.

Άρθρο 18
Προϋποθέσεις εξέτασης αιτήματος διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής - Περιορισμοί - Επανεξέταση

1. Για την εξέταση των προϋποθέσεων χορήγησης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής απαιτούνται:
α) η υποβολή αίτησης εκ μέρους του οφειλέτη ή συνυπόχρεου προσώπου,
β) η καταβολή παραβόλου υπέρ του Δημοσίου σε ποσοστό πέντε τοις χιλίοις (5‰) επί της βασικής οφειλής για την οποία ζητείται η διευκόλυνση, που δεν μπορεί να υπερβεί τα χίλια (1.000) ευρώ.

2. Εφόσον, κατά την υποβολή της αίτησης, υφίστανται στην ίδια οφειλή, για την οποία ζητείται η διευκόλυνση, και μη ληξιπρόθεσμες δόσεις αυτής, το ποσό αυτών περιλαμβάνεται υποχρεωτικά στην απόφαση της διευ­κόλυνσης, οπότε στις δόσεις που προκύπτουν από το άθροισμα των συντελεστών βαρύτητας των κριτηρίων του οφειλέτη προστίθεται ο αριθμός των δόσεων που δεν είναι ληξιπρόθεσμες. Αν υπάρχουν δύο ή περισ­σότερες οφειλές με μη ληξιπρόθεσμες δόσεις, προ­στίθεται ο αριθμός των δόσεων της οφειλής με τις περισσότερες μη ληξιπρόθεσμες δόσεις, πλην όμως ο συνολικός αριθμός των δόσεων της διευκόλυνσης δεν μπορεί να υπερβεί τις σαράντα οκτώ (48). Για οφειλές που η περιοδικότητα καταβολής των κατά νόμο δόσεων είναι μεγαλύτερη του μήνα, οι μη ληξιπρόθεσμες δόσεις αυτών περιλαμβάνονται στη διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, εφόσον ζητηθεί από τον οφειλέτη.

3. Για την ίδια οφειλή επιτρέπεται η χορήγηση μέχρι τριών διευκολύνσεων κατ’ ανώτατο όριο ανεξάρτητα αν η αίτηση υποβάλλεται από τον οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο και οι δόσεις αυτών καθορίζονται ως ακολούθως:

α) ο αριθμός των δόσεων της πρώτης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής καθορίζεται με βάση το άθροι­σμα των συντελεστών αξιολόγησης των κριτηρίων του άρθρου 17 του παρόντος,
β) η δεύτερη διευκόλυνση μπορεί να χορηγηθεί μετά την απώλεια της πρώτης και ο αριθμός των δόσεων αυτής καθορίζεται με την ίδια ως άνω διαδικασία, με τον περιορισμό ότι η πρώτη δόση αυτής θα είναι του­λάχιστον ίση με ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) της οφειλής για την οποία ζητήθηκε η δεύτερη διευκόλυνση,
γ) η τρίτη διευκόλυνση μπορεί να χορηγηθεί μετά την απώλεια της δεύτερης, εφόσον όμως κατατεθεί εγγύηση με την οποία θα διασφαλίζεται η πληρωμή των δόσεων αυτής, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού, οι οποίες δεν μπορεί να υπερβαίνουν τον εναπομείναντα αριθμό των δόσεων της δεύτερης διευκόλυνσης και με τον περιορισμό ότι η πρώτη δόση αυτής θα είναι τουλάχιστον ίση με ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της οφειλής για την οποία ζητήθηκε η τρίτη διευκόλυνση.

4. Σε κάθε περίπτωση χορήγησης διευκόλυνσης τμη­ματικής καταβολής για αναστολή μέτρου είσπραξης ή για χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας, μπορεί να τίθεται αυξημένο ποσό πρώτης δόσης, κατά την κρίση του οργάνου που τη χορηγεί πέραν των όσων ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο.

5. O οφειλέτης εκπίπτει του ευεργετήματος της διευ­κόλυνσης τμηματικής καταβολής, εφόσον δεν πληρώσει τρεις συνεχείς μηνιαίες δόσεις αυτής. To ίδιο ισχύει και σε περίπτωση μη καταβολής της προτελευταίας ή της τελευταίας δόσης της διευκόλυνσης, εφόσον παρέλθει αντίστοιχο χρονικό διάστημα.

6. Ο οφειλέτης, ο οποίος αδυνατεί αντικειμενικά να ανταποκριθεί στις δόσεις της πρώτης διευκόλυνσης που του χορηγήθηκε, μπορεί να υποβάλει άπαξ αίτηση επανεξέτασης για αύξηση του αριθμού των δόσεων αυτής. Η αίτηση υποβάλλεται στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου, όπου είναι βεβαιωμένη η οφειλή, μέσα σε δύο (2) μήνες από την ημερομηνία της τελευταίας εμπρό­θεσμης καταβολής δόσης της διευκόλυνσης, της οποίας ζητείται η επανεξέταση και συνοδεύεται από τα στοιχεία με τα οποία αποδεικνύεται η αντικειμενική αδυναμία συμ­μόρφωσης του οφειλέτη στη διευκόλυνση αυτή.

7. Ο αριθμός των δόσεων της πρώτης διευκόλυνσης, της οποίας ζητήθηκε η επανεξέταση, μπορεί, με ειδι­κά αιτιολογημένη απόφαση του αρμόδιου οργάνου, να αυξηθεί μέχρι του τριπλασίου, κατ’ ανώτατο όριο, του αθροίσματος των συντελεστών αξιολόγησης των κριτηρίων του άρθρου 17, αλλά ο συνολικός αριθμός των δόσεων δεν μπορεί να υπερβεί τις σαράντα οκτώ (48). Κατά την εκτέλεση της απόφασης, επί αιτήματος επανεξέτασης πρώτης διευκόλυνσης τμηματικής κα­ταβολής, που έγινε δεκτό, αφαιρείται ο αριθμός των δόσεων που έχουν ήδη καταβληθεί και το ποσό της νέας δόσης καθορίζεται επί του εναπομείναντος ανείσπρακτου υπολοίπου, η απόφαση δε αυτή θεωρείται συνέχεια της πρώτης διευκόλυνσης. Υποβολή δεύτερης αίτησης επανεξέτασης πρώτης διευκόλυνσης συγκεκρι­μένης οφειλής απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Επίσης απορρίπτεται, ως απαράδεκτη, αίτηση επανεξέτασης δεύτερης ή τρίτης διευκόλυνσης.

8. Οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται για οφειλές από παρακρα­τούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, καθώς και για οφειλές από φόρο εισοδήματος που προκύπτει από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών ή νομικών προσώπων για το τρέχον, κάθε φορά, οικονομικό έτος, εκτός αν ταυτόχρονα με την υποβολή της αίτησης επα­νεξέτασης κατατεθεί εγγυητική επιστολή πιστωτικού ιδρύματος, η οποία θα καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου για την εξόφληση του συνόλου του οφειλόμενου πο­σού της διευκόλυνσης σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης πληρωμής μίας δόσης αυτής.

(Με την παρ. 5 του άρθρου 14 του Ν.3888/2010, ορίζεται ότι: “5. Για χρονικό διάστημα δύο ετών δεν επιτρέπεται η χορήγηση διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής σύμ­φωνα και με τα άρθρα 13 έως 21 του ν.2648/1998 (ΦΕΚ Α'238) από τα όργανα του άρθρου 14 του ιδίου νόμου, για χρέη που βεβαιώθηκαν ταμειακά μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού”).

(Με την παρ. 16 της υποπαρ. Α2 του άρθρου πρώτου του Ν.4152/2013, ορίζεται ότι: “16. Από την ημερομηνία που καθορίζεται κατά την προηγούμενη περίπτωση της παρούσας υποπαραγρά­φου, δεν επιτρέπεται η χορήγηση διευκολύνσεων – ρυθ­μίσεων τμηματικής καταβολής, σύμφωνα με τις διατά­ξεις των άρθρων 13 έως και 21 του ν. 2648/1998 (Α'238) και του άρθρου 14 του ν.3888/2010 (Α'175)”)

Η παρ.8 του άρθρου 18 καταργήθηκε με την παρ.4 του άρθρου 3 του νόμου 4038/2012, ΦΕΚ Α'14/2.2.2012. Με την παρ. 5 του άρθρου 65 του ν. 3842/10, ορίζεται ότι : «Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου αυτού αρχίζει ένα (1) μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Είχε τροποποιηθεί με τις παρ.3, 9 του άρθρου 17 του νόμου 2753/1999, την παρ.7 του άρθρου 19 του νόμου 2948/2001, με την παρ.6 του άρθρου 11 του νόμου 2954/2001, με τις παρ. 4, 5 του άρθρου 14 3193/2003, με την παρ. 3 του άρθρου 29 του νόμου 3522/2006