.

Άρειος Πάγος 939/2014
Σύμβαση εργασίας ορισμένου - αορίστου χρόνου. Διαδοχικές ανανεώσεις συμβάσεων ορισμένου χρόνου για καταστρατήγηση της διάταξη περι μη χορήγησης αποζημίωσης απόλυσης σε συμβαση ορισμένου χρόνου

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ανδρέα Δουλγεράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Βασιλείου Λυκούδη), Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη, Στυλιανή Γιαννούκου και Μιχαήλ Αυγουλέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 1η Απριλίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Φ. Β. του Σ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Άγγελο Βρεττό.
Του αναιρεσιβλήτου: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Γενικό Νοσοκομείο Σάμου "Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ"", που εδρεύει στην πόλη της Σάμου και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στρατή Σημαντήρη, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-3-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σάμου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 15/47ΕιδΔ/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 280/2011 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12-6-2012 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πάσσος διάβασε την από 25-2-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Νόμιμα φέρεται και πάλι προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την από 20.11.2013 κλήση της αναιρεσείουσας η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά της 280/2011 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου (μεταβατική έδρα Σάμου), μετά την ματαίωση της συζήτησης κατά την προηγουμένη δικάσιμο της 19.11.2013.

ΙΙ. (Α) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ, προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας.

Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθ. 669 § 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης.

Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 (που δημοσιεύθηκε την 10.7.1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10.7.2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής), η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από την δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2.4.2003 και 19.7.2004 αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθ. 8 § 3 ν.2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθ. 281, 671 ΑΚ, 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από την φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας των συμβάσεων αορίστου χρόνου.

Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από την φύση ή το είδος ή τον σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των συμβάσεων αορίστου χρόνου (άρθ. 1, 2, 3 ν.2112/1920 κ.λπ.), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι τότε καταρτίσθηκε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, στην οποία δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία της σύμβασης και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (Ολ.ΑΠ 19/2007).

Η ως άνω διάταξη, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν.2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας. Και τούτο, διότι ο νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σύμβασης (ή σχέσης) ως σύμβασης εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, καθόσον ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο (ΑΕΔ 3/2001, Ολ.ΑΠ 6/2001), το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ.

Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (Ολ.ΑΠ 18/2006). Συνάγεται περαιτέρω από τα προαναφερθέντα ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο, ΟΤΑ και άλλα ΝΠΔΔ πριν από την έναρξη ισχύος (1) της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ (2) των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18.4.2001 (ΦΕΚ Α'85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και (3) των άρθ. 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19.7.2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των κατά την έναρξη της ισχύος του ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι αυτές (συμβάσεις εργασίας) είχαν προσλάβει ήδη κατά τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, τον χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο (άρθ. 21 ν.2190/1994 κ.λπ.) της σύναψής τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (Πλ.Ολ.ΑΠ 7/2001).

(Β) Περαιτέρω: (1) Με το άρθ. 21 §§ 1 και 2 του (μεταγενέστερου του άρθ. 8 ν.2112/1920) ν.2190/1994 ορίσθηκε, ότι οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 14 § 1 του αυτού νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχόλησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κενώσεων θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ορίζεται, μάλιστα, στις παρ. 3 και 4 του ίδιου άρθρου ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την άνω οριζομένη διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν και τέλος οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγουμένων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατ' άρθ. 259 ΠΚ.

Σύμφωνα με το άρθ. 14 § 1 του ίδιου ν.2190/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 1 του ν. 2527/1997, στις διατάξεις των κεφ. Α', Β' και Γ' του νόμου αυτού, δηλ. στο σύστημα και την διαδικασία πρόσληψης προσωπικού που καθιερώνει, υπάγονται όλοι οι φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις του άρθρου 1 § 6 του ν.1256/1982 και τις μεταγενέστερες συμπληρώσεις του, πριν την τροποποίησή του με το ν. 1892/1990 και δη οι δημόσιες υπηρεσίες και τα ΝΠΔΔ. Ειδικά, με το άρθ. 20 § 4 ν.2738/1999 προστέθηκε ως περίπτωση κα' στο άρθ. 14 § 2 ν.190/1994 επιπλέον εξαίρεση στο σύστημα προσλήψεων του νόμου αυτού (απαλειφθείσα ήδη με το άρθ. 1 ν.3812/2009 που δεν καταλαμβάνει την επίδικη διαφορά), ειδικότερα δε ορίσθηκε ότι η πρόσληψη του προσωπικού που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ (άρθ. 20 § 15 ν.2639/1998) διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, την διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά, η πρόσληψη δηλ. του προσωπικού αυτού δεν γίνεται με την διαδικασία που ορίζεται κατά περίπτωση από το ν. 2190/1994. Η επιδοτούμενη αυτή πρόσληψη υπαλλήλων είναι εξαιρετική, διότι συνδέεται με την ανάγκη πραγμάτωσης των προγραμμάτων, που με τους υφισταμένους κανόνες θα απέβαινε ατελέσφορη, και για τον λόγο αυτό ορίζεται ότι η πρόσληψη διενεργείται με τους όρους, την διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα.

Συνακόλουθα, η πρόσληψη υπαλλήλων που έχει πραγματοποιηθεί στα πλαίσια συγκεκριμένου προγράμματος του ΟΑΕΔ και οι εξ αυτής απορρέουσες εργασιακές σχέσεις έχουν συγκεκριμένο χρόνο διάρκειας, είναι δηλ. συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η πάροδος του οποίου συνεπιφέρει αυτοδικαίως και την λήξη τους (άρθ. 669 § 1 ΑΚ), με την επιφύλαξη, βέβαια, των προαναφερθέντων ως προς τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό τους ως συμβάσεων αορίστου, στην πραγματικότητα, χρόνου, με την προϋπόθεση ότι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας.

(2) Οι διατάξεις του άρθρου 103 §§ 2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ., ορίζουν τα εξής: "§2. Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου". "§3. Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται".

Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α'85/18.4.2001) προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου.
Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Έτσι, με την αναθεώρηση αυτή του άρθ. 103 του Συντάγματος η Ζ' Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στην Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών του (ευρύτερου) δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις και οι οποίες κατέστησαν ήδη, με την ως άνω συνταγματική αναθεώρηση, συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος.

Μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας (ή έργου) ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και προς τον σκοπό αυτόν προσέθεσε την παραπάνω διάταξη του εδ. γ` της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση, κατά την οποία οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (ή έργου) απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (ή έργου) συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, και δη μετά την έναρξη ισχύος (18.4.2001) του αναθεωρημένου άρθ. 103 του Συντάγματος με την προσθήκη των ως άνω παραγράφων 7 και 8 σ' αυτό, με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με την προαναφερθείσα έννοια, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες (παρά μόνο με την συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθ. 5 και 11 ΠΔ 164/2004) αφού, έστω και αν αυτό συμβαίνει, ο εργοδότης δεν έχει την ευχέρεια για την σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, συνακόλουθα δε σε κάθε περίπτωση στις συμβάσεις αυτές, υπό την ισχύ των ως άνω διατάξεων, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 § 3 του ν.2112/1920.

Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 189 § 3 και ήδη 249 §§ 1 και 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ. προκύπτει, ότι οι οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος - μέλος της Κοινότητας, στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών.

Γι' αυτό απευθύνονται κατ' ανάγκην, όχι απ' ευθείας προς τους ιδιώτες, θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνο προς τα κράτη - μέλη, αφού μόνο αυτά έχουν την δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα, με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος.

Το κράτος - μέλος, που είναι αποδέκτης της οδηγίας, έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα, όμως, τα οποία αυτό θα επιλέξει.
Αν η οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλαδή χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη να την εκτελέσει εμπρόθεσμα συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους - μέλους που είναι ο παραλήπτης αυτής, η ισχύς της όμως εκτείνεται μόνο κατά του κράτους - μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει "εθνικό δίκαιο" και των αντίστοιχων κρατικών φορέων και δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις, είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια.

Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξης του εθνικού νομοθέτη που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου (Ολ.ΑΠ 31/2009, 19, 20/2007, 23/1998).
Περαιτέρω, την 10.7.1999 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999, ύστερα από την συμφωνία - πλαίσιο, την οποία συνήψαν στις 18.3.1999 οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CΕΕΡ, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη - μέλη παρέχεται προθεσμία συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως την 10.7.2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως την 10.7.2002, της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκαμε χρήση.
Στο προοίμιο της οδηγίας αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν, ότι οι συμβάσεις αόριστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων.

Ορίζει ειδικότερα η παραπάνω Οδηγία, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική κάθε κράτους - μέλους (ρήτρα 2) και ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη - μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, ή και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) την μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης τα κράτη - μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται "διαδοχικές" και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου (ρήτρα 5). Είναι φανερό ότι η πιο πάνω Οδηγία δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη.

Η επίτευξη του στόχου της Οδηγίας, που είναι η αποτροπή της κατάχρησης να συνάπτονται διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, προϋποθέτει συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής, που θα λάβει ο εθνικός νομοθέτης, ο οποίος καλείται να εξειδικεύσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αορίστου χρόνου.
Τα κράτη - μέλη, δηλαδή, διαθέτουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσότερων λύσεων για να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλεται, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, ο χαρακτηρισμός αυτών ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, καθ' όσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό ("όταν χρειάζεται").
Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, κυρώσεων σε βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζομένου που, ως οικονομικά ασθενέστερος, συχνά υποχρεώνεται αδικαιολόγητα στη σύναψη ασύμφορων για τον ίδιο διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αντί για την σύναψη σύμβασης αορίστου χρόνου, όπως είναι η ακυρότητα των συναπτόμενων συμβάσεων, με παράλληλη εξασφάλιση για τον εργαζόμενο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε και αποζημίωσης.
Η ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέπει άλλες πρόσφορες κυρώσεις, πλην του χαρακτηρισμού των ανεπίτρεπτων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, συνάγεται και από την παρ. 3 του προοιμίου της συμφωνίας πλαισίου, στην οποία ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων", καθώς και από την υπ' αριθ. 10 γενική παρατήρηση αυτής, όπου ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη - μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος - μέλος και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχικής φύσης".

Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα Π.Δ 81/2003 και 164/2004, από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 2.4.2003 και 19.7.2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του Π.Δ. 164/2004 ορίζεται ότι (α) απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών (β) η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ' εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, αντικειμενικός δε λόγος υφίσταται όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών, που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με την μορφή ή το είδος ή την δραστηριότητα της επιχείρησης (γ) σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επομένου άρθρου. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία, που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών.

Όμως, ενόψει του γεγονότος ότι το Π.Δ 164/2004 άρχισε να ισχύει από την 19.7.2004, περιέλαβε στο άρθρο 11, ως μεταβατικές διατάξεις, ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την ως άνω προσαρμογή στην προαναφερόμενη Οδηγία και προβλέπουν την κατ' εξαίρεση και υπό τις εκεί προϋποθέσεις μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου.

Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του ως άνω Π. Δ. ορίζεται ότι (1) διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος (δηλ. συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου και του ίδιου εργαζομένου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών), οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον 24 μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχολήσεως 18 μηνών μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση
(β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδ. α' να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση
(γ) το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον που υπηρετεί ο φορέας αυτός
(δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση, η προϋπόθεση δε του εδ. α' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνο λήξης της σύμβασης (2) για την διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγουμένη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας 2 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, αρμόδιο δε όργανο να κρίνει αιτιολογημένα, εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία (3) οι ως άνω κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών μηνών από την διαβίβαση σ' αυτό των σχετικών κρίσεων (4) στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις που έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος, η προϋπόθεση δε του εδ. α' της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνο λήξης της σύμβασης.

Περαιτέρω από τα παραπάνω συνάγεται, ότι, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, δεν μπορεί να γίνει μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της ΕΕ, η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 του ν.2112/1920 ούτε κατ'επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το χρονικό διάστημα από 10.7.2002 μέχρι την έναρξη της ισχύος του (Π.Δ. 81/2003 και) του ΠΔ 164/2004, αλλά ούτε και μετά την έναρξη της ισχύος του, ούτε και η ως άνω Οδηγία, η ισχύς της οποίας, που δεν ήταν κατά τα προαναφερθέντα άμεσης εφαρμογής, και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και Κράτους ολοκληρώθηκε μόνο με την έκδοση του ως άνω διατάγματος για την ενσωμάτωσή της στην ελληνική έννομη τάξη (Ολ.ΑΠ 19 και 20/2007, 31/2009), τούτο δε και μόνον ρυθμίζει από την έναρξη της ισχύος του τα σχετικά ζητήματα.

(Γ) Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο Αιγαίου (που συνεδρίασε στην μεταβατική έδρα της Σάμου), κρίνοντας επί αγωγής της ήδη αναιρεσείουσας κατά του αναιρεσιβλήτου ΝΠΔΔ (Νοσοκομείου Σάμου), με την προσβαλλομένη 280/2011 απόφασή του και όπως απ' αυτήν προκύπτει δέχθηκε, ότι με τις αναφερόμενες στην συνέχεια διαδοχικές έγγραφες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν μεταξύ του εναγομένου ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Γενικό Νοσοκομείο Σάμου" και της ενάγουσας, πτυχιούχου της ΣΒΙΕ (Σχολή Βοηθητικών Ιατρικών Επαγγελμάτων) Αθηνών, η τελευταία προσλήφθηκε από το εναγόμενο και προσέφερε τις υπηρεσίες της κυρίως ως παρασκευάστρια ΔΕ στο Κέντρο Υγείας Καρλοβασίου Σάμου, ειδικότερα δε (1) με την από 10.9.1998 σύμβαση απασχολήθηκε στο Κέντρο Υγείας Καρλοβασίου ως ΔΕ παρασκευάστρια από 10.9.1998 έως 9.1.1999 (2) με την από 11.9.2000 σύμβαση απασχολήθηκε στο ως άνω Κέντρο ως αδελφή νοσοκόμα από 11.9.2000 έως 10.1.2001 (3) με την από 10.12.2001 σύμβαση απασχολήθηκε στο ίδιο Κέντρο ως ΔΕ παρασκευάστρια από 10.12.2001 μέχρι 9.4.2002, ενώ μετά την λήξη της σύμβασης αυτής προσέφερε εθελοντική εργασία με την ίδια ιδιότητα στο Κέντρο αυτό από 10.4.2002 έως 12.7.2002 (4) με την από 15.7.2002 σύμβαση απασχολήθηκε στο παραπάνω Κέντρο με την αυτή ιδιότητα από 15.7.2002 έως 14.11.2002 (5) με σύμβαση απόκτησης εργασιακής εμπειρίας στα πλαίσια εκπαιδευτικού προγράμματος stage προσέφερε τις υπηρεσίες της, μέσω του προγράμματος αυτού, στο παραπάνω Κέντρο με την αυτή ειδικότητα από 28.7.2003 μέχρι 27.6.2005, ενώ μετά την λήξη του προγράμματος αυτού προσέφερε εθελοντική εργασία ως άνω από 1.8.2005 έως 30.11.2005 (6) με την από 29.8.2006 σύμβαση απασχολήθηκε στο εναγόμενο ως ΔΕ παρασκευάστρια από 29.8.2006 έως 28.12.2006, μετά δε την λήξη της σύμβασης αυτής προσέφερε εθελοντική εργασία με την ίδια ιδιότητα στο ως άνω Κέντρο από 29.12.2006 έως 16.8.2007 (7) με την από 17.8.2007 σύμβαση απασχολήθηκε στο εναγόμενο ως ΔΕ παρασκευάστρια για την κάλυψη επιτακτικών αναγκών του από 17.8.2007 έως 16.4.2008 και (8) με την από 5.5.2008 σύμβαση απασχολήθηκε στο εναγόμενο ως επικουρικό προσωπικό κλάδου ΔΕ βοηθών Ιατρικών και Βιολογικών Εργαστηρίων για την κάλυψη επιτακτικών αναγκών του από 5.5.2008 έως 4.2.2009, ότι σύμφωνα με τα γενόμενα ως άνω δεκτά οι προαναφερθείσες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου της ενάγουσας δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν ως ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθ. 11 § 1 σε συνδυασμό με το άρθ. 5 του ΠΔ 164/2004, καθόσον (α) οι επίμαχες συμβάσεις δεν ήταν ενεργές κατά την έναρξη ισχύος του ως άνω ΠΔ (19.7.2004), ούτε τρεις μήνες πριν απ' αυτήν, ενώ εξάλλου μέχρι την ημερομηνία αυτή δεν είχε συμπληρωθεί συνολική διάρκεια εργασίας 24 μηνών, δεδομένου ότι για την συμπλήρωση του χρόνου αυτού δεν συνυπολογίζεται η εθελοντική εργασία και ο χρόνος απασχόλησης της ενάγουσας με σύμβαση απόκτησης εργασιακής εμπειρίας (stage) που δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (β) από την φύση της παρεχομένης από την ενάγουσα στο εναγόμενο εργασίας, η οποία συνίστατο στην παροχή υπηρεσιών άλλοτε ως αδελφής νοσοκόμου και άλλοτε ως παρασκευάστριας σε διαφορετικούς μάλιστα φορείς, αφού εργάσθηκε τόσο στο Γενικό Νοσοκομείο Σάμου όσο και στο Κέντρο Υγείας Καρλοβασίου δεν προκύπτει ότι κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου και ως εκ τούτου δεν προκύπτει ότι η ανανέωσή τους έγινε με σκοπό την καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου διατάξεων, ώστε να είναι επιτρεπτή η μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Με βάση τα γενόμενα ως άνω δεκτά το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του και κατά παραδοχή σχετικού λόγου της έφεσης του εναγομένου εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και απέρριψε την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, αν και με εν μέρει διαφορετικές νομικές σκέψεις, ουδόλως παραβίασε εκ πλαγίου και ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθ. 11 ΠΔ 164/2004 και 8 ν.2112/1920, τις οποίες ορθά δεν εφάρμοσε, αφού δεν ήταν εφαρμοστέες, καθόσον ειδικότερα:

(1) Από τις επίμαχες ως άνω συμβάσεις, μεταξύ των (α) από 10.9.1998 έως 9.1.1999 (β) από 11.9.2000 έως 10-1-2001 και (γ) από 10.12.2001 έως 9.4.2002, που καταρτίσθηκε υπό την ισχύ των παρ. 7 και 8 του Συντάγματος υποχρεωτικά ως ορισμένου χρόνου, μεσολαβούσαν, κατά τις προαναφερθείσες παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, μεγάλα χρονικά διαστήματα και δη μεταξύ της λήξης της α' και κατάρτισης της β' διάστημα 20 μηνών και 2 ημερών και μεταξύ της λήξης της β' και σύναψης της γ' διάστημα 11 μηνών και επομένως δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, εφόσον μάλιστα δεν περιέχεται στην προσβαλλομένη απόφαση παραδοχή ότι η ενάγουσα συνέχιζε να παρέχει την εργασία της και κατά τα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα, έστω με άκυρες συμβάσεις εργασίας ή απλή σχέση εργασίας και επομένως οι συμβάσεις αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αορίστου χρόνου κατά τις, μη έχουσες ως εκ τούτου εφαρμογή, διατάξεις του άρθ. 8 ν.2112/1920, ούτε κατ' επιταγή της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ (ούτε η Οδηγία καθεαυτήν), ενώ η συνεχομένη σύμβαση από 10.4.2002 έως 12.7.2002, με την οποία, κατά τις ίδιες παραδοχές, η ενάγουσα προσέφερε εθελοντική εργασία ως παρασκευάστρια στο Κέντρο Υγείας Καρλοβασίου, συνιστά σύμβαση παροχής υπηρεσιών από ελευθεριότητα (χαριστική αιτία) και όχι (εξαρτημένης) εργασίας

(2) Ως προς τις συμβάσεις (α) από 15.7.2002 έως 14.11.2002 και (β) από 28.7.2003 έως 27.6.2005, καταρτισθείσες υποχρεωτικά ως ορισμένου χρόνου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθ. 11 και 5 ΠΔ 164/2004, καθόσον κατά την έναρξη ισχύος του ως άνω ΠΔ (19.7.2004) δεν είχε συμπληρωθεί συνολικός χρόνος διάρκειας 24 (αλλά ούτε και 18) μηνών, αφού η μεν υπό στοιχ. α' είχε λήξει περισσότερο από 3 μήνες πριν την έναρξη ισχύος αυτού (άρθ. 11 § 5), οι δε προηγηθείσες (υπό τον αριθ. 1) δεν είναι δυνατόν να συνυπολογισθούν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ως μη καλύπτουσες πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου κ.λπ.

(3) Οι επόμενες συμβάσεις, δηλ. από 1.8.2005 έως 30.11.2005, 29.8.2006 έως 28.12.2006, 29.12.2006 έως 16.8.2007, 17.8.2007 έως 16.4.2008 και 5.5.2008 έως 4.2.2009, συναφθείσες υπό την ισχύ των παρ.7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001 (και ισχύουν από 18.4.2001), και του άρθ. 21 ν.2190/1994, μετά δε την έναρξη της ισχύος του ΠΔ 164/2004 (19.7.2004), καταρτίσθηκαν υποχρεωτικά εκ του νόμου ως ορισμένου χρόνου και δεν είναι δυνατή, όπως προαναφέρθηκε, η εφαρμογή επ' αυτών του άρθ. 8 ν.2112/1920 (ούτε κατ' επιταγή της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, ούτε της Οδηγίας καθεαυτήν), ούτε η μετατροπή τους σε αορίστου χρόνου κατ' άρθ. 11 ΠΔ 164/2004, διότι, εφόσον καταρτίσθηκαν μετά την έναρξη της ισχύος του ως άνω ΠΔ (και επομένως δεν ήσαν ενεργές κατά το χρονικό αυτό σημείο), και λαμβανομένου υπόψη ότι - κατά τα προεκτεθέντα - η προηγηθείσα αυτών σύμβαση, ενεργός κατά την έναρξη ισχύος του ως άνω ΠΔ, δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις μετατροπής, κύρωση για την σύναψή τους ως ορισμένου χρόνου είναι σε κάθε περίπτωση (και εάν δηλ. δεν συντρέχει νόμιμη προς τούτο εξαίρεση, άρθ. 5 § 2 ΠΔ 164/2004), η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους ως τέτοιων και το δικαίωμα του εργαζομένου, για τον χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση, να λάβει τα οφειλόμενα με βάση αυτήν ποσά και ως αποζημίωση το ποσό που θα δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος με σύμβαση αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του (άρθ. 7 §§ 1 και 2 του ΠΔ) και όχι η μετατροπή τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, ενώ ανεξάρτητα από τα παραπάνω ειδικά οι συμβάσεις από 1.8.2005 έως 30.11.2005 και 29.12.2006 έως 16.8.2007, με τις οποίες, κατά τις ίδιες παραδοχές, η ενάγουσα προσέφερε εθελοντική εργασία, συνιστούν, όπως προαναφέρθηκε, συμβάσεις παροχής υπηρεσιών από ελευθεριότητα (χαριστική αιτία) και όχι (εξαρτημένης) εργασίας, μη υπαγόμενες κατά πάσα περίπτωση στις ρυθμίσεις του ως άνω ΠΔ. Επομένως, πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος ο (χωρίς αρίθμηση) πρώτος κατά σειρά προβολής λόγος αναίρεσης από το άρθ. 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.

Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα", των οποίων η λήψη υπόψη, καίτοι μη προταθέντων, ή αντίθετα η μη λήψη, καίτοι προταθέντων, ιδρύει τον ως άνω αναιρετικό λόγο, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που, με την προϋπόθεση της παραδεκτής προβολής τους, συγκροτούν την βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου (ΟλΑΠ 25/2003, 3/1997), με την έννοια δε αυτήν "πράγμα" αποτελεί και ο λόγος έφεσης, εφόσον περιέχει τέτοιον αυτοτελή ισχυρισμό.

Εξάλλου, κατά τον αριθ. 10 του ίδιου άρθρου αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα (με την προαναφερθείσα έννοια) που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, δηλ. χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη ή όταν δεν εκθέτει ούτε γενικά από ποιά αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη γι' αυτά, ο λόγος, όμως, αυτός απορρίπτεται ως αβάσιμος, όταν από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο κατέληξε στην επί της ουσίας κρίση του με βάση τ' αναφερόμενα σ' αυτήν αποδεικτικά μέσα, χωρίς ν' απαιτείται να αξιολογεί ή να εξειδικεύει τα κατ' ιδίαν αποδεικτικά μέσα και δη τα έγγραφα.

Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο (και τελευταίο) λόγο αναίρεσης αποδίδονται στο Εφετείο οι αναιρετικές πλημμέλειες:

(Α) Με το πρώτο σκέλος του από τον αριθ. 8 του άρθ. 559 ΚΠολΔ ότι έλαβε υπόψη του πραγματικό ισχυρισμό, δηλ. για την σύναψη με το αναιρεσίβλητο εναγόμενο σύμβασης δήθεν εργασιακής εμπειρίας, μη προταθέντα απ' αυτό ούτε πρωτοδίκως ούτε με την έφεσή του, ειδικότερα δε με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε "Ακόμη η ενάγουσα δυνάμει σύμβασης απόκτησης εργασιακής εμπειρίας στα πλαίσια του εκπαιδευτικού προγράμματος STAGE στις υπηρεσίες και φορείς του Δημοσίου και του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα τοποθετήθηκε στις 28-7-2003 με την ειδικότητα της παρασκευάστριας στο Κέντρο Υγείας Καρλοβασίου Σάμου και προσέφερε τις υπηρεσίες της μέσω του προγράμματος αυτού μέχρι 27.6.2005". Κατά το σκέλος του αυτό ο εδώ ερευνώμενος λόγος πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν πλήττεται στην πραγματικότητα η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου ως προς τον πραγματικό χαρακτήρα και την φύση της ως άνω μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, όπως προέκυψαν από τις αποδείξεις (άρθ. 561 § 1 ΚΠολΔ).

(Β) Με το δεύτερο σκέλος του από τον αριθ. 10 του ίδιου άρθρου, ότι το δικαστήριο της ουσίας τον παραπάνω ισχυρισμό δέχθηκε χωρίς απόδειξη, καθόσον ουδέν αποδεικτικό μέσο αναφέρει για να τεκμηριώσει την κρίση του αυτήν, και χωρίς να διατάξει αποδείξεις. Κατά το σκέλος του αυτό ο ως άνω λόγος είναι απορριπτέος (α) κατά το πρώτο μέρος του ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο την επί της ουσίας κρίση του σχημάτισε με βάση τα λεπτομερώς αναφερόμενα εκεί αποδεικτικά μέσα και δη την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας αναιρεσείουσας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν και τις ειδικά προσδιοριζόμενες ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον συμβολαιογράφου, χωρίς, όπως προαναφέρθηκε, να είναι απαραίτητο να εξειδικεύει τα αποδεικτικά μέσα για την απόδειξη του συγκεκριμένου ζητήματος (β) κατά το δεύτερο μέρος του ως απαράδεκτος, καθόσον με το άρθ. 17 § 2 ν.2915/2001 καταργήθηκε η αναιρετική πλημμέλεια της παραδοχής από το δικαστήριο πραγμάτων ως αληθινών χωρίς να διαταχθεί περί αυτών απόδειξη.

Σύμφωνα μα όλα τα παραπάνω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου ν.π.δ.δ., κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12.6.2012 αίτηση της Φ.Σ.Β. για αναίρεση της 280/2011 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου (που συνεδρίασε στην μεταβατική έδρα της Σάμου). Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε χίλια εκατό (1.100) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2014.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ