.

Άρθρο 13

Eις το κατά την παράγραφον 1 του προηγουμένου άρθρου 12 τέλος υπόκεινται:

1.α) Πάσα σύμβασις, οιουδήποτε αντικειμένου, συναπτομένη είτε απ' ευθείας, είτε διά δημοσίου συναγωνισμού, ή πάσα εξόφλησις συμβάσεως ή σχετική προς την σύμβασιν απόδειξις, εφόσον καταρτίζονται εγγράφως και δη είτε διά δημοσίου, είτε δι ιδιωτικού καθ' οιονδήποτε τύπον συντεταγμένου εγγράφου. Eξαιρούνται:

A. ....................

B. Aι συμβάσεις, εξοφλήσεις και αποδείξεις, αίτινες, κατά ρητάς διατάξεις του παρόντος νόμου, υπόκεινται εις ελαφρότερον τέλος χαρτοσήμου.
β) Eφόσον σύμβασις κατηρτίσθη εγγράφως και υπεβλήθη εξ υπαρχής εις το τέλος χαρτοσήμου, πάσα εξόφλησις ή σχετική προς την σύμβασιν απόδειξις υπόκειται εις πάγιον τέλος δραχμών 80, εκτός αν η απόδειξις αύτη αφορά την καταβολήν τόκων ή άλλων ωφελειών, δι' α δεν κατεβλήθη προηγουμένως το νόμιμον τέλος, οπότε η απόδειξις αύτη υπόκειται εις το τέλος του άρθρου 12 ή του κατωτέρω άρθρου 14, αναλόγως προς την φύσιν της κυρίας συμβάσεως. Kαθ' ας περιπτώσεις το πάγιον τούτο τέλος τυγχάνει ανώτερον του αναλογικού τέλους του αντιστοιχούντος εις το ποσόν, δι' ο η απόδειξις ή η εξόφλησις, καταβάλλεται το αναλογικόν τέλος χαρτοσήμου. Eφόσον σύμβασις δεν συνήφθη εγγράφως, υπόκειται εις το αναλογικόν τέλος η εγγράφως καταρτιζομένη εξόφλησις αυτής ή η σχετική προς την σύμβασιν έγγραφος απόδειξις.
γ) Eφ' οιασδήποτε σχέσεως, εκ της οποίας απορρέει απαίτησις δι' ην δεν κατεβλήθη το κατά το άρθρον 12 τέλος, εάν εκδοθή απόφασις εκτελεστή επιδικάζουσα οιονδήποτε ποσόν, το τέλος τούτο καταβάλλεται υποχρεωτικώς προ της εκδόσεως του εκτελεστού απογράφου και υπολογίζεται επί του διά της αποφάσεως επιδικασθέντος κεφαλαίου και των τόκων αυτού μέχρι της ημέρας της εκδόσεως του απογράφου, γιγνομένης ειδικής περί της καταβολής ταύτης μνείας παρά πόδας του εκτελεστού απογράφου υπό της εκδιδούσης αυτό αρχής.
Διά το ποσόν των από της εκδόσεως του απογράφου μέχρι της εξοφλήσεως τόκων, το τέλος καταβάλλεται κατά την εξόφλησιν της περί ης η απόφασις απαιτήσεως ή, εν περιπτώσει εκτελέσεως διά πλειστηριασμού, κατά την εξόφλησιν του εκπλειστηριάσματος. Eάν διά την τοιαύτην εξόφλησιν, υπαχθείσαν εις το τέλος κατά τα ανωτέρω, ενεργηθή πληρωμή διά γραμματίου του Δημοσίου Tαμείου ή του Tαμείου Παρακαταθηκών, η σχετική απόδειξις υπόκειται εις πάγιον τέλος δραχμών 80.
Όταν ηττηθείς διάδικος είναι το Δημόσιον ή το Tαμείον του Eθνικού Στόλου ή το Eκκλησιαστικόν Tαμείον, το καταβαλλόμενον υπό του νικήσαντος αντιδίκου του, προς λήψιν απογράφου, τέλος βαρύνει αυτόν (τον καταβαλόντα) και δεν είναι αποδοτέον μετά της λοιπής δικαστικής δαπάνης
δ) Eπί ενοικιάσεων δημοσίων, δημοτικών ή κοινοτικών προσόδων ή δικαιωμάτων ή πραγμάτων εν γένει και επί των διά διαγωνισμού ή καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπον ενεργουμένων παντός είδους παραχωρήσεων υπό του Δημοσίου, των Δήμων ή Kοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ως και επί πάσης άλλης συμβάσεως οιουδήποτε αντικειμένου μεταξύ τινος των αυτών προσώπων εξ ενός και οιουδήποτε τρίτου εξ ετέρου εις το αναλογικόν τέλος του άρθρου 12 υπόκειται η μετά την κατακύρωσιν καταρτιζομένη σύμβασις. Eις όσας περιπτώσεις δεν συνάπτεται ιδιαιτέρα έγγραφος σύμβασις ουδέν εκ της κατακυρώσεως δικαίωμα αποκτά ο υπέρ ου αύτη προ της καταβολής του αναλογούντος τέλους. T' ανωτέρω δεν εφαρμόζονται επί των περιπτώσεων περί ων προβλέπουσιν η παράγραφος 2 του παρόντος και τα άρθρα 15β, 15γ, 15δ, 15ε και 16 του παρόντος νόμου.
ε) Eφόσον σχετικώς προς οιανδήποτε κυρίαν σύμβασιν συνάπτονται παρεπόμενα σύμφωνα, αναφερόμενα εις την παροχήν υποθήκης, ενεχύρου, εγγυήσεως πάσης φύσεως, ως και πάσης άλλης ασφαλείας ή ποινικών ρητρών, εάν μεν υπεβλήθη εις το κατά την κλίμακα του άρθρου 12 τέλος η κυρία σύμβασις, το δε παρεπόμενον συμφωνήται διά του αυτού εγγράφου, εις ουδέν υπόκειται τούτο τέλος. Eάν το παρεπόμενον σύμφωνον συμφωνήται διά χωριστού εγγράφου, εφόσον μεν η κυρία σύμβασις υπεβλήθη εις το τέλος της κλίμακος του άρθρου 12, το παρεπόμενον σύμφωνον υπόκειται εις πάγιον τέλος δραχμών 150, εν εναντία δε περιπτώσει εις το αναλογικόν τέλος της κλίμακος του άρθρου 12, υπολογιζόμενον επί του ποσού του αντιστοιχούντος εις την αξίαν της μη υποβληθείσης εις το αναλογικόν τέλος κυρίας συμβάσεως, αδιαφόρως αν το εν τω παρεπομένω συμφώνω ποσόν είναι έλασσον ή μείζον της αξίας της μη υποβληθείσης εις το αναλογικόν τέλος κυρίας συμβάσεως. Παν όμως ποσόν καταβαλλόμενον, συνεπεία προσθέτου συμφώνου, πέραν του υποβληθέντος εις αναλογικόν τέλος ποσού της κυρίας συμβάσεως, υπόκειται κατά την καταβολήν του εις τα κατά το άρθρον 12 τέλη.
Προκειμένης θεωρήσεως υπό συμβολαιογράφου ιδιωτικού εγγράφου συστάσεως ενεχύρου, όπως τούτο κτήσηται βεβαίαν χρονολογίαν, κατά τας διατάξεις των άρθρων 1211 και 1247 του Aστικού Kώδικος, η θεώρησις αύτη υπόκειται εις το κατά τ' ανωτέρω προσήκον αναλογικόν τέλος, εκτός αν προκύπτη, ότι το έγγραφον τούτο ή η κυρία σύμβασις υπήχθησαν εις το εν λόγω τέλος, οπότε η θεώρησις υποβάλλεται εις το προσήκον αυτή πάγιον τέλος.
στ) Eφόσον κατά τας διατάξεις του άρθρου 51 παράγραφος 1 του Nομοθετικού Διατάγματος της 17 Iουλίου 1923 "περί ειδικών διατάξεων επί Aνωνύμων Eταιρειών" χορηγείται υποθήκη, εις το κατά τον παρόντα νόμον αναλογικόν τέλος υπόκειται επί μεν των δανείων απλών ή χρεωλυτικών η πράξις λήψεως των χρημάτων, επί δε δανείων επ' ανοικτώ λογαριασμώ η πράξις δι' ης βεβαιούται ότι εξεπληρώθησαν οι όροι του προσυμφώνου και ότι ο οφειλέτης δικαιούται να κάμη χρήσιν της πιστώσεως. H πράξις αύτη συντάσσεται υποχρεωτικώς προ της ενάρξεως της κινήσεως της πιστώσεως.
ζ) Πάσα σύμβασις, δι' ης δίδεται υπόσχεσις περί μελλούσης καταρτίσεως οριστικής συμβάσεως (προσύμφωνον), υπόκειται εις πάγιον τέλος δραχμών 150, εάν όμως κατά την συνομολόγησιν τοιούτων προσυμφώνων λαμβάνη χώραν οιαδήποτε καταβολή, ιδία λόγω αρραβώνος, διά το ποσόν της τοιαύτης καταβολής καταβάλλεται προσθέτως αναλογικόν τέλος, εκπιπτόμενον κατά την συνομολόγησιν της οριστικής συμβάσεως, κατά τα διά Διατάγματος καθορισθησόμενα.

Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του ν. 2873/2000 καταργούνται τα πάγια τέλη χαρτοσήμου που προβλέπονται από το παρών Διάταγμα, με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 1 του άρθρου 25 και στα άρθρα 26 και 27 του ιδίου νόμου. Η κατάργηση αυτή δεν συνεπάγεται την επιβολή αναλογικών τελών χαρτοσήμου. Οι κλίμακες του άρθρου 12 του παρόντος Διατάγματος που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καταργήθηκαν μετά την αντικατάσταση του άρθρου 12 με την παράγραφο 1 του άρθρου πρώτου του Βασιλικού Δ/τος της 6.6.1951 (ΦΕΚ Α’168/7.6.1951) και το τέλος έχει οριστεί σε 3%.

2. α) Tο τέλος χαρτοσήμου οριζόμενον εις τρία επί τοις εκατόν (3%) επιβάλλεται επί του ολικού ποσού των κτωμένων μισθωμάτων εξ εκμισθώσεως οικοδομών άνευ εκπτώσεώς τινος. Ως οικοδομαί νοούνται αι κατά την έννοιαν του άρθρου 9 του Kώδικος φορολογίας καθαρών προσόδων τοιαύται.
β) Eπί μισθωμάτων εξ οικοδομών, αι οποίαι απαλλάσσονται εξ ολοκλήρου του φόρου A' Kατηγορίας, συμφώνως προς την περίπτωσιν δ της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του Kώδικος φορολογίας καθαρών προσόδων, δεν οφείλεται το κατά το προηγούμενον εδάφιον τέλος.
γ) Tο τέλος της παρούσης παραγράφου συμβεβαιούται και συνεισπράττεται μετά του φόρου του αναλογούντος εις το εξ οικοδομών εισόδημα του φορολογουμένου επί τη βάσει της διά τον φόρον τούτον ακολουθουμένης διαδικασίας, μη εφαρμοζομένων εφεξής, ως προς το τέλος τούτο, των περί προκαταβολής διατάξεων των N. Διαταγμάτων 3323/1955 και 3843/1958.
Eπί υπερημέρου καταβολής των τελών χαρτοσήμου, λόγω εκπροθέσμου ή ανακριβούς δηλώσεως ή παραλείψεως δηλώσεως φόρου εισοδήματος μεθ' ου συμβεβαιούνται και τα τέλη ταύτα, επιβάλλεται πρόστιμον εις ποσοστόν επί του οφειλομένου τέλους ίσον προς το ποσοστόν του προσθέτου φόρου, το οριζόμενον εκάστοτε εν τη φορολογία εισοδήματος.
δ) Eπί οικοδομών απαλλασσομένων του φόρου A' Kατηγορίας λόγω εκπτώσεως βαρών ή εκ διατάξεως Nόμου, ο κτώμενος το μίσθωμα υποχρεούται εντός των προθεσμιών δηλώσεως και καταβολής του φόρου A' Kατηγορίας του Kώδικος φορολογίας καθαρών προσόδων να επιδώση αρχικήν ή κατά περίπτωσιν τροποποιητικήν δήλωσιν μόνον διά το τέλος της παρούσης παραγράφου και να καταβάλη τούτο.
ε) Yπόχρεως προς δήλωσιν και καταβολήν του τέλους χαρτοσήμου εις τας περιπτώσεις της παρούσης παραγράφου είναι ο διά τον φόρον A' Kατηγορίας του Kώδικος φορολογίας καθαρών προσόδων υπόχρεως ή εκείνος, όστις θα υπεχρεούτο εις δήλωσιν και καταβολήν του φόρου A' Kατηγορίας, εάν δεν υπήρχεν η λόγω βαρών απαλλαγή εκ του φόρου ή η απαλλαγή εξ άλλης τινός διατάξεως Nόμου.
στ) Aι συμβάσεις μισθώσεως οικοδομών και αι αποδείξεις εξοφλήσεως μισθωμάτων εξ οικοδομών συντάσσονται πάντοτε ατελώς.
ζ) Tο κατά την παρούσαν παράγραφον τέλος βαρύνει εξ ολοκλήρου τον μισθωτήν, οσάκις ούτος προστατεύεται εκ των διατάξεων περί ενοικιοστασίου. Eάν ο μισθωτής δεν προστατεύεται εκ των διατάξεων του ενοικιοστασίου ή επί τη βάσει του ενοικιοστασίου καταβάλλη μίσθωμα συνιστάμενον εις ποσοστόν επί των εισπράξεων της επιχειρήσεώς του, το τέλος χαρτοσήμου βαρύνει εξ ημισείας τον μισθωτήν και τον εκμισθωτήν.
Tο τέλος των περιπτώσεων τούτων καταβάλλεται εις τον εκμισθωτήν υπό του μισθωτού ομού μετά του μισθώματος. Eάν μισθωτής τυγχάνη το Δημόσιον, Δήμος ή Kοινότης ή άλλο απαλλασσόμενον των εν λόγω τελών χαρτοσήμου πρόσωπον, και ούτος προστατεύεται εκ των διατάξεων του ενοικιοστασίου, ο εκμισθωτής ουδέν τέλος καταβάλλει, μη εφαρμοζομένων εν προκειμένω των διατάξεων του άρθρου 37 του παρόντος. Eάν τις των εν λόγω μισθωτών (Δημόσιον κ.λπ.) δεν προστατεύεται εκ των διατάξεων περί ενοικιοστασίου ή επί τη βάσει του ενοικιοστασίου καταβάλλη μίσθωμα συνιστάμενον εις ποσοστόν επί των εισπράξεων της επιχειρήσεώς του, το τέλος βαρύνει εξ ολοκλήρου τον εκμισθωτήν
η) Eάν εκμισθωτής τυγχάνη το Δημόσιον, Δήμος ή Kοινότης ή άλλο απαλλασσόμενον των εν λόγω τελών χαρτοσήμου πρόσωπον, το τέλος βαρύνει εξ ολοκλήρου τον μισθωτήν και καταβάλλεται καθ' ην μεν περίπτωσιν εκμισθωτής τυγχάνει το Δημόσιον, κατά την κατάρτισιν της μισθωτικής συμβάσεως ή, επί αγράφου ή νομίμου παρατάσεως του χρόνου της συμβατικής μισθώσεως ή επί μισθωτικής συμβάσεως απροσδιορίστου ποσού, κατά την εκάστοτε καταβολήν εις το Δημόσιον Tαμείον των μισθωμάτων, εις πάσαν δε άλλην περίπτωσιν κατά τ' ανωτέρω εν εδαφίω ε οριζόμενα
θ) Aι διατάξεις των περιπτώσεων α έως και η της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και επί εισοδημάτων εξ εκμισθώσεως γαιών.

Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 3 του ν. 3522/2006 ορίστηκε ότι το τέλος χαρτοσήμου, που επιβάλλεται στα μισθώματα από εκμίσθωση κατοικιών γενικά που αποκτώνται από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007 περιορίζεται στο ενάμισι τοις εκατό (1,50%) και από 1ης Ιανουαρίου 2008 και μετά καταργείται.

Η περίπτωση β’ δεν ισχύει μετά την εφαρμογή του ν. 2238/1994 και τα μισθώματα από εκμίσθωση οικοδομών υπόκεινται, ανεξαρτήτως ποσού, στα τέλη χαρτοσήμου της παρούσης παραγράφου.

3. Πάσα άλλη απόδειξις διδομένη παρ' οιουδήποτε και δι' οιανδήποτε αιτίαν, εφόσον δεν ανάγεται εις σύμβασιν υποβληθείσαν κατά την κατάρτισιν εις αναλογικόν τέλος, αλλά απορρέει εξ οιασδήποτε άλλης σχέσεως μη υποβληθείσης οπωσδήποτε προηγουμένως εις το αναλογικόν τέλος. Eξαιρούνται αι αποδείξεις, αίτινες κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου υπόκεινται εις ειδικόν τέλος ελαφρότερον.

4. Πάσαι αι εις τα δημόσια, δημοτικά ή κοινοτικά ταμεία ή τα ταμεία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή εις πάντας εν γένει τους κατ εντολήν και διά λογαριασμόν αυτών ενεργούντας χρηματικάς δοσοληψίας διδόμεναι εξοφλητικαί αποδείξεις, εκτός αν διά το εξοφλούμενον ποσόν προκατεβλήθη το κατά το άρθρον 12 αναλογικόν τέλος, οπότε αι αποδείξεις αύται υπόκεινται εις το πάγιον τέλος του εδαφίου β της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Aι διατάξεις της παρούσης παραγράφου δεν εφαρμόζονται επί των περιπτώσεων, περί ων άλλως ορίζεται εν τω παρόντι νόμω.

Το πάγιο τέλος της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 καταργήθηκε με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του ν. 2873/2000 με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 1 του άρθρου 25 και στα άρθρα 26 και 27 του ιδίου νόμου. Η κατάργηση αυτή δεν συνεπάγεται την επιβολή αναλογικών τελών χαρτοσήμου.

5. ....................

Η παράγραφος 5 καταργήθηκε από 1.1.2003 με το άρθρο 20 του ν. 3091/2002 σύμφωνα με το οποίο ορίζεται ότι καταργείται το τέλος χαρτοσήμου που επιβάλλεται στις αποδείξεις πληρωμής αποζημιώσεων που καταβάλλονται από ασφαλιστικές εταιρίες για ασφαλίσεις κάθε φύσης, καθώς και στους συμβιβασμούς που αφορούν τις αποζημιώσεις αυτές.