.

Άρθρο 170
Ορισμοί
(άρθρο 212 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ, παράγραφος 47 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)

1. Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) «συμμετέχουσα επιχείρηση»: νοείται η επιχείρηση η οποία είναι είτε μητρική επιχείρηση είτε άλλη επιχείρηση που διαθέτει συμμετοχή είτε επιχείρηση συνδεδεμένη με άλλη επιχείρηση με σχέση κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 12 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή κατά την έννοια της παραγράφου 7 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251),

β) «συνδεδεμένη επιχείρηση»: νοείται η επιχείρηση η οποία είναι είτε θυγατρική επιχείρηση είτε άλλη επιχείρηση στην οποία υπάρχει συμμετοχή είτε επιχείρηση που συνδέεται με άλλη επιχείρηση με σχέση κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 12 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή κατά την έννοια της παρ. 7 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251),

γ) «όμιλος»: σύνολο επιχειρήσεων:

γα) που αποτελείται από μία συμμετέχουσα επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις οντότητες στις οποίες η συμμετέχουσα επιχείρηση ή οι θυγατρικές της διαθέτουν συμμετοχή, καθώς και τις επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 12 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή κατά την έννοια της παρ. 7 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), ή

γβ) που βασίζεται στη σύναψη συμβατικών ή άλλων μακροχρόνιων, ισχυρών και διαρκών χρηματοοικονομικών δεσμών μεταξύ όλων αυτών των επιχειρήσεων, και μπορεί να περιλαμβάνει ενώσεις αλληλασφάλισης ή αλληλασφαλιστικού τύπου, υπό την προϋπόθεση ότι:

γβα) μία από τις επιχειρήσεις αυτές ασκεί ουσιαστικά, με κεντρικό συντονισμό, δεσπόζουσα επιρροή στις αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών αποφάσεων, όλων των επιχειρήσεων οι οποίες αποτελούν μέρος του ομίλου, και

γββ) η σύναψη ή διάλυση τέτοιου είδους οικονομικών σχέσεων για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους υπόκειται σε εκ των προτέρων έγκριση της αρχής εποπτείας ομίλου.

Η επιχείρηση που ασκεί τον κεντρικό συντονισμό θεωρείται μητρική επιχείρηση, ενώ οι άλλες επιχειρήσεις θεωρούνται θυγατρικές,

δ) «αρχή εποπτείας του ομίλου»: νοείται η εποπτική αρχή που είναι υπεύθυνη για την άσκηση εποπτείας του ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 202 του παρόντος,

ε) «Κολλέγιο εποπτικών αρχών»: νοείται μια μόνιμη αλλά ευέλικτη δομή συνεργασίας, συντονισμού και διευκόλυνσης της διαδικασίας λήψης αποφάσεων μεταξύ των ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών που σχετίζονται με την εποπτεία του ομίλου,

στ) «εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών»: νοείται η μητρική επιχείρηση που δεν είναι μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και η κύρια δραστηριότητα της οποίας είναι η απόκτηση και κατοχή συμμετοχών σε θυγατρικές επιχειρήσεις, εφόσον οι εν λόγω θυγατρικές είναι αποκλειστικά ή κυρίως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας, εκ των οποίων θυγατρικών επιχειρήσεων η μία τουλάχιστον είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση,

ζ) «εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών μικτής δραστηριότητας»: νοείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μεταξύ των θυγατρικών της,

η) «μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών»: νοείται κάθε μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, σύμφωνα με την παρ. 15 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ ή την παρ. 15 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 (Α΄ 84).

2. Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, η Εποπτική Αρχή μπορεί να προσδιορίζει ως μητρική επιχείρηση οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία, κατά την απόλυτη κρίση της, ασκεί πραγματικά δεσπόζουσα επιρροή σε άλλη επιχείρηση.

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να προσδιορίζει ως θυγατρική επιχείρηση οποιαδήποτε επιχείρηση επί της οποίας, κατά την απόλυτη κρίση της, μια μητρική επιχείρηση ασκεί πραγματικά δεσπόζουσα επιρροή.

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να προσδιορίζει ως συμμετοχή την κατοχή, άμεση ή έμμεση, δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου σε επιχείρηση επί της οποίας, κατά την απόλυτη κρίση της, ασκείται πραγματικά σημαντική επιρροή.