ΠΟΛ.1168/16.12.2008

Απαλλαγή από ΦΠΑ των ιατρών εργασίας – Κοινοποίηση της υπ΄ αριθ. 297/2008 γνωμοδότησης του ΝΣΚ

Σας κοινοποιούμε την με αριθ. 297/2008 γνωμοδότηση του Β΄ Τμήματος του ΝΣΚ, η οποία έγινε δεκτή από τον υφυπουργό Οικονομίας και Οικονομικών κ. Αντώνη Μπέζα, σχετικά με την αντιμετώπιση από πλευράς ΦΠΑ των υπηρεσιών που παρέχονται από τους ιατρούς εργασίας και σας διευκρινίζουμε τα εξής, για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή της.
1. Με τη γνωμοδότησή του αυτή το ΝΣΚ αποφαίνεται ότι οι υπηρεσίες που παρέχονται από τους ιατρούς εργασίας στα πλαίσια του Ν.1568/1985 (ΦΕΚ 177/Α΄) «Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων» συνιστούν ιατρικές υπηρεσίες, οι οποίες απαλλάσσονται από ΦΠΑ, σύμφωνα με την περ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 22 του Κώδικα ΦΠΑ (Ν.2859/2000).
2. Για την ανωτέρω απαλλαγή προβάλλεται μεταξύ των άλλων ότι, οι ιατροί εργασίας, με βάση και τις κατά νόμο αρμοδιότητές τους, προβαίνουν σε ιατρικό έλεγχο των εργαζομένων σχετικά με τη θέση εργασίας τους, ως και σε περιοδικό έλεγχο αυτών, τα οποία προδήλως αποσκοπούν στην πρόληψη και ανίχνευση ασθενειών ως και στην παρακολούθηση της κατάστασης των εργαζομένων, ασχέτως αν τα στοιχεία που προκύπτουν, εν τέλει, θα χρησιμοποιήσει ο εργοδότης ώστε να εκτιμήσει την καταλληλότητα του εργαζόμενου για τη συγκεκριμένη εργασία, αρκεί ότι οι παροχές αυτές υπηρεσιών πραγματοποιούμενες μέσα στα πλαίσια άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος, πέραν της προσφορότερης αξιοποίησης του εργαζόμενου στον εργασιακό του χώρο, αποσκοπούν στην προστασία της υγείας αυτού. Επιπλέον, ο ιατρός εργασίας παρέχει και επείγουσα θεραπεία σε περίπτωση ατυχήματος ή αιφνίδιας νόσου, όπως επίσης εκτελεί προγράμματα εμβολιασμού των εργαζομένων.
3. Από το συνδυασμό των προαναφερομένων προκύπτει ότι, στην εν λόγω απαλλαγή υπάγονται, πέραν των παρεχομένων αμιγώς θεραπευτικών υπηρεσιών από τους ιατρούς εργασίας, οι υπηρεσίες που αυτοί παρέχουν με βάση τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, οι οποίες αφορούν τους ανωτέρω ιατρικούς ελέγχους και ιατρική παρακολούθηση των εργαζομένων και περαιτέρω την παροχή οδηγιών, υποδείξεων και συμβουλών προς τους εργοδότες για τη λήψη μέτρων με σκοπό την προστασία της υγείας των εργαζομένων. Προϋπόθεση για την απαλλαγή από το ΦΠΑ είναι η παροχή των υπηρεσιών αυτών από τους ιατρούς εργασίας να γίνεται στα πλαίσια της άσκησης του ιατρικού τους επαγγέλματος και να μην εκφεύγει των αρμοδιοτήτων τους, όπως αυτές προσδιορίζονται με τις διατάξεις των άρθρων 9 και 10 του Ν.1568/1985.
4. Επισημαίνεται ότι, κατ΄ εφαρμογή της γνωμοδότησης 297/2008 του ΝΣΚ πρέπει να απαλλάσσονται από το φόρο, τόσο οι υπηρεσίες των ιατρών εργασίας που παρέχονται απευθείας στις επιχειρήσεις και αφορούν το απασχολούμενο από αυτές προσωπικό, όσο και οι υπηρεσίες που παρέχονται από τους ιατρούς αυτούς προς τις εταιρίες Εξωτερικών Υπηρεσιών Προστασίας και Πρόληψης (ΕΞΥΠΠ). Αντίθετα οι υπηρεσίες ιατρού εργασίας που παρέχονται από τις ΕΞΥΠΠ δεν απαλλάσσονται από ΦΠΑ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22, παρ. 1, περ. ε΄ του Κώδικα ΦΠΑ και τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 132 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, καθόσον οι εταιρίες αυτές δεν είναι αναγνωρισμένοι φορείς πρωτοβάθμιας υγείας.
5. Οι ιατροί εργασίας που πληρούν με βάση τη γνωμοδότηση τις προϋποθέσεις της εν λόγω απαλλαγής, οι οποίοι είχαν υποβάλει δήλωση έναρξης εργασιών και είχαν ενταχθεί στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ για την παροχή των υπηρεσιών ιατρού εργασίας, υποβάλλουν μετά την ημερομηνία αποδοχής της γνωμοδότησης από τον υφυπουργό (28.8.2008) δήλωση μεταβολής-μετάταξης, με την οποία δηλώνουν ότι πραγματοποιούν απαλλασσόμενες από ΦΠΑ πράξεις και εφόσον δεν πραγματοποιούν λοιπές πράξεις οι οποίες υπάγονται στο ΦΠΑ, εντάσσονται στο καθεστώς επιχειρήσεων που πραγματοποιούν απαλλασσόμενες πράξεις.
6. Κατόπιν της εν λόγω γνωμοδότησης, δεν οφείλεται ΦΠΑ για τις πράξεις των ιατρών εργασίας, είτε αυτές παρέχονται απευθείας στις επιχειρήσεις, είτε παρέχονται σε εταιρίες Εξωτερικών Υπηρεσιών Προστασίας και Πρόληψης (ΕΞΥΠΠ). Φόρος που ενδεχομένως επιβλήθηκε κατά το παρελθόν για τις εν λόγω υπηρεσίες οφείλεται στο δημόσιο, καθώς επίσης και φόρος που καταβλήθηκε δεν επιστρέφεται ούτε συμψηφίζεται.

Γνωμ. 297/3.6.2008 ΝΣΚ (Τμήμα Β΄)

Περίληψη ερωτήματος: 1) Εάν οι παρεχόμενες από ιατρούς εργασίας του Ν.1568/1985 (ΦΕΚ 177/Α΄) «Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων» υπηρεσίες θεωρείται ότι παρέχονται στο πλαίσιο εξαρτημένης σχέσης εργασίας, εξαιρούμενες από το πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ, 2) εάν, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, οι ως άνω υπηρεσίες υπάγονται μεν στον ΦΠΑ, εμπίπτουν όμως στην απαλλαγή του άρθρου 22, παρ. 1, περ. ε΄ του Ν.2859/2000 (ΦΕΚ 248/Α΄) «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας», 3) εάν, σε περίπτωση κατά την οποία η απάντηση στο ως άνω δεύτερο ερώτημα είναι αρνητική, ήτοι οι παρεχόμενες από τον ιατρό εργασίας υπηρεσίες δεν εμπίπτουν στην απαλλαγή του άρθρου 22, παρ. 1, περ. ε΄ του Ν.2859/2000, είναι δυνατή η υπαγωγή των ιατρών εργασίας στον ΦΠΑ και για το παρελθόν χρονικό διάστημα, για πόσο και με ποια νομική διαδικασία, λαμβανομένου υπόψη ότι οι κατά τόπους ΔΟΥ είχαν αρχικά δεχτεί δήλωση έναρξης δραστηριότητας περί μη υπαγωγής στον ΦΠΑ και 4) εάν, σε περίπτωση κατά την οποία η απάντηση στο ως άνω δεύτερο ερώτημα είναι καταφατική, ήτοι ότι οι παρεχόμενες από τον ιατρό εργασίας υπηρεσίες εμπίπτουν στην απαλλαγή του άρθρου 22, παρ. 1, περ. ε΄ του Ν.2859/2000, συνιστά άνιση μεταχείριση η υπαγωγή στον ΦΠΑ των παρεχόμενων από τις Εξωτερικές Υπηρεσίες Προστασίας και Πρόληψης (ΕΞΥΠΠ – του άρθρου 2 του Π.Δ.17/1996) όμοιων υπηρεσιών.

Α. 1. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 του Ν.2859/2000 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας», υπό τον τίτλο «Απαλλαγές στο εσωτερικό της χώρας»: «1. Απαλλάσσονται από το φόρο: (…), δ) η παροχή υπηρεσιών νοσοκομειακής και ιατρικής περίθαλψης και διάγνωσης, καθώς και οι στενά συνδεόμενες με αυτές παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών, που ενεργούνται από πρόσωπα που λειτουργούν νόμιμα. Με τις υπηρεσίες αυτές εξομοιώνονται και οι παρεχόμενες στις εγκαταστάσεις θεραπευτικών λουτρών και ιαματικών πηγών. ε) Η παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους, συμβολαιογράφους, άμισθους υποθηκοφύλακες, δικαστικούς επιμελητές, γιατρούς, οδοντιάτρους, ψυχολόγους, μαίες, νοσοκόμους και φυσιοθεραπευτές. (Η περ. ε΄ αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 3 του άρθρου 24 του Ν.2873/2000 και ισχύει από 7.11.2000). … 2. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού. Επίσης, με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του, κατά περίπτωση, αρμόδιου Υπουργού, καθορίζονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα πρόσωπα που υπάγονται στις διατάξεων των περιπτώσεων δ΄, η΄, θ΄, ια΄, ιβ΄, ιδ΄, ιε΄, ιστ΄ και ιζ΄ της παραγράφου 1».
2. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13Α, παρ. 1 της 6ης Οδηγίας 77/388 του Συμβουλίου: «1. Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπόμενων κατωτέρω απαλλαγών και να αποτρέπεται κάθε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση: α) … β) τη νοσοκομειακή και ιατρική περίθαλψη, καθώς και τις στενά συνδεόμενες με αυτές πράξεις, οι οποίες παρέχονται από οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή υπό κοινωνικές συνθήκες παρεμφερείς προς τις ισχύουσες για τους οργανισμούς αυτούς, από νοσηλευτικά ιδρύματα, κέντρα ιατρικής περιθάλψεως και διαγνώσεως, καθώς από άλλα ιδρύματα της αυτής φύσεως, δεόντως αναγνωρισμένα, γ) τις παροχές ιατρικής περιθάλψεως, οι οποίες πραγματοποιούνται, στο πλαίσιο της ασκήσεως ιατρικών επαγγελμάτων, όπως καθορίζονται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος…».
3. Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, οι απαλλαγές του άρθρου 13 της 6ης Οδηγίας 77/388 του Συμβουλίου πρέπει να ερμηνεύονται στενώς, δεδομένου ότι συνιστούν παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή, κατά την οποία ο ΦΠΑ επιβάλλεται σε κάθε παροχή υπηρεσιών, η οποία πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας από υποκείμενο στον φόρο. Οι εν λόγω απαλλαγές αποτελούν αυτοτελείς έννοιες του κοινοτικού δικαίου, οι οποίες σκοπούν στην αποφυγή των αποκλίσεων κατά την εφαρμογή του συστήματος του ΦΠΑ από ένα κράτος – μέλος σε άλλο.
Επίσης, η ως άνω διάταξη δεν απαλλάσσει από τον ΦΠΑ το σύνολο των παροχών υπηρεσιών, οι οποίες δύνανται να πραγματοποιηθούν εντός του πλαισίου άσκησης των ιατρικών και παραϊατρικών επαγγελμάτων, αλλά μόνο τις παροχές ιατρικής περίθαλψης, πράγμα το οποίο συνιστά αυτοτελή έννοια του κοινοτικού δικαίου. Καίτοι οι παροχές ιατρικής περίθαλψης πρέπει να έχουν θεραπευτικό σκοπό, δεν συνάγεται, κατ΄ ανάγκην, ότι ο θεραπευτικός σκοπός μιας παροχής υπηρεσιών επιδέχεται ιδιαίτερα στενή ερμηνεία. Επομένως, οι παρεχόμενες με σκοπό την πρόληψη ιατρικές υπηρεσίες δύνανται να τύχουν φοροαπαλλαγής, βάσει της ως άνω διάταξης του άρθρου 13Α, περ. 1, στοιχείο γ΄ της 6ης Οδηγίας. Ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αποδεικνύεται ότι τα άτομα που υποβάλλονται σε ιατρικές εξετάσεις ή που αποτελούν αντικείμενο άλλων ιατρικών παρεμβάσεων προληπτικού χαρακτήρα, δεν πάσχουν από καμία ασθένεια ή ανωμαλία της υγείας, το γεγονός ότι οι εν λόγω παροχές εμπίπτουν στην έννοια των παροχών ιατρικής περίθαλψης, είναι σύμφωνο με τον στόχο της μείωσης του κόστους της ιατρικής περίθαλψης, ο οποίος είναι κοινός τόσο για την προβλεπόμενη στο άρθρο 13Α, παρ. 1, στοιχείο β΄ της 6ης Οδηγίας απαλλαγή, όσο και για την προβλεπόμενη στην αυτή παράγραφο, στοιχείο γ΄, απαλλαγή. Κρίσιμο πάντως στοιχείο για να προσδιοριστεί αν παροχή υπηρεσιών πρέπει να απαλλαγεί από τον ΦΠΑ, είναι ο σκοπός της εν λόγω παροχής υπηρεσιών. Έτσι, η απαλλαγή του άρθρου 13Α, παρ. 1, στοιχείο γ΄ της 6ης Οδηγίας εφαρμογή έχει μόνο στην περίθαλψη με θεραπευτικό σκοπό, ήτοι στην παροχή ιατρικής περίθαλψης συνδεόμενης με την πρόληψη, τη διάγνωση ή τη θεραπεία μιας νόσου. Υπό την έννοια αυτή, οι καθιερούμενοι από ορισμένους εργοδότες και ασφαλιστικές εταιρείες τακτικοί ιατρικοί έλεγχοι δύνανται να πληρούν τις προϋποθέσεις απαλλαγής από τον ΦΠΑ, αρκεί οι εν λόγω έλεγχοι να αποσκοπούν κυρίως στο να καταστεί δυνατή η πρόληψη και η ανίχνευση ασθενειών, καθώς και η παρακολούθηση της κατάστασης της υγείας των εργαζομένων ή των ασφαλισμένων, ανεξαρτήτως αν για την παροχή των υπηρεσιών αυτών με θεραπευτικό σκοπό το τίμημα καταβάλλει ο εργοδότης ή η ασφαλιστική εταιρεία. Το γεγονός πάλι ότι τέτοιοι ιατρικοί έλεγχοι πραγματοποιούνται κατόπιν αίτησης τρίτου και ότι δύνανται, επίσης, να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των εργοδοτών ή των ασφαλιστικών εταιρειών, δεν κωλύει τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι οι έλεγχοι αυτοί ως κύριο σκοπό έχουν την προστασία της υγείας (Ευρ. Δικ. υποθέσεις C.307/2001, C.141/2000).
4. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 8 του Ν.1568/1985 (ΦΕΚ 177/Α΄) «Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων» προβλέπεται ο θεσμός του ιατρού εργασίας, ο οποίος, εκτός από την άδεια άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος, πρέπει να διαθέτει και την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας. Οι αρμοδιότητες του ιατρού εργασίες διακρίνονται αφενός μεν σε συμβουλευτικές, αφετέρου δε σε αρμοδιότητες αφορώσες στην επίβλεψη της υγείας των εργαζομένων. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 9, παρ. 1: «1. Ο γιατρός εργασίας παρέχει υποδείξεις και συμβουλές στον εργοδότη, στους εργαζόμενους και στους εκπροσώπους τους, γραπτά ή προφορικά, σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για την σωματική και ψυχική υγεία των εργαζομένων. Τις γραπτές υποδείξεις ο γιατρός εργασίες καταχωρεί στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 6 του νόμου αυτού. Ο εργοδότης λαμβάνει γνώση ενυπογράφως των υποδείξεων που καταχωρούνται σ΄ αυτό το βιβλίο» και του άρθρου 10: «1. Ο γιατρός εργασίας προβαίνει σε ιατρικό έλεγχο των εργαζομένων σχετικό με τη θέση εργασίας τους μετά την πρόσληψή τους ή την αλλαγή θέσης εργασίας, καθώς και σε περιοδικό ιατρικό έλεγχο κατά την κρίση του επιθεωρητή εργασίας ύστερα από αίτημα της επιτροπής υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων, όταν τούτο δεν ορίζεται από το νόμο. Μεριμνά για τη διενέργεια ιατρικών εξετάσεων και μετρήσεων παραγόντων του εργασιακού περιβάλλοντος σε εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά. Εκτιμά την καταλληλότητα των εργαζομένων για τη συγκεκριμένη εργασία, αξιολογεί και καταχωρεί τα αποτελέσματα των εξετάσεων, εκδίδει βεβαίωση των παραπάνω εκτιμήσεων και την κοινοποιεί στον εργοδότη. Το περιεχόμενο της βεβαίωσης πρέπει να εξασφαλίζει το ιατρικό απόρρητο υπέρ του εργαζόμενου και μπορεί να ελεγχθεί από τους υγειονομικούς επιθεωρητές του Υπουργείου Εργασίας για την κατοχύρωση του εργαζόμενου και του εργοδότη. 2. Επιβλέπει την εφαρμογή των μέτρων προστασίας της υγείας των εργαζομένων και πρόληψης των ατυχημάτων. Για το σκοπό αυτό: α) επιθεωρεί τακτικά θέσεις εργασίας και αναφέρει οποιαδήποτε παράλειψη, προτείνει μέτρα αντιμετώπισης των παραλείψεων και επιβλέπει την εφαρμογή τους. β) επεξηγεί την αναγκαιότητα της σωστής χρήσης των ατομικών μέτρων προστασίας. γ) ερευνά τις αιτίες των ασθενειών που οφείλονται στην εργασία, αναλύει και αξιολογεί τα αποτελέσματα των ερευνών και προτείνει μέτρα για την πρόληψη των ασθενειών αυτών. δ) επιβλέπει τη συμμόρφωση των εργαζομένων στους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, ενημερώνει τους εργαζόμενους για τους κινδύνους που προέρχονται από την εργασία τους, καθώς και για τους τρόπους πρόληψής τους. ε) παρέχει επείγουσα θεραπεία σε περίπτωση ατυχήματος ή αιφνίδιας νόσου. Εκτελεί προγράμματα εμβολιασμού των εργαζομένων με εντολή της αρμόδιας διεύθυνσης υγιεινής της νομαρχίας, όπου εδρεύει η επιχείρηση. 3. Ο γιατρός εργασίας έχει υποχρέωση να τηρεί το ιατρικό και επιχειρησιακό απόρρητο. 4. Ο γιατρός εργασίας αναγγέλλει, μέσω της επιχείρησης, στην επιθεώρηση εργασίας ασθένειες των εργαζομένων που οφείλονται στην εργασία. 5. Ο γιατρός πρέπει να ενημερώνεται από τον εργοδότη και τους εργαζομένους για οποιοδήποτε παράγοντα στο χώρο εργασίας που έχει επίπτωση στην υγεία. 6. Η επίβλεψη της υγείας των εργαζομένων δεν μπορεί να συνεπάγεται οικονομική επιβάρυνση για αυτούς και πρέπει να γίνεται κατά τη διάρκεια των ωρών εργασίας τους. 7. Η παράγραφος 4 του άρθρου 7 του παρόντος έχει εφαρμογή και για το γιατρό εργασίας».
5. Υπό τα ως άνω εκτιθέμενα, σύμφωνα και με τα προαναφερόμενα σχετικά με την έννοια των απαλλασσόμενων του ΦΠΑ παροχών ιατρικών υπηρεσιών, σε συνδυασμό και με τις κατά νόμο αρμοδιότητες του γιατρού εργασίας, συνάγεται σαφώς ότι οι γιατροί εργασίας προβαίνουν σε ιατρικό έλεγχο των εργαζομένων, σχετικό με τη θέση εργασίας τους, καθώς και σε περιοδικό ιατρικό έλεγχο αυτών, τα οποία, προδήλως, αποσκοπούν στην πρόληψη και την ανίχνευση ασθενειών, καθώς και στην παρακολούθηση της κατάστασης των εργαζομένων, ασχέτως αν τα στοιχεία αυτά, εν τέλει, θα χρησιμοποιήσει ο εργοδότης, ώστε να εκτιμήσει την καταλληλότητα του εργαζομένου για τη συγκεκριμένη εργασία, αρκεί ότι οι ως άνω παροχές υπηρεσιών, πραγματοποιούμενες εντός του πλαισίου άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος, συνδυαζόμενες και με την πλέον πρόσφορη, ενόψει των προκυψάντων στοιχείων, αξιοποίηση του εργαζόμενου στον εργασιακό του χώρο, αποσκοπούν στην προστασία της υγείας του εργαζόμενου. Επιπλέον, πάντως, ο γιατρός εργασίας παρέχει και επείγουσα θεραπεία, σε περίπτωση ατυχήματος ή αιφνίδιας νόσου, όπως επίσης εκτελεί και προγράμματα εμβολιασμού των εργαζομένων.
6. Επομένως, στο δεύτερο από τα τεθέντα ερωτήματα προσήκει η απάντηση ότι οι παρεχόμενες από τους ιατρούς εργασίας ιατρικές υπηρεσίες πρέπει να θεωρηθεί ότι απαλλάσσονται του ΦΠΑ, παρελκούσης, συνεπώς, της απάντησης στο πρώτο ερώτημα.

Β. Ενόψει της ως άνω απάντησης, στο δεύτερο ερώτημα παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα, ήτοι αν είναι δυνατή η υπαγωγή των ιατρών εργασίας στον ΦΠΑ και για το παρελθόν χρονικό διάστημα.

Γ. Η περίπτωση παροχής ιατρικής περίθαλψης από εταιρεία, η οποία δεν αποτελεί αναγνωρισμένο Φορέα πρωτοβάθμιας υγείας, δεν εμπίπτει ευθέως στην απαλλαγή της διάταξης του άρθρου 13Α, παρ. 1 της 6ης Οδηγίας 77/388 του Συμβουλίου, επομένως δε, δεν τίθεται στην περίπτωση αυτή θέμα εφαρμογής της προβλεπόμενης στην ως άνω διάταξη απαλλαγής από τον ΦΠΑ και των ΕΞΥΠΠ, κατ΄ εφαρμογή της αρχής της ισότητας, διότι έτσι θα μεταβαλλόταν ανεπίτρεπτα το περιεχόμενο διάταξης της Οδηγίες και θα παραβιαζόταν το κοινοτικό δίκαιο (Α.Π. 53/2007, Εφ.Αθ. 7667/2005, 6886/2004).
Εξάλλου, διάταξη ιδρύουσα φορολογική απαλλαγή και εισάγουσα επομένως εξαίρεση, κατά τρόπο προνομιακό, από γενική φορολογική ρύθμιση, πρέπει να ερμηνεύεται στενά, μη επιτρεπομένης της επέκτασής της αναλογικά και επί άλλων κατηγοριών παροχής υπηρεσιών (Ολ. ΝΣΚ 375/1999, ΝΣΚ 127/2008, 399/1998, Σ.τ.Ε. 3105/2004, 1913/2002 κ.ά.).
Επομένως, στο τέταρτο από τα τεθέντα ερωτήματα, ήτοι αν συνιστά άνιση μεταχείριση η υπαγωγή στον ΦΠΑ των παρεχόμενων από τις ΕΞΥΠΠ όμοιων υπηρεσιών, προσήκει αρνητική απάντηση.

Δ. Μετά από αυτά, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Τμήμα Β΄) ομόφωνα γνωμοδοτεί ότι στα τεθέντα ερωτήματα προσήκουν οι ως άνω απαντήσεις.

 

Ο Υφυπουργός
Οικονομίας και Οικονομικών