις μέχρι το τέλος του φορολογικού έτους στο οποίο εκδόθηκαν οι βεβαιώσεις αποδοχών ή συντάξεων.
Στις περιπτώσεις που η δήλωση υποβάλλεται εμπρόθεσμα στη Δ.Ο.Υ. ή οδηγείται στη Δ.Ο.Υ. – Δ.ΗΛΕ.Δ , για έλεγχο δικαιολογητικών , για την καταβολή του φόρου ισχύουν τρείς ίσες διμηνιαίες δόσεις από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία ημέρα του επόμενου μήνα από την εκκαθάριση.
Δεν βεβαιώνεται το ποσό που οφείλεται με βάση την πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει τα τριάντα (30) ευρώ αθροιστικά λαμβανόμενο για τον φορολογούμενο και τη σύζυγό του .(παρ. 1 άρθρου 18 ν.3522/2006 ΦΕΚ 276 Α΄).
Δεν επιστρέφεται ποσό φόρου με βάση την πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου μικρότερο των πέντε (5) ευρώ αθροιστικά λαμβανόμενο για τον φορολογούμενο και τη σύζυγό του (παρ. 2 άρθρο 18 ν.3522/2006 ΦΕΚ A' 276).»

3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 4 αντικαθίσταται ως εξής:
« 1. Στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος αναγράφεται υποχρεωτικά ο ΑΜΚΑ του υπόχρεου και της συζύγου με εξαίρεση τις περιπτώσεις που δεν υποχρεούνται σε απόκτηση Α.Μ.Κ.Α. Εξαιρούνται και οι υπόχρεοι, οι οποίοι, για λόγους που άπτονται σε ευαίσθητα προσωπικά τους δεδομένα, δεν επιθυμούν να αποκτήσουν Α.Μ.Κ.Α. ούτε για τους ίδιους ούτε για τα εξαρτώμενα μέλη τους καθώς και οι υπάλληλοι της Τράπεζας Εμπορίου και Ανάπτυξης Ευξείνου Πόντου.
Η αναγραφή του ΑΦΜ είναι υποχρεωτική μόνο για τα εξαρτώμενα μέλη άνω των 18 ετών, ενώ για τα προστατευόμενα τέκνα κάτω των 18 ετών είναι προαιρετική.
Σε περίπτωση που τα ανήλικα προστατευόμενα τέκνα είναι υπόχρεα σε υποβολή δήλωσης θα συμπληρώνεται η σχετική ένδειξη στον πίνακα 8 και υποχρεωτικά ο ΑΦΜ τους.
Επισημαίνουμε ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρο 11 του ν. 4172/13, θεωρείται ότι βαρύνουν τον φορολογούμενο εφόσον συνοικούν με αυτόν και το ετήσιο φορολογητέο εισόδημά τους δεν υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ ή το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ αν αυτά παρουσιάζουν αναπηρία εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω.»

4. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 5 αντικαθίσταται ως εξής:
« Στις περιπτώσεις που η δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων υποβάλλεται χειρόγραφα μέσω Δ.Ο.Υ., συνυποβάλλονται, κατά περίπτωση, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, σε ευκρινή φωτοαντίγραφα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του ν. 4250/2014

5. Η περίπτωση α’ της παραγράφου 6 του άρθρου 5 καταργείται και στο τέλος της παραγράφου αυτής προστίθενται περιπτώσεις ιδ’ και ιε’ ως εξής:
« ιδ) Ευκρινές φωτοαντίγραφο της οικείας δικαστικής απόφασης από το πρωτότυπο ή από ακριβές αντίγραφο αυτής, από την οποία να προκύπτει ότι ο γονέας ο οποίος θεωρείται κατ’ αρχήν υπόχρεος για την υποβολή της δήλωσης, έχει χάσει την γονική μέριμνα, σε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 11 του ν. 4172/13. ιε) Ευκρινές φωτοαντίγραφο της οικείας δικαστικής απόφασης από το πρωτότυπο ή από ακριβές αντίγραφο αυτής, από την οποία να προκύπτει ότι ο γονέας με το μεγαλύτερο εισόδημα έχει χάσει τη γονική μέριμνα, σε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του δέκατου εδαφίου της περ. γ της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 4172/13 και της αναλογικής εφαρμογής στις περιπτώσεις στ’ και ζ’ της ίδιας παραγράφου.»

6. Η παράγραφος 8 του άρθρου 5 αντικαθίσταται ως εξής:
« 8. Για την απαλλαγή από τη φορολογία εισοδήματος των μισθών, συντάξεων και της πάγιας αντιμισθίας που χορηγούνται σε πρόσωπα που παρουσιάζουν ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%), οι γνωματεύσεις των οικείων υγειονομικών επιτροπών του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α), το οποίο συστήθηκε και λειτουργεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν.3863/2010, με σκοπό την εξασφάλιση ενιαίας υγειονομικής κρίσης, όσον αφορά στον καθορισμό του βαθμού αναπηρίας, όλων των ασφαλισμένων όλων των ασφαλιστικών φορέων, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου, καθώς και των ανασφάλιστων για τους οποίους απαιτείται η πιστοποίηση της αναπηρίας.
Περαιτέρω, ο φορολογούμενος για την πιστοποίηση της ύπαρξης αναπηρίας μπορεί να προσκομίσει και γνωματεύσεις των Ανωτάτων Υγειονομικών Επιτροπών του Στρατού (Α.Σ.Υ.Ε), του Ναυτικού (Α.Ν.Υ.Ε), της Αεροπορίας (Α.Α.Υ.Ε.), της Ελληνικής Αστυνομίας και του Πυροσβεστικού Σώματος, δεδομένου ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3863/2010, οι εν λόγω Υγειονομικές Επιτροπές δεν έχουν καταργηθεί και εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και μετά την 01.09.2011.
Περαιτέρω, οι ήδη εκδοθείσες γνωματεύσεις πριν την 01.09.2011 (ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του ΚΕ.Π.Α) από τις υγειονομικές επιτροπές των Νομαρχιών, οι οποίες έχουν δοθεί για οποιαδήποτε χρήση, μπορούν να χρησιμοποιούνται για την αναγνώριση της υπόψη φορολογικής απαλλαγής επ’ αόριστον, αν πρόκειται για επ’ αόριστον κρίση, ή αλλιώς μέχρι την ημερομηνία που λήγει η ισχύς τους, εφόσον είχαν εκδοθεί σύμφωνα με όσα ίσχυαν στο σχετικό φορολογικό πλαίσιο κατά το χρόνο έκδοσής τους.
Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν διαθέτει κάποιες από τις προηγούμενες γνωματεύσεις, μπορεί αν λαμβάνει σύνταξη από ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης, επειδή έχει αναπηρία σε ποσοστό τουλάχιστον 80%, να προσκομίσει βεβαίωση ή απόφαση συνταξιοδότησης του συνταξιοδοτικού φορέα, από την οποία να προκύπτει ότι κατόπιν ιατρικής κρίσης από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή συνταξιοδοτήθηκε με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 80% ως και το χρονικό διάστημα που προβλέπεται ότι θα διαρκέσει η αναπηρία αυτή. Τονίζεται ότι εφόσον έχει εκδοθεί γνωμάτευση αναπηρίας από ΚΕΠΑ ή ΑΣΥΕ κ.λπ., τότε λαμβάνονται υπόψη οι γνωματεύσεις αυτές και όχι οι βεβαιώσεις ή αποφάσεις των συνταξιοδοτικών φορέων.
Επισημαίνεται ότι σε όλες τις ανωτέρω γνωματεύσεις, προκειμένου να γίνουν δεκτές θα πρέπει να διαπιστώνεται και βεβαιώνεται ρητά το ποσοστό της αναπηρίας του προσώπου που αφορά, καθώς και το χρονικό διάστημα που προβλέπεται ότι θα διαρκέσει η εν λόγω αναπηρία, ενώ σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να καλύπτουν και το φορολογικό έτος για το οποίο ο ενδιαφερόμενος αιτείται την εφαρμογή των οικείων διατάξεων.»

7. Στην παράγραφο 15 του άρθρου 5 η φράση «ΚΒΣ» αντικαθίσταται από τη φράση «ΚΦΑΣ».

8. Στην παράγραφο 17 του άρθρου 5 προστίθεται περ.γ’ ως εξής:
« γ) Σε περίπτωση αγοράς ακινήτου, ευκρινή φωτοαντίγραφα των σχετικών συμβολαίων από αντίγραφα αυτών τα οποία έχουν επικυρωθεί από δικηγόρο, είτε βεβαίωση (ή περίληψη του οικείου συμβολαίου) του συμβολαιογράφου, στην οποία θα περιγράφεται αναλυτικά το ακίνητο, η επιφάνειά του, η τοποθεσία και τα όριά του, η αντικειμενική αξία που δηλώνουν οι αντισυμβαλλόμενοι ότι συμφωνήθηκε, ο φόρος που καταβλήθηκε για τη μεταβίβαση αυτή, ο τρόπος καταβολής του τιμήματος, τα συμβολαιογραφικά έξοδα, καθώς και τα λοιπά έξοδα και τα στοιχεία των αντισυμβαλλομένων.»

9. Στην περίπτωση α’ της παραγράφου 24 του άρθρου 5 προστίθεται υποπερίπτωση ββ’ ως εξής:
«ββ. Για τις μισθώσεις μέχρι την 31-12-2013, ευκρινές φωτοαντίγραφο του ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης του ακινήτου από το πρωτότυπο αυτού που έχει θεωρηθεί από τη Δ.Ο.Υ, για τις μισθώσεις μετά την 1-1-2014, το εκτυπωμένο από τη διαδικτυακή εφαρμογή της ΓΓΔΕ ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης του ακινήτου το οποίο συνυποβάλλεται με την υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1589/1986 στην οποία ο ενδιαφερόμενος βεβαιώνει την ακρίβεια των δηλούμενων στοιχείων, ή το συμβολαιογραφικό μισθωτήριο (για το οποίο δεν απαιτείται θεώρηση από τη Δ.Ο.Υ. )από το οποίο να προκύπτει η έναρξη και λήξη της οικείας μίσθωσης, η διάρκεια αυτής, το είδος και η θέση του μισθωμένου ακινήτου και το ποσό του συμφωνημένου μισθώματος. Στην περίπτωση υπεκμίσθωσης υποβάλλονται και τα δύο μισθωτήρια των δικαιούχων.»

10. Στην περίπτωση α’ της παραγράφου 24 του άρθρου 5 προστίθεται περίπτωση γ’ ως εξής:
« γ. Για τις ατομικές επιχειρήσεις που υπάγονται στο άρθρο 71 του ν.3842/2010, περί φορολογικών κινήτρων ευρεσιτεχνιών, απόφαση Υπαγωγής του Υπουργού Πολιτισμού
Παιδείας και Θρησκευμάτων, όπως αναφέρεται στην ΠΟΛ.1203/2010 Α.Υ.Ο. (ΦΕΚ Β’ 2147).»

11. Η υποπερίπτωση ββ’ της περίπτωσης ζ’ της παραγράφου 24 του άρθρου 5 αντικαθίσταται ως εξής:
« ββ. γνωμάτευση κατά τα οριζόμενα στην περ. α’ της παραγράφου 9 του άρθρου 5 με την οποία διαπιστώνεται και βεβαιώνεται το ποσοστό αναπηρίας των πιο πάνω προσώπων.»

12. Στο τέλος του άρθρου 5 προστίθενται παράγραφοι 25 και 26 ως εξής:
« 25. ΔΑΠΑΝΗ ΑΓΟΡΑΣ ΑΓΑΘΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ (κωδ.049 Πίνακα 7)
Το ποσό των αποδείξεων του κωδ.049 που προσκομίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 24 του άρθρου 72 του ν.4172/2013, γίνεται αποδεκτό εφόσον έχει περιληφθεί στην εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη αρχική ή τροποποιητική δήλωση και λογίζεται συνολικά και για τους δύο συζύγους, επιμερίζεται δε μεταξύ τους ανάλογα με το δηλούμενο και φορολογούμενο σύμφωνα με την κλίμακα ατομικό εισόδημα.
26. ΑΛΛΟΔΑΠΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ α.ν. 89/1967
Τα εισοδήματα του αλλοδαπού προσωπικού των εγκατεστημένων στην Ελλάδα γραφείων σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967(Α΄132), που δεν προκύπτουν στην Ελλάδα και βάσει του άρθρου 3 του ν. 4172/2013 δεν υπόκεινται σε φορολογία, δηλώνονται με δικαιολογητικό το παραστατικό εισαγωγής χρηματικών κεφαλαίων σε λογαριασμό Τράπεζας που εδρεύει στην Ελλάδα , στους κωδ. 781-782 του εντύπου
Ε1.»

 

Άρθρο 2

Οι ανωτέρω τροποποιήσεις ισχύουν για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων φορολογικού έτους 2014.

 

Άρθρο 3

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως

Η Γενική Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων - ΑΙΚ. ΣΑΒΒΑΪΔΟΥ

Νόμος 2753/1999, Άρθρο 8 Απλοποίηση φορολογικών διαδικασιών για την εξυπηρέτηση των φορολογουμένων., παράγραφος 5

5. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να καθορίζονται οι διαδικασίες, οι λεπτομέρειες και ό,τι άλλο απαιτείται, ώστε οι δηλώσεις οποιουδήποτε φορολογικού αντικειμένου, καθώς και τα τελωνειακά παραστατικά να μπορούν να υποβάλλονται και με τη χρήση σύγχρονων ηλεκτρονικών μεθόδων και δικτυακών υποδομών. 

Νόμος 4174/2013, Άρθρο 5 Κοινοποίηση πράξεων

1. Η κοινοποίηση πράξεων που εκδίδει, σύμφωνα με τον Κώδικα, η Φορολογική Διοίκηση προς φορολογούμενο ή άλλο πρόσωπο, γίνεται εγγράφως ή ηλεκτρονικώς.
2. Εάν η πράξη αφορά φυσικό πρόσωπο, η κοινοποίηση συντελείται εφόσον:
α) κοινοποιηθεί ηλεκτρονικά, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ν. 3979/2011 ή στο λογαριασμό του εν λόγω προσώπου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του ή του φορολογικού εκπροσώπου του στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης, την οποία ακολουθεί ηλεκτρονική ειδοποίηση στη δηλωθείσα διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του,
β) αποσταλεί με συστημένη επιστολή στην τελευταία δηλωθείσα ταχυδρομική διεύθυνση κατοικίας του εν λόγω προσώπου ή
γ) επιδοθεί στο εν λόγω πρόσωπο, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μόνο εφόσον δεν είναι δυνατή η επίδοση με άλλον τρόπο. Η κοινοποίηση σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κατά το προηγούμενο εδάφιο, θεωρείται νόμιμη, εφόσον γίνει στην τελευταία δηλωθείσα στη Φορολογική Διοίκηση διεύθυνση κατοικίας ή επαγγελματικής εγκατάστασης του εν λόγω προσώπου.
3. Εάν η πράξη αφορά νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, η κοινοποίηση συντελείται εφόσον:
α) κοινοποιηθεί ηλεκτρονικά, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ν. 3979/2011 ή στο λογαριασμό του εν λόγω προσώπου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του ή του φορολογικού εκπροσώπου του στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης, την οποία ακολουθεί ηλεκτρονική ειδοποίηση στη δηλωθείσα διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του,
β) παραδοθεί στην έδρα ή εγκατάσταση του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας στην Ελλάδα, με υπογεγραμμένη απόδειξη παραλαβής από υπάλληλο του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας ή
γ) αποσταλεί με συστημένη επιστολή στην τελευταία δηλωθείσα ταχυδρομική διεύθυνση της έδρας ή της εγκατάστασης του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας ή
δ) Επιδοθεί κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μόνο εφόσον δεν είναι δυνατή η επίδοση με άλλον τρόπο. Η κοινοποίηση σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας κατά το προηγούμενο εδάφιο θεωρείται νόμιμη, εφόσον γίνει στην τελευταία δηλωθείσα στη Φορολογική Διοίκηση διεύθυνση της έδρας ή της εγκατάστασης του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας ή της κατοικίας του τελευταίου δηλωθέντα στη Φορολογική Διοίκηση νόμιμου ή φορολογικού εκπροσώπου.
Η νομιμότητα της κοινοποίησης δεν θίγεται στην περίπτωση παραίτησης των προσώπων του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον κατά το χρόνο της κοινοποίησης, δεν είχε γνωστοποιηθεί στη φορολογική διοίκηση ο διορισμός νέου νόμιμου ή φορολογικού εκπροσώπου.
4. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα έγγραφα που έχουν πληροφοριακό χαρακτήρα ή πράξεις προσδιορισμού φόρου του άρθρου 32 του παρόντος Κώδικα μπορούν να κοινοποιούνται με απλή επιστολή.
5. Πράξη που αποστέλλεται με συστημένη επιστολή θεωρείται ότι έχει νομίμως κοινοποιηθεί μετά την παρέλευση δεκαπέντε (15) ημερών από την ημέρα αποστολής, εάν η ταχυδρομική διεύθυνση του παραλήπτη κατά τα ανωτέρω βρίσκεται στην Ελλάδα. Σε περίπτωση που η ταχυδρομική διεύθυνση είναι εκτός Ελλάδας, η πράξη θεωρείται ότι έχει κοινοποιηθεί νομίμως μετά την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την ημέρα αποστολής της συστημένης επιστολής. Σε περίπτωση που η επιστολή δεν παραδοθεί και δεν κοινοποιηθεί στον φορολογούμενο ή στον εκπρόσωπό του για οποιονδήποτε λόγο, η Φορολογική Διοίκηση ζητά από την ταχυδρομική υπηρεσία την επιστροφή αυτής με συνοδευτικό κείμενο, στο οποίο περιλαμβάνονται οι ακόλουθες πληροφορίες: α) η ημερομηνία, κατά την οποία η συστημένη επιστολή προσκομίσθηκε και παρουσιάστηκε στην ως άνω διεύθυνση και β) ο λόγος για τη μη κοινοποίηση ή τη μη βεβαίωση της κοινοποίησης. Η Φορολογική Διοίκηση μεριμνά, προκειμένου αντίγραφο της συστημένης επιστολής να βρίσκεται στη διάθεση της αρμόδιας υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης και να μπορεί αυτή να παραδοθεί στον φορολογούμενο ή εκπρόσωπό του οποιαδήποτε στιγμή και αδαπάνως.
6. Στις περιπτώσεις της ηλεκτρονικής κοινοποίησης στο λογαριασμό φυσικού, νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση α΄ των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος, η πράξη θεωρείται ότι έχει νομίμως κοινοποιηθεί μετά την παρέλευση δέκα ημερών από την ανάρτησή της στο λογαριασμό του προσώπου το οποίο αφορά η επίδοση και την ηλεκτρονική ειδοποίησή του στη δηλωθείσα διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του, εφόσον δεν προκύπτει προγενέστερος χρόνος παραλαβής της. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα καθορίζονται όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ηλεκτρονικής κοινοποίησης και ιδίως τα σχετικά με την επικαιροποίηση των στοιχείων ηλεκτρονικής επικοινωνίας των φορολογουμένων, το σημείο ανάρτησης στο λογαριασμό της κοινοποιούμενης πράξης, ο τρόπος πιστοποίησης των ηλεκτρονικών ιχνών παραλαβής, η δημιουργία πιστοποιητικού παραλαβής και τα στοιχεία της ηλεκτρονικής ειδοποίησης.

7. Εάν κανένας από τους τρόπους κοινοποίησης που ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 δεν μπορεί να λάβει χώρα, τότε κοινοποίηση πράξης η οποία αφορά τη φορολογία ακινήτων, είναι δυνατόν να συντελεσθεί με επίδοση στον ίδιο ή σε οποιοδήποτε ενήλικο φυσικό πρόσωπο που έχει έννομη σχέση με τον κύριο ή επικαρπωτή του ακινήτου και είναι παρόν στο ακίνητο ή με θυροκόλληση της πράξης στο ακίνητο.

 Νόμος 4174/2013, Άρθρο 6 Έντυπα

1. Ο Γενικός Γραμματέας, με απόφασή του καθορίζει τον τύπο και το περιεχόμενο των εντύπων, υπεύθυνων δηλώσεων, δηλώσεων, πινάκων και άλλων εγγράφων που υποβάλλει ο φορολογούμενος.
2. Η Φορολογική Διοίκηση θέτει τα έγγραφα που προβλέπονται στην παράγραφο 1, στη διάθεση του κοινού, δωρεάν, ηλεκτρονικά, ταχυδρομικά ή στις κατά τόπους υπηρεσίες της.

 Νόμος 4174/2013, Άρθρο 10 Εγγραφή στο φορολογικό μητρώο

1. Κάθε πρόσωπο που πρόκειται ασκήσει δραστηριότητες επιχειρηματικού περιεχομένου ή να καταστεί υπόχρεο σε καταβολή ή παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία ή σε υποβολή οποιασδήποτε δήλωσης που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα υποβάλλει δήλωση εγγραφής στο φορολογικό μητρώο κατά τον τρόπο και το χρόνο που ορίζεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα. Με όμοια απόφαση είναι δυνατόν να ορίζονται άλλες κατηγορίες προσώπων, για τις οποίες απαιτείται εγγραφή στο φορολογικό μητρώο.

2. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να απαιτήσει εγγύηση από οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα υποβάλλει δήλωση εγγραφής στο φορολογικό μητρώο, εάν μέτοχος ή εταίρος του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας που υποβάλλει τη δήλωση υπήρξε κατά τα τελευταία πέντε (5), πριν από την υποβολή της, έτη, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, ή νόμιμος εκπρόσωπος άλλου νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας ή ήταν «συνδεδεμένο πρόσωπο» κατά το άρθρο 2 του Κ.Φ.Ε. με άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, που πτώχευσαν ή κατέστησαν αφερέγγυα και η πτώχευση ή αφερεγγυότητα είχε ως αποτέλεσμα τη μη είσπραξη ή διακινδύνευση είσπραξης από τη Φορολογική Διοίκηση ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.
3. Η εγγύηση, σύμφωνα με την παράγραφο 2, απαιτείται μόνο μετά από αιτιολογημένη έκθεση της Φορολογικής Διοίκησης, από την οποία προκύπτει, ότι οι εργασίες του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας που υποβάλλει τη δήλωση εγγραφής θέτουν άμεσο κίνδυνο πρόκλησης ζημίας από τη μη είσπραξη μελλοντικών φόρων. Η Φορολογική Διοίκηση οφείλει, εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών από την παραλαβή της δήλωσης, να κοινοποιεί στο νομικό πρόσωπο ή στη νομική οντότητα που υποβάλλει τη δήλωση, την απαίτηση για παροχή εγγύησης μαζί με τη σχετική έκθεση. Στην περίπτωση αυτή η εγγραφή στο φορολογικό μητρώο ολοκληρώνεται μόνο μετά την παροχή της αιτηθείσας εγγύησης. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα ορίζεται το είδος και το ύψος της εγγύησης και το περιεχόμενο της έκθεσης.

4. Ο φορολογούμενος, φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, υποχρεούται να ενημερώνει εγγράφως τη Φορολογική Διοίκηση εντός δέκα (10) ημερών για μεταβολές στην επωνυμία, το διακριτικό τίτλο, τη διεύθυνση κατοικίας ή τη διεύθυνση των επαγγελματικών εγκαταστάσεων, την έδρα, το αντικείμενο της δραστηριότητας, τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς και τις λοιπές πληροφορίες που παρασχέθηκαν κατά το χρόνο της εγγραφής. Ο φορολογούμενος δεν μπορεί να επικαλείται έναντι της Φορολογικής Διοίκησης τις μεταβολές του προηγούμενου εδαφίου, μέχρι το χρόνο ενημέρωσής της. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα καθορίζονται ο τρόπος ενημέρωσης και οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.

5. Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος ή ο υπόχρεος του άρθρου αυτού, παραλείψει να εγγραφεί, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής και παρακράτησης των φόρων και από τις λοιπές φορολογικές υποχρεώσεις.

 Νόμος 4174/2013, Άρθρο 11 Αριθμός φορολογικού μητρώου

1. Η Φορολογική Διοίκηση αποδίδει μοναδικό αριθμό φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) σε κάθε φορολογούμενο.
2. Ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου, ο οποίος δύναται να επεκτείνεται κατά ένα πρόθεμα, χρησιμοποιείται σε όλες τις φορολογίες στις οποίες εφαρμόζεται ο Κώδικας και σε όσες άλλες περιπτώσεις προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία.
3. Η Φορολογική Διοίκηση αποδίδει Αριθμό Φορολογικού Μητρώου σε πρόσωπο που δεν τυγχάνει φορολογούμενος, εφόσον τούτο απαιτείται από άλλες διατάξεις νόμου. Ειδικότερα, η Φορολογική Διοίκηση αποδίδει Αριθμό Φορολογικού Μητρώου κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας, προκειμένου να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή με τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και τα πιστωτικά ιδρύματα και τα ιδρύματα πληρωμών της ημεδαπής. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα μπορεί να καθορίζονται τα σχετικά με την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου θέματα, εξαιρέσεις σε περιπτώσεις συναλλαγών με πιστωτικά ιδρύματα πληρωμών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

4. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να αναστέλλει τη χρήση Αριθμού Φορολογικού Μητρώου ή να προβαίνει σε απενεργοποίηση αυτού εάν υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία από τα οποία υποδηλώνουν ότι ο φορολογούμενος έχει παύσει να ασκεί οικονομική δραστηριότητα ή ότι διαπράττει φοροδιαφυγή ή ότι έχει δηλώσει ψευδή ή ανακριβή στοιχεία για την απόκτησή του. Ο φορολογούμενος έχει σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα να αποδείξει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου

5. Ο Γενικός Γραμματέας, με απόφασή του, ορίζει:
α) το περιεχόμενο και τον τρόπο χορήγησης του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου,
β) τις περιπτώσεις αναφοράς του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου στις δηλώσεις, ή τα άλλα έγγραφα που προβλέπονται κατά την εφαρμογή του Κώδικα, και
γ) τις περιπτώσεις γνωστοποίησης του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου για σκοπούς πληροφόρησης κατά την εκπλήρωση φορολογικών υποχρεώσεων.
δ) περιπτώσεις αναστολής ή απενεργοποίησης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου, τις συνέπειες της αναστολής και της απενεργοποίησης, και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου 4.

5. Η Φορολογική Διοίκηση χρησιμοποιεί τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου σε κάθε μορφή επικοινωνίας με τον φορολογούμενο σχετικά με τις φορολογικές υποχρεώσεις του.

 Νόμος 4174/2013, Άρθρο 18 Υποβολή φορολογικής δήλωσης

1. Ο υπόχρεος σε υποβολή φορολογικών δηλώσεων υποβάλλει τις φορολογικές δηλώσεις στη Φορολογική Διοίκηση κατά το χρόνο που προβλέπεται από την οικεία φορολογική νομοθεσία.
Εκπρόθεσμη φορολογική δήλωση υποβάλλεται οποτεδήποτε μέχρι την έκδοση εντολής ελέγχου από τη Φορολογική Διοίκηση ή μέχρι την παραγραφή του δικαιώματος της Φορολογικής Διοίκησης για έλεγχο της αρχικής δήλωσης με όλες τις συνέπειες περί εκπρόθεσμης δήλωσης.

2. Με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα ορίζονται:
α) η μορφή των φορολογικών δηλώσεων,
β) οι πληροφορίες και τα στοιχεία που πρέπει να αναγράφονται στη φορολογική δήλωση και τα τυχόν συνοδευτικά έγγραφα αυτής,
γ) ο τρόπος υποβολής.
δ) ο τρόπος με τον οποίο αυτή θα υπογράφεται
ε) ο τύπος και το περιεχόμενο (πληροφορίες και στοιχεία) του εκκαθαριστικού ΕΝ.Φ.Ι.Α., η διαδικασία και τα δικαιολογητικά χορήγησης των απαλλαγών, η διαδικασία σύνθεσης και διόρθωσης της δήλωσης του ΕΝ.Φ.Ι.Α., καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

3. Ο φορολογούμενος ή, σε περίπτωση δικαιοπρακτικά ανίκανου ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, και σε περίπτωση νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας ο νόμιμος ή φορολογικός εκπρόσωπος, βεβαιώνει την ακρίβεια και πληρότητα της φορολογικής δήλωσης με την υπογραφή του. Η βεβαίωση παρέχεται και μέσω ηλεκτρονικής υπογραφής.
4. Εάν μία φορολογική δήλωση ή μέρος αυτής συντάχθηκε από τρίτο πρόσωπο έναντι αμοιβής, η φορολογική δήλωση συνυπογράφεται και από το πρόσωπο αυτό.

 Νόμος 4174/2013, Άρθρο 19 Υποβολή τροποποιητικής φορολογικής δήλωσης

1. Αν ο φορολογούμενος διαπιστώσει, ότι η φορολογική δήλωση που υπέβαλε στη Φορολογική Διοίκηση περιέχει λάθος ή παράλειψη, υποχρεούται να υποβάλει τροποποιητική φορολογική δήλωση.
2. Αν ο φορολογούμενος υποβάλει τροποποιητική φορολογική δήλωση εντός της προθεσμίας υποβολής της αρχικής φορολογικής δήλωσης, τότε και η τροποποιητική φορολογική δήλωση επέχει θέση αρχικής δήλωσης και θεωρείται ότι και οι δύο, αρχική και τροποποιητική έχουν υποβληθεί εμπρόθεσμα.
3. Τροποποιητική φορολογική δήλωση υποβάλλεται οποτεδήποτε μέχρι την έκδοση εντολής ελέγχου από τη Φορολογική Διοίκηση ή μέχρι την παραγραφή του δικαιώματος της Φορολογικής Διοίκησης για έλεγχο της αρχικής δήλωσης με όλες τις συνέπειες περί εκπρόθεσμης δήλωσης. 

 Νόμος 4174/2013, Άρθρο 32 Διοικητικός προσδιορισμός φόρου

1. Στις περιπτώσεις που, κατά την κείμενη φορολογική νομοθεσία, η φορολογική δήλωση δεν συνιστά άμεσο προσδιορισμό φόρου, η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου.
2. Η πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εκδίδεται με βάση στοιχεία που έχουν τυχόν παρασχεθεί από τον φορολογούμενο σε φορολογική δήλωση ή κάθε άλλο στοιχείο που έχει στη διάθεσή της η Φορολογική Διοίκηση.
3. Εάν η Φορολογική Διοίκηση προσδιορίσει το φόρο ολικά ή μερικά με βάση στοιχεία διαφορετικά από αυτά που περιέχονται σε φορολογική δήλωση του φορολογούμενου, οφείλει να αναφέρει ειδικά τα στοιχεία αυτά στα οποία βασίστηκε ο προσδιορισμός του φόρου.

Νόμος 4174/2013, Άρθρο 37 Έκδοση και κοινοποίηση πράξης προσδιορισμού φόρου

Η κατά τα άρθρα 32, 34 και 35 πράξη προσδιορισμού φόρου υπογράφεται από τον Γενικό Γραμματέα ή άλλον ειδικά οριζόμενο υπάλληλο της Φορολογικής Διοίκησης. Η πράξη προσδιορισμού φόρου περιέχει τις εξής πληροφορίες:
α) το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία του φορολογούμενου,
β) τον αριθμό φορολογικού μητρώου του φορολογούμενου, εφόσον έχει αποδοθεί στον φορολογούμενο,
γ) την ημερομηνία έκδοσης της πράξης,
δ) το είδος προσδιορισμού του φόρου και το θέμα στο οποίο αφορά η πράξη,
ε) το ποσό της φορολογικής οφειλής,
στ) την ημερομηνία μέχρι την οποία πρέπει να εξοφληθεί ο φόρος,
ζ) τους λόγους για τους οποίους η Φορολογική Διοίκηση προέβη στον προσδιορισμό φόρου και τον τρόπο με τον οποίο υπολογίστηκε το ποσό του φόρου,
η) το χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο αμφισβήτησης του προσδιορισμού φόρου, και
θ) τυχόν αλληλεγγύως υπεύθυνα πρόσωπα
ι) λοιπές πληροφορίες.
Η πράξη προσδιορισμού φόρου κοινοποιείται στο πρόσωπο στο οποίο αφορά ο προσδιορισμός φόρου.
Με την πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου κοινοποιείται ταυτόχρονα και η οικεία έκθεση ελέγχου, εκτός από την περίπτωση του τέταρτου εδαφίου του άρθρου 34.
Ο τύπος των πράξεων προσδιορισμού του φόρου και της οικείας έκθεσης καθορίζεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα.

Νόμος 4174/2013, Άρθρο 41 Πληρωμή φόρου

1. Ο φόρος καταβάλλεται κατά το χρόνο που προβλέπεται από το νόμο που επιβάλλει την αντίστοιχη φορολογία, στην οποία εφαρμόζεται ο Κώδικας.
2. Ο φόρος καταβάλλεται με τον τρόπο που καθορίζεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα.
3. Σε περίπτωση διορθωτικού ή εκτιμώμενου προσδιορισμού φόρου, ο οφειλόμενος φόρος καταβάλλεται εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της πράξης του προσδιορισμού φόρου στον φορολογούμενο.
Σε περίπτωση προληπτικού προσδιορισμού του φόρου, ο οφειλόμενος φόρος καταβάλλεται εντός τριών (3) ημερών από την κοινοποίηση της αντίστοιχης πράξης προσδιορισμού του φόρου.
4. Σε περίπτωση έκδοσης οριστικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, ο οφειλόμενος φόρος καταβάλλεται σε δύο (2) ίσες μηνιαίες δόσεις. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου από την κοινοποίηση στον φορολογούμενο της πράξης εκκαθάρισης του φόρου που προκύπτει με βάση το διατακτικό της απόφασης μήνα και η δεύτερη δόση μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μήνα που ακολουθεί.

 Νόμος 4172/2013, Άρθρο 3 Υποκείμενα του φόρου

1. Ο φορολογούµενος που έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα υπόκειται σε φόρο για το φορολογητέο εισόδηµά του που προκύπτει στην ηµεδαπή και την αλλοδαπή, ήτοι το παγκόσµιο εισόδηµά του που αποκτάται μέσα σε ορισµένο φορολογικό έτος. Κατ’ εξαίρεση ο φορολογούµενος που είναι αλλοδαπό προσωπικό των εγκατεστηµένων στην Ελλάδα γραφείων, σύµφωνα µε τις διατάξεις του α.ν. 89/1967 (Α΄ 132), όπως ισχύει, υπόκειται σε φόρο στην Ελλάδα µόνο για το εισόδηµα που προκύπτει στην Ελλάδα.
2. Ο φορολογούµενος που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα υπόκειται σε φόρο για το φορολογητέο εισόδηµα του που προκύπτει στην Ελλάδα και αποκτάται μέσα σε ορισµένο φορολογικό έτος.

 Νόμος 4172/2013, Άρθρο 8 Φορολογικό έτος

1. Το φορολογικό έτος ταυτίζεται µε το ηµερολογιακό έτος. Για τα νοµικά πρόσωπα ή τις νοµικές οντότητες που τηρούν διπλογραφικά βιβλία το φορολογικό έτος μπορεί να λήγει στις 30 Ιουνίου. Σε καμία περίπτωση το φορολογικό έτος δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες.
2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 ένα νοµικό πρόσωπο ή μια νοµική οντότητα που είναι φορολογικός κάτοικος στην ηµεδαπή και ανήκει κατά ποσοστό που υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) σε αλλοδαπό νοµικό πρόσωπο ή νοµική οντότητα μπορεί να χρησιµοποιήσει ως φορολογικό έτος το φορολογικό έτος του αλλοδαπού νοµικού προσώπου ή νοµικής οντότητας.
3. Ο φόρος που επιβάλλεται, σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος αφορά σε εισόδηµα που αποκτήθηκε το αµέσως προηγούµενο φορολογικό έτος.
4. Χρόνος κτήσης του εισοδήµατος θεωρείται ο χρόνος που ο δικαιούχος απέκτησε το δικαίωµα είσπραξής του. Κατ’ εξαίρεση, για τις ανείσπρακτες δεδουλευµένες αποδοχές που εισπράττει καθυστερηµένα ο δικαιούχος εισοδήµατος από μισθωτή εργασία και συντάξεις σε φορολογικό έτος μεταγενέστερο, χρόνος απόκτησης του εν λόγω εισοδήµατος θεωρείται ο χρόνος που εισπράττονται, εφόσον αναγράφονται διακεκριµένα στην ετήσια βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται στον δικαιούχο.
5. Σε περίπτωση που ο φορολογούµενος προβαίνει σε έναρξη ή παύση εργασιών ή δραστηριοτήτων στη διάρκεια του φορολογικού έτους, το πρώτο φορολογικό έτος λήγει στις 31 Δεκεμβρίου και το τελευταίο φορολογικό έτος αρχίζει την 1η Ιανουαρίου, µε την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1.

 Νόμος 4172/2013, Άρθρο 9 Πίστωση φόρου αλλοδαπής

1. Εάν κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους ένας φορολογούµενος που έχει φορολογική κατοικία στην Ελλάδα αποκτά εισόδηµα στην αλλοδαπή, ο καταβλητέος φόρος εισοδήµατος του εν λόγω φορολογούµενου, όσον αφορά στο εν λόγω εισόδηµα, μειώνεται κατά το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για αυτό το εισόδηµα. Η καταβολή του ποσού του φόρου στην αλλοδαπή αποδεικνύεται µε τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
2. Η μείωση του φόρου εισοδήµατος που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό του φόρου που αναλογεί για το εισόδηµα αυτό στην Ελλάδα.

 Νόμος 4172/2013, Αρθρο 16 Μείωση φόρου εισοδήματος

1. Ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρµογή του άρθρου 15 μειώνεται κατά το ποσό των δύο χιλιάδων εκατό (2.100) ευρώ, όταν το φορολογητέο εισόδηµα δεν υπερβαίνει το ποσό των είκοσι ενός χιλιάδων (21.000) ευρώ. Εάν το ποσό του φόρου είναι μικρότερο των δύο χιλιάδων εκατό (2.100) ευρώ, το ποσό της μείωσης περιορίζεται στο ποσό του αναλογούντος φόρου.
2. Για φορολογητέο εισόδηµα το οποίο υπερβαίνει το ποσό των είκοσι ενός χιλιάδων (21.000) ευρώ, το ποσό της μείωσης μειώνεται κατά εκατό (100) ευρώ ανά χίλια (1.000) ευρώ του φορολογητέου εισοδήµατος.
3. Όταν το φορολογητέο εισόδηµα υπερβαίνει το ποσό των σαράντα δύο χιλιάδων (42.000) ευρώ δεν χορηγείται μείωση φόρου.

 Νόμος 4172/2013, Άρθρο 17 Πρόσθετες μειώσεις φόρου 

Πρόσθετη μείωση φόρου ποσού διακοσίων (200) ευρώ προβλέπεται για το φορολογούμενο και τα εξαρτώμενα μέλη του:

α) πρόσωπα µε τουλάχιστον εξήντα επτά τοις εκατό (67%) αναπηρία βάσει γνωµάτευσης του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) ή της Ανώτατης του Στρατού Υγειονοµικής Υπηρεσίας (Α.Σ.Υ.Ε.) για την πιστοποίηση αναπηρίας. Δεν λαµβάνεται υπόψη επαγγελµατική ή ασφαλιστική αναπηρία,

β) ανάπηροι αξιωµατικοί και οπλίτες, οι οποίοι έχουν αποστρατευτεί ή/και αξιωµατικοί, οι οποίοι υπέστησαν τραύµα ή νόσηµα που επήλθε λόγω κακουχιών σε πολεµική περίοδο,
γ) θύµατα πολέµου ή τροµοκρατικών ενεργειών που δικαιούνται να λαµβάνουν σύνταξη από πολεµική αιτία, συµπεριλαµβανοµένων µελών των οικογενειών αξιωµατικών και οπλιτών που απεβίωσαν κατά την εκτέλεση διατεταγµένης υπηρεσίας, τα οποία δικαιούνται να λαµβάνουν σύνταξη από τον Κρατικό Προϋπολογισµό
δ) πρόσωπα που δικαιούνται σύνταξη από το δηµόσιο ταµείο ως ανάπηροι ή θύµατα εθνικής αντίστασης ή εµφυλίου πολέµου.

 Νόμος 4172/2013, Άρθρο 18 Μειώσεις φόρου για ιατρικές δαπάνες

1. Το ποσό του φόρου μειώνεται σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) για τα έξοδα ιατρικής και νοσοκοµειακής περίθαλψης, εφόσον αυτά υπερβαίνουν το πέντε τοις εκατό (5%) του φορολογητέου εισοδήµατος του φορολογούµενου. Το ποσό της μείωσης ανεξαρτήτως του ποσού των εξόδων δεν μπορεί να υπερβεί τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
2. Ως έξοδα ιατρικής και νοσοκοµειακής περίθαλψης θεωρούνται οι παρακάτω δαπάνες, κατά το μέρος που δεν καλύπτονται από ασφαλιστικά ταµεία ή/και ασφαλιστικές εταιρείες:
α) οι αµοιβές που καταβάλλονται σε ιατρούς και ιατρικά κέντρα, όλων των ειδικοτήτων για ιατρικές επισκέψεις, εξετάσεις και θεραπείες,
β) τα έξοδα νοσηλείας που καταβάλλονται σε νοσηλευτικά ιδρύµατα ή ιδιωτικές κλινικές, καθώς και οι δαπάνες που καταβάλλονται για διαρκή κάλυψη ιατρικών αναγκών,
γ) τα έξοδα για ιατρική και φαρµακευτική περίθαλψη γενικά,
δ) οι αµοιβές που καταβάλλονται σε νοσηλευτές για την παροχή υπηρεσιών σε ασθενή κατά τη νοσηλεία του σε νοσοκοµείο ή κλινική ή κατ’ οίκον,
ε) η δαπάνη για την αντικατάσταση µελών του σώµατος µε τεχνητά µέλη, καθώς και η δαπάνη για την αγορά ή τοποθέτηση στο σώµα του ασθενούς οργάνων, τα οποία είναι αναγκαία για τη φυσιολογική λειτουργία του ανθρώπινου οργανισµού,
στ) τα έξοδα νοσοκοµειακής περίθαλψης των τέκνων µε ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον σαράντα τοις εκατό (40%) βάσει γνωµάτευσης του ΚΕ.Π.Α. ή της Α.Σ.Υ.Ε., εφόσον το ετήσιο φορολογούµενο και απαλλασσόµενο εισόδηµα των τέκνων δεν υπερβαίνει το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ,
ζ) η δαπάνη για δίδακτρα ή τροφεία σε ειδικές για την πάθησή τους σχολές ή σε ειδικά ιδρύµατα ή οργανισµούς που καταβάλλονται για τέκνα µε ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον σαράντα τοις εκατό (40%) βάσει γνωµάτευσης του ΚΕ.Π.Α. ή της Α.Σ.Υ.Ε, εφόσον το ετήσιο φορολογούµενο και απαλλασσόµενο εισόδηµα των τέκνων δεν υπερβαίνει το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ και
η) ποσό ίσο µε το πενήντα τοις εκατό (50%) της δαπάνης που καταβάλλεται σε επιχειρήσεις περίθαλψης ηλικιωµένων.
3. Οι ιατρικές δαπάνες που πραγµατοποιούνται για τα εξαρτώµενα µέλη του φορολογούµενου συνυπολογίζονται για τον προσδιορισµό του ποσού της μείωσης φόρου, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην παράγραφο 1.

 Νόμος 4172,2013 Άρθρο 19 Μειώσεις φόρου για δωρεές

1. Το ποσό του φόρου μειώνεται κατά δέκα τοις εκατό (10%) επί των ποσών δωρεών προς τoυς φορείς που ορίζονται στην απόφαση της επόµενης παραγράφου, εφόσον οι δωρεές υπερβαίνουν στη διάρκεια του φορολογικού έτους το ποσό των εκατό (100) ευρώ. Το συνολικό ποσό των δωρεών δεν μπορεί να υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) του φορολογητέου εισοδήµατος.
2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών ορίζονται οι φορείς µε έδρα την ηµεδαπή ή άλλα κράτη - µέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. που αναγνωρίζονται για το σκοπό του προσδιορισµού της μείωσης φόρου επί του ποσού των χορηγούµενων σε αυτούς δωρεών, σύµφωνα µε την προηγούµενη παράγραφο, εφόσον τα ποσά των δωρεών κατατίθενται σε ειδικούς για το σκοπό αυτόν λογαριασµούς τραπεζών που λειτουργούν νόµιµα σε κράτος µέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ..

 Νόμος 4172/2013, Άρθρο 20 Πίστωση φόρου και ρυθµίσεις για τους φορολογούµενους που δεν έχουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα

Οι φορολογούµενοι που δεν έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην Ελλάδα δεν δικαιούνται τις μειώσεις φόρου, σύµφωνα µε τα προηγούµενα άρθρα του παρόντος Κεφαλαίου, εκτός εάν: διατηρούν τη φορολογική τους κατοικία σε άλλο κράτος - µέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. και,
α) τουλάχιστον το ενενήντα τοις εκατό (90%) του παγκόσµιου εισοδήµατός τους αποκτάται στην Ελλάδα ή
β) αποδεικνύουν ότι το φορολογητέο εισόδηµά τους είναι τόσο χαµηλό ώστε θα δικαιούνταν της μείωσης του φόρου δυνάµει της φορολογικής νοµοθεσίας του κράτους της κατοικίας τους 

 Νόμος 4172/2013, Άρθρο 15 Φορολογικός συντελεστής

1. Το φορολογητέο εισόδηµα από μισθωτή εργασία και συντάξεις υποβάλλεται σε φόρο, σύµφωνα µε την ακόλουθη κλίµακα:

Φορολογητέο εισόδημα (Ευρώ) Φορολογικός συντελεστής (%)
< 25.000 22%
25.000,01 έως και 42.000 32%
> 42.000 42%

2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρµόζεται για το εισόδηµα από μισθωτή εργασία που αποκτούν:
α) οι αξιωµατικοί που υπηρετούν σε πλοία του εµπορικού ναυτικού και το οποίο φορολογείται µε φορολογικό συντελεστή 15% και
β) το κατώτερο πλήρωµα που υπηρετεί σε πλοία του εµπορικού ναυτικού και το οποίο φορολογείται µε φορολογικό συντελεστή 10%.
3. Με την επιφύλαξη της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 14, φορολογείται αυτοτελώς µε εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης, κάθε εφάπαξ αποζημίωση που παρέχεται από οποιονδήποτε φορέα και για οποιονδήποτε λόγο διακοπής της σχέσεως εργασίας ή άλλης σύµβασης, η οποία συνδέει το φορέα µε τον δικαιούχο της αποζηµίωσης.
Ο φόρος υπολογίζεται, σύµφωνα µε την ακόλουθη κλίµακα:

Κλιμάκιο αποζημίωσης (ευρώ) Φορολογικός συντελεστής
< 60.000 0%
60.000,01 - 100.000 10%
100.000,01 - 150.000 20%
> 150.000 30%

4. Το ασφάλισµα που καταβάλλεται στο πλαίσιο οµαδικών ασφαλιστήριων συνταξιοδοτικών συµβολαίων φορολογείται αυτοτελώς:
α) Με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) για κάθε περιοδικά καταβαλλόµενη παροχή.
β) Με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) για εφάπαξ καταβαλλόµενη παροχή μέχρι σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ και µε συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) για εφάπαξ καταβαλλόµενη παροχή κατά μέρος που υπερβαίνει τις σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ.
Οι συντελεστές των ανωτέρω περιπτώσεων αυξάνονται κατά πενήντα τοις εκατό (50%) σε περίπτωση είσπραξης από τον δικαιούχο ποσού πρόωρης εξαγοράς.
Δεν θεωρείται πρόωρη εξαγορά κάθε καταβολή που πραγµατοποιείται σε εργαζόµενο ο οποίος έχει θεµελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωµα ή έχει υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας του, καθώς και κάθε καταβολή που γίνεται χωρίς τη βούληση του εργαζοµένου, όπως σε περίπτωση απόλυσης του εργαζοµένου ή πτώχευσης του εργοδότη.
5. Για του φορολογούμενους που κατοικούν μόνιμα σε νησιά με πληθυσμό, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, κάτω από τρεις χιλιάδες εκτατό (3.100) κατοίκους, το φορολογητέο εισόδημα του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας της παραγράφου 1 αυξάνεται κατά πενήντα τοις εκατό (50%), προκειμένου να υπολογιστεί το ποσό του φόρου που αναλογεί στο εισόδημα τους.
Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου ισχύει μέχρι την 31 Δεκέμβρη 2015

 Νόμος 4172/2013, Άρθρο 29 Φορολογικός συντελεστής

1. Τα κέρδη από επιχειρηµατική δραστηριότητα φορολογούνται σύµφωνα µε την ακόλουθη κλίµακα:

Φορολογητέο εισόδημα (ευρώ) Συντελεστής (%)
< 50.000 26%
> 50.000 33%

2. Για τα φυσικά πρόσωπα µε πρώτη δήλωση έναρξης επιτηδεύµατος από 1ης Ιανουαρίου 2013 και για τα τρία (3) πρώτα έτη άσκησης της δραστηριότητάς τους ο φορολογικός συντελεστής του πρώτου κλιµακίου της κλίµακας της παραγράφου 1 μειώνεται κατά πενήντα τοις εκατό (50%), εφόσον το ετήσιο ακαθάριστο εισόδηµά τους από επιχειρηµατική δραστηριότητα δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ.
3. Τα κέρδη από ατοµική αγροτική επιχείρηση φορολογούνται µε συντελεστή δεκατρία τοις εκατό (13%).
4. Το εισόδηµα από προσαύξηση περιουσίας της παραγράφου 4 του άρθρου 21 φορολογείται µε συντελεστή τριάντα τρία τοις εκατό (33%).
5. Για τους φορολογούμενους που κατοικούν μόνιμα σε νησιά με πληθυσμό σύμφωνα με την τελευταία απογραφή κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους, το φορολογητέο εισόδημα του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας της παραγράφου 1 αυξάνεται κατά πενήντα τοις εκατό (50%), προκειμένου να υπολογιστεί το ποσό του φόρου που αναλογεί στο εισόδημά τους.
Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου ισχύει μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2015.
6. Τα κέρδη των φυσικών προσώπων και των ατομικών επιχειρήσεων που εμπίπτουν στην έννοια των πολύ μικρών επιχειρήσεων, όπως ορίζονται στη Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2003, από τη διάθεση παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας προς την εταιρεία «Δ.Ε.Η. Α.Ε». ή άλλο προμηθευτή, μετά από την ένταξή τους στο «Ειδικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Φωτοβολταϊκών Συστημάτων μέχρι δέκα (10) kw», κατόπιν απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3468/2006 (Α΄ 8) , απαλλάσσονται του φόρου.

 Νόμος 4172/2013, Άρθρο 30 Εναλλακτικός τρόπος υπολογισµού της ελάχιστης φορολογίας

1. Ο φορολογούµενος που υπόκειται σε φόρο εισοδήµατος φυσικών προσώπων υποβάλλεται σε εναλλακτική ελάχιστη φορολογία όταν το τεκµαρτό εισόδηµά του είναι υψηλότερο από το συνολικό εισόδηµά του. Σε αυτή την περίπτωση στο φορολογητέο εισόδηµα προστίθεται η διαφορά μεταξύ του τεκµαρτού και πραγµατικού εισοδήµατος και αυτή φορολογείται, σύµφωνα µε την παράγραφο 1 του άρθρου 34.
2. Το τεκµαρτό εισόδηµα υπολογίζεται µε βάση τις δαπάνες διαβίωσης του φορολογούµενου και των εξαρτώµενων µελών του, σύµφωνα µε τα άρθρα 31 έως και 34.
3. Το «συνολικό εισόδηµα» προσδιορίζεται ως το συνολικό ποσό του φορολογητέου εισοδήµατος κατά την έννοια τουάρθρου 7 που αποκτά ο φορολογούµενος και τα εξαρτώµενα µέλη του από τις τέσσερις κατηγορίες ακαθάριστων εσόδων που αναγνωρίζονται στο άρθρο 7 του Κ.Φ.Ε. .
4. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού δεν εφαρµόζονται για τον αλλοδαπό διπλωµατικό ή προξενικό εκπρόσωπο, κάθε φυσικό πρόσωπο που εργάζεται σε πρεσβεία, διπλωµατική αποστολή, προξενείο ή αποστολή αλλοδαπού κράτους για τη διεκπεραίωση κρατικών υποθέσεων που είναι πολίτης του εν λόγω κράτους και κάτοχος διπλωµατικού διαβατηρίου, καθώς και για κάθε φυσικό πρόσωπο που εργάζεται σε θεσµικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Διεθνούς Οργανισµού που έχει εγκατασταθεί βάσει διεθνούς συνθήκης την οποία εφαρµόζει η Ελλάδα.

 Νόμος 4172/2013, Άρθρο 31 Αντικειµενικές δαπάνες και υπηρεσίες

1. Για τον προσδιορισµό του τεκµαρτού εισοδήµατος του φορολογουµένου της συζύγου και των εξαρτώµενων µελών του λαµβάνονται υπόψη τα ακόλουθα:
α) Η ετήσια αντικειµενική δαπάνη, µε βάση τα τετραγωνικά μέτρα της ιδιοκατοικούµενης ή μισθωμένης ή της δωρεάν παραχωρούµενης κύριας κατοικίας ορίζεται κλιµακωτά, για τα ογδόντα (80) πρώτα τετραγωνικά μέτρα κύριων χώρων αυτής, µε σαράντα (40) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, για τα επόµενα από ογδόντα ένα (81) μέχρι και εκατόν είκοσι (120) τετραγωνικά μέτρα κύριων χώρων αυτής, µε εξήντα πέντε (65) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, για τα επόµενα από εκατόν είκοσι ένα (121) μέχρι και διακόσια (200) τετραγωνικά μέτρα κύριων χώρων αυτής, µε εκατόν δέκα (110) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, για τα διακόσια ένα (201) έως τριακόσια (300) τετραγωνικά μέτρα κύριων χώρων αυτής, µε διακόσια (200) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο και για τα πλέον των τριακοσίων (300) τετραγωνικών μέτρων κύριων χώρων αυτής, µε τετρακόσια (400) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο. Για τον υπολογισµό της ετήσιας αντικειµενικής δαπάνης των βοηθητικών χώρων της κύριας κατοικίας ορίζεται ποσό σαράντα (40) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο. Τα παραπάνω ποσά προσαυξάνονται, προκειµένου για κατοικίες που βρίσκονται σε περιοχές µε τιµή ζώνης, σύµφωνα µε τον αντικειµενικό προσδιορισµό των ακινήτων, από 2.800 ευρώ έως 4.999 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, κατά ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) και για περιοχές µε τιµή ζώνης από 5.000 ευρώ και άνω το τετραγωνικό μέτρο, κατά ποσοστό εβδοµήντα τοις εκατό (70%). Όλα τα παραπάνω ποσά προσαυξάνονται, προκειµένου για μονοκατοικίες, κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%).
β) Η ετήσια αντικειµενική δαπάνη, που εκτιµάται µε βάση τα τετραγωνικά μέτρα μίας ή περισσοτέρων ιδιοκατοικούµενων ή μισθωμένων δευτερευουσών κατοικιών, καθώς και των βοηθητικών χώρων αυτών, ορίζεται στο ένα δεύτερο (1/2) της ετήσιας αντικειµενικής δαπάνης όπως αυτή ορίζεται στην περίπτωση α΄.
γ) Η ετήσια αντικειµενική δαπάνη επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ορίζεται ως εξής:
αα) για τα αυτοκίνητα μέχρι χίλια διακόσια (1.200) κυβικά εκατοστά σε τέσσερις χιλιάδες (4.000) ευρώ,
ββ) για αυτοκίνητα μεγαλύτερα των χιλίων διακοσίων (1.200) κυβικών εκατοστών προστίθενται εξακόσια (600) ευρώ ανά εκατό (100) κυβικά εκατοστά μέχρι τα δύο χιλιάδες (2.000) κυβικά εκατοστά,
γγ) για αυτοκίνητα μεγαλύτερα των δύο χιλιάδων (2.000) κυβικών εκατοστών προστίθενται εννιακόσια (900) ευρώ ανά εκατό (100) κυβικά εκατοστά και μέχρι τρεις χιλιάδες (3.000) κυβικά εκατοστά και
δδ) για αυτοκίνητα μεγαλύτερα από τρεις χιλιάδες (3.000) κυβικά εκατοστά προστίθενται χίλια διακόσια (1.200) ευρώ ανά εκατό (100) κυβικά εκατοστά.
Τα παραπάνω ποσά ετήσιας αντικειµενικής δαπάνης από κάθε αυτοκίνητο μειώνονται ανάλογα µε την παλαιότητά του, η οποία υπολογίζεται από το έτος πρώτης κυκλοφορίας του στην Ελλάδα, ή σε χώρα της Ε.Ε/ΕΟΧ κατά ποσοστό ως εξής:
αα) Τριάντα τοις εκατό (30%) για χρονικό διάστηµα πάνω από πέντε (5) και μέχρι δέκα (10) έτη.
ββ) Πενήντα τοις εκατό (50%) για χρονικό διάστηµα πάνω από δέκα (10) έτη. Η ετήσια αντικειµενική δαπάνη δεν εφαρµόζεται για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης που διαθέτουν πιστοποιητικό αυθεντικότητας το οποίο εκδίδεται από διεθνή ή ηµεδαπό φορέα που έχει αρµοδιότητα να εκδίδει τέτοιο πιστοποιητικό, καθώς και για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης τα οποία είναι ειδικά διασκευασµένα για κινητικά αναπήρους.
Ως επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης ειδικά διασκευασµένα για κινητικά αναπήρους θεωρούνται εκείνα που διασκευάσθηκαν ύστερα από άδεια της αρµόδιας αρχής για να οδηγούνται από πρόσωπα που παρουσιάζουν κινητική αναπηρία σε ποσοστό τουλάχιστον εξήντα επτά τοις εκατό (67%) ή για να µεταφέρουν αυτά τα πρόσωπα μαζί µε τα αντικείµενα που είναι απαραίτητα για τη μετακίνησή τους. Στις περιπτώσεις εταιρειών οµόρρυθµων ή ετερόρρυθµων ή περιορισµένης ευθύνης ή ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών ή ανωνύµων ή αστικών, καθώς και των κοινωνιών και κοινοπραξιών που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελµα, οι οποίες έχουν στην κυριότητα ή στην κατοχή τους επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, η αντικειµενική δαπάνη που αναλογεί σε αυτά λογίζεται ως αντικειµενική δαπάνη των:
1. οµόρρυθµων ή απλών, εκτός των ετερόρρυθµων, εταίρων ή κοινωνών ή µελών της κοινοπραξίας φυσικών προσώπων, επιµεριζόµενη μεταξύ αυτών κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρεία, προκειµένου περί οµόρρυθµων ή ετερόρρυθµων ή αστικών εταιρειών ή στην κοινωνία ή στην κοινοπραξία
2. των φυσικών προσώπων, µελών της εταιρείας περιορισµένης ευθύνης, επιµεριζόµενη μεταξύ αυτών, κατά το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στην εταιρεία περιορισµένης ευθύνης, όταν οι διαχειριστές αυτής δεν είναι εταίροι της,
3. των διαχειριστών της εταιρίας περιορισµένης ευθύνης που είναι και εταίροι της, επιµεριζόµενη μεταξύ αυτών κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρία περιορισµένης ευθύνης και
4. των διευθυνόντων και εντεταλµένων συµβούλων, διοικητών ανωνύµων εταιριών και προέδρων των διοικητικών συµβουλίων τους, επιµεριζόµενη ισοµερώς μεταξύ τους.
Αν στις πιο πάνω περιπτώσεις οι εταίροι των οµόρρυθµων ή ετερόρρυθµων ή περιορισµένης ευθύνης ή αστικών εταιριών, καθώς και των κοινωνιών ή κοινοπραξιών είναι νοµικά πρόσωπα, η αντικειµενική δαπάνη που προκύπτει µε βάση τα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης που έχουν στην κυριότητα ή την κατοχή τους λογίζεται ως αντικειµενική δαπάνη των φυσικών προσώπων, που μετέχουν σε αυτά τα νοµικά πρόσωπα, σύµφωνα µε όσα ορίζονται στο προηγούµενο εδάφιο.
Για τα αλλοδαπά νοµικά πρόσωπα που δεν έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα, αλλά υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης, καθώς και για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις, το ποσό της ετήσιας αντικειµενικής δαπάνης που προκύπτει µε βάση αυτοκίνητα αυτής της περίπτωσης, ιδιοκτησίας του αλλοδαπού νοµικού προσώπου ή ιδιοκτησίας ή κατοχής γραφείου, υποκαταστήµατος ή πρακτορείου της αλλοδαπής επιχείρησης εγκατεστηµένου στην Ελλάδα, βαρύνει το πρόσωπο που εκπροσωπεί στην Ελλάδα το αλλοδαπό νοµικό πρόσωπο ή την αλλοδαπή επιχείρηση ή προΐσταται του γραφείου ή υποκαταστήµατος ή πρακτορείου.
Η αντικειµενική αυτή δαπάνη βαρύνει καθένα από τα φυσικά πρόσωπα που ορίζονται από τις διατάξεις αυτής της παραγράφου ανεξάρτητα από τον τόπο διαµονής ή κατοικίας τους και δεν μπορεί για καθένα από αυτά τα πρόσωπα και για κάθε εταιρία να είναι ανώτερη από τη μεγαλύτερη αντικειµενική δαπάνη που προκύπτει από αυτοκίνητο της εταιρίας.
Αν ο φορολογούµενος και τα εξαρτώµενα µέλη του είναι κύριοι ή κάτοχοι και άλλων επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, η αντικειµενική δαπάνη που προκύπτει για τα αυτοκίνητα αυτά λαµβάνεται υπόψη για τον υπολογισµό της συνολικής αντικειµενικής δαπάνης.
Η αντικειµενική δαπάνη που προκύπτει βάσει επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης, του οποίου κύριος ή κάτοχος είναι ανήλικο τέκνο, λογίζεται ως αντικειµενική δαπάνη του γονέα που έχει το μεγαλύτερο εισόδηµα και αν αυτός έχασε τη γονική μέριμνα, του άλλου γονέα. Αν αποκτηθεί ή μεταβιβασθεί µε οποιονδήποτε τρόπο επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης κατά τη διάρκεια του έτους, η αντικειµενική δαπάνη περιορίζεται σε τόσα δωδέκατα όσοι και οι μήνες κυριότητας ή κατοχής του αυτοκινήτου. Διάστηµα μεγαλύτερο από δεκαπέντε (15) ημέρες λογίζεται ως ολόκληρος μήνας. Τα ίδια εφαρµόζονται και σε περίπτωση ακινησίας ή ολοκληρωτικής καταστροφής του αυτοκινήτου από οποιαδήποτε αιτία.
Αν μεταβιβασθεί ή αποκτηθεί εικονικά αυτοκίνητο από περισσότερα πρόσωπα, η ετήσια αντικειµενική δαπάνη του ισχύει αυτοτελώς στο σύνολό της για καθέναν από τους συμβαλλομένους. Εικονική θεωρείται η μεταβίβαση ή η κτήση που πραγµατοποιείται ιδίως μεταξύ συγγενών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας κατ’ ευθεία γραμμή ή εκ πλαγίου μέχρι και τον τρίτο βαθμό, επιτρέπεται όµως η ανταπόδειξη. Όταν η συγκυριότητα είναι πραγµατική, η ετήσια αντικειµενική δαπάνη επιµερίζεται κατά το λόγο των ιδανικών μεριδίων καθενός συγκυρίου.
Προκειµένου για εκπαιδευτές οδηγών αυτοκινήτων, καθώς και για τις επιχειρήσεις ενοικίασης αυτοκινήτων, που χρησιµοποιούν για το σκοπό αυτόν περισσότερα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, για τον υπολογισµό της ετήσιας αντικειµενικής δαπάνης λαµβάνεται υπόψη το αυτοκίνητο που δίνει τη μεγαλύτερη αντικειµενική δαπάνη. Στις περιπτώσεις ενοικίασης ή χρηµατοδοτικής μίσθωσης αυτοκινήτων επιβατικών ιδιωτικής ή μικτής χρήσης, η ετήσια αντικειµενική δαπάνη, που αντιστοιχεί στο χρόνο χρησιµοποίησης αυτών, βαρύνει τον μισθωτή τους.
Οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ εφαρµόζονται ανάλογα και για τον προσδιορισµό της ετήσιας αντικειµενικής δαπάνης των αυτοκινήτων μικτής χρήσης και των αυτοκινήτων τύπου JEEP.
δ) Η ετήσια αντικειµενική δαπάνη που καταβάλλεται για ιδιωτικά σχολεία στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης, µε εξαίρεση τα εσπερινά γυµνάσια και λύκεια, καθώς και τα ειδικά σχολεία ατόµων µε ειδικές ανάγκες, όπως προκύπτει από τις σχετικές αποδείξεις παροχής υπηρεσιών.
ε) Η ετήσια αντικειµενική δαπάνη που καταβάλλεται για οικιακούς βοηθούς, οδηγούς αυτοκινήτων, δασκάλους και λοιπό προσωπικό, η οποία ορίζεται στο εκάστοτε κατώτατο όριο αµοιβών όπως αυτό προσδιορίζεται από τις ισχύουσες διατάξεις για την αντίστοιχη κατηγορία εργαζοµένων. Η διάταξη αυτή δεν εφαρµόζεται όταν ο φορολογούµενος απασχολεί έναν µόνο οικιακό βοηθό ή όταν ο ίδιος ή πρόσωπο που συνοικεί µε αυτόν και τον βαρύνει έχει αναπηρία εξήντα επτά τοις εκατό και πάνω (67%) από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία ή είναι ηλικίας άνω των εξήντα πέντε (65) ετών και απασχολεί έναν νοσοκόµο.
στ) Η ετήσια αντικειµενική δαπάνη µε βάση σκάφη αναψυχής ιδιωτικής χρήσης, κυριότητας ή κατοχής του φορολογουµένου, της συζύγου του ή των προσώπων που τους βαρύνουν εκτιµάται µε βάση το κόστος τελών ελλιµενισµού, ασφαλίστρων, καυσίµων, συντήρησης και πρακτόρευσης και ορίζεται, ανάλογα µε τα μέτρα ολικού μήκους του σκάφους, ως εξής:
αα) Για µηχανοκίνητα σκάφη ανοικτού τύπου, ταχύπλοα και µη, ολικού μήκους μέχρι πέντε (5) μέτρα, στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ, ενώ για τα πάνω από πέντε (5) μέτρα το πόσο αυτό αυξάνεται κατά δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ το μέτρο.
ββ) Για ιστιοφόρα ή µηχανοκίνητα ή μικτά σκάφη µε χώρο ενδιαίτησης, ολικού μήκους μέχρι και επτά (7) μέτρα, δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ, πάνω από επτά (7) και μέχρι δέκα (10) μέτρα προστίθενται τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ ανά επιπλέον μέτρο μήκους, πάνω από δέκα (10) και μέχρι δώδεκα (12) μέτρα προστίθενται επτά χιλιάδες πεντακόσια (7.500) ευρώ ανά επιπλέον μέτρο μήκους, πάνω από δώδεκα (12) και µέχρι δεκαπέντε (15) µέτρα δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ ανά επιπλέον µέτρο µήκους, πάνω από δεκαπέντε (15) και µέχρι δεκαοκτώ (18) µέτρα είκοσι δύο χιλιάδες πεντακόσια (22.500) ευρώ ανά επιπλέον µέτρο µήκους, πάνω από δεκαοκτώ (18) και µέχρι είκοσι δύο (22) µέτρα τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ ανά επιπλέον µέτρο µήκους και πάνω από είκοσι δύο (22) µέτρα προστίθενται πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ ανά επιπλέον µέτρο µήκους.
Τα ποσά της ετήσιας τεκµαρτής δαπάνης αυτής της υποπερίπτωσης µειώνονται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) προκειµένου για ιστιοφόρα σκάφη. Κατά το ίδιο ποσοστό µειώνονται και για πλοία αναψυχής που έχουν κατασκευασθεί ή κατασκευάζονται στην Ελλάδα εξ ολοκλήρου από ξύλο, τύπων «τρεχαντήρι», «βαρκαλάς», «πέραµα», «τσερνίκι» και «λίµπερτυ», που προέρχονται από την ελληνική ναυτική παράδοση. Η τεκµαρτή δαπάνη από κάθε σκάφος µειώνεται ανάλογα µε την παλαιότητά του κατά ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) αν έχει περάσει χρονικό διάστηµα πάνω από πέντε (5) έτη και µέχρι δέκα (10) έτη από το έτος που νηολογήθηκε για πρώτη φορά και τριάντα τοις εκατό (30%) αν έχει περάσει χρονικό διάστηµα πάνω από δέκα (10) έτη. Για σκάφη µε µόνιµο πλήρωµα ναυτολογηµένο για ολόκληρο ή µέρος του έτους, στην παραπάνω δαπάνη προστίθεται και η αµοιβή του πληρώµατος. Τα σκάφη επαγγελµατικής χρήσης δεν λαµβάνονται υπόψη για την αντικειµενική δαπάνη. Οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄, εκτός αυτών που αναφέρονται στην παλαιότητα των αυτοκινήτων, εφαρµόζονται ανάλογα και στην περίπτωση αυτή.
ζ) Η ετήσια αντικειµενική δαπάνη για αεροσκάφη, ελικόπτερα και ανεµόπτερα κυριότητας ή κατοχής του φορολογουµένου και των εξαρτώµενων µελών του και τους βαρύνουν, η οποία ορίζεται ως εξής:
αα) Για ανεµόπτερα στο ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ.
ββ) Για αεροσκάφη µε κινητήρα κοινό, εσωτερικής καύσης και στροβιλοελικοφόρα, καθώς και ελικόπτερα, στο ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων (65.000) ευρώ για τους εκατόν πενήντα (150) πρώτους ίππους ισχύος του κινητήρα τους που προσαυξάνεται µε το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε ίππο πάνω από τους εκατόν πενήντα (150) ίππους.
γγ) Για αεροσκάφη αεριοπροωθούµενα (JET) στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για κάθε λίµπρα ώθησης. Οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄, εκτός της ακινησίας και παλαιότητας, εφαρµόζονται αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.
δδ) Για τις υπερελαφρές πτητικές αθλητικές µηχανές (Υ.Π.Α.Μ.) που υπάγονται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του υπ’ αριθµ. Δ2/26314/8802/ 27.7.2010 Κανονισµού υπερελαφρών πτητικών αθλητικών µηχανών (Β΄ 1360), στο ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ. Η διάταξη του προηγούµενου εδαφίου ισχύει από 1.1.2011 και µετά.
η) Η ετήσια αντικειµενική δαπάνη, εξωτερικής δεξαµενής κολύµβησης που προκύπτει για τον κύριο ή κάτοχο αυτής, ορίζεται, ανάλογα µε την επιφάνειά της, ανά κλίµακα, σε εκατόν εξήντα (160) ευρώ το τετραγωνικό µέτρο µέχρι τα εξήντα (60) τετραγωνικά µέτρα και σε τριακόσια είκοσι (320) ευρώ το τετραγωνικό µέτρο για επιφάνεια άνω των εξήντα (60) τετραγωνικών µέτρων.
Προκειµένου για εσωτερική δεξαµενή κολύµβησης τα παραπάνω ποσά διπλασιάζονται.
θ) Η ελάχιστη ετήσια αντικειµενική δαπάνη του φορολογούµενου ορίζεται σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ προκειµένου για τον άγαµο και σε πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ για τους συζύγους που υποβάλλουν κοινή δήλωση, εφόσον δηλώνεται πραγµατικό ή τεκµαρτό εισόδηµα.
2. Το ετήσιο συνολικό ποσό της αντικειµενικής δαπάνης, που προσδιορίζεται σύµφωνα µε τις διατάξεις της προηγούµενης παραγράφου, µπορεί να αµφισβητηθεί από τον φορολογούµενο όταν αυτό είναι µεγαλύτερο από την πραγµατική δαπάνη του φορολογουµένου και των εξαρτώµενων µελών που τον βαρύνουν, εφόσον αυτό αποδεικνύεται από τον υπόχρεο µε βάση πραγµατικά περιστατικά ή στοιχεία. Τέτοια περιστατικά συντρέχουν ιδίως στο πρόσωπο των υπόχρεων, οι οποίοι:
α) υπηρετούν τη στρατιωτική θητεία τους στις Ένοπλες Δυνάµεις,
β) είναι φυλακισµένοι,
γ) νοσηλεύονται σε νοσοκοµείο ή κλινική,
δ) είναι άνεργοι και δικαιούνται βοήθηµα ανεργίας,
ε) συγκατοικούν µε συγγενείς πρώτου βαθµού και έχουν µειωµένες δαπάνες διαβίωσης, λόγω αποδεδειγµένης συµβολής στις δαπάνες αυτές των συγγενών τους µε την προϋπόθεση ότι οι τελευταίοι αυτοί έχουν εισόδηµα από εµφανείς πηγές,
στ) είναι ορφανοί ανήλικοι οι οποίοι έχουν στην κυριότητά τους επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης από κληρονοµιά του πατέρα ή της µητέρας τους και
ζ) προσκοµίζουν στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι για λόγους ανώτερης βίας πραγµατοποίησαν δαπάνη µικρότερη από την αντικειµενική.
Όταν συντρέχει µία ή περισσότερες από τις περιπτώσεις αυτές, ο φορολογούµενος υποχρεούται να υποβάλει τα αναγκαία δικαιολογητικά για την απόδειξη των ισχυρισµών του. Η Φορολογική Διοίκηση ελέγχει την αλήθεια των ισχυρισµών και την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων του φορολογουµένου και µειώνει ανάλογα την ετήσια αντικειµενική δαπάνη, στην οποία αναφέρονται οι ισχυρισµοί και τα αποδεικτικά στοιχεία.
Στις πιο πάνω α΄ και ε΄ περιπτώσεις, η διαφορά µεταξύ της αντικειµενικής δαπάνης και της πραγµατικής δαπάνης λαµβάνεται υπόψη για τον υπολογισµό της συνολικής αντικειµενικής δαπάνης του γονέα ή του τέκνου που συµβάλλει στις δαπάνες διαβίωσης του υπόχρεου.
Αν πρόκειται για τους γονείς, η διαφορά αντικειµενικής δαπάνης καταλογίζεται σε εκείνον που έχει το µεγαλύτερο εισόδηµα. 

 Νόμος 4172/2013, Άρθρο 32 Δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων

Ως ετήσια δαπάνη του φορολογουµένου της συζύγου και των εξαρτώµενων µελών του λογίζονται και τα χρηµατικά ποσά που πραγµατικά καταβάλλονται για:
α) Αγορά ή χρηµατοδοτική µίσθωση αυτοκινήτων, δίτροχων ή τρίτροχων αυτοκινούµενων οχηµάτων, πλοίων αναψυχής και λοιπών σκαφών αναψυχής, αεροσκαφών και κινητών πραγµάτων µεγάλης αξίας.
Ως κινητά πράγµατα µεγάλης αξίας νοούνται εκείνα που η αξία τους υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Αν η αξία κάθε πράγµατος είναι µικρότερη του ποσού αυτού, τα αγορασθέντα όµως πράγµατα αποτελούν κατά τις συναλλακτικές αντιλήψεις ενιαίο σύνολο, τότε για τον υπολογισµό της αξίας λαµβάνεται υπόψη η αξία όλων αυτών των πραγµάτων, εφόσον υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.
Οι διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 δεν εφαρµόζονται για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 12 της Συµφωνίας Έδρας µεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δηµοκρατίας και της Τράπεζας Εµπορίου και Ανάπτυξης του Ευξείνου Πόντου, που κυρώθηκε µε το ν. 2707/1999 (Α΄ 78).
β) Αγορά επιχειρήσεων ή σύσταση ή αύξηση του κεφαλαίου επιχειρήσεων που λειτουργούν ατοµικώς ή µε τη µορφή οµόρρυθµης ή ετερόρρυθµης ή ανώνυµης εταιρείας ή περιορισµένης ευθύνης εταιρίας ή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας ή κοινωνίας ή κοινοπραξίας ή αστικής εταιρίας ή αγορά εταιρικών µερίδων και χρεογράφων γενικώς.
γ) Αγορά ή χρονοµεριστική ή χρηµατοδοτική µίσθωση ακινήτων ή ανέγερση οικοδοµών ή κατασκευή δεξαµενής κολύµβησης.
Ως τίμημα αγοράς λαμβάνεται το ποσό της συνολικής επιβάρυνσης, όπως προκύπτει από τα οικεία πωλητήρια συμβόλαια, εκτός εάν από έλεγχο προκύπτει μεγαλύτερο ποσό, οπότε λαμβάνεται υπόψη αυτό.
δ) Χορήγηση δανείων προς οποιονδήποτε.
ε) Η ετήσια δαπάνη για δωρεές, γονικές παροχές ή χορηγίες χρηµατικών ποσών, εφόσον αυτά υπερβαίνουν ετησίως τα τριακόσια (300) ευρώ, εκτός από τις δωρεές προς το Δηµόσιο, τους δήµους και τις κοινότητες του κράτους, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύµατα, τα κρατικά και δηµοτικά νοσηλευτικά ιδρύµατα και τα νοσοκοµεία, που αποτελούν νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισµό, καθώς και τα προνοιακά ιδρύµατα του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα (κρατικά νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου), ως και τα προνοιακά ιδρύµατα ιδιωτικού δικαίου των οποίων οι εν γένει δαπάνες λειτουργίας καλύπτονται τουλάχιστον κατά εβδοµήντα τοις εκατό (70%) µε επιχορηγήσεις από τον Κρατικό Προϋπολογισµό.
Ομοίως, εξαιρούνται οι δωρεές ή χορηγίες προς τα κοινωφελή ιδρύματα, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που έχουν συσταθεί νόμιμα και τα οποία επιδιώκουν κοινωφελείς σκοπούς, καθώς, και τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που έχουν συσταθεί νόμιμα, εφόσον επιδιώκουν σκοπούς πολιτιστικούς
στ) Απόσβεση δανείων ή πιστώσεων οποιασδήποτε µορφής. Στο ποσό της δαπάνης αυτής περιλαµβάνεται και το ποσό των οικείων τόκων, στους οποίους περιλαµβάνονται και οι τυχόν τόκοι υπερηµερίας.

 Νόμος 4172/2013, Άρθρο 33 Μη εφαρµογή αντικειµενικών δαπανών και υπηρεσιών

Η ετήσια αντικειµενική δαπάνη και η δαπάνη απόκτησης περιουσιακών στοιχείων δεν εφαρµόζονται:
α) Προκειµένου για αντικειµενική δαπάνη, η οποία προκύπτει βάσει επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης αναπήρου, το οποίο απαλλάσσεται από τα τέλη κυκλοφορίας.
β) Προκειµένου για αλλοδαπό προσωπικό που δεν διαµένει µόνιµα στην Ελλάδα ή ηµεδαπό προσωπικό που διαµένει µόνιµα στο εξωτερικό και απασχολείται αποκλειστικά σε επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις του α.ν. 89/1967 (Α΄ 132), του α.ν. 378/1968 (Α΄ 82) και του άρθρου 25 του ν. 27/1975 (Α΄ 77), για το ποσό της ετήσιας αντικειµενικής δαπάνης, η οποία προκύπτει βάσει του επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ή της κατοικίας.
γ) Προκειµένου για επιχειρήσεις µεταπώλησης αυτοκινήτων που έχουν υπαχθεί στο ειδικό καθεστώς φορολογίας του άρθρου 45 του ν. 2859/2000 , για την αντικειµενική δαπάνη που προκύπτει βάσει των επιβατικών αυτοκινήτων που έχουν αγορασθεί για µεταπώληση µε βάση τις διατάξεις του άρθρου 45 του ν. 2859/2000 , εφόσον η άδεια και οι πινακίδες κυκλοφορίας του µεταβιβαζόµενου αυτοκινήτου οχήµατος έχουν παραµείνει στη Δ.Ο.Υ., στην οποία έγινε η µεταβίβαση του αυτοκινήτου προς την επιχείρηση µεταπώλησης µέχρι και την ηµεροµηνία µεταπώλησης από αυτή σε τρίτο και το αυτοκίνητο κατά το χρονικό αυτό διάστηµα δεν κυκλοφόρησε παράνοµα. Οι µεταπωλήτριες επιχειρήσεις έχουν υποχρέωση µαζί µε την ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήµατος να συνυποβάλουν υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986, στην οποία να αναγράφουν τα πιο πάνω αυτοκίνητα που αγόρασαν ή πώλησαν στο οικείο έτος.
Προκειµένου για ατοµικές επιχειρήσεις µεταπώλησης αυτοκινήτων της περίπτωσης αυτής, η ετήσια αντικειµενική δαπάνη που προκύπτει από τα προς πώληση οχήµατα, όταν δεν κατατεθούν η άδεια και οι πινακίδες κυκλοφορίας τους στη Δ.Ο.Υ., σύµφωνα µε τα ανωτέρω, δεν µπορεί να υπερβαίνει τη µεγαλύτερη αντικειµενική δαπάνη που προκύπτει από αυτοκίνητο της επιχείρησης. Οι διατάξεις του προηγούµενου εδαφίου έχουν εφαρµογή για δαπάνες που προκύπτουν από 1.1.2010 και µετά.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών ορίζεται κάθε άλλο θέµα για την εφαρµογή αυτής της περίπτωσης.
δ) Προκειµένου για αντικειµενική δαπάνη που προκύπτει µε βάση σκάφη αναψυχής ιδιωτικής χρήσης, κυριότητας ή κατοχής µονίµων κατοίκων εξωτερικού.
ε) Προκειµένου για αγορά πάγιου εξοπλισµού επαγγελµατικής χρήσης από πρόσωπα που ασκούν επιχειρηµατική δραστηριότητα.
στ) Προκειµένου για αγορά επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, ειδικά διασκευασµένων για πρόσωπα που παρουσιάζουν κινητικές αναπηρίες που υπερβαίνουν σε ποσοστό το εξήντα επτά τοις εκατό (67%).
Ως επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης ειδικά διασκευασµένα για κινητικά αναπήρους θεωρούνται εκείνα που διασκευάστηκαν ύστερα από άδεια της αρµόδιας αρχής για να οδηγούνται από πρόσωπα που παρουσιάζουν κινητική αναπηρία µε ποσοστό πάνω από εξήντα επτά τοις εκατό (67%) ή για να µεταφέρουν αυτά τα πρόσωπα µαζί µε τα αντικείµενα που είναι απαραίτητα για τη µετακίνησή τους.
ζ) Οι ετήσιες αντικειµενικές δαπάνες που υπολογίζονται σύµφωνα µε το άρθρο 31 προκειµένου για συνταξιούχους, οι οποίοι έχουν υπερβεί το 65ο έτος της ηλικίας τους, εφαρµόζονται µειωµένες κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) των όσων προκύπτουν σύµφωνα µε τις προηγούµενες διατάξεις.
η) Προκειµένου για αντικειµενικές δαπάνες και υπηρεσίες του άρθρου 31 φυσικού προσώπου που έχει τη φορολογική κατοικία του στην αλλοδαπή. Προκειµένου για δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του άρθρου 32 φυσικού προσώπου που έχει τη φορολογική κατοικία του στην αλλοδαπή εφόσον δεν αποκτά εισόδηµα στην Ελλάδα.

Προκειµένου για φυσικό πρόσωπο που έχει τη φορολογική κατοικία του στην αλλοδαπή, εφόσον δεν αποκτά εισόδηµα στην Ελλάδα.

 Νόμος 4172/2013, Άρθρο 34 Διαφορά εισοδήµατος και υπολογισµός του φόρου αυτής

1. Η διαφορά που προκύπτει µεταξύ του τεκµαρτού και του συνολικού εισοδήµατος κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 30 , η οποία προστίθεται στο φορολογητέο εισόδηµα, προσδιορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση κατά το ίδιο φορολογικό έτος σύµφωνα µε τα οριζόµενα στις επόµενες παραγράφους και φορολογείται:
α) σύµφωνα µε την παράγραφο 1 του άρθρου 15 εφόσον ο φορολογούµενος έχει εισόδηµα µόνο από µισθωτή εργασία ή/και συντάξεις ή εφόσον το µεγαλύτερο µέρος των εισοδηµάτων του προκύπτει από µισθωτή εργασία και συντάξεις ή ή δεν υπάρχει εισόδημα από καμία κατηγορία ή έχει εισόδηµα µόνο από κεφάλαιο ή/και από υπεραξία µεταβίβασης κεφαλαίου και το τεκµαρτό του εισόδηµα δεν υπερβαίνει το ποσό των εννιά χιλιάδων πεντακοσίων (9.500) ευρώ ή

β) σύµφωνα µε την παράγραφο 1 του άρθρου 29 , εφόσον ο φορολογούµενος έχει εισόδηµα µόνο από επιχειρηµατική δραστηριότητα ή εφόσον το µεγαλύτερο µέρος των εισοδηµάτων του δεν προκύπτει από µισθωτή εργασία και συντάξεις.
γ) σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 29 , εφόσον ο φορολογούμενος έχει εισόδημα μόνο από ατομική αγροτική επιχείρηση ή εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του προκύπτει από ατομική αγροτική επιχείρηση
δ) σύμφωνα με την κλίμακα της παραγράφου 1 του άρθρου 15, εφόσον ο φορολογούμενος είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο ανέργων του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ)
2. Η Φορολογική Διοίκηση κατά τον προσδιορισµό της διαφοράς της προηγούµενης παραγράφου υποχρεούται να λάβει υπόψη τα αναγραφόµενα στη δήλωση χρηµατικά ποσά, τα οποία αποδεικνύονται από νόµιµα παραστατικά στοιχεία. Ο φορολογούµενος φέρει το βάρος της απόδειξης για τα ποσά που ιδίως είναι:
α) Πραγµατικά εισοδήµατα τα οποία αποκτήθηκαν από τον φορολογούµενο, τη σύζυγό του και τα εξαρτώµενα µέλη του και τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο ή φορολογούνται µε ειδικό τρόπο σύµφωνα µε τις ισχύουσες διατάξεις. Αν τα εισοδήµατα αυτά αποκτήθηκαν στην αλλοδαπή, αναγνωρίζονται, εφόσον υπόκεινται σε φόρο εισοδήµατος στην Ελλάδα ή απαλλάσσονται νοµίµως από αυτόν.
β) Χρηµατικά ποσά που δεν θεωρούνται εισόδηµα κατά τις ισχύουσες διατάξεις.
γ) Χρηµατικά ποσά που προέρχονται από τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων.
δ) Εισαγωγή συναλλάγµατος που δεν εκχωρείται υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον δικαιολογείται η απόκτησή του στην αλλοδαπή.
Δεν απαιτείται η δικαιολόγηση της απόκτησης αυτού του συναλλάγµατος για τα πρόσωπα:
αα) Που είναι φορολογικοί κάτοικοι άλλου κράτους.
ββ) Που είχαν διαµείνει τρία (3) τουλάχιστον χρόνια στην αλλοδαπή και η εισαγωγή του συναλλάγµατος γίνεται µέσα σε δύο (2) χρόνια από τη µετοικεσία τους.
γγ) Που είχαν διαµείνει πέντε (5) τουλάχιστον συνεχή χρόνια στην αλλοδαπή και το επικαλούµενο ποσό συναλλάγµατος προέρχεται από καταθέσεις στο όνοµά τους ή στο όνοµα του άλλου συζύγου σε τραπεζικό λογαριασµό ανοιγµένο σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ ή σε υποκατάστηµα ελληνικής τράπεζας στο εξωτερικό κατά το χρόνο που διέµεναν στην αλλοδαπή ή από καταθέσεις τους - µέσα σε έναν (1) χρόνο από τη µετοικεσία τους στην Ελλάδα χωρίς το συνάλλαγµα αυτό να έχει επανεξαχθεί στην αλλοδαπή. Η προϋπόθεση της µη επανεξαγωγής του συναλλάγµατος δεν απαιτείται για το ποσό εκείνο του συναλλάγµατος που έχει επανεξαχθεί στην αλλοδαπή για την απόκτηση περιουσιακού στοιχείου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 32 , εφόσον η δαπάνη για την απόκτηση αυτού του στοιχείου έχει ληφθεί υπόψη κατά την εφαρµογή του άρθρου 32 , ή του άρθρου 34.
ε) Δάνεια, τα οποία έχουν ληφθεί και αποδεικνύονται µε έγγραφα στοιχεία που φέρουν βέβαιη χρονολογία. Ειδικώς, όταν πρόκειται για την κάλυψη διαφοράς δαπάνης της προηγούµενης παραγράφου, κατά το ποσό που προέρχεται από δαπάνη του άρθρου 32, το ποσό του δανείου λαµβάνεται υπόψη εφόσον από το οικείο έγγραφο αποδεικνύεται ότι έχει ληφθεί πριν από την πραγµατοποίηση της σχετικής δαπάνης.
στ) Δωρεά ή γονική παροχή χρηµατικών ποσών για την οποία η οικεία φορολογική δήλωση έχει υποβληθεί µέχρι τη λήξη του έτους στο οποίο πραγµατοποιήθηκε η σχετική δαπάνη.
ζ) Ανάλωση κεφαλαίου που αποδεδειγµένα έχει φορολογηθεί κατά τα προηγούµενα έτη ή νόµιµα έχει απαλλαγεί από το φόρο.
Για τον προσδιορισµό του κεφαλαίου αυτού ανά έτος, από τα πραγµατικά εισοδήµατα που έχουν φορολογηθεί ή νόµιµα απαλλαγεί από το φόρο, τα οποία προκύπτουν από συµψηφισµό των θετικών και αρνητικών στοιχείων αυτών, από τα χρηµατικά ποσά που ορίζονται στις περιπτώσεις β΄, γ΄, δ΄, ε΄ και στ΄ της παραγράφου αυτής και από οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο αποδεδειγµένα έχει εισπραχθεί, εκπίπτουν οι δαπάνες που προσδιορίζονται στα άρθρα 31 και 32, ανεξάρτητα αν απαλλάσσονται της εφαρµογής των άρθρων αυτών. Αν δεν υπάρχουν δαπάνες µε βάση το άρθρο 31 ή αν το ποσό τους είναι µικρότερο από τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ προκειµένου για άγαµο και πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ προκειµένου για συζύγους, το ποσό που πρέπει να εκπέσει προσδιορίζεται µε βάση την κοινωνική, οικονοµική και οικογενειακή κατάσταση των φορολογουµένων και τις αποδεδειγµένες δαπάνες διαβίωσής τους και σε καµιά περίπτωση δεν µπορεί να είναι κατώτερο των τριών χιλιάδων (3.000) και πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, αντίστοιχα.
Κάθε ποσό που καταβλήθηκε για την απόκτηση των εσόδων των παραπάνω περιπτώσεων τα µειώνει και η διαφορά που προκύπτει λαµβάνεται υπόψη για την κάλυψη ή τον περιορισµό της συνολικής ετήσιας δαπάνης, εκτός αν τα ποσά αυτά έχουν ληφθεί υπόψη κατά τον προσδιορισµό του εισοδήµατος του έτους που καταβλήθηκαν και ο φορολογούµενος επικαλείται ανάλωση κεφαλαίου του έτους αυτού.
Για την κάλυψη ή περιορισµό της διαφοράς που προκύπτει κατά την εφαρµογή των διατάξεων αυτής της περίπτωσης δεν έχουν εφαρµογή οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2019/1992 (Α΄ 34) για τα ποσά των πραγµατικών ή τεκµαρτών δαπανών που πραγµατοποιούνται από 1.1.1994. Χρηµατικά ποσά που έχουν ληφθεί υπόψη από τη δήλωση που, τυχόν, υποβλήθηκε κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 2019/1992, για την κάλυψη ή τον περιορισµό διαφοράς δαπάνης, αφαιρούνται από το κεφάλαιο που σχηµατίζεται από προηγούµενα έτη, όπως αυτό προσδιορίζεται µε βάση όσα ορίζονται στα εδάφια δεύτερο, τρίτο και τέταρτο αυτής της περίπτωσης.
3. Για τον προσδιορισµό των κερδών από επιχειρηµατική δραστηριότητα σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, η ζηµία του ίδιου φορολογικού έτους ή και των προηγούµενων δεν εκπίπτει και δεν µεταφέρεται για συµψηφισµό στα επόµενα φορολογικά έτη.
4. Οι φορολογούµενοι που δεν αναγράφουν ή ανακριβώς αναφέρουν στη δήλωση τα στοιχεία, τα σχετικά µε τις δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων (δαπάνη αγοράς ή ανέγερσης ακινήτων) και τον προσδιορισµό της ετήσιας συνολικής δαπάνης διαβίωσης, υπόκεινται στις κυρώσεις και τα πρόστιµα σύµφωνα µε τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.

 Νόμος 4172/2013, Άρθρο 39 Εισόδηµα από ακίνητη περιουσία

1. Ο όρος «εισόδηµα από ακίνητη περιουσία» σηµαίνει το εισόδηµα, σε χρήµα ή σε είδος, που προκύπτει από την εκµίσθωση ή την ιδιοχρησιµοποίηση ή τη δωρεάν παραχώρηση χρήσης γης και ακινήτων.
Ειδικότερα το εισόδηµα αυτό προκύπτει από:
α) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης γης ή ακινήτων συµπεριλαµβανοµένων των κτιρίων, κατασκευών και κάθε είδους εγκαταστάσεων και εξοπλισµού τους.
β) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης µεταλλείων, λατοµείων, δασικών και αγροτικών εκτάσεων στις οποίες περιλαµβάνονται λιβάδια, καλλιεργήσιµες γαίες, βοσκήσιµες γαίες, καθώς και κάθε είδους κατασκευές ή εγκαταστάσεις που είναι στην επιφάνεια του εδάφους ή κάτω από αυτή, όπως τα ιχθυοτροφεία, οι λίµνες, οι δεξαµενές, οι πηγές και τα φρέατα.
γ) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης από την παραχώρηση χώρου για την τοποθέτηση κάθε είδους διαφηµιστικών επιγραφών.
δ) Εκµίσθωση ή υπεκµίσθωση ή παραχώρηση χρήσης κοινόχρηστων χώρων σε ακίνητα.

2. Το εισόδηµα σε είδος αποτιµάται στην αγοραία αξία. Το εισόδηµα από ιδιοχρησιµοποίηση ή δωρεάν παραχώρηση τεκµαίρεται ότι συνίσταται στο τρία τοις εκατό (3%) της αντικειµενικής αξίας του ακινήτου. Κατ’ εξαίρεση το τεκµαρτό εισόδηµα του προηγούµενου εδαφίου που αφορά δωρεάν παραχώρηση κατοικίας µέχρι διακόσια τετραγωνικά µέτρα (200 τ.µ.) προκειµένου να χρησιµοποιηθεί ως κύρια κατοικία προς ανιόντες ή κατιόντες απαλλάσσεται από το φόρο.

Ειδικά για τους ασκούντες ατοµική αγροτική επιχειρηµατική δραστηριότητα δεν υπολογίζεται τεκµαρτό εισόδηµα από ιδιοχρησιµοποίηση ή δωρεάν παραχώρηση προς ανιόντες, κατιόντες και συζύγους, αγροτικών εκτάσεων στις οποίες περιλαµβάνονται λιβάδια, καλλιεργήσιµες γαίες, βοσκήσιµες γαίες, και κάθε είδους κατασκευές ή εγκαταστάσεις που χρησιµοποιούνται για την άσκηση της δραστηριότητας αυτής.

3. Οι ακόλουθες δαπάνες εκπίπτουν µε τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι φυσικό πρόσωπο εκπίπτει ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) για δαπάνες επισκευής, συντήρησης, ανακαίνισης ή άλλες πάγιες και λειτουργικές δαπάνες του ακινήτου.
β) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου και τα κάθε είδους ιδρύµατα οι κάθε είδους δαπάνες εκπίπτουν σε ποσοστό εβδοµήντα πέντε τοις εκατό (75%). Ειδικά για το Άγιο Όρος το ποσοστό της έκπτωσης για τις δαπάνες του προηγούµενου εδαφίου ανέρχεται σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%).
γ) Αν ο εκµισθωτής ή ο παραχωρών είναι νοµικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα εκπίπτουν σε ποσοστό εβδοµήντα πέντε τοις εκατό (75%), οι δαπάνες επισκευής, συντήρησης, ανακαίνισης, καθώς και οι πάγιες και λειτουργικές δαπάνες.
δ) Το µίσθωµα που καταβάλλεται στις περιπτώσεις υπεκµίσθωσης.
ε) Οι δαπάνες αντιπληµµυρικών έργων και έργων αποξήρανσης ελών σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%).
στ) Το ποσό της αποζηµίωσης που καταβάλλει, βάσει νόµου, ο εκµισθωτής στο µισθωτή για τη λύση της µισθωτικής σχέσης του ακινήτου.

4. Εισοδήµατα από την εκµίσθωση ακίνητης περιουσίας που θεωρούνται ότι έχουν αποκτηθεί κατά τις διατάξεις του παρόντος νόµου και τα οποία αποδεδειγµένα δεν έχουν εισπραχθεί από τον δικαιούχο, επιτρέπεται να µη συνυπολογίζονται στο συνολικό εισόδηµά του, εφόσον εκχωρηθούν στο Δηµόσιο χωρίς αντάλλαγµα. Η εκχώρηση γίνεται µε δήλωση του υπόχρεου σε φόρο, η οποία υποβάλλεται στον αρµόδιο για την παραλαβή της δήλωσης φορολογίας εισοδήµατός του Προϊστάµενο της Δηµόσιας Οικονοµικής Υπηρεσίας πριν την εµπρόθεσµη υποβολή της ετήσιας δήλωσης Φορολογίας Εισοδήµατος του φορολογικού έτους που αφορά. Το Δηµόσιο υποκαθίσταται στα δικαιώµατα του εκχωρητή. Με απόφαση του Γενικού Γραµµατέα Δηµοσίων Εσόδων καθορίζεται η διαδικασία, ο τύπος και το περιεχόµενο της δήλωσης εκχώρησης εισοδηµάτων στο Δηµόσιο, τα δικαιολογητικά που συνυποβάλλονται µε αυτή, η διαδικασία βεβαίωσης, καθώς και κάθε άλλη λεπτοµέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρµογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.

 Νόμος 4172/2013, Άρθρο 40 Φορολογικός συντελεστής για το εισόδηµα από κεφάλαιο

1. Τα µερίσµατα φορολογούνται µε συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%).
2. Οι τόκοι φορολογούνται µε συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%).
3. Τα δικαιώµατα φορολογούνται µε συντελεστή είκοσι (20%).
4. Το εισόδηµα από ακίνητη περιουσία φορολογείται σύµφωνα µε την ακόλουθη κλίµακα:

Εισόδημα από ακίνητη περιουσία Συντελεστής (%)
≤12.000 11%
>12.000 33%
 Νόμος 4172/2013, Άρθρο 43 Φορολογικός συντελεστής

Το εισόδηµα από υπεραξία µεταβίβασης κεφαλαίου φορολογείται µε συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%). 

 Νόμος 4172/2013, Άρθρο 67 Υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήµατος φυσικών προσώπων και καταβολή φόρου
1. Ο φορολογούµενος που έχει συµπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του υποχρεούται να δηλώνει όλα τα εισοδήµατά του, τα φορολογούµενα µε οποιοδήποτε τρόπο ή απαλλασσόµενα, στη Φορολογική Διοίκηση ηλεκτρονικά. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η δήλωση αυτή µπορεί να υποβάλλεται στη Φορολογική Διοίκηση σε έγχαρτη µορφή.
Δεν υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης οι κεκαρμένοι μοναχοί για το καθαρό ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται σε αυτούς κατά το χρονικό διάστημα που διατηρούν την ανωτέρω ιδιότητα εφόσον αυτό δεν υπερβαίνει το ποσό των εννέα χιλιάδων πεντακοσίων (9.500) ευρώ. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 24 του άρθρου 72του ανωτέρω νόμου.

2. Για όλα τα αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήµατα της παραγράφου 1 δηλώνεται και ο παρακρατηθείς ή αποδοθείς, κατά περίπτωση, φόρος.

3. Η δήλωση υποβάλλεται μέχρι και την 30η Απριλίου του αµέσως επόµενου φορολογικού έτους. Σε περίπτωση που ο φορολογούµενος αποβιώσει ή µεταφέρει την κατοικία του στο εξωτερικό, η δήλωση υποβάλλεται από τους κατά περίπτωση υπόχρεους, καθ’ όλη τη διάρκεια του φορολογικού έτους και συνοδεύεται από δικαιολογητικά και στοιχεία που καθορίζονται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών.

4. Οι σύζυγοι, κατά τη διάρκεια του γάµου, υποχρεούνται να υποβάλουν κοινή δήλωση για τα εισοδήµατά τους στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται χωριστά στο εισόδηµα καθενός συζύγου. Οι τυχόν ζηµίες του εισοδήµατος του ενός συζύγου δεν συµψηφίζονται µε τα εισοδήµατα του άλλου συζύγου. Υπόχρεος υποβολής δήλωσης είναι ο σύζυγος και για τα εισοδήµατα της συζύγου του.
Ειδικότερα οι σύζυγοι υποβάλλουν χωριστή φορολογική δήλωση, ο καθένας για τα εισοδήµατά του, εφόσον:
α. Έχει διακοπεί η έγγαµη συµβίωση κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης. Το βάρος της απόδειξης για τη διακοπή φέρει ο φορολογούµενος.
β. Ο ένας από τους δύο συζύγους είναι σε κατάσταση πτώχευσης ή έχει υποβληθεί σε δικαστική συµπαράσταση.
Για τα εισοδήµατα των ανήλικων τέκνων, υπόχρεος για την υποβολή της δήλωσης είναι ο γονέας που ασκεί τη γονική µέριµνα σύµφωνα µε την παράγραφο 4 του άρθρου 11.

5. Υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης είναι:
α) στις περιπτώσεις πτώχευσης ή σχολάζουσας κληρονοµίας ή επιδικίας ή µεσεγγύησης, κατά περίπτωση, ο σύνδικος πτώχευσης ή ο κηδεµόνας ή ο προσωρινός διαχειριστής ή ο µεσεγγυούχος,
β) για τους ανήλικους ή αυτούς που έχουν υποβληθεί σε δικαστική συµπαράσταση, κατά περίπτωση, ο επίτροπος ή ο κηδεµόνας ή ο δικαστικός συµπαραστάτης,
γ) σε περίπτωση θανάτου του φορολογούµενου, οι κληρονόµοι του για τα εισοδήµατά του µέχρι τη χρονολογία του θανάτου του.

6. Ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων υπολογίζεται με βάση την ετήσια φορολογική δήλωση του φορολογούμενου και το ποσό της φορολογικής οφειλής καθορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 31 και 32 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, κατόπιν έκπτωσης:
α) του φόρου που παρακρατήθηκε,
β) του φόρου που προκαταβλήθηκε,
γ) του φόρου που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή σύμφωνα με το άρθρο 9 Σε περίπτωση που το ποσό του φόρου που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε είναι μεγαλύτερο από τον οφειλόμενο φόρο, η επιπλέον διαφορά επιστρέφεται.
Η καταβολή του φόρου γίνεται σε τρεις (3) ίσες διμηνιαίες δόσεις από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία ημέρα του επόμενου μήνα από την προβλεπόμενη προθεσμία υποβολής της δήλωσης και η καθεμία από τις επόμενες την τελευταία ημέρα του τρίτου και πέμπτου μήνα αντίστοιχα από την υποβολή της δήλωσης, η οποία δεν μπορεί να εκτείνεται πέραν του ίδιου φορολογικού έτους.
Όταν ο φόρος που οφείλεται µε βάση την εµπρόθεσµη αρχική ή τροποποιητική δήλωση καταβάλλεται εφάπαξ µέσα στην προθεσµία της πρώτης δόσης, παρέχεται στο συνολικό ποσό του φόρου και των λοιπών συµβεβαιούµενων µε αυτόν οφειλών έκπτωση δύο τοις εκατό (2%).

7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζονται ειδικότερα ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής, ο τύπος και το περιεχόµενο της δήλωσης φορολογίας εισοδήµατος, οι εξαιρετικές περιπτώσεις για τις οποίες επιτρέπεται η µη ηλεκτρονική υποβολή της δήλωσης, καθώς και τα δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία τα οποία συνυποβάλλονται µε αυτήν.

 Νόμος 4172/2013, Άρθρο 69 Προκαταβολή του φόρου εισοδήµατος από επιχειρηµατική δραστηριότητα που αποκτούν φυσικά πρόσωπα

1. Με βάση τη δήλωση που υποβάλλει ο φορολογούµενος και τους λοιπούς τίτλους βεβαίωσης που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας βεβαιώνεται ποσό ίσο µε το πενήντα πέντε τοις εκατό (55%) του φόρου που προκύπτει από επιχειρηματική δραστηριότητα για το φόρο που αναλογεί στο εισόδηµα του διανυόµενου φορολογικού έτους.
Αν στη δήλωση περιλαµβάνονται και εισοδήµατα για τα οποία ο φόρος παρακρατείται ή καταβάλλεται κατά τις διατάξεις των επόµενων παραγράφων, ο φόρος που παρακρατήθηκε ή καταβλήθηκε για τα εισοδήµατα αυτά εκπίπτει από το φόρο που πρέπει να βεβαιωθεί κατά το προηγούµενο εδάφιο. Αν το εισόδηµα µε βάση το οποίο ενεργείται η βεβαίωση του φόρου προσδιορίζεται κατά τρόπο τεκµαρτό, ο φόρος που αναλογεί στο τεκµαρτό αυτό εισόδηµα λαµβάνεται υπόψη για τον προσδιορισµό του ποσού που πρέπει να βεβαιωθεί κατά το άρθρο αυτό. Όταν υποβάλλεται δήλωση για πρώτη φορά το προς βεβαίωση ποσό της παραγράφου αυτής περιορίζεται στο µισό.
2. Οι διατάξεις του πρώτου και του τέταρτου εδαφίου της προηγούµενης παραγράφου δεν εφαρµόζονται όταν:
Το ποσό που πρέπει να βεβαιωθεί δεν υπερβαίνει τα τριάντα (30) ευρώ.
3. Αν δεν υποβληθεί δήλωση, η Φορολογική Διοίκηση προβαίνει στη βεβαίωση του προκαταβλητέου ποσού φόρου, µε βάση την υπάρχουσα εγγραφή για το εγγύτερο, πριν από την παράλειψη υποβολής της δήλωσης οικονοµικό έτος, εφόσον διαπιστώνεται ότι ο υπόχρεος εξακολουθεί να αποκτά το εισόδηµα.
4. Ειδικά, για τους αρχιτέκτονες και τους µηχανικούς ο προκαταβλητέος φόρος υπολογίζεται ως εξής:
α) Σε τέσσερα τοις εκατό (4%) της συµβατικής αµοιβής για εκπόνηση µελετών και σχεδίων.
β) Σε δέκα τοις εκατό (10%) της συµβατικής αµοιβής για εκπόνηση µελετών και σχεδίων που αφορούν οποιασδήποτε άλλης φύσης έργα και για την επίβλεψη της εκτέλεσης αυτών, καθώς και των έργων της προηγούµενης περίπτωσης και της ενέργειας πραγµατογνωµοσύνης κ.λπ. για τα έργα αυτά.
Κατ’ εξαίρεση, για αµοιβές αρχιτεκτόνων και µηχανικών για την επίβλεψη της εκτέλεσης κάθε είδους τεχνικών έργων που ορίζονται στις προηγούµενες περιπτώσεις, ο προκαταβλητέος φόρος επιβάλλεται πριν από τη θεώρηση των οικείων εργασιών από την αρµόδια αρχή στο ποσό της αµοιβής επίβλεψης του δικαιούχου, και προκειµένου για εκπόνηση µελετών ή σχεδίων και επίβλεψη έργων του Δηµοσίου, νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου και των κοινωφελών ή θρησκευτικών ιδρυµάτων, ο προκαταβλητέος φόρος κατά τα ποσοστά της παραγράφου αυτής υπολογίζεται στο ποσό της συµβατικής αµοιβής.
5. α) Στις αµοιβές που λαµβάνουν δικηγόροι οφείλεται προκαταβολή φόρου δεκαπέντε τοις εκατό (15%) .
Δεν υπολογίζεται προκαταβλητέος φόρος επί των αµοιβών για παραστάσεις, καθώς και για κάθε άλλη νοµική υπηρεσία που παρέχουν δικηγόροι οι οποίοι συνδέονται µε τον εντολέα τους µε σύµβαση έµµισθης εντολής και αµείβονται µε πάγια αντιµισθία.
β) Οµοίως, δεν υπολογίζεται και δεν αποδίδεται προκαταβλητέος φόρος στις περιπτώσεις που ενεργείται παρακράτηση φόρου, σύµφωνα µε τις διατάξεις της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 64 γ) Κάθε δικηγορικός σύλλογος ή ταµείο συνεργασίας ή διανεµητικός λογαριασµός οποιασδήποτε νοµικής µορφής υποχρεούται να παρακρατεί φόρο εισοδήµατος µε συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί οποιουδήποτε ποσού καταβάλλει ως µέρισµα σε δικηγόρο.
δ) Αν µε την έγγραφη συµφωνία περί αµοιβής για την παροχή των δικηγορικών υπηρεσιών η αµοιβή ή το ύψος της συναρτάται µε το αποτέλεσµα των δικηγορικών υπηρεσιών ή της δίκης, κατά την απόδοση του προκαταβλητέου φόρου υποβάλλονται και τα στοιχεία που αποδεικνύουν το ύψος της αµοιβής, όπως ειδικότερα καθορίζεται µε την απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών.
ε) Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών, καθορίζεται ο τύπος, το περιεχόµενο, ο τρόπος υποβολής της δήλωσης και καταβολής του φόρου και ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής των καταστάσεων και το περιεχόµενο αυτών, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτοµέρεια για την εφαρµογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.
6. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών µπορεί να ορίζεται ότι η προκαταβολή υπολογίζεται µε άλλο τρόπο, καθώς και κάθε άλλη λεπτοµέρεια αναγκαία για την εφαρµογή του άρθρου αυτού.

 Νόμος 4172/2013, Άρθρο 70 Μείωση προκαταβλητέου φόρου από επιχειρηµατική δραστηριότητα που αποκτούν τα φυσικά πρόσωπα

1. Σε περίπτωση που τυχόν µειωθεί το εισόδηµα άνω του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), ο φορολογούµενος µπορεί να ζητήσει µε αίτησή του τη µείωση του φόρου που βεβαιώθηκε κατά τις διατάξεις του προηγούµενου άρθρου. Η αίτηση υποβάλλεται µέχρι το τέλος του µήνα Σεπτεµβρίου του φορολογικού έτους στο οποίο έγινε η βεβαίωση και αφορά στα ποσά του φόρου για τις δόσεις που δεν έγιναν ληξιπρόθεσµες κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης. Κατά την εκτίµηση της µείωσης του εισοδήµατος από επιχειρηµατική δραστηριότητα λαµβάνονται ενδεικτικά υπόψη:
α) Το ποσό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης στο τρέχον φορολογικό έτος, συγκρινόµενο µε τα ακαθάριστα έσοδα της αντίστοιχης περιόδου του προηγούµενου φορολογικού έτους.
β) Το ποσοστό των δαπανών και εξόδων διαχείρισης επί των ακαθάριστων εσόδων του τρέχοντος φορολογικού έτους σε σύγκριση µε το αντίστοιχο ποσοστό του προηγούµενου φορολογικού έτους.
γ) Οι ουσιώδεις µεταβολές που τυχόν επήλθαν στους παράγοντες διαµόρφωσης του µικτού κέρδους της επιχείρησης κατά το τρέχον φορολογικό έτος σε σχέση µε το προηγούµενο.
δ) Κάθε άλλο στοιχείο από το οποίο πιθανολογείται µείωση του κέρδους του τρέχοντος φορολογικού έτους.
2. Η Φορολογική Διοίκηση προβαίνει στην επαλήθευση της αίτησης που υποβλήθηκε και υποχρεούται, µέσα σε προθεσµία τριών (3) µηνών από την υποβολή της, να ανακοινώνει στον φορολογούµενο τα αποτελέσµατα του ελέγχου. Αν διαπιστώσει ότι το εισόδηµα µειώθηκε πραγµατικά κατά το ποσοστό της προηγούµενης παραγράφου, η Φορολογική Διοίκηση προβαίνει στην έκπτωση ανάλογου, µε τη µείωση που επήλθε, ποσού φόρου από τις επόµενες δόσεις που οφείλονται.
3. Αν περάσει άπρακτη η προθεσµία της προηγούµενης παραγράφου, ο φορολογούµενος µπορεί να καταβάλλει τις, από τη λήξη της προθεσµίας και µετά, απαιτητές δόσεις του φόρου µειωµένες κατά το ποσοστό της µείωσης των εισοδηµάτων του, όπως αυτόν αναφέρεται στην αίτησή του που υπέβαλε για το σκοπό αυτόν, µε επιφύλαξη να καταβάλει τον τυχόν επιπλέον οφειλόµενο φόρο κατά τον έλεγχο της δήλωσης και την οριστική εκκαθάρισή του.
4. Αν γίνει νέα εκκαθάριση λόγω υποβολής τροποποιητικής δήλωσης, εφόσον µειωθεί ο φόρος µειώνεται αναλόγως και η προκαταβολή του φόρου.

Άρθρο 72 Μεταβατικές διατάξεις και έναρξη ισχύος

1. Οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 71 του νόµου αυτού ισχύουν για τα εισοδήµατα που αποκτώνται και τις δαπάνες που πραγµατοποιούνται, κατά περίπτωση, στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και µετά, µε την επιφύλαξη των επόµενων παραγράφων του άρθρου αυτού.

2. Οι διατάξεις των άρθρων 22 και 23 ισχύουν για δαπάνες που αφορούν φορολογικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου του 2014 και μετά

3. Οι διατάξεις των άρθρων 24, 25 ισχύουν για φορολογικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και εξής.

4. Οι διατάξεις του άρθρου 26 ισχύουν για προβλέψεις που σχηµατίζονται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και µετά. Για τις προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων που έχουν σχηµατισθεί στα φορολογικά έτη 2010, 2011, 2012 και 2013 θα έχουν εφαρµογή οι διατάξεις της περίπτωσης θ΄ της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 2238/1994 (Βλ. ΠΟΛ 1056/2015)

5. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 27 ισχύουν από την έναρξη ισχύος του ν. 4046/2012 (Α΄ 28).

6. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 11 του άρθρου 41 ισχύουν για υπεραξία από µεταβιβάσεις ακίνητης περιουσίας που θα πραγµατοποιηθούν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και µετά.

7. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 5 του άρθρου 42 ισχύουν για υπεραξία από µεταβιβάσεις µετοχών, µεριδίων, οµολόγων, παραγώγων και ολόκληρης επιχείρησης που θα πραγµατοποιηθούν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και µετά.

8. Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 42 ισχύουν από την 29η Φεβρουαρίου 2012.

9. α. Η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 49 τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2017. Κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο οι δαπάνες τόκων δεν αναγνωρίζονται ως εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες στο βαθμό που οι πλεονάζουσες δαπάνες τόκων υπερβαίνουν τα ακόλουθα ποσοστά των φορολογητέων κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (ΕBITDA):
- το εξήντα τοις εκατό (60%) από την 1η Ιανουαρίου 2014,
- το πενήντα τοις εκατό (50%) από την 1η Ιανουαρίου 2015,
- το σαράντα τοις εκατό (40%) από την 1η Ιανουαρίου 2016.
β. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 49 τίθενται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2016. Κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο οι δαπάνες τόκων αναγνωρίζονται πλήρως ως εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δα¬πάνες εφόσον το ποσό των εγγεγραμμένων στα βιβλία καθαρών δαπανών τόκων δεν υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ το χρόνο.
γ. Οι διατάξεις του άρθρου 49 δεν εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις ειδικού σκοπού, μόνο κατά το μέρος που αφορά στην εκτέλεση δημοσίου έργου ή την παροχή δημόσιας υπηρεσίας μέσω σύμβασης παραχώρησης, κατά την έννοια των προεδρικών διαταγμάτων 59/2007 και 60/2007, η οποία έχει κυρωθεί με νόμο, ή μέσω σύμβασης Σύμπραξης Δημοσίου Ιδιωτικού Τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.) κατά τις διατάξεις του ν. 3389/2005, οι οποίες συνάπτονται μέχρι και τις 31.12.2014.
Για καλύτερη κατανόηση της παραγράφου βλ. ΠΟΛ 1037/2-2-2015 «Οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 49 και της παρ. 9 του άρθρου 72 του ν.4172/2013, αναφορικά με την υποκεφαλαιοδότηση»

10. Οι διατάξεις των άρθρων 52 έως και 56 ισχύουν για µετασχηµατισµούς που πραγµατοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2014 και µετά.

11. Οι διατάξεις των άρθρων 61 έως και 64 ισχύουν για πληρωµές των οποίων η διαδικασία αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2014 και µετά.

12. Τα µη διανεµηθέντα ή κεφαλαιοποιηθέντα αποθεµατικά των νοµικών προσώπων του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε, όπως αυτά σχηματίστηκαν μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2013, και τα οποία προέρχονται από κέρδη που δεν φορολογήθηκαν κατά το χρόνο που προέκυψαν λόγω απαλλαγής αυτών κατ’ εφαρµογή διατάξεων του ν. 2238/1994, όπως ισχύει µετά τη δηµοσίευση του Κ.Φ.Ε. ή εγκυκλίων ή αποφάσεων που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, σε περίπτωση διανοµής ή κεφαλαιοποίησής τους - µέχρι την 31η Δεκεµβρίου 2013, φορολογούνται αυτοτελώς µε συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση του νοµικού προσώπου και των µετόχων ή εταίρων αυτού. Από την 1η Ιανουαρίου 2014 και εξής, τα µη διανεµηθέντα ή κεφαλαιοποιηθέντα αποθεµατικά του πρώτου εδαφίου συµψηφίζονται υποχρεωτικά στο τέλος κάθε φορολογικού έτους µε δηλωθείσες φορολογικές ζημίες της επιχείρησης από οποιαδήποτε αιτία που προέκυψαν κατά τα τελευταία πέντε (5) έτη µέχρι εξαντλήσεώς τους, εκτός αν διανεµηθούν ή κεφαλαιοποιηθούν οπότε υπόκεινται σε αυτοτελή φορολόγηση µε συντελεστή δεκαεννέα τοις εκατό (19%).
Για τους σκοπούς του προηγούμενου εδάφιου ως συμψηφισμός νοείται το αλγεβρικό άθροισμα και το οποίο αυξομειώνει το φορολογικό αποτέλεσμα (κέρδη ή ζημίες) της επιχείρησης.
Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση του νοµικού προσώπου και των µετόχων ή εταίρων αυτού.
Η καταβολή του φόρου της παραγράφου αυτής γίνεται μέχρι το τέλος του δεύτερου μήνα από την απόφαση διανομής από τη γενική συνέλευση των μετόχων.

13. Για ισολογισμούς που κλείνουν με ημερομηνία 31.12.2014 και μετά δεν επιτρέπεται η τήρηση λογαριασμών αφορολόγητου αποθεματικού, πλην των επενδυτικών ή αναπτυξιακών νόμων, καθώς και ειδικών διατάξεων νόμων, του αφορολόγητου αποθεματικού της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του ν. 2238/1994 , όπως ισχύει μετά τη δημοσίευση του Κ.Φ.Ε. καθώς και ειδικών διατάξεων νόμων.

14. Οι διατάξεις που διέπουν τη φορολογία των ναυτιλιακών επιχειρήσεων και των συνδεοµένων φυσικών προσώπων µόνο σε σχέση µε το εισόδηµα που απορρέει από τις επιχειρήσεις αυτές δεν θίγονται από τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα.

15. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 4 του παρόντος Κώδικα δεν εφαρµόζονται για τις εταιρείες που έχουν συσταθεί σύµφωνα µε το ν. 27/1975 και το ν.δ. 2687/1953.

16. Συσσωρευθέντα κεφάλαια που αντιστοιχούν σε καταβαλλόµενα έως 31.12.2013 ασφάλιστρα του εργαζοµένου εξαιρούνται από την οριζόµενη στην παράγραφο 4 του άρθρου 15 φορολόγηση.

17. Οι διατάξεις του ν. 2778/1999 (Α΄295) που διέπουν τη φορολογία των εταιρειών επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία και των θυγατρικών τους δεν θίγονται από τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα.

18. Οι διατάξεις του νόμου 2367/95 και του ν. 2992/2002 (Α΄54), που διέπουν τη φορολογία των Εταιρειών Κεφαλαίου Επιχειρηµατικών Συµµετοχών (ΕΚΕΣ) και των Αµοιβαίων Κεφαλαίων Επιχειρηµατικών Συµµετοχών (ΑΚΕΣ) αντίστοιχα, δεν θίγονται από τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα.

19.Για τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα η παράγραφος 2 του άρθρου 24 τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2019

20. Από την έναρξη ισχύος του ν. 4172/2013 καταργείται η παρ. 3 του άρθρου 6 του ν.1905/1990 (Α΄ 147).

21. Από την έναρξη ισχύος του ν. 4172/2013 παύουν να ισχύουν η παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 2682/1999 (Α΄16) και η παρ. 8 του άρθρου 26 του ν. 2789/2000 (Α΄ 21).

22. Για τις παροχές σε είδος, όπως ορίζονται στο άρθρο 13 του Κώδικα , η παράγραφος 1 του άρθρου 60 τίθεται σε ισχύ από την 1.1.2015.

23. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 67 τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2015. Ειδικά για το φορολογικό έτος 2014 η δήλωση υποβάλλεται κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Φεβρουαρίου μέχρι και την 30ή Ιουνίου.

24. Οι διατάξεις του Κώδικα για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα των οικοδομικών επιχειρήσεων εφαρμόζονται για ακίνητα για τα οποία η άδεια κατασκευής έχει εκδοθεί από την 1.1.2006 και μετά.
24. Κατά τον υπολογισμό του φόρου σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 15 και προκειμένου να διατηρηθεί ακέραιο το ποσό της μείωσης του φόρου, σύμφωνα με το άρθρο 16, ο φορολογούμενος απαιτείται να προσκομίσει αποδείξεις σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του φορολογητέου εισοδήματός του.
Το ποσό των αποδείξεων που προσκομίζονται δεν απαιτείται να υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων πεντακοσίων (10.500) ευρώ. Σε περίπτωση που δεν προσκομίζεται το απαιτούμενο ποσό αποδείξεων, ο φόρος προσαυξάνεται κατά τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου ποσού αποδείξεων, με ανώτατο όριο τις δέκα χιλιάδες πεντακόσια (10.500) ευρώ και του προσκομισθέντος ποσού αποδείξεων, η οποία πολλαπλασιάζεται με συντελεστή 22%. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι δαπάνες για τις οποίες απαιτείται η προσκόμιση αποδείξεων, ο τρόπος επιμερισμού των δαπανών μεταξύ των συζύγων, οι κατηγορίες των φορολογουμένων που εξαιρούνται από την υποχρέωση αυτή, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται αποκλειστικά για το φορολογικό έτος 2014.

25. Από την έναρξη ισχύος του ν. 4172/2013 παύουν να ισχύουν οι διατάξεις του νόμου 2238/1994 (Α΄ 151), συμπεριλαμβανομένων και όλων των κανονιστικών πράξεων και εγκυκλίων που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση αυτού του νόμου.

26. Σε περίπτωση κατά την οποία η μεταβίβαση του άρθρου 41 Κ.Φ.Ε. αφορά δικαίωμα το οποίο αποκτήθηκε μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1994, η υπεραξία θεωρείται μηδενική.
Ειδικά στην περίπτωση της χρησικτησίας, εφόσον ο σχετικός χρόνος συμπληρώθηκε πριν από την 31η Δεκεμβρίου 1994, ως χρόνος κτήσης θεωρείται η 1η Ιανουαρίου 1995.

27. Στην περίπτωση ακινήτου που εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 41 και έχει αποκτηθεί, σύμφωνα με τα οριζόμενα σε αυτό, από 1ης Ιανουαρίου 1995 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2002, ο συντελεστής απομείωσης της παραγράφου 5 πολλαπλασιάζεται με το συντελεστή 0,8.

28. Για την περίοδο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2015 η υπεραξία που αποκτά ένα νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα από πώληση και επαναμίσθωση (lease back) ακινήτου αναγνωρίζεται ως έσοδο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 17, όπως αυτό υιοθετείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

29. Ειδικά ο χρόνος υποβολής της δήλωσης και απόδοσης του παρακρατούμενου φόρου που καταβάλλεται τον Ιανουάριο του 2014, παρατείνεται μέχρι τις 30 Απριλίου 2014.

30. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 15, της παραγράφου 5 του άρθρου 29 και της παραγράφου 4 του άρθρου 58 του Κώδικα εφαρμόζονται και για το νησί της Κεφαλονιάς για εισοδήματα που αποκτώνται ή κέρδη που προκύπτουν από την 1η Ιανουαρίου 2014 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2015.

31. Ειδικά, για τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν από 1.1.2013 έως 31.12.2013 εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 4 του νόμου 2238/1994 και οι εκδοθείσες κατ΄ εξουσιοδότηση αυτού υπουργικές αποφάσεις.

32. Ειδικά οι επιχειρήσεις που τηρούν απλογραφικά βιβλία και οι οποίες για τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων τους του οικονομικού έτους 2014 (χρήση 2013) εφάρμοσαν τις διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της περίπτωσης γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 2238/1994 (Α΄ 151), δύνανται, αποκλειστικά για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος του φορολογικού έτους 2014, ως απογραφή έναρξης να λάβουν ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) των αγορών της διαχειριστικής χρήσης του 2013 και ως απογραφή λήξης το δέκα τοις εκατό (10%) των αγορών του φορολογικού έτους 2014, ανεξαρτήτως υποχρέωσης σύνταξης απογραφής εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται αναλόγως για τους αγρότες που πριν την 1.1.2014 τηρούσαν βιβλία και εξέδιδαν στοιχεία του Κ.Φ.Α.Σ.
Οι αγρότες και λοιποί επιτηδευματίες που δεν έχουν υποχρέωση τήρησης βιβλίων, δύνανται να εξάγουν το λογιστικό αποτέλεσμα του φορολογικού έτους 2014, είτε χωρίς απογραφές έναρξης και λήξης είτε να προβούν σε αποτίμηση των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων τους της 1.1.2014 με οποιονδήποτε αξιόπιστο τρόπο και σε σύνταξη απογραφής λήξης της 31.12.2014 με τον ίδιο τρόπο, όπως και της απογραφής έναρξης σε καταστάσεις τις οποίες διαφυλάσσουν έως το χρόνο παραγραφής.

33. α. Η ισχύς του άρθρου 41 του παρόντος Κώδικα αναστέλλεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016.
β. Η διάταξη της παρούσας παραγράφου τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2015

34. Ειδικά, κατά το φορολογικό έτος 2014 για όσους αποκτούν εισόδηµα από ατοµική αγροτική επιχειρηµατική δραστηριότητα το προς βεβαίωση ποσό φόρου της παραγράφου 1 του άρθρου 69 περιορίζεται στο µισό.» Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από 8.5.2015.

35. Όταν το πραγµατικό εισόδηµα των φορολογουµένων κατά το φορολογικό έτος 2014 δεν υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ και το τεκµαρτό τους εισόδηµα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ και εφόσον δεν ασκείται επιχειρηµατική δραστηριότητα για την οποία απαιτείται η υποβολή δήλωση έναρξης εργασιών ή ατοµική αγροτική δραστηριότητα, το εισόδηµα αυτό, εξαιρουµένου του εισοδήµατος από κεφάλαιο και από υπεραξία µεταβίβασης κεφαλαίου, και η προστιθέµενη διαφορά τεκµηρίων, φορολογούνται µε την κλίµακα των µισθωτών – συνταξιούχων της παρ.1 του άρθρου 15. Εάν το πραγµατικό εισόδηµα της προηγούµενης παραγράφου υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ, το υπερβάλλον ποσό φορολογείται µε την κλίµακα της επιχειρηµατικής δραστηριότητας. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρµόζονται και για τους φορολογούµενους που διέκοψαν την επιχειρηµατική τους δραστηριότητα, για το εισόδηµα που απέκτησαν µετά τη διακοπή της. 

Νόμος 3986/2011 Άρθρο 29 Ειδική εισφορά αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα

1. Επιβάλλεται ειδική εισφορά αλληλεγγύης στα εισοδήματα άνω των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ των φυσικών προσώπων, που προέκυψαν κατά τις διαχειριστικές χρήσεις 2010 έως και 2014 και δηλώνονται με τις δηλώσεις των αντίστοιχων οικονομικών ετών 2011 – 2015.

2. Για την επιβολή της εισφοράς, λαμβάνεται υπόψη το ετήσιο συνολικό καθαρό ατομικό εισόδημα, πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο του φυσικού προσώπου ή σχολάζουσας κληρονομιάς. Tο τεκμαρτό εισόδημα λαμβάνεται υπόψη πριν από τις μειώσεις του άρθρου 19 του Κ.Φ.Ε.. Εξαιρούνται και δεν προσμετρώνται τα εισοδήματα των προσώπων που είναι ολικώς τυφλοί, καθώς και των προσώπων που παρουσιάζουν βαριές κινητικές αναπη­ρίες σε ποσοστό από ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, τα εισοδήματα της παρ. 1 του άρθρου 14 και της περί­πτωσης γ'της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε.. Επίσης, εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής ειδικής εισφοράς οι μακροχρόνια άνεργοι που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ, καθώς και όσοι λαμβάνουν επίδομα ανεργίας από τον εν λόγω οργανισμό, εφόσον κατά το χρόνο της βεβαίωσης δεν έχουν πραγματικά εισοδήματα.

Από την υποχρέωση καταβολής ειδικής εισφοράς εξαιρούνται, επίσης, οι μακροχρόνια άνεργοι ναυτικοί που είναι εγγεγραμμένοι στους καταλόγους προσφε­ρομένων προς ναυτολόγηση του Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας (Γ.Ε.Ν.Ε.), στους οποίους συμπερι­λαμβάνονται και οι σχετικοί κατάλογοι των Λιμενικών Αρχών που λειτουργούν ως παραρτήματά του, καθώς και όσοι λαμβάνουν επίδομα ανεργίας από τον εν λόγω Φορέα, εφόσον κατά το χρόνο βεβαίωσης δεν έχουν πραγματικά εισοδήματα.

3. Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης, που επιβάλλεται στο συνολικό καθαρό εισόδημα της προηγούμενης παραγράφου, υπολογίζεται ως εξής:

α) Για συνολικό καθαρό εισόδημα από δώδεκα χιλιάδες ένα (12.001) ευρώ έως είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή ένα τοις εκατό (1%) επί ολόκληρου του ποσού.

β) Για συνολικό καθαρό εισόδημα από είκοσι χιλιάδες ένα (20.001) ευρώ έως και πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή δύο τοις εκατό (2%) επί ολόκληρου του ποσού.

γ) Για συνολικό καθαρό εισόδημα από πενήντα χιλιάδες ένα (50.001) έως και εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή τρία τοις εκατό (3%) επί ολόκληρου του ποσού.

δ) Για συνολικό καθαρό εισόδημα από εκατό χιλιάδες ένα (100.001) ευρώ και άνω, η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή τέσσερα τοις εκατό (4%) επί ολόκληρου του ποσού.

ε) Για το συνολικό καθαρό εισόδημα, όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 2, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Προέδρου και των Αντιπροέδρων της Βουλής, των Βουλευτών, του Προέδρου και των Αντιπροέδρων της Κυβέρνησης, των Υπουργών, των Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών, των Γενικών και Ειδικών Γραμματέων Υπουργείων, των Γενικών Γραμματέων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, των Περιφερειαρχών, των Ευρωβουλευτών, των Δημάρχων και των προσώπων των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παρ. 3 του άρθρου 56 του Συντάγματος, εφόσον οι πάσης φύσεως αποδοχές και πρόσθετες αμοιβές ή απολαβές τους είναι τουλάχιστον ίσες με τις αποδοχές Γενικού Γραμματέα Υπουργείου, όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010 (Α΄40), η ειδική εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%) επί ολόκληρου του ποσού.

Το ποσό της έκτακτης εισφοράς περιορίζεται αναλόγως, σε κάθε περίπτωση ώστε το συνολικό καθαρό εισόδημα που προκύπτει μετά την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς να μην υπολείπεται του καθαρού εισοδήματος που απομένει μετά την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η οποία υπολογίστηκε με την εφαρμογή του αμέσως προηγούμενου συντελεστή.

4.α) Η εισφορά του παρόντος βεβαιώνεται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του φυσικού προσώπου ή της σχολάζουσας κληρονομιάς με βάση τους τίτλους βεβαίωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε..

β) Για τον υπολογισμό της εισφοράς εκδίδεται εκκαθαριστικό σημείωμα, αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται στον υπόχρεο.

γ) Η προθεσμία άσκησης της προσφυγής ή υποβολής αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθώς και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου, δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την είσπραξη της οφειλής που προκύπτει από την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων.

5. α) Για την καταβολή του ποσού της εισφοράς του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρα­γράφου 11 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. (ν. 2238/1994).

β) Υπόχρεος σε καταβολή της εισφοράς είναι το φυσικό πρόσωπο στο όνομα του οποίου βεβαιώνεται αυτή. Για τους έγγαμους, εφόσον συντρέχει περίπτωση της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Κ.Φ.Ε., η οφειλή για εισφορά που αναλογεί στα εισοδήματά τους βεβαιώνεται χωριστά και η ευθύνη της καταβολής βαρύνει κάθε σύζυγο. Σε περίπτωση θανάτου του υπόχρεου, οι κληρονόμοι του ευθύνονται για την καταβολή της εισφοράς, ανάλογα με το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας.

γ) Με απόφαση του Υπουργού Οικο νομικών μπορεί να ρυθμίζεται η ειδικότερη διαδικασία για τη βεβαίωση και είσπραξη των εισφορών και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου .

6. Στο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες που απο­κτούν οι αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό, οι συνταξιούχοι από φορείς κύριας ασφάλισης, οι αμειβόμενοι με ημερομίσθιο οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες με σχέση μίσθωσης εργασίας πάνω από ένα έτος στον ίδιο εργοδότη ή με σχέση μίσθωσης εργασίας αορίστου χρόνου, οι αξιωμα­τικοί και το κατώτερο πλήρωμα του εμπορικού ναυτικού που παρέχουν υπηρεσίες σε εμπορικά πλοία και με εξαί­ρεση το εισόδημα της περίπτωσης θ' της παραγράφου 5 του άρθρου 6 του ΚΦΕ, διενεργείται παρακράτηση από τους εργοδότες ή από τους φορείς που καταβάλλουν κύ­ριες συντάξεις έναντι της ειδικής εισφοράς αλληλεγ­γύης του ίδιου άρθρου. Η παρακράτηση διενεργείται κα­τά την καταβολή και υπολογίζεται με συντελεστή μετά από προηγούμενη αναγωγή του μισθού ή της σύνταξης ή του ημερομισθίου ή της αμοιβής που ορίζεται με άλλη βάση, σε ετήσιο καθαρό εισόδημα που ορίζεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 29 του ν. 3986/2011. Για την α­πόδοση των ποσών αυτών που παρακρατήθηκαν εφαρ­μόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 4 του άρ­θρου 59 του ΚΦΕ, όπως ισχύουν. Με απόφαση του Υ­πουργού Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφη­μερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζεται ο τρόπος παρα­κράτησης και ο τρόπος αναγωγής των αμοιβών αυτών σε ετήσιο εισόδημα και γενικά ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετι­κό θέμα που αφορά την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας, καθώς και κάθε σχετική λεπτομέρεια.

7. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρ­μόζονται για εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2012 μέχρι και 31.12.2014.

8. Οι διατάξεις της περίπτωσης β' της παραγράφου 4 και των περιπτώσεων α ' και γ ' της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται για την ειδική εισφορά αλληλεγγύης φυσικών προσώπων που επιβάλλεται και βεβαιώνεται στο οικονομικό έτος 2011. Για τα οικονομι­κά έτη 2012-2015 η ειδική εισφορά αλληλεγγύης του πα­ρόντος άρθρου βεβαιώνεται με βάση τους τίτλους βεβαί­ωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 74 του ΚΦΕ και εμφανίζεται στο εκκαθαριστικό σημείω­μα υπολογισμού του φόρου εισοδήματος κάθε οικονομι­κού έτους. Στα ανωτέρω εκκαθαριστικά σημειώματα οι­κονομικών ετών 2013-2015 εμφανίζονται και τα παρα­κρατούμενα ποσά της παραγράφου 6 του παρόντος άρ­θρου. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να καθορίζεται ο ειδικότερος τρόπος αποτύπωσης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για τη χρήση 2011 στο εκκαθαριστικό σημείωμα και ο ειδικότερος τρόπος κατα­βολής αυτής.

9.  Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης φυσικών προσώπων του παρόντος άρθρου δεν αφαιρείται από το συνολικό εισόδημα ή από το φόρο της κλίμακας του άρθρου 9 του ΚΦΕ.

Νόμος 3986/2011, Άρθρο 31 Επιβολή τέλους επιτηδεύματος

1. Οι επιτηδευματίες και οι ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα, εφόσον τηρούν βιβλία Β΄ ή Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., υποχρεούνται σε καταβολή ετήσιου τέλους επιτηδεύματος, το οποίο ορίζεται ως εξής:

α) Για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχείρη­ση και έχουν την έδρα τους σε τουριστικούς τόπους και σε πόλεις ή χωριά με πληθυσμό έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε οκτακόσια (800) ευρώ ετησίως.

β) Για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχεί­ρηση και έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε χίλια (1.000) ευρώ ετησίως.

γ) Για ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθε­ρους επαγγελματίες, σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ ετησίως.

δ) Για κάθε υποκατάστημα σε εξακόσια (600) ευρώ ετησίως.

Ειδικά για τις Αστικές μη Κερδοσκοπικές Εταιρίες της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Κ.Φ.Ε., καθώς και για τα φυσικά πρόσωπα που το εισόδημά τους προέρχεται από ατομική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ή ελευθέ­ριο επάγγελμα και έχουν έγγραφη σύμβαση με μέχρι τρία (3) φυσικά ή/ και νομικά πρόσωπα, ή το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) των ακαθάριστων εσόδων τους προέρχεται από ένα (1) φυσικό ή/ και νομικό πρόσωπο, τα ποσά του τέλους επιτηδεύματος, εξακολουθούν να ισχύουν όπως επιβλήθηκαν κατά το οικονομικό έτος 2012. Από το οικονομικό έτος 2013 και εφεξής, εξαιρού­νται από την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος τα πρόσωπα που ασκούν ατομική εμπορική επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα και παρουσιάζουν αναπηρία ίση ή μεγαλύτερη του ογδόντα τοις εκατό (80%).ος επιτηδεύματος περιορίζεται ανάλογα με τους μήνες λειτουργίας της επιχείρησης ή της άσκησης του επαγγέλματος. Χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δεκαπέντε (15) ημερών λογίζεται ως μήνας.

3. Εξαιρούνται από τις υποχρεώσεις καταβολής του τέλους, εκτός εάν πρόκειται για τουριστικούς τόπους, οι εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες που ασκούν τη δραστηριότητά τους σε χωριά με πληθυσμό έως πεντακόσιους (500) κατοίκους και σε νησιά κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους. Επίσης εξαιρούνται ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και η ατομική άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, εφόσον δεν έχουν παρέλθει πέντε (5) έτη από την πρώτη έναρξη εργασιών, καθώς και οι περιπτώσεις ατομικών επιχειρήσεων εφόσον για τον επιτηδευματία υπολείπονται τρία (3) έτη από το έτος της συνταξιοδότησής του. Ως έτος συνταξιοδότησης νοείται το 65ο έτος της ηλικίας.

4. Για την εν γένει διαδικασία επιβολής και βεβαίωσης του τέλους επιτηδεύματος εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κ.Φ.Ε. (ν. 2238/1994).

5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η ειδικότερη διαδικασία για την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά που υποβάλλονται και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται για τους επιτηδευματίες και ελεύθερους επαγγελματίες που ασκούν επιτήδευμα ή ελεύθερο επάγγελμα, αντίστοιχα, κατά την 1.1.2011 και μετά.

7. Ειδικά για το οικονομικό έτος 2011, το τέλος επιτηδεύματος ορίζεται σε τριακόσια (300) ευρώ και για τις δύο κατηγορίες επιτηδευματιών και ελεύθερων επαγγελματιών της παραγράφου 1. Για το ανωτέρω έτος, το τέλος επιτηδεύματος συμβεβαιώνεται και καταβάλλεται με την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 29 του παρόντος νόμου. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 2 έως 5 του παρόντος άρθρου. Με την κανονιστική απόφαση της παραγράφου 5 καθορίζεται και η ειδικότερη διαδικασία για τη διαπίστωση των εξαιρέσεων της παραγράφου 3 από την καταβολή του τέλους επιτηδεύματος για το οικονομικό έτος 2011, καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

8. Ειδικά για τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχεί­ρηση ή επάγγελμα και για το οικονομικό έτος 2012 και ε­πόμενα, το τέλος επιτηδεύματος βεβαιώνεται με βάση τους τίτλους βεβαίωσης που αναφέρονται στην παρά­γραφο 1 του άρθρου 74 του ΚΦΕ και εμφανίζεται στο εκ­καθαριστικό σημείωμα υπολογισμού του φόρου εισοδήματος κάθε οικονομικού έτους. Με απόφαση του Υπουρ­γού Οικονομικών καθορίζεται η διαδικασία για την επιβο­λή και βεβαίωση του τέλους επιτηδεύματος στα νομικά πρόσωπα του άρθρου 101 και της παραγράφου 4 του άρ­θρου 2 του ΚΦΕ για τα ανωτέρω έτη, καθώς και κάθε άλ­λη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρού­σας.

9. Το τέλος επιτηδεύματος του παρόντος άρθρου δεν αφαιρείται από το συνολικό εισόδημα ή από το φόρο της κλίμακας του άρθρου 9 του ΚΦΕ των φυσικών προσώπων που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα και δεν εκπίπτει α­πό τα ακαθάριστα έσοδα των νομικών προσώπων του άρ­θρου 101 και της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ΚΦΕ.

Νόμος 3842/2010,  Άρθρο 17 Υποχρεώσεις υπηρεσιών, νομικών προσώπων και οργανώσεων γενικά για ηλεκτρονική υποβολή πληρο­φοριών και στοιχείων, θέματα λογιστών φοροτεχνι­κών και πιστοποιητικό νόμιμων ελεγκτών

παρ. 9. Η παράγραφος 3 του άρθρου 38 του ν. 2873/2000 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Ο λογιστής φοροτεχνικός είναι υπεύθυνος για την ορθή μεταφορά των οικονομικών δεδομένων από τα στοιχεία στα βιβλία, για την ακρίβεια των δηλώσεων ως προς τη συμφωνία αυτών με τα φορολογικά και οι­κονομικά δεδομένα που προκύπτουν από τα τηρούμενα βιβλία. Επίσης, είναι υπεύθυνος για την ορθή φορολο­γική αναμόρφωση των αποτελεσμάτων με τις δαπά­νες που δεν αναγνωρίζονται και τις οποίες παραθέτει αναλυτικά σε κατάσταση που συνυποβάλλεται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος. Το περιεχόμενο της κατάστασης αυτής υπόκειται σε έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 66 του Κ.Φ.Ε. Τέλος, με τη δήλωση φορολο­γίας εισοδήματος δηλώνεται ότι κατά τη διαρρεύσασα διαχειριστική περίοδο έχουν υποβληθεί ορθά όλες οι δηλώσεις παρακρατούμενου φόρου εισοδήματος και απόδοσης των έμμεσων φόρων.

Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, ο λογιστής φοροτεχνικός υπογράφει τις δηλώ­σεις της παραγράφου 2, καθώς και τα συνυποβαλλόμενα έντυπα ή καταστάσεις, όπως αυτά καθορίζονται κάθε φορά με τις οικείες αποφάσεις του Υπουργού Οικο­νομικών. Επίσης, κατά την υποβολή των δηλώσεων οι λογιστές φοροτεχνικοί αναγράφουν υποχρεωτικά το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση κατοικίας τους ή της έδρας του επαγγέλματός τους, κατά περίπτωση, τον Α.Φ.Μ., την αρμόδια Δ.Ο.Υ για τη φορολογία τους, τον αριθμό μητρώου της άδειας άσκησης επαγγέλματός τους και την κατηγορία της άδειάς τους.» 

Νόμος 3842/2010, Άρθρο 71 Φορολογικά κίνητρα ευρεσιτεχνίας

1. Τα κέρδη της επιχείρησης από την πώληση προϊό­ντων παραγωγής της, για την οποία παραγωγή χρησι­μοποιήθηκε ευρεσιτεχνία διεθνώς αναγνωρισμένη στο όνομα της ίδιας επιχείρησης που αναπτύχθηκε από την ίδια, απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος για τρεις συνεχόμενες χρήσεις, αρχής γενομένης από τη χρήση μέσα στην οποία πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά έσοδα από την πώληση των πιο πάνω προϊόντων. Η απαλλαγή χορηγείται και όταν τα προϊόντα παράγονται σε εγκαταστάσεις τρίτων. Επίσης, καταλαμβάνει και τα κέρδη που προέρχονται από παροχή υπηρεσιών, όταν αυτή αφορά σε εκμετάλλευση ευρεσιτεχνίας, επίσης διεθνώς αναγνωρισμένης.

2.  Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων εγκρίνεται η επιχείρηση που υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου αυτού για το συγκεκριμένο προϊόν ή είδος υπηρεσίας, που παράγει ή παρέχει κατά περίπτωση, μετά από αίτηση που υποβάλ­λει στην αρμόδια υπηρεσία του πιο πάνω Υπουργείου.

3. Τα απαλλασσόμενα κέρδη εμφανίζονται σε λογα­ριασμό αφορολόγητου αποθεματικού και υπολογίζονται με βάση τα καθαρά κέρδη που δηλώνονται με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, προκύ­πτουν από τα τηρούμενα βιβλία και εμφανίζονται στον ισολογισμό και τα οποία προέρχονται από το σύνολο των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, μετά την αφαί­ρεση των κερδών που απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος και των κερδών από συμμετοχή σε άλλες επιχειρήσεις, των κρατήσεων για το σχηματισμό τα­κτικού αποθεματικού και των κερδών της χρήσης που διανέμονται πραγματικά ή αναλαμβάνονται από τους εταίρους ή τον επιχειρηματία, καθώς και των αφορολό­γητων εκπτώσεων επενδύσεων αναπτυξιακών νόμων.

Προκειμένου για ανώνυμη εταιρεία και εταιρεία πε­ριορισμένης ευθύνης, το τακτικό αποθεματικό και τα διανεμόμενα κέρδη ανάγονται σε μικτό ποσό με την προσθήκη του αναλογούντος σε αυτά φόρου. Για τις επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το αποθεματικό σχηματίζεται από τα καθαρά κέρδη που δηλώνονται με την αρχική δήλωση, αφού αφαιρεθούν οι απολήψεις. Όταν η επιχείρηση πραγματοποιεί έσοδα που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος, ως κέρδη που απαλλάσσονται της φορολογίας είναι το μέρος των πιο πάνω κερδών που αντιστοιχεί στα έσο­δα από την πώληση των προϊόντων ή από την παροχή υπηρεσιών της παραγράφου 1.

4.  Το αφορολόγητο αποθεματικό που σχηματίζεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο υπόκειται σε φορολογία με τις γενικές διατάξεις του Κ.Φ.Ε., κατά το μέρος που διανέμεται, κεφαλαιοποιείται ή αναλαμ­βάνεται κάθε φορά.

5. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρη­σκευμάτων καθορίζονται οι φορείς πιστοποίησης της ευρεσιτεχνίας, οι προϋποθέσεις, οι όροι, η διαδικασία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού, χωρίς την έκδοση της οποίας δεν ενεργοποιείται η ισχύς των διατάξεων του άρθρου αυτού.

6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για πωλήσεις αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που εμπίπτουν στο άρθρο αυτό και πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2010 και μετά. [/tippy] και της Νόμος 3842/2010Άρθρο 73 Κίνητρα για τη διατήρηση θέσεων εργασίας και τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος και κίνητρα για την ενίσχυση της κινηματογραφικής παραγωγής

παρ. 5. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρ­μόζονται ανάλογα και για τις ατομικές επιχειρήσεις και τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν ελευθέριο επάγγελμα, στα οποία παρέχεται μείωση των καθαρών κερδών και καθαρών εισοδημάτων κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%).

παρ. 7.  Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορί­ζονται οι προϋποθέσεις, οι όροι, η διαδικασία, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προηγούμενων παραγράφων.

Νόμος 1599/1986, Άρθρο 7 Αποδεικτική δύναμη στοιχείων ταυτότητας

1. Η ταυτότητα και τα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6 αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς τα στοιχεία που αναφέρουν. Κάθε γενική ή ειδική διάταξη που απαιτεί υποβολή δικαιολογητικών για στοιχεία που προκύπτουν από το δελτίο ταυτότητας ή τα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6 καταργείται.

2. Υπάλληλος που απαιτεί πρόσθετα δικαιολογητικά για την απόδειξη των στοιχείων που αναφέρονται στην ταυτότητα ή στα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6 τιμωρείται πειθαρχικώς για παράβαση καθήκοντος και ποινικώς σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 22.

Νόμος 1599/1986,  Αρθρο 8 Υπεύθυνη δήλωση

1. Γεγονότα ή στοιχεία που δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας ή τα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6, μπορεί ν' αποδεικνύονται ενώπιον κάθε αρχής ή υπηρεσίας του δημόσιου τομέα με υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου που συντάσσεται σε ειδικό σφραγιστό χαρτί αξίας 100 δραχμών.

2. Ο τύπος και το περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών.

3. Στοιχεία του δελτίου ταυτότητας που τυχόν έχουν μεταβληθεί δηλώνονται υποχρεωτικά με υπεύθυνη δήλωση της παρ. 2 του άρθρου αυτού. Με ίδια δήλωση μπορεί να αποδεικνύονται τα νέα στοιχεία, καθώς και το επάγγελμα και η διεύθυνση κατοικίας.

4. Οι υπηρεσίες του δημόσιου τομέα στις οποίες υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση μπορούν να ελέγξουν την ακρίβειά της με διασταύρωσή της με το αρχείο άλλων υπηρεσιών.

5. Ειδικές διατάξεις που καθορίζουν υποχρεωτική απόδειξη με ορισμένο τρόπο εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου εκδοθούν οι αποφάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 10.

Νόμος 3522/2006, Άρθρο 4 Φορολογία επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών

10. Για τον υπολογισμό των φορολογητέων κερδών των επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από την κατηγορία βι­βλίων του Κ.Β.Σ. που τηρούν, αφαιρείται από τα καθαρά κέρδη τους, τα οποία προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ποσό χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, για κάθε άτομο που απασχολούν με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω.

 Νόμος 3522/2006, Άρθρο 18 Βεβαίωση – Είσπραξη και Επιστροφή Εσόδων

παρ. 1. Η κατά τις κείμενες διατάξεις βεβαίωση τίτλων εί­σπραξης φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου δεν πραγματοποιείται όταν το προς βεβαίωση ποσό είναι μικρότερο των τριάντα (30) ευρώ, εκτός αν από ειδική διάταξη ορίζεται διαφορετικά.

Νόμος 4030/2011, Άρθρο 43 Φορολογικά κίνητρα αποκατάστασης κτιρίων στην περιοχή Γεράνι στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας

Β. Μισθωτές Ακινήτων

2. Για μία πενταετία από το φόρο εισοδήματος των επιχειρήσεων τριτογενούς τομέα (σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο Δ΄ που εγκαθίστανται σε κτίρια στην περιοχή της παραγράφου Α1 του Ιστορικού Κέντρου της Αθήνας εκπίπτει ετησίως ποσό ίσο με το διπλάσιο του μισθώματος που καταβάλλεται για τη χρήση του ακινήτου

 Νόμος 4030/2011, Άρθρο 44 Φορολογικά κίνητρα αποκατάστασης κτιρίων στην περιοχή Μεταξουργείο στο Ιστορικό Κέντρο της Αθήνας

Β. Μισθωτές Ακινήτων

2. Για μία πενταετία από το φόρο εισοδήματος των επιχειρήσεων τριτογενούς τομέα (σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο Δ΄) που εγκαθίστανται σε κτίρια εντός της περιοχής της παραγράφου Α1 του Ιστορικού Κέντρου της Αθήνας εκπίπτει ετησίως ποσό ίσο με το διπλάσιο του μισθώματος που καταβάλλεται για τη χρήση του ακινήτου.