ΠΟΛ.1060/17.3.2008

Κοινοποίηση της γνωμοδότησης 438/2007 του ΝΣΚ, σχετικά με την ευθύνη του σύνδικου πτώχευσης

Σας κοινοποιούμε την υπ’ αριθ. 438/2007 γνωμοδότηση του ΝΣΚ (Τμήμα Β’), η οποία έγινε αποδεικτή από τον Υφυπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, προς ενημέρωσή σας και ανάλογη εφαρμογή.
Με την ως άνω γνωμοδότηση έγιναν δεκτά τα εξής:
1. Για χρέη από ΦΠΑ, τα οποία γεννήθηκαν μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσης αυτών, δεν ευθύνεται προς καταβολή τους ο σύνδικος της πτώχευσης, παρά μόνο ο πτωχός και, εφόσον πρόκειται για νομικό πρόσωπο, και οι νόμιμοι εκπρόσωποί του κατά τον χρόνο λύσης του νομικού προσώπου, αλληλέγγυα και σε ολόκληρο με το υπόχρεο νομικό πρόσωπο. Ο σύνδικος της πτώχευσης ευθύνεται αλληλέγγυα και σε ολόκληρο με τον πτωχό για χρέη από ΦΠΑ τα οποία γεννήθηκαν μετά από την κήρυξη της πτώχευσης από υποκείμενες σε φόρο πράξεις του σύνδικου είτε κατά την εκκαθάριση της πτωχευτικής περιουσίας είτε όταν ο σύνδικος, κατόπιν άδειας του πτωχευτικού δικαστηρίου (άρθρα 78, παρ. 1 και 84, παρ. 1), συνεχίζει την επιχειρηματική δραστηριότητα του πτωχού.
2. Για την εν γένει ευθύνη του σύνδικου προβλέπει πλέον ο Ν.3588/2007 «Πτωχευτικός Κώδικας», στο άρθρο 80 για την αστική του ευθύνη και στο άρθρο 175 για την ποινική του ευθύνη, σε κάθε δε περίπτωση και υπό το κράτος του Εμπορικού Νόμου ο σύνδικος ευθυνόταν αστικώς για τις πράξεις ή παραλείψεις του κατά την άσκηση του λειτουργήματός του τόσο απέναντι στον πτωχό και την ομάδα των πιστωτών όσο και απέναντι σε τρίτο.
Ακολουθεί η υπ’ αριθ. 438/2007 γνωμοδότηση του ΝΣΚ ως έχει και παρακαλούμε για τις δικές σας ενέργειες κατά το μέρος της αρμοδιότητάς σας.

Γνωμοδότηση 438/13.11.2007 ΝΣΚ (Τμήμα Β’)

Περίληψη ερωτήματος: Ευθύνη του σύνδικου της πτώχευσης για την καταβολή στο Δημόσιο χρεών από ΦΠΑ πτωχεύσαντος συνεταιρισμού, τα οποία γεννήθηκαν σε χρόνο πριν από την κήρυξη του συνεταιρισμού σε πτώχευση.
Επί του ανωτέρω ερωτήματος, το ΝΣΚ (Τμήμα Β’) γνωμοδότησε ομόφωνα ως ακολούθως:

I. Με την υπ’ αριθ. 7459/2003 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης ο Κ.Π.Σ. Π.Ε., με την επωνυμία «Κ» κηρύχτηκε σε πτώχευση. Δικηγόρος διορίστηκε οριστικός σύνδικος πτώχευσης του ως άνω συνεταιρισμού με την υπ’ αριθ. 3325/2005 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης. Μετά από τον διορισμό του, αφού διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε περιουσία για την ικανοποίηση των δανειστών του συνεταιρισμού, ζήτησε να κηρυχτεί η παύση των εργασιών της πτώχευσης λόγω έλλειψης ενεργητικού. Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 9750/2006 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία κήρυξε την παύση των εργασιών της πτώχευσης. Η ΔΟΥ Α’ Θεσσαλονίκης θεώρησε τον ως άνω δικηγόρο συνυπόχρεο και αλληλέγγυα υπεύθυνο για τα χρέη του πτωχεύσαντος συνεταιρισμού, ύψους 43.160.780,78 ευρώ, μεταξύ των οποίων και χρέη από ΦΠΑ, ύψους 30.087.171,00 ευρώ, τα οποία ανάγονταν στη χρήση του έτους 2001, βασιζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 36, παρ. 7 και 55 του Ν.2859/2000.
Ενόψει των ανωτέρω, η υπηρεσία υπέβαλε τα ακόλουθα ερωτήματα:
α) αν έχει ο σύνδικος της πτώχευσης αλληλέγγυα και σε ολόκληρο ευθύνη και για ποια χρέη του πτωχού ως προς τον ΦΠΑ και
β) αν η απάντηση στο α’ ερώτημα είναι αρνητική, ποια η ευθύνη του σύνδικου;

II. α) Στο Β.Δ.01/1835 «ΕΜΠΟΡΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ», το Τρίτο Βιβλίο του οποίου καταργήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 181, περ. α’ του Ν.3588/2007 «Πτωχευτικός Κώδικας», από την έναρξη της ισχύος του (10.7.2007), ορίζονταν μεταξύ άλλων και τα εξής:
Άρθρο 550, εδάφια α’ και β’ (όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.ΓΦΟΔ/1910’)
«Επί τη εκθέσει του εισηγητού, το δικαστήριον, λαμβάνον υπ’ όψιν τα διαληφθέντα έγγραφα, διορίζει νέον σύνδικον ή επικυροί τον πρώτον. Ο ούτως διορισθείς σύνδικος είναι οριστικός…»
Άρθρο 637, εδάφια α’ και β’
«Εάν οι εργασίαι της πτωχεύσεως δεν δύναται να εξακολουθήσουσι δι’ έλλειψιν περιουσίας, το δικαστήριο δύναται, επί τη εκθέσει του εισηγητού και ακουσθέντων των συνδίκων, να κηρύξει εξ επαγγέλματος την παύσιν των εργασιών της πτωχεύσεως.
Εν τοιαύτη περιπτώσει οι πιστωταί αναλαμβάνουσι την ενάσκησιν των ατομικών αυτών δικαιωμάτων κατά τε του προσώπου και της περιουσίας του πτωχεύσαντος.»
β) Στο άρθρο 80 του Ν.3588/2007 (ΦΕΚ 153/Α’/10.7.2007) «Πτωχευτικός Κώδικας» ορίζονται τα εξής:
Άρθρο 80 – Αστική ευθύνη του συνδίκου
«1. Έναντι της ομάδας των πιστωτών και του οφειλέτη ο σύνδικος ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως στην πτωχευτική περιουσία, κατά παράβαση των υποχρεώσεών του από τον παρόντα κώδικα. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του οφείλει να επιδεικνύει την επιμέλεια του συνετού συνδίκου. Στο ίδιο μέτρο ο σύνδικος ευθύνεται έναντι τούτων και για τις πράξεις τρίτου, στον οποίο χωρίς δικαίωμα ανέθεσε τη διεξαγωγή υπόθεσης της πτώχευσης, ενώ, αν είχε το δικαίωμα ανάθεσης, ευθύνεται μόνο για πταίσμα ως προς την επιλογή του τρίτου και ως προς τις οδηγίες που του έδωσε.
2. Έναντι των τρίτων που ζημιώθηκαν από τη δράση του, ο σύνδικος ευθύνεται προσωπικώς μόνο για δόλο ή βαριά αμέλεια. Αν ομαδικό χρέος που δημιουργήθηκε από τη δράση του συνδίκου δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθεί από την πτωχευτική περιουσία, ο σύνδικος υποχρεούται να αποζημιώσει τον ομαδικό πιστωτή, αν από βαριά αμέλεια δεν διέγνωσε ότι η περιουσία δεν προβλέπεται να επαρκέσει για την εκπλήρωση του ομαδικού χρέους τούτου ή διέγνωσε τούτο, αλλά αδιαφόρησε.
3. Η ευθύνη του συνδίκου κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών δεν αποκλείεται.
4. Σε κάθε περίπτωση που ανακύπτει ευθύνη του συνδίκου έναντι τρίτων, εις ολόκληρον με αυτόν ευθύνεται και η ομάδα των πιστωτών, η οποία δικαιούται να αναζητήσει από τον σύνδικο κάθε ποσό που υποχρεώθηκε να καταβάλει για την αιτία αυτή.
5. Κάθε αξίωση κατά του συνδίκου παραγράφεται μετά πάροδο τριών (3) ετών από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του ζημιογόνου γεγονότος. Σε κάθε περίπτωση η αξίωση κατά του συνδίκου παραγράφεται μετά πάροδο τριετίας από τη λήξη του λειτουργήματός του.»
γ) Με το άρθρο 115 του Ν.2238/1994 (ΦΕΚ 151/Α’) «Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος», στο οποίο ενσωματώθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 17 του Ν.Δ.3843/1958 (ΦΕΚ 148/Α’), όπως είχαν διαμορφωθεί και ίσχυαν μετά από την αντικατάστασή τους με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.542/1977 (ΦΕΚ 41/Α’), ορίστηκε αρχικά, μεταξύ άλλων, ότι:
«1. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές των ημεδαπών ανώνυμων εταιριών ή συνεταιρισμών κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους…
2. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές και γενικά εντεταλμένοι στη διοίκηση του νομικού προσώπου, κατά το χρόνο της διάλυσης των λοιπών νομικών προσώπων του άρθρου 101, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και των φόρων που παρακρατούνται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους…»
Επακολούθησε ο Ν.2648/1998 (ΦΕΚ 238/Α’), με την παρ. 6 του άρθρου 22 του οποίου προστέθηκε παρ. 3 στο προεκτεθέν άρθρο 115 του Ν.2238/1994, με την οποία ορίστηκε ότι:
«Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του Νομικού Προσώπου που εκπροσωπούν, ως εξής:
α) Αν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ως άνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά.
β) Αν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου.»
Με την παρ. 7 δε του ίδιου άρθρου ορίστηκε ότι:
«Οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 115 του Ν.2238/1994 εφαρμόζονται και για την περ. β’ του άρθρου 45 του Ν.1642/1986 (ΦΕΚ 125 Α’), καθώς και για οφειλές φόρου κύκλου εργασιών.»
δ) Στο άρθρο 55 του Ν.2589/2000 (ΦΕΚ 248/Α’) «Κώδικας ΦΠΑ», όπως αυτό ισχύει μετά από την προσθήκη της παρ. δ’ με την παρ. 5 του άρθρου 18 του Ν.2992/2002 (ΦΕΚ 54/Α’/2002) ορίζονται τα εξής:
«Για την καταβολή του οφειλόμενου φόρου ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τον υπόχρεο και οι εξής:
α) οι αναφερόμενοι στις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 36 και της περίπτωσης β’ της παραγράφου 4 του άρθρου 38.
β) οι νόμιμοι εκπρόσωποι των νομικών προσώπων, κατά το χρόνο διάλυσης, συγχώνευσης ή μετατροπής τους, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης του φόρου,
γ) το πρόσωπο που μεταβιβάζει, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 5, για το φόρο που οφείλεται μέχρι το χρόνο της μεταβίβασης.
δ) Το μη υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, στην περίπτωση λήψης αγαθών ή υπηρεσιών, για τις οποίες υπόχρεος στο φόρο ορίζεται ο εγκαταστημένος εντός της χώρας υποκείμενος στο φόρο ή ο φορολογικός του αντιπρόσωπος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35.»
Στο άρθρο 36, παρ. 7 του Ν.2859/2000 (ΦΕΚ 248/Α’) «Κώδικας ΦΠΑ» ορίζονται τα εξής:
«7. Τις υποχρεώσεις που προβλέπει το άρθρο αυτό έχουν κατά περίπτωση και τα εξής πρόσωπα: …
γ) ο προσωρινός ή οριστικός σύνδικος, σε περίπτωση πτώχευσης του υποκειμένου στο φόρο,»

III. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα:
1. Ο σύνδικος της πτώχευσης είναι το πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται η διοίκηση και διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας. Η συνδικία, κατά το άρθρο 1 του Α.Ν.635/1937 «περί διατάξεων τινών πτωχευτικού δικαίου», χαρακτηριζόταν δημόσιο λειτούργημα. Οπωσδήποτε ο σύνδικος δεν ασκεί δημόσια υπηρεσία, είναι όμως, κατά τη θεωρία του λειτουργήματος, την κρατούσα θεωρία στο δίκαιό μας, φορέας δημόσιου λειτουργήματος και δεν εκπροσωπεί κανέναν (Κ. Ρόκας, Πτωχευτικό Δίκαιο, σελ. 106, Α.Π.367/1976, ΕΕΔ κζ 660). Με τη λέξη «δημόσιο λειτούργημα» δηλώνεται ότι ο σύνδικος έλκει τη νομιμοποίηση της δραστηριότητάς του από τον δικαστικό διορισμό του, κατά δε την άσκηση της δραστηριότητάς του υπόκειται στην εποπτεία και την πειθαρχική εξουσία των δικαστικών οργάνων της πτώχευσης.
2. Η παύση των εργασιών της πτώχευσης συνεπάγεται την παύση του λειτουργήματος του σύνδικου και της διαχείρισης από αυτόν της πτωχευτικής περιουσίας, την οποία έκτοτε αναλαμβάνει ο πτωχεύσας, δικαιούμενος να ασκεί τα δικαιώματά του. Εξάλλου, η πτώχευση του συνεταιρισμού συνεπάγεται μεν, κατά το άρθρο 10, παρ. 1 του Ν.Δ.1667/1986, τη λύση του, όχι όμως και την εξαφάνιση της νομικής προσωπικότητάς του και επομένως καθ’ όλη τη διάρκεια των εργασιών της πτώχευσης εξακολουθούν να υφίστανται τα όργανα του συνεταιρισμού, σε περίπτωση δε παύσης των εργασιών της πτώχευσης η εξουσία εκπροσώπησης περιέρχεται εκ νέου στο Δ.Σ. του συνεταιρισμού και αναβιώνει η ευθύνη των μελών, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο καταστατικό. Οι δε μη ικανοποιηθέντες δανειστές ανακτούν τις ατομικές διώξεις κατά του προσώπου και της περιουσίας του πτωχεύσαντος αν αυτός δεν κηρύχθηκε συγγνωστός, κατά μόνο δε της περιουσίας του αν κηρύχθηκε συγγνωστός, ευθυνόμενος έτσι για τυχόν χρέη. Σχετική είναι και η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 96 του «Πτωχευτικού Κώδικα», η οποία αναφέρει: «Η πτώχευση του νομικού προσώπου επιφέρει τη λύση του. Τα όργανα του νομικού προσώπου διατηρούνται».
Ενόψει λοιπόν του επικουρικού και εξαιρετικού χαρακτήρα της ευθύνης του σύνδικου της πτώχευσης, της έκτασης της διαχειριστικής του εξουσίας, αλλά και του λόγου που επέβαλε τη θέσπισή της, ο οποίος συνδέεται με την ανάγκη αποτροπής ενεργειών του σύνδικου κατά τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας και την εξόφληση των πιστωτών, που θα έχουν ως αποτέλεσμα τη ματαίωση της ικανοποίησης των απαιτήσεων του Δημοσίου από φόρο, η ευθύνη αυτή δεν δύναται να υφίσταται στην περίπτωση που ο σύνδικος δεν προέβη σε ενέργειες που προσιδιάζουν στη διαδικασία της πτώχευσης, λόγω της μη ύπαρξης αντικειμένου, αφού στην προκειμένη περίπτωση δεν έγινε από τον σύνδικο καμία πράξη διαχείρισης της πτωχευτικής περιουσίας.
3. Με τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 115 του Ν.2238/1994 και 55, περ. β’ του Ν.2859/2000 ο νομοθέτης καθιέρωσε πρόσθετη υποχρέωση για την κάλυψη φορολογικών υποχρεώσεων του νομικού προσώπου, την οποία όμως περιόρισε μεταξύ ορισμένου κύκλου προσώπων και δη μεταξύ εκείνων που ασκούν τη διοίκηση, αλλά και προσδιόρισε για ποιες χρονικά φορολογικές υποχρεώσεις θα είναι υπόχρεα τα πρόσωπα αυτά. Όσον αφορά στην ευθύνη του σύνδικου της πτώχευσης επί πτώχευσης των υποκείμενων σε φόρο, στη διάταξη της περ. γ’ της παρ. 7 του άρθρου 36 του Ν.2859/2000 προβλέπεται ότι ο σύνδικος της πτώχευσης έχει τις ίδιες υποχρεώσεις που έχει και ο έμπορος κατά την άσκηση της εμπορίας του, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι κατά την εν λόγω διάταξη ο σύνδικος συνεχίζει την εμπορία του πτωχεύσαντος. Αυτό κατατείνει στην επίτευξη των σκοπών της πτώχευσης και συγκεκριμένα στο να καταστεί ευχερέστερη η επίτευξη του πτωχευτικού συμβιβασμού ή, σε περίπτωση ματαίωσης αυτού, να καταστεί δυνατή η υπό ευνοϊκότερους όρους εκκαθάριση της πτωχευτικής περιουσίας.
Από τις διατάξεις των περ. α’ και β’ του άρθρου 55 του Ν.2859/2000 προκύπτει ότι ευθύνονται, αλληλέγγυα και σε ολόκληρο με τον υπόχρεο για καταβολή του οφειλόμενου φόρου, οι νόμιμοι εκπρόσωποι του νομικού προσώπου κατά τον χρόνο της λύσης του, για τα χρέη από ΦΠΑ που γεννήθηκαν πριν από τη λύση του νομικού προσώπου, ανεξαρτήτως του πότε βεβαιώθηκαν αυτά, ενώ για την καταβολή του οφειλόμενου φόρου για τα χρέη από ΦΠΑ που γεννήθηκαν μετά από την κήρυξη σε πτώχευση του νομικού προσώπου ευθύνεται ο δικαστικά διορισμένος σύνδικος της πτώχευσης αλληλέγγυα και σε ολόκληρο με τον υπόχρεο προς καταβολή, τόσο στην περίπτωση που ο ΦΠΑ γεννάται από υποκείμενες σε φόρο πράξεις του σύνδικου κατά την εκκαθάριση της πτωχευτικής περιουσίας, όσο και στην περίπτωση που ο ΦΠΑ γεννάται από υποκείμενες σε φόρο πράξεις του σύνδικου όταν αυτός, κατόπιν άδειας του πτωχευτικού δικαστηρίου («Πτωχευτικός Κώδικας», άρθρα 78, παρ. 1 και 84, παρ. 1), συνεχίζει την επιχειρηματική δραστηριότητα του πτωχού.
4. Από τα διαλαμβανόμενα στις ανωτέρω διατάξεις νόμου και σε συνδυασμό προς τους σκοπούς τους οποίους επιτελεί ο θεσμός της πτώχευσης και τους οποίους υπηρετεί η λειτουργία του σύνδικου και δεδομένου ότι ως χρόνος λύσης του συνεταιρισμού νοείται ο χρόνος κήρυξης αυτού σε πτώχευση, ως ευθυνόμενοι για τα χρέη από ΦΠΑ τα οποία γεννήθηκαν μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσης αυτών, είναι εκείνοι οι οποίοι κατά τον χρόνο της κήρυξης της πτώχευσης ήταν υπεύθυνοι κατά το καταστατικό του συνεταιρισμού. Επιπλέον, από την κήρυξη της πτώχευσης η αντίστοιχη φορολογική απαίτηση του Δημοσίου καθίσταται πτωχευτική και, εφόσον έπαψαν οι εργασίες της πτώχευσης λόγω μη ύπαρξης περιουσίας, οι μη ικανοποιηθέντες δανειστές, άρα και το Δημόσιο, ανακτούν τις ατομικές διώξεις κατά του προσώπου και της περιουσίας του πτωχεύσαντος, επιφυλασσομένων των διατάξεων περί παραγραφής, ιδιαίτερα όσον αφορά στον συνεταιρισμό.

IV. Ενόψει των προεκτεθέντων, στα τιθέμενα ερωτήματα προσήκουν οι ακόλουθες απαντήσεις:
1. Επί του πρώτου ερωτήματος
Για χρέη από ΦΠΑ τα οποία γεννήθηκαν μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσης αυτών, δεν ευθύνεται προς καταβολή τους ο σύνδικος της πτώχευσης παρά μόνο ο πτωχός και, εφόσον πρόκειται για νομικό πρόσωπο, και οι νόμιμοι εκπρόσωποί του κατά τον χρόνο λύσης του νομικού προσώπου, αλληλέγγυα και σε ολόκληρο με το υπόχρεο νομικό πρόσωπο. Ο σύνδικος της πτώχευσης ευθύνεται αλληλέγγυα και σε ολόκληρο με τον πτωχό για χρέη από ΦΠΑ τα οποία γεννήθηκαν μετά από την κήρυξη της πτώχευσης από υποκείμενες σε φόρο πράξεις του σύνδικου είτε κατά την εκκαθάριση της πτωχευτικής περιουσίας είτε όταν ο σύνδικος, κατόπιν άδειας του πτωχευτικού δικαστηρίου (άρθρα 78, παρ. 1 και 84, παρ. 1), συνεχίζει την επιχειρηματική δραστηριότητα του πτωχού.
Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση, για τους φόρους από ΦΠΑ χρήσης 2001 του Κ.Π.Σ. Π.Ε. με την επωνυμία «Κ», ο οποίος κηρύχθηκε σε πτώχευση το 2005, δεν ευθύνεται αλληλέγγυα και σε ολόκληρο με τον υπόχρεο ο σύνδικος της πτώχευσης.
2. Επί του δεύτερου ερωτήματος
Για την εν γένει ευθύνη του σύνδικου προβλέπει πλέον ο Ν.3588/2007 «Πτωχευτικός Κώδικας», στο άρθρο 80 για την αστική του ευθύνη και στο άρθρο 175 για την ποινική του ευθύνη, σε κάθε δε περίπτωση και υπό το κράτος του Εμπορικού Νόμου ο σύνδικος ευθυνόταν αστικώς για τις πράξεις ή παραλείψεις του κατά την άσκηση του λειτουργήματός του τόσο απέναντι στον πτωχό και την ομάδα των πιστωτών όσο και απέναντι σε τρίτο.

 

Ο Προϊστάμενος της Δ/νσης

 ΑΜΕΡΙΣΣΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ