.

Άρθρο 3
Συμβάσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων και πιστώσεων

1. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην περίπτωσης δ΄ της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενό της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζομένου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Άλλα δικαιώματα, ακόμα αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

2. Αναγκαία προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση οι απαιτήσεις των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής μέσα σε δώδεκα (12) μήνες πριν από την προσφορά, πριν ή μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, να διακανονίσει τις οφειλές του βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής σύμφωνα και με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας (ν.4224/2013). Εξαιρούνται από την ως άνω προϋπόθεση απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν.4224/2013, όπως αυτή ισχύει. Κάθε νέος εκδοχέας απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 οφείλει να εκκινεί εκ νέου τη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ) του Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, δια της αντισυμβαλλόμενης εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων.

3. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν.2844/2000 (Α'220). Τυχόν συμφωνίες μεταξύ μεταβιβάζοντας πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος και δανειοληπτών περί ανεκχώρητου των μεταξύ τους απαιτήσεων δεν αντιτάσσονται στον εκδοχέα. Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντας πιστωτικού ιδρύματος. Ο εκχωρητής θεωρείται αντίκλητος του εκδοχέα για οποιαδήποτε κοινοποίηση σχετίζεται με τη μεταβιβασθείσα απαίτηση. Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, οι Εταιρίες Διαχείρισης της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου υποχρεούνται να αποδίδουν την εισφορά του άρθρου 1 του ν. 128/1975 (Α’178), που βαρύνει τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων εφαρμοζομένων των διατάξεων του ως άνω νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων.

4. Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1. Καταβολή προς το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα πριν από την αναγγελία ελευθερώνει τον δανειολήπτη έναντι του μεταβιβάζοντος και των ελκόντων δικαιώματα από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου.

5. Καταπιστευτική μεταβίβαση των απαιτήσεων του πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος δεν επιτρέπεται και οποιοσδήποτε καταπιστευτικός όρος δεν ισχύει. Επιτρέπεται η αναπροσαρμογή ή πίστωση του τιμήματος της πώλησης και η υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης κατά τους όρους της σχετικής σύμβασης και τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. ΑΚ.και με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος.

6. Αν η μεταβιβαζόμενη απαίτηση του πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ασφαλίζεται με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο ή άλλο παρεπόμενο δικαίωμα ή προνόμιο, το οποίο έχει υποβληθεί σε δημοσιότητα με καταχώριση σε δημόσιο βιβλίο ή αρχείο, για τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου είναι απαραίτητη η καταχώριση της βεβαίωσης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 και σχετική μνεία σε περίληψη του εμπράγματου βάρους, του παρεπόμενου δικαιώματος ή του προνομίου. Από την καταχώριση για κάθε ενέχυρο σε σχέση με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις του πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος επέρχονται τα αποτελέσματα των άρθρων 39 και 44 του ν.δ. 17.7/13.8.1923.

7. Στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων του παρόντος νόμου, καθώς και σε περιπτώσεις ανάθεσης διαχείρισης, δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή και δεν επιτρέπεται η μονομερής τροποποίηση όρου σύμβασης, καθώς και του επιτοκίου. Σε περίπτωση που μεταβιβάζεται απαίτηση από εξυπηρετούμενο δάνειο ή πίστωση, για την εξυπηρέτηση του οποίου έχει συμφωνηθεί κυμαινόμενο επιτόκιο, ο εκδοχέας δεν επιτρέπεται να προσδιορίσει περιθώριο, επιπλέον του επιτοκίου αναφοράς, υψηλότερο εκείνου που είχε προσδιορίσει το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα κατά το χρόνο καταχώρισης της μεταβίβασης, εκτός εάν οι όροι που περιλαμβάνονται ή ενσωματώνονται στη δανειακή σύμβαση, προσδιορίζουν με ακρίβεια συγκεκριμένα και αντικειμενικά κριτήρια για τη μεταβολή του περιθωρίου.

8. Η εφαρμογή του παρόντος άρθρου αναστέλλεται ως προς τις δανειακές συμβάσεις και πιστώσεις με υποθήκη ή με προσημείωση υποθήκης πρώτης κατοικίας σε ακίνητα αντικειμενικής αξίας έως εκατό σαράντα χιλιάδων (140.000) ευρώ μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2017. Πάσης φύσεως δάνεια που εγγυάται ή έχει εγγυηθεί το Ελληνικό Δημόσιο εξαιρούνται από την εφαρμογή των άρθρων 1 έως 3Α του παρόντος νόμου.

(Με το άρθρο δεύτερο του Ν. 4390/16, ΦΕΚ-96 Α/30-5-16, ορίζεται ότι : Το πρώτο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 3 του πρώτου Κεφαλαίου του Ν. 4354/2015 (A' 176), όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και ισχύει, τροποποιείται ως ακολούθως:

«Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου αναστέλλεται ως προς τις καταναλωτικές δανειακές συμβάσεις, τις συμβάσεις με υποθήκη ή με προσημείωση υποθήκης πρώτης κατοικίας και τα δάνεια και τις πιστώσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όπως αυτές ορίζονται από τη σύσταση 2003/361/ΕΚτης Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2003 (Επίσημη Εφημερίδα LI 24/20.5.2003), καθώς και τα δάνεια με εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου, μέχρι τη 15η Ιουνίου 2016.» -

ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Η ΩΣ ΑΝΩ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ (ΜΕ ΤΟ Ν. 4390/16) ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡ. 9 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΩΣ ΙΣΧΥΕ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΜΕ ΤΟ Ν. 4389/16)

Το άρθρο 3 αντικαταστάθηκε σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 70 του νόμου 4389/2016, ΦΕΚ Α'94/27.5.2016. Πριν την αντικατάσταση ίσχυαν τα εξής: 1. Τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν εκτός Ελλάδος και οι εταιρίες ειδικού σκοπού του άρθρου 10 του ν.3156/2003 (Α'157) και οι Εταιρίες Μεταβίβασης Απαιτήσεων του παρόντος νόμου, δύνανται να πωλούν και μεταβιβάζουν σε πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα και Εταιρίες Μεταβίβασης Απαιτήσεων του παρόντος νόμου, απαιτήσεις τους από συμβάσεις χορήγησης κάθε μορφής δανείων και πιστώσεων, τα οποία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη των ενενήντα (90) ημερών.

2. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου υπάγεται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενο της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζομένου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Σε περίπτωση πώλησης ομάδας απαιτήσεων κατά του ίδιου του δανειολήπτη, δύνανται να περιληφθούν σε αυτήν και απαιτήσεις από συμβάσεις χορήγησης κάθε μορφής δανείων και πιστώσεων που εξυπηρετούνται κανονικά με την προϋπόθεση ότι στην ομάδα αυτή περιλαμβάνονται απαιτήσεις από συμβάσεις χορήγησης δανείων και πιστώσεων που δεν εξυπηρετούνται. Άλλα δικαιώματα, ακόμα αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές.
Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

3. Αναγκαία προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση απαιτήσεις της παραγράφου 1 είναι, από την έναρξη ισχύος του παρόντος, να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής εντός δώδεκα (12) μηνών προ της προσφοράς να ρυθμίσει ή διακανονίσει τις οφειλές του. Εξαιρούνται απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 2 του ν.4224/2013, όπως αυτοί ισχύουν.

4. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης της παραγράφου 1 καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν.2844/2000 (A'220), και τυχόν συμφωνίες μεταξύ μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρίας ειδικού σκοπού του άρθρου 10 του ν.3156/2003 και δανειοληπτών περί ανεκχώρητου των μεταξύ τους απαιτήσεων δεν αντιτάσσονται στον εκδοχέα. Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος. Ο εκχωρητής θεωρείται αντίκλητος του εκδοχέα για οποιαδήποτε κοινοποίηση σχετίζεται με τη μεταβιβασθείσα απαίτηση.

5. Απαραίτητη είναι η καταχώριση της σύμβασης αυτής στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν.2844/2000. Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές, με κάθε πρόσφορο μέσο. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1. Καταβολή προς το πιστωτικό ίδρυμα ή την εταιρία ειδικού σκοπού του άρθρου 10 του ν.3156/2003 (A'157) πριν από την αναγγελία ελευθερώνει τον δανειολήπτη έναντι του μεταβιβάζοντος και των ελ κόντων δικαιώματα από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου.

6. Καταπιστευτική μεταβίβαση των απαιτήσεων του πιστωτικού ιδρύματος ή της εταιρίας ειδικού σκοπού του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 δεν επιτρέπεται και οποιοσδήποτε καταπιστευτικός όρος δεν ισχύει. Επιτρέπεται η αναπροσαρμογή ή πίστωση του τιμήματος της πώλησης και η υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης κατά τους όρους της σχετικής συμβάσεως και τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. ΑΚ.

7. Αν η μεταβιβαζόμενη απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος ή της εταιρείας ειδικού σκοπού του άρθρου 10 του ν.3156/2003 ασφαλίζεται με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο ή άλλο παρεπόμενο δικαίωμα ή προνόμιο, το οποίο έχει υποβληθεί σε δημοσιότητα με καταχώριση σε δημόσιο βιβλίο ή αρχείο, για τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου είναι απαραίτητη η καταχώριση της βεβαίωσης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 και σχετική μνεία σε περίληψη του εμπράγματου βάρους, του παρεπόμενου δικαιώματος ή του προνομίου. Από την καταχώριση για κάθε ενέχυρο σε σχέση με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις του πιστωτικού ιδρύματος ή της εταιρείας ειδικού σκοπού του άρθρου 10 του ν.3156/2003 επέρχονται τα αποτελέσματα των άρθρων 39 και 44 του ν.δ. 17.7/13.8.1923.

8. Στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων του παρόντος νόμου, καθώς και σε περιπτώσεις ανάθεσης διαχείρισης, δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή.

9. Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου αναστέλλεται ως προς τις καταναλωτικές δανειακές συμβάσεις και πιστώσεις, τις δανειακές συμβάσεις με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης πρώτης κατοικίας και τα δάνεια και τις πιστώσεις προς σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όπως αυτές ορίζονται από τη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 6ης Μαίου 2003 (Επίσημη Εφημερίδα L124/20.5.2003), καθώς και τα δάνεια με εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου, μέχρι την 15η Φεβρουαρίου 2016. Το εφαρμοστικό πλαίσιο της μεταβίβασης των παραπάνω κατηγοριών απαιτήσεων θα καθοριστεί νομοθετικά καταλλήλως.

Το τελευταίο εδάφιο της παρ.7 του άρθρου 3 αντικαταστάθηκε σύμφωνα με την παρ.5 του άρθρου 4ο του νόμου 4393/2016, ΦΕΚ Α'106/6.6.2016. Πριν την αντικατάσταση ίσχυαν τα εξής:
Σε περίπτωση που μεταβιβάζεται απαίτηση από εξυπηρετούμενο δάνειο ή πίστωση, για την εξυπηρέτηση του οποίου έχει συμφωνηθεί κυμαινόμενο επιτόκιο, ο εκδοχέας δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να προσδιορίσει περιθώριο, επιπλέον του επιτοκίου αναφοράς, υψηλότερο εκείνου που είχε προσδιορίσει το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα κατά το χρόνο καταχώρισης της μεταβίβασης, ακόμα κι αν τέτοιο δικαίωμα υφίστατο συμβατικά για τον εκχωρητή.
Οι λέξεις "των άρθρων 1 έως 3 του παρόντος νόμου" αστην παρ.8 του άρθρου 3 αντικαταστάθηκαν από τις λέξεις "του παρόντος άρθρου" σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 10ο του νόμου 4393/2016, ΦΕΚ Α'106/6.6.2016
Το τελευταίο εδάφιο της παρ.8 του άρθρου 3 διαγράφηκε σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 10ο του νόμου 4393/2016, ΦΕΚ Α'106/6.6.2016