.
Ψήφισμα του Συμβουλίου
της 8ης Ιουνίου 2010
για το συντονισμό των κανόνων περί ελεγχόμενων αλλοδαπών
εταιριών (ΕΑΕ) και περί υποκεφαλαιοποίησης εντός της ΕΕ
2010/C 156/01
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΈΝΩΣΗΣ,
ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ τις από 19 Δεκεμβρίου 2006 και 10 Δεκεμβρίου 2007 ανακοινώσεις της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή με τίτλο «Συντονισμός των συστημάτων άμεσης φορολογίας των κρατών μελών στην εσωτερική αγορά (1)» και «Η εφαρμογή κανόνων κατά των καταχρήσεων στον τομέα της άμεσης φορολογίας — εντός της ΕΕ και όσον αφορά τρίτες χώρες (2)» αντιστοίχως, καθώς και τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 27ης Μαρτίου 2007 σχετικά με το συντονισμό των καθεστώτων άμεσης φορολογίας των κρατών μελών στην εσωτερική αγορά,
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ την ανάγκη να επιτευχθεί η δέουσα ισορροπία μεταξύ του δημόσιου συμφέροντος που συνιστά η καταπολέμηση των καταχρήσεων και η προστασία της φορολογικής βάσης των κρατών μελών αφενός και αφετέρου της ανάγκης να μην επιβληθούν δυσανάλογοι περιορισμοί στη διασυνοριακή δραστηριότητα εντός της ΕΕ,
ΣΗΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ότι οι κανόνες κατά των καταχρήσεων μπορούν να λαμβάνουν διάφορες μορφές, όπως η νομοθετικώς οριζόμενη ή νομολογιακώς διαμορφωμένη έννοια της κατάχρησης ή και ειδικότερες αντικαταχρηστικές διατάξεις, όπως οι κανόνες περί ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιριών· σημειώνοντας περαιτέρω ότι ορισμένα κράτη μέλη θεωρούν ότι οι κανόνες περί υποκεφαλαιοποίησης μπορούν να διαδραματίσουν ρόλο στην αποτροπή καταχρήσεων και υπενθυμίζοντας επίσης ότι για κανόνες κατά των καταχρήσεων υπάρχει πρόβλεψη και στις ενωσιακές οδηγίες περί φορολόγησης εταιριών.
ΣΗΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ότι ο όρος «κανόνες υποκεφαλαιοποίησης» στο παρόν ψήφισμα αναφέρεται στους κανόνες υποκεφαλαιοποίησης που έχουν στόχο την πρόληψη των καταχρήσεων, και όχι γενικά σε όλους τους κανόνες υποκεφαλαιοποίησης. Θεωρώντας ότι οι κανόνες υποκεφαλαιοποίησης οι οποίοι τηρούν την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού μπορούν να αποτρέψουν τη φοροαποφυγή ή να διατηρήσουν τη ισόρροπη κατανομή των φορολογικών εξουσιών ή και τα δύο.
ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι οι κανόνες ΕΑΕ ή υποκεφαλαιοποίησης ενδέχεται να συνιστούν περιορισμούς της άσκησης των ελευθεριών της Συνθήκης επειδή εισάγουν διαφορά μεταχείρισης μεταξύ αντικειμενικά συγκρίσιμων εγχώριων και διασυνοριακών καταστάσεων,
ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ότι, όπως προκύπτει από την νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ, οι περιορισμοί στις προβλεπόμενες από τη Συνθήκη ελευθερίες εντός της ΕΕ μπορούν να αιτιολογηθούν από λόγους ανώτερου δημόσιου συμφέροντος, όπως είναι η ανάγκη πρόληψης της φοροαποφυγής ή/και η ανάγκη διαφύλαξης μιας ισορροπημένης κατανομής των φορολογικών εξουσιών μεταξύ των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω εξουσίες βρίσκονται σε αναλογία με τους στόχους αυτούς, και ότι η πρόληψη της φοροαποφυγής σε σχέση με «αμιγώς τεχνητές διευθετήσεις» δικαιολογείται γενικώς,
ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι στους εθνικούς κανόνες περί ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιριών και περί υποκεφαλαιοποίησης είναι χρήσιμο να περιλαμβάνονται κριτήρια «ασφαλών λιμένων» πέραν των οποίων είναι μέγιστη η δυνατότητα καταχρήσεων, αρκεί να επιτρέπεται στον φορολογούμενο να προσκομίζει αποδείξεις περί του αντιθέτου,
ΤΟΝΙΖΟΝΤΑΣ περαιτέρω ότι οι κατευθυντήριες αρχές αποτελούν πολιτική δέσμευση, η υλοποίηση της οποίας επαφίεται στην απόφαση κάθε κράτους μέλους, και συνεπώς δεν επηρεάζουν ούτε τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των κρατών μελών ούτε τον δυνάμει της Συνθήκης καταμερισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ κρατών μελών και Ένωσης και, ιδίως, δεν απαιτούν από τα κράτη μέλη, τα οποία δεν έχουν αυτούς τους τύπους κανόνων που αναφέρονται στο παρόν ψήφισμα, να καθιερώσουν τέτοιους κανόνες,
ΣΥΝΙΣΤΑ στα κράτη μέλη, όταν εφαρμόζουν διασυνοριακούς κανόνες περί ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιριών και περί υποκεφαλαιοποίησης εντός της ΕΕ οι οποίοι δεν εφαρμόζονται σε παρόμοιες εγχώριες καταστάσεις, να ακολουθούν τις παρακάτω κατευθυντήριες αρχές:
Για τους σκοπούς της εφαρμογής κανόνων περί ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιριών, ένας μη εξαντλητικός κατάλογος ενδείξεων τεχνητής εκτροπής κερδών προς ελεγχόμενη αλλοδαπή εταιρία περιλαμβάνει ιδίως τα εξής στοιχεία:
α) ανεπαρκώς θεμελιωμένοι οικονομικοί ή εμπορικοί λόγοι καταλογισμού του κέρδους, ο οποίος δεν απηχεί επομένως την οικονομική πραγματικότητα,
β) έλλειψη ουσιαστικής αντιστοιχίας της τύποις ιδρυμένης εταιρίας με πραγματικό κατάστημα προοριζόμενο να διεξάγει αληθινές οικονομικές δραστηριότητες,
γ) ανυπαρξία αναλογικού συσχετισμού των δραστηριοτήτων που φέρεται να πραγματοποιεί η ελεγχόμενη αλλοδαπή εταιρία και της υλικής της υπόστασης από άποψη χώρων, προσωπικού και εξοπλισμού,
δ) υπερκεφαλαιοποίηση της ξένης εταιρίας — να έχει δηλαδή αισθητά περισσότερα κεφάλαια από όσα χρειάζεται για να ασκεί τη δραστηριότητά της,
ε) ύπαρξη συμφωνιών του φορολογουμένου μη συνδεδεμένων με την οικονομική πραγματικότητα, στερούμενων επιχειρηματικού σκοπού ή και αντιστρατευόμενων τα γενικά επιχειρηματικά του συμφέροντα, αν δεν έχουν συναφθεί για σκοπούς φοροαποφυγής.
Όσον αφορά τους κανόνες περί κεφαλαιοποίησης, οι οποίοι θα συνάδουν με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού, η αξιολόγηση θα διενεργείται κατά περίπτωση. Ένας μη εξαντλητικός κατάλογος ενδείξεων τεχνητής εκτροπής κερδών περιλαμβάνει ιδίως τα εξής στοιχεία:
α) υπερβολικά επίπεδα χρεών σε σύγκριση με το ίδιο κεφάλαιο,
β) πληρωμή καθαρών τόκων από την εταιρία πέραν ενός ορισμένου ποσοστού των αποτελεσμάτων χρήσεως προ τόκων και φόρων (EBIT) ή των προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων κερδών (EBITDA),
γ) υπερβολική χρέωση, όπως προκύπτει από σύγκριση του ποσοστού ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας προς το αντίστοιχο του όλου ομίλου παγκοσμίως,
ΤΟΝΙΖΕΙ ότι η διοικητική συνεργασία μπορεί να είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας των αντικαταχρηστικών μέτρων και υπογραμμίζει ως εκ τούτου τη σημασία της παροχής αλληλοβοήθειας μεταξύ των κρατών μελών για σκοπούς ανίχνευσης και καταπολέμησης καταχρηστικών συστημάτων.