Β.7.5.5 Απλουστευμένη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη
Με τις διατάξεις του άρθρου 17 ορίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν απλουστευμένη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη λόγω χαμηλότερης επικινδυνότητας. Ειδικότερα:
Με τις διατάξεις της παρ. 1 ορίζεται ότι, κατά παρέκκλιση των περιπτώσεων α’, β’ και δ’ του άρθρου 12 (βλ. σχετ. θέμα Β.7.5.1), της παραγράφου 1 του άρθρου 13 (βλ. σχετ. θέμα Β.7.5.2) και της παραγράφου 1 του άρθρου 14 (βλ. σχετ. θέμα Β.7.5.3), τα υπόχρεα πρόσωπα δεν υπόκεινται στις υποχρεώσεις που προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις, όταν ο πελάτης είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός που εδρεύει στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε τρίτη χώρα η οποία επιβάλλει υποχρεώσεις τουλάχιστον ισοδύναμες προς αυτές της Οδηγίας 2005/60/ΕΚ και το ίδρυμα ή ο οργανισμός που εδρεύει στην τρίτη χώρα τελεί υπό εποπτεία όσον αφορά τη συμμόρφωσή του ως προς τις υποχρεώσεις αυτές.
Σημειώνεται ότι, όπως μας γνωστοποιήθηκε με το υπ’ αριθ. 57950/Β 3099/12-12-2008 έγγραφο της Δ/νσης Πιστωτικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, οι τρίτες χώρες και περιοχές ιδιαίτερης δικαιοδοσίας οι οποίες, με βάση σχετική Κοινή Θέση των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, διαθέτουν ισοδύναμο κανονιστικό πλαίσιο με αυτό που επιβάλλει η ανωτέρω Οδηγία είναι οι εξής: Αργεντινή, Αυστραλία, Βραζιλία, Καναδάς, Χονγκ Κονγκ (Κίνα), Ιαπωνία, Μεξικό, Νέα Ζηλανδία, Ρωσική Ομοσπονδία, Σιγκαπούρη, Ελβετία, Νότιος Αφρική, Η.Π.Α., Γαλλικές υπερπόντιες περιοχές (Mayotte, Νέα Καληδονία, Γαλλική Πολυνησία, Saint-Pierre-et-Miquelon) και οι Ολλανδικές υπερπόντιες περιοχές Αντίλλες και Αρούμπα.
Επισημαίνεται ότι η παραπάνω καταγραφή υπόκειται σε αναθεώρηση υπό το πρίσμα εξελίξεων και νέων στοιχείων που ενδέχεται να προκύψουν από τις εκθέσεις αξιολόγησης Διεθνών Οργανισμών.
Με τις διατάξεις της παρ. 2 ορίζεται ότι, κατά παρέκκλιση των περιπτώσεων α’, β’ και δ’ του άρθρου 12 (βλ. σχετ. θέμα Β.7.5.1), της παραγράφου 1 του άρθρου 13 (βλ. σχετ. θέμα Β.7.5.2) και της παραγράφου 1 του άρθρου 14 (βλ. σχετ. θέμα Β.7.5.3, τα υπόχρεα πρόσωπα δεν υπόκεινται στις υποχρεώσεις επαλήθευσης (όμως απαιτείται πιστοποίηση) της ταυτότητας όταν οι πελάτες είναι:
(α) εταιρείες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες σε μία ή περισσότερες οργανωμένες αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης
(β) εταιρείες που λειτουργούν ως οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, κατά τα ειδικότερα κατά περίπτωση οριζόμενα,
(γ) ελληνική δημόσια αρχή ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή επιχείρηση ή οργανισμός που ανήκει κατά 51% τουλάχιστον στο Δημόσιο,
(δ) δημόσιες αρχές ή δημόσιοι οργανισμοί οι οποίοι πληρούν (αθροιστικά) όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
i. τους έχει ανατεθεί δημόσιο λειτούργημα σύμφωνα με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Συνθήκες για τις Κοινότητες ή το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο,
ii. η ταυτότητά τους είναι δημοσίως γνωστή, διαφανής και καθορισμένη,
iii. οι δραστηριότητες καθώς και οι λογιστικές τους πρακτικές είναι διαφανείς,
iv. είτε είναι υπόλογοι σε κοινοτικό θεσμικό όργανο ή σε αρχές κράτους-μέλους, είτε εφαρμόζονται κατάλληλες διαδικασίες που διασφαλίζουν την εποπτεία και τον έλεγχο της δραστηριότητάς τους.
Με τις διατάξεις της παρ. 3 ορίζεται ότι στις περιπτώσεις των ανωτέρω παραγράφων 1 και 2 τα υπόχρεα πρόσωπα φροντίζουν να συγκεντρώνουν επαρκείς πληροφορίες ώστε να κρίνουν εάν ο πελάτης μπορεί να εξαιρεθεί κατά την έννοια των εν λόγω παραγράφων και αποφασίζουν βάσει των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου. Περαιτέρω προβλέπεται ότι με αποφάσεις των αρμόδιων αρχών δύνανται να εξειδικεύονται οι επαρκείς πληροφορίες που θα πρέπει να συγκεντρώνονται.
(ΠΟΛ.1127/31.8.2010)
Με τις διατάξεις της παρ. 5 προβλέπεται ότι τα υπόχρεα πρόσωπα δεν υπόκεινται στις υποχρεώσεις επαλήθευσης της ταυτότητας, κατά παρέκκλιση των περιπτώσεων α’, β’ και δ’ του άρθρου 12 (βλ. σχετ. θέμα Β.7.5.1), της παραγράφου 1 του άρθρου 13 (βλ. σχετ. θέμα Β.7.5.2) και της παραγράφου 1 του άρθρου 14 (βλ. σχετ. θέμα Β.7.5.3) τα υπόχρεα πρόσωπα δεν υπόκεινται στις υποχρεώσεις επαλήθευσης της ταυτότητας, όσον αφορά:
α) τις ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής που συνάπτονται από ασφαλιστικές εταιρείες, αν το ποσό του ασφαλίστρου ή των περιοδικών ασφαλίστρων, που πρόκειται να καταβληθούν κατά τη διάρκεια ενός έτους, δεν υπερβαίνει τα χίλια (1.000) ευρώ ή στην περίπτωση εφάπαξ καταβολής, τα δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ. Αν το ασφάλιστρο ή τα περιοδικά ασφάλιστρα που πρόκειται να καταβληθούν κατά τη διάρκεια ενός έτους αυξηθούν έτσι ώστε να υπερβούν το όριο των χιλίων (1.000) ευρώ, απαιτείται η επαλήθευση των στοιχείων της ταυτότητας του ασφαλισμένου,
β) τα προγράμματα συνταξιοδοτικής ασφάλισης που προσφέρουν συνταξιοδοτικές παροχές στους εργαζομένους, για τις οποίες οι εισφορές καταβάλλονται μέσω αφαίρεσης από τις αποδοχές και των οποίων οι όροι δεν επιτρέπουν τη μεταφορά των δικαιωμάτων των μελών,
γ) τις συμβάσεις συνταξιοδοτικής ασφάλισης που συνάπτονται βάσει συμβάσεων εργασίας ή επαγγελματικής δραστηριότητας του ασφαλισμένου, υπό τον όρο ότι οι συμβάσεις αυτές δεν περιλαμβάνουν ρήτρα εξαγοράς ούτε μπορεί να χρησιμεύσουν ως εγγύηση δανείου,
δ) το ηλεκτρονικό χρήμα, κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ, εφόσον η νομισματική αξία που είναι αποθηκευμένη στο ηλεκτρονικό υπόθεμα, αν αυτό δεν μπορεί να επαναφορτιστεί, δεν υπερβαίνει τα 250 ευρώ, ή εφόσον, αν το ηλεκτρονικό υπόθεμα μπορεί να επαναφορτιστεί, το συνολικό ποσό συναλλαγής για ένα ημερολογιακό έτος δεν υπερβαίνει τα 2.500 ευρώ, εκτός εάν ο κάτοχος ηλεκτρονικού χρήματος εξαργυρώσει ποσό 1.000 ευρώ ή μεγαλύτερο κατά το ίδιο ημερολογιακό έτος, σύμφωνα με το άρθρο 11 της ως ανωτέρω Οδηγίας.
Με τις διατάξεις της παρ. 6 δίνεται η δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές να καθορίζουν με αποφάσεις τους τις λεπτομέρειες και τα κριτήρια προσδιορισμού των αλλοδαπών χρηματοπιστωτικών οργανισμών της παραγράφου 1 και των δημόσιων αρχών της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.
Επιστημονική Ομάδα ASTbooks