“ΕΦΚ στα καύσιμα: Μια εκ των υστέρων αξιολόγηση του μέτρου”
Στο πλαίσιο της προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά και για τη συρρίκνωση των περιθωρίων λαθρεμπορίου στο πετρέλαιο εξισώθηκε ο ειδικός φόρος κατανάλωσης (ΕΦΚ) πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης. Μάλιστα, με νομοθετική παρέμβαση της Κυβέρνησης η εξίσωση επήλθε στο 80% του ΕΦΚ πετρελαίου κίνησης, χωρίς το πετρέλαιο κίνησης να μείνει στο αρχικό επίπεδο όπως προέβλεπε η αρχική συμφωνία με την Τρόικα. Την τελευταία περίοδο, και λόγω εποχής, έχει αναπτυχθεί μια δημόσια συζήτηση σχετικά με την αποτελεσματικότητα του συγκεκριμένου μέτρου. Αναπτύσσονται διάφορες προσεγγίσεις που αποκλίνουν, δυστυχώς, από την πραγματικότητα. Είναι αναγκαία, συνεπώς, η τεκμηριωμένη προσέγγιση του ζητήματος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών, όσον αφορά το πετρέλαιο θέρμανσης, το τρίμηνο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2012, η ποσότητα μειώθηκε κατά περίπου 70% έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2011. Παρ’ όλα αυτά, τα έσοδα αυξήθηκαν κατά 65%. Αντίθετα, στο πετρέλαιο κίνησης, παρά τη μείωση του ΕΦΚ κατά 20%, οι ποσότητες εμφάνισαν οριακή μείωση και, συνεπώς, τα έσοδα συρρικνώθηκαν κατά 17,5%. Όμως, για την ασφαλέστερη εξαγωγή συμπερασμάτων για την αποτελεσματικότητα του μέτρου θα πρέπει η συγκριτική ανάλυση να αφορά την εξέλιξη της κατανάλωσης κατά την διάρκεια μιας ολόκληρης περιόδου (Οκτώβριος-Απρίλιος), δεδομένου ότι τους πρώτους μήνες της τρέχουσας περιόδου οι ήπιες καιρικές συνθήκες ευνόησαν την αναστολή της προμήθειας πετρελαίου θέρμανσης, μετά και την αποθεματοποίηση που είχε σημειωθεί τον περυσινό Απρίλιο ενόψει της αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης. Αυτό, άλλωστε, αποτυπώνεται και στην περιορισμένη απορρόφηση του επιδόματος θέρμανσης, αφού χρησιμοποιήθηκαν μόνο τα 6,4 εκατ. ευρώ από τα προϋπολογισθέντα 80 εκατ. ευρώ για το 2012.
Από τα προαναφερθέντα δεδομένα δύναται να εξαχθούν κάποια πρώτα συμπεράσματα:
1ον. Η εξίσωση του ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης, αύξησε τα έσοδα πετρελαίου θέρμανσης και τελικά συγκράτησε τα συνολικά δημόσια έσοδα το 2012, διαφορετικά θα προέκυπτε μια δημοσιονομική «τρύπα» που θα προκαλούσε την ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
2ον. Το «ξεφούσκωμα» των ποσοτήτων θέρμανσης μετά την εξίσωση του ΕΦΚ, μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στην εξάλειψη του κινήτρου για νόθευση του πετρελαίου κίνησης με το πετρέλαιο θέρμανσης, στοιχείο που δείχνει ότι περιορίστηκε το λαθρεμπόριο.
3ον. Η μείωση του ΕΦΚ στο πετρέλαιο κίνησης κατά 20% δεν αύξησε την κατανάλωση, όπως θα ανέμενε κανείς με βάση την υπόθεση ότι η ελαστικότητα ως προς την τιμή θα οδηγούσε σε θετική μεταβολή. Από τη διαπίστωση αυτή συνάγεται ότι μια ανάλογη μείωση του ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης δεν είναι βέβαιο ότι θα προκαλούσε αύξηση των ποσοτήτων θέρμανσης έναντι του 2011.
4ον. Η μείωση του ΕΦΚ στο πετρέλαιο κίνησης επιφέρει θετικές επιπτώσεις στην παραγωγική δραστηριότητα, όπως, μεταξύ άλλων, στη συγκράτηση του μεταφορικού κόστους των επιχειρήσεων και του παραγωγικού κόστους του αγροτικού τομέα.
5ον. Η αύξηση του ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης που επιφέρει επιβάρυνση στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα του πληθυσμού αντισταθμίζεται σε σημαντικό βαθμό από το επίδομα θέρμανσης, το οποίο με βάση εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια χορηγείται σε όσους κατά τεκμήριο το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Πρόκειται για επίδομα που ήταν εκτός του Προϋπολογισμού, αλλά και της αρχικής συμφωνίας με την Τρόικα, και το οποίο η Κυβέρνηση, με την κατάλληλη διαπραγμάτευση, το ενέταξε για να στηρίξει τους ασθενέστερους πολίτες.
Είναι αυτονόητο ότι προοπτικά με τη σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών θα επιδιωχθεί η περαιτέρω στήριξη των εισοδηματικά αδυνάτων. Με την επίτευξη πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος κατά το 2013, που αποτελεί εθνικό στόχο, θα κερδίσουμε βαθμούς ελευθερίας και θα διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις για την αντιστροφή του κλίματος και την ανάκαμψη της οικονομίας. Ταυτόχρονα με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης προσδοκάται ότι τα έσοδα θα βελτιωθούν οπότε και θα καταστούν δυνατές σταδιακές βελτιωτικές παρεμβάσεις, μέσω της προοδευτικής ελάφρυνσης της φορολογικής επιβάρυνσης των συνεπών φορολογουμένων, αλλά και της διάθεσης των επιπλέον πόρων που θα εξοικονομηθούν σε μέτρα για την τόνωση της ανάπτυξης και σε πολιτικές για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.