.

Άρθρο 74
Ρύθμιση θεμάτων εργασιακών σχέσεων

1. Τα όρια, των εδαφίων α΄και β΄της παραγράφου 2 του ν.1387/1983 (ΦΕΚ 110 Α΄), πέρα από τα οποία οι απο­λύσεις θεωρούνται ομαδικές, καθορίζονται ως εξής:

α) Μέχρι έξι (6) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκ­μεταλλεύσεις που απασχολούν είκοσι (20) έως εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους.
β) Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) του προσωπικού και μέχρι τριάντα (30) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, που απασχολούν πάνω από εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους.

2. Α. Η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιό­δου για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης, εκτός κι αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη.

«Β. Η καταγγελία σύμβασης εργασίας ιδιωτικού υπαλλήλου με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των δώδεκα (12) μηνών, δεν δύναται να πραγματοποιηθεί χωρίς προηγούμενη έγγραφη προειδοποίηση του εργοδότη, και η οποία θα ισχύει από την επομένη της γνωστοποίησής της προς τον εργαζόμενο με τους εξής όρους:

α) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δώδεκα (12) «συμπληρωμένους» μήνες έως δύο (2) έτη, απαιτείται προειδοποίηση ενός (1) μηνός πριν την απόλυση.
β) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δύο (2) έτη συμπληρωμένα έως πέντε (5) έτη, απαιτείται προειδοποίηση δύο (2) μηνών πριν την απόλυση.
γ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από πέντε (5) έτη συμπληρωμένα έως δέκα (10) έτη απαιτείται προειδοποίηση τριών (3) μηνών πριν την απόλυση.
δ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δέκα (10) έτη συμπληρωμένα και άνω απαιτείται προειδοποίηση τεσσάρων (4) μηνών πριν την απόλυση.
Εργοδότης που προειδοποιεί εγγράφως τον εργαζόμενο κατά τα ανωτέρω, καταβάλλει στον απολυόμενο το ήμισυ της κατά το επόμενο εδάφιο του παρόντος αποζημίωσης.»

3. Όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμ­βασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μη­νών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλ­λεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση.

4. α. Εργαζόμενοι, ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ηλικίας 55 έως 64 ετών, των οποίων η σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους ή μερικής απασχόλησης, καταγγέλλεται, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ομαδικές ή μεμονωμένες απολύσεις, εφόσον έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον 4.500 ημέρες ή δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης σε οποιονδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης και παραμένουν άνεργοι, έχουν το δικαίωμα της αυτασφάλισης στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ. Η άσκηση του δικαιώματος αυτού μπορεί να γίνει εντός εξήντα (60) ημερών από την καταγγελία της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας. Όσοι απολυθέντες δεν άσκησαν το δικαίωμα αυτό εντός του προβλεπόμενου διμήνου μετά τη δημοσίευση του ν. 3863/2010, έχουν τη δυνατότητα να το ασκήσουν εντός εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση της υπουργικής απόφασης της παραγράφου

5. Η δυνατότητα υπαγωγής στις ρυθμίσεις της παραγράφου αυτής και της παραγράφου 5 λήγει στις 31.12.2012.

Οι απολυθέντες ασφαλίζονται για τον Κλάδο Σύνταξης και για τον Κλάδο Παροχής Ασθένειας σε είδος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ. Ως βάση για τον υπολογισμό των μηνιαίων εισφορών, λαμβάνονται οι αποδοχές που αντιστοιχούν στον κατώτατο βασικό μισθό, όπως ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.

Εξαιρούνται του μέτρου οι συνταξιούχοι από ίδιο δικαίωμα όλων των φορέων ασφάλισης και του Δημοσίου, καθώς και όσοι κατά το χρόνο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας έχουν συμπληρώσει αθροιστικά τόσο το όριο ηλικίας όσο και τις απαιτούμενες ημέρες ασφάλισης για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος εξ ιδίου δικαιώματος.

Στο κόστος της αυτασφάλισης υποχρεούται να συμμετέχει ο πρώην εργοδότης - καταγγέλλων τη σύμβαση εξηρτημένης εργασίας με:

αα) Το πενήντα τοις εκατό (50%) του κόστους της αυτασφάλισης για ασφαλισμένους ηλικίας 55 ετών συμπληρωμένων έως 60 ετών και για χρονικό διάστημα μέχρι τη συμπλήρωση από τον απολυθέντα τόσο του ορίου ηλικίας όσο και των απαιτούμενων ημερών ασφάλισης για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος εξ ιδίου δικαιώματος και μέχρι τρία (3) χρόνια κατ’ ανώτατο όριο.
ββ) Το ογδόντα τοις εκατό (80%) του κόστους της αυτασφάλισης για ασφαλισμένους 60 ετών συμπληρωμένων έως 64 ετών και για χρονικό διάστημα μέχρι τη συμπλήρωση από τον απολυθέντα τόσο του ορίου ηλικίας όσο και των απαιτούμενων ημερών ασφάλισης για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος εξ ιδίου δικαιώματος και μέχρι τρία (3) χρόνια κατ’ ανώτατο όριο.

β. Υπόχρεοι είναι όλες οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και γενικά εργοδότες του ιδιωτικού τομέα. Για τον έλεγχο της εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας διάταξης και κατά το μέρος των αρμοδιοτήτων τους, υπεύθυνοι φορείς είναι το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και ο ΟΑΕΔ.

γ. Σε περιπτώσεις μη τήρησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα διάταξη:

αα. η καταγγελία της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου θεωρείται άκυρη και επιβάλλονται οι προβλεπόμενες από την εργατική νομοθεσία διοικητικές κυρώσεις,
ββ. οι αναλογούσες εισφορές αυτασφάλισης στον υπόχρεο - καταγγέλλοντα τη σύμβαση εργοδότη επιβαρύνονται με τα προβλεπόμενα από τη νομοθεσία του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ πρόσθετα τέλη, το σύνολο δε των οφειλόμενων ποσών εισπράττεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων αναγκαστικά μέτρα,
γγ. οι υπόχρεοι πρώην εργοδότες δεν έχουν το δικαίωμα συμμετοχής για διάστημα έως και τρία (3) χρόνια στα επιχορηγούμενα προγράμματα που υλοποιεί ο ΟΑΕΔ,
δδ. οι εργαζόμενοι που κάνουν χρήση αυτής και παράλληλα απασχολούνται παράνομα στον υπόχρεο ή σε άλλο εργοδότη, εκπίπτουν αυτοδικαίως από το ευεργέτημα που τους έχει παρασχεθεί και υφίστανται τις νόμιμες κυρώσεις.

5. α. Ο ΟΑΕΔ αναλαμβάνει την κάλυψη του υπολειπόμενου κόστους αυτασφάλισης, για όσο χρόνο υφίσταται υποχρέωση καταβολής από τον καταγγέλλοντα τη σύμβαση εργοδότη και για ποσοστό 50% ή 20% του κόστους αυτασφάλισης. Η σχετική δαπάνη βαρύνει τον κλάδο Λ.Α.Ε.Κ. του ΟΑΕΔ.
β. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, η δυνατότητα επιμήκυνσης σε εξαιρετικές περιπτώσεις του χρόνου της τριετούς κάλυψης των δαπανών αυτασφάλισης με πόρους του Λ.Α.Ε.Κ., καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των παραγράφων 4 και 5α του παρόντος άρθρου.
Ενστάσεις κατά των αποφάσεων των αρμόδιων οργάνων ασκούνται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή τους στους ενδιαφερομένους.
Οι ανωτέρω ενστάσεις εξετάζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή από το όργανο ή τα όργανα που αυτό ορίζει.

γ. Ειδικά οι εργαζόμενοι ηλικίας 55 έως 64 ετών των οποίων η σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους ή μερικής απασχόλησης, καταγγέλλεται, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ομαδικές ή μεμονωμένες απολύσεις, και εφόσον πληρούν όλες τις λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 10 του ν. 2874/2000 (Α΄ 286) και της κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου αυτού υπουργικής απόφασης Φ21/οικ. 1177/31.5.2001 (Β΄ 709), δύνανται να υπαχθούν στις διατάξεις αυτές, υπό την προϋπόθεση ότι είναι άνεργοι επί τρεις (3) τουλάχιστον συνεχείς μήνες πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης υπαγωγής, εξακολουθούν να είναι άνεργοι και διαθέτουν κάρτα ανεργίας ανανεούμενη συνεχώς, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία του Ο.Α.Ε.Δ.. Η παρούσα ρύθμιση εφαρμόζεται για αιτήσεις που υποβάλλονται από την ημερομηνία ισχύος του παρόντος νόμου μέχρι 31.12.2012. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να παρατείνεται η ισχύς της και πέραν της ημερομηνίας αυτής.

Οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 74 του ν. 3863/ 2010 (Α΄ 115 ), όπως ισχύουν, καταργούνται με την περίπτωση 3 της υποπαραγράφου ΙΑ6 του άρθρου 1ο του νόμου 4254/2014, ΦΕΚ Α’85/7.4.2014

6. Είναι δυνατή η ένταξη των απολυομένων της παραγράφου 4 σε προγράμματα εργασίας των μακροχρόνια ανέργων ηλικίας 55 έως 64 ετών για εργασία στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται από το άρθρο 51 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101), στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού, καθώς και στις πάσης φύσεως επιχειρήσεις αυτών, κατά παρέκκλιση του άρθρου 1 του ν. 3812/2009 (Α΄ 234), με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ..

7.  Στις περιπτώσεις των εδαφίων α και β της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, ο αριθμός των απολυομένων ηλικίας 55 έως 64 ετών δεν μπορεί να υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού αριθμού των απολυομένων. Τυχόν κλάσμα στρογγυλοποιείται στον πλησιέστερο ακέραιο

8. Οι εργοδότες που προσλαμβάνουν νεοεισερχόμε­νους στην αγορά εργασίας ηλικίας κάτω των 25 ετών και τους αμείβουν με το ογδόντα τέσσερα τοις εκατό (84%) του κατώτατου βασικού μισθού ή ημερομισθίου, όπως αυτό ορίζεται κάθε φορά από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, αυτοδικαίως εντάσσονται σε πρόγραμμα του ΟΑΕΔ για την επιχορήγηση των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τους ως άνω νεοπροσλαμβανόμενους και αφορούν σε όλους τους κλάδους κύριας ασφάλισης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, στην επικουρική ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ ή άλλων επικουρικών ταμείων, καθώς και στις ασφαλιστικές εισφορές που το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ εισπράττει ή συνεισπράττει υπέρ Φορέων και Κλάδων Κοινωνικής Ασφάλισης, υπό τον όρο ότι οι εργοδότες θα καταβάλλουν στους νεοπροσλαμβανόμενους, ως μέρος των καθαρών αποδοχών τους, ποσό αντίστοιχο με εκείνο που ο ΟΑΕΔ αναλαμβάνει να καταβάλει στους ανωτέρω ασφαλιστικούς φορείς, προκειμένου να καλύψει τις ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τους νεοπροσλαμβανόμενους.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνι­κής Ασφάλισης, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του ΟΑΕΔ, ρυθμίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, η διάρκεια και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

9. Μεταξύ εργοδοτών και ατόμων που έχουν συμπλη­ρώσει το 15ο έτος έως και το 18ο έτος της ηλικίας τους, δύνανται να καταρτίζονται ειδικές συμβάσεις μαθητείας, μέχρι ενός (1) έτους, με σκοπό την απόκτη­ση δεξιοτήτων. Οι εν λόγω μαθητευόμενοι λαμβάνουν το εβδομήντα τοις εκατό (70%) του κατώτατου ημερομισθίου ή μισθού της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.) και ασφαλίζονται στον κλάδο ασφάλισης ασθενείας σε είδος και ένα τοις εκατό (1%) κατά του κινδύνου ατυχήματος. Για τους έχοντες συμπληρώσει το 16ο έτος ηλικίας η μαθητεία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις οκτώ (8) ώρες την ημέρα και τις σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα. Όσοι δεν έχουν συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας τους, κα­θώς και όσοι φοιτούν σε γυμνάσια, λύκεια κάθε τύπου ή τεχνικές επαγγελματικές σχολές δημόσιες ή ιδιωτικές αναγνωρισμένες από το κράτος, δεν μπορεί να μαθη­τεύουν περισσότερο από έξι (6) ώρες την ημέρα και τριάντα (30) ώρες την εβδομάδα. Απαγορεύεται η μα­θητεία να πραγματοποιείται από την 22α ώρα μ.μ. έως και την 6η π.μ. της επόμενης ημέρας. Τα άτομα αυτά, με εξαίρεση τις διατάξεις για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.

10. Οι παράγραφοι 1, 3 και 5 του άρθρου 1 του ν. 3385/ 2005 (ΦΕΚ 210 Α΄) αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμ­βατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%) και δεν συνυπολογίζονται στα επι­τρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδο­μάδα (από 41η έως 48η ώρα).»
«3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιού­νται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμι­μη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμε­νο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%).»
«5. Για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθω­τός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά ογδόντα τοις εκατό (80%).»

11. Η παράγραφος 4 του άρθρου 8 του ν.δ. 515/1970 (ΦΕΚ 95 Α΄), η οποία προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 264/1973 (ΦΕΚ 324 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινω­νικής Ασφάλισης, που εκδίδονται κάθε φορά μετά από γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, δύναται να χορηγείται κατά περίπτωση άδεια υπερωριακής απασχόλησης των μισθωτών όλων των επιχειρήσεων και εργασιών εν γένει, καθώς και του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. επιπλέον των για κάθε κατηγορία επιτρε­πόμενων ανωτάτων ορίων υπερωριακής απασχόλησης, στις περιπτώσεις:
α) επείγουσας φύσης εργασίας, η εκτέλεση της οποί­ας κρίνεται απολύτως επιβαλλόμενη ως μη επιδεχό­μενη αναβολή,
β) εξαιρετικά επείγουσας εξυπηρέτησης των Ενό­πλων Δυνάμεων, του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ..
Για την κατά τα ανωτέρω υπερωριακή απασχόληση το ωρομίσθιο των μισθωτών καταβάλλεται αυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%).»

Το εδάφιο Α της παραγράφου 2 του άρθρου 74 προστέθηκε με αντίστοιχη αναρίθμηση του ήδη υπάρχοντος εδαφίου σε Β σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 17 του νόμου 3899/2010, ΦΕΚ Α'212/17.12.2010
Το εδάφιο Β της παραγράφου 2 του άρθρου 74 αντικαταστάθηκε με  την παράγραφο ΙΑ12 (1) του άρθρου 1ο του νόμου 4093/2012, ΦΕΚ Α'222/12.11.2012
Οι παράγραφοι 4 - 7 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 66 του νόμου 3996/2011, ΦΕΚ Α'170/5.8.2011
Η παρ. 8 του άρθρου 74 του ν. 3863/2010, το άρθρο 43 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152) καθώς και κάθε άλλη ρύθμιση που είναι αντίθετη με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, καταργούνται με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 της ΠΥΣ 6/12, ΦΕΚ Α'38/28.12.2012