.

Άρθρο 5
Ρύθμιση θεμάτων διαδοχικής ασφάλισης

1. Οι παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 2 του ν.δ. 4202/ 1961 (ΦΕΚ 175 Α΄), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 9 του ν. 1405/1983 (ΦΕΚ 180 Α΄) και το άρθρο 14 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α΄), αντικαθίστανται ως ακο­λούθως:
«1. Τα πρόσωπα τα οποία ασφαλίσθηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν ασφαλιστικούς οργανισμούς, δικαιούνται σύνταξη από τον τελευταίο οργανισμό, στον οποίο ήταν ασφαλισμένα κατά την τελευταία χρονική περίοδο της απασχόλησής τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του οργανισμού αυτού, εφόσον πραγματοποίησαν στην ασφάλισή του:
α) Πέντε (5) ολόκληρα έτη ή 1.500 ημέρες ασφάλισης εκ των οποίων όμως είκοσι (20) μήνες ή 500 ημέρες κατά την τελευταία πενταετία πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή αίτησης για την κρίση του υνταξιοδοτικού δικαιώματος σύνταξης λόγω γή­ρατος.
β) Σαράντα (40) μήνες ή 1.000 ημέρες εκ των οποίων όμως δώδεκα (12) μήνες ή 300 ημέρες αντίστοιχα κατά την τελευταία πενταετία πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω αναπηρίας ή θανάτου.
Ως νομοθεσία του Οργανισμού για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής, καθώς και των επόμενων πα­ραγράφων 2 και 3, νοούνται οι διατάξεις που ορίζουν τον απαιτούμενο για τη συνταξιοδότηση χρόνο, την ηλικία, την αναπηρία και το θάνατο.
Ειδικές διατάξεις, που αφορούν στην ύπαρξη ενερ­γού ασφαλιστικού δεσμού, στη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας σε δεδομένο χρόνο σε σχέση με το χρόνο δι­ακοπής της απασχόλησης, στην παραγραφή κ.λπ., δεν λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

2. Αν ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφά­λιση του τελευταίου οργανισμού τον αριθμό ημερών εργασίας ή των ετών ασφάλισης, που ορίζονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, αλλά στην περίπτωση αυτή δεν έχει πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο από τη νομοθεσία του τελευταίου ορ­γανισμού, χρόνο ασφάλισης για τη συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή των μελών της οικογένειάς του λόγω θανάτου ή δεν πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού, τον αριθμό ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης που ορίζονται
από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, δικαιούνται σύνταξη αυτός ή τα μέλη της οικογένειάς του από τον οργανισμό, στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, στον οποίο δεν περιλαμβάνεται ο τελευταίος, εφόσον:
α) Ο ασφαλισμένος που αιτείται τη συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος ή αναπηρίας, έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας ή είναι ανάπηρος με το ποσοστό αναπηρί­ας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού.
β) Πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για συνταξιο­δότηση που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού με τον περισσότερο χρόνο ασφάλισης.

3. Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋπο­θέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού, στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, τότε το δικαίωμα του ασφαλισμένου κρί­νεται από τους άλλους οργανισμούς, στους οποίους ασφαλίσθηκε κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας, εκτός από τον τελευταίο.
Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋπο­θέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία όλων των οργανισμών, στους οποίους ασφαλίσθηκε πριν από τον τελευταίο, τότε ο τελευταίος οργανισμός είναι αρμόδιος για την κρίση του δικαιώματος σύντα­ξης λόγω γήρατος εφόσον ο ασφαλισμένος πραγμα­τοποίησε στην ασφάλισή του 1.000 ημέρες εργασίας ή σαράντα (40) μήνες ασφάλισης, εκ των οποίων 300 ημέρες εργασίας ή δώδεκα (12) μήνες ασφάλισης αντι­στοίχως την τελευταία πενταετία και για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω αναπηρίας και θανάτου, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλισή του οποτεδήποτε 300 ημέρες εργασίας.

4. Ολόκληρος ο χρόνος της διαδοχικής ασφάλισης υπολογίζεται από τον αρμόδιο για την απονομή της σύνταξης οργανισμό ως χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλισή του, τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιο­δοτικού δικαιώματος, όσο και για τον καθορισμό της σύνταξης και δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε οργανισμού

2. Το εδάφιο β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄) αντικαθίσταται ως ακο­λούθως:
«Το ανωτέρω τμηματικό ποσό δύναται κατ’ επιλο­γή του ασφαλισμένου να καταβληθεί ταυτόχρονα με αυτό του απονέμοντα, μειωμένο κατά 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται έως τη συμπλήρωση των προ­βλεπόμενων από τις διατάξεις του άρθρου 69 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α΄) ορίων ηλικίας.»

3. Οι συντάξιμες αποδοχές των φορέων ασφάλισης μισθωτών που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2α, 5, 12β και 13 του άρθρου 1 του ν. 3232/ 2004 (ΦΕΚ 48 Α΄), πολλαπλασιάζονται για κάθε έτος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε από τη διακοπή της ασφάλισης σε αυτούς, μέχρι το προηγούμενο έτος του χρόνου υποβολής της αίτησης, σύμφωνα με τους παρακάτω συντελεστές.

ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΩΣ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ

ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΩΣ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ

ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΩΣ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ
1 1,02 16 1,373 31 1,848
2 1,04 17 1,4 32 1,885
3 1,061 18 1,428 33 1,922
4 1,082 19 1,457 34 1,961
5 1,104 20 1,486 35 2
6 1,126 21 1,516 36 2,04
7 1,149 22 1,546 37 2,081
8 1,172 23 1,577 38 2,122
9 1,195 24 1,608 39 2,165
10 1,219 25 1,641 40 2,208
11 1,243 26 1,673 41 2,252
12 1,268 27 1,707 42 2,297
13 1,294 28 1,741 43 2,343
14 1,319 29 1,776 44 2,39
15 1,346 30 1,811 45 2,438

 

Οι συντελεστές μεταβάλλονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινω­νικής Ασφάλισης, μετά την εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης, από τη Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων με βάσει την εξέλιξη των συντελεστών ωρίμανσης των μισθών και ημερομισθίων. Η ισχύς των ανωτέρω παρα­γράφων 1, 2 και 3 αρχίζει από 1.1.2011 για αιτήσεις που υποβάλλονται από την ημερομηνία αυτή και εφεξής.

4. Το ποσοστό επί των συντάξιμων αποδοχών για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης σύμφωνα με την παράγραφο 1β του άρθρου 1 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄), όταν ο ΟΑΕΕ είναι συμμετέχων φορέας και επιλεγούν για τη συνταξιοδότηση οι ασφαλιστικές του διατάξεις, καθορίζεται σε 2% για κάθε έτος ασφάλισης και μέχρι τριάντα πέντε (35) έτη ασφάλισης.

5. Στο άρθρο 7 του ν. 3518/2006 (ΦΕΚ 272 Α΄) προ­στίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Σε περίπτωση που έχει διανυθεί διαδοχικά χρόνος ασφάλισης σε επικουρικό φορέα και στον καταργούμε­νο Ε.Λ.Π.Π. ο χρόνος αυτός μπορεί να συνυπολογισθεί στο χρόνο της Ειδικής Προσαύξησης σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας για τη διαδοχική ασφάλιση, με την προϋπόθεση ότι δεν έχει χωρήσει ασφάλιση στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης του Ε.Τ.Α.Α.-Τομείς Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων ή σε προγενέστερο επικουρικό φορέα στον οποίο μπορεί να συνυπολογισθεί ο χρόνος αυτός. Η διάταξη αυτή ισχύει από 1.1.2006.»

6. Στο άρθρο 8 του ν. 3518/2006 (ΦΕΚ 272 Α΄) προ­στίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων περί διαδο­χικής ασφάλισης, όταν ο Τομέας Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.) είναι συμμετέχων φορέας, οι συντάξιμες αποδοχές ορίζονται στο ποσό των χιλίων είκοσι (1.020) ευρώ από 1.1.2006. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά το εκάστοτε ποσοστό αύξησης των συντάξεων του Ε.Τ.Α.Α.-Τομέας Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων.»

7. Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού δεν ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου 7, του άρθρου μόνου, του ν. 3847/2010 (ΦΕΚ 67 Α΄), που αφορούν τον υπολογισμό της σύνταξης.

8. α) Οι διατάξεις του ν.δ. 4202/1961 (ΦΕΚ 175 Α΄), όπως αυτές ισχύουν, εφαρμόζονται και επί προσώπων που κατέχουν τη βουλευτική ιδιότητα, τη θέση Υπουργού ή Υφυπουργού, καθώς και των αιρετών, προέδρων κοι­νοτήτων, δημάρχων και νομαρχών του προϊσχύσαντος καθεστώτος.

β) Τα ανωτέρω πρόσωπα δύνανται κατά τη διάρ­κεια της θητείας τους να συνεχίσουν την ασφάλισή τους στους Κλάδους κύριας, επικουρικής σύνταξης και πρόνοιας, στους οποίους ήταν ασφαλισμένοι πριν την εκλογή τους ή να αναγνωρίσουν τους χρόνους που αντιστοιχούν στη θητεία τους, οποτεδήποτε, στους συγκεκριμένους Κλάδους. Στις περιπτώσεις αυτές οι αναλογούσες εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία του κάθε ασφαλιστικού φορέα βαρύνουν τα πρόσωπα αυτά.
"Για τον προσδιορισμό των ανωτέρω ασφαλιστικών εισφορών λαμβάνεται ως βάση υπολογισμού για τον κάθε ασφαλιστικό φορέα - τομέα κύριας και επικουρικής ασφάλισης, καθώς και πρόνοιας, ο ασφαλιστέος μισθός ή το τεκμαρτό ημερομίσθιο της ασφαλιστικής κλάσης ή κατηγορίας, όπως θα διαμορφώνονταν κάθε φορά αν τα πρόσωπα της παραγράφου αυτής συνέχιζαν, κατά περίπτωση, να απασχολούνται ή να αυτοαπασχολούνται ή να ασκούν ελεύθερο επάγγελμα και κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Σε περίπτωση που δεν προβλέπεται ασφαλιστέος μισθός ή τεκμαρτό ημερομίσθιο ή το ύψος αυτών υπερβαίνει τον ασφαλιστέο μισθό ή το τεκμαρτό ημερομίσθιο που αντιστοιχεί στην 28η ασφαλιστική κλάση του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, οι ανωτέρω ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί του ασφαλιστέου μισθού ή του τεκμαρτού ημερομισθίου της κλάσης αυτής, όπως ισχύει κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αναγνώρισης, ή προκειμένου για ασφαλισμένους από 1.1.1993 και μετά, επί των αποδοχών της παρ. 2β του άρθρου 22 του ν. 2084/1992 που δεν μπορούν να υπερβαίνουν κατά μήνα το οκταπλάσιο του μέσου μηνιαίου κατά κεφαλή ΑΕΠ, αναπροσαρμοζόμενου με το εκάστοτε ποσοστό αύξησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων.
Η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών για τον αναγνωριζόμενο χρόνο γίνεται είτε εφάπαξ εντός τριμήνου από την κοινοποίηση της απόφασης αναγνώρισης, οπότε παρέχεται έκπτωση 15%, είτε σε μηνιαίες δόσεις, ο αριθμός των οποίων ισούται με τους αναγνωριζόμενους μήνες. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα της κοινοποίησης της απόφασης. Καθυστέρηση καταβολής δόσης συνεπάγεται επιβάρυνσή της με τα εκάστοτε προβλεπόμενα πρόσθετα τέλη.
Ο αναγνωριζόμενος χρόνος αξιοποιείται είτε για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος είτε για την προσαύξηση του ποσού της σύνταξης μόνο μετά την ολοσχερή εξόφληση του ποσού εξαγοράς.
"

Με την παρ. 10 του άρθρου 4 του Ν. 3865/2010, ΦΕΚ Α'120/21.7.2010, ορίζεται ότι: “Οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ 115 Α΄) περί διαδοχικής ασφάλισης, έχουν εφαρμογή και για όσους υπάγονται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου

Η περίπτωση β της παραγράφου 8 του άρθρπυ 5 καταργήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 90 του νόμου 4182/2013, ΦΕΚ Α'185/10.9.2013. Είχε τροποπιηθεί με την παράγραφο Ζ του άρθρου 138 του νόμου 4052/2012, ΦΕΚ Α'41/1.3.2012

Τα τελευταία εδάφια της περίπτωσης β της παραγράφου 8 του άρθρου 5 προστέθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο Ζ του άρθρου 138 του νόμου 4052/2012, ΦΕΚ Α΄41/1.3.2012