.
Aρ. πρ.: Φ.1500/οικ.49926/214/13.1.2016
Γνωστοποίηση των διατάξεων του άρθρου 21 του ν. 4337/2015 για θέματα διαδοχικής ασφάλισης.
Σας γνωρίζουμε ότι στο ΦΕΚ 129/17.10.2015 τ. Α' δημοσιεύτηκε ο ν. 4337/2015 «Μέτρα για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», με τις διατάξεις της περ. η) της παρ. 1 του άρθρου 21 του οποίου καταργούνται οι διατάξεις των παρ. 1 έως 3 του άρθρου 38 του ν. 4331/2015 (Α'69) που αφορούν στην καταβολή σύνταξης σε οφειλέτες ασφαλιστικών εισφορών.
Ειδικότερα, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4337/2015 (17.10.2015) επανέρχεται σε ισχύ το πρότερο καθεστώς που ίσχυε έως την 2.7.2015 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4331/2015) με τις διατάξεις του άρθρου του ν. 3863/2010 (Α'115), όπως αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 43 του ν. 3996/2011 (Α'170) και προστέθηκαν με την του ν. 4075/2012 (Α'89).
Ως προς το ύψος του ποσού που δύναται να οφείλει ο υποψήφιος συνταξιούχος στους ασφαλιστικούς οργανισμούς, από οποιαδήποτε αιτία, επανέρχεται στο όριο των 20.000 € για τον Ο.Α.Ε.Ε. και 15.000 € για τα υπόλοιπα Ταμεία, πλην ΟΓΑ, ο δε αριθμός των δόσεων που δύνανται να παρακρατηθούν από τη σύνταξη επανέρχεται στις σαράντα (40).
Η διαδικασία κατανομής και καταβολής της οφειλής υποψήφιου συνταξιούχου μεταξύ των ασφαλιστικών φορέων που συμμετέχουν στη διαδικασία συνταξιοδότησης με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης, η οποία καθορίστηκε με τις διατάξεις της Υ.Α. Φ.1500/οικ.9696/195/8.8.2014, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του άρθρου του ν. 4075/2012, ισχύει ως έχει για όλα τα Ταμεία, πλην ΟΓΑ.
Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό, ότι οι διατάξεις του άρθρου του ν. 4144/2013 περί διακανονισμού καθυστερούμενων οφειλών στον ΟΓΑ, ορίζουν ρητώς ότι οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3, 4 του άρθρου του ν.3863/2010, όπως ίσχυαν μέχρι την έκδοση του ν. 4144/2013, δεν εφαρμόζονται στον ΟΓΑ. Ως εκ τούτου, η ανωτέρω Υπουργική Απόφαση δεν έχει εφαρμογή στον ΟΓΑ στις περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης.
Εκκρεμείς αιτήσεις για συνταξιοδότηση με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου του ν. 4331/2015 και υποβλήθηκαν πριν την 17.10.2015 και για τις οποίες α) δεν έχει εκδοθεί η βεβαίωση οφειλής ή
β) έχει εκδοθεί η βεβαίωση της οφειλής αλλά δεν έχει παρέλθει η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 6 του π.δ. 258/1983 δίμηνη προθεσμία για την εφάπαξ καταβολή του κατά περίπτωση υπερβάλλοντος ποσού οφειλής, θα εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου του ν. 4331/2015.
Για τις αιτήσεις συνταξιοδότησης με τις διατάξεις της διαδοχικής που υποβλήθηκαν από 17.10.2015 και εντεύθεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου του ν. 3863/2010 όπως ισχύουν και έχουν εξειδικευτεί στην Υ.Α. Φ.1500/οικ.9696/195/8.8.2014.
Ο Υφυπουργός Αναστάσιος Πετρόπουλος
1. Όπου από τις κείμενες διατάξεις κάθε ασφαλιστικού οργανισμού ορίζεται ως προϋπόθεση για την έναρξη καταβολής σύνταξης η προηγούμενη εξόφληση των οφειλών, σε περίπτωση υπαγωγής του οφειλέτη στον παρόντα διακανονισμό, η ως άνω προϋπόθεση εξακολουθεί να ισχύει και η σύνταξη καταβάλλεται από την 1η του επόμενου μήνα της εξόφλησης.
2. Η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις του ασφαλιστικού φορέα ή Τομέα, αν το οφειλόμενο ποσό εισφορών δεν είναι μεγαλύτερο των πενήντα πέντε (55) μηνιαίων συντάξεων κατώτατων ορίων ανά κατηγορία σύνταξης, όπως αυτά ισχύουν κάθε φορά για κάθε ασφαλιστικό φορέα ή Τομέα και ανάλογα με τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, στα οποία περιλαμβάνεται η κύρια οφειλή, καθώς και τα πρόσθετα τέλη, οι τόκοι, οι επιβαρύνσεις και ποσά από αναγνωρίσεις χρόνων ασφάλισης, και όχι πέραν του ποσού των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ.
3. Τα ανωτέρω ποσά οφειλής συμψηφίζονται ή παρακρατούνται από τα ποσά των συντάξεων, σε ίσες μηνιαίες δόσεις, που δεν μπορεί να είναι περισσότερες από εξήντα (60). Η πρώτη δόση παρακρατείται από τη σύνταξη του πρώτου μήνα έναρξης του δικαιώματος συνταξιοδότησης.
4. α) Ειδικά για τους δικαιούχους του ΟΑΕΕ, το ανώτατο όριο της παραγράφου 2 είναι το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.
β) Σε περίπτωση διαδοχικής ασφάλισης, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται από τον τελευταίο ασφαλιστικό φορέα. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία εσωτερικής κατανομής και καταβολής του ως άνω ποσού μεταξύ των ασφαλιστικών φορέων, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
παρ. 3. Στο τέλος του άρθρου 61 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 43 του ν. 3996/2011 (Α΄ 170), προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4.α) Ειδικά για τους δικαιούχους του ΟΑΕΕ, το ανώτατο όριο της παραγράφου 2 είναι το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.
β) Σε περίπτωση διαδοχικής ασφάλισης, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται από τον τελευταίο ασφαλιστικό φορέα. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία εσωτερικής κατανομής και καταβολής του ως άνω ποσού μεταξύ των ασφαλιστικών φορέων, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»
1.α. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 13 του π.δ. 258/2005 (Α΄ 316) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η βεβαίωση χορηγείται και σε ασφαλισμένο του ΟΑΕΕ, εφόσον το ποσό των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών του στον Οργανισμό δεν ξεπερνά τις είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ και έχει συμψηφιστεί ή παρακρατείται, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 61 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 43 του ν. 3996/2011 (Α΄ 170) και είτε έχει υποβάλει αίτηση για συνταξιοδότηση είτε έχει υπαχθεί στην περίπτωση α΄ της παρ. 1 του άρθρου 30 του π.δ. 258/2005 (Α΄ 316), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 49 του ν. 3996/2011 (Α΄ 170).»
β. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 13 του π.δ. 258/2005 (Α΄ 316) αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Οι συμβολαιογράφοι, καθώς και κάθε αρμόδια κατά νόμο αρχή υποχρεούνται να αρνηθούν τη σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης Δ.Χ. αυτοκινήτου ή την έκδοση απόφασης οριστικής παραίτησης ή ανάκλησης του δικαιώματος της άδειας κυκλοφορίας Δ.Χ. αυτοκινήτου, αν ο ενδιαφερόμενος δεν προσκομίσει τη βεβαίωση της παραγράφου 3.»
γ. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου του άρθρου 11 της υπ’ αριθ. Φ80000/7228/308/7.9.2006 υπουργικής απόφασης (Β'1397) διαγράφεται η τελεία και προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«ή αυτή να έχει εκδοθεί βάσει του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 13 του π.δ. 258/2005 (Α'316).»
2.α. Η παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 3050/2002 (Α΄ 214), όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 25 του ν. 3846/2010 (Α΄ 66) και ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«5.α) Ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 2160/1993 (Α'118) και του π.δ. 33/1979 (Α΄10), όπως ισχύουν, και γενικά όλων των κυρίων και μη κυρίων καταλυμάτων με το ειδικό σήμα λειτουργίας του ΕΟΤ: α) δυναμικότητας έντεκα (11) δωματίων και άνω και με έδρα σε περιοχές της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 και β) δυναμικότητας από έξι (6) μέχρι και δέκα (10) δωματίων, ασφαλίζονται υποχρεωτικά στον ΟΑΕΕ, στην 1η ασφαλιστική κατηγορία, με έκπτωση ποσοστού τριάντα τοις εκατό (30%) στο ποσό αυτής.
Σε περίπτωση ιδιοκτησίας ή εκμετάλλευσης των ανωτέρω καταλυμάτων από ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία, στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου υπάγεται υποχρεωτικά ένας εκ των εταίρων και προαιρετικά οι λοιποί, οι οποίοι άλλως υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του ΟΓΑ εκτός αν είναι ασφαλισμένοι σε άλλο ασφαλιστικό φορέα.
Εφόσον ο μέσος όρος του εισοδήματός τους από την επαγγελματική δραστηριότητα για τρία (3) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος, όπως αυτός προκύπτει από τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., δεν υπερβαίνει το 400πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, όπως ίσχυε στις 31.12.2011, παραμένουν στην 1η ασφαλιστική κατηγορία με την ως άνω έκπτωση και δεν υποχρεούνται στην ανά τριετία μετάταξη σε ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 5 του π.δ. 258/2005 (Α΄ 316). Η ίδια ρύθμιση ισχύει εφεξής και για κάθε τριετία εφόσον ο μέσος όρος του ως άνω εισοδήματος από την επαγγελματική δραστηριότητα δεν υπερβαίνει το 400πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, όπως ίσχυε στις 31.12.2011.
Εφόσον ο ως άνω μέσος όρος υπερβαίνει το 400πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, όπως ίσχυε στις 31.12.2011, οι υπαγόμενοι στο πρώτο εδάφιο παραμένουν στην 1η ασφαλιστική κατηγορία αλλά χωρίς έκπτωση και εφεξής υποχρεούνται στην ανά τριετία μετάταξη σε ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 5 του π.δ. 258/2005 (Α΄ 316).
Ο ΟΑΕΕ, μετά την παρέλευση τριών (3) ετών από τη χορήγηση της ανωτέρω διευκόλυνσης, έχει το δικαίωμα, οποτεδήποτε, του επανελέγχου της άσκησης της δραστηριότητας και των εισοδημάτων των δικαιούχων. Κατά τον επανέλεγχο εξετάζεται πάντα ο μέσος όρος των εισοδημάτων της προηγούμενης τριετίας. Το δικαίωμα αυτό έχει και ο ασφαλισμένος στις περιπτώσεις υπαγωγής στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ λόγω εισοδηματικών κριτηρίων, μετά την παρέλευση τουλάχιστον τριών (3) ετών από την υπαγωγή του στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ.
Το ανωτέρω εισοδηματικό κριτήριο του 400πλασίου εφαρμόζεται ξεχωριστά για τον κάθε εταίρο του δευτέρου εδαφίου.
Αν οι υπαγόμενοι στο πρώτο εδάφιο είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Αγροτών και Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων, το οποίο τηρείται στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, και εφόσον ο μέσος όρος του εισοδήματός τους από την επαγγελματική δραστηριότητα του πρώτου εδαφίου, για τρία (3) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος, όπως αυτός προκύπτει από τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος της αρμόδιας ΔΟΥ, δεν υπερβαίνει το 400πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, όπως ίσχυε την 31.12.2011, ασφαλίζονται στον ΟΓΑ.
β) Ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 2160/1993 (Α΄ 118) και του π.δ. 33/1979 (Α΄ 10), όπως ισχύουν, και γενικά όλων των κυρίων και μη κυρίων καταλυμάτων με το ειδικό σήμα λειτουργίας του ΕΟΤ δυναμικότητας έως και πέντε (5) δωματίων, ασφαλίζονται στον ΟΓΑ, εφόσον ο μέσος όρος του εισοδήματός τους από την επαγγελματική δραστηριότητα για τρία (3) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος, όπως αυτός προκύπτει από τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., δεν υπερβαίνει το 400πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, όπως ίσχυε στις 31.12.2011. Η ίδια ρύθμιση ισχύει εφεξής και για κάθε τριετία εφόσον ο μέσος όρος του ως άνω εισοδήματος από την επαγγελματική δραστηριότητα δεν υπερβαίνει το 400πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, όπως ίσχυε στις 31.12.2011.
Εφόσον ο ως άνω μέσος όρος υπερβαίνει το 400πλά-σιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, όπως ίσχυε στις 31.12.2011, οι υπαγόμενοι στο πρώτο εδάφιο υπάγονται εφεξής στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ.
Μετά την παρέλευση της πρώτης τριετίας, ο αρμόδιος κατά περίπτωση Οργανισμός έχει το δικαίωμα του επανελέγχου, οποτεδήποτε, της άσκησης της δραστηριότητας και των εισοδημάτων των δικαιούχων. Κατά τον επανέλεγχο εξετάζεται πάντα ο μέσος όρος των εισοδημάτων της προηγούμενης τριετίας. Το δικαίωμα αυτό έχει και ο ασφαλισμένος στις περιπτώσεις υπαγωγής στην ασφάλιση του κατά περίπτωση Οργανισμού λόγω εισοδηματικών κριτηρίων, μετά την παρέλευση τουλάχιστον τριών (3) ετών από την υπαγωγή του στην ασφάλιση του κατά περίπτωση Οργανισμού.»
β) Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται από την 1.7.2012.
γ) Για όσους, έως την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης, ασφαλίζονταν στον ΟΓΑ, η ασφάλιση που έχει χωρήσει παραμένει ισχυρή και δεν αναζητούνται εισφορές από τον ΟΑΕΕ. Αντίστοιχα, η ασφάλιση που έχει χωρήσει στον ΟΑΕΕ παραμένει ισχυρή και δεν αναζητούνται εισφορές από τον ΟΓΑ.
3. Στο τέλος του άρθρου 61 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 43 του ν. 3996/2011 (Α΄ 170), προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4.α) Ειδικά για τους δικαιούχους του ΟΑΕΕ, το ανώτατο όριο της παραγράφου 2 είναι το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.
β) Σε περίπτωση διαδοχικής ασφάλισης, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται από τον τελευταίο ασφαλιστικό φορέα. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία εσωτερικής κατανομής και καταβολής του ως άνω ποσού μεταξύ των ασφαλιστικών φορέων, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»
4. Η παρ. 9 του άρθρου 9 του ν. 3050/2002 (Α΄ 214), όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 25 του ν. 3846/2010 (Α'66) και ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«9. Στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΟΑΕΕ υπάγονται τα φυσικά πρόσωπα ή τα μέλη εταιρειών οποιασδήποτε μορφής, καθώς και τα μέλη του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρείας με ποσοστό τουλάχιστον 3%, που εγκαθιστούν φωτοβολταϊκά συστήματα συνολικής ισχύος πάνω από 20kW είτε σε κτιριακή εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για κατοικία ή στέγη επιχείρησης είτε σε αγροτεμάχια ή οικόπεδα, σε όλη την Επικράτεια.
Εξαιρούνται από την υποχρεωτική ασφάλιση του ΟΑΕΕ και ασφαλίζονται στην 7η ασφαλιστική κατηγορία του ΟΓΑ οι κατά κύριο επάγγελμα, τουλάχιστον για μία πενταετία, αγρότες, όπως ορίζονται από το Μητρώο Αγροτών, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα που εντάσσονται σε επιδοτούμενα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης νέων γεωργών, που εγκαθιστούν φωτοβολταϊκά συστήματα συνολικής ισχύος μέχρι 100kW.»
5. Ασφαλισμένοι του ΟΑΕΕ μπορούν με αίτησή τους να επιλέξουν την κατάταξή τους στην αμέσως κατώτερη ή στη δεύτερη κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία κλάδου σύνταξης του π.δ. 5/2007 και να παραμείνουν σε αυτήν έως 31.12.2014 εφόσον, κατά την υποβολή της αίτησης: α) δεν έχουν ληξιπρόθεσμη οφειλή ή β) έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση και είναι ενήμεροι. Η κατάταξη στην κατώτερη κατηγορία αρχίζει από το αμέσως επόμενο προς έκδοση και μετά την αίτηση δίμηνο και ισχύει για όσο διάστημα είναι ενήμεροι στην καταβολή των τρεχουσών εισφορών και στις δόσεις της τυχόν ρύθμισης. Αν ο ασφαλισμένος δεν είναι ενήμερος, επανέρχεται αυτοδικαίως στην κατηγορία στην οποία βρισκόταν πριν την αίτηση του πρώτου εδαφίου, στην οποία επανέρχονται υποχρεωτικά από την 1.1.2015 και όλοι οι ασφαλισμένοι που έχουν κάνει χρήση της διάταξης αυτής. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Οργανισμού, καθορίζονται η διαδικασία, ο τρόπος, τα όργανα και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης.
6. Ο χρόνος ασφάλισης όσων μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ασφαλίστηκαν στον ΟΓΑ βάσει του άρθρου 9 του ν. 3050/2002 (Α΄ 214), αφού έτυχαν εξαίρεσης από την ασφάλιση του πρώην ΟΑΕΕ – ΤΕΒΕ, παραμένει ισχυρός και δεν αναζητούνται οι ασφαλιστικές εισφορές από το πρώην ΟΑΕΕ – ΤΑΕ.
7. Από τη δημοσίευση του παρόντος ο ΟΑΕΕ υποχρεούται να καταβάλει στον πάροχο της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας με την επωνυμία «Ελληνικά Ταχυδρομεία Α.Ε.» τις οφειλές από ταχυδρομικές υπηρεσίες που του παρασχέθηκαν από 1.3.2010 έως 31.12.2011, σύμφωνα με άρθρο 904 του Αστικού Κώδικα.
1. Η παρ. 1 του άρθρου 61 του ν. 3863/2010 (Α'115) ισχύει και για τους αυτοτελώς απασχολούμενους οφειλέτες του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών, σε περίπτωση υπαγωγής τους σε διακανονισμό των καθυστερούμενων οφειλών τους.
Οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του ιδίου άρθρου, όπως ισχύουν, δεν εφαρμόζονται στον ΟΓΑ.
2. Ειδικά για τον ΟΓΑ, δύναται να χορηγείται η σύνταξη από την ημερομηνία που ορίζουν οι καταστατικές του διατάξεις, αν το σύνολο των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης συνταξιοδότησης, δεν είναι μεγαλύτερο των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ.
Το οφειλόμενο ποσό συμψηφίζεται ή παρακρατείται κάθε μήνα και μέχρι της ολοσχερούς εξόφλησής του, από το σύνολο των δικαιούμενων ποσών σύνταξης.
1. Όπου από τις κείμενες διατάξεις κάθε ασφαλιστικού οργανισμού ορίζεται ως προϋπόθεση για την έναρξη καταβολής σύνταξης η προηγούμενη εξόφληση των οφειλών, σε περίπτωση υπαγωγής του οφειλέτη στον παρόντα διακανονισμό, η ως άνω προϋπόθεση εξακολουθεί να ισχύει και η σύνταξη καταβάλλεται από την 1η του επόμενου μήνα της εξόφλησης.
2. Η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις του ασφαλιστικού φορέα ή Τομέα, αν το οφειλόμενο ποσό εισφορών δεν είναι μεγαλύτερο των πενήντα πέντε (55) μηνιαίων συντάξεων κατώτατων ορίων ανά κατηγορία σύνταξης, όπως αυτά ισχύουν κάθε φορά για κάθε ασφαλιστικό φορέα ή Τομέα και ανάλογα με τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, στα οποία περιλαμβάνεται η κύρια οφειλή, καθώς και τα πρόσθετα τέλη, οι τόκοι, οι επιβαρύνσεις και ποσά από αναγνωρίσεις χρόνων ασφάλισης, και όχι πέραν του ποσού των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ.
3. Τα ανωτέρω ποσά οφειλής συμψηφίζονται ή παρακρατούνται από τα ποσά των συντάξεων, σε ίσες μηνιαίες δόσεις, που δεν μπορεί να είναι περισσότερες από εξήντα (60). Η πρώτη δόση παρακρατείται από τη σύνταξη του πρώτου μήνα έναρξης του δικαιώματος συνταξιοδότησης.
4. α) Ειδικά για τους δικαιούχους του ΟΑΕΕ, το ανώτατο όριο της παραγράφου 2 είναι το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.
β) Σε περίπτωση διαδοχικής ασφάλισης, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται από τον τελευταίο ασφαλιστικό φορέα. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία εσωτερικής κατανομής και καταβολής του ως άνω ποσού μεταξύ των ασφαλιστικών φορέων, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
1. Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 61 του ν.3863/2010 (Α’115), όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις του ασφαλιστικού φορέα ή Τομέα, αν το οφειλόμενο ποσό εισφορών δεν είναι μεγαλύτερο των πενήντα πέντε (55) μηνιαίων συντάξεων κατώτατων ορίων ανά κατηγορία σύνταξης, όπως αυτά ισχύουν κάθε φορά για κάθε ασφαλιστικό φορέα ή Τομέα και ανάλογα με τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, στα οποία περιλαμβάνεται η κύρια οφειλή, καθώς και τα πρόσθετα τέλη, οι τόκοι, οι επιβαρύνσεις και ποσά από αναγνωρίσεις χρόνων ασφάλισης, και όχι πέραν του ποσού των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ.
3. Τα ανωτέρω ποσά οφειλής συμψηφίζονται ή παρακρατούνται από τα ποσά των συντάξεων, σε ίσες μηνιαίες δόσεις, που δεν μπορεί να είναι περισσότερες από εξήντα (60). Η πρώτη δόση παρακρατείται από τη σύνταξη του πρώτου μήνα έναρξης του δικαιώματος συνταξιοδότησης.»
2. Η περίπτωση α΄ της παρ. 4 του άρθρου 61 του ν. 3863/2010, όπως ισχύει, καταργείται.
3. Η ανωτέρω διάταξη ισχύει για αιτήσεις που θα υποβληθούν από την ισχύ του νόμου και μετά, καθώς και για αιτήσεις που έχουν ήδη υποβληθεί και δεν έχει παρέλθει η προθεσμία των δύο μηνών που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 6 του π.δ. 258/1983, για την καταβολή εφάπαξ του προβλεπόμενου ποσού, καθώς και για αιτήσεις για τις οποίες δεν έχει κοινοποιηθεί η οφειλή μέχρι την ισχύ του νόμου.
4. Κατ’ εξαίρεση οι ασφαλισμένοι που υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης έως 30.9.2015 μπορούν να υπαχθούν σε ειδικό καθεστώς συμψηφισμού με αναδρομικά δικαιούμενες συντάξεις, του συνόλου της οφειλής τους ή μέρους αυτής, συμπεριλαμβανομένων των πρόσθετων τελών, τόκων και επιβαρύνσεων, καθώς και ποσών από αναγνωρίσεις χρόνων ασφάλισης, εφόσον το ποσό των αναδρομικών συντάξεων δεν επαρκεί για πλήρη συμψηφισμό της οφειλής τους.
Το υπόλοιπο ποσό της οφειλής που δεν συμψηφίζεται με αναδρομικές συντάξεις, παρακρατείται από τα ποσά των συντάξεων, σε ίσες μηνιαίες δόσεις, που δεν μπορεί να είναι περισσότερες από εξήντα (60). Η πρώτη δόση παρακρατείται αναδρομικά από τη σύνταξη του πρώτου μήνα, μετά το συμψηφισμό.
Συνολικά, το ποσό της οφειλής που συμψηφίζεται με αναδρομικές συντάξεις, καθώς και εκείνο που παρακρατείται σε μηνιαίες δόσεις από την καταβαλλόμενη σύνταξη, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. Επιπλέον ποσό οφειλής καταβάλλεται εφάπαξ, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το άρθρο 6 του π.δ. 258/1983.
Για τους ασφαλισμένους που υπάγονται στην παρούσα ρύθμιση η συνταξιοδοτική απόφαση δεν εκδίδεται πριν την πάροδο τουλάχιστον δεκαοκτώ (18) μηνών από την υποβολή της αίτησης. Μέχρι να εκδοθεί από τον ασφαλιστικό φορέα ή Τομέα η οριστική συνταξιοδοτική απόφαση, λαμβάνουν από την ημερομηνία που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις του φορέα ή Τομέα, μηνιαίως ποσό ύψους τριακοσίων εξήντα (360) ευρώ, χωρίς δικαίωμα λήψης προσωρινής σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 3996/2011. Το ποσό αυτό συμψηφίζεται με τις αναδρομικά δικαιούμενες συντάξεις.
Οι ασφαλισμένοι που υπάγονται στην ειδική αυτή ρύθμιση αποκτούν δικαίωμα λήψης παροχών ασθένειας. Η μηνιαία εισφορά για τον κλάδο ασθένειας υπολογίζεται επί του καταβαλλόμενου ποσού των τριακοσίων εξήντα (360) ευρώ. Μετά την έκδοση της οριστικής συνταξιοδοτικής απόφασης, η εισφορά υπέρ του κλάδου ασθένειας επανυπολογίζεται από την ημερομηνία έναρξης συνταξιοδότησης, βάσει του δικαιούμενου ποσού σύνταξης και το επιπλέον ποσό εισφοράς συνυπολογίζεται στο συνολικά οφειλόμενο ποσό και συμψηφίζεται ή παρακρατείται σύμφωνα με τα οριζόμενα παραπάνω. Με ανέκκλητη δήλωσή τους οι ασφαλισμένοι μπορούν να παραιτηθούν του δικαιώματος λήψης του ανωτέρω ποσού κατά την περίοδο αναμονής έκδοσης της οριστικής συνταξιοδοτικής απόφασης, χωρίς δικαίωμα λήψης παροχών ασθένειας.
Οι ασφαλισμένοι που υπάγονται στην παρούσα ρύθμιση συνυποβάλλουν με τη σχετική αίτηση υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν.1599/1986 για το χρόνο ασφάλισης στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία και αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εξοφλήσουν εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών το επιπλέον ποσό οφειλής που δεν συμψηφίζεται ή παρακρατείται σύμφωνα με τα ανωτέρω οριζόμενα.
Εάν δεν πληρούνται οι όροι συνταξιοδότησης τα ποσά σύνταξης που έχουν καταβληθεί στους ασφαλισμένους αναζητούνται ως αχρεωστήτως καταβληθέντα. Το ίδιο ισχύει και στις περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης.
Στην ανωτέρω ρύθμιση μπορούν να υπαχθούν και ασφαλισμένοι που η αίτηση συνταξιοδότησής τους έχει απορριφθεί ή έχει παρέλθει η προβλεπόμενη από το άρθρο 6 του π.δ. 258/1983 δίμηνη προθεσμία για την εφάπαξ καταβολή του κατά περίπτωση προβλεπόμενου ποσού οφειλής, εφόσον υποβάλλουν νέα αίτηση έως 30.9.2015.
1. Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 61 του ν.3863/2010 (Α’115), όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις του ασφαλιστικού φορέα ή Τομέα, αν το οφειλόμενο ποσό εισφορών δεν είναι μεγαλύτερο των πενήντα πέντε (55) μηνιαίων συντάξεων κατώτατων ορίων ανά κατηγορία σύνταξης, όπως αυτά ισχύουν κάθε φορά για κάθε ασφαλιστικό φορέα ή Τομέα και ανάλογα με τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, στα οποία περιλαμβάνεται η κύρια οφειλή, καθώς και τα πρόσθετα τέλη, οι τόκοι, οι επιβαρύνσεις και ποσά από αναγνωρίσεις χρόνων ασφάλισης, και όχι πέραν του ποσού των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ.
3. Τα ανωτέρω ποσά οφειλής συμψηφίζονται ή παρακρατούνται από τα ποσά των συντάξεων, σε ίσες μηνιαίες δόσεις, που δεν μπορεί να είναι περισσότερες από εξήντα (60). Η πρώτη δόση παρακρατείται από τη σύνταξη του πρώτου μήνα έναρξης του δικαιώματος συνταξιοδότησης.»
2. Η περίπτωση α΄ της παρ. 4 του άρθρου 61 του ν. 3863/2010, όπως ισχύει, καταργείται.
3. Η ανωτέρω διάταξη ισχύει για αιτήσεις που θα υποβληθούν από την ισχύ του νόμου και μετά, καθώς και για αιτήσεις που έχουν ήδη υποβληθεί και δεν έχει παρέλθει η προθεσμία των δύο μηνών που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 6 του π.δ. 258/1983, για την καταβολή εφάπαξ του προβλεπόμενου ποσού, καθώς και για αιτήσεις για τις οποίες δεν έχει κοινοποιηθεί η οφειλή μέχρι την ισχύ του νόμου.
4. Κατ’ εξαίρεση οι ασφαλισμένοι που υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης έως 30.9.2015 μπορούν να υπαχθούν σε ειδικό καθεστώς συμψηφισμού με αναδρομικά δικαιούμενες συντάξεις, του συνόλου της οφειλής τους ή μέρους αυτής, συμπεριλαμβανομένων των πρόσθετων τελών, τόκων και επιβαρύνσεων, καθώς και ποσών από αναγνωρίσεις χρόνων ασφάλισης, εφόσον το ποσό των αναδρομικών συντάξεων δεν επαρκεί για πλήρη συμψηφισμό της οφειλής τους.
Το υπόλοιπο ποσό της οφειλής που δεν συμψηφίζεται με αναδρομικές συντάξεις, παρακρατείται από τα ποσά των συντάξεων, σε ίσες μηνιαίες δόσεις, που δεν μπορεί να είναι περισσότερες από εξήντα (60). Η πρώτη δόση παρακρατείται αναδρομικά από τη σύνταξη του πρώτου μήνα, μετά το συμψηφισμό.
Συνολικά, το ποσό της οφειλής που συμψηφίζεται με αναδρομικές συντάξεις, καθώς και εκείνο που παρακρατείται σε μηνιαίες δόσεις από την καταβαλλόμενη σύνταξη, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. Επιπλέον ποσό οφειλής καταβάλλεται εφάπαξ, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το άρθρο 6 του π.δ. 258/1983.
Για τους ασφαλισμένους που υπάγονται στην παρούσα ρύθμιση η συνταξιοδοτική απόφαση δεν εκδίδεται πριν την πάροδο τουλάχιστον δεκαοκτώ (18) μηνών από την υποβολή της αίτησης. Μέχρι να εκδοθεί από τον ασφαλιστικό φορέα ή Τομέα η οριστική συνταξιοδοτική απόφαση, λαμβάνουν από την ημερομηνία που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις του φορέα ή Τομέα, μηνιαίως ποσό ύψους τριακοσίων εξήντα (360) ευρώ, χωρίς δικαίωμα λήψης προσωρινής σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 3996/2011. Το ποσό αυτό συμψηφίζεται με τις αναδρομικά δικαιούμενες συντάξεις.
Οι ασφαλισμένοι που υπάγονται στην ειδική αυτή ρύθμιση αποκτούν δικαίωμα λήψης παροχών ασθένειας. Η μηνιαία εισφορά για τον κλάδο ασθένειας υπολογίζεται επί του καταβαλλόμενου ποσού των τριακοσίων εξήντα (360) ευρώ. Μετά την έκδοση της οριστικής συνταξιοδοτικής απόφασης, η εισφορά υπέρ του κλάδου ασθένειας επανυπολογίζεται από την ημερομηνία έναρξης συνταξιοδότησης, βάσει του δικαιούμενου ποσού σύνταξης και το επιπλέον ποσό εισφοράς συνυπολογίζεται στο συνολικά οφειλόμενο ποσό και συμψηφίζεται ή παρακρατείται σύμφωνα με τα οριζόμενα παραπάνω. Με ανέκκλητη δήλωσή τους οι ασφαλισμένοι μπορούν να παραιτηθούν του δικαιώματος λήψης του ανωτέρω ποσού κατά την περίοδο αναμονής έκδοσης της οριστικής συνταξιοδοτικής απόφασης, χωρίς δικαίωμα λήψης παροχών ασθένειας.
Οι ασφαλισμένοι που υπάγονται στην παρούσα ρύθμιση συνυποβάλλουν με τη σχετική αίτηση υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν.1599/1986 για το χρόνο ασφάλισης στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία και αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εξοφλήσουν εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών το επιπλέον ποσό οφειλής που δεν συμψηφίζεται ή παρακρατείται σύμφωνα με τα ανωτέρω οριζόμενα.
Εάν δεν πληρούνται οι όροι συνταξιοδότησης τα ποσά σύνταξης που έχουν καταβληθεί στους ασφαλισμένους αναζητούνται ως αχρεωστήτως καταβληθέντα. Το ίδιο ισχύει και στις περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης.
Στην ανωτέρω ρύθμιση μπορούν να υπαχθούν και ασφαλισμένοι που η αίτηση συνταξιοδότησής τους έχει απορριφθεί ή έχει παρέλθει η προβλεπόμενη από το άρθρο 6 του π.δ. 258/1983 δίμηνη προθεσμία για την εφάπαξ καταβολή του κατά περίπτωση προβλεπόμενου ποσού οφειλής, εφόσον υποβάλλουν νέα αίτηση έως 30.9.2015.
1. Όπου από τις κείμενες διατάξεις κάθε ασφαλιστικού οργανισμού ορίζεται ως προϋπόθεση για την έναρξη καταβολής σύνταξης η προηγούμενη εξόφληση των οφειλών, σε περίπτωση υπαγωγής του οφειλέτη στον παρόντα διακανονισμό, η ως άνω προϋπόθεση εξακολουθεί να ισχύει και η σύνταξη καταβάλλεται από την 1η του επόμενου μήνα της εξόφλησης.
2. Η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις του ασφαλιστικού φορέα ή Τομέα, αν το οφειλόμενο ποσό εισφορών δεν είναι μεγαλύτερο των πενήντα πέντε (55) μηνιαίων συντάξεων κατώτατων ορίων ανά κατηγορία σύνταξης, όπως αυτά ισχύουν κάθε φορά για κάθε ασφαλιστικό φορέα ή Τομέα και ανάλογα με τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, στα οποία περιλαμβάνεται η κύρια οφειλή, καθώς και τα πρόσθετα τέλη, οι τόκοι, οι επιβαρύνσεις και ποσά από αναγνωρίσεις χρόνων ασφάλισης, και όχι πέραν του ποσού των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ.
3. Τα ανωτέρω ποσά οφειλής συμψηφίζονται ή παρακρατούνται από τα ποσά των συντάξεων, σε ίσες μηνιαίες δόσεις, που δεν μπορεί να είναι περισσότερες από εξήντα (60). Η πρώτη δόση παρακρατείται από τη σύνταξη του πρώτου μήνα έναρξης του δικαιώματος συνταξιοδότησης.
4. α) Ειδικά για τους δικαιούχους του ΟΑΕΕ, το ανώτατο όριο της παραγράφου 2 είναι το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.
β) Σε περίπτωση διαδοχικής ασφάλισης, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται από τον τελευταίο ασφαλιστικό φορέα. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία εσωτερικής κατανομής και καταβολής του ως άνω ποσού μεταξύ των ασφαλιστικών φορέων, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.