ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4034

Κύρωση του Πρωτοκόλλου μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας το οποίο τροποποιεί τη Σύμβαση μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και το Πρωτόκολλο που υπεγράφησαν στη Βέρνη στις 16 Ιουνίου 1983.

ΦΕΚ 269/Α/31-12-2011

Οι διατάξεις του παρόντος νόμου παρουσιάζονται όπως δημοσιεύτηκαν στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και ενδέχεται να έχουν τροποποιηθεί μεταγενέστερα.

O ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο πρώτο

Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, το Πρωτόκολλο μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, που υπογράφηκε στη Βέρνη στις 4 Νοεμβρίου 2010, το οποίο τροποποιεί τη Σύμβαση μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και το Πρωτόκολλο της Σύμβασης που υπεγράφησαν στη Βέρνη στις 16 Ιουνίου 1983 (ν. 1502/1984 Λ' 192), του οποίου το κείμενο στην ελληνική, γαλλική και αγγλική γλώσσα έχει ως εξής:

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ

ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΒΕΤΙΚΗΣ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΒΕΤΙΚΗΣ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΔΙΠΛΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΠΟΥ ΥΠΕΓΡΑΦΗΣΑΝ ΣΤΗ ΒΕΡΝΗ ΣΤΙΣ 16 ΙΟΥΝΙΟΥ 1983

Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και

Το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο,

Επιθυμώντας να συνάψουν Πρωτόκολλο, το οποίο θα τροποποιεί τη Σύμβαση μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και Ελβετικής Συνομοσπονδίας της για την Αποφυγή της Διπλής Φορολογίας αναφορικά με τους Φόρους Εισοδήματος που υπεγράφη στη Βέρνη στις 16 Ιουνίου 1983 (στο εξής αναφερόμενη ως «η Σύμβαση») και του Πρωτοκόλλου που υπεγράφη στη Βέρνη στις 16 Ιουνίου 1983 (στο εξής αναφερόμενο ως «το Πρωτόκολλο της Σύμβασης»),

Συμφώνησαν τα ακόλουθα

ΑΡΘΡΟ I

1. Η παράγραφος 2 του Άρθρου 10 (Μερίσματα) της Σύμβασης διαγράφεται και αντικαθίσταται από την ακόλουθη παράγραφο 2:

«2. Εντούτοις, τα μερίσματα αυτά μπορούν, επίσης, να φορολογούνται στο Συμβαλλόμενο Κράτος, του οποίου η εταιρεία που καταβάλλει τα μερίσματα είναι κάτοικος και σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του Κράτους, αλλά εάν ο πραγματικός δικαιούχος των μερισμάτων είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, ο φόρος που επιβάλλεται με αυτόν τον τρόπο δεν πρέπει να υπερβαίνει: α) το 5% του ακαθάριστου ποσού των μερισμάτων, αν ο πραγματικός δικαιούχος είναι εταιρεία (εκτός από προσωπική εταιρεία) που κατέχει άμεσα τουλάχιστον το 25% του κεφαλαίου της εταιρείας που καταβάλλει τα μερίσματα,

β) το 15% του ακαθάριστου ποσού -των μερισμάτων σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις.

Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών θα καθορίσουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής αυτών των περιορισμών.

Η παρούσα παράγραφος δεν επηρεάζει τη φορολογία της εταιρείας σε σχέση με τα κέρδη από τα οποία καταβάλλονται τα μερίσματα.»

2. Μια νέα παράγραφος 3 εισάγεται στη Σύμβαση. Οι παράγραφοι 3, 4 και 5, συνεπώς, αναριθμούνται σε 4, 5 και 6. Η νέα παράγραφος 3 έχει ως ακολούθως:

«3. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 & 2, μερίσματα που καταβάλλονται από μια εταιρεία που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους φορολογούνται μόνο σε αυτό το άλλο Κράτος εάν ο πραγματικός δικαιούχος των μερισμάτων είναι: α) το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μια πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, β) οποιοδήποτε ταμείο συντάξεων ή συνταξιοδοτικό πρόγραμμα.»

ΑΡΘΡΟ II

Η παράγραφος 2 του Άρθρου 11 (Τόκοι) της Σύμβασης διαγράφεται και αντικαθίσταται από την ακόλουθη παράγραφο 2:

«2. Εντούτοις, μπορούν αυτοί οι τόκοι να φορολογούνται, επίσης, στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν και σύμφωνα με τή νομοθεσία του Κράτους αυτού, αλλά εάν ο πραγματικός δικαιούχος των τόκων είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, ο φόρος που επιβάλλεται με αυτόν τον τρόπο δεν πρέπει να υπερβαίνει το 7% του ακαθάριστου ποσού των τόκων. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών θα καθορίσουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής αυτού του περιορισμού.»

ΑΡΘΡΟ III

1. Η παράγραφος 4 του Άρθρου 13 (Ωφέλεια από κεφάλαιο) της Σύμβασης διαγράφεται και αντικαθίσταται από την ακόλουθη παράγραφο 4:

«4. Ωφέλεια που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλομένου Κράτους από την εκποίηση μετοχών ή άλλων δικαιωμάτων συμμετοχής, των οποίων περισσότερο από το 50 τοις εκατό της αξίας τους προέρχεται άμεσα ή έμμεσα από ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να φορολογείται στο άλλο αυτό Κράτος.»

2. Μια νέα παράγραφος 5 προστίθεται στο Άρθρο 13 και έχει ως ακολούθως:

«5. Ωφέλεια από την εκποίηση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, εκτός από εκείνα που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4, φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος του οποίου είναι κάτοικος το πρόσωπο που εκποιεί το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο.»

ΑΡΘΡΟ IV

1. Η ακόλουθη πρόταση προστίθεται στην παράγραφο 2 του Άρθρου 22 (Μέθοδοι για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας) της Σύμβασης:

«Εντούτοις, η απαλλαγή αυτή θα έχει εφαρμογή σε ωφέλεια που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του Άρθρου 13, μόνον εάν η πραγματική φορολόγηση της ωφέλειας αυτής, στην Ελλάδα, έχει αποδειχθεί.»

2. Η παράγραφος 4 του Άρθρου 22 διαγράφεται.

ΑΡΘΡΟ V

Μια νέα παράγραφος 5 προστίθεται στο Άρθρο 24 (Διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού) της Σύμβασης και έχει ως ακολούθως:

«5. Όπου,

α) σύμφωνα με την παράγραφο 1, ένα πρόσωπο έχει υποβάλλει μια υπόθεση στην αρμόδια, αρχή ενός Συμβαλλομένου Κράτους με βάση ότι οι ενέργειες του ενός ή και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών είχαν ως αποτέλεσμα, για το συγκεκριμένο πρόσωπο, φορολόγηση που δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης, και

β) οι αρμόδιες αρχές αδυνατούν να καταλήξουν σε συμφωνία για την επίλυση αυτής της υπόθεσης σύμφωνα με την παράγραφο 2 εντός τριών ετών από την υποβολή της υπόθεσης στην αρμόδια αρχή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, οποιαδήποτε μη επιλυθέντα ζητήματα που προκύπτουν από την υπόθεση θα υποβάλλονται σε διαιτησία, εφόσον τέτοιο αίτημα υποβληθεί από το πρόσωπο. Εντούτοις, αυτά τα ανεπίλυτα ζητήματα δεν θα υποβάλλονται σε διαιτησία, εάν, επί των ζητημάτων αυτών έχει εκδοθεί, ήδη, απόφαση από ένα δικαστήριο ή διοικητικό δικαστήριο, είτε του ενός, είτε του άλλου Κράτους. Εκτός και εάν ένα πρόσωπο που επηρεάζεται άμεσα από την υπόθεση δεν αποδεχτεί τη διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού, η οποία θέτει σε εφαρμογή την απόφαση της διαιτησίας, αυτή η απόφαση θα είναι δεσμευτική και για τα δυο Συμβαλλόμενα Κράτη και θα εφαρμόζεται ανεξάρτητα από οποιουσδήποτε χρονικούς περιορισμούς στις εσωτερικές νομοθεσίες των Κρατών αυτών. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών καθορίζουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.

Τα Συμβαλλόμενα Κράτη, μπορούν να διαθέσουν στην επιτροπή διαιτησίας, η οποία συστάθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της παραγράφου, πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες για τη διεξαγωγή της διαδικασίας διαιτησίας. Τα μέλη της επιτροπής διαιτησίας υπόκεινται στους περιορισμούς αποκάλυψης, όπως αυτοί περιγράφονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 25, σε σχέση με τις πληροφορίες που έχουν διατεθεί.»

ΑΡΘΡΟ VI

Το Άρθρο 25 (Ανταλλαγή Πληροφοριών) της Σύμβασης διαγράφεται και αντικαθίσταται από το ακόλουθο νέο Άρθρο 25:

«1. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών θα ανταλλάσσουν αυτές τις πληροφορίες που κρίνονται απαραίτητες για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της Σύμβασης ή τη διαχείριση ή επιβολή των εσωτερικών νομοθεσιών σε σχέση με τους φόρους που καλύπτονται από τη Σύμβαση, στο μέτρο που η φορολογία σύμφωνα με αυτές δεν είναι αντίθετη με τη Σύμβαση. Η ανταλλαγή των πληροφοριών δεν περιορίζεται από το Άρθρο 1.

2. Οποιεσδήποτε πληροφορίες λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος θεωρούνται ως απόρρητες κατά τον ίδιο τρόπο, όπως οι πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του Κράτους αυτού και αποκαλύπτονται μόνο σε πρόσωπα ή αρχές (συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων και των διοικητικών οργάνων) που σχετίζονται με τη βεβαίωση ή είσπραξη, την αναγκαστική εκτέλεση ή δίωξη, ή την εκδίκαση προσφυγών, αναφορικά με τους φόρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Τα πρόσωπα αυτά ή οι αρχές θα χρησιμοποιούν τις πληροφορίες μόνο για τους ως άνω σκοπούς. Μπορούν να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες στο δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία ή σε δικαστικές αποφάσεις. Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω, πληροφορίες που λαμβάνονται από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μπορούν να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς, όταν τέτοιες πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς σύμφωνα με τη νομοθεσία των δυο Κρατών και οι αρμόδιες αρχές του παρέχοντος Κράτους επιτρέπουν τέτοια χρήση.

3. Σε καμία περίπτωση οι διατάξεις των παραγράφων 1 & 2 δεν ερμηνεύονται ότι επιβάλλουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος την υποχρέωση: α) να λαμβάνει διοικητικά μέτρα αντίθετα με τη νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική αυτού ή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους,

β) να παρέχει πληροφορίες που δεν μπορούν ν’ αποκτηθούν σύμφωνα με τη νομοθεσία ή κατά τη συνήθη διοικητική πρακτική αυτού ή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, γ) να παρέχει πληροφορίες που να αποκαλύπτουν οποιοδήποτε συναλλακτικό, επιχειρηματικό, βιομηχανικό, εμπορικό ή επαγγελματικό απόρρητο ή διαδικασία παραγωγής ή πληροφορία, η αποκάλυψη των οποίων θα ήταν αντίθετη σε κανόνα δημόσιας τάξης (ordre public).

4. Εάν ζητηθούν πληροφορίες από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος σύμφωνα με το παρόν Άρθρο, το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος θα κάνει χρήση των μέτρων συλλογής πληροφοριών για να αποκτήσει τις αιτούμενες πληροφορίες, ακόμη και αν αυτό το άλλο Κράτος, ενδεχομένως, να μη χρειάζεται τις πληροφορίες αυτές για δικούς του φορολογικούς σκοπούς. Η υποχρέωση που περιέχεται στην προηγούμενη πρόταση υπόκειται στους περιορισμούς της παραγράφου

3, αλλά σε καμία περίπτωση τέτοιοι περιορισμοί δεν θεωρείται ότι επιτρέπουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος να αρνηθεί να παράσχει τις πληροφορίες αποκλειστικά για το λόγο ότι δεν έχει εθνικό συμφέρον για τέτοιες πληροφορίες. '

5. Σε καμία περίπτωση οι διατάξεις της παραγράφου 3 δεν θεωρείται ότι επιτρέπουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος να αρνηθεί την παροχή των πληροφοριών αποκλειστικά και μόνον επειδή οι πληροφορίες αυτές είναι στην κατοχή τράπεζας, άλλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου ή προσώπου που ενεργεί με την ιδιότητα του αντιπροσώπου ή του θεματοφύλακα ή επειδή οι πληροφορίες συνδέονται με τα ιδιοκτησιακά συμφέροντα ενός προσώπου. Για να αποκτήσουν τέτοιου είδους πληροφορίες οι φορολογικές αρχές του αιτούντος Συμβαλλόμενου Κράτους θα έχουν, εφόσον είναι αναγκαίο για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα παράγραφο, την εξουσία να επιβάλουν την αποκάλυψη πληροφοριών που καλύπτονται από την παρούσα παράγραφο, ανεξάρτητα από την παράγραφο 3 ή τυχόν αντίθετων διατάξεων στην εθνική του νομοθεσία.»

ΑΡΘΡΟ VII

1. Η παράγραφος 1 του Πρωτοκόλλου της Σύμβασης διαγράφεται και αντικαθίσταται από την επόμενη νέα παράγραφο 1 :

«1α. Αναφορικά με την παράγραφο 1 του Άρθρου 4 εννοείται ότι, ο όρος ‘κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους’ περιλαμβάνει ένα αναγνωρισμένο συνταξιοδοτικό ταμείο ή συνταξιοδοτικό πρόγραμμα σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος, και αυτό το ίδιο Συμβαλλόμενο Κράτος, μια πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή.

β. Εννοείται ότι, ως αναγνωρισμένο συνταξιοδοτικό ταμείο ή συνταξιοδοτικό πρόγραμμα ενός Συμβαλλόμενου Κράτους θεωρείται οποιοδήποτε συνταξιοδοτικό ταμείο ή συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που αναγνωρίζεται και ελέγχεται σύμφωνα με τις κανονιστικές διατάξεις αυτού του Κράτους, το οποίο, σε γενικές γραμμές, απαλλάσσεται από τη φορολογία εισοδήματος σε αυτό το Κράτος και το οποίο χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για τη διαχείριση ή την παροχή σύνταξης ή συνταξιοδοτικών ωφελημάτων ή για την απόκτηση εισοδήματος προς όφελος ενός ή περισσοτέρων από αυτές τις διευθετήσεις.»

2. Η ακόλουθη νέα παράγραφος 3 προστίθεται στο Πρωτόκολλο της Σύμβασης:

«3. Εννοείται ότι, ο όρος «συντάξεις» όπως αυτός χρησιμοποιείται στα Άρθρα 18 & 19 αντίστοιχα, δεν καλύπτει μόνον περιοδικές πληρωμές, αλλά περιλαμβάνει και εφάπαξ πληρωμές.»

3. Η ακόλουθη νέα παράγραφος 4 προστίθεται στο Πρωτόκολλο της Σύμβασης:

«4. Αναφορικά με το Άρθρο 25

α) Εννοείται ότι, η ανταλλαγή πληροφοριών θα αιτείται μόνον όταν το αιτούν Συμβαλλόμενο Κράτος έχει εξαντλήσει όλες τις τακτικές πηγές πληροφοριών που είναι διαθέσιμες σύμφωνα με την εσωτερική φορολογική διαδικασία.

β) Εννοείται ότι, η διοικητική συνδρομή που προβλέπεται από το Άρθρο 25 δεν περιλαμβάνει μέτρα που στοχεύουν μόνο στην απλή συλλογή αποδεικτικών στοιχείων ('αλίευση αποδείξεων’). .

γ) Εννοείται ότι, οι φορολογικές αρχές του αιτούντος Κράτους παρέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες στις φορολογικές αρχές του αιτηθέντος Κράτους, όταν υποβάλλεται μια αίτηση για παροχή πληροφοριών δυνάμει του Άρθρου 25 της Σύμβασης:

(ί) το όνομα και τη διεύθυνση του υπό εξέταση ή έρευνα προσώπου(-ων), και, αν υφίστανται, άλλα στοιχεία που διευκολύνουν την ταυτοποίηση αυτών των προσώπων, όπως η ημερομηνία γέννησης, η οικογενειακή κατάσταση, ο αριθμός φορολογικού μητρώου,

(ϋ) το χρονικό διάστημα για το οποίο ζητούνται οι πληροφορίες,

(ίϋ) μια δήλωση με τις ζητούμενες πληροφορίες, όπου θα περιλαμβάνεται το είδος της πληροφορίας και ο μορφότυπος με τον οποίο το αιτούν Κράτος επιθυμεί να λάβει τις πληροφορίες από το αιτηθέν Κράτος,

(ϊν) το φορολογικό σκοπό για τον όποίο ζητείται η πληροφορία,

(ν) το όνομα και τη διεύθυνση οποιουδήποτε προσώπου εικάζεται ότι είναι κάτοχος της αιτούμενης πληροφορίας, δ) Είναι, επίσης, κατανοητό ότι, το Άρθρο 25 της Σύμβασης δεν δεσμεύει τα Συμβαλλόμενα Κράτη να ανταλλάσσουν πληροφορίες σε αυτόματη ή αυθόρμητη βάση.

ε) Είναι κατανοητό ότι, σε περίπτωση ανταλλαγής πληροφοριών, οι διοικητικοί διαδικαστικοί κανόνες που αφορούν στα δικαιώματα των φορολογουμένων που προβλέπονται από το αιτηθέν Συμβαλλόμενο Κράτος, εξακολουθούν να εφαρμόζονται πριν από τη διαβίβαση των πληροφοριών στο αιτούν Συμβαλλόμενο Κράτος. Είναι, επίσης, κατανοητό ότι, αυτή η διάταξη αποσκοπεί στη διασφάλιση του φορολογούμενου σε μια δίκαιη διαδικασία και όχι στην αποφυγή ή στην αδικαιολόγητη καθυστέρηση της διαδικασίας ανταλλαγής πληροφοριών.»

ΑΡΘΡΟ VIII

Κάθε ένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη θα κοινοποιήσει στο άλλο, μέσω της διπλωματικής οδού, την ολοκλήρωση των διαδικασιών που απαιτούνται από τη νομοθεσία του για τη θέση σε ισχύ του παρόντος Πρωτοκόλλου. Το παρόν Πρωτόκολλο αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία παραλαβής της τελευταίας από τις κοινοποιήσεις αυτές και το παρόν Πρωτόκολλο εφαρμόζεται:

α) όσον αφορά στους παρακρατηθέντες φόρους στην πηγή επί των ; οφειλόμενων ποσών κατά ή μετά την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου του ; έτους που ακολουθεί αμέσως μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος Πρωτοκόλλου,

β) όσον αφορά στους λοιπούς φόρους για τις φορολογικές χρήσεις που ξεκινούν την ή μετά την πρώτη ημέρα του -Ιανουαρίου του έτους που ακολουθεί την έναρξη ισχύος του παρόντος Πρωτοκόλλου,

γ) στις αιτήσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών που πραγματοποιήθηκαν κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Πρωτοκόλλου, όσον αφορά πληροφορίες σχετικές με φορολογικές περιόδους που αρχίζουν την ή μετά την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου που ακολουθεί την έναρξη ισχύος του παρόντος Πρωτοκόλλου,

δ) όσον αφορά στο Άρθρο V του παρόντος Πρωτοκόλλου, σπς υποθέσεις που είναι υπό εξέταση από τις αρμόδιες αρχές την ημερομηνία κατά την οποία το Πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ και στις υποθέσεις που υποβάλλονται προς εξέταση μετά την ημερομηνία αυτή.

Σε πίστωση των ανωτέρω οι υπογράφοντες, δεόντως εξουσιοδοτημένοι από τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν το παρόν Πρωτόκολλο.

Έγινε εις διπλούν στη Βέρνη σήμερα, την 4η Νοεμβρίου ημέρα Πέμπτη του 2010 στην Ελληνική, Αγγλική, και Γαλλική γλώσσα, και όλα τα κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά. Σε περίπτωση οποιοσδήποτε απόκλισης μεταξύ του Ελληνικού και του Γαλλικού κειμένου, το Αγγλικό κείμενο θα υπερισχύει.

Για την Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας

Για το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο

PROTOCOLE

ENTRE LA REPUBLIQUE HELLENIQUE ET LA CONFEDERATION SUISSE MODIFIANT LA CONVENTION ENTRE LA REPUBLIQUE HELLENIQUE ET LA CONFEDERATION SUISSE EN VUE D’EVITER LES DOUBLES IMPOSITIONS EN MATIERE D’IMPOTS SUR LE REVENU ET LE PROTOCOLE Y RELATIF, SIGNES A BERNE LE 16 JUIN 1983

Le Gouvernement de la Republique Hellenique

et

Le Conseil Federal Suisse,

desireux de conclure un Protocole modifiant la Convention entre la Republique Hellenique et la Confed6ration Suisse en vue d’eviter les doubles impositions en matiere d’impots sur le revenu, signee a Berne le 16 juin 1983 (ci-apres «la Convention») et le Protocole y relatif signe έ Berne le 16 juin 1983 (ci-apres «le Protocole de la Convention»),

sont convenus des dispositions suivantes:

Art. I

1. Le paragraphe 2 de I’art. 10 (Dividendes) de la Convention est supprime et remplace par le paragraphe 2 suivant:

«2. Toutefois, ces dividendes sont aussi imposables dans I'Etat contractant dont la societe qui paie les dividendes est un resident, et selon la legislation de cet Etat, mais si le beneficiaire effectif des dividendes est un resident de I’autre Etat contractant, I'impot ainsi etabli ne peut exceder:

a) 5% du montant brut des dividendes si le beneficiaire effectif est une societe (autre qu'une societe de personnes) qui detient directement au moins 25% du capital de la societe qui paie les dividendes;

b) 15% du montant brut des dividendes, dans tous les autres cas.

Les autorites competentes des Etats contractants reglent d'un commun accord les modalites d'application de ces limitations.

Le present paragraphe n'affecte pas I'imposition de la societe au titre des benefices qui servent au paiement des dividendes.»

2. Un nouveau paragraphe 3 est insere dans la Convention. Les paragraphes 3, 4 et 5 sont par consequent numerates 4, 5 et 6. Le nouveau paragraphe 3 est libelle comme suit:

«3. NonobstanHes dispositions des paragraphes 1 et 2, les dividendes payes par une societe qui est un resident d’un Etat contractant a un resident de I’autre Etat contractant ne sont imposables que dans cet autre Etat si le beneficiaire effectif des dividendes est:

a) cet autre Etat contractant, I’une de ses subdivisions politiques ou collectivites locales;

b) un fonds de pension ou une institution de prevoyance.»

Art. II

Le paragraphe 2 de I’art. 11 (Interets) de la Convention est supprime et remplace par le paragraphe 2 suivant:

«2. Toutefois, ces interets sont aussi imposables dans I'Etat contractant d'oii ils proviennent et selon la legislation de cet Etat, mais si le beneficiaire effectif des interets est un resident de I’autre Etat contractant, I'impot ainsi etabli ne peut exceder 7% du montant brut des interets. Les autorites competentes des Etats contractants reglent d'un commun accord les modalites d'application de cette limitation.»

Art. ΙΙΙ

1. -Le paragraphe 4 de I’art. 13 (Gains en capital) de la Convention est supprime et remplace par le paragraphe 4 suivant:

«4. Les gains qu’un resident d’un Etat -contractant tire de I’alienation d’actions ou d’autres parts sociales qui tirent, directement ou indirectement, plus de 50% de leur valeur de biens immobiliers situes dans I’autre Etat contractant sont imposables dans cet autre Etat.»

2. Un nouveau paragraphe 5 est ajoute a I’art. 13 et il est libelle comme suit: .

«5. Les gains provenant de I’alienation de tous biens autres que ceux vises aux paragraphes 1, 2, 3 et 4 ne sont imposables que dans I’Etat contractant dont le cedant est un resident.»

Art. IV

1. La phrase suivante est ajoutee au paragraphe 2 de I’art. 22 (Methodes pour eliminer les doubles impositions) de la Convention:

«Toutefois, cette exemption ne s’applique aux gains vises au paragraphe 4 de I'art. 13 qu’apres justification de I’imposition effective de ces gains en Grece.»

2. Le paragraphe 4 de I’art. 22 est supprime.

Art. V

Un nouveau paragraphe 5 est ajoute a I’art. 24 (Procedure amiable) de la Convention et il est libelle comme suit:

«5. Lorsque:

a) en vertu du paragraphe 1, une personne a soumis un cas a I’autorite competente d’un Etat contractant en se fondant sur le fait que les

mesures prises par un Etat contractant ou par les deux Etats contractants ont entraTne pour cette personne une imposition non conforme aux dispositions de cette Convention, et que

b) les autorites competentes ne parviennent pas a un accord permettant de resoudre ce -cas en vertu du paragraphe 2 dans un delai de trois ans a compter de la presentation du cas a I’autorite competente de I’autre Etat contractant, les questions non r£solues soulevees par ce cas doivent etre soumises έ arbitrage si la personne en fait la demande. -Ces questions non resolues ne doivent toutefois pas etre soumises a arbitrage si une decision sur ces questions a dej£ ete rendue par un tribunal judiciaire ou administratif de I’un des Etats. A moins qu’une personne directement concernee par le cas n’accepte pas I’accord amiable par lequel la decision d’arbitrage est appliquee, cette decision lie les deux -Etats contractants et doit etre appliquee quels que soient les delais prevus par le droit interne de ces Etats. Les autorites competentes des Etats -contractants reglent par accord amiable les modalites d’application de ce paragraphe.

Les Etats contractants peuvent communiquer a la commission d’arbitrage, etablie conform6ment aux dispositions du present paragraphe, les informations qui sont necessaires έ I’execution de la procedure d’arbitrage. S’agissant des informations communiquees, les membres de la commission d’arbitrage sont soumis aux regies de confidentialite decrites au paragraphe 2 de I’art. 25.»

Art. VI

L’art. 25 (Echange de renseignements) de la Convention est supprime et remplace par le nouvel art. 25 suivant:

«1. Les autorites competentes des Etats contractants §changent les renseignements vraisemblablement pertinents pour appliquer les dispositions de la presente Convention ou pour I’administration ou (’application de la legislation interne relative aux impots vises par la Convention dans la mesure oil I’imposition qu’elle pr6voit n’est pas contraire ό la Convention. L'echange de renseignements n'est pas restreint par I'art. 1.

2. Les renseignements re$us en vertu du paragraphe 1 par un Etat contractant sont tenus secrets de la m§me maniere que les renseignements obtenus en application de la legislation interne de cet Sat et ne sont communiques qu’aux personnes ou autorites (y compris les tribunaux et organes administratifs) concernees par l’£tablissement ou le recouvrement des impots mentionn6s au paragraphe 1, par les procedures ou poursuites concernant ces impots ou par les decisions sur les recours relatifs έ ces impots. Ces personnes ou autorites n’utilisent ces renseignements qu’3 ces fins. Elies peuvent r6v6ler ces renseignements au cours d’audiences publiques de tribunaux ou dans des jugements. Nonobstant ce qui precede, les renseignements re?us par un Etat contractant peuvent etre utilises a d’autres fins lorsque cette possibility resulte des lois des deux Etats et lorsque I’autorite competente de I’Etat qui fournit les renseignements autorise cette utilisation.

3. Les dispositions des paragraphes 1 et 2 ne peuvent en aucun cas dtre interpretees comme imposant £ un Etat contractant I'obligation:

a) de prendre des mesures administratives d^rogeant έ sa legislation et έ sa pratique administrative ou έ celles de I’autre Etat contractant;

b) de fournir des renseignements qui ne pourraient §tre obtenus sur la base de sa legislation ou dans le cadre de sa pratique administrative normale ou de celles de I’autre ttat contractant;

c) de fournir des renseignements qui r£v6leraient un secret commercial, industriel, professionnel ou un proc6de commercial ou des renseignements dont la communication serait contraire έ I’ordre public.

4. Si des renseignements sont demandes par un Etat contractant conformement au present article, I’autre Etat contractant utilise les pouvoirs dont il dispose pour obtenir les renseignements demandes, meme s’il n’en a pas besoin a ses propres fins fiscales. L’obligation qui figure dans la phrase precedente est soumise aux limitations prevues au paragraphe 3 sauf si ces limitations sont susceptibles d’empecher un Etat contractant de communiquer des renseignements uniquement parce que ceux-ci ne presentent pas d’interet pour lui dans le cadre national.

5. En aucun cas les dispositions du paragraphe 3 ne peuvent §tre interpretees comme permettant a un Etat contractant de refuser de communiquer des renseignements uniquement parce que ceux-ci sont detenus par une banque, un autre 6tablissement financier, un mandataire ou une personne agissant en tant qu’agent ou fiduciaire ou parce que ces renseignements se rattachent aux droits de propriete d’une personne. Aux fins de I’obtention de ces renseignements, nonobstant le paragraphe 3 ou toute disposition contraire du droit interne, les autorites fiscales de I’Etat contractant requis ont le pouvoir d’exiger la divulgation des renseignements precites, pour autant que cela soit necessaire έι I’execution des obligations citees dans le present paragraphe.»

Art. VII

1. Le paragraphe 1 du Protocole de la Convention est supprime et remplace par le nouveau paragraphe 1 suivant:

«1a) Eu egard au paragraphe 1 de I’art. 4, il est entendu que I’expression «resident d’un Etat contractant» comprend un fonds de pension ou une institution de prevoyance reconnus etablis dans cet Etat contractant ainsi que I’Etat contractant en tant que tel, une de ses subdivisions politiques ou collectivites locales.

b) II est entendu que sont consideres comme un fonds de pension ou une institution de prevoyance reconnus d’un Etat contractant, tout fonds de pension ou institution de prevoyance reconnu et controle conformement aux dispositions statutaires de cet Etat, qui est generalement exempte de I’imposition sur le revenu et qui est gere principalement en vue d’administrer ou d’accorder des pensions ou prestations de retraite ou d’obtenir des revenus pour le compte de I’une ou I’autre de ces institutions.»

2. Le nouveau paragraphe 3 suivant est ajoute au Protocole de la Convention:

«3. II est entendu que le terme «pensions» utilise dans les articles 18 et 19 respectivement, comprend non seulement les paiements periodiques mais encore les paiements forfaitaires.»

3. Le nouveau paragraphe 4 suivant est ajoute au Protocole de la Convention:

«4. En reference d I’art. 25:

a) il est entendu que I’Etat requerant aura epuise au prealable toutes les sources habituelles de renseignements prevues par sa procedure fiscale interne avant de presenter une demande de renseignements;

b) il est entendu que la demande d’assistance administrative prevue a I’art. 25 ne comprend pas les mesures visant a la simple obtention de preuves («peche aux renseignements»);

c) il est entendu que les autorites fiscales de I’Etat requerant fournissent les informations suivantes aux autorites fiscales de I’Etat requis lorsqu’elles presentent une demande de renseignements selon I’art. 25 de la Convention: (i) le nom et I’adresse de la ou des personnes visees par le controle ou I’enquete et, si disponibles, les autres elements qui facilitent I’identification de cette ou de ces personnes tels que la date de naissance, I’etat-civil ou le numero d’identification fiscale;

(ii) la periode visee par la demande;

(iii) une description des renseignements demandes y compris de leur nature et de la forme selon laquelle I’Etat requerant desire recevoir les renseignements de I’Etat requis;

(iv) I’objectif fiscal qui fonde la demande;

(v) le nom et I’adresse de toute personne presumee etre en possession des renseignements requis.

d) II est en outre entendu qu’aucune obligation n’incombe έ I’un des Etats contractants, sur la base de I’art. 25 de la Convention, de proceder a un echange de renseignements spontane ou automatique.

e) II est entendu qu’en cas d’echange de renseignements, les regies de procedure administrative relative aux droits du contribuable prevues dans I’Etat contractant requis demeurent applicables avant que I’information ne soit transmise a I’Etat contractant requerant. II est en outre entendu que cette disposition vise έ garantir une procedure equitable au contribuable et non pas a eviter ou retarder sans motif le processus d’echange de renseignements.»

Art. VIII

Chaque Etat contractant notifiera έ I’autre Etat contractant, par voie diplomatique, I’achevement des procedures requises par sa legislation en vue de I’entree en vigueur du present Protocole. Le Protocole entrera en vigueur a la date de reception de la derniere de ces notifications et ses dispositions seront applicables:

a) s’agissant des impots per^us a la source sur les revenus attribues & partir du 1er jour de janvier de I’annee qui suit la date a laquelle le Protocole entre en vigueur; .

b) s’agissant de tous les autres impots, pour les annees de taxation commengant le 1er jour de janvier de I’annee qui suit celle au cours de laquelle le Protocole entre en vigueur, ou apres cette date;

c) s’agissant des demandes de renseignements presentees a la date a laquelle le Protocole entre en vigueur, ou apres cette date, aux renseignements concernant des periodes fiscales qui debutent le 1 janvier de I’annee qui suit I’entree en vigueur du present Protocole ou a une date ulterieure; .

d) s’agissant de I’article V du present Protocole, aux procedures en cours aupres des autorites competentes a la date de I’entree en vigueur du present Protocole, et aux procedures qui debuteront apres cette date.

En foi de quoi, les soussignes dument autoris6s par leurs Gouvernements respectifs ont signe le pr6sent Protocole.

Fait en deux exemplaires £ Berne, le 4 novembre, 2010 en langues hellenique, frangaise et anglaise, chaque texte faisant egalement foi. En cas d’interpretation differente des textes hellenique et franpais, le texte anglais fera foi.

Pour le Gouvernement de la Republique Hellenique

Pour le Conseil federal suisse

PROTOCOL

BETWEEN THE HELLENIC REPUBLIC AND THE SWISS CONFEDERATION AMENDING THE CONVENTION BETWEEN THE HELLENIC REPUBLIC AND THE SWISS CONFEDERATION FOR THE AVOIDANCE OF DOUBLE TAXATION WITH RESPECT TO TAXES ON INCOME AND THE PROTOCOL, SIGNED AT BERNE ON 16th JUNE 1983

The Government of the Hellenic Republic and

The Swiss Federal Council,

Desiring to conclude a Protocol to amend the Convention between the Hellenic Republic and the Swiss Confederation for the Avoidance of Double Taxation with respect to Taxes on Income, signed at Berne on 16thJune 1983 (hereinafter referred to as “the Convention") and the Protocol signed at Berne on 16th June 1983 (hereinafter referred to as “the Protocol to the Convention”),

Have agreed as follows:

ARTICLE I

1. Paragraph 2 of Article 10 (Dividends) of the Convention shall be deleted and replaced by the following paragraph 2:.

“2. However, such dividends may also be taxed in the Contracting State of which the company paying the dividends is a resident, and according to the laws of that State, but if the beneficial owner of the dividends is a resident of the other Contracting State, the tax so charged shall not exceed:

a) 5% of the gross amount of the dividends if the beneficial owner is a company (other than a partnership) which holds directly at least 25% of the capital of the company paying the dividends;

b) 15% of the gross amount of the dividends in all other cases;

The competent authorities of the Contracting States shall by mutual agreement settle the mode of application of these limitations.

This paragraph shall not affect the taxation of the company in respect of the profits out of which the dividends are paid”.

2. A new paragraph 3 is inserted into the Convention. The paragraphs 3, 4 and 5 are consequently renumbered 4, 5 and 6. The new paragraph 3 reads as follows:

“3. Notwithstanding the provisions of paragraphs 1 & 2, dividends paid by a company which is a resident of a Contracting State to a resident of the other Contracting State shall be taxable only in that other;State if the beneficial owner of the dividends is:

a) the other Contracting State, a political subdivision or a local authority of that other Contracting State;

b) any pension fund or pension scheme. ”

ARTICLE II

Paragraph 2 of Article 11 (Interest) of the Convention shall be deleted and replaced by the following paragraph 2:

“2. However, such interest may also be taxed in the Contracting State in which it arises and according to the laws of that State, but if the beneficial owner of the interest is a resident of the other Contracting State, the tax so charged shall not exceed 7% of the gross amount of the interest. The competent authorities of the Contracting States shall by mutual agreement settle the mode of application of this limitation.”

ARTICLE III

1. Paragraph 4 of Article 13 (Capital Gains) of the Convention shall be deleted and replaced by the following paragraph 4:

“4. Gains derived by a resident of a Contracting State from the alienation of shares or other participation rights, deriving more than SO per cent of their value directly or indirectly from immovable property situated in the other Contracting State may be taxed in that other State.”

2. A new paragraph 5 is added into Article 13 and it reads as follows:

“5. Gains from the alienation of any property other than that referred to in paragraphs 1,2,3 and 4, shall be taxable only in the Contracting State of which the alienator is a resident.”

ARTICLE IV

1. The following sentence is added to paragraph 2 of Article 22 (Methods for elimination of double taxation) of the Convention:

“However, such exemption shall apply to gains referred to in paragraph 4 of Article 13 only if actual taxation of such gains in Greece is demonstrated.”

2. Paragraph 4 of Article 22 shall be deleted.

ARTICLE V

A new paragraph 5 is added to Article 24 (Mutual agreement procedure) of the Convention and it reads as follows:

“5. Where,

a) under paragraph 1, a person has presented a case to the competent authority of a Contracting State on the basis that the actions of one or both of the Contracting States have resulted for that person in taxation not in accordance with the provisions of this Convention, and

b) the competent authorities are unable to reach an agreement to resolve that case pursuant to paragraph 2 within three years from the presentation of the case to the competent authority of the other Contracting State,

any unresolved issues arising from the case shall be submitted to arbitration if the person so requests. These unresolved issues shall not, however, be submitted to arbitration if a decision on these issues has already been rendered by a court or administrative tribunal of either State. Unless a person directly affected by the case does not accept the mutual agreement that implements the arbitration decision, that decision shall be binding on both Contracting States and shall be implemented notwithstanding any time limits in the domestic laws of these States. The competent authorities of the Contracting States shall by mutual agreement settle the mode of application of this paragraph.

The Contracting States may release to the arbitration board, established under the provisions of this paragraph, such information as is necessary for carrying out the arbitration procedure. The members of the arbitration board shall be subject to the limitations of disclosure described in paragraph 2 of Article 25 with respect to the information so released."

ARTICLE VI

Article 25 (Exchange of information) of the Convention shall be deleted and replaced by the following new Article 25:

“1. The competent authorities of the Contracting States shall exchange such information as is foreseeably relevant for carrying out the provisions of this Convention or to the administration or enforcement of the domestic laws concerning taxes covered by this Convention insofar as the taxation thereunder is not contrary to the Convention. The exchange of information is not restricted by Article 1.

2. Any information received under paragraph 1 by a Contracting State shall be treated as secret in the same manner as information obtained under the domestic laws of that State and shall be disclosed only to persons or aythorities (including courts and administrative bodies) concerned with the assessment or collection of, the enforcement or prosecution in respect of, or the determination of appeals in relation to the taxes referred to in paragraph 1. Such persons or authorities shall use the information only for such purposes. They may disclose the information in public court proceedings or in judicial decisions. Notwithstanding the foregoing, information received by a Contracting State may be used for other purposes when such information may be used for such other purposes under the laws of both States and the competent authority of the supplying State authorises such use.

3. In no case shall the provisions of paragraphs 1 and 2 be construed so as to impose on a Contracting State the obligation:

a) to carry out administrative measures at variance with the laws and administrative practice of that or of the other Contracting State;

b) to supply information which is not obtainable under the laws or in the normal course of the administration of that or of the other Contracting State;

c) to supply information which would disclose any trade, business, industrial, commercial or professional secret or trade process, or information the disclosure of which would be contrary to public policy (ordre public).

4. If information is requested by a Contracting State in accordance with this Article, the other Contracting State shall use its information gathering measures to obtain the requested information, even though that other State may not need such information for its own tax purposes. The obligation contained in the preceding sentence is subject to the limitations of paragraph 3 but in no case shall such limitations be construed to permit a Contracting State to decline to supply information solely because it has no domestic interest in such information.

5. In no case shall the provisions of paragraph 3 be construed to permit a Contracting State to decline to supply information solely because the information is held by a bank, other financial institution, nominee or person acting in an agency or a fiduciary capacity or because it relates to ownership interests in a person. In order to obtain such information, the tax authorities of the requested Contracting State shall, if necessary to comply with its obligations under this paragraph, have the power to enforce the disclosure of information covered by this paragraph, notwithstanding paragraph 3 or any contrary provisions in its domestic laws.”

ARTICLE VII

1. Paragraph 1 of the Protocol to the Convention shall be deleted and replaced by the following new paragraph 1:

“1a. With respect to paragraph 1 of Article 4, it is understood that the term "resident of a Contracting State” includes a recognized pension fund or pension scheme in that

Contracting State; and the Contracting State itself, a political subdivision or a local authority.

b. It is understood that as a recognized pension fund or pension scheme of a Contracting State shall be regarded any pension fund or pension scheme recognized and controlled according to statutory provisions of that State, which is generally exempt from income taxation in that State and which is operated principally to administer or provide pension or retirement benefits or to earn income for the benefit of one or more such arrangements.”

2. The following new paragraph 3 shall be added to the Protocol to the Convention: :

“3. It is understood that the -term “pensions” as used in Articles 18 and 19, respectively, do not only cover periodic payments, but also include lump sum payments.”.

3. The following new paragraph 4 shall be added to the Protocol to the Convention:

“4. With reference to Article 25

a) It is understood that an exchange of information will only be requested once the requesting Contracting State has exhausted all regular sources of information available under the internal taxation procedure.

b) It is understood that the administrative assistance provided for in Article 25 does not include measures aimed only at the simple collection of pieces of evidence

(“fishing expeditions”).

c) It is understood that the tax authorities of the requesting State shall provide the following information to the tax authorities of the requested State when making a request for information under Article 25 of the Convention:

(i) the name and address of the person(s) under examination or investigation and, if available, other particulars facilitating that persons identification, such as date of birth, marital status, tax identification number;

(ii) the period of time for which the information is requested;

(iii) a statement of the information sought including its nature and the form in which the requesting State wishes to receive the information from the requested State;

(iv) the tax purpose for which the information is sought;

(v) the name and address of any person believed to be in possession of the requested information.

d) It is further understood that Article 25 of the Convention shall not commit the Contracting States to exchange information on an automatic or a spontaneous basis.

e) It is understood that in case of an exchange of information, the administrative procedural rules regarding taxpayers’ rights provided for in the requested Contracting State remain applicable before the information is transmitted to the requesting Contracting State. It is further understood that this provision aims at guaranteeing the taxpayer a fair procedure and not at preventing or unduly delaying the exchange of information process." -

ARTICLE VIII

Each of the Contracting States shall notify to the other, through the diplomatic channel, the completion of the procedures required by its law for the bringing into force of this Protocol. This Protocol shall enter into force on the date of receipt of the later of these notifications and this Protocol shall apply:

a) with respect to tax withheld at source on amounts due on or after the first day of January of the year next following the entry into force of this Protocol;

b) with respect to other taxes for fiscal years beginning on or after the first day of January of the year that follows the entry into force of this Protocol;

c) to requests for the exchange of information made on or after the date of entry into force of this Protocol regarding information that relates to taxable periods beginning on or after the first day of January next following the entry into force of this Protocol;

d) with respect to Article V of this Protocol to cases that are under consideration by the competent authorities as of the date on which this Protocol enters into force and cases that come under consideration after that date.

Άρθρο δεύτερο

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και του Πρωτοκόλλου που κυρώνεται από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου VIII αυτού.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 31 Δεκεμβρίου 2011

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

OIKONOMIΚΩΝΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝΣΤΑΥΡΟΣ ΔΗΜΑΣ

ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ

ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 31 Δεκεμβρίου 2011

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

ΑΠΟ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ