ΠΟΛ.1046/25.2.2008
Χαρακτηρισμός εγγράφου ως δημόσιου, για την απόδειξη παλαιότητας στον αντικειμενικό προσδιορισμός αξίας κτισμάτων
Κατόπιν σχετικών ερωτήσεων των ΔΟΥ και άλλων ενδιαφερόμενων σχετικά με τον χαρακτηρισμό εγγράφου ως δημόσιου προκειμένου να αποδειχθεί η παλαιότητα κτίσματος για τον υπολογισμό της αντικειμενικής του αξίας, απευθυνθήκαμε στο Γραφείο Νομικού Συμβούλου και το Ειδικό Γραφείο Φορολογίας, ζητώντας να αποφανθεί για το πότε ένα έγγραφο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δημόσιο προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες για τις ανάγκες εφαρμογής του αντικειμενικού συστήματος υπολογισμού αξίας ακινήτων.
Για ενημέρωσή σας σχετικά με το θέμα και εφαρμογή στις αντίστοιχες περιπτώσεις, σας διαβιβάζουμε την υπ’ αριθ. 2823/04 και 647/05 16.9.2005 γνωμοδότηση του Ειδικού Γραφείου Νομικού Συμβούλου Φορολογίας που αποφαίνεται ότι «τόσο οι ένορκες βεβαιώσεις του συμβολαιογράφου περί της παλαιότητας κτιρίου όσο και τα πιστοποιητικά δημάρχων που βασίζονται στις βεβαιώσεις αυτές, δεν αποτελούν δημόσια έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 4 της υπ’ αριθ. 1129485/479/Γ0013/ΠΟΛ.1310/3.12.1996 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών και συνεπώς δεν δύναται να ληφθούν υπόψη από τη φορολογική αρχή προς απόδειξη της παλαιότητας κτιρίου».
Αν οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον συμβολαιογράφου και τα πιστοποιητικά δημάρχων που βασίζονται στις βεβαιώσεις αυτές για την απόδειξη παλαιότητας στον αντικειμενικό προσδιορισμό αξίας κτισμάτων αποτελούν δημόσια έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 4 της υπ’ αριθ. 1129485/479/Γ0013/ΠΟΛ.1310/3.12.1996 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών
Γνωμοδότηση 2823/04 & 647/05 (16.9.2005)
Σχετ.: Έγγραφα 4021/00ΤΥ/Δ’/8.12.2004 και 821/00ΤΥ/Δ/23.3.2005
Επί του ανωτέρω ερωτήματος έχουμε την ακόλουθη γνώμη:
I. Α.Το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν.2690/1999 (ΦΕΚ 45/Α’) «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» ορίζει: «1. Κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις».
Β. Περαιτέρω, το άρθρο 169 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ) ορίζει ότι:
1. Δημόσια είναι τα έγγραφα τα οποία έχουν συνταχθεί από δημόσιο όργανο.
2. Ιδιωτικά είναι όλα τα έγγραφα τα οποία δεν είναι δημόσια. Τα ιδιωτικά έγγραφα πρέπει πάντως να φέρουν την υπογραφή του συντάκτη ή, αν δηλώνεται αδυναμία υπογραφής, άλλο σημείο το οποίο τίθεται από τον συντάκτη. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το έγγραφο πρέπει να επικυρώνεται από συμβολαιογράφο ή άλλη δημόσια αρχή, οι οποίοι και βεβαιώνουν συγχρόνως ότι ο εκδότης δήλωσε αδυναμία υπογραφής.
3. Θεωρούνται επίσης έγγραφα, κατά τις διακρίσεις των προηγούμενων παραγράφων:
α) τα βιβλία των οποίων την τήρηση επιβάλλουν οι κείμενες διατάξεις και
β) οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις και κάθε άλλη απεικόνιση, καθώς και οι φωνοληψίες».
Γ. Εξάλλου, ο ΚΠολΔ ορίζει:
«Άρθρο 438 – Βεβαιώσεις του συντάκτη δημοσίων εγγράφων
Έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με προσβολή του έγγραφου ως πλαστού».
«Άρθρο 440 – Γεγονότα που όφειλε να βεβαιώσει ο συντάκτης δημοσίων εγγράφων
Τα έγγραφα που αναφέρονται στα άρθρα 438 και 439 αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτά, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη».
«Άρθρο 441 – Δηλώσεις συμβαλλομένων σε δημόσια έγγραφα
1. Τα έγγραφα που συντάσσονται σύμφωνα με τα άρθρα 438 και 439 για τη σύσταση ή τη βεβαίωση δικαιοπραξίας αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς το περιεχόμενο των δικαιοπρακτικών δηλώσεων των μερών επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη.
2. Όσα ορίζονται στην παράγραφο 1 ισχύουν και για όσα αναφέρονται αφηγηματικά στο έγγραφο, εφόσον έχουν άμεση σχέση με το κύριο αντικείμενο του εγγράφου. Όσα δεν έχουν άμεση σχέση θεωρούνται ως αρχή έγγραφης απόδειξης».
«Άρθρο 445 – Αποδεικτική δύναμη ιδιωτικών εγγράφων
Έγγραφα ιδιωτικά, συνταγμένα σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, εφόσον η γνησιότητά τους αναγνωρίστηκε ή αποδείχθηκε, αποτελούν πλήρη απόδειξη ότι η δήλωση που περιέχουν προέρχεται από τον εκδότη του εγγράφου, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη».
«Άρθρο 446 – Τρόποι κτήσεως βεβαίας χρονολογίας
Το ιδιωτικό έγγραφο αποκτά βέβαιη χρονολογία ως προς τους τρίτους μόνο όταν το θεωρήσει συμβολαιογράφος ή άλλος δημόσιος υπάλληλος αρμόδιος κατά το νόμο ή όταν πεθάνει ένας από εκείνους που το υπέγραψαν ή όταν το ουσιώδες περιεχόμενό του αναφερθεί σε δημόσιο έγγραφο ή όταν υπάρξει άλλο γεγονός που κάνει με ανάλογο τρόπο βέβαιη τη χρονολογία. Η θεώρηση γίνεται με τη σημείωση επάνω στο έγγραφο της λέξης “θεωρήθηκε” και της χρονολογίας».
Δ. Το άρθρο 4 περ. 4 της υπ’ αριθ. 1129485/479/Γ0013/ΠΟΛ.1310/3.12.1996 (ΦΕΚ 1152/Β’) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών ορίζει ότι:
«4. Συντελεστής παλαιότητας
Για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας ενός κτίσματος εφαρμόζεται συντελεστής, ανάλογα με την παλαιότητά του.
Για να εφαρμοστεί ο συντελεστής παλαιότητας πρέπει το κτίριο να είναι πλήρως αποπερατωμένο. Περίπτωση εφαρμογής ταυτόχρονα των συντελεστών αποπεράτωσης και παλαιότητας αποκλείεται, εκτός της περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου, κατά την οποία έχουμε κτίσμα ημιτελές αλλά ηλεκτροδοτημένο και άρα θεωρούμενο στο στάδιο αποπεράτωσης των δαπέδων.
Η παλαιότητα αρχίζει να υπολογίζεται μετά τη συμπλήρωση δύο (2) ετών από την ημερομηνία έκδοσης της οικοδομικής άδειας ή την τελευταία αναθεώρησή της (π.χ. αν εκδόθηκε στις 30.9.1978, η παλαιότητα αρχίζει να υπολογίζεται από 30.9.1980) και εκφράζεται σε ακέραιο αριθμό ετών, με την παραδοχή ότι χρονικό διάστημα μικρότερο του εξαμήνου να λαμβάνεται υπόψη, ενώ μεγαλύτερο λογίζεται ως έτος. Αν δεν υπάρχει οικοδομική άδεια, η παλαιότητα υπολογίζεται από τη χρονολογία κατασκευής, που αποδεικνύεται με οποιοδήποτε δημόσιο έγγραφο (π.χ. προγενέστερος τίτλος κτήσης, νομιμοποίηση αυθαιρέτου, έναρξη ηλεκτροδότησης, μισθωτήριο συμβόλαιο).
Άδεια αλλαγής μόνο της χρήσης του κτιρίου ή άδειες μη ουσιώδους ανακαίνισης δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της παλαιότητας.
Αντίθετα, άδεια ριζικής ανακαίνισης, ιδιαίτερα στα διατηρητέα κτίρια, λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της παλαιότητας, με αφετηρία δύο (2) χρόνια μετά την ημερομηνία της άδειας ανακαίνισης.
Σε περίπτωση επέκτασης υπάρχοντος κτίσματος, η παλαιότητα υπολογίζεται χωριστά για κάθε τμήμα ανάλογα με τον χρόνο κατασκευής του, που αποδεικνύεται κατά τα ανωτέρω».
Ε. Το άρθρο 111 παρ. 1 του Π.Δ.410/1995 «Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας» ορίζει ότι:
«Άρθρο 114 – Αρμοδιότητες του Δημάρχου
1. Ο δήμαρχος: α) εκπροσωπεί το δήμο στα δικαστήρια και σε κάθε δημόσια αρχή και δίνει τους όρκους που επιβάλλονται στο δήμο, β) εκτελεί τις αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου και της δημαρχιακής επιτροπής, γ) είναι προϊστάμενος των υπηρεσιών του δήμου και τις διευθύνει, δ) είναι προϊστάμενος όλου του προσωπικού του δήμου, αποφασίζει για το διορισμό αυτού και εκδίδει τις πράξεις που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις για το διορισμό, τις κάθε είδους υπηρεσιακές μεταβολές και την άσκηση του πειθαρχικού ελέγχου, ε) διατάζει την είσπραξη των δημοτικών εσόδων και εκδίδει (υπογράφει) τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής σε βάρος των πιστώσεων που προβλέπονται στον προϋπολογισμό ή έχουν εγγραφεί σε αυτόν ύστερα από αναμόρφωση και έχουν διατεθεί (ψηφιστεί) με αποφάσεις του αρμόδιου οργάνου, αφού προηγουμένως έχουν ελεγχθεί τα σχετικά δικαιολογητικά από την αρμόδια υπηρεσία του δήμου, στ) υπογράφει τις συμβάσεις που συνάπτει ο δήμος, ζ) εκδίδει πιστοποιητικά προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως των δημοτών και η) ασκεί τις αρμοδιότητες που του αναθέτουν ειδικές διατάξεις του Κώδικα ή άλλου νόμου».
Στ. Τέλος, ο Κώδικας Συμβολαιογράφων (Ν.2830/2000) δεν παρέχει αρμοδιότητα στους συμβολαιογράφους για τη σύσταση ενόρκων βεβαιώσεων.
Επιτρέπει όμως σ’ αυτούς να ενεργούν κάθε άλλη πράξη που τους αναθέτει ο νόμος (άρθρο 1 παρ. 1 περ. ε’ του Ν.2830/2000). Ο ΚΠολΔ επιτρέπει στους συμβολαιογράφους την σύνταξη ενόρκων βεβαιώσεων επί εργατικών διαφορών (άρθρο 671), καθώς επίσης επί διαφορών παράδοσης ή απόδοσης μισθίου κ.λπ. (άρθρο 650 παρ. 1). Ομοίως, ο ΚΔΔ (άρθρο 185) επιτρέπει τις ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον συμβολαιογράφου.
Από δικονομικής πλευράς οι ένορκες βεβαιώσεις δεν αποτελούν έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 438 του ΚΠολΔ, αλλά μαρτυρικές καταθέσεις εκτός δίκης (Άρειος Πάγος 1086/1993 Επιθ. Εργ. Δικαίου τ. 53ο σελ. 886, 1359/1993 Επιθ. Εργ. Δικαίου τ. 54η σελ. 731).
Για όσα όμως γεγονότα έλαβαν χώρα ενώπιον του συμβολαιογράφου π.χ. ημερομηνία και ώρα ένορκης βεβαίωσης, η ένορκη βεβαίωση έχει την αποδεικτική δύναμη των δημοσίων εγγράφων (άρθρο 438 του ΚΠολΔ).
Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα εξής:
α) Ο δήμαρχος δεν έχει αρμοδιότητα να εκδίδει πιστοποιητικά παλαιότητας κτιρίου τα οποία βασίζονται είτε σε γνώση του ίδιου του δημάρχου περί της παλαιότητας είτε σε ένορκες καταθέσεις δημοτών ενώπιον συμβολαιογράφου (βλ. ΑΠ 854/1982 Νομ. Β. 31, σελ. 816).
β) Οι συμβολαιογράφοι δεν έχουν γενική αρμοδιότητα προς σύνταξη ενόρκων βεβαιώσεων εκτός των περιπτώσεων που ρητά τούτο αναφέρεται στο νόμο.
γ) Καθ’ ορθή ερμηνεία της παρ. 4 του άρθρου 4 της υπ’ αριθ. 1129485/479/Γ0013/ΠΟΛ.1310/3.12.1996 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, η παλαιότητα κτιρίων αποδεικνύεται με οποιοδήποτε δημόσιο έγγραφο που έχει συνταχθεί με τους νόμιμους τύπους και ο συντάξας αυτό έχει αρμοδιότητα προς τούτο εκτός από τις ένορκες βεβαιώσεις, αφού οι σχετικές με την παλαιότητα κτιρίου διατάξεις δεν ορίζουν ρητά ότι επιτρέπεται η σύνταξη τέτοιων βεβαιώσεων από συμβολαιογράφους.
Κατόπιν των ανωτέρω στο τεθέν ερώτημα αρμόζει η απάντηση ότι τόσο οι ένορκες βεβαιώσεις του συμβολαιογράφου περί της παλαιότητας κτιρίου όσο και τα πιστοποιητικά δημάρχων που βασίζονται στις βεβαιώσεις αυτές δεν αποτελούν δημόσια έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 4 της υπ’ αριθ. 1129485/479/Γ0013/ΠΟΛ.1310/3.12.1996 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών και συνεπώς δεν δύναται να ληφθούν υπόψη από τη φορολογική αρχή προς απόδειξη της παλαιότητας κτιρίου.
Απόδειξη – Έγγραφα – Έγγραφα δημοσίων υπαλλήλων ή λειτουργών αποτελούν πλήρη απόδειξη κατά τους όρους ΚΠολΔ 438 – Έγγραφο προέδρου Κοινότητας, στο οποίο πιστοποιείται, ότι μέλος της Κοινότητας κατέχει ορισμένο ακίνητο, δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη ούτε λαμβάνεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων
ΑΠ 854/1982 (Τμήμα Α’)
Επειδή κατά μεν την διάταξιν του άρθρου 438 του ΚΠολΔ έγγραφα συντεταγμένα κατά τους νομίμους τύπους υπό δημοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού ή προσώπου ασκούντος δημοσίαν υπηρεσίαν ή λειτουργίαν, αποτελούν πλήρη ένδειξιν έναντι πάντων περί παντός βεβαιουμένου εν τω εγγράφω ως γενομένου υπό του συντάξαντος το έγγραφον προσώπου ή ενώπιον αυτού, εφ’ όσον τούτο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιον δια την βεβαίωσιν ταύτη, κατά δε την διάταξιν του άρθρου 90 του Π.Δ.933/1975 «περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον νόμου των ισχυουσών διατάξεων περί του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος», αφορώντος τα καθήκοντα του προέδρου Κοινότητος «ο Πρόεδρος της Κοινότητος… 1) εκδίδει πιστοποιητικά περί της προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως των δημοτών». Εκ των διατάξεων αυτών σαφώς προκύπτει ότι ο πρόεδρος της Κοινότητος δεν έχει αρμοδιότητα να εκδίδη πιστοποιητικά περί του ότι μέλος τι της Κοινότητος κατέχει αφ’ ωρισμένου χρόνου ωρισμένον ακίνητον φερόμενον ως ανήκον εις τρίτον και επομένως πιστοποιητικόν με τοιούτον περιεχόμενον δεν αποτελεί απόδειξιν περί τούτου. Εξ ετέρου εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 341, 396 έως 398, 406 και 410 του ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι έγγραφον περιέχον βεβαίωσιν τρίτου, εκδοθέν προ της δίκης ή κατά την διάρκειαν αυτής προς τον αποκλειστικόν σκοπόν όπως χρησιμεύση εν αυτή, ως αποδεικτικόν μέσον, δεν δύναται να ληφθή υπ’ όψει ουδέ προς συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων, καθ’ όσον άλλως θα επήρχετο καταστρατήγησις των εις το αποδεικτικόν μέσον των μαρτύρων αναφερόμενων ανωτέρω διατάξεων, περί του σκοπού δε τούτου κρίνει ανελέγκτως το Δικαστήριον της ουσίας και δη ελευθέρως, βάσει του περιεχομένου του εγγράφου, μη χρεούμενον να διατάξη απόδειξιν. Κατ’ ακολουθίαν το δικάσαν Εφετείον μη λαβόν υπ’ όψιν ουδέ προς συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων υπό της αναιρεσειούσης προσαχθείσαν και κληθείσαν από 25.6.1979 βεβαίωσιν του Προέδρου Κοινότητος Κοθρέως καθ’ ην «τα εις θέσεις Ευαγγελίστρα και Αγράμπελο κτήματα (χωράφια) τα κατέχει και τα καλλιεργεί κάθε χρόνο από του έτους 1954 μετά της οικογενείας της η Α.Β., τούτο γνωρίζω εξ ιδίας αντιλήψεως…» επί αιτιλογία ότι η ανωτέρω βεβαίωσις, μη αναφερομένη εις την προσωπικήν ή οικογενειακήν κατάστασιν της αναιρεσειούσης, αναρμοδίως συνετάγη διαρκούσης της δίκης και κατά την κρίσιν του Δικαστηρίου (Εφετείου) προς τον σκοπόν ινα χρησιμεύση εν αυτή, ουδαμώς παρά τον νόμον δεν έλαβεν υπ’ όψιν επικληθέντα και προσαχθέντα αποδεικτικά μέσα και ο εκ του άρθρου 559 άρθρο 1 του ΚΠολΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως, κατά το τελευταίον μέρος του, τ’ αντίθετα υποστηρίζων τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος.
Ο Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.
Αθανάσιος Τσιοκάνης