ΣτΕ 854/2013

 

Αίτηση ακύρωσης της αριθ. ΠΟΛ.1027/9.2.2011  απόφασης του Υφυπουργού Οικονομικών αναφορικά με  τον τρόπο εξόφλησης ορισμένων συναλλαγών με ιδιώτες αποκλειστικά μέσω τραπέζης, κατά το  άρθρο 20 του ν. 3842/2010.

Περίληψη
Η υποχρέωση προς εξόφληση  φορολογικών στοιχείων που εκδίδονται από επιτηδευματίες, για πώληση αγαθών ή παροχή  υπηρεσιών σε ιδιώτες, αποκλειστικά μέσω τράπεζας, με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες του  αγοραστή των αγαθών ή λήπτη των υπηρεσιών ή μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγές,  αποκλειομένης της εξόφλησης των στοιχείων αυτών με μετρητά, θεσπίσθηκε ρητώς με την παρ. 3  του άρθρου 20 του ν. 3842/2010. Η προσβαλλόμενη υπουργική  απόφαση ΠΟΛ.1027/9.2.2011  αναφέρεται στην υποχρέωση αυτή, επαναλαμβάνοντας τις παραπάνω διατάξεις του  νόμου και ουδεμία νέα ρύθμιση εισάγει ούτε ουδεμία έννομη συνέπεια επάγεται και, ως εκ τούτου,  στερείται εκτελεστότητας και απαραδέκτως προσβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως.  Αντιθέτως, κατά το μέρος που με την προσβαλλόμενη απόφαση εξαιρούνται ορισμένες κατηγορίες  συναλλαγών από την ανωτέρω υποχρέωση (άρθρο 2 αυτής) και λαμβάνεται πρόνοια, με θέσπιση  ειδικών επί μέρους ρυθμίσεων, ώστε, σε εξαιρετικές περιπτώσεις συναλλαγών που διενεργούνται σε  ημέρες και ώρες που δεν λειτουργούν οι Τράπεζες, να διευκολυνθεί η εκτέλεση της υποχρέωσης  αυτής (άρθρο 3 αυτής), εισάγονται νέες αυτοτελείς ρυθμίσεις κανονιστικού περιεχομένου, οι οποίες  αποκλίνουν από την ανωτέρω διάταξη και, επομένως, έχουν εκτελεστό χαρακτήρα.
Πρόκειται, όμως, για ρυθμίσεις ευνοϊκές για τους συναλλασσομένους και,  επομένως, εφόσον δεν εξειδικεύεται από μέρους των αιτούντων, αλλ’ ούτε προκύπτει από το  δικόγραφο στο σύνολό του, το έννομο συμφέρον τους όσον αφορά την προσβολή των εν λόγω  συγκεκριμένων ρυθμίσεων, πρέπει η αίτηση ακυρώσεως να απορριφθεί και κατά το μέρος αυτό,  ως ασκουμένη άνευ εννόμου συμφέροντος. Κατά τη γνώμη, όμως,  του Συμβούλου Γ. Τσιμέκα, προς την οποία προσχώρησε και η Πάρεδρος Κ. Λαζαράκη, η  υποχρέωση προς εξόφληση των ανωτέρω φορολογικών στοιχείων αποκλειστικά μέσω τράπεζας,  κατά τον ανωτέρω περιγραφόμενο τρόπο και όχι με μετρητά, τίθεται μεν με τη διάταξη της παρ. 3  του άρθρου 20 του ν. 3842/2010, ο περιορισμός, όμως, αυτός καθίσταται συγκεκριμένος και  εξειδικεύεται με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, με την οποία θεσπίζονται  συμπληρωματικά μέτρα για την εφαρμογή του. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν  επαναλαμβάνει απλώς τις διατάξεις του νόμου, αλλά τις συμπληρώνει θεσπίζοντας νέες αυτοτελείς  ρυθμίσεις [άρθρα 1 (παρ. 3, 4), 2, 3 και 4 αυτής], οι οποίες, κατά το μέρος που ρυθμίζουν τον  τρόπο εκτέλεσης της ανωτέρω υποχρέωσης, βλάπτουν τους αιτούντες υπό την ιδιότητά τους ως  συναλλασσομένων πολιτών.

Αντίθετη μειοψηφία.  Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης.

ΣτΕ  854/2013  ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ  ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Μαΐου 2012 με την εξής σύνθεση:
Φ.  Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Τσιμέκας, Β.  Καλαντζή, Εμμ. Κουσιουρής, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Μ.-Α. Τσακάλη, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι.  Μητροτάσιος, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 20 Απριλίου 2011 αίτηση:  των :
1) ... .. .. .. , κατοίκου Αθηνών (οδός ... . .  . αρ. .. ), ο οποίος .. .. . , κατοίκου  Βρυξελλών (οδός ...... .), η οποία παρέστη με τον πιο πάνω δικηγόρο Γρηγόρη Μέντη, που τον  διόρισε με πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Παναγιώτη  Πανάγο, Πάρεδρο του  Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν:
1) η υπ’ αριθμ. 1027/9.2.2011  απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών και 2) κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της  Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Γ. Τσιμέκα.  Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και  προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον  αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.  Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

κ α ι  Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α  Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. ειδικά  έντυπα παραβόλου υπ’ αριθ. 2812827 και 1124591/3-5-2011, σειράς Α΄).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 19.10.2011 δικόγραφο  προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθ. ΠΟΛ.1027/9.2.2011 απόφασης του Υφυπουργού  Οικονομικών (Β΄ 256/16-02-2011), με τίτλο «Τρόπος εξόφλησης ορισμένων συναλλαγών με  ιδιώτες, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3842/2010 (Α΄ 58/23-4-  2010)», με την οποία ορίζεται ότι φορολογικά στοιχεία, που εκδίδονται από επιτηδευματίες, για  πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες, εξοφλούνται από τους λήπτες αυτών  αποκλειστικά μέσω τραπέζης, με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες του αγοραστή των αγαθών ή  λήπτη των υπηρεσιών ή μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγές, αποκλειόμενης της  εξόφλησης των υπόψη στοιχείων με μετρητά, τίθεται δε ως κατώτερο όριο συναλλαγής, για τον  τρόπο αυτό πληρωμής, το ποσόν των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για το έτος 2011 και το ποσόν  των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ από 1.1.2012 και εξής.

3. Επειδή, η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση δημοσιεύθηκε στο φύλλο της Εφημερίδας της  Κυβερνήσεως Β΄ 256, το οποίο φέρει ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 2011. Ωστόσο, όπως προκύπτει  από το υπ’ αριθ. Γ 37416/13-3-2012 έγγραφο του Εθνικού Τυπογραφείου προς το Συμβούλιο της  Επικρατείας, η ημερομηνία πραγματικής κυκλοφορίας του φύλλου αυτού είναι η 25-2-2011.  Επομένως, η υπό κρίση αίτηση, η οποία κατατέθηκε στις 26-4-2011, ασκείται από τον πρώτο  αιτούντα εμπροθέσμως την 60η ημέρα από την επομένη της ημερομηνίας πραγματικής  κυκλοφορίας του φύλλου της ΕτΚ (πρβλ. ΣτΕ 3973/2009 Ολομ.), δεδομένου ότι από τα στοιχεία  του φακέλου δεν προκύπτει ότι αυτός έλαβε σε χρόνο προγενέστερο της πραγματικής  κυκλοφορίας κυρωμένο φωτοαντίγραφο του θεωρημένου και εγκεκριμένου δοκιμίου, κατά τα  προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 13 του ν. 3469/2006 (βλ. ΣτΕ 3626/2010).  Εξάλλου, η υπό κρίση αίτηση ασκείται σε κάθε περίπτωση εμπροθέσμως από την δεύτερη αιτούσα,  η οποία φέρεται ως κάτοικος εξωτερικού (κάτοικος Βρυξελλών), δεδομένου ότι σύμφωνα με το  άρθρο 46 παρ. 1 και 3 του κωδ. Π.Δ. 18/1989 (A΄ 8) περί Συμβουλίου της Επικρατείας, η  αίτηση ακυρώσεως ασκείται, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, μέσα σε προθεσμία ενενήντα  ημερών αν ο αιτών διαμένει στην αλλοδαπή (βλ. ΣτΕ 3496/2009).

4. Επειδή, οι αιτούντες με έννομο συμφέρον ζητούν καταρχήν την ακύρωση της επίδικης  κανονιστικής πράξης ως καταναλωτές και ως συναλλασσόμενοι, στις συναλλαγές που  πραγματοποιούν στην Ελλάδα, ο πρώτος δε εξ αυτών και ως δικηγόρος - πάροχος νομικών  υπηρεσιών, ο οποίος καταλαμβάνεται από την επίμαχη ρύθμιση κατά την άσκηση του  επαγγέλματός του (πρβλ. ΣτΕ 1253/2006).

5. Επειδή, στο άρθρο 20 του ν. 3842/2010 «Αποκατάσταση φορολογικής δικαιοσύνης,  αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις» (Α΄ 58), ορίζονται τα εξής:
«1. Για  συναλλαγές επιτηδευματιών με άλλους επιτηδευματίες και πρόσωπα που αναφέρονται στην  παράγραφο 3 του άρθρου 2 του Κ.Β.Σ. τα δεδομένα των φορολογικών στοιχείων, που εκδίδονται,  διαβιβάζονται ηλεκτρονικά σε βάση δεδομένων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών  Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται ο  χρόνος και η διαδικασία σταδιακής εφαρμογής των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου με βάση  την αξία της συναλλαγής ή τον κύκλο εργασιών και οι τεχνικές προδιαγραφές διαβίβασης των  δεδομένων.
2. Φορολογικά στοιχεία αξίας ή λοιπά έγγραφα που εκδίδονται ή συντάσσονται αντί  φορολογικών στοιχείων, συνολικής αξίας άνω των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, τα οποία  εκδίδονται για συναλλαγές μεταξύ επιτηδευματιών εξοφλούνται μέσω επαγγελματικών τραπεζικών  λογαριασμών του εκδότη - πωλητή αγαθών ή υπηρεσιών και του λήπτη των αντίστοιχων  στοιχείων ή επιταγών που εξοφλούνται μέσω των ίδιων λογαριασμών, οι κινήσεις των οποίων  διαβιβάζονται σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών  Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, χωρίς να ισχύει ως προς τούτο το τραπεζικό  απόρρητο. Οι Τράπεζες δεν επιτρέπεται να χρεώνουν αμοιβές για τη λειτουργία των  επαγγελματικών λογαριασμών.
3. Τα φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας χιλίων πεντακοσίων  (1.500) ευρώ και άνω, που εκδίδονται για πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες,  εξοφλούνται από τους λήπτες τους, αγοραστές των αγαθών ή των υπηρεσιών, μέσω τράπεζας, με  χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες ή μέσω τραπεζικού λογαριασμού και με επιταγές. Δεν επιτρέπεται  εξόφληση των στοιχείων αυτών με μετρητά.
Οι Τράπεζες δεν επιτρέπεται να χρεώνουν αμοιβές για  την κατάθεση των ποσών αυτών σε τραπεζικούς λογαριασμούς.
4. Το βάρος της απόδειξης της  συναλλαγής φέρει και ο λήπτης του φορολογικού στοιχείου κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 9  του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ., και οφείλει, εκτός των οριζομένων στην παράγραφο αυτή, να  επιβεβαιώνει από ηλεκτρονική βάση δεδομένων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών  Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών την ακρίβεια των στοιχείων, καθώς και τη φορολογική  συνέπεια του αντισυμβαλλόμενου εκδότη, για φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας άνω των τριών  χιλιάδων (3.000) ευρώ.
5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ο χρόνος  διαβίβασης των δεδομένων των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος, ο  τρόπος, η διαδικασία, η έκταση εφαρμογής, το όριο της αξίας των στοιχείων, ο τρόπος  επιβεβαίωσης και κάθε άλλο θέμα σχετικά με την εφαρμογή των παραγράφων 1, 2, 3 και 4 του  άρθρου αυτού και των διατάξεων του άρθρου 18 παράγραφος 2 του Κ.Β.Σ.».

6. Επειδή, κατ’ εξουσιοδότηση των ανωτέρω διατάξεων των παραγράφων 3 και 5 (όπως η  τελευταία παράγραφος 5 ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με την παρ.8 άρθρου 26 του ν.  3943/2011, Α΄ 66), εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ΠΟΛ.1027/9.2.2011  απόφαση του  Υφυπουργού Οικονομικών, με την οποία προβλέπονται τα εξής:
«Άρθρο 1: Πεδίο εφαρμογής - Όριο  συναλλαγής. 1. Φορολογικά στοιχεία, που εκδίδονται από επιτηδευματίες, για πώληση αγαθών ή  παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες, εξοφλούνται από τους λήπτες αυτών αποκλειστικά μέσω Τραπέζης,  με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες του αγοραστή των αγαθών ή λήπτη των υπηρεσιών ή μέσω  τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγές, αποκλειόμενης της εξόφλησης των υπόψη στοιχείων με  μετρητά.
2. Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, ορίζεται ως  κατώτερο όριο συναλλαγής, το ποσόν των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για το έτος 2011 και το  ποσόν των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ από 1.1.2012 και εξής.
Ως αξία συναλλαγής, για την  εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, νοείται το συνολικό ποσό της αξίας της συναλλαγής,  συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α..
3. Προκαταβολές που εισπράττονται ή τμηματικές καταβολές,  που αφορούν συναλλαγές ύψους άνω του ισχύοντος κάθε φορά ορίου, εμπίπτουν στις  υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις της παρούσας, ανεξαρτήτως του ποσού έκαστης  τμηματικής καταβολής ή προκαταβολής.
4. Σε περίπτωση πώλησης αγαθών (όπως οχήματα, κ.λπ.)  σε ιδιώτη «με ανταλλαγή», εξοφλείται από τον ιδιώτη - αγοραστή, με τον τρόπο που αναφέρεται  στην παρούσα, η διαφορά της αξίας που προκύπτει από το συμψηφισμό των αμοιβαίων  ανταπαιτήσεων, εφόσον αυτή υπερβαίνει το ισχύον, κάθε φορά, όριο. Σε περίπτωση αλλαγής  λιανικώς πωληθέντων αγαθών, η αξία των οποίων προηγουμένως έχει εξοφληθεί, για τη νέα  απόδειξη λιανικής πώλησης που εκδίδεται, εφαρμόζονται αναλόγως τα οριζόμενα στο  προηγούμενο εδάφιο. Ομοίως τα προαναφερόμενα ισχύουν και στην περίπτωση επιστροφής  αγαθών, εφόσον μεταγενέστερα η απαίτηση του ιδιώτη συμψηφισθεί με επόμενη αγορά αγαθών.
5.  Σε περίπτωση συναλλαγής που εξοφλείται, μερικώς ή ολικώς, με εκχώρηση από τον ιδιώτη  προϊόντος δανείου που βαρύνει αυτόν, με κατάθεση του σχετικού ποσού στο λογαριασμό του  πωλητή - επιτηδευματία, οι υποχρεώσεις της παρούσας αφορούν το τυχόν υπολειπόμενο ποσό,  ανεξαρτήτως αξίας, εφόσον η τιμολογούμενη αξία της συναλλαγής υπερβαίνει το ισχύον, κάθε  φορά, όριο της παρούσας.
Άρθρο 2: Συναλλαγές εκτός πεδίου εφαρμογής: Δεν εμπίπτουν στις  υποχρεώσεις της απόφασης αυτής, οι εξής περιπτώσεις συναλλαγών:
α. Συναλλαγές για τις οποίες  τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 13 του  Κ.Β.Σ.
β. Αγορές αγαθών ή υπηρεσιών, που το αντίτιμο της αξίας καλύπτεται με επί μέρους  διαδοχικές καταβολές (προκαταβολές), διαφορετικών προσώπων από τον τελικό καταναλωτή. Το  τυχόν επιπλέον, μη καλυπτόμενο κατά τα ως άνω ποσό, εξοφλείται με βάση τις διατάξεις της  παρούσας, εφόσον η συνολική αξία της συναλλαγής υπερβαίνει το ισχύον όριο (π.χ. αγορά αγαθών  από ιδιώτη μέσω «λίστας γάμου» κ.λπ.). Άρθρο 3: Ρυθμίσεις επί ειδικών περιπτώσεων:
1. Σε  εξαιρετικές περιπτώσεις συναλλαγών, που διενεργούνται σε ημέρες και ώρες μη λειτουργίας των  Τραπεζών ή με πρόσωπα - ιδιώτες που για αντικειμενικούς λόγους δεν είναι δυνατή η από μέρους  τους εξόφληση, με τους τρόπους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου  1 της απόφασης αυτής και καταβάλλονται μετρητά ή παραδίδονται συναλλαγματικές, οι οποίες  εξοφλούνται εκτός τραπεζικού συστήματος, ακολουθείται ειδική διαδικασία ως ακολούθως:
2. Από  τον επιτηδευματία - πωλητή, κατά το χρόνο είσπραξης μετρητών ή παραλαβής συναλλαγματικών  (εκτός τραπεζικού συστήματος) από τον πελάτη - ιδιώτη, εκδίδεται λογιστικό παραστατικό  «απόδειξη είσπραξης μετρητών ή παραλαβής αξιόγραφων». Η ως άνω απόδειξη, εκδίδεται  αθεώρητη από διπλότυπο, τουλάχιστον, στέλεχος και εφόσον είναι μηχανογραφική δεν απαιτείται η  σήμανση αυτής μέσω Ε.Α.Φ.Δ.Σ.Σ.. Στο περιεχόμενο αυτής αναγράφονται το ποσό, ο τρόπος  εξόφλησης, η αιτιολογία της είσπραξης (π.χ. προκαταβολή, τμηματική καταβολή, εξόφληση) και ο  αύξων αριθμός του παραστατικού (εφόσον έχει προηγηθεί η έκδοση αυτού). Επί προκαταβολών,  πριν την έκδοση του φορολογικού στοιχείου, αναγράφονται τα αντίστοιχα στοιχεία του οικείου  ταμειακού παραστατικού, εφόσον εκδίδεται από την επιχείρηση.
3. Ο επιτηδευματίας υποχρεούται  το ποσόν των μετρητών, που εισπράττει κατά το χρόνο έκδοσης της προαναφερόμενης απόδειξης  ή κατά το χρόνο εξόφλησης των συναλλαγματικών, να το καταθέσει εντός δύο (2) εργάσιμων  ημερών από την έκδοσή τους, σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί σε οποιαδήποτε αναγνωρισμένη  Τράπεζα ή Πιστωτικό Οργανισμό.
Τα εκδιδόμενα τραπεζικά παραστατικά, συσχετίζονται από τον  επιτηδευματία με τις «αποδείξεις είσπραξης μετρητών ή παραλαβής αξιόγραφων» που αφορούν.
4.  Οι εκδιδόμενες «αποδείξεις είσπραξης μετρητών ή παραλαβής αξιόγραφων», καθώς και τα  τραπεζικά παραστατικά από τα οποία προκύπτουν τα δεδομένα της κατάθεσης, διαφυλάσσονται  με ευθύνη του υπόχρεου, για όσο χρόνο προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 21 του Κ.Β.Σ.
5.  Άρθρο  4 : Κυρώσεις:
Για πράξεις ή παραλείψεις της παρούσας που διαπιστώνονται σε διαφορετικό χρόνο  εντός της ίδιας διαχειριστικής περιόδου επιβάλλεται ιδιαίτερο πρόστιμο, ανά φορολογικό έλεγχο,  σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 2523/1997.
Άρθρο 5: Ισχύς της Απόφασης:
1. Η  παρούσα ισχύει από την πρώτη (1η) Απριλίου 2011.
2. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην  Εφημερίδα της Κυβέρνησης».

7. Επειδή, όπως προκύπτει από τα εκτεθέντα ανωτέρω, η υποχρέωση προς εξόφληση  φορολογικών στοιχείων που εκδίδονται από επιτηδευματίες, για πώληση αγαθών ή παροχή  υπηρεσιών σε ιδιώτες, αποκλειστικά μέσω τράπεζας, με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες του  αγοραστή των αγαθών ή λήπτη των υπηρεσιών ή μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγές,  αποκλειομένης της εξόφλησης των στοιχείων αυτών με μετρητά, θεσπίσθηκε ρητώς με την παρ. 3  του άρθρου 20 του ν. 3842/2010. Συνεπώς, κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη υπουργική  απόφαση αναφέρεται στην υποχρέωση αυτή, επαναλαμβάνοντας τις παραπάνω διατάξεις του  νόμου, ουδεμία νέα ρύθμιση εισάγει και ουδεμία έννομη συνέπεια επάγεται και, ως εκ τούτου,  στερείται εκτελεστότητας και απαραδέκτως προσβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως.  Αντιθέτως, κατά το μέρος που με την προσβαλλόμενη απόφαση εξαιρούνται ορισμένες κατηγορίες  συναλλαγών από την ανωτέρω υποχρέωση (άρθρο 2 αυτής) και λαμβάνεται πρόνοια, με θέσπιση  ειδικών επί μέρους ρυθμίσεων, ώστε, σε εξαιρετικές περιπτώσεις συναλλαγών που διενεργούνται σε  ημέρες και ώρες που δεν λειτουργούν οι Τράπεζες, να διευκολυνθεί η εκτέλεση της υποχρέωσης  αυτής (άρθρο 3 αυτής), εισάγονται νέες αυτοτελείς ρυθμίσεις κανονιστικού περιεχομένου, οι οποίες  αποκλίνουν από την ανωτέρω διάταξη και, επομένως, έχουν εκτελεστό χαρακτήρα (πρβλ. ΣτΕ  ΣτΕ 909/2011, ΣτΕ 4229/2011 επτ.).
Πρόκειται, όμως, για ρυθμίσεις ευνοϊκές για τους συναλλασσομένους και,  επομένως, εφόσον δεν εξειδικεύεται από μέρους των αιτούντων, αλλ’ ούτε προκύπτει από το  δικόγραφο στο σύνολό του, το έννομο συμφέρον τους όσον αφορά την προσβολή των εν λόγω  συγκεκριμένων ρυθμίσεων, πρέπει η αίτηση ακυρώσεως να απορριφθεί και κατά το μέρος αυτό,  ως ασκουμένη άνευ εννόμου συμφέροντος ( ΣτΕ 4016/2006 επτ.). Κατά τη γνώμη, όμως,  του Συμβούλου Γ. Τσιμέκα, προς την οποία προσχώρησε και η Πάρεδρος Κ. Λαζαράκη, η  υποχρέωση προς εξόφληση των ανωτέρω φορολογικών στοιχείων αποκλειστικά μέσω τράπεζας,  κατά τον ανωτέρω περιγραφόμενο τρόπο και όχι με μετρητά, τίθεται μεν με τη διάταξη της παρ. 3  του άρθρου 20 του ν. 3842/2010, ο περιορισμός, όμως, αυτός καθίσταται συγκεκριμένος και  εξειδικεύεται με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, με την οποία θεσπίζονται  συμπληρωματικά μέτρα για την εφαρμογή του. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν  επαναλαμβάνει απλώς τις διατάξεις του νόμου, αλλά τις συμπληρώνει θεσπίζοντας νέες αυτοτελείς  ρυθμίσεις [άρθρα 1 (παρ. 3, 4), 2, 3 και 4 αυτής], οι οποίες, κατά το μέρος που ρυθμίζουν τον  τρόπο εκτέλεσης της ανωτέρω υποχρέωσης, βλάπτουν τους αιτούντες υπό την ιδιότητά τους ως  συναλλασσομένων πολιτών.
Η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση είναι, επομένως, αναγκαία για  την εφαρμογή της ως άνω νομοθετικής ρύθμισης (άρθρο 20 παρ. 3 του ν. 3842/2010),  ενδεχόμενη αντισυνταγματικότητα της οποίας θα καθιστούσε μη νόμιμη και την ήδη  προσβαλλόμενη πράξη, η οποία προϋποθέτει το κύρος της. Παραδεκτώς, επομένως, σύμφωνα με  τη γνώμη αυτή, προβάλλονται με την υπό κρίση αίτηση λόγοι περί αντισυνταγματικότητας της  ανωτέρω διάταξης, καθώς και περί αντιθέσεώς της προς τη Συνθήκη για την Λειτουργία της  Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,  ενόψει μάλιστα του ότι δεν νοείται ρύθμιση λεπτομερειών εφαρμογής νόμου που προσκρούει σε  υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις

8. Επειδή, κατόπιν αυτών, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως  απαράδεκτη.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ  Aπορρίπτει την αίτηση.  Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.  Επιβάλλει στους αιτούντες, ισομερώς, τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε  τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 2012  Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος
Ο Γραμματέας του Β΄ Τμήματος  Φ. Αρναούτογλου
Ι. Μητροτάσιος  και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013.
Ο Πρόεδρος του Β` Τμήματος
Η Γραμματέας  Φ. Αρναούτογλου