.
Άρθρο 19
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία
19.1.1 Με τον όρο χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που παρατίθεται στο Παράρτημα Α (γλωσσάριο όρων), νοούνται τόσο τα απλά και γνωστά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ―όπως οι απαιτήσεις, οι μετοχές, οι λοιποί συμμετοχικοί τίτλοι (συμμετοχές στην καθαρή θέση άλλων οντοτήτων) και τα ομόλογα (κρατικά και εταιρικά)― όσο και τα πιο περίπλοκα ―όπως επενδύσεις σε αμοιβαία κεφάλαια, τα παράγωγα και τα σύνθετα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (για παράδειγμα ένα ομόλογο με ενσωματωμένο παράγωγο).
19.1.2 Όταν χρησιμοποιείται το κόστος κτήσης τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία επιμετρώνται κατά την αρχική τους αναγνώριση στο κόστος που απαιτήθηκε για την απόκτησή τους. Το κόστος κτήσης περιλαμβάνει το σύνολο των ταμειακών διαθεσίμων (ή ταμειακών ισοδύναμων) ή την εύλογη αξία άλλου ανταλλάγματος που διατέθηκε για την απόκτηση, πλέον δαπάνες αγοράς.
Παράδειγμα
Η επιχείρηση Α απόκτησε κρατικό ομόλογο πενταετούς διάρκειας ονομαστικής αξίας 1.000.000 ευρώ κατά την ημερομηνία της έκδοσής του. Το ομόλογο εκδόθηκε υπό το άρτιο στην τιμή των 995.000 ευρώ και αποδίδει τόκους με σταθερό επιτόκιο 3% ετησίως. Η Α επιβαρύνθηκε με την αμοιβή χρηματοοικονομικού συμβούλου ο οποίος και υπόδειξε την αγορά του, ποσού 2.000 ευρώ. Το κόστος κτήσης του ομολόγου θα είναι 995.000 + 2.000 = 997.000 ευρώ.
19.2.1 Μεταγενέστερα της αρχικής αναγνώρισης, η επιμέτρηση των χρηματοοικονομικών στοιχείων γίνεται στο κόστος κτήσης. Αυτό αποτελεί το γενικό κανόνα παρακολούθησης των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.
19.3.1 Ειδικά και αποκλειστικά τα έντοκα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία μεταγενέστερα της αρχικής αναγνώρισης επιμετρούνται στο αποσβέσιμο κόστος, είτε με τη χρήση της μεθόδου του πραγματικού επιτοκίου είτε με τη σταθερή μέθοδο. Η επιμέτρηση στο αποσβέσιμο κόστος, αντί της επιμέτρησης στο κόστος κτήσης, εφαρμόζεται όταν η μέθοδος του αποσβέσιμου κόστους έχει σημαντική επίπτωση στα ποσά των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.
19.3.2 Ως έντοκα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται και εκείνα τα στοιχεία που τεκμαίρεται ότι εμπεριέχουν σημαντικά ποσά τόκων, έστω και εάν αυτό δεν ορίζεται ρητά. Η περίπτωση αυτή μπορεί να προκύψει σε πωλήσεις σημαντικής αξίας με σημαντική περίοδο πίστωσης. Για παράδειγμα σε μια πώληση αξίας 1.000.000 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) με είσπραξη του τιμήματος σε 1,5 έτη από την ημερομηνία της πώλησης, στο ποσό του 1.000.000 ευρώ, τεκμαίρεται ότι περιλαμβάνονται και τόκοι παρότι αυτό μπορεί να μην ορίζεται ρητά.
Παράδειγμα
Στην αρχή του έτους 20Χ1 η ΑΛΦΑ αγόρασε πενταετές ομόλογο που εξέδωσε η ΒΗΤΑ, ονομαστικού ποσού 50.000.000 ευρώ, με ονομαστικό επιτόκιο 5%. Το ομόλογο εκδόθηκε υπό το άρτιο στο ποσό των 45.000.000 ευρώ. Οι τόκοι καταβάλλονται στο τέλος κάθε ημερολογιακού έτους και το κεφάλαιο επιστρέφεται στις 31/12/20Χ5.
Ζητείται να προσδιοριστεί η λογιστική αξία του ομολόγου της ΒΗΤΑ στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της ΑΛΦΑ:
α) με το αποσβέσιμο κόστος – σταθερή μέθοδο, και
β) με το αποσβέσιμο κόστος – μέθοδος του πραγματικού επιτοκίου.
Ανάλυση και απάντηση
α) Τα συνολικά έσοδα που θα εισπράξει η ΑΛΦΑ από το ομόλογο της ΒΗΤΑ στη διάρκεια αυτού (πενταετία) είναι 5.000.000 + (5 * 2.500.000) = 17.500.000 ευρώ.
β) Τα συνολικά έσοδα των 17.500.000 ευρώ πρέπει να κατανεμηθούν στην πενταετία.
γ) Στην πραγματικότητα, η ΑΛΦΑ επένδυσε 45.000.000 στην αρχή του 20Χ1 και οι σχετικές χρηματοροές παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα.
Πραγματικές χρηματοροές ομολόγου
20Χ1
(01/01) |
20Χ1
(31/12) |
20Χ2
(31/12) |
20Χ3
(31/12) |
20Χ4
(31/12) |
20Χ5
(31/12) |
-50.000.000
+5.000.000 -45.000.000 |
2.500.000 |
2.500.000 |
2.500.000 |
2.500.000 |
50.000.000
2.500.000
52.500.000 |
δ) Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, το επιτόκιο που εξισώνει τις πραγματικές χρηματοροές είναι 7,469655%. Το επιτόκιο αυτό υπολογίζεται επιλύοντας (π.χ. με τη χρήση του excel) την εξίσωση: 45.000.000 = 2.500.000 / (1+r) + 2.500.000 / (1+r)2 +2.500.000 / (1+r)3 +2.500.000 / (1+r)4 + 52.500.000 / (1+r)5.
ε) Αν το ομόλογο αναγνωριζόταν αρχικά στο ονομαστικό ποσό του (δηλ. 50.000.000 ευρώ), το χρηματοοικονομικό έσοδο του έτους 20Χ1 θα ήταν 7.500.000 ευρώ (το άθροισμα του υπό το άρτιο ποσού των 5.000.000 ευρώ και του ονομαστικού τόκου των 2.500.000 ευρώ), ενώ για τα επόμενα έτη 20Χ2 έως 20Χ5, το ετήσιο χρηματοοικονομικό έσοδο θα ήταν 2.500.000 ευρώ.
στ) Με τη μέθοδο του αποσβέσιμου κόστους – σταθερή μέθοδος, το ποσό του υπό το άρτιο 5.000.000 ευρώ, επιμερίζεται ως κόστος έκδοσης στα πέντε έτη του ομολόγου ισόποσα για κάθε έτος.
ζ) Με τη μέθοδο του αποσβέσιμου κόστους – πραγματικό επιτόκιο, το ποσό του υπό το άρτιο 5.000.000 ευρώ, επιμερίζεται ως χρηματοοικονομικό έξοδο στα πέντε έτη του ομολόγου με τη χρήση του πραγματικού επιτοκίου, που με βάση τα δεδομένα υπολογίζεται σε: r = 7,469655%.
η) Τα δεδομένα της ανάλυσης για το ετήσιο χρηματοοικονομικό έσοδο της πενταετίας για την ΑΛΦΑ συνοψίζονται στον παρακάτω πίνακα.
Επίδραση στα αποτελέσματα (έσοδο / έξοδο για επενδυτή / εκδότη) | |||||
20Χ1 | 20Χ2 | 20Χ3 | 20Χ4 | 20Χ5 | |
Ονομαστικό ποσό | 7.500.000 | 2.500.000 | 2.500.000 | 2.500.000 | 2.500.000 |
Αποσβέσιμο κόστος – σταθερή μέθοδος | 3.500.000 [2,5+(5/5)] | 3.500.000 | 3.500.000 | 3.500.000 | 3.500.000 |
Αποσβέσιμο κόστος – πραγματικό επιτόκιο | 3.361.345 | 3.425.684 | 3.494.830 | 3.569.140 | 3.649.001 |
θ) Τα δεδομένα της ανάλυσης για την εμφάνιση του ομολόγου στον ισολογισμό της ΑΛΦΑ στη διάρκεια της πενταετίας συνοψίζονται στον παρακάτω πίνακα.
Μέθοδος του ονομαστικού ποσού
31/12/20Χ1 | 31/12/20Χ2 | 31/12/20Χ3 | 31/12/20Χ4 | 31/12/20Χ5 | |||
Υπόλοιπο έναρξης | 50.000.000 | 50.000.000 | 50.000.000 | 50.000.000 | 50.000.000 | ||
Τόκοι - έσοδα περιόδου | 7.500.000 | 2.500.000 | 2.500.000 | 2.500.000 | 2.500.000 | ||
Καταβολή περιόδου | -2.500.000 | -2.500.000 | -2.500.000 | -2.500.000 | -52.500.000 | ||
Υπόλοιπο λήξης | 55.000.000 | 50.000.000 | 50.000.000 | 50.000.000 | 0 |
Αποσβέσιμο κόστος - Σταθερή μέθοδος
31/12/20Χ1 31/12/20Χ2 31/12/20Χ3 31/12/20Χ4 31/12/20Χ5
Υπόλοιπο έναρξης | 45.000.000 | 46.000.000 | 47.000.000 | 48.000.000 | 49.000.000 | ||
Τόκοι περιόδου | 2.500.000 | 2.500.000 | 2.500.000 | 2.500.000 | 2.500.000 | ||
Απόσβεση υπό το άρτιο | 1.000.000 | 1.000.000 | 1.000.000 | 1.000.000 | 1.000.000 | ||
Καταβολή περιόδου | -2.500.000 | -2.500.000 | -2.500.000 | -2.500.000 | -52.500.000 | ||
Υπόλοιπο λήξης | 46.000.000 | 47.000.000 | 48.000.000 | 49.000.000 | 0 |
Αποσβέσιμο κόστος - πραγματικό επιτόκιο
31/12/20Χ1 |
31/12/20Χ2 |
31/12/20Χ3 |
31/12/20Χ4 |
31/12/20Χ5 |
||||
Υπόλοιπο έναρξης | 45.000.000 | 45.861.345 | 46.787.029 | 47.781.859 | 48.850.999 | |||
Τόκοι περιόδου | 3.361.345 | 3.425.684 | 3.494.830 | 3.569.140 | 3.649.001 | |||
Καταβολή περιόδου | -2.500.000 | -2.500.000 | -2.500.000 | -2.500.000 | -52.500.000 | |||
Υπόλοιπο λήξης
Σημείωση |
45.861.345 | 46.787.029 | 47.781.859 | 48.850.999 | 0 |
Οι τόκοι της κάθε περιόδου υπολογίζονται πολλαπλασιάζοντας το πραγματικό επιτόκιο με το κεφάλαιο έναρξης της εκάστοτε περιόδου.
Σημειώσεις
α) Το ποσό της γραμμής «Υπόλοιπο λήξης» είναι το ποσό της αξίας του ομολόγου που εμφανίζεται στον ισολογισμό της ΑΛΦΑ.
β) Είναι προφανές ότι η μέθοδος του ονομαστικού ποσού, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, καθώς αντιβαίνει στην αρχή του δεδουλευμένου και επηρεάζει με, προδήλως σημαντικά ποσά, τα κονδύλια των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.
19.4.1 Κάθε χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο (έντοκο ή μη) υπόκεινται σε έλεγχο απομείωσης, όταν υπάρχουν οι ενδείξεις που αναφέρονται στο νόμο (παρ. 5 του άρθρου 19 του νόμου).
19.6.1 Ζημιά απομείωσης αναγνωρίζεται όταν η ανακτήσιμη αξία του στοιχείου υπολείπεται της λογιστικής του αξίας. Ειδικά για τα μακροπρόθεσμα χρηματοοικονομικά στοιχεία (μη κυκλοφορούν ενεργητικό), οι ζημίες απομείωσης αναγνωρίζονται όταν εκτιμάται ότι η απομείωση είναι μόνιμου χαρακτήρα (βλέπε παρ. 8 του άρθρου 19 του νόμου).
19.7.1 Η ανακτήσιμη αξία ενός στοιχείου υπολογίζεται ως το μεγαλύτερο ποσό μεταξύ:
α) της παρούσας αξίας του ποσού που εκτιμάται ότι θα ληφθεί από το περιουσιακό στοιχείο, υπολογιζόμενη με τη χρήση του αρχικού πραγματικού επιτοκίου, ή
β) της εύλογης αξίας του στοιχείου, μειωμένης με το απαιτούμενο κόστος διάθεσής του.
19.8.1 Οι ζημιές απομείωσης των χρηματοοικονομικών στοιχείων αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα και αναστρέφονται ως κέρδη σε αυτά, όταν οι συνθήκες που τις προκάλεσαν πάψουν να υφίστανται. Η αναστροφή γίνεται μέχρι της αξίας που θα είχε το στοιχείο, εάν δεν είχε αναγνωριστεί ζημιά απομείωσης. Δηλαδή, μετά την αναστροφή της απομείωσης, το χρηματοοικονομικό στοιχείο δεν δύναται να έχει λογιστική αξία μεγαλύτερη εκείνης που θα είχε εάν δεν είχε προηγηθεί η απομείωση, καθόσον η επιμέτρηση γίνεται στο κόστος κτήσης.
19.8.2 Η αξιόπιστη επιμέτρηση έντοκων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων σημαντικής αξίας και με εκτιμώμενες χρηματοροές σε σημαντικό βάθος χρόνου, μπορεί να απαιτεί τον προσδιορισμό της απομείωσης με τη χρήση προεξόφλησης, χρησιμοποιώντας το αρχικό πραγματικό επιτόκιο του στοιχείου. Στην περίπτωση αυτή, η απομειωμένη αξία του στοιχείου (η αξία του μετά την απομείωση), ανελίσσεται (εκτοκίζεται) εφεξής με το επιτόκιο που χρησιμοποιήθηκε για την προεξόφληση και οι προκύπτοντες τόκοι αναγνωρίζονται ως έσοδα στα αποτελέσματα.
19.8.3 Στην πράξη, και για λόγους διευκόλυνσης, η απομείωση μπορεί να προσδιορίζεται ως η διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας του στοιχείου και των ονομαστικών (απροεξόφλητων) χρηματοροών που αναμένονται από αυτό.
Παράδειγμα
Έστω απαίτηση από πελάτη λογιστικής αξίας την 31/12/20Χ5 500.000 ευρώ. Λόγω οικονομικών δυσκολιών του πελάτη, συμφωνήθηκε να απομειωθούν οι συμβατικές χρηματοροές, δηλαδή να εισπραχθεί τελικά το ποσό των 400.000 ευρώ σε 1,5 έτος (30/06/20Χ7).
Λογιστική με προεξόφληση
Η παρούσα αξία των 400.000 ευρώ που θα εισπραχθούν μετά από 1,5 έτος θεωρώντας ότι το επιτόκιο είναι 8% υπολογίζεται ως 400.000/(1+0,08)1,5 = 356.389. Επομένως, η ζημία απομείωσης (με προεξόφληση) θα ανέλθει σε 500.000 – 356.389 = 143.611 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, η απομειωμένη αξία των 356.389 ευρώ (500.000 – 143.875) θα ανατοκίζεται με επιτόκιο 8%, προκειμένου να ανελιχθεί στο ποσό των 400.000 που θα εισπραχθεί στις 30/06/20Χ7. Συνεπώς το 20Χ6 θα λογισθούν τόκοι έσοδα 356.389*8% = 28.511 ευρώ και το 20Χ7 τόκοι έσοδα (356.389+28.511)*8%*6/12 = 15.396 ευρώ.
Λογιστική χωρίς προεξόφληση
Αν δεν χρησιμοποιηθεί προεξόφληση, δεν γίνεται λογισμός τόκων. Στην περίπτωση αυτή, η ζημία απομείωσης του έτους 20Χ5 ισούται με τη διαφορά της ονομαστικής αξίας της απαίτησης και του ποσού που συμφωνήθηκε να καταβληθεί τελικά: 500.000 – 400.000 =100.000.
Από το παράδειγμα αυτό προκύπτει ότι όταν τα ποσά, ο χρόνος και το επιτόκιο είναι σημαντικά, με την προεξόφληση προσδιορίζεται ακριβέστερη παρουσίαση.
19.8.4 Η πτώση της χρηματιστηριακής αξίας ενός διαπραγματεύσιμου χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου, έντοκου ή μη, σε επίπεδα κάτω του κόστους κτήσης, δεν συνεπάγεται ότι, σε κάθε περίπτωση, έχει επέλθει απομείωση της αξίας του. Συνεπώς, απαιτείται εξέταση των πραγματικών περιστατικών για την τεκμηρίωση της ύπαρξης ζημιών απομείωσης μόνιμου χαρακτήρα, προκειμένου να αναγνωρισθούν βάσει των προβλέψεων του νόμου. Για παράδειγμα:
α) Η πτώση της τιμής ενός ομολόγου λόγω ανόδου των επιτοκίων, για το οποίο όμως υπάρχει πρόθεση διακράτησης ως τη λήξη του, δεν συνιστά ζημία απομείωσης, εφόσον εκτιμάται βάσιμα ότι κατά τη λήξη του θα εισπραχθεί το σύνολο της ονομαστικής αξίας του.
β) Η πτώση της τιμής μιας μετοχής, που έχει αποκτηθεί ως μακροπρόθεσμη επένδυση, λόγω γενικής πτώσης στο χρηματιστήριο, δεν συνιστά απομείωση εάν η οντότητα που έχει εκδώσει τις μετοχές δεν αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες και εκτιμάται ότι η μετοχή θα ανακτήσει την αξία της.
γ) Η σημαντικά μικρότερη εσωτερική λογιστική αξία μιας μετοχής (η αξία της βάσει του συνόλου της καθαρής θέσης της οντότητας που την έχει εκδώσει) από την αξία κτήσης της, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι υπάρχει απομείωση. Ενδεικτικά, η εν λόγω οντότητα μπορεί να κατέχει περιουσιακά στοιχεία που παρακολουθεί στο κόστος κτήσης, τα οποία όμως έχουν σημαντικές υπεραξίες που δεν εμφανίζονται. Επίσης, μπορεί να έχει υψηλά κέρδη τα οποία διανέμονται και μέσω των οποίων ανακτάται το κόστος της επένδυσης.
19.11.1 Όταν εφαρμόζεται το κόστος κτήσης, τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία παρουσιάζονται στον ισολογισμό ως στοιχεία του μη κυκλοφορούντος και του κυκλοφορούντος ενεργητικού, ανάλογα με τις επενδυτικές προθέσεις της διοίκησης της οντότητας και το συμβατικό ή εκτιμώμενο χρόνο διακανονισμού τους. Για παράδειγμα, ένα δεκαετές ομόλογο λήξης στις 20 Δεκεμβρίου 20Χ7 το οποίο η επιχείρηση έχει την πρόθεση να διακρατήσει μέχρι τη λήξη του, παρουσιάζεται στον ισολογισμό του έτους 20Χ5 στα μη κυκλοφορούντα στοιχεία και στον ισολογισμό του 20Χ6 στα κυκλοφορούντα. Εάν όμως κατά την 31 Δεκεμβρίου 20Χ5 η επιχείρηση έχει λάβει απόφαση να το πουλήσει εντός του έτους 20Χ6, το στοιχείο θα εμφανιστεί στο κυκλοφορούν ενεργητικό.