.

Άρθρο 16
Απασχόληση συνταξιούχων

1. Το άρθρο 63 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ Α'1) αντικαθί­σταται ως εξής:
«1. Οι συνταξιούχοι λόγω γήρατος φορέων κύριας ασφάλισης που αναλαμβάνουν εργασία, υπόκεινται στους εξής περιορισμούς: α) Για όσους δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης ή των συντάξεων, κύριων και επικουρικών. β) Μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους, το ποσό της ακαθάριστης κύριας σύνταξης ή του αθροίσματος των ακαθάριστων κύριων συντάξεων, που υπερβαίνει τα τριάντα ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτά διαμορφώνονται κάθε φορά και ισχύουν την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, καταβάλλεται μειωμένο κατά εβδομήντα τοις εκατό (70%). Για κάθε τέκνο που είναι ανήλικο ή σπουδάζει σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και έως τη συμπλήρωση του 24ου έτους ή είναι ανίκανο για κάθε βιοποριστική εργασία, ο αριθμός των ανωτέρω ημερομισθίων προ­σαυξάνεται κατά έξι ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτά διαμορφώνονται κάθε φορά. Σε περίπτωση συρροής συντάξεων, η μείωση γίνεται στο ποσό της μεγαλύτερης κύριας σύνταξης και εφόσον αυτό δεν επαρκεί, το υπόλοιπο ποσό περικόπτεται από την αμέ­σως επόμενη ή επόμενες σε ύψος κύριες συντάξεις.

Ειδικότερα για τους δικαιούχους κατωτάτων ορίων συντάξεων, η σύνταξή τους περιορίζεται στο οργα­νικό ποσό, όπως αυτό προκύπτει από τα ασφαλιστικά δεδομένα. Εάν το οργανικό ή τα οργανικά ποσά υπερβαίνουν τα προαναφερόμενα κατά περίπτωση ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, τότε τα ποσά αυτά περικόπτονται ως ανωτέρω. Τα ανωτέρω έχουν εφαρ­μογή και στα πρόσωπα της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ Α'40). Για τον απασχολούμενο συνταξιούχο καταβάλλονται οι προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις για τους λοιπούς ασφαλισμένους εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου, οι οποίες βαρύ­νουν τον εργοδότη και τον ασφαλισμένο αντίστοιχα.

2. Οι συνταξιούχοι της προηγούμενης παραγράφου, που ασκούν δραστηριότητα υπακτέα στην ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματι­ών (Ο.Α.Ε.Ε.) και του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απα­σχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.), υπόκεινται στους εξής περιο­ρισμούς:
α) Για όσους δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης ή των συντάξεων, κύριων και επικουρικών. Υποχρεούνται δε στην καταβολή των προβλεπόμενων εισφορών.
β) Μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας, υποχρεούνται να καταβάλουν τις προβλεπόμε­νες από τις οικείες διατάξεις εισφορές προσαυξημένες κατά πενήντα τοις εκατό (50%). Σε περίπτωση που το ποσό της κύριας ή των κύριων συντάξεων υπερβαί­νει τα εξήντα (60) ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, όπως διαμορφώνονται κάθε φορά και ισχύουν την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, το ποσό που υπερβαίνει το ανωτέρω όριο περικόπτεται.

Για τους ανωτέρω συνταξιούχους, οι οποίοι υπά­γονται στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Α., καταβάλλονται οι προβλεπόμενες για τους από 1.1.1993 ασφαλισμέ­νους εισφορές, εργοδότη και ασφαλισμένου. Από την καταβολή προσαυξημένων ασφαλιστικών εισφορών εξαιρούνται οι ανωτέρω συνταξιούχοι, οι οποίοι λόγω απασχόλησης υπάγονταν σε περισσότερους του ενός ασφαλιστικούς φορείς και οι οποίοι μετά τη συνταξιοδότησή τους από έναν εκ των ανωτέρω φορέων, συνεχίζουν για την ίδια απασχόληση υποχρεωτικά την ασφάλισή τους στον οικείο Τομέα ασφάλισης.

3. Ο συνταξιούχος που αναλαμβάνει εργασία ή αυτοαπασχολείται μπορεί να χρησιμοποιήσει το χρόνο ασφάλισης κατά το διάστημα της αναστολής, ή περι­κοπής της σύνταξης, ή της καταβολής προσαυξημένων ή μη ασφαλιστικών εισφορών, για την προσαύξηση της σύνταξης από τον φορέα που συνταξιοδοτείται, ή για τη θεμελίωση νέου συνταξιοδοτικού δικαιώματος από άλλο φορέα, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύου­σες διατάξεις περί διπλοσυνταξιούχων. Σε περίπτωση αξιοποίησης του χρόνου στον φορέα από τον οποίο συνταξιοδοτείται, ο υπολογισμός για την προσαύξηση της ήδη καταβαλλόμενης σύνταξης γίνεται με ποσο­στό 1,714% επί των συντάξιμων αποδοχών, οι οποίες δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερες του 25πλάσιου του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, ή επί των ασφαλιστικών κατηγοριών, για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας ή 300 ημέρες εργασίας. Ο Οργανισμός ή ο Τομέας στον οποίο ασφαλίστηκε ο συνταξιούχος, συμμετέχει στη δαπάνη συνταξιοδότησης και για το διακανονισμό εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ Α'48).

4. Εάν οι συνταξιούχοι αναπηρίας φορέων κύριας ασφάλισης, αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχολούνται, και κερδίζουν, ανάλογα με το βαθμό της αναπηρίας τους, περισσότερα από όσα κερδίζει υγιής απασχο­λούμενος, σύμφωνα με τους γενικούς όρους αμοιβής, διακόπτεται η σύνταξή τους ή οι συντάξεις τους, κύριες και επικουρικές.

5. Οι συνταξιούχοι των παραγράφων 1, 2 και 4 του παρόντος υποχρεούνται, πριν αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχοληθούν, να δηλώσουν τούτο στον φορέα ή στους φορείς από τους οποίους συνταξιοδοτούνται για κύρια σύνταξη. Στους φορείς επικουρικής ασφάλισης υποβάλλεται σχετική δήλωση από τους συνταξιούχους αναπηρίας, καθώς και από τους συνταξιούχους γή­ρατος, εφόσον οι τελευταίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας. [Αρχή Τροποποίησης]«Παράλειψη της δήλωσης συνεπάγεται καταλογισμό σε βάρος του συνταξιούχου του ποσού που έπρεπε να του παρακρατηθεί, συμφώνως με το παρόν άρθρο, κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του ή κατά το διάστημα της αυτοαπασχόλησης, που επιβαρύνεται με ετήσιο επιτόκιο 4,56%, ο δε φορέας δικαιούται να συμψηφίζει το ποσό με μελλοντικές συντάξεις και μέχρι του ύψους του 1/4 της συντάξεως.

Για δηλώσεις που η υποχρέωση υποβολής τους ανά­γεται μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, ο προβλε­πόμενος καταλογισμός του προηγούμενου εδαφίου μειώνεται κατά 50%.»

6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν έχουν εφαρμογή:

α) στον επιζώντα των συζύγων,
β) στους συνταξιούχους του ΟΓΑ,
γ) στους πολύτεκνους των οποίων το ένα τουλάχι­στον των τέκνων είναι ανήλικο ή σπουδάζει σε ανώτε­ρες ή ανώτατες σχολές και έως τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας του ή είναι ανίκανο για κάθε βιοποριστική εργασία,
δ) στα πρόσωπα για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις των Καν. (ΕΟΚ) 1408/71 και 574/72, καθώς και των δι­μερών συμβάσεων κοινωνικής ασφάλειας,
ε) στα πρόσωπα που συνταξιοδοτήθηκαν με το ν. 3185/2003 και μέχρι τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας τους.

7. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το θέμα καταργείται.

8. Με νόμο δύναται να τροποποιείται το ποσό της περιπτώσεως β΄ των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, καθώς και το ύψος του προστίμου της παρα­γράφου 5 του παρόντος.»

α) η αναγνώριση χρόνων ασφάλισης με εξαγορά των άρθρων 39 - 41, 56 του ν.3996/2011 (Α'170), του άρθρου 2 παρ. 3 του ν.1358/1983 (Α'64), του άρθρου 40 παρ. 2 του ν.2084/1992 (Α'165), του άρθρου 20 του ν. 3232/2004 (Α'48),
β) του άρθρου 63 του ν. 2676/1999 (Α'1), όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3863/2010 (Α'115),
γ) του άρθρου 14 του ν. 3863/2010,
δ) του άρθρου 29 παρ. 3 του ν. 1846/1951 (Α'179), όπως ισχύει,
ε) των άρθρων 8 και 17 του π.δ. 419/1983 (Α'154), όπως ισχύουν, καθώς και του άρθρου 14 παρ. 5 του ν. 3232/2004 (Α'48),
στ) των άρθρων 8 και 17 του π.δ. 419/1980 (Α'115), όπως ισχύουν, καθώς και του άρθρου 14 παρ. 5 του ν. 3232/2004 (Α'48),
ζ) του άρθρου 25 του ν. 3846/2010 (Α'65),
η) του άρθρου 9 παρ. 1 του Κανονισμού Παροχών ΤΕΑΥΕΚ,
θ) όπου από τις κείμενες διατάξεις των Καταστατικών των φορέων επικουρικής ασφάλισης προβλέπεται αναστολή σύνταξης λόγω απασχόλησης συνταξιούχων,
ι) του άρθρου 7 παρ. 1 του ν.1745/1987 (Α΄ 234) και του άρθρου 9 παρ. 3 του ν. 2458/1997 (Α'15),
ια) του άρθρου 11 παρ. 3 του ν. 2458/1997 και του άρθρου 13 παρ. 1 του ν. 2458/1997, όπως ισχύει”)

2. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν για όσους συντα­ξιούχους αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχολούνται ή διοριστούν σε θέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ Α'40), από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και εφεξής.
«Οσοι συνταξιούχοι έχουν ήδη αναλάβει εργασία ή αυτοαπασχολούνται ή έχουν διοριστεί σε θέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010 (Α΄ 40), και έως την ισχύ του παρόντος νόμου δεν καταλαμβά­νονταν από τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 2676/1999 (Α'1), όπως ίσχυαν έως την αντικατάστασή του με το παρόν άρθρο, οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται από 1.1.2014. Οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν.2676/1999 (Α'1), όπως αυτό ίσχυε έως την αντικατάστασή του με το παρόν, εξακολουθούν να ισχύουν έως 31.12.2013 για όσους συνταξιούχους είχαν ήδη υπαχθεί σε αυτές έως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Από 1.1.2014 εφαρμό­ζονται και στην περίπτωση αυτή οι διατάξεις του παρό­ντος άρθρου, καταργούμενης κάθε αντίθετης διάταξης.»

3. α. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, που εργάζονται εκτός του ευρύτερου δη­μόσιου τομέα όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις δια­τάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ Α'65) ή αυτοαπασχολούνται.

Οι διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ Α'57), καθώς και των παραγράφων 1 έως 7 του άρθρου 58 του π.δ. 169/2007, εξακολουθούν να ισχύουν.

β. Οι συνταξιούχοι της προηγούμενης περίπτωσης, υποχρεούνται, πριν αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχοληθούν, να δηλώσουν τούτο στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Παράλειψη της δηλώσεως συνεπάγεται καταλογισμό σε βάρος του συνταξιούχου του ποσού των συντάξεων που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του ή κατά το διάστημα που αυτοαπασχολείτο, και πρόστιμο επί του καταλογισθέντος ποσού ίσο με το νόμιμο τόκο υπερημερίας.

Το τρίτο και το τέταρτο εδάφιο αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 3 του άρθρου 68 του νόμου 4316/2014, ΦΕΚ Α'270/24.12. 2014
Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 16 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 της ΠΝΠ 31/31.12.2012, ΦΕΚ Α'256/31.12.2012. το άρθρο 17 καταργήθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 2 του νόμου 4147/2013