.

Άρθρο 6
Τόκοι και πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής

Με το άρθρο 19 του Ν.4321/2015, ΦΕΚ Α'32/21.3.15, ορίζεται ότι:
1. Τα πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής του άρθρου 57 του ν. 4174/2013 (Α΄170) και του άρθρου 6 του ν.δ. 356/ 1974 (Α΄ 90) καταργούνται.
2. Η κατάργηση των προστίμων της προηγούμενης παραγράφου καταλαμβάνει οφειλές που καταχωρίζονται στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης από τη δημοσίευση του παρόντος.

1. Για οποιοδήποτε ποσό χρέους γίνεται ληξιπρόθεσμο, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει τόκους και πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 53 και 57 του ΚΦΔ (ν.4174/2013), όπως ισχύει.
Προκειμένου περί δημοσίων εσόδων, που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω Κώδικα, πλην των τελωνειακών, το χρονικό διάστημα των δύο (2) μηνών από την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας καταβολής αυξάνεται σε έξι (6) μήνες.
Πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής, σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων, δεν επιβάλλεται στις περιπτώσεις των οφειλών, οι οποίες προέρχονται από επιβολή προστίμων σύμφωνα με οποιαδήποτε διάταξη της κείμενης νομοθεσίας.
Για χρέη από συμβάσεις οι τόκοι ορίζονται ως ανωτέρω, εκτός αν προβλέπεται άλλη ρύθμιση με ρητό όρο της σύμβασης, και υπολογίζονται από την επόμενη ημέρα της προθεσμίας που πρέπει, σύμφωνα με τη σύμβαση, να καταβληθεί η οφειλή μερικά ή ολικά.

2. Η πίστωση χρηματικών ποσών έναντι συγκεκριμένης οφειλής αποσβένει την υποχρέωση του οφειλέτη με την ακόλουθη σειρά:

α) έξοδα είσπραξης,
β) τόκοι
γ) πρόστιμο και
δ) αρχικό ποσό της οφειλής.

3. Οι τόκοι και το πρόστιμο της παραγράφου 1 υπολογίζονται και επί των εσόδων υπέρ οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), Ειδικών Ταμείων και εν γένει νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που συνεισπράττονται με τα δημόσια έσοδα από τη Φορολογική Διοίκηση.

4. Ο οφειλέτης δύναται να ζητά απαλλαγή των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και αυτών προς τους τρίτους, των οποίων η είσπραξη έχει ανατεθεί στη Φορολογική Διοίκηση, από τους τόκους και το πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής της παραγράφου 1, εφόσον η μη εμπρόθεσμη καταβολή οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας.
Απαλλαγή δεν χορηγείται, αν δεν έχουν εξοφληθεί, πριν από το αίτημα απαλλαγής, όλοι οι φόροι για τους οποίους επιβλήθηκαν οι τόκοι και το πρόστιμο.
Το αίτημα απαλλαγής απευθύνεται στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων και:

α) υποβάλλεται εγγράφως,
β) περιέχει τα στοιχεία και τον αριθμό φορολογικού μητρώου του οφειλέτη,
γ) φέρει την υπογραφή του οφειλέτη ή νόμιμα εξουσιοδοτημένου προσώπου και
δ) περιγράφει όλα τα γεγονότα και περιλαμβάνει τα αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν την ανωτέρα βία.

Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων αποφαίνεται επί του αιτήματος εντός τριάντα (30) ημερών και κοινοποιεί την απόφαση στον οφειλέτη κατά το άρθρο 5 του ν.4174/2013.
Αν η ανωτέρω προθεσμία παρέλθει άπρακτη, το αίτημα θεωρείται ότι έχει απορριφθεί.

5. Αναστολή είτε του νόμιμου τίτλου βεβαίωσης ή είσπραξης είτε της ταμειακής βεβαίωσης είτε των πράξεων διοικητικής εκτέλεσης, από το νόμο ή βάσει απόφασης δικαστηρίου ή διοικητικού οργάνου, δεν απαλλάσσει τα χρέη από τους τόκους άρθρου 53 παρ. 1 του ν. 4174/2013, για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή, για το ποσό που εν τέλει οφείλεται.

6. Δεν υπόκεινται στους τόκους και το πρόστιμο της παραγράφου 1 οι από κάθε αιτία οφειλές:
α) των στρατευμένων με υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, από την πρώτη ημέρα του μήνα της στράτευσής τους, μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του τρίτου μήνα από την αποστράτευσή τους, του μήνα της αποστράτευσης θεωρουμένου ως πρώτου, με εξαίρεση τα ελλείμματα της δημόσιας διαχείρισης και
β) των ανηλίκων, για όσο διάστημα στερούνται εκπροσώπησης και επί ένα εξάμηνο μετά την απόκτηση αυτής.

7. Σε περίπτωση κατά την οποία οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου δεν είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.4174/2013), οι διατάξεις αυτού υπερισχύουν, για τα έσοδα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.

Τα δυο πρώτα εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν.δ 356/1974 αντικαταστάθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 7 του νόμου 4224/2013.
Πριν την αντικατάσταση του άρθρου 6 ίσχυαν τα εξής:

Άρθρο 6 Ν.Δ. 356/74 Προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής

1. Από την πρώτη εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μήνα, που ακολουθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας κατά την οποία, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, γίνονται ληξιπρόθεσμα τα χρέη προς το Δημόσιο, επιβάλλονται σ’ αυτά προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ορίζεται σε 2,5% για κάθε μήνα καθυστέρησης και δεν μπορεί να υπερβεί το 100% του οφειλόμενου κάθε φορά χρέους. Για χρέη από συμβάσεις, το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής και το ανώτατο όριο αυτής ορίζονται ως ανωτέρω, εκτός αν προβλέπεται άλλη ρύθμιση, με ρητό όρο της σύμβασης και υπολογίζεται από την επόμενη ημέρα της προθεσμίας που πρέπει, σύμφωνα με τη σύμβαση, να καταβληθεί η οφειλή μερικά ή ολικά. Ειδικά, για χρέη από παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους, το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ορίζεται σε 3% για κάθε μήνα καθυστέρησης και η προσαύξηση δεν μπορεί να υπερβεί το 120ο/ο του οφειλόμενου χρέους. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις εάν η καθυστέρηση καταβολής αναφέρεται σε χρονικό διάστημα μικρότερο του μήνα, υπολογίζεται προσαύξηση εκπρόθεσμης καταβολής για ολόκληρο το μήνα Η προσαύξηση εκπρόθεσμης καταβολής χρέους δεν μπορεί να υπερβεί το τριακόσια τοις εκατό (300%) του χρέους που οφείλεται, ανεξάρτητα αν πρόκειται για χρέος από κύρια οφειλή, από τόκους ή από προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής οι οποίες βεβαιώνονται αυτοτελώς Το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής, καθώς και το ανώτατο όριο αυτής δύνανται να αναπροσαρμόζονται αυξητικώς με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η αναπροσαρμογή αυτή δύναται να γίνεται είτε γενικώς για κάθε οφειλή προς το Δημόσιο, είτε κατά κατηγορίες οφειλών

2.Επί βεβαιωμένων μέχρις ενάρξεως ισχύος του παρόντος οφειλών, προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής υπερβαίνουσαι το ως άνω ανώτατον όριον 50%, περιορίζονται εις το ποσοστόν τούτο, τυχόν όμως καταβληθείσαι ανώτεραι του ως άνω ποσοστού προσαυξήσεις, δεν επιστρέφονται ουδέ συμψηφίζονται προς υφισταμένας οφειλάς.

3. Εις τας αυτάς προσαυξήσεις υπόκεινται και τα δια των Δημοσίων Ταμείων συνεισπραττόμενα μετά των Δημοσίων Εσόδων, έσοδα υπέρ Δήμων, Κοινοτήτων, Ειδικών Ταμείων και εν γένει Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου.

4. Επιτρέπεται, μετά από αιτιολογημένη απόφαση, μερική ή ολική απαλλαγή των ληξιπρόθεσμων οφειλών από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, εφόσον η μη εμπρόθεσμη καταβολή οφείλεται σε μη αποστολή της ειδοποίησης της παρ. 1 του άρθρου 4 του παρόντος. Στις περιπτώσεις που ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση ενυπόγραφα για τον τρόπο καταβολής της οφειλής, η αίτησή του είναι απαράδεκτη. Αρμόδια όργανα για την απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής είναι:

α) Ο προιστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, μετά από γνώμη του νόμιμου αναπληρωτή του και του προισταμένου του Δικαστικού Τμήματος ή του αντίστοιχου γραφείου, σε περίπτωση που το ποσό των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες (100.000) δραχμές, την ημέρα υποβολής της αίτησης απαλλαγής, καθώς και σε όλες τις περιπτώσεις, ανεξάρτητα του ύψους του ποσού των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, που η αίτηση υποβάλλεται μέσα σε δύο (2) μήνες από τη νόμιμη ημερομηνία λήξης πληρωμής της οφειλής.

β) Ο Υπουργός Οικονομικών, μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής Παροχής Διευκολύνσεων, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Τα παραπάνω όργανα δύνανται να χορηγούν στον οφειλέτη και την οριζόμενη από ειδικές διατάξεις έκπτωση λόγω εφάπαξ πληρωμής, αν η αίτηση για την απαλλαγή κατατεθεί το αργότερο εντός διμήνου από την εκπνοή της προθεσμίας εντός της οποίας, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, παρεχόταν το δικαίωμα της καταβολής με έκπτωση και η οφειλή καταβληθεί εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία που ο οφειλέτης έλαβε αποδεδειγμένα γνώση αυτής. Κατά την αποφάσεων του προισταμένου δύναται να ασκηθεί ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Οικονομικών εντός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης. Η απόφαση επί της προσφυγής εκδίδεται μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής του άρθρου 9 του ν. 2386/96 (ΦΕΚ Α’43). Ποσά που σύμφωνα με τις αποφάσεις των παραπάνω οργάνων κρίνεται ότι έχουν καταβληθεί αχρεώστητα, επιστρέφονται

5. Οι υπόλογοι της παρ. 5 του άρθρου 5 του παρόντος Ν.Δ/τος, απαλλάσσονται των προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής, κατά τας περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχύουσας διατάξεις, δια το μέχρι της βεβαιώσεως του χρέους των εις το Δημόσιον Ταμείον διάστημα εφ’ όσον ήθελον αποδείξει ότι η παράλειψις ή το έλλειμα δεν οφείλονται εις δόλον ή βαρείαν αυτών αμέλειαν.

6. Αναστολαί καταβολής χρεών προς το Δημόσιον και των μετά τούτων συνεισπραττόμενων, αναστολαί λήψεως αναγκαστικών μέτρων, ως και διευκολύνσεις τμηματικής καταβολής παρεχόμεναι υπό των αρμοδίων κατά νόμον οργάνων ή δικαστηρίων, δεν απαλλάσσουν τα χρέη εκ των προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής καθ’ όν χρόνον διαρκεί η παρασχεθείσα αναστολή ή η διευκόλυνσις.

7. Αι πάσης φύσεως προσωπικαί οφειλαί προς το Δημόσιον και αι μετ’ αυτών υπέρ τρίτων συνεισπραττόμεναι στρατευόμενων, εξαιρέσει των εξ ελλειμμάτων δημοσίας διαχειρίσεως, δεν υπόκεινται εις προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής από της πρώτης του μηνός της στρατεύσεώς των μέχρι της τριακοστής του τρίτου από της αποστρατεύσεώς των μηνός, του μηνός της αποστρατεύσεως θεωρουμένου ως πρώτου. Αι χρονολογίαι στρατεύσεως και αποστρατεύσεως αποδεικνύονται δι’ επισήμων βεβαιώσεων των οικείων στρατιωτικών Αρχών

[sws_grey_box box_size="100"][/sws_grey_box]