Άρθρο 74 Συµπλήρωση των νόµων 3986/2011, 4110/2013, 4002/2011, 4111/2013, 3864/2010, 3601/2007

1. Στο τέλος της περίπτωσης α΄ της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152) προστίθενται, από τότε που ίσχυσε, λέξεις ως εξής: «, καθώς και κάθε επόµενου Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής που εκδίδεται δυνάµει του εν λόγω άρθρου.»
2. Στην περίπτωση β΄ της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3986/2011, µετά τις λέξεις «του άρθρου 6Α του ν. 2362/1995» προστίθενται, από τότε που ίσχυσε, οι λέξεις «, καθώς και κάθε επόµενου Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής που εκδίδεται δυνάµει του εν λόγω άρθρου.»
3. Στην περίπτωση γ΄ της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3986/201, µετά τις λέξεις «του άρθρου 6Α του ν. 2362/ 1995» προστίθενται, από τότε που ίσχυσε, οι λέξεις «, καθώς και κάθε επόµενου Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής που εκδίδεται δυνάµει του εν λόγω άρθρου.»
4. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 17 του άρθρου 11 του ν. 4110/2013 (Α΄ 17), όπως τροποποιήθηκε µε τη διάταξη της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 64 του ν. 4170/2013 (Α΄ 163), αντικαθίσταται ως εξής:
«Ειδικά για τη διαχειριστική περίοδο που λήγει στις 31.12.2012 και ανεξαρτήτως του χρόνου έναρξής της (υπερδωδεκάµηνης ή/και υποδωδεκάµηνης χρήσης), ο φάκελος τεκµηρίωσης καταρτίζεται και ο συνοπτικός πίνακας πληροφοριών υποβάλλεται µέχρι τη 16η Αυγούστου 2013.»
5. Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 24 του ν. 4141/2013 (Α΄ 81) οι λέξεις «της παρούσας παραγράφου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των παραγράφων 2 και 2Α του άρθρου 40 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180)».
6.α. Στο τέλος της περίπτωσης γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 4111/2013 (Α΄ 18), προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά για το οικονοµικό έτος 2013, εκδίδεται ξεχωριστό εκκαθαριστικό σηµείωµα από αυτό του υπολογισµού του φόρου εισοδήµατος.»
β. Η περίπτωση στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 4111/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου έχουν εφαρµογή για τα εισοδήµατα που δηλώνονται µε τις φορολογικές δηλώσεις οικονοµικού έτους 2013 και µετά.»
7.α. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 38 του ν. 2238/1994 (Α΄ 151) καταργείται.
β. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 38 του ν. 4141/2013 (Α΄ 81), οι λέξεις «30 Ιουνίου 2013» αντικαθίστανται µε τις λέξεις «31 Δεκεµβρίου 2013».
γ. Καταργείται η περίπτωση δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 28 του ν. 4110/2013 (Α΄ 17).
8.α. Η περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 2238/1994 (Α΄ 151) αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Βάσει των φύλλων ελέγχου που αναφέρονται στο άρθρο 68, εφόσον αυτά έχουν οριστικοποιηθεί µε πρακτικό αποδοχής στο πλαίσιο διοικητικής επίλυσης της διαφοράς ή ενδικοφανούς προσφυγής ή λόγω µη άσκησης ή εκπρόθεσµης άσκησης προσφυγής.»
β. Η παρ. 5 του άρθρου 74 του ν. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Ο φόρος που βεβαιώνεται κατά τη διάρκεια του οικείου οικονοµικού έτους ή µεταγενέστερα από τη λήξη του:
α) Με βάση φύλλο ελέγχου που έγινε οριστικό, λόγω µη άσκησης ή εκπρόθεσµης άσκησης προσφυγής, καταβάλλεται εφάπαξ µέχρι την τελευταία εργάσιµη, για τις δηµόσιες υπηρεσίες, ηµέρα του επόµενου από τη βεβαίωση µήνα.
β) Με βάση πρακτικό αποδοχής της διαφοράς και την καταβολή του ενός πέµπτου (1/5), το υπόλοιπο καταβάλλεται εφάπαξ µέχρι την τελευταία εργάσιµη, για τις δηµόσιες υπηρεσίες, ηµέρα του επόµενου από την υπογραφή του πρακτικού µήνα.
γ) Με βάση απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, καταβάλλεται εφάπαξ µέχρι την τελευταία εργάσιµη, για τις δηµόσιες υπηρεσίες, ηµέρα του επόµενου από τη βεβαίωση µήνα.»
γ. Τα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 6 του άρθρου 74 του ν. 2238/1994 αντικαθίστανται ως εξής:
«6. Αν ασκηθεί από τον φορολογούµενο εµπρόθεσµη προσφυγή, βεβαιώνεται αµέσως από τον προϊστάµενο της Δ.Ο.Υ., ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του αµφισβητούµενου κύριου φόρου, πρόσθετου φόρου και λοιπών συµβεβαιούµενων µε αυτόν φόρων και τελών. Το ποσό αυτό βεβαιώνεται µετά την πάροδο της προβλεπόµενης προθεσµίας για την άσκηση προσφυγής και καταβάλλεται εφάπαξ µέχρι την τελευταία εργάσιµη, για τις δηµόσιες υπηρεσίες, ηµέρα του επόµενου από τη βεβαίωση µήνα.»
δ. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 74 του ν. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
«9. Φόροι, τέλη και εισφορές που βεβαιώνονται, βάσει προσωρινού φύλλου ελέγχου, που εκδόθηκε µετά από προσωρινό έλεγχο που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 67, µετά την υπογραφή του πρακτικού και την καταβολή του ενός πέµπτου (1/5) αυτών, όπως προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 24 του ν. 2523/1997, καταβάλλονται, κατά το υπόλοιπο µέρος αυτών, εφάπαξ µέχρι την τελευταία εργάσιµη, για τις δηµόσιες υπηρεσίες, ηµέρα του µήνα που ακολουθεί.»
ε. Οι διατάξεις των περιπτώσεων α΄ έως και δ΄ της παρούσας ισχύουν από την 1.8.2013 και αφορούν σε πράξεις που εκδίδονται µετά την 1.8.2013. στ. Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 2523/1997 αντικαθίστανται ως εξής:
«6. Με πρακτικό αποδοχής της διαφοράς ή δικαστικό συµβιβασµό τα πρόστιµα των άρθρων 4, 5 και 6 περιορίζονται στο ένα τρίτο (1/3) αυτών, στρογγυλοποιούµενα στην πλησιέστερη προς τα κάτω µονάδα ευρώ, εάν καταβληθεί το είκοσι τοις εκατό (20%) του οφειλόµενου ποσού, κατά την υπογραφή των οικείων πράξεων ή το αργότερο εντός των δύο επόµενων εργάσιµων, για τις δηµόσιες οικονοµικές υπηρεσίες, ηµερών, ενώ το υπόλοιπο ποσό βεβαιώνεται εφάπαξ µέχρι την τελευταία εργάσιµη του εποµένου, του πρακτικού αποδοχής της διαφοράς ή του δικαστικού συµβιβασµού, µήνα, γενοµένης σχετικής µνείας για την υποχρέωση αυτή του υπόχρεου στο σχετικό πρακτικό.
Ειδικά τα πρόστιµα για τις αυτοτελείς παραβάσεις των περιπτώσεων α΄ και η΄ της παραγράφου 8 του άρθρου 5 και τις παραβάσεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 10 του ίδιου άρθρου, περιορίζονται, κατά την πράξη αποδοχής ή δικαστικό συµβιβασµό, στο ένα δεύτερο (1/2) αυτών εάν το ύψος του προστίµου καταβληθεί εφάπαξ και είναι µέχρι χίλια διακόσια (1.200) ευρώ και στην περίπτωση που το ποσό υπερβαίνει τα χίλια διακόσια (1.200) ευρώ µειώνεται στο ένα δεύτερο (1/2), εφόσον καταβληθεί το τριάντα τοις εκατό (30%) αυτού, κατά την υπογραφή των οικείων πράξεων ή το αργότερο εντός των δύο επόµενων εργάσιµων για τις δηµόσιες οικονοµικές υπηρεσίες ηµερών, ενώ το υπόλοιπο ποσό βεβαιώνεται εφάπαξ µέχρι την τελευταία εργάσιµη του µήνα που διενεργείται το πρακτικό αποδοχής της διαφοράς ή ο δικαστικός συµβιβασµός, γενοµένης σχετικής µνείας για την υποχρέωση αυτή του υπόχρεου στο σχετικό πρακτικό.»
ζ. Οι διατάξεις της περίπτωσης στ΄ της παρούσας παραγράφου ισχύουν για τις αποφάσεις επιβολής προστίµου που θα εκδοθούν από την ηµεροµηνία δηµοσίευσης του παρόντος νόµου και µετά.
9. Η παρ. 1 του άρθρου 68 του ν. 3601/2007 (Α΄ 178) τροποποιείται ως εξής:
α. Η περίπτωση γ΄ αντικαθίσταται ως εξής: «γ) Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύµατος αναλαµβάνει ειδικός εκκαθαριστής, φυσικό ή νοµικό πρόσωπο, που ορίζεται µε απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Το ίδιο πρόσωπο µπορεί να αναλάβει την ειδική εκκαθάριση περισσοτέρων του ενός υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυµάτων, εάν αυτό κρίνεται αναγκαίο για την καλύτερη εξυπηρέτηση των σκοπών της ειδικής εκκαθάρισης. Στην περίπτωση αυτή µπορούν να ενοποιούνται λειτουργικά οι ειδικές εκκαθαρίσεις, χωρίς να θίγεται η αυτοτέλεια των υπό εκκαθάριση νοµικών προσώπων ούτε η έννοµη θέση των πιστωτών. Σε περίπτωση πρόσκαιρου κωλύµατος του ειδικού εκκαθαριστή, εάν είναι φυσικό πρόσωπο, αυτός µπορεί να αναπληρώνεται προσωρινά µε απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.»
β. Στην περίπτωση δ΄ προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Ο έλεγχος και η εποπτεία αποσκοπούν ενδεικτικά:
α) στην αποτελεσµατική διαχείριση και ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της εκκαθάρισης στο πλαίσιο της στρατηγικής που έχει καταρτιστεί από τον ειδικό εκκαθαριστή και έχει εγκριθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, β) στην τήρηση του νόµου και των αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος και γ) στην παρακολούθηση των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης µέσω της υποβολής στοιχείων και αναφορών, όπως ειδικότερα ορίζεται
µε απόφαση κατά την παράγραφο 2.»
γ. Στην περίπτωση ζ΄ προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Ο ίδιος και, αν πρόκειται για νοµικό πρόσωπο, οι νόµιµοι εκπρόσωποί του δεν προσωποκρατούνται ούτε υπέχουν οποιαδήποτε ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη για χρέη του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύµατος που γεννήθηκαν πριν από το διορισµό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. Τα προηγούµενα εδάφια εφαρµόζονται και στα µέλη της Επιτροπής Ειδικής Εκκαθάρισης του άρθρου 68Α.»
10. Στο άρθρο 68 του ν. 3601/2007 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Αν ο αριθµός των πιστωτών του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύµατος, στους οποίους πρέπει να γίνει κοινοποίηση, υπερβαίνει τους εκατό (100), η κοινοποίηση εισαγωγικών δικογράφων σε αυτούς αντικαθίσταται, µε ανακοίνωση από τον ειδικό εκκαθαριστή, µε δαπάνες του, της ηµεροµηνίας, της ώρας και του τόπου εκδίκασης που αναρτάται στην ιστοσελίδα του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύµατος και στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και µε δηµοσίευση των ανωτέρω πληροφοριών µία φορά την εβδοµάδα επί τρεις συνεχείς εβδοµάδες σε δύο ηµερήσιες εφηµερίδες ευρείας κυκλοφορίας, τουλάχιστον µία από τις οποίες εκδίδεται στην έδρα του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύµατος. Κάθε πιστωτής δικαιούται να λάβει αντίγραφο του εισαγωγικού δικογράφου από τον ειδικό εκκαθαριστή σε ηλεκτρονική µορφή και, κατόπιν αίτησής του µε έξοδα του ιδίου, σε έγχαρτη µορφή.»
11. Στο ν. 3601/2007 προστίθεται άρθρο 68Α ως εξής:
Άρθρο 68Α
Επιτροπή Ειδικών Εκκαθαρίσεων
1. Συνιστάται πενταµελής Επιτροπή Ειδικών Εκκαθαρίσεων. Τα µέλη της Επιτροπής διορίζονται µε απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, για τριετή θητεία, που µπορεί να ανανεωθεί άπαξ για ίδιο διάστηµα, είναι εγνωσµένου κύρους και έχουν τουλάχιστον δεκαετή εµπειρία σε θέµατα πιστοδοτήσεων και διαχείρισης χρηµατοδοτικών εµπλοκών, εταιρικής και λιανικής τραπεζικής. Τα µέλη της Επιτροπής µπορούν να ανακληθούν πριν από τη λήξη της θητείας τους µε απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει γραµµατειακή υποστήριξη στην Επιτροπή.
2. Ο ειδικός εκκαθαριστής υποχρεούται να ζητά, µε αιτιολογηµένο και εµπεριστατωµένο αίτηµά του, τη σύµφωνη γνώµη της Επιτροπής, για τις ακόλουθες συναλλαγές:
α) Συµβιβασµούς, όταν η απαίτηση, στην οποία αφορά ο συµβιβασµός, υπερβαίνει, κατά το δανειστή, τις είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, περιλαµβανοµένων κεφαλαίου, τόκων και εξόδων. Ως συµβιβασµοί νοούνται συµβάσεις που έχουν στοιχείο µερικής άφεσης χρέους ως προς το κεφάλαιο του δανείου.
β) Ρυθµίσεις δανείων, όταν η απαίτηση κατά του οφειλέτη υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ, περιλαµβανοµένων κεφαλαίου, τόκων και εξόδων. Ως ρυθµίσεις νοούνται ιδίως συµβάσεις, µε τις οποίες παρατείνεται ο χρόνος αποπληρωµής του δανείου ή µειώνεται το επιτόκιό του. Οι ρυθµίσεις µπορούν να αναφέρονται και σε δάνεια που έχουν καταγγελθεί.
γ) Εκποιήσεις ακινήτων, οι οποίες γίνονται πάντοτε µε πλειστηριασµό, σύµφωνα µε όσα ορίζονται ειδικότερα από την Τράπεζα της Ελλάδος βάσει της παραγράφου 5, η δε έγκριση παρέχεται πριν από τον πλειστηριασµό και έχει ως αντικείµενο και την τιµή πρώτης προσφοράς. Σύµφωνη γνώµη της Επιτροπής δεν απαιτείται, εάν η αντικειµενική αξία του ακινήτου είναι µικρότερη των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ και η τιµή πρώτης προσφοράς ισούται τουλάχιστον µε τα επτά δέκατα (7/10) της λογιστικής αξίας του ακινήτου.
δ) Εκποιήσεις απαιτήσεων από δάνεια, συµµετοχών, µετοχών, εταιρικών µεριδίων και οµολόγων. Σύµφωνη γνώµη της Επιτροπής δεν απαιτείται, εάν η λογιστική αξία του εκποιούµενου στοιχείου είναι µικρότερη των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ και η τιµή πρώτης προσφοράς ισούται τουλάχιστον µε τα επτά δέκατα (7/10) της λογιστικής αξίας ή όταν πρόκεται για εισηγµένους τίτλους σε οργανωµένη αγορά. Όταν απαιτείται σύµφωνη γνώµη της Επιτροπής, η εκποίηση γίνεται µε πλειστηριασµό, σύµφωνα µε όσα ορίζονται ειδικότερα από την Τράπεζα της Ελλάδος βάσει της παραγράφου 6, η δε έγκριση παρέχεται πριν από τον πλειστηριασµό και έχει ως αντικείµενο και την τιµή πρώτης προσφοράς.
3. Η Επιτροπή συνεδριάζει και αποφασίζει µε πλειοψηφία του όλου αριθµού των µελών της. Οµόφωνη απόφαση απαιτείται: α) όταν οι απαιτήσεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 υπερβαίνουν το ένα εκατοµµύριο (1.000.000) ευρώ και β) όταν η λογιστική αξία του προς εκποίηση περιουσιακού στοιχείου των περιπτώσεων γ΄ και δ΄ της παραγράφου 2 υπερβαίνει το ένα εκατοµµύριο (1.000.000) ευρώ.
4. Τα µέλη της Επιτροπής έχουν υποχρέωση τήρησης απορρήτου των εργασιών της, ισχύουσας και της παραγράφου 7 του άρθρου 60. Οι εξαιρέσεις από την υποχρέωση απορρήτου που προβλέπονται στο άρθρο 60 εφαρµόζονται αναλόγως.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος µε απόφασή της µπορεί να καθορίζει θέµατα σχετικά µε τον τρόπο λειτουργίας της Επιτροπής Ειδικής Εκκαθάρισης, τα προσόντα των µελών της, την καταβολή αποζηµίωσης από την Τράπεζα της Ελλάδος, περαιτέρω όρους και διατυπώσεις για τις συναλλαγές που συνάπτονται µε σύµφωνη γνώµη της Επιτροπής και άλλα ειδικότερα θέµατα και λεπτοµέρειες εφαρµογής της παραγράφου 2. Διατηρείται η ευχέρεια της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 68 να καθορίζει όρους και διατυπώσεις για συναλλαγές, για τις οποίες δεν απαιτείται σύµφωνη γνώµη της Επιτροπής.»
12. Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 3864/ 2010 (Α΄ 119) προστίθενται οι λέξεις:
«, καθώς και προς το σκοπό προστασίας του δηµόσιου συµφέροντος και ειδικά της σταθερότητας του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος σύµφωνα µε τις δεσµεύσεις της Ελληνικής Δηµοκρατίας που απορρέουν από το ν. 4046/2012 (Α΄28), όπως αυτές επικαιροποιούνται δυνάµει της παραγράφου 5 του άρθρου 1 του ίδιου νόµου.»
13. Η παρ. 4 του άρθρου 16Γ του ν. 3864/2010 τροποποιείται ως εξής:
«4. Οι αποφάσεις του Γενικού Συµβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής, εφόσον λαµβάνονται σύµφωνα µε τον παρόντα νόµο και προς το σκοπό προστασίας του δηµόσιου συµφέροντος, και ειδικά της διατήρησης της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήµατος, σύµφωνα µε τις δεσµεύσεις της Ελληνικής Δηµοκρατίας που απορρέουν από το ν. 4046/2012 (Α΄28), όπως αυτές επικαιροποιούνται δυνάµει της παραγράφου 5 του άρθρου 1 του ίδιου νόµου, τεκµαίρονται σύµφωνες µε το σκοπό του Ταµείου και το δηµόσιο συµφέρον και θεωρούνται επωφελείς και συµφέρουσες για το Ταµείο και το Ελληνικό Δηµόσιο όσον αφορά την αστική ευθύνη των µελών του Γενικού Συµβουλίου, της Εκτελεστικής Επιτροπής, καθώς και του προσωπικού του Ταµείου.»
14. Η ισχύς της περίπτωσης ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 3986/2011 (Α΄152), καθώς και της παραγράφου 2 του Κεφαλαίου Γ΄ «Εξαιρέσεις από το Παράρτηµα» του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000 – Α΄ 248), όπως προστέθηκε µε την περίπτωση στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 3986/2011, αναστέλλεται από 1.8.2013 µέχρι και 31.12.2013.