Άρθρο 18 Έλεγχοι – Δειγματοληψίες Εργαστηριακές Εξετάσεις

1. Κατά τη διενέργεια των ελέγχων, οι αρμόδιοι υπάλληλοι έχουν καθήκοντα ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Οι αρμοδιότητες που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 39 του ν. 3959/2011 (Α΄ 93) εφαρμόζονται αναλόγως.

2. Στην περίπτωση που οι υπάλληλοι που διενεργούν τον έλεγχο διαπιστώσουν ενδείξεις τέλεσης παράβασης, για την οποία δεν έχουν αρμοδιότητα επιβολής κύρωσης, υποχρεούνται να ενημερώσουν προς τούτο αμέσως τις εκάστοτε αρμόδιες αρχές.

3. Οι αρμόδιες αρχές για την άσκηση ελέγχων δύνανται να επιθεωρούν οποιονδήποτε χώρο όπου παρέχονται υπηρεσίες ή παράγονται, αποθηκεύονται, διακινούνται, διατίθενται στην αγορά ή εκτίθενται προϊόντα που προορίζονται για διάθεση στον καταναλωτή και να προβαίνουν σε σχετικούς ελέγχους.

4. Για την είσοδο στις εγκαταστάσεις παροχής υπηρεσιών ή παραγωγής, αποθήκευσης, διακίνησης και διάθεσης των προϊόντων των ελεγχομένων, τα αρμόδια όργανα ελέγχου οφείλουν να επιδεικνύουν τα σχετικά διοικητικά και άλλα έγγραφα των αρμόδιων αρχών εποπτείας της αγοράς που αποδεικνύουν τις σχετικές εντολές ελέγχου.

5. Οι ελεγχόμενοι υποχρεούνται σε κάθε περίπτωση να παρέχουν συνδρομή στα αρμόδια ελεγκτικά όργανα κατά την εκτέλεση του έργου τους.

6. Στο πλαίσιο των ελέγχων, οι αρμόδιοι υπάλληλοι δύνανται να λαμβάνουν άνευ ανταλλάγματος δείγματα από όλα τα ελεγχόμενα προϊόντα για περαιτέρω διεξαγωγή εργαστηριακών ελέγχων και για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής τους προς την κείμενη νομοθεσία. Όλα τα δείγματα που λαμβάνονται για τους σκοπούς των ελέγχων παρόντων των ελεγχομένων επισημαίνονται και σφραγίζονται μονοσήμαντα από τα αρμόδια όργανα προκειμένου να σταλούν για περαιτέρω εργαστηριακό έλεγχο.

7. Κατά τη δειγματοληψία συντάσσεται Πρωτόκολλο Δειγματοληψίας από τους ελεγκτές, το οποίο περιέχει τουλάχιστον:

α) τα στοιχεία της επιχείρησης όπου ελήφθησαν τα δείγματα,

β) στοιχεία του προϊόντος επαρκή για να εξασφαλίζεται η ιχνηλασιμότητα του δείγματος και συνολική ποσότητα που δειγματίστηκε,

γ) ευρήματα ή παρατηρήσεις που προέκυψαν κατά τον επιτόπιο έλεγχο που διενεργήθηκε,

δ) υπογραφές από τους ελεγκτές και τον ελεγχθέντα, ε) ενυπόγραφη δήλωση του υπευθύνου της επιχείρησης όπου λαμβάνεται το δείγμα, στην οποία αποδέχεται τη συσχέτιση του δείγματος με το τιμολόγιο αγοράς, το οποίο παραδίδει στους υπαλλήλους που διενεργούν τη δειγματοληψία.

8. Για τον τρόπο λήψης του δείγματος, την ποσότητα αυτού, τη μέθοδο σφράγισης και επισήμανσης, τα σχετικά με τη διασφάλιση της ταυτότητας του δείγματος και κάθε λεπτομέρεια που αφορά τη δειγματοληψία εφαρμόζονται οι ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις ή τα προβλεπόμενα από τα ισχύοντα για κάθε προϊόν πρότυπα, καθώς και από τα προγράμματα ελέγχου που καταρτίζουν οι αρμόδιες αρχές. Σε κάθε περίπτωση, με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για τα τρόφιμα ο αριθμός των λαμβανομένων δειγμάτων και η ποσότητα κάθε δείγματος πρέπει να είναι ισόποσα, εύλογα και επαρκή:

α) για την πρώτη εργαστηριακή εξέταση, β) για τη δεύτερη, αν ασκηθεί έφεση κατά του αποτελέσματος της πρώτης εργαστηριακής εξέτασης από τους οικονομικούς φορείς, και

γ) για την τρίτη εργαστηριακή εξέταση, σε περίπτωση ασυμφωνίας των αποτελεσμάτων μεταξύ πρώτης και δεύτερης εργαστηριακής εξέτασης.

9. Οι εργαστηριακοί έλεγχοι προϊόντων διενεργούνται σε διαπιστευμένα ή κοινοποιημένα ή αναγνωρισμένα ή εγκεκριμένα κατά περίπτωση εργαστήρια, όπως ορίζεται στην κείμενη νομοθεσία.

10. Η πρώτη εργαστηριακή εξέταση των προϊόντων που ελήφθησαν από τα εντεταλμένα ελεγκτικά όργανα γίνεται με μέριμνα και δαπάνη της αρμόδιας αρχής. Αν δεν υπάρχει διαθέσιμος ή πλήρης τεχνικός φάκελος για το δειγματιζόμενο προϊόν, μολονότι αυτό επιβάλλεται από τις ισχύουσες διατάξεις, βαρύνεται με το κόστος της πρώτης εξέτασης ο ελεγχόμενος.

11. Αν από τα αποτελέσματα της πρώτης εργαστηριακής εξέτασης προκύπτει ότι το δειγματισθέν προϊόν δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτεί η σχετική νομοθεσία, ο ελεγχόμενος, αφού ενημερωθεί αρμοδίως, μπορεί να ασκήσει έφεση κατά των αποτελεσμάτων της πρώτης εργαστηριακής εξέτασης, εντός προθεσμίας δύο (2) εργάσιμων ημερών. Το κόστος της δεύτερης (κατ’ έφεση) εργαστηριακής εξέτασης βαρύνει τον ελεγχόμενο.

12. Στις περιπτώσεις που προκύπτουν διαφορές στα αποτελέσματα της πρώτης και δεύτερης (κατ’ έφεση) εξέτασης, διενεργείται υποχρεωτικά από την αρμόδια αρχή με δαπάνες της και τρίτη εργαστηριακή εξέταση σε διαφορετικό εργαστήριο.

13. α) Στην περίπτωση που ο εργαστηριακός έλεγχος διενεργείται από Υπηρεσίες του Γενικού Χημείου του Κράτους (ΓΧΚ), εφαρμόζονται οι ειδικότερες διατάξεις περί δειγματοληψίας, χημικών εξετάσεων, γνωματεύσεων και ευαλλοίωτων δειγμάτων που προβλέπονται από τα οικεία άρθρα του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών και τις σχετικές Αποφάσεις του Ανωτάτου Χημικού Συμβουλίου (ΑΧΣ).

β) Επιπλέον, για τα δείγματα τα οποία εξετάζονται στις Υπηρεσίες του Γενικού Χημείου του Κράτους, ο κύριος του είδους ή αυτός από τον οποίο αγόρασε το είδος τρίτος, μπορεί να υποβάλει έφεση στη δειγματίσασα αρχή, κατά του αποτελέσματος της πρώτης εξέτασης, εντός της οριζόμενης στην παράγραφο 11 προθεσμίας. Η κατ’ έφεση εξέταση εκτελείται από άλλο χημικό του ΓΧΚ, με δυνατότητα παράστασης εκπροσώ­που του ενδιαφερομένου, κατά τα οριζόμενα στο οικείο άρθρο του ΚΤΠ σχετικά με τις κατ’ έφεση εξετάσεις. Ο εκπρόσωπος του ενδιαφερομένου μπορεί να είναι Χη­μικός ή Χημικός Μηχανικός ή Κτηνίατρος ή Γεωπόνος ή Βιολόγος ή Τεχνολόγος Τροφίμων ΤΕΙ ή Οινολόγος ΤΕΙ , ανάλογα με το είδος της εργαστηριακής εξέτασης, κατά τα οριζόμενα στο οικείο άρθρο του ΚΤΠ σχετικά με τις κατ΄ έφεση εξετάσεις. Η αίτηση για έφεση διαβιβάζεται από τη δειγματίσασα αρχή στην αρμόδια υπηρεσία του ΓΧΚ, συνοδευόμενη από διπλότυπο είσπραξης παρα­βόλου, το οποίο καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης και Ανταγωνι­στικότητας. Προκειμένου περί ευαλλοίωτων τροφίμων, οι Υπηρεσίες του ΓΧΚ προβαίνουν αυτεπάγγελτα στην εξέταση του δεύτερου (κατ’ έφεση) δείγματος, εκτός αν ρητά αναγράφεται στο πρωτόκολλο δειγματοληψίας ότι ο ενδιαφερόμενος δεν επιθυμεί έφεση, τηρουμένων των διαδικασιών που προβλέπονται στο οικείο άρθρο του ΚΤΠ.

γ) Στις περιπτώσεις όπου υπάρχει: γα) διαφορά απο­τελέσματος ή γνωμάτευσης μεταξύ της πρώτης και της κατ’ έφεση εξέτασης στο Γενικό Χημείο του Κράτους ή γβ) διαφωνία του ως άνω οριζόμενου εκπροσώπου του ενδιαφερομένου με το αποτέλεσμα ή τη γνωμάτευ­ση του Γενικού Χημείου του Κράτους, αποφαίνεται το Ανώτατο Χημικό Συμβούλιο περί της κανονικότητας του δείγματος, με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο σχετικό άρθρο του ΚΤΠ για τις κατ’ έφεση εξετάσεις, με την επιφύλαξη ειδικών αποφάσεων του ΑΧΣ.

[sws_yellow_box box_size="100"]

[/sws_yellow_box]