ΠΟΛ.1041/22.2.2008
Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του Ν.3610/2007
Σε συνέχεια της υπ’ αριθ. 1115142/1908/ΔΕ-Α’/ΠΟΛ.1139/29.11.2007 εγκυκλίου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών (ΕΥΟΟ), με την οποία σας κοινοποιήσαμε τον Ν.3610/2007 (ΦΕΚ 258/A’), σας παρέχουμε οδηγίες και διευκρινίσεις για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 4, 5, 6 και 18 του νόμου αυτού, που αναφέρονται σε θέματα φορολογικού ελέγχου.
Άρθρο 4
Κίνητρα εθελοντικής συμμόρφωσης
Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού προβλέπεται η παροχή κινήτρων προς τους φορολογούμενους, προκειμένου αυτοί να δηλώνουν με αρχικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις μη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη και να αποκαλύπτουν οικειοθελώς τυχόν διαπραχθείσες παραβάσεις και παρατυπίες αναφορικά με την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας. Ειδικότερα:
1. Με την παρ. 1 του άρθρου αυτού προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής από τον φορολογούμενο, πριν από την έναρξη του ελέγχου και ύστερα από σχετική έγγραφη πρόσκληση της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας, αρχικών ή συμπληρωματικών δηλώσεων, με μείωση στο 1/2 των πρόσθετων φόρων λόγω εκπροθέσμου, στην περίπτωση που αυτός έχει επιλεγεί για προσωρινό ή τακτικό φορολογικό έλεγχο.
Η παραπάνω δυνατότητα καταλαμβάνει δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ΦΠΑ και λοιπών γενικώς φορολογιών, τελών και εισφορών, για τις οποίες προβλέπεται η διενέργεια προσωρινού ή τακτικού φορολογικού ελέγχου και εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του Ν.2523/1997 περί επιβολής πρόσθετων φόρων.
Όπως έχει ήδη διευκρινιστεί στην εγκύκλιο ΠΟΛ.1139/29.11.2007, η πιο πάνω δυνατότητα αφορά φορολογούμενους γενικά και όχι μόνο επιτηδευματίες και δεν καταλαμβάνει τη φορολογία κεφαλαίου, με εξαίρεση τον Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (ΦΜΑΠ) και τον ειδικό φόρο επί των ακινήτων των άρθρων 15 έως 17 του Ν.3091/2002. Επίσης, η πιο πάνω δυνατότητα καταλαμβάνει και το Ενιαίο Τέλος Ακινήτων (ΕΤΑΚ) των άρθρων 5 έως 20 του Ν.3634/2008, ως προς τα νομικά πρόσωπα.
Περαιτέρω, οι διατάξεις της υπόψη παραγράφου δεν καταλαμβάνουν τις περιπτώσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 68, παρ. 2 του Ν.2238/1994 και 49, παρ. 3 του Ν.2859/2000 περί έκδοσης συμπληρωματικών φύλλων ελέγχου ή πράξεων.
Αντίθετα, οι παραπάνω διατάξεις καταλαμβάνουν τις περιπτώσεις έκδοσης συμπληρωματικών φύλλων ελέγχου ή πράξεων κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 68, παρ. 4 του Ν.2238/1994 και 49, παρ. 2 του Ν.2859/2000, μόνο όμως εφόσον αυτά εκδίδονται σε συνέχεια μερικών φύλλων ελέγχου ή πράξεων που έχουν ήδη εκδοθεί κατά τις διατάξεις αυτές και όχι μερικών φύλλων ή πράξεων που εκδίδονται εφεξής, στο πλαίσιο ελέγχου για τον οποίο θα έχει ήδη επιδοθεί αρχική πρόσκληση στον φορολογούμενο.
Επίσης, οι ως άνω διατάξεις καταλαμβάνουν και τους ελέγχους που διενεργούνται σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 1105941/1845/ΔΕ-Α/ΠΟΛ.1130/6.11.2007 απόφαση του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών (ΑΥΟΟ), περί επιλογής προς έλεγχο δηλώσεων που υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13 έως 17 του Ν.3296/2004.
Σε ό,τι αφορά την ακολουθούμενη διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων της εν λόγω παραγράφου, θα προηγείται, σε κάθε περίπτωση, η έκδοση της οικείας εντολής ελέγχου και στη συνέχεια θα ακολουθεί η επίδοση της προβλεπόμενης πρόσκλησης στον φορολογούμενο (επισυνάπτεται σχετικό υπόδειγμα) επί αποδείξει, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν.2717/1999) περί επιδόσεων, προκειμένου αυτός, εφόσον το επιθυμεί, να κάνει χρήση της προαναφερόμενης δυνατότητας.
Ειδικά επί τακτικού ελέγχου επιτηδευματιών με βιβλία Γ’ κατηγορίας του ΚΒΣ, με την επίδοση της ανωτέρω πρόσκλησης θα διενεργούνται υποχρεωτικά και οι προβλεπόμενες από την ΑΥΟΟ 1021681/1120/ΔΕ-Α’/ΠΟΛ.1037/1.3.2005 (άρθρο 3, περ. Γ.1 και 2) ελεγκτικές επαληθεύσεις της πρώτης ημέρας (έλεγχος ταμείου και αξιογράφων, ποσοτική καταμέτρηση σε δύο τουλάχιστον βασικά είδη αποθεμάτων και αντιπαραβολή με τα εμφανιζόμενα υπόλοιπα στο βιβλίο αποθήκης), δεδομένου ότι οι επαληθεύσεις αυτές συνιστούν προληπτικό έλεγχο της τρέχουσας χρήσης. Το ίδιο θα γίνεται και επί προσωρινού ελέγχου των παραπάνω επιτηδευματιών, ως προς την επαλήθευση ταμείου και αξιογράφων, εφόσον η επαλήθευση αυτή αναγράφεται στην οικεία εντολή ελέγχου (σχετική η ΕΥΟΟ 1018145/1103/ΔΕ-Α’/ΠΟΛ.1027/22.2.2005).
Αντίθετα, επί προσωρινού ή τακτικού ελέγχου μη τηρούντων βιβλία ή τηρούντων βιβλία Α’ ή Β’ κατηγορίας του ΚΒΣ, η επίδοση της ως άνω πρόσκλησης δεν συναρτάται αναγκαστικά με ταυτόχρονη διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων που συνιστούν προληπτικό έλεγχο της τρέχουσας χρήσης.
Σημειώνεται πάντως γενικώς ότι, ανάλογα με την περίπτωση, δεν αποκλείεται η ταυτόχρονη με την επίδοση της πρόσκλησης διενέργεια οποιωνδήποτε τέτοιου είδους ελεγκτικών επαληθεύσεων.
Επισημαίνεται ότι θα πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή εκ μέρους των ελεγκτικών υπηρεσιών, ώστε οι προσκλήσεις που επιδίδονται να είναι απολύτως σαφείς ως προς τα φορολογικά αντικείμενα, τις χρήσεις κ.λπ. που αποτελούν αντικείμενο του ελέγχου, προκειμένου ο φορολογούμενος να ασκήσει, εφόσον επιθυμεί, το σχετικό δικαίωμά του. Προς τούτο, πρέπει στην πρόσκληση να αναγράφονται επακριβώς όλα τα παραπάνω στοιχεία, όπως αυτά αναγράφονται και στην εκδοθείσα εντολή, καθώς επίσης και το είδος του ελέγχου (προσωρινός, τακτικός).
Εάν ο φορολογούμενος αποφασίσει να κάνει χρήση της πιο πάνω δυνατότητας, θα πρέπει να υποβάλει στην αρμόδια ΔΟΥ τις σχετικές δηλώσεις που επιθυμεί, με τη φορολογητέα ύλη που εκτιμά ότι θα πρέπει να περιληφθεί σε αυτές, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερολογιακών ημερών από της επίδοσης σε αυτόν της προβλεπόμενης πρόσκλησης, η οποία και θα πρέπει να επιδεικνύεται κατά την υποβολή των δηλώσεων, φωτοαντίγραφο δε αυτής θα επισυνάπτεται σε κάθε δήλωση. Η παραπάνω προθεσμία αρχίζει την επόμενη ημέρα της ημέρας επίδοσης της πρόσκλησης, εφόσον δε η ημέρα λήξης της είναι αργία, αυτή παρατείνεται μέχρι την πρώτη εργάσιμη ημέρα.
Σε περίπτωση ανταπόκρισης του φορολογούμενου και υποβολής σχετικών δηλώσεων κατά τα ανωτέρω, οι προβλεπόμενοι πρόσθετοι φόροι των παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του Ν.2523/1997 επί εκπρόθεσμων δηλώσεων μειώνονται στο 1/2 (από 1,5% σε 0,75% ή από 1% σε 0,5%, προκειμένου για φορολογία εισοδήματος και από 2,5% σε 1,25% ή από 1,5% σε 0,75%, προκειμένου για ΦΠΑ, Φόρο Κύκλου Εργασιών (ΦΚΕ), παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη και εισφορές, για κάθε μήνα καθυστέρησης, ανάλογα με τη χρήση κ.λπ.).
Μετά από την εκπνοή της προαναφερόμενης προβλεπόμενης προθεσμίας, η παραπάνω δυνατότητα του φορολογούμενου παύει να υφίσταται και εφαρμόζονται πλέον οι ισχύουσες γενικές διατάξεις, στο πλαίσιο του σχετικού ελέγχου της υπόθεσης.
Επισημαίνεται ότι επί φορολογούμενων ελεγκτικής αρμοδιότητας των Ελεγκτικών Κέντρων, για τους οποίους έχουν εκδοθεί εντολές ελέγχου και έχουν επιδοθεί σχετικές προσκλήσεις από τις εν λόγω υπηρεσίες, οι αρμόδιες ΔΟΥ θα πρέπει, για τις τυχόν υποβαλλόμενες κατά τα ανωτέρω δηλώσεις, να ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση τα αρμόδια Ελεγκτικά Κέντρα, τα οποία και θα πρέπει να αναζητούν τις δηλώσεις αυτές.
Σημειώνεται εξάλλου ότι οι παραπάνω διατάξεις της παρ. 1 του υπόψη άρθρου 4 εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις δηλώσεων που υποβάλλονται κατόπιν τηλεφωνικών ειδοποιήσεων από τις αρμόδιες ΔΟΥ, σύμφωνα με τις παρεχόμενες κατά καιρούς οδηγίες, ύστερα από προηγηθείσες διασταυρώσεις και εκτυπώσεις σχετικών καταστάσεων του πληροφοριακού συστήματος TAXIS. Ειδικά στις περιπτώσεις αυτές, δεν θα προηγείται η έκδοση σχετικής εντολής ελέγχου, θα επιδίδεται όμως και εν προκειμένω στον ίδιο τον φορολογούμενο ή σε άλλο νόμιμα εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, κατά την προσέλευσή τους στη ΔΟΥ και πριν από την υποβολή των δηλώσεων, η προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις πρόσκληση, η οποία ομοίως πρέπει να είναι απολύτως σαφής ως προς το φορολογικό αντικείμενο, τη χρήση κ.λπ. Εφόσον τελικά στις παραπάνω περιπτώσεις εκδίδεται εντολή προσωρινού ελέγχου, οι ανωτέρω διατάξεις θα έχουν εκ νέου εφαρμογή μόνο για τα τυχόν επιπλέον ελεγκτικά φορολογικά αντικείμενα ή θέματα τα οποία δεν αποτελούσαν αντικείμενο της ήδη επιδοθείσας αρχικής πρόσκλησης.
Για τις υποβαλλόμενες με βάση τις ανωτέρω διατάξεις δηλώσεις εφαρμόζονται, ως προς τον τρόπο βεβαίωσης και καταβολής, οι ισχύουσες κατά περίπτωση γενικές διατάξεις, οι οποίες και δεν θίγονται. Αναλυτικές οδηγίες ως προς την εκκαθάριση των δηλώσεων αυτών και κάθε αναγκαία σχετική λεπτομέρεια θα σας παρασχεθούν από τη Γενική Γραμματεία Πληροφορικών Συστημάτων (ΓΓΠΣ – Δ/30) και τη Διεύθυνση Ελέγχου.
Τέλος, διευκρινίζεται ότι οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται ανάλογα και στις περιπτώσεις που προβλέπεται απόδοση φόρων εντός ορισμένης προθεσμίας χωρίς την υποβολή δήλωσης (όπως για παράδειγμα συμβαίνει στα περισσότερα τέλη χαρτοσήμου), για τις οποίες, κατά την παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν.2523/1997, επιβάλλονται επίσης οι πρόσθετοι φόροι των παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου και νόμου.
2. Με την παρ. 2 του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι, στην περίπτωση που ο φορολογούμενος ανταποκριθεί στην πιο πάνω έγγραφη πρόσκληση και υποβάλλει σχετικές αρχικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις εντός της οριζόμενης προθεσμίας, μειώνονται στο 1/5 και τα πρόστιμα των άρθρων 4 και 5 του Ν.2523/1997, για φορολογικές παραβάσεις που σχετίζονται άμεσα με τις υποβαλλόμενες δηλώσεις ή τη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τα πρόστιμα του άρθρου 5 του Ν.2523/1997, η προαναφερόμενη μείωση στο 1/5 ισχύει με την προϋπόθεση ότι ο φορολογούμενος δηλώνει τη φορολογητέα ύλη που σχετίζεται με τις οικείες παραβάσεις σε όλες τις φορολογίες που συναρτώνται ή επηρεάζονται από αυτές (φορολογία εισοδήματος, ΦΠΑ κ.λπ.).
Εφόσον με τις αρχικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις δηλώνεται μέρος της φορολογητέας ύλης σε σχέση με αυτή που πράγματι έπρεπε να δηλωθεί, η βάση υπολογισμού του οικείου προστίμου προσδιορίζεται ανάλογα με το ύψος της φορολογητέας ύλης που δηλώνεται, όπου συντρέχει τέτοια περίπτωση (π.χ. πρόστιμα των περ. α’ και β’ της παρ. 10 του άρθρου 5 του Ν.2523/1997, όταν η αξία της συναλλαγής ή καταχώρισης είναι μεγαλύτερη των 880,00 ευρώ κ.λπ.). Ευνόητο είναι ότι για το πρόστιμο που αντιστοιχεί στο μέρος της φορολογητέας ύλης που τυχόν δεν δηλώνεται από τον φορολογούμενο, θα επιλαμβάνεται η αρμόδια ελεγκτική υπηρεσία στο πλαίσιο του σχετικού ελέγχου.
Προϋπόθεση σε κάθε περίπτωση μείωσης των προστίμων των άρθρων 4 και 5 του Ν.2523/1997, κατά τα ανωτέρω, είναι η υπογραφή της σχετικής πράξης συμβιβασμού εντός της πιο πάνω προβλεπόμενης για την υποβολή των δηλώσεων προθεσμίας των δέκα (10) ημερών, προσαυξημένης κατά δύο (2) επιπλέον εργάσιμες για τις ΔΟΥ ημέρες. Προς τούτο, ο φορολογούμενος θα πρέπει να υποβάλει στην αρμόδια ελεγκτική υπηρεσία ειδική δήλωση – αναφορά, στην οποία θα αναγράφεται το είδος της παράβασης που σχετίζεται με τις υποβληθείσες αρχικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις ή τη δηλωθείσα με αυτές φορολογητέα ύλη. Στην εν λόγω υποβαλλόμενη ειδική δήλωση – αναφορά θα επισυνάπτονται φωτοαντίγραφα των σχετικών ως άνω δηλώσεων.
Διευκρινίζεται ότι στην ανωτέρω ειδική δήλωση – αναφορά πρέπει να γίνεται πλήρης και σαφής περιγραφή της παράβασης και να αναγράφεται κάθε απαραίτητο σχετικό στοιχείο (αξίες, κατηγορία βιβλίων, χρήση κ.λπ.), έτσι ώστε να προκύπτει ευθέως και με άμεσο και αδιαμφισβήτητο τρόπο το είδος της παράβασης και η βάση υπολογισμού του προστίμου και να είναι δυνατή η ορθή έκδοση της σχετικής απόφασης επιβολής του.
Σε περίπτωση που υποβάλλεται ειδική δήλωση – αναφορά με ασαφή περιγραφή της παράβασης και ελλιπή στοιχεία, με αποτέλεσμα την αντικειμενική αδυναμία έκδοσης ορθής απόφασης επιβολής προστίμου, αυτή δεν θα εκδίδεται, με υπαιτιότητα του φορολογούμενου. Στις περιπτώσεις αυτές, θα συντάσσεται σχετική πλήρως αιτιολογημένη πράξη του προϊσταμένου της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας επί της υποβληθείσας ειδικής δήλωσης – αναφοράς.
Για τον καταλογισμό του οικείου προστίμου ορίζεται ρητά από τις διατάξεις ότι δεν απαιτείται να συνταχθεί ιδιαίτερη έκθεση ελέγχου εκ μέρους της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας, καθόσον η υποβληθείσα εκ μέρους του φορολογούμενου ειδική δήλωση – αναφορά αποτελεί τη δικαιολογητική βάση επιβολής του προστίμου.
Η έκδοση της σχετικής απόφασης επιβολής προστίμου θα γίνεται άμεσα με την υποβολή της ειδικής δήλωσης – αναφοράς και θα ακολουθεί η άμεση επίσης υπογραφή της οικείας πράξης συμβιβασμού από τον προϊστάμενο της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας ή άλλο αρμόδιο όργανο και τον ίδιο τον φορολογούμενο ή άλλο εξουσιοδοτημένο νόμιμα πρόσωπο. Σε κάθε περίπτωση, μετά από την ολοκλήρωση του συμβιβασμού, θα παραδίδεται στον φορολογούμενο αντίγραφο της σχετικής απόφασης επιβολής προστίμου με την οικεία πράξη συμβιβασμού.
Στις όλως εξαιρετικές περιπτώσεις που, για οποιονδήποτε λόγο, δεν είναι δυνατή η άμεση έκδοση της απόφασης επιβολής προστίμου με την υποβολή της ειδικής δήλωσης – αναφοράς, η απόφαση απλώς θα συντάσσεται το ταχύτερο δυνατόν και μόνο όταν προσέλθει ο φορολογούμενος ή νόμιμα εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, τότε και θα εκδίδεται τελικώς ως διοικητική πράξη (υπογραφή από τον προϊστάμενο της ελεγκτικής υπηρεσίας κ.λπ.) και θα ακολουθεί άμεσα σχετικός συμβιβασμός. Εφόσον στις παραπάνω περιπτώσεις μη άμεσης έκδοσης της σχετικής απόφασης επιβολής προστίμου δεν προσέλθει τελικά ο φορολογούμενος στην προβλεπόμενη προθεσμία για να συμβιβαστεί, η ήδη συνταχθείσα απόφαση επιβολής προστίμου θα παραμένει στον οικείο φάκελο και η υποβληθείσα ειδική δήλωση – αναφορά θα λαμβάνεται υπόψη ως δελτίο πληροφοριών από την αρμόδια ελεγκτική υπηρεσία, στο πλαίσιο του σχετικού ελέγχου της υπόθεσης. Τα ίδια ως άνω ισχύουν και στην περίπτωση που, λόγω υποβολής μη ορθής και ασαφούς ειδικής δήλωσης – αναφοράς εκ μέρους του φορολογούμενου, δεν εκδίδεται τελικά απόφαση επιβολής προστίμου.
Σημειώνεται ότι, πέραν της πιο πάνω ευνοϊκής ρύθμισης ως προς την αντιμετώπιση των προστίμων των άρθρων 4 και 5 του Ν.2523/1997, λοιπές εν γένει διατάξεις που προβλέπουν άλλες συνέπειες ή επιπτώσεις ή κάθε είδους άλλες κυρώσεις, δεν θίγονται και συνεχίζουν να εφαρμόζονται (π.χ. συνέπειες επί του κύρους των βιβλίων και στοιχείων κ.λπ.).
3. Με την παρ. 3 ορίζεται ότι, στις τυχόν περιπτώσεις συμβιβασμού προστίμων κατά την προηγούμενη παράγραφο, που δεν καταβάλλεται άμεσα, κατά τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 24 του Ν.2523/1997 (δηλαδή κατά την υπογραφή των οικείων πράξεων ή το αργότερο εντός των δύο επόμενων εργασίμων για τις ΔΟΥ ημερών), το προβλεπόμενο από τις ίδιες διατάξεις καταβλητέο ποσό (1/5) του τελικού βάσει συμβιβασμού προστίμου, ο επιτευχθείς συμβιβασμός ανατρέπεται και η οικεία πράξη επιβολής του προστίμου δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Ομοίως και στις περιπτώσεις αυτές η υποβληθείσα ειδική δήλωση – αναφορά θα λαμβάνεται υπόψη ως δελτίο πληροφοριών, στο πλαίσιο του σχετικού ελέγχου της υπόθεσης.
4. Με την παρ. 4 αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις συμβιβασθέντων κατά τα ανωτέρω προστίμων του άρθρου 5 του Ν.2523/1997, για τα οποία διαπιστώνεται εκ των υστέρων ότι δεν πληρούται η προαναφερθείσα στην παρ. 2 προϋπόθεση, δηλαδή διαπιστώνεται ότι δεν έχει δηλωθεί η φορολογητέα ύλη που σχετίζεται με τις οικείες παραβάσεις σε όλες τις φορολογίες που συναρτώνται ή επηρεάζονται από αυτές.
Συγκεκριμένα, εφόσον η αρμόδια ελεγκτική υπηρεσία διαπιστώσει την προαναφερόμενη παράλειψη, συντάσσει σχετική έκθεση ελέγχου ΚΒΣ, θεωρούμενης της διαπίστωσης αυτής ως συμπληρωματικού στοιχείου κατ’ ανάλογη εφαρμογή των οριζόμενων στις διατάξεις του άρθρου 68, παρ. 2 του Ν.2238/1994, οι οποίες ισχύουν και ως προς τον ΚΒΣ, και προβαίνει στην επιβολή του εναπομένοντος ποσού (4/5) του αρχικώς προσδιορισθέντος προστίμου, εκδίδοντας σχετική συμπληρωματική απόφαση επιβολής προστίμου.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις, επί συμβιβασμού δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 9 του Ν.2523/1997, περί μείωσης του επιβληθέντος σχετικού προστίμου (4/5) στο 1/3.
5. Σύμφωνα με την περ. α’ του άρθρου 27 του Ν.3610/2007, οι διατάξεις του υπόψη άρθρου 4 ισχύουν για υποθέσεις που επιλέγονται για προσωρινό ή τακτικό έλεγχο από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (22.11.2007), καθώς και για υποθέσεις που έχουν ήδη επιλεγεί για προσωρινό ή τακτικό έλεγχο και έχουν εκδοθεί οι οικείες εντολές ελέγχου κατά την ανωτέρω ημερομηνία, αλλά δεν έχει γίνει θεώρηση των βιβλίων και στοιχείων κατά την ημερομηνία αυτή. Συνεπώς, για υποθέσεις για τις οποίες είχαν θεωρηθεί τα βιβλία και στοιχεία κατά τον χρόνο δημοσίευσης του παραπάνω νόμου, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του υπόψη άρθρου 4, ανεξαρτήτως του σταδίου στο οποίο βρισκόταν ο έλεγχος κατά τον χρόνο αυτόν.
Άρθρο 5
Ρυθμίσεις για νέους επιτηδευματίες
Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει, μέσω των αρχών της ανάλυσης κινδύνου, ότι η ειδική αντιμετώπιση των νέων επιτηδευματιών μέσω της εκπαίδευσης και καθοδήγησης παράγει μεσο-μακροπρόθεσμα μεγαλύτερα οφέλη (αυξημένη εθελούσια συμμόρφωση κ.λπ.) σε σχέση με το πιθανό βραχυπρόθεσμο κόστος.
Στο πλαίσιο των αρχών αυτών, με τις διατάξεις του υπόψη άρθρου προβλέπεται ειδική αντιμετώπιση των νέων επιτηδευματιών σε ορισμένες ρητά αναφερόμενες στις διατάξεις αυτές περιπτώσεις. Ειδικότερα:
1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι, στις περιπτώσεις παραβάσεων της παρ. 3 του άρθρου 30 του ΚΒΣ νέων επιτηδευματιών, που αφορούν τις τρεις (3) πρώτες διαχειριστικές περιόδους από την έναρξη της δραστηριότητάς τους, δεν επιβάλλονται τα σχετικά πρόστιμα ΚΒΣ ούτε τα βιβλία και στοιχεία χαρακτηρίζονται ως ανεπαρκή εκ των παραβάσεων αυτών, ανεξαρτήτως του είδους και της έκτασης της παράβασης.
Συνεπώς, πέραν της μη επιβολής προστίμων ΚΒΣ για τις πιο πάνω αναφερόμενες παραβάσεις, δεν θίγεται επίσης από τις συγκεκριμένες παραβάσεις το κύρος των βιβλίων και στοιχείων του νέου επιτηδευματία, τα οποία και εξακολουθούν στις περιπτώσεις αυτές να θεωρούνται ως επαρκή και ακριβή και κατά συνέπεια ο τακτικός φορολογικός έλεγχος οφείλει να προσδιορίσει τα αποτελέσματα του επιτηδευματία λογιστικώς, όπου προβλέπεται λογιστικός προσδιορισμός.
Ευνόητο είναι ότι για όλες τις λοιπές περιπτώσεις παραβάσεων ΚΒΣ, πλην των ανωτέρω, εξακολουθούν να ισχύουν ως έχουν οι υφιστάμενες διατάξεις περί επιβολής των σχετικών προστίμων, καθώς και των τυχόν επιπτώσεων στο κύρος των βιβλίων και στοιχείων (π.χ. παραβάσεις που σχετίζονται με ανακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων, με την υποβολή στοιχείων της παρ. 1 του άρθρου 20 του ΚΒΣ κ.λπ.).
2. Με τις διατάξεις της παρ. 2 ορίζεται ότι για τους νέους επιτηδευματίες δεν επιβάλλονται, επίσης για τις τρεις (3) πρώτες διαχειριστικές περιόδους από την έναρξη της δραστηριότητάς τους, οι προβλεπόμενοι επί ανακρίβειας της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος πρόσθετοι φόροι της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.2523/1997, στις περιπτώσεις εκείνες που η ανακρίβεια οφείλεται στον μη ορθό κατά τις ισχύουσες διατάξεις λογιστικό προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος (Ν.2238/1994, άρθρο 31 κ.λπ.), με εξαίρεση συγκεκριμένες περιπτώσεις δηλώσεων που προβλέπονται ρητά στον νόμο.
3. Σύμφωνα με την παρ. 3, απαραίτητη προϋπόθεση για την παροχή των αναφερόμενων στις προηγούμενες παραγράφους ευεργετημάτων στους νέους επιτηδευματίες, είναι να μην έχει γίνει αποδεδειγμένα προηγούμενη γραπτή υπόδειξη στον επιτηδευματία από οποιονδήποτε γενικώς φορολογικό έλεγχο ή φορολογική Αρχή (ΔΟΥ, Ελεγκτικό Κέντρο, Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων -ΥπΕΕ-, ειδικό συνεργείο προληπτικού ελέγχου κ.λπ.), αναφορικά με την ορθή εφαρμογή των οικείων, κατά περίπτωση, φορολογικών διατάξεων.
Προς τον σκοπό αυτόν, επισημαίνεται ότι οι ΔΟΥ αλλά και οι ελεγκτικές υπηρεσίες γενικά θα πρέπει να μεριμνούν ώστε να διενεργούνται κατά προτεραιότητα σχετικοί έλεγχοι στους νέους επιτηδευματίες, προκειμένου να διαπιστώνεται η ορθή εφαρμογή των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας και να παρέχεται η κατάλληλη καθοδήγηση.
Εφόσον, στο πλαίσιο των διενεργούμενων ελέγχων, οι προαναφερόμενες παραβάσεις και παρατυπίες διαπιστώνονται για πρώτη φορά, δεν θα επιβάλλονται οι κατά τα ανωτέρω κυρώσεις και γενικά ο επιτηδευματίας θα τυγχάνει των ανωτέρω ευεργετημάτων, παράλληλα όμως θα γίνεται γραπτή υπόδειξη σε αυτόν για την ορθή εφεξής εφαρμογή των οικείων κατά περίπτωση διατάξεων είτε με επίδοση κατά τις κείμενες διατάξεις ιδιαίτερου σχετικού υπηρεσιακού σημειώματος είτε μέσω κοινοποιούμενης νομίμως έκθεσης ελέγχου είτε μέσω οποιουδήποτε άλλου ενδεχομένως τρόπου, πάντα όμως γραπτά και με αποδεδειγμένη γνώση του επιτηδευματία.
Σε κάθε περίπτωση (π.χ. επί επίδοσης ιδιαίτερου υπηρεσιακού σημειώματος από την ΥπΕΕ ή από ειδικό συνεργείο προληπτικού ελέγχου) θα λαμβάνει γνώση της αποδεδειγμένης γραπτής υπόδειξης η αρμόδια ΔΟΥ, με τη διαβίβαση σε αυτή των σχετικών εγγράφων, προκειμένου να τίθενται στον φάκελο του επιτηδευματία.
Εφόσον, παρά τα ανωτέρω, διαπιστώνεται η επανάληψη από τον νέο επιτηδευματία των ως άνω παραβάσεων και παρατυπιών, αν και είχε προηγηθεί αποδεδειγμένα γραπτή σχετική υπόδειξη, θα εφαρμόζονται πλέον οι υφιστάμενες γενικές διατάξεις. Διευκρινίζεται σχετικά ότι επανάληψη παράβασης υφίσταται, όταν διαπράττεται ίδια ακριβώς παράβαση ή παρατυπία με την ήδη διαπιστωθείσα για πρώτη φορά.
4. Με την παρ. 4 ορίζεται ότι, για την εφαρμογή όλων των ανωτέρω, ως προς την έννοια του νέου επιτηδευματία έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων της παρ. 8 του άρθρου 5 και του τελευταίου εδαφίου της παρ. 9 του άρθρου 6 του Ν.3296/2004. Δηλαδή δεν θεωρούνται νέοι επιτηδευματίες οι εταιρείες της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν.2238/1994 (Ο.Ε., Ε.Ε. κ.λπ.) που κάνουν έναρξη δραστηριότητας μετά από εικονική λύση ή διακοπή άλλης επιχείρησης, καθώς και τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 101 του ίδιου νόμου που προέρχονται από μετατροπή ή συγχώνευση άλλων επιχειρήσεων με βάση τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου (σχετική και η ΕΥΟΟ 1012212/10171/Β0012/ΠΟΛ.1016/7.2.2005 της Διεύθυνσης Φορολογίας Εισοδήματος).
Σημειώνεται επίσης ότι οι επιτηδευματίες φυσικά πρόσωπα που προβαίνουν σε έναρξη δραστηριότητας για δεύτερη κ.λπ. φορά, ανεξαρτήτως του είδους της δραστηριότητας και της κατηγορίας βιβλίων, δεν θεωρούνται νέοι επιτηδευματίες.
5. Σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. β’ του άρθρου 27 του Ν.3610/2007, οι διατάξεις του υπόψη άρθρου 5 έχουν εφαρμογή για επιτηδευματίες με έναρξη δραστηριότητας από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (22.11.2007) και μετά.
Άρθρο 6
Κίνητρα για την αποκάλυψη
φαινομένων παραβατικής συμπεριφοράς
επί φορολογικών υποθέσεων
1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού προβλέπεται η παροχή κινήτρων στους φορολογούμενους να αποκαλύπτουν πράξεις δωροδοκίας, οι οποίες θα πρέπει να πιστοποιούνται με τη συμμετοχή αστυνομικής ή άλλης αρμόδιας Αρχής, με την απαλλαγή τους στις περιπτώσεις αυτές από τα πρόστιμα, προσαυξήσεις και ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις εκείνες που επιδιωκόταν μέσω της παροχής ανταλλάγματος η συγκάλυψη.
Ειδικά στις περιπτώσεις φορολογικού ελέγχου, ορίζεται ότι η κατά τα ανωτέρω απαλλαγή καταλαμβάνει κάθε είδους φορολογική παράβαση που είχε ήδη διαπιστωθεί από τον έλεγχο ή περαιτέρω θα διαπιστωθεί στο πλαίσιο της ολοκλήρωσής του, εφόσον δεν είχε ολοκληρωθεί, ενώ για λόγους μεγαλύτερης διαφάνειας ο έλεγχος, στην τελευταία αυτή περίπτωση, θα ολοκληρώνεται από υπαλλήλους άλλης ελεγκτικής Αρχής, που ορίζονται με απόφαση του προϊσταμένου της οικείας οικονομικής επιθεώρησης, ο οποίος και προΐσταται του ελέγχου.
2. Πέραν των ως άνω κινήτρων, με την παρ. 2 προβλέπεται ειδικά επί επιτηδευματιών η απαλλαγή του καταγγέλοντα επιτηδευματία από τον τακτικό φορολογικό έλεγχο για την τρέχουσα κατά τον χρόνο της δωροδοκίας χρήση και για τις δύο (2) επόμενες συνεχόμενες αυτής, με εξαίρεση τις περιπτώσεις χρήσεων για τις οποίες διαπιστώνονται ουσιαστικές παραβάσεις ΚΒΣ από οποιονδήποτε άλλο πλην του τακτικού έλεγχο (π.χ. από προληπτικό έλεγχο κ.λπ.).
Ως ουσιαστικές παραβάσεις, για την εφαρμογή των ανωτέρω, θεωρούνται οι παραβάσεις που αναφέρονται στις παρ. 3, 4 και 6 του άρθρου 30 του ΚΒΣ, δηλαδή οι παραβάσεις αυτές που προβλέπεται ότι επισύρουν ανεπάρκεια ή ανακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων, ανεξάρτητα από το είδος και την έκτασή τους και από το αν επηρεάζουν ή όχι τελικά το κύρος των βιβλίων και στοιχείων, σύμφωνα με τις παρ. 7 και 8 του ανωτέρω άρθρου 30 του ΚΒΣ.
Στις περιπτώσεις διαπίστωσης ουσιαστικών παραβάσεων, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, ο τακτικός φορολογικός έλεγχος των οικείων χρήσεων ενεργείται επίσης από υπαλλήλους άλλης ελεγκτικής Αρχής, που ορίζονται με απόφαση του προϊσταμένου της οικείας οικονομικής επιθεώρησης, ο οποίος και προΐσταται του σχετικού ελέγχου.
Επισημαίνεται ότι η τυχόν διαπίστωση οποιωνδήποτε άλλων παραβάσεων που αφορούν την τρέχουσα κατά τον χρόνο της δωροδοκίας χρήση, καθώς και τις δύο (2) επόμενες συνεχόμενες χρήσεις, πέραν αυτών που αναφέρονται στις παρ. 3, 4 και 6 του άρθρου 30 του ΚΒΣ, δεν οδηγούν σε άρση της ανωτέρω ευνοϊκής μεταχείρισης του επιτηδευματία, επιβάλλονται όμως, σε κάθε περίπτωση, οι προβλεπόμενες για τις παραβάσεις αυτές κυρώσεις.
3. Σύμφωνα με την παρ. 3, όλα τα παραπάνω έχουν εφαρμογή επί υποθέσεων στις οποίες η δωροδοκία τελείται από τη δημοσίευση του Ν.3610/2007 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (22.11.2007) και μετά.
4. Τέλος, με την παρ. 4 ορίζεται ότι για τις υποθέσεις με δωροδοκίες που έχουν τελεστεί πριν από τη δημοσίευση του ανωτέρω νόμου, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 50 του Ν.2065/1992.
Άρθρο 18
Έκδοση εγχειριδίου για τους φορολογικούς ελέγχους
Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού προβλέπεται η έκδοση από το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών εγχειριδίου με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τόσο των φορολογούμενων όσο και των ελεγκτικών οργάνων, τις προβλεπόμενες από τις σχετικές διατάξεις δυνατότητες για τον φορολογούμενο επί των αποτελεσμάτων του ελέγχου και γενικώς κατά τη μετ’ έλεγχο διαδικασία, καθώς και θέματα κυρώσεων – ποινών επί μη τήρησης υφιστάμενων υποχρεώσεων εκ μέρους του φορολογούμενου και μειώσεων επί συμβιβασμού.
Το εγχειρίδιο αυτό αποσκοπεί στην εδραίωση κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης στις σχέσεις της φορολογικής Διοίκησης με τον φορολογούμενο και επισυνάπτεται στην παρούσα, προκειμένου να επιδίδεται εφεξής υποχρεωτικώς και επί αποδείξει στους φορολογούμενους κατά την πρώτη ημέρα του ελέγχου, στις περιπτώσεις προσωρινού και τακτικού ελέγχου, για την ενημέρωσή τους, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της ελεγκτικής διαδικασίας.
Σημειώνεται ότι το παραπάνω εγχειρίδιο θα αναρτηθεί στο site της Διεύθυνσης Ελέγχου στο διαδίκτυο http://www.de9.gr, καθώς και στο εσωτερικό δίκτυο (intranet) του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://10.16.59.100 και θα επικαιροποιείται στις περιπτώσεις που προκύπτουν ουσιαστικές αλλαγές επί των θεμάτων που περιλαμβάνονται σε αυτό. Για τις εκάστοτε επικαιροποιήσεις θα ενημερώνεστε σχετικώς.
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ
Περιεχόμενα
Α. Δικαιώματα και υποχρεώσεις φορολογούμενων και ελεγκτών κατά τον φορολογικό έλεγχο
1. Δικαιώματα φορολογούμενων
2. Υποχρεώσεις φορολογούμενων
3. Δικαιώματα ελεγκτών
4. Υποχρεώσεις ελεγκτών
Β. Διαδικασία που έπεται του ελέγχου
1. Καταλογιστικές πράξεις και δυνατότητες του φορολογούμενου
2. Διοικητική επίλυση της διαφοράς (συμβιβασμός)
2.1. Διαδικασία
2.2. Αποτελέσματα
2.3. Προϋποθέσεις
3. Προσφυγή του φορολογούμενου στα δικαστήρια – Δικαστική προστασία
3.1. Προσφυγή
3.2. Έφεση – Αναίρεση – Λοιπές δυνατότητες δικαστικής προστασίας
4. Λοιπές δυνατότητες του φορολογούμενου
4.1. Δικαστικός συμβιβασμός
4.2. Ακύρωση ή τροποποίηση οριστικοποιηθείσας καταλογιστικής πράξης
Γ. Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
1. Διοικητικές κυρώσεις
1.1. Πρόσθετοι φόροι
1.2. Πρόστιμα
1.3. Άλλες κυρώσεις
2. Ποινικές κυρώσεις
Α. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ
1. Δικαιώματα φορολογούμενων
Ο φορολογούμενος, στο πλαίσιο του ελέγχου, δικαιούται:
- Να λαμβάνει γνώση της εντολής ελέγχου, αντίγραφο της οποίας επιδίδεται σε αυτόν από τον ελεγκτή κατά την πρώτη ημέρα επίσκεψής του στην επιχείρηση.
- Να υποβάλει, πριν από την έναρξη του ελέγχου (προσωρινού ή τακτικού), αρχικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ΦΠΑ και λοιπών φορολογιών, τελών και εισφορών, μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την επίδοση σε αυτόν, επί αποδείξει, σχετικής έγγραφης πρόσκλησης της αρμόδιας ελεγκτικής Αρχής, προκειμένου να τύχει της προβλεπόμενης μείωσης στο 1/2 των πρόσθετων φόρων λόγω εκπροθέσμου των παραπάνω δηλώσεων. Επίσης, δικαιούται να υποβάλει ειδική δήλωση – αναφορά για τις παραβάσεις ΚΒΣ και λοιπές συγκεκριμένες παραβάσεις, που σχετίζονται με τις κατά τα ανωτέρω υποβαλλόμενες δηλώσεις, προκειμένου τα οικεία πρόστιμα να μειωθούν στο 1/5.
- Να λαμβάνει, με δαπάνες του, αντίγραφα ή φωτοτυπίες των κατασχεθέντων βιβλίων, στοιχείων και λοιπών εγγράφων.
- Να ζητήσει, με αίτησή του εντός είκοσι (20) ημερών από της επίδοσης σε αυτόν σχετικού σημειώματος, την κρίση επί του κύρους των βιβλίων και στοιχείων του από ειδική προς τούτο επιτροπή [μόνο για φορολογούμενους που ελέγχονται με τακτικό φορολογικό έλεγχο από το Διαπεριφερειακό Ελεγκτικό Κέντρο (ΔΕΚ) Αθηνών ή Θεσσαλονίκης και εφόσον διαπιστώνονται παραβάσεις που επηρεάζουν το κύρος και την αποδεικτική δύναμη των βιβλίων και στοιχείων τους].
- Να λαμβάνει γνώση των αποτελεσμάτων του ελέγχου, με την κοινοποίηση σε αυτόν των οικείων καταλογιστικών πράξεων και εκθέσεων ελέγχου.
2. Υποχρεώσεις φορολογούμενων
Ο φορολογούμενος, στο πλαίσιο του ελέγχου, υποχρεούται:
- Να επιδεικνύει τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία.
- Να παραδίδει, σε εύλογο χρόνο, κάθε στοιχείο και να παρέχει κάθε ζητούμενη πληροφορία στον έλεγχο.
- Να διευκολύνει τον έλεγχο και να μην προβάλλει προσκόμματα.
3. Δικαιώματα ελεγκτών
Ο ελεγκτής, στο πλαίσιο του ελέγχου, δικαιούται:
- Να ενεργεί έλεγχο οποιαδήποτε εργάσιμη ώρα για την επιχείρηση.
- Να ενεργεί οποιαδήποτε επιτόπια εξέταση κρίνεται αναγκαία και να λαμβάνει γνώση, να ελέγχει και να θεωρεί όλα τα βιβλία και στοιχεία που ορίζονται από τον ΚΒΣ ή από άλλους νόμους, καθώς και αυτά που τηρούνται προαιρετικά από τον φορολογούμενο.
- Να λαμβάνει γνώση οποιουδήποτε άλλου βιβλίου, στοιχείου ή εγγράφου και κάθε περιουσιακού στοιχείου που βρίσκεται στην επαγγελματική εγκατάσταση του επιτηδευματία ή στο κατάστημα κάθε άλλου υπόχρεου.
- Να κατάσχει ανεπίσημα βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα ή να παραλαμβάνει επίσημα βιβλία και στοιχεία. Στις περιπτώσεις που κατάσχονται ανεπίσημα βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα, επιτρέπεται η κατάσχεση και των επίσημων βιβλίων και στοιχείων.
- Να ζητά από τον ελεγχόμενο φορολογούμενο να δίδει κάθε αναγκαία διευκρίνιση και κάθε χρήσιμο στοιχείο για τη διεξαγωγή του ελέγχου.
- Να ζητά από τις δημόσιες ή δημοτικές και κοινοτικές Αρχές, τα ΝΠΔΔ, τις τράπεζες, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και γενικά από κάθε οργάνωση επαγγελματική, εμπορική, βιομηχανική, γεωργική κ.λπ., οποιεσδήποτε πληροφορίες θεωρεί αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του.
- Να λαμβάνει γνώση στοιχείων που καλύπτονται από το τραπεζικό απόρρητο, με άρση αυτού για τη διευκόλυνση του ελέγχου, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στον νόμο.
- Να καλεί οποιοδήποτε πρόσωπο και να ζητά από αυτό να παράσχει εγγράφως πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του.
- Να ενεργεί διασταυρωτικές ελεγκτικές επαληθεύσεις στα βιβλία και στοιχεία επιτηδευματιών αρμοδιότητας άλλης ελεγκτικής Αρχής, που έχουν την έδρα τους στην ίδια πόλη ή στον ίδιο Νομό, για να διαπιστώνει την ακρίβεια των δεδομένων των βιβλίων και στοιχείων του επιτηδευματία που ελέγχει.
4. Υποχρεώσεις ελεγκτών
Ο ελεγκτής, στο πλαίσιο του ελέγχου, υποχρεούται:
- Να δείχνει στον φορολογούμενο, κατά την πρώτη ημέρα του ελέγχου και πριν από την έναρξη αυτού, την υπηρεσιακή ή αστυνομική του ταυτότητα και να του επιδίδει αντίγραφο της εντολής ελέγχου.
- Να είναι ευγενής απέναντι στον φορολογούμενο και αντικειμενικός στην κρίση του.
- Να συντάσσει και να επιδίδει έκθεση κατάσχεσης, σε περίπτωση κατάσχεσης ανεπίσημων βιβλίων, στοιχείων και λοιπών εγγράφων ή ταυτόχρονης κατάσχεσης ανεπίσημων βιβλίων, στοιχείων και λοιπών εγγράφων και επίσημων βιβλίων και στοιχείων. Επίσης, να συντάσσει και να παραδίδει απόδειξη παραλαβής, στις περιπτώσεις παραλαβής μόνο επίσημων βιβλίων και στοιχείων.
- Να παραδίδει τα κατασχεθέντα ανεπίσημα βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα στον αρμόδιο προϊστάμενο, ο οποίος, εφόσον με αυτά ενεργεί φορολογική εγγραφή, τα διαφυλάσσει μέχρι την τελεσιδικία αυτής.
- Να επιδίδει σημείωμα με τις διαπιστώσεις του ελέγχου επί απόρριψης των βιβλίων και στοιχείων επιτηδευματιών αρμοδιότητας του ΔΕΚ Αθηνών ή Θεσσαλονίκης, προκειμένου ο ελεγχόμενος να μπορεί να απευθυνθεί σε ειδική προς τούτο επιτροπή, εφόσον το επιθυμεί.
- Να συντάσσει, μετά από το πέρας του ελέγχου, σχετική έκθεση ελέγχου με τις τυχόν διαπιστωθείσες παραλείψεις, η οποία, αφού θεωρηθεί από τον προϊστάμενο της αρμόδιας ελεγκτικής Αρχής ή άλλο αρμόδιο προς τούτο όργανο, κοινοποιείται μαζί με τις οικείες καταλογιστικές πράξεις στον φορολογούμενο κατά τις ισχύουσες διατάξεις.
- Να διαφυλάσσει το φορολογικό απόρρητο.
Β. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΟΥ ΕΠΕΤΑΙ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
1. Καταλογιστικές πράξεις και δυνατότητες του φορολογούμενου
Μετά από την ολοκλήρωση του ελέγχου και την κοινοποίηση στον φορολογούμενο των οικείων καταλογιστικών πράξεων (φύλλα ελέγχου, αποφάσεις επιβολής προστίμου κ.λπ.) μαζί με τις σχετικές εκθέσεις ελέγχου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί επιδόσεων, ο φορολογούμενος, για καθεμία από τις κοινοποιηθείσες πράξεις, μπορεί:
- Να υποβάλει στον προϊστάμενο της αρμόδιας ελεγκτικής Αρχής που την εξέδωσε, εφόσον αμφισβητεί την ορθότητά της, μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίησή της [ή ενενήντα (90) ημερών, αν πρόκειται για κάτοικο εξωτερικού], μη συμπεριλαμβανομένου του μηνός Αυγούστου, εφόσον συντρέχει περίπτωση, πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς (συμβιβασμό):
α) με ιδιαίτερη αίτηση ή
β) με το δικόγραφο της τυχόν προσφυγής.
- Να καταθέσει, στην ελεγκτική Αρχή που εξέδωσε την πράξη, προσφυγή μέσα στις ίδιες ως άνω προθεσμίες.
Ειδικά στην περίπτωση που η πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβάλλεται με ιδιαίτερη αίτηση (περ. α’), η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής αναστέλλεται με την υποβολή της αίτησης, μη υπολογιζόμενης της ημέρας υποβολής αυτής, και συνεχίζει από την επόμενη εργάσιμη για τις ΔΟΥ ημέρα της ημέρας υπογραφής της πράξης ματαίωσης ή μερικής επίλυσης της διαφοράς.
Αν ο φορολογούμενος δεν υποβάλλει, για οποιονδήποτε λόγο, αίτηση διοικητικής επίλυσης ούτε καταθέσει προσφυγή ή αν προβεί σε κάποια από τις παραπάνω ενέργειες αλλά εκπρόθεσμα, η οικεία καταλογιστική πράξη οριστικοποιείται, με τις ανάλογες κατά περίπτωση συνέπειες (βεβαίωση ολόκληρου του σχετικού ποσού κ.λπ.).
2. Διοικητική επίλυση της διαφοράς (συμβιβασμός)
2.1. Διαδικασία
- Υποβολή της αίτησης διοικητικής επίλυσης με τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία για την υποστήριξή της και ορισμός σχετικής συζήτησης.
- Εξέταση της αίτησης κατά την ορισθείσα ημερομηνία από τον προϊστάμενο της αρμόδιας ελεγκτικής Αρχής.
Ειδικά όταν πρόκειται για φύλλα ελέγχου (ή πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων) φορολογίας εισοδήματος, στα οποία περιλαμβάνονται και εισοδήματα από γεωργική ή εμπορική επιχείρηση ή από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος ή μόνο τέτοια εισοδήματα και εφόσον τηρήθηκαν βιβλία και στοιχεία Γ’ κατηγορίας του ΚΒΣ:
α) υποχρεωτικά λόγω ύψους ακαθάριστων εσόδων ή
β) υποχρεωτικά λόγω νομικής μορφής ή προαιρετικά, εφόσον στις περιπτώσεις αυτές το ύψος των ακαθάριστων εσόδων υπερβαίνει το 50% των ακαθάριστων εσόδων που απαιτούνται για την υποχρεωτική τήρηση βιβλίων και στοιχείων Γ’ κατηγορίας του ΚΒΣ, τότε η διοικητική επίλυση της διαφοράς γίνεται από σχετική τριμελή επιτροπή.
Σε περίπτωση απουσίας του φορολογούμενου ή του εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου του κατά τη σχετική συνεδρίαση, η διοικητική επίλυση της διαφοράς ματαιώνεται.
- Σύνταξη και υπογραφή σχετικής πράξης ή πρακτικού επίλυσης της διαφοράς, σε περίπτωση σύμπτωσης, ολικά ή μερικά, των απόψεων και από τα δύο μέρη.
- Παράδοση αντιγράφου της παραπάνω πράξης ή πρακτικού στον φορολογούμενο.
Σημείωση: Η συζήτηση της αίτησης διοικητικής επίλυσης και η υπογραφή κατά τα ανωτέρω της σχετικής πράξης ή του πρακτικού επίλυσης της διαφοράς μπορεί να γίνει και από ειδικό πληρεξούσιο του φορολογούμενου, εφόσον κατατεθεί πληρεξούσιο έγγραφο, δημόσιο ή ιδιωτικό, με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του εντολέα κατά τις σχετικές διατάξεις.
2.2. Αποτελέσματα
- Αμετάκλητο της πράξης ή του πρακτικού επίλυσης της διαφοράς.
- Μείωση στο 1/2 του προβλεπόμενου σε ορισμένες περιπτώσεις ποσοστού προσαύξησης του συντελεστή καθαρού κέρδους (π.χ. επί απόρριψης βιβλίων και στοιχείων κ.λπ.), υπό προϋποθέσεις.
- Μείωση των καταλογισθέντων ποσών πρόσθετων φόρων ή προστίμων, σε ποσοστό που καθορίζεται από τις οικείες διατάξεις. Συγκεκριμένα, προβλέπεται:
- Μείωση του πρόσθετου φόρου (προσαύξησης) στα 3/5 αυτού.
- Μείωση των προστίμων στο 1/3 αυτών.
Σε περίπτωση αποδεδειγμένης ολικής ή μερικής ανυπαρξίας της παράβασης, τα πρόστιμα διαγράφονται, ολικά ή μερικά.
Σημείωση: Οι παραπάνω μειώσεις αποτελούν τον κανόνα που εν γένει εφαρμόζεται. Σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις διαφορετικό καθεστώς.
- Μεγαλύτερος αριθμός δόσεων για την καταβολή των βάσει συμβιβασμού βεβαιούμενων ποσών από εκείνον που προβλέπεται για την καταβολή των οικείων ποσών βάσει δικαστικών αποφάσεων.
- Άρση του αξιοποίνου, εφόσον προβλέπεται ποινική δίωξη, στις περιπτώσεις του συνολικού για κάθε φορολογία συμβιβασμού (βλ. κατωτέρω Κεφάλαιο Γ2 «Ποινικές Κυρώσεις»).
2.3. Προϋποθέσεις
- Εμπρόθεσμη υποβολή της σχετικής αίτησης.
- Καταβολή ποσού ίσου με το 1/5 του βάσει συμβιβασμού οφειλόμενου κύριου και πρόσθετου φόρου ή προστίμου, κατά την υπογραφή της πράξης ή του πρακτικού συμβιβασμού ή το αργότερο μέσα στις δύο (2) επόμενες εργάσιμες για τις ΔΟΥ ημέρες, με εξαίρεση τις υπό εκκαθάριση επιχειρήσεις.
Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής από τον φορολογούμενο του παραπάνω ποσοστού φόρου ή προστίμου, ο συμβιβασμός θεωρείται ως μη γενόμενος.
3. Προσφυγή του φορολογούμενου στα δικαστήρια – Δικαστική προστασία
3.1. Προσφυγή
- Πρόκειται για ένδικο βοήθημα, που ασκείται με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στην ελεγκτική Αρχή που εξέδωσε την οικεία καταλογιστική πράξη.
Στο δικόγραφο της προσφυγής μπορεί να εμπεριέχεται και αίτημα για διοικητική επίλυση της διαφοράς.
- Σε περίπτωση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, ολικά ή μερικά, η προσφυγή που τυχόν ασκήθηκε, δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα ή ισχύει μόνο για το μέρος που δεν επιλύθηκε η διαφορά.
- Σε περίπτωση μη επίτευξης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς και άσκησης εμπρόθεσμης προσφυγής, βεβαιώνεται αμέσως από τον αρμόδιο προϊστάμενο ποσοστό 10% του αμφισβητούμενου κύριου και πρόσθετου φόρου, τέλους ή εισφοράς, καθώς και των λοιπών τυχόν συμβεβαιούμενων ποσών.
Ειδικά σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως σε περίπτωση προσωρινού ελέγχου ΦΠΑ και παρακρατούμενων φόρων κ.λπ., βεβαιώνεται το 100% της διαφοράς, ανεξαρτήτως της άσκησης προσφυγής.
Τα παραπάνω, κατά περίπτωση, ποσά καταβάλλονται εφάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα.
- Η προσφυγή καθώς και η έκθεση με τις απόψεις της υπηρεσίας επί της διαφοράς και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου διαβιβάζονται κατά τις οικείες διατάξεις στο αρμόδιο δικαστήριο από τον προϊστάμενο της αρμόδιας ελεγκτικής Αρχής.
3.2. Έφεση – Αναίρεση – Λοιπές δυνατότητες δικαστικής προστασίας
Έφεση
Σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό και υπό τις προϋποθέσεις του νόμου.
Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης είναι εξήντα (60) ημέρες και αρχίζει από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης, σε καμία δε περίπτωση δεν ασκείται έφεση, αν έχουν περάσει τρία (3) χρόνια από τη δημοσίευση της απόφασης.
Αναίρεση
Η αίτηση αναίρεσης ασκείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (Σ.τ.Ε.) κατά αποφάσεων που εκδίδονται είτε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είτε τελεσιδίκως κατ’ έφεση κ.λπ.
Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον φορολογούμενο είναι εξήντα (60) ημέρες από την κοινοποίηση της απόφασης σε αυτόν, σε καμία δε περίπτωση δεν μπορεί να ασκηθεί αναίρεση, αν έχουν περάσει τρία (3) χρόνια από τη δημοσίευση της απόφασης.
Λοιπές δυνατότητες δικαστικής προστασίας
Πέραν των παραπάνω, ο φορολογούμενος έχει τη δυνατότητα να ασκήσει και όλα τα λοιπά προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα και μέσα και γενικά να ζητήσει κάθε είδους προβλεπόμενη από τις ισχύουσες διατάξεις δικαστική προστασία (π.χ. άσκηση ανακοπής, αίτηση αναστολής εκτέλεσης διοικητικών πράξεων, αίτηση αναστολής εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων κ.λπ.).
4. Λοιπές δυνατότητες του φορολογούμενου
4.1. Δικαστικός συμβιβασμός
Πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης και σε κάθε στάση της δίκης (προσφυγή, έφεση, αναίρεση) μπορεί να γίνει, με αποδοχή και από τα δύο μέρη, δικαστικός συμβιβασμός και κατάργηση της εκκρεμούς δίκης. Ο δικαστικός συμβιβασμός είναι δυνατός σε όσες περιπτώσεις επιτρέπεται και όπως προβλέπεται διοικητική επίλυση της διαφοράς. Για τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει, πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο, να αποσταλεί – κατατεθεί στον γραμματέα του αρμόδιου δικαστηρίου η οικεία πράξη ή το πρακτικό του επιτευχθέντος συμβιβασμού.
4.2. Ακύρωση ή τροποποίηση οριστικοποιηθείσας καταλογιστικής πράξης
Καταλογιστικές πράξεις που οριστικοποιήθηκαν, επειδή ο φορολογούμενος δεν προσέφυγε στα δικαστήρια, σύμφωνα με τα πιο πάνω αναφερόμενα, μπορεί να ακυρωθούν ή να τροποποιηθούν, κατά περίπτωση, εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένοι και ειδικοί, περιοριστικά αναφερόμενοι στις οικείες διατάξεις, λόγοι και προϋποθέσεις.
Γ. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
1. Διοικητικές κυρώσεις
1.1. Πρόσθετοι φόροι
Επί της τυχόν διαφοράς κύριου φόρου, που προκύπτει από τον διενεργηθέντα έλεγχο, επιβάλλεται πρόσθετος φόρος (προσαύξηση), το ύψος του οποίου υπολογίζεται ως ποσοστό επ’ αυτής και εξαρτάται από:
- Το είδος της διαπιστωθείσας παράλειψης σε σχέση με την οικεία δήλωση (ανακριβής δήλωση, μη υποβολή δήλωσης).
- Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί καταρχήν ανάμεσα στις ημερομηνίες λήξης της προθεσμίας υποβολής της οικείας δήλωσης και έκδοσης της αντίστοιχης πράξης με την οποία καταλογίζεται η οφειλόμενη διαφορά κύριου φόρου. Περαιτέρω, ανάλογα με την εξέλιξη επί της εκδοθείσας πράξης (συμβιβασμός, έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης, οριστικοποίηση), λαμβάνεται υπόψη και το εκάστοτε επιπλέον ανάλογα με την περίπτωση χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον νόμο.
- Το είδος της φορολογίας (εισόδημα, ΦΠΑ κ.λπ.).
Το ως άνω επιβαλλόμενο ποσοστό προσαύξησης (επί υποβολής ανακριβούς δήλωσης ή επί μη υποβολής δήλωσης) σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί το 200% της διαφοράς του κύριου φόρου. (Το ποσοστό αυτό ισχύει για εισοδήματα κ.λπ. από 1.1.2004 και μετά. Για τα προηγούμενα χρόνια το ποσοστό αυτό ανερχόταν σε 300%).
1.2. Πρόστιμα
Άλλη βασική κατηγορία διοικητικών κυρώσεων αποτελούν τα πρόστιμα. Κυριότερες περιπτώσεις προστίμου είναι οι ακόλουθες:
- Πρόστιμο που επιβάλλεται επί μη τήρησης υποχρεώσεων γενικά που απορρέουν από την κείμενη φορολογική νομοθεσία, εφόσον δεν προβλέπεται η επιβολή πρόσθετου φόρου ή δεν προκύπτει ποσό φόρου για καταβολή.
Το πρόστιμο αυτό κυμαίνεται από 117,00 ευρώ μέχρι 1.170,00 ευρώ.
- Πρόστιμο που επιβάλλεται επί μη ορθής εφαρμογής των διατάξεων γενικά του ΚΒΣ.
Το πρόστιμο αυτό προσδιορίζεται κατ’ αντικειμενικό τρόπο, με βάση συγκεκριμένες παραμέτρους που ορίζει ρητά ο νόμος (κατηγορία βιβλίων, είδος και σοβαρότητα παράβασης κ.λπ.).
- Πρόστιμο που επιβάλλεται επί μη ορθής εφαρμογής των διατάξεων περί φορολογικών μηχανισμών, καθώς και αυτών που αναφέρονται στις τεχνικές προδιαγραφές των φορολογικών ταμειακών μηχανών και συστημάτων.
Το πρόστιμο αυτό προσδιορίζεται επίσης κατ’ αντικειμενικό τρόπο.
- Πρόστιμο που αφορά τον ΦΠΑ και επιβάλλεται σε περιπτώσεις έκπτωσης φόρου εισροών από λήπτη εικονικού φορολογικού στοιχείου ή στοιχείου που νόθευσε αυτός ή άλλοι για λογαριασμό του ή επιστροφής ΦΠΑ σε αυτόν, καθώς και σε περιπτώσεις μη απόδοσης φόρου βάσει πλαστών, εικονικών ή νοθευμένων φορολογικών στοιχείων από τον εκδότη αυτών.
Το επιβαλλόμενο ειδικό πρόστιμο αυτών των περιπτώσεων είναι ισόποσο με το τριπλάσιο του φόρου που εκπέσθηκε ή που επιστράφηκε ή που δεν αποδόθηκε, ανεξάρτητα εάν δεν προκύπτει τελικά ποσό φόρου για καταβολή.
Το ανωτέρω πρόστιμο επιβάλλεται και στους αγρότες του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ, που έλαβαν επιστροφή φόρου με βάση πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία που εξέδωσαν οι ίδιοι.
1.3. Άλλες κυρώσεις
Σε περιπτώσεις ιδιαίτερα σοβαρών φορολογικών παραβάσεων, εκτός από τους πρόσθετους φόρους και τα πρόστιμα που αναφέρθηκαν προηγουμένως, προβλέπονται ειδικές διοικητικές κυρώσεις που έχουν σαν στόχο, πέραν της διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου, τον παραδειγματισμό και τη συμμόρφωση του φορολογούμενου.
Κυριότερες από αυτές, που επιβάλλονται στο πλαίσιο προσωρινών ή τακτικών ελέγχων, είναι οι ακόλουθες:
- Αναστολή λειτουργίας επαγγελματικών εγκαταστάσεων επιτηδευματιών μέχρι ένα (1) μήνα, σε περιπτώσεις παρεμπόδισης της διενέργειας φορολογικού ελέγχου με χρησιμοποίηση βίας ή απειλών κατά των ελεγκτικών οργάνων, καθώς και κάθε φορά που διαπιστώνεται η επανάληψη, μέσα στην ίδια ή την επόμενη ή τη μεθεπόμενη χρήση, της μη έκδοσης του προβλεπόμενου από τον ΚΒΣ στοιχείου κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών.
- Αναστολή έναντι του Δημοσίου του απορρήτου των καταθέσεων, των λογαριασμών, των κοινών λογαριασμών, των πάσης φύσεως επενδυτικών λογαριασμών κ.λπ. του φορολογούμενου σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα και δέσμευση του 50% αυτών, καθώς και μη χορήγηση βεβαιώσεων ή πιστοποιητικών που απαιτούνται για την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων του παραβάτη.
- Απώλεια του δικαιώματος:
συμμετοχής σε δημοπρασίες του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ, των κοινωφελών ιδρυμάτων και οργανισμών κοινής ωφέλειας,
λήψης πιστοποιητικού φορολογικής ενημερότητας και
λήψης δανείων με την εγγύηση του Δημοσίου ή δημόσιων επιχορηγήσεων ή κρατικών πιστώσεων, καθώς και
απαγόρευση σύναψης σύμβασης με το Δημόσιο ή άλλους δημόσιους οργανισμούς ή φορείς.
Μία τουλάχιστον από τις παραπάνω κυρώσεις απαγγέλλεται από το αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο για όσο χρονικό διάστημα, κατά περίπτωση, ορίζουν οι οικείες διατάξεις, στις περιπτώσεις μη υποβολής ή υποβολής ανακριβών δηλώσεων, εφόσον οι τελεσίδικες ή οριστικές, κατά περίπτωση, διαφορές φόρων, τελών ή εισφορών υπερβαίνουν συγκεκριμένα όρια.
2. Ποινικές κυρώσεις
Όταν από τον έλεγχο διαπιστώνεται διάπραξη συγκεκριμένων φορολογικών παραβάσεων, που συνιστούν συγχρόνως και αδικήματα φοροδιαφυγής, προβλέπεται η επιβολή ποινικών κυρώσεων κατά των δραστών και των κατά περίπτωση αυτουργών και συνεργών από τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια, ύστερα από μηνυτήρια αναφορά των αρμόδιων ελεγκτικών Αρχών ή κατόπιν αποστολής στον αρμόδιο Εισαγγελέα των τελεσίδικων αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων, κατά περίπτωση.
Φορολογικές παραβάσεις που συνιστούν αδικήματα φοροδιαφυγής είναι:
- Η παράλειψη υποβολής ή η υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που αποκρύφτηκαν από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος, υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των 15.000,00 ευρώ.
- Η μη απόδοση στο Δημόσιο του φόρου πλοίων, εφόσον ο φόρος που δεν αποδόθηκε για κάθε διαχειριστική περίοδο, υπερβαίνει το ποσό των 15.000,00 ευρώ.
- Η μη απόδοση ή η ανακριβής απόδοση στο Δημόσιο του ΦΠΑ, του ΦΚΕ και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κατά περίπτωση κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του ΦΠΑ που συμψηφίστηκε ή επιστράφηκε ή δεν αποδόθηκε, υπερβαίνει σε ετήσια βάση το ποσό των 3.000,00 ευρώ.
Για όλα τα παραπάνω αδικήματα φοροδιαφυγής προβλέπεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους έως κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, ανάλογα με το ύψος των κατά περίπτωση ποσών.
- Η έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθώς και η αποδοχή εικονικών ή η νόθευση φορολογικών στοιχείων, ανεξάρτητα εάν ο δράστης διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου.
Για το αδίκημα αυτό φοροδιαφυγής προβλέπεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών.
Ειδικά η έκδοση ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής και εφόσον η συνολική αξία αυτών υπερβαίνει τα 3.000,00 ευρώ, τιμωρείται με μεγαλύτερη ποινή και συγκεκριμένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους έως κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών.
Στις πιο πάνω περιπτώσεις, αν η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει τα 150.000,00 ευρώ, προβλέπονται επίσης ιδιαίτερες αυστηρότερες για τον φορολογούμενο διαδικασίες, ως προς τον χρόνο υποβολής της μηνυτήριας αναφοράς στον αρμόδιο Εισαγγελέα και εκδίκασης της υπόθεσης.
Όταν η συνολική αξία των πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων, για την πλαστότητα ή εικονικότητα των οποίων καταδικάζεται ο δράστης, υπερβαίνει το ποσό των 235.000,00 ευρώ, επιβάλλεται ως παρεπόμενη ποινή το κλείσιμο της επαγγελματικής εγκατάστασης αυτού μέχρι ένα (1) μήνα.
- Η παραβίαση ή παραποίηση φορολογικών μηχανισμών και συστημάτων ή η επέμβαση κατά οποιονδήποτε τρόπο στη λειτουργία του μηχανισμού ή η διάθεση ή χρησιμοποίηση παραβιασμένου ή διαφοροποιημένου ή παραποιημένου τέτοιου μηχανισμού.
Για το αδίκημα αυτό προβλέπεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, με ανάλογη εφαρμογή των προβλεπόμενων για τη χρήση πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων.
Σημειώσεις
1. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα, δεν αρχίζει δε πριν από την τελεσιδικία της οικείας υπόθεσης στα διοικητικά δικαστήρια επί άσκησης προσφυγής ή την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής επί μη άσκησης εμπρόθεσμης προσφυγής, με εξαίρεση το αδίκημα των πλαστών, εικονικών ή νοθευμένων φορολογικών στοιχείων, όπου η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, κατά περίπτωση.
2. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις αδικημάτων φοροδιαφυγής, το αξιόποινο αίρεται, εφόσον επέλθει συνολικός κατά περίπτωση συμβιβασμός ή κατ’ άλλον τρόπο ολική διοικητική περαίωση της διαφοράς.
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΠΕΖΑΣ